Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Βάτραχοι (268-322)

ἔμελλον ἄρα παύσειν ποθ᾽ ὑμᾶς τοῦ κοαξ.
ΧΑ. ὢ παῦε, παῦε, παραβαλοῦ τὼ κωπίω.
270 ἔκβαιν᾽, ἀπόδος τὸν ναῦλον. ΔΙ. ἔχε δὴ τὠβολώ.
ὁ Ξανθίας. ποῦ Ξανθίας; ἤ, Ξανθία.
ΞΑ. ἰαῦ. ΔΙ. βάδιζε δεῦρο. ΞΑ. χαῖρ᾽, ὦ δέσποτα.
ΔΙ. τί ἐστι τἀνταυθοῖ; ΞΑ. σκότος καὶ βόρβορος.
ΔΙ. κατεῖδες οὖν που τοὺς πατραλοίας αὐτόθι
275 καὶ τοὺς ἐπιόρκους, οὓς ἔλεγεν ἡμῖν; ΞΑ. σὺ δ᾽ οὔ;
ΔΙ. νὴ τὸν Ποσειδῶ ᾽γωγε, καὶ νυνί γ᾽ ὁρῶ.
ἄγε δή, τί δρῶμεν; ΞΑ. προϊέναι βέλτιστα νῷν,
ὡς οὗτος ὁ τόπος ἐστὶν οὗ τὰ θηρία
τὰ δείν᾽ ἔφασκ᾽ ἐκεῖνος. ΔΙ. ὡς οἰμώξεται.
280 ἠλαζονεύεθ᾽ ἵνα φοβηθείην ἐγώ,
εἰδώς με μάχιμον ὄντα, φιλοτιμούμενος.
οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῦρόν ἐσθ᾽ ὡς Ἡρακλῆς.
ἐγὼ δέ γ᾽ εὐξαίμην ἂν ἐντυχεῖν τινι
λαβεῖν τ᾽ ἀγώνισμ᾽ ἄξιόν τι τῆς ὁδοῦ.
285 ΞΑ. νὴ τὸν Δία· καὶ μὴν αἰσθάνομαι ψόφου τινός.
ΔΙ. ποῦ ποῦ ᾽στιν; ΞΑ. ἐξόπισθεν. ΔΙ. ἐξόπισθ᾽ ἴθι.
ΞΑ. ἀλλ᾽ ἔστιν ἐν τῷ πρόσθε. ΔΙ. πρόσθε νυν ἴθι.
ΞΑ. καὶ μὴν ὁρῶ νὴ τὸν Δία θηρίον μέγα.
ΔΙ. ποῖόν τι; ΞΑ. δεινόν. παντοδαπὸν γοῦν γίγνεται·
290 τοτὲ μέν γε βοῦς, νυνὶ δ᾽ ὀρεύς, τοτὲ δ᾽ αὖ γυνὴ
ὡραιοτάτη τις. ΔΙ. ποῦ ᾽στι; φέρ᾽ ἐπ᾽ αὐτὴν ἴω.
ΞΑ. ἀλλ᾽ οὐκέτ᾽ αὖ γυνή ᾽στιν, ἀλλ᾽ ἤδη κύων.
ΔΙ. ἔμπουσα τοίνυν ἐστί. ΞΑ. πυρὶ γοῦν λάμπεται
ἅπαν τὸ πρόσωπον. ΔΙ. καὶ σκέλος χαλκοῦν ἔχει;
295 ΞΑ. νὴ τὸν Ποσειδῶ, καὶ βολίτινον θἄτερον,
σάφ᾽ ἴσθι. ΔΙ. ποῖ δῆτ᾽ ἂν τραποίμην; ΞΑ. ποῖ δ᾽ ἐγώ;
ΔΙ. Ἱερεῦ, διαφύλαξόν μ᾽, ἵν᾽ ὦ σοι ξυμπότης.
ΞΑ. ἀπολούμεθ᾽, ὦναξ Ἡράκλεις. ΔΙ. οὐ μὴ καλεῖς μ᾽,
ὦνθρωφ᾽, ἱκετεύω, μηδὲ κατερεῖς τοὔνομα.
300 ΞΑ. Διόνυσε τοίνυν. ΔΙ. τοῦτ᾽ ἔθ᾽ ἧττον θἀτέρου.
ΞΑ. ἴθ᾽ ᾗπερ ἔρχει. δεῦρο δεῦρ᾽, ὦ δέσποτα.
ΔΙ. τί δ᾽ ἐστί; ΞΑ. θάρρει· πάντ᾽ ἀγαθὰ πεπράγαμεν,
ἔξεστί θ᾽ ὥσπερ Ἡγέλοχος ἡμῖν λέγειν·
«ἐκ κυμάτων γὰρ αὖθις αὖ γαλῆν ὁρῶ.»
305 ἥμπουσα φρούδη. ΔΙ. κατόμοσον. ΞΑ. νὴ τὸν Δία.
ΔΙ. καὖθις κατόμοσον. ΞΑ. νὴ Δί᾽. ΔΙ. ὄμοσον. ΞΑ. νὴ Δία.
ΔΙ. οἴμοι τάλας, ὡς ὠχρίασ᾽ αὐτὴν ἰδών.
ΞΑ. ὁδὶ δὲ δείσας ὑπερεπυρρίασέ σου.
ΔΙ. οἴμοι, πόθεν μοι τὰ κακὰ ταυτὶ προσέπεσεν;
310 τίν᾽ αἰτιάσομαι θεῶν μ᾽ ἀπολλύναι;
ΞΑ. αἰθέρα Διὸς δωμάτιον ἢ χρόνου πόδα;
ΔΙ. οὗτος. ΞΑ. τί ἐστιν; ΔΙ. οὐ κατήκουσας; ΞΑ. τίνος;
ΔΙ. αὐλῶν πνοῆς. ΞΑ. ἔγωγε, καὶ δᾴδων γέ με
αὔρα τις εἰσέπνευσε μυστικωτάτη.
315 ΔΙ. ἀλλ᾽ ἠρεμεὶ πτήξαντες ἀκροασώμεθα.

ΧΟΡΟΣ
Ἴακχ᾽, ὦ Ἴακχε.
Ἴακχ᾽, ὦ Ἴακχε.
ΞΑ. τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐκεῖν᾽, ὦ δέσποθ᾽· οἱ μεμυημένοι
ἐνταῦθά που παίζουσιν, οὓς ἔφραζε νῷν.
320 ἄδουσι γοῦν τὸν Ἴακχον ὅνπερ δι᾽ ἀγορᾶς.
ΔΙ. κἀμοὶ δοκοῦσιν. ἡσυχίαν τοίνυν ἄγειν
βέλτιστόν ἐστιν, ὡς ἂν εἰδῶμεν σαφῶς.

***
ΧΑΡ., στο Διόνυσο.

Σταμάτα πια, και δίπλα τα κουπιά σου.
270 Έβγα. Το ναύλο. ΔΙΟ. Δυο οβολοί· νά, πάρ᾽ τους.—
Ξανθία! Πού είν᾽ ο Ξανθίας; Εε, Ξανθία!

ΞΑΝ., από μακριά.

Εδώ. ΔΙΟ. Περπάτησε, έλα. ΞΑΝ. (παρουσιάζεται.) Γεια σου, αφέντη.
ΔΙΟ. Τα εδώ πώς είναι; ΞΑΝ. Λάσπη και μαυρίλα.
ΔΙΟ. Μην είδες πατροκτόνους κι ορκοπάτες
που ᾽λεγε ο Ηρακλής; ΞΑΝ. Ναι· εσύ δεν είδες;

ΔΙΟ., ρίχνοντας τα βλέμματά του στους θεατές.

Ναι, μα τον Ποσειδώνα· ακόμα βλέπω.
Και τώρα τί θα κάμουμε; ΞΑΝ. Πιο πέρα
καλύτερα να πάμε· εδώ είν᾽ ο τόπος
των φοβερών θεριών που ᾽λεγε. ΔΙΟ. Βράσ᾽ τον.
280 Με ξέρει παλικάρι, κι από φθόνο
αράδιαζε ψευτιές, να με τρομάξει.
Α, ο Ηρακλής! Στην ξιπασιά είναι πρώτος.
Μακάρι να βρεθεί θεριό, κι αντάξιο
του ταξιδιού μου αγώνισμα να κάμω.
ΞΑΝ. Σωστά· κι αλήθεια, κάποιον κρότο ακούω.

ΔΙΟ., τρομαγμένος.

Πού πού; ΞΑΝ. Από πίσω. ΔΙΟ. Πήγαινε από πίσω.
ΞΑΝ. Όχι· μπροστά. ΔΙΟ. Μπροστά; Μπροστά να τρέξεις.
ΞΑΝ. Θεριό μεγάλο βλέπω, μα τον Δία.
ΔΙΟ. Πώς είναι; ΞΑΝ. Φοβερό. Κι όλο όψη αλλάζει·
290 μια βόδι, μια μουλάρι, μια γυναίκα
πανέμορφη. ΔΙΟ. Πού πού; Θα πάω κοντά της.
ΞΑΝ. Δεν είναι πια γυναίκα, έγινε σκύλα.
ΔΙΟ. Έμπουσα τότε. ΞΑΝ. Κόκκινο, ίδιο φλόγα
το μούτρο της. ΔΙΟ. Και μπρούντζος το κανί της;
ΞΑΝ. Μα το θεό, κι από σβουνιά είναι τ᾽ άλλο,
να ξέρεις. ΔΙΟ. Πού να πάω; ΞΑΝ. Κι εγώ, πού τάχα;

ΔΙΟ., στον ιερέα του Διόνυσου, που κάθεται σε τιμητική θέση και παρακολουθεί την παράσταση.

Ιερέα μου, φύλαξέ με, να τα πιούμε
μαζί κατόπι. ΞΑΝ. Αχ, Ηρακλή! Χαμένοι…
ΔΙΟ. Μη με καλείς, μην κράζεις τ᾽ όνομά μου.
300 ΞΑΝ. Διόνυσε, τότε. ΔΙΟ. Αυτό χειρότερο είναι.
ΞΑΝ. Έτσι όπως πας, περπάτα· δώθε, αφέντη.

Του δείχνει το δρόμο.

ΔΙΟ. Τί ᾽ναι; ΞΑΝ. Κουράγιο· όλα καλά· μπορούμε
κι εμείς σαν τον Ηγέλοχο να πούμε:
«Πάει η φουρτούνα, τώρα πια… μπουγάτσα.»
Η Έμπουσα πάει. ΔΙΟ. Ορκίσου. ΞΑΝ. Μα το Δία.
ΔΙΟ. Πες… ΞΑΝ. Μα το Δία. ΔΙΟ. Ορκίσου. ΞΑΝ. Μα το Δία.
ΔΙΟ. Πώς χλώμιασα, ο καημένος, σαν την είδα!
ΞΑΝ., δείχνοντας το κροκωτό φόρεμα του Διόνυσου από πίσω.
Κοκκίνισε κι αυτός για σε απ᾽ το φόβο.
ΔΙΟ. Ποιά είν᾽ η πηγή των συμφορών μου τούτων;
310 Ποιός θεός με κυνηγά; ΞΑΝ. «Του Δία το σπίτι,
ο Αιθέρας·» ή «του Χρόνου το ποδάρι».
ΔΙΟ. Βρε. ΞΑΝ. Τί με θέλεις; ΔΙΟ. Άκουσες; ΞΑΝ. Τί πράμα;
ΔΙΟ. Φύσημα αυλών. ΞΑΝ. Ναι, τ᾽ άκουσα· και μια αύρα
δαδιών, μυστηριακή, μέσα μου μπήκε.
ΔΙΟ. Μαζέψου, σιωπηλοί ν᾽ αφογκραστούμε.

Ακούονται από μακριά φωνές των μυημένων.

ΦΩΝΕΣ
Ίακχε, ω Ίακχε.
Ίακχε, ω Ίακχε.
ΞΑΝ. Αφέντη, οι μύστες που μας έλεγε είναι·
γιορτάζουν κάπου εδώ· τον Ίακχο λένε·
320 κι όταν περνούν την αγορά, έτσι ψάλλουν.
ΔΙΟ. Έτσι θαρρώ κι εγώ. Μα ας μη μιλούμε,
να μάθουμε ξεκάθαρα τί κάνουν.

Παραμερίζουν και αφογκράζονται· ο Χορός των μυστών πλησιάζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου