Η ιστορία της αναζήτησης της ομηρικής ευπύργου, με πολλούς δηλαδή πύργους, Τροίας είναι μυθιστορηματική. Από την αρχαιότητα, ήδη, υπήρχε αρκετή αμφισβήτηση για την ύπαρξή της, παρά το γεγονός ότι το όνομά της διεκδικήθηκε από τους κατοίκους μιας συγκεκριμένης περιοχής (Πανταζής 2001: 40). Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα κυριαρχούσε η αντίληψη ότι αποτελούσε προϊόν της ομηρικής ποιητικής φαντασίας. Η επιμονή, ή για άλλους η εμμονή, ενός ανθρώπου, του Ε. Σλήμαν, ο οποίος πίστευε ότι οι εικόνες που είδε σε ένα παιδικό βιβλίο με θέμα τον Τρωικό πόλεμο που του χάρισε ο πατέρας του όταν ήταν μικρός, συνετέλεσε αποφασιστικά στο να θεωρείται σαν ιστορική πραγματικότητα ό,τι περιγράφεται στα ομηρικά έπη. Η «κατάλληλη» τοποθεσία εντοπίστηκε στη Μικρά Ασία, στη σημερινή Τουρκία και στο λόφο του Χισαρλίκ, κοντά στα Δαρδανέλια, στο Βορειοανατολικό Αιγαίο.
Οι πρώτες ανασκαφές στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (1870-1890), απέδωσαν ευρήματα που ο Ερρίκος Σλήμαν -ο άνθρωπος που έμελλε να γίνει ο πιο γνωστός παγκοσμίως αρχαιολόγος, ένα γεγονός που αποδεικνύει τόσο τη διαχρονική απήχηση των ομηρικών επών στο ευρύτερο κοινό, όσο και το κύρος που του προσέδωσε η συγκεκριμένη ενασχόληση με τα έπη- τα συσχέτισε με την κατεστραμμένη και λεηλατημένη από τους Αχαιούς πόλη του Πριάμου, του Έκτορα, της Εκάβης, της Ανδρομάχης και του Πάρη. Όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε αργότερα ένας διακεκριμένος ερευνητής με αυτά τα ευρήματα «ο μύθος έγινε αρχαιολογία» (Manning 1992).
Επτά πόλεις σύμφωνα με τον Σλήμαν, που αργότερα αποδείχθηκαν εννέα, είχαν ιδρυθεί -η μία πάνω στην άλλη μετά την καταστροφή της προηγούμενης, γεγονός που δείχνει, ασφαλώς, επιμονή κατοίκησης στο ίδιο μέρος, η οποία συνδέεται, προφανώς, με την επίκαιρη θέση της στην περιοχή του Βορειοανατολικού Αιγαίου- στον λόφο του Χισαρλίκ. Οι πόλεις αυτές ονομάστηκαν, από την παλαιότερη προς τη νεότερη, με το ρωμαϊκό αλφάβητο (Ι, ΙΙ μέχρι ΙΧ). Ο Σλήμαν θεώρησε ότι η ομηρική Τροία είναι η δεύτερη πόλη (Τροία ΙΙ). Η πίστη του αυτή βασίστηκε σε ένα σύνολο αντικειμένων από πολύτιμες ύλες που ο ίδιος απέδωσε στην τρωική βασιλική οικογένεια και ονόμασε «θησαυρό του Πριάμου». Πρόκειται για το πιο διάσημο σύνολο ανάμεσα στα κινητά ευρήματα που συνδέονται με την Τροία Η περιγραφή του ίδιου του Σλήμαν στο ημερολόγιό του, στις 31 Μαΐου 1873, για τις συνθήκες εύρεσής του είναι κατατοπιστική:
«Πίσω από τον τελευταίο (τοίχο) αποκάλυψα σε βάθος 8 έως 9 μέτρων τη συνέχεια του τείχους μετά τις Σκαιές Πύλες και βρήκα, σε ένα από τα δωμάτια του Σπιτιού του Πριάμου που συνορεύουν με το τείχος, ένα δοχείο… Αυτό το δοχείο ήταν γεμάτο με μεγάλα ασημένια βάζα και με ασημένια και χρυσά κύπελλα που εγώ, για να τα σώσω από την πλεονεξία των εργατών, τα έβγαλα, τα έκρυψα και τα φυγάδευσα με τόση βιασύνη που ούτε τον αριθμό των αντικειμένων ξέρω ούτε είμαι σε θέση να περιγράψω το σχήμα τους» (Κρις 1995: 118).
Ο Σλήμαν ήταν σίγουρος ότι έσκαβε το παλάτι του Πριάμου, ότι είχε βρει σημαντικούς χώρους που αναφέρονται στην Ιλιάδα, όπως οι Σκαιές Πύλες. Ήταν, όμως, και μόνος χωρίς άλλους ανθρώπους κοντά του, όταν εντόπισε τον «θησαυρό», τον οποίο έκρυψε και φυγάδευσε, δικαιολογώντας την πράξη του, ότι απέφευγε μ' αυτόν τον τρόπο να βάλει σε πειρασμό την «πλεονεξία» των εργατών που δούλευαν στην ανασκαφή του.
Οι περιπέτειες του συγκεκριμένου «θησαυρού», παρότι αποδείχτηκε, τελικά, ότι χρονολογείται 1250 χρόνια πριν από τη συμβατική ιστορική χρονολογική τοποθέτηση του Τρωικού πολέμου -ενώ κάποιοι ισχυρίστηκαν και ισχυρίζονται ακόμα ότι επρόκειτο για μια κορυφαία αρχαιολογική «απάτη» του ευρετή του, Ε. Σλήμαν (Traill 1990)- ενίσχυσαν και διαιώνισαν τη μυθιστορηματική διάσταση της Τροίας και στη σύγχρονη εποχή. Φυγαδεύτηκε από την οθωμανική αυτοκρατορία όπου ανήκε το Χισαρλίκ, μεταφέρθηκε στην Αθήνα όπου η σύζυγος του Σλήμαν, η Ελληνίδα Σοφία Εγκαστρωμένου, φωτογραφήθηκε φορώντας κάποια από τα κοσμήματα που τον αποτελούσαν, και κατέληξε, τελικά, στο Μουσείο του Βερολίνου. Η δωρεά του το 1881 στο παραπάνω μουσείο έγινε το διαβατήριο για να γίνει ο Σλήμαν αποδεκτός στη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Όπως ήταν φυσικό έγινε και εξέχων μέλος της αθηναϊκής κοινωνίας της εποχής του. Έχτισε σε κομβικό σημείο της πρωτεύουσας την κατοικία του, το περίφημο «Ιλίου Μέλαθρον» όπως ονομάστηκε, το οποίο σήμερα στεγάζει το Νομισματικό Μουσείο. Εξασφάλισε επίσης, μια επιτύμβια στήλη στον τάφο του που η επιγραφή της, «ΤΩ ΗΡΩΙ» («στον ήρωα»), τον εξίσωνε με τα παιδικά του ινδάλματα, τους ήρωες της Ιλιάδας.
Στον 20ο αιώνα το μυθιστόρημα του «Θησαυρού» συνεχίστηκε. Με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1945, η είσοδος των Σοβιετικών στρατιωτών στο Βερολίνο τον οδήγησε στη Ρωσία. Εκεί ξαναανακαλύφτηκε το 1993, ύστερα από την πολιτική αλλαγή που οδήγησε στην κατάρρευση της παλαιάς και κραταιάς Σοβιετικής Ένωσης, στις αποθήκες του Μουσείου Πούσκιν, στη Μόσχα, μετά από χρόνια κατά τα οποία δηλωνόταν «χαμένος».
Μετά τον θάνατο του Σλήμαν (1890) οι ανασκαφές στην Τροία συνεχίστηκαν, για μικρό διάστημα (1893-1894), από τον βοηθό του, Γερμανό αρχιτέκτονα Νταίρπφελντ (Wilhelm Doerpfeld). Από το 1932 μέχρι το 1938 η θέση επανεξετάζεται από μια αποστολή του αμερικανικού πανεπιστημίου του Σινσινάτι (Cincinnati) με επικεφαλής τον Κάρλ Μπλέγκεν (Carl Blegen), αρχαιολόγο που ανέσκαψε και στην Ελλάδα, στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου.
Όλοι οι παραπάνω πίστευαν στην ταύτιση της θέσης με την ομηρική Τροία, αλλά την τοποθετούσαν σε διαφορετικά στρώματα της ανασκαφής, τα οποία χρονολογούνταν στο 1275 π.Χ. (στην έκτη πόλη, στο τέλος της φάσης Τροία VI ο Νταίρπφελντ) ή μεταξύ 1275 και 1100 π.Χ. (στην έβδομη πόλη, φάση Τροία VIIa, o Μπλέγκεν). Ο Κ. Μπλέγκεν, πάντως, έδειχνε σιγουριά:
«Δεν μπορούμε πλέον να αμφιβάλλουμε, με τις γνώσεις που έχουμε σήμερα, ότι υπήρξε πραγματικά ένας Τρωικός πόλεμος στην ιστορία, στον οποίο μια συμμαχία Αχαιών ή Μυκηναίων, υπό την καθοδήγηση ενός βασιλιά του οποίου αναγνώριζαν την κυριαρχία πολέμησε εναντίον του λαού της Τροίας και των συμμάχων του»
έγραφε στα 1963 στο βιβλίο του Troy and the Trojans(Η Τροία και οι Τρώες). Πού στήριζε αυτή του τη βεβαιότητα; Σε πολύ λίγα, είναι η αλήθεια, ευρήματα. Θεώρησε ότι στη φάση Τροία VIIa υπήρχαν ίχνη πολιορκίας και άλωσης της πόλης: πιθάρια είχαν θαφτεί μέσα στις οικίες, τα σπίτια «συνωστίζονταν» κοντά στα τείχη, μέρη του σκελετού ενός άταφου κατοίκου και μια αιχμή βέλους, τουλάχιστον, βρέθηκαν κατά την ανασκαφή.
Από το 1988 μέχρι τον θάνατό του το 2005 ο Γερμανός αρχαιολόγος Μ. Κόρφμαν (Manfred Korfmann) από το πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν, επικεφαλής διεθνούς και πολυμελούς διεπιστημονικής ομάδας, ξαναμελέτησε τη θέση και επανέφερε στο προσκήνιο την παλαιά διαμάχη, τον «πόλεμο» για την ιστορικότητα ή μη της Τροίας (Easton, Hawkins, Sherratt & Sherratt 2002). Τασσόμενος με την πρώτη εκδοχή, ο παραπάνω αρχαιολόγος θεώρησε ότι η ομηρική Τροία είναι αυτή του τέλους της φάσης VI - αρχής της φάσης VII στο Χισαρλίκ. Θεώρησε, όμως, επίσης ότι η φάση αυτή εκτείνεται από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (13ος αι. π.Χ.) μέχρι τα μέσα του 10ου αι π.Χ.
Η ισχυρότερη αντίδραση που γνώρισαν οι απόψεις του προερχόταν από έναν συνάδελφό του, καθηγητή της Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν. Σε ένα πρόσφατο βιβλίο του, το 2010, ο καθηγητής αυτός, ο Φ. Κόλμπ (F. Kolb), χαρακτηρίζει στον τίτλο του την Τροία ως «Τόπο του Εγκλήματος» (βλ. Kolb 2010). Θεωρεί ότι σε όλες τις ερμηνείες για αυτήν εμπλέκονται πολιτικές κρατών, όπως του τουρκικού όπου ανήκει η σύγχρονη Τροία, καθώς επίσης και χρήματα χορηγών που ενισχύουν τις εκεί ανασκαφές με στόχο να αποδειχθεί ότι η ομηρική Τροία υπήρξε, μέσα μαζικής επικοινωνίας που κυνηγούν την «είδηση», αλλά και «φιλοδοξίες» αρχαιολόγων που αναζητούν επαγγελματικές επιτυχίες.
Είναι γεγονός, πάντως, ότι με τις έρευνες του Κόρφμαν το ενδιαφέρον για την Τροία αναθερμάνθηκε, νέες σύγχρονες ανασκαφικές μέθοδοι εφαρμόστηκαν και επιχειρήθηκε να απαντηθούν παλαιά και νέα ερωτήματα, ενώ μια μεγάλη αρχαιολογική έκθεση το 2001-2002 στη Στουτγκάρδη, με τον εύγλωττο τίτλο >Τροία, Μύθος και Πραγματικότητα< (http://www.uni-tuebingen.de/troia/eng/ausstellung.html), προσείλκυσε ξανά το κοινό και επανέφερε τη θρυλική πόλη στο προσκήνιο.
Ο Κόρφμαν πίστεψε, λοιπόν, ότι η Τροία υπήρξε και ότι τη γνώριζε καλά ο Όμηρος, ο οποίος μάλιστα είχε επισκεφτεί τα ερείπιά της ή του τα είχαν περιγράψει, και για αυτό και η δική του περιγραφή είναι ακριβής. Υποστήριξε ότι η ομηρική Τροία ήταν μια μεγάλη πόλη, με έκταση 200.000-270.000 τετραγωνικά μέτρα και πληθυσμό 5.000-10.000 κατοίκους. Αποτελούνταν από τειχισμένη «ακρόπολη» και «κάτω πόλη», μια τυπική μορφή που ακολουθούνταν σε όλες τις πόλεις της Ανατολής, στο τέλος της Εποχής του Χαλκού, μετά το 1300 π.Χ. Ένα λιμάνι που εντοπίστηκε πολύ κοντά στην αρχαία πόλη, στην περιοχή των Δαρδανελλίων, στον όρμο του Μπεσίκ συνδέθηκε μαζί της και θεωρήθηκε ότι ήταν το σημείο όπου αποβιβάστηκαν και στρατοπέδευσαν οι Αχαιοί όταν πολιορκούσαν την πόλη. Σύμφωνα με τον Κόρφμαν η πόλη, όμως, είχε ανατολικά και όχι ελληνικά χαρακτηριστικά. Την ταύτισε μάλιστα με την πόλη Βιλούσα ένα όνομα που υπάρχει στα αρχεία των Χετταίων, του σημαντικότερου λαού της Μικράς Ασίας κατά τη 2η χιλιετία π.Χ.
Το όνομα Βιλούσα διαβάστηκε, κατόπιν, κατά τη δεκαετία του 1990 στη λεγόμενη «συνθήκη του Αλακσάντου», που βρέθηκε στη Χαττούσα (σημερινό Μπογάζκιοϊ), πρωτεύουσα των παραπάνω Χετταίων, οι οποίοι παρουσίαζαν αρκετές ομοιότητες με τους Μυκηναίους, όσον αφορά, τουλάχιστον στη μορφή και την οργάνωση των ακροπόλεών τους. Η συνθήκη αναφέρεται στη σύναψη συμφωνίας με την οποία η Βιλούσα, κατά τον 13ο αι. π.Χ., αναγνωρίζει την κυριαρχία του κράτους των Χετταίων. Ακολουθώντας, τελικά, τις παραπάνω απόψεις, η σύγκρουση της Βιλούσας με τους Μυκηναίους, πιστοποιείται μέσα από χεττιτικά κείμενα και λιγότερο από τα αρχαιολογικά ευρήματα, ενώ αυτή η σύγκρουση θεωρείται ότι απηχείται στην ομηρική Ιλιάδα. Το ερώτημα, βέβαια, παραμένει: είναι η Βιλούσα το (Β)Ιλιον και ο Αλακσάντου ήταν βασιλιάς της; Τι σχέση είχε επίσης ο Αλακσάντου με τους ομηρικούς Τρώες;
Η συνέχιση του ανασκαφικού έργου στην Τροία θεωρείται σήμερα δεδομένη, ενώ αποτελεί και τουριστικό πόλο έλξης για πολλούς επισκέπτες. Τους τελευταίους υποδέχεται ένας τεράστιος Δούρειος Ίππος ο οποίος απευθύνεται περισσότερο στη φαντασία και την προσωπική απήχηση του Ομήρου στην καρδιά κάθε τουρίστα, παρά στην ιστορική ή ακόμα και ποιητική πραγματικότητα.
Η Τροία κατοικείται από το 3000 π.Χ. (αρχή της Εποχής του Χαλκού, ενώ υπάρχουν και κάποιες ενδείξεις για προηγούμενη νεολιθική κατοίκηση) μέχρι το 500 μ.Χ. (ρωμαϊκά χρόνια). Στην αρχή της ύπαρξής της, σε μια εποχή που στο βορειοανατολικό Αιγαίο ανθεί η Πολιόχνη στο νησί της Λήμνου, η Τροία ήταν μια τειχισμένη ακρόπολη. Γύρω στο 2500 π.Χ. (δεύτερη πόλη της Τροίας, Τροία ΙΙ, η ομηρική Τροία του Σλήμαν) μεγαροειδείς οικίες χτισμένες παράλληλα, η μία δίπλα στην άλλη, στην ακρόπολη, περιβάλλονται, επίσης, από τείχος. Από την τρίτη μέχρι την πέμπτη πόλη (Τροία ΙΙΙ-V) οι ανασκαφείς θεωρούν ότι υπήρξε μια μεταβατική περίοδος που συνοδεύτηκε, ίσως, και από κάποιες κλιματικές αλλαγές.
Μέχρι τις τελευταίες έρευνες του Μ. Κόρφμαν η μελέτη της έκτης πόλης της Τροίας, της Τροίας VI αφορούσε τη διερεύνηση των τειχών, των πυλών και των πύργων τους, τα οποία περιέβαλλαν την ακρόπολη. Στις νεότερες ανασκαφές του 1990 εντοπίστηκε ένα σύστημα οχύρωσης το οποίο εκτεινόταν και έξω από την ακρόπολη, και το οποίο περιέβαλλε, μια «κάτω πόλη» σύμφωνα με τον ανασκαφέα, τυπικό χαρακτηριστικό των μεγαλουπόλεων της Ανατολής της 2ης π.Χ. χιλιετίας. Η ακρόπολη θεωρήθηκε το μέρος όπου κατοικούσαν οι βασιλείς της πόλης. Κοντά στην «κάτω πόλη» εντοπίστηκε ένα νεκροταφείο καύσεων, αλλά και μια σπηλαιοπηγή που εξασφάλιζε νερό από τα ποτάμια της περιοχής για την πόλη σε περίπτωση πολιορκίας.
Ανάκτορο δεν βρέθηκε, γεγονός που αποδόθηκε στην κατασκευή του ναού της Αθηνάς στα ελληνιστικά χρόνια (μετά το 300 π.Χ.) που κατέστρεψε ό,τι υπήρχε στην κορυφή της ακρόπολης. Μέσα στο ισχυρό τείχος που την περιέβαλλε, όμως, εντοπίστηκαν οικίες μεγάλες, στο σχήμα του «μεγάρου», πολύχωρες και διώροφες, με επίπεδες στέγες, αλλά και εργαστήρια όπου δούλευαν σιδεράδες, κεραμουργοί και άλλοι επαγγελματίες. Κάποιοι από αυτούς παρασκεύαζαν πορφύρα από όστρεα.
Αυτή η έκτη πόλη της Τροίας γνώρισε μια εκτεταμένη καταστροφή που συνοδεύτηκε από φωτιά. Σήμερα θεωρείται ότι αυτή η καταστροφή δεν οφειλόταν σε ανθρώπινη επέμβαση, αλλά προκλήθηκε από κάποιο μεγάλο σεισμό. Ακολούθησε το χτίσιμο της έβδομης πόλης της Τροίας, της Τροίας VII, η οποία εκατό χρόνια αργότερα γνωρίζει και αυτή μια καταστροφή που αποδίδεται τώρα σε ανθρώπινο παράγοντα. Οι οπαδοί του ιστορικού υπόβαθρου της Ιλιάδας, όμως, αναγνωρίζουν σ' αυτήν την καταστροφή τα αποτελέσματα του Τρωικού πολέμου.
Στην Τροία VII παρατηρούνται, πάντως, αξιοσημείωτες αλλαγές στην ακρόπολη οι οποίες συνδέονται, στο πλαίσιο της ταύτισής της με την ομηρική Τροία, με την ενίσχυση της υπεράσπισής της. Στην ανατολική πλευρά του ισχυρού τείχους της Τροίας VI προστέθηκε ένας πύργος, ενώ ανανεώθηκε και η οχύρωση στο επάνω μέρος, αφού κατασκευάστηκαν από πλιθιά πολεμίστρες. Τα μεγαροειδή οικήματα της Τροίας VI δεν υπάρχουν πια και αντικαθίστανται από μικρότερα οικήματα χτισμένα πάνω στο οχυρωματικό τείχος στα οποία συναντώνται αξιοσημείωτοι αποθηκευτικοί χώροι. Η υποψία των ερευνητών ότι οι κάτοικοι ήταν «ανήσυχοι» αναμένοντας κάποιον «κίνδυνο» μπορεί να έχει κάποια βάση, αλλά πρέπει να ενισχυθεί με περισσότερα ευρήματα. Κάποια ανθρώπινα σκελετικά υπολείμματα που βρέθηκαν σε οικίες και δρόμους, και ένας ανθρώπινος σκελετός με κρανιακές κακώσεις και σπασμένη γνάθο, μαζί με τρεις χάλκινες αιχμές βελών που βρέθηκαν, δύο στην ακρόπολη και μία στην πόλη, δεν επαρκούν, επίσης, για να στηρίξουν ανάλογες θεωρίες.
Ποιοι, όμως, ήταν, τελικά, οι Τρώες της Ιστορίας; Ο ιστορικός Ντ. Πέϊτζ (D. Page) πιθανολογούσε ότι ήταν Μυκηναίοι Έλληνες. Η γκρίζα μινυακή κεραμική (βλ., λ.χ., εικ. 4.26, 4.27) και η εύρεση για πρώτη φορά οστών αλόγων στην Τροία VI ήταν γι' αυτόν επαρκείς και ικανοί δείκτες για να προσδιορίσουν τη φυλετική συγγένεια των Τρώων με τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο Μ. Κόρφμαν, όμως, θα μας απαντούσε ότι οι Τρώες κατοικούσαν σε μια μεγαλούπολη της Ανατολίας, μιλούσαν τη δική τους γλώσσα, είχαν σχέσεις με τους Χετταίους και δεν καλοδέχτηκαν τους Έλληνες. Η πιθανότητα, βέβαια, να μην υπήρξαν καν και να ήταν προϊόν της ομηρικής ποιητικής φαντασίας πρέπει να ληφθεί, επίσης, σοβαρά υπόψη.
Συνοψίζοντας τις απόψεις με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θα λέγαμε πως, τελικά υπάρχουν πολλές Τροίες:
· Η ποιητική Τροία των ομηρικών επών με το τραγικό της τέλος εξαιτίας μιας γυναίκας, της ωραίας Ελένης.
· Η Τροία του Σλήμαν, ο οποίος πάσχισε να αποδείξει την ύπαρξή της και την ιστορική υπόσταση των ηρώων της, εντοπίζοντας -και κάνοντας, βέβαια, αρχαιολογική καριέρα με αυτόν- τον «θησαυρό» του ομηρικού βασιλιά της, του Πριάμου.
· Η Τροία του Κ. Μπλέγκεν, μια Τροία κοντά, επίσης, στις ομηρικές διηγήσεις και τα μυκηναϊκά αρχαιολογικά ευρήματα των μέσων του 20ου αιώνα.
· Η Τροία του πιο πρόσφατου ανασκαφέα της, του Κόρφμαν, που είδε σ' αυτήν μια μεγαλούπολη της Ανατολίας, η οποία καταστράφηκε, ύστερα από μια μοιραία σύγκρουση, στις αρχές του 12ου αι. π.Χ. από τους Μυκηναίους, με τους οποίους δεν είχε καμιά φυλετική συγγένεια.
· Η Τροία του Φ. Κόλμπ, η οποία είναι προϊόν ερμηνειών που χρησιμοποιούν και «εκμεταλλεύονται» τον τρωικό μύθο για να πραγματώσουν πολιτικές, ιδεολογικές, επαγγελματικές και άλλες επιδιώξεις του παρόντος.
· Η διαφιλονικούμενη Τροία που συνεχώς θα τη διεκδικούν και θα την οικειοποιούνται για τους δικούς τους σκοπούς, διάφοροι ηγέτες και κράτη, από τον Ξέρξη και τον Αλέξανδρο τον Μέγα, μέχρι τους Ρωμαίους, τον Οθωμανό σουλτάνο Μωάμεθ Β΄ και τη σύγχρονη Τουρκία.
· Η Τροία των μη ειδικών, του φιλάρχαιου κοινού και των επισκεπτών της, που άκουσαν για αυτήν στο σχολείο και τη φαντάστηκαν ο καθένας με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Είναι, πάντως, σίγουρο, ότι όσες Τροίες και αν υπάρχουν θα λειτουργούν πάντοτε με έναν θαυμαστό τρόπο στη σκέψη όσων ανθρώπων ασχολούνται με το παρελθόν και στις ποικίλες, ιστορικές και ποιητικές αφηγήσεις και μεταπλάσεις αυτού του παρελθόντος. Όπως σημειώνουν κάποιοι ειδικοί μελετητές:
«όλα αυτά οφείλονται στο ότι ο Τρωικός Πόλεμος του Ομήρου, ως ένα ισχυρό και ατελείωτα προσαρμόσιμο ιδεολογικό μοτίβο και ακριβώς για το πιο διάσημο "γεγονός" της ιστορίας (μετά τον Κατακλυσμό) από το οποίο μπορεί κανείς να εξαρτήσει μια μακρά και ένδοξη καταγωγή, είναι τόσο βαθιά ριζωμένος στη συλλογική ψυχή, στις πολιτιστικές παραδόσεις, στην εθνική κληρονομιά και στη συνείδηση της ταυτότητας τόσο πολλών Ευρωπαίων ώστε κάποιος να σκεφτεί να ασχοληθεί με το αν είναι πραγματική ιστορία ή όχι» (Sherratt 2010: 18).
Οι ιδέες και η πίστη στην ύπαρξη ενός συγκεκριμένου παρελθόντος, με λίγα λόγια, θα ξεπερνάει κάποιες φορές την ανάγκη για περισσότερο χειροπιαστές αποδείξεις. Οι αρχαιολόγοι, παρόλα αυτά, θα έρχονται και θα επανέρχονται στη θέση που πιστεύεται πως ήταν η Τροία ελπίζοντας να βρουν απαντήσεις τόσο στα παλαιά, όσο και σε νέα ερωτήματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου