Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2018

Το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος – είναι η απάθεια

Έχω μια πολύ βαθιά εντύπωση πως το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος – είναι η απάθεια. Είναι το να μη δίνεις δεκάρα για τίποτα. Αν κάποιος με μισεί αυτό θα πει ότι πρέπει να «νιώθει» κάτι για μένα, αλλιώς δε θα μπορούσε να με μισήσει. Έτσι, υπάρχει κάποιος τρόπος να έρθω σ’ επαφή μαζί του. Αν δεν σας αρέσει το σκηνικό όπου ζείτε, αν είσαστε δυστυχισμένοι, αν είσαστε μοναχικοί, αν νιώθετε ότι τίποτα αξιόλογο δε σας συμβαίνει, αλλάξτε το σκηνικό σας. Φτιάξτε ένα καινούργιο. Φροντίστε να έχετε γύρω σας άλλους ηθοποιούς. Γράψτε ένα καινούργιο θεατρικό έργο. Κι αν δεν είναι κι αυτό καλό, παρατήστε το και γράψτε ένα άλλο. Υπάρχουν εκατομμύρια θεατρικά έργα, – τόσα, όσα κι οι άνθρωποι. Ο Νίκος Καζαντζάκης έλεγε, «Έχεις το πινέλο και τα χρώματά σου, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα».

Ένα αξιαγάπητο πρόσωπο αναγνωρίζει ότι έχει ανάγκες. Χρειάζεται ανθρώπους που να νοιάζεται, και κάποιον που να νοιάζεται τουλάχιστον γι’ αυτόν, που στ’ αληθινά τον βλέπει και να τον ακούει. Το λέω και πάλι, ίσως μόνο ένα άτομο, αλλά που να’ ναι κάποιος που νοιάζεται βαθιά. Καμιά φορά χρειάζεται μόνο ένα δάχτυλο για να γεφυρώσεις το χάσμα.

Δεν ξέρω πόσοι από σας έχετε δει το έργο «Η μικρή μας πόλη», αλλά μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές είναι όταν η μικρή Έμιλη πεθαίνει και πηγαίνει στο νεκροταφείο κι οι θεοί της λένε ότι μπορεί να ξαναγυρίσει πίσω στη ζωή για μια μέρα. Κι αυτή διαλέγει να γυρίσει πίσω για να ξαναζήσει τη μέρα των δωδέκατων γενεθλίων της. Κατεβαίνει τις σκάλες φορώντας το καινούργιο για τα γενέθλιά της φόρεμα, με τις μπούκλες της ν’ ανεμίζουν, τόσο ευτυχισμένη επειδή είναι αυτή που γιορτάζει. Αλλά η μαμά της είναι τόσο απασχολημένη, φτιάχνοντας την τούρτα των γενεθλίων της, ώστε ούτε που γυρίζει να την κοιτάξει. Έρχεται κι ο μπαμπάς, κι είναι τόσο απασχολημένος με τα βιβλία και τα χαρτιά του που του δίνουν χρήμα, ώστε την προσπερνά κι ούτε που τη βλέπει. Ο αδελφός της βρίσκεται στο δικό του κόσμο, κι ούτε που νοιάζεται κι αυτός να της ρίξει μια ματιά. Η Έμιλη τελικά φτάνει στο κέντρο της σκηνής ολομόναχη, φορώντας το καινούργιο για τα γενέθλιά της φουστάνι. Και λέει, «Παρακαλώ, ας με κοιτάξει κάποιος». Γυρνά στη μητέρα της και λέει, «Μαμά, σε παρακαλώ, μόνο για μια στιγμή, κοίταξέ με». Αλλά κανένας δεν το κάνει, και τότε στρέφεται προς τους θεούς, κι αν θυμάστε, λέει περίπου, «Πάρτε με από δω. Ξέχασα το πόσο δύσκολο ήταν να είσαι ανθρώπινο πλάσμα. Κανένας πια τώρα δε γυρίζει να κοιτάξει τον άλλο».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου