ΧΟ. ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον ἔνδοθεν ἕξει,
815 ἡνίκ᾽ ἂν ὀξύλαλόν περ ἴδῃ θήγοντος ὀδόντα
ἀντιτέχνου· τότε δὴ μανίας ὑπὸ δεινῆς
ὄμματα στροβήσεται.
ἔσται δ᾽ ἱππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη
σκινδαλάμων τε παραξόνια σμιλευματοεργοῦ
820 φωτὸς ἀμυνομένου φρενοτέκτονος ἀνδρὸς
ῥήμαθ᾽ ἱπποβάμονα.
φρίξας δ᾽ αὐτοκόμου λοφιᾶς λασιαύχενα χαίταν,
δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων, βρυχώμενος ἥσει
ῥήματα γομφοπαγῆ, πινακηδὸν ἀποσπῶν
825 γηγενεῖ φυσήματι.
ἔνθεν δὴ στοματουργός, ἐπῶν βασανίστρια, λίσπη
γλῶσσ᾽, ἀνελισσομένη φθονεροὺς κινοῦσα χαλινούς,
ῥήματα δαιομένη καταλεπτολογήσει
πλευμόνων πολὺν πόνον.
***
ΧΟΡ. Άγριος θυμός στου βροντόφωνου μέσα τα σπλάχνα θα βράζει,
όταν θα δει τον αντίτεχνο, γλώσσα σπαθί, ν᾽ ακονάει
δόντι σκληρό· φοβερή θα ᾽χει οργή, και τα μάτια
θα στριφογυρίζουνε.
Λόγοι όπου σειούνται αλογόφουντες, όπως σε κράνη που αστράφτουν,
θα συγκρουστούν με περίτεχνα λόγια ποιητή κομψοτέχνη,
820 που θ᾽ αντικρούει αυτοδύναμου πλάστη τους στίχους,
σα θα ορμούν καλπάζοντας.
Πλούσια σα χαίτη μαλλιά θα ορθωθούν σ᾽ εκεινού το κεφάλι,
κι άγρια τα φρύδια σουφρώνοντας, με βρουχητά θα πετάξει
τιτανικά, ξεκολλώντας τα ως να ᾽ναι μαδέρια,
λόγια στεριοκάρφωτα.
Η τροχισμένη και λέξεων παιδεύτρα του αντίπαλου γλώσσα,
ξεδιπλωμένη πια τότε και σειώντας τα γκέμια του φθόνου,
φράσες, που είν᾽ έργο βαρύ πλεμονιών, θα λιανίσει,
και θα γίνουν ψίχουλα.
815 ἡνίκ᾽ ἂν ὀξύλαλόν περ ἴδῃ θήγοντος ὀδόντα
ἀντιτέχνου· τότε δὴ μανίας ὑπὸ δεινῆς
ὄμματα στροβήσεται.
ἔσται δ᾽ ἱππολόφων τε λόγων κορυθαίολα νείκη
σκινδαλάμων τε παραξόνια σμιλευματοεργοῦ
820 φωτὸς ἀμυνομένου φρενοτέκτονος ἀνδρὸς
ῥήμαθ᾽ ἱπποβάμονα.
φρίξας δ᾽ αὐτοκόμου λοφιᾶς λασιαύχενα χαίταν,
δεινὸν ἐπισκύνιον ξυνάγων, βρυχώμενος ἥσει
ῥήματα γομφοπαγῆ, πινακηδὸν ἀποσπῶν
825 γηγενεῖ φυσήματι.
ἔνθεν δὴ στοματουργός, ἐπῶν βασανίστρια, λίσπη
γλῶσσ᾽, ἀνελισσομένη φθονεροὺς κινοῦσα χαλινούς,
ῥήματα δαιομένη καταλεπτολογήσει
πλευμόνων πολὺν πόνον.
***
ΧΟΡ. Άγριος θυμός στου βροντόφωνου μέσα τα σπλάχνα θα βράζει,
όταν θα δει τον αντίτεχνο, γλώσσα σπαθί, ν᾽ ακονάει
δόντι σκληρό· φοβερή θα ᾽χει οργή, και τα μάτια
θα στριφογυρίζουνε.
Λόγοι όπου σειούνται αλογόφουντες, όπως σε κράνη που αστράφτουν,
θα συγκρουστούν με περίτεχνα λόγια ποιητή κομψοτέχνη,
820 που θ᾽ αντικρούει αυτοδύναμου πλάστη τους στίχους,
σα θα ορμούν καλπάζοντας.
Πλούσια σα χαίτη μαλλιά θα ορθωθούν σ᾽ εκεινού το κεφάλι,
κι άγρια τα φρύδια σουφρώνοντας, με βρουχητά θα πετάξει
τιτανικά, ξεκολλώντας τα ως να ᾽ναι μαδέρια,
λόγια στεριοκάρφωτα.
Η τροχισμένη και λέξεων παιδεύτρα του αντίπαλου γλώσσα,
ξεδιπλωμένη πια τότε και σειώντας τα γκέμια του φθόνου,
φράσες, που είν᾽ έργο βαρύ πλεμονιών, θα λιανίσει,
και θα γίνουν ψίχουλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου