Οι μεθοδολογικές παρατηρήσεις των αρχαίων ιστορικών για τους κανόνες της ιστορικής έρευνας και της συγγραφής ιστορικών έργων απαντούν συνήθως είτε παρεμπιπτόντως, και μάλιστα σε χωρία στα οποία διατυπώνεται κριτική για το έργο προκατόχων, είτε σε προοίμια, στα οποία εκτίθενται οι προσωπικές απόψεις του εκάστοτε ιστορικού (κλασικό παράδειγμα αποτελούν τα περί μεθόδου κεφάλαια της Ιστορίας του Θουκυδίδη, 1.20-22). Η πραγματεία Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν του Λουκιανού αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο αρχαίο έργο που είναι αφιερωμένο εξ ολοκλήρου σε θέματα ιστορικής μεθόδου.
Πριν από τον Λουκιανό υπήρξε μια σειρά ολόκληρη έργων Περὶ ἱστορίας, από τα οποία όμως δεν σώζονται παρά μόνον οι τίτλοι. Ως συγγραφείς κατονομάζονται σε διάφορες πηγές ο Θεόφραστος (Διογ. Λαέρτιος 5.47) και ο μαθητής του Πραξιφάνης ο Μυτιληναίος (Mαρκελλίνος, Βίος Θουκυδίδου 47), ο φιλόσοφος Μητρόδωρος από τη Σκήψη (2ος/1ος αι. π.Χ.· FGrHist 184), ο ρήτορας και δάσκαλος του αυτοκράτορα Τιβερίου Θεόδωρος από τα Γάδαρα (1ος αι. π.Χ.· Σούδα), ο ρήτορας Καικίλιος ο Καλακτίνος (εποχή του Αυγούστου· FGrHist 183) και ο σοφιστής Τιβέριος (3ος αι. μ.Χ.· Σούδα). Το περιεχόμενο των έργων τους μας είναι άγνωστο, η σύγχρονη όμως έρευνα εικάζει ότι πρέπει να επικεντρώνονταν σε ζητήματα γλώσσας και ύφους και μόνο δευτερευόντως σε ζητήματα ιστορικής κριτικής, περιεχομένου ή δομής μιας ιστοριογραφικής μελέτης. Το έργο Περὶ ἱστορίας του Θεοφράστου υπήρξε καθοριστικό για όλα τα μεταγενέστερα συγγράμματα· πρέπει να περιελάμβανε (αν πιστέψουμε τα όσα γράφει ο Κικέρωνας, Or. 39) μια σύντομη ιστορία της ιστοριογραφίας, καθώς και εκτενείς υφολογικές παρατηρήσεις, ενώ διατύπωνε τη σαφή προτίμησή του για το έργο του Θουκυδίδη και επέτρεπε μόνο κατ' εξαίρεση τη χρήση ποιητικών μέσων στα ιστορικά έργα. Ο Λουκιανός ακολουθεί εν πολλοίς την παράδοση του Θεοφράστου, αλλά και του Πολυβίου ως προς τα καθήκοντα του ιστορικού, τους σκοπούς της ιστοριογραφίας και την απόρριψη του ρητορικού διάκοσμου.
Η πραγματεία Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν του Λουκιανού (περ. 120-180 μ.Χ.) έχει τη μορφή επιστολής που απευθύνεται προς κάποιον Φίλωνα και ανήκει στο είδος της κυνικής διατριβής. Αφορμή για τη συγγραφή της αποτέλεσε ο λεγόμενος δεύτερος πόλεμος των Ρωμαίων κατά των Πάρθων (162-165 μ.Χ.) και τα ανεπαρκή κατά την εκτίμηση του Λουκιανού ιστορικά έργα που γράφτηκαν γι' αυτόν. Πρέπει να συντάχθηκε το 165-166 μ.Χ. και χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον συγγραφέα ως μικρὰ παραίνεσις, ἔργον συμβουλῆς, κανὼν ή ὑποθήκη. Διαιρείται σε τρία μέρη, την εισαγωγή (κεφ. 1-6), το κύριο μέρος (κεφ. 7-60) και τον επίλογο (κεφ. 61-63).
Η διάρθρωση τoυ κυρίου μέρους ακολουθεί σε αντίστροφη σειρά τον διπλό στόχο που ο ίδιος ο Λουκιανός θέτει στο τέλος της εισαγωγής, «να διδάξει τι πρέπει να επιλέγει και τι να αποφεύγει ο ιστορικός» (κεφ. 6). Έτσι στο πρώτο τμήμα του κυρίου μέρους (κεφ. 7-33) ο Λουκιανός πραγματεύεται τα λάθη που πρέπει να αποφεύγει ένας ιστορικός, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα ιστορικούς του πολέμου κατά των Πάρθων. Στο δεύτερο τμήμα (κεφ. 34-63) συγκεντρώνει τις αρχές και τους κανόνες που πρέπει να διέπουν το έργο του αληθινού ιστορικού.
Στο πρώτο τμήμα του κυρίου μέρους ο Λουκιανός επιχειρεί μεταξύ άλλων μια αυστηρή οριοθέτηση της ιστορίας τόσο προς το ἐγκώμιον, τον έπαινο δηλ. ἀρχόντων καὶ στρατηγῶν, όσο και προς την ποίηση -και από τα δύο είδη η ιστορία διαφέρει ριζικά, έχει δικές της αρχές και δικούς της στόχους. Σε ένα δεύτερο βήμα ο Λουκιανός προσδιορίζει ως στόχο της ιστορίας τὸ χρήσιμον, το οποίο εννοεί, ακολουθώντας πιστά τον Θουκυδίδη, ως μια παρακαταθήκη εμπειριών από την οποία μπορεί να αντλεί κανείς τρόπους αντίδρασης σε παρόμοιες μελλοντικές συνθήκες (κεφ. 42: ὡς εἴ ποτε καὶ αὖθις τὰ ὅμοια καταλάβοι, ἔχοιεν… πρὸς τὰ προγεγραμμένα ἀποβλέποντες εὖ χρῆσθαι τοῖς ἐν ποσίν· πρβλ. Θουκ. 1.22.4: ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει, και Πολύβ. 12.25b.3). Ο στόχος του χρησίμου μπορεί να συμβαδίζει με τὸ τερπνόν, αν τα υφολογικά κυρίως μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη του τελευταίου, δεν αντιβαίνουν στην επιδίωξη της αλήθειας (κεφ. 13).
Το δεύτερο τμήμα του κυρίου μέρους αρχίζει (κεφ. 34-36) με την πραγμάτευση των δύο αρετών που πρέπει να διαθέτει ο ιστορικός: την πολιτικὴν σύνεσιν, με άλλα λόγια την έμφυτη ορθή κρίση σε πολιτικά και στρατιωτικά θέματα, και την ἑρμηνευτικὴν δύναμιν, την ικανότητα απόδοσης των γεγονότων, η οποία αποκτάται με τη συνεχή άσκηση και μίμηση των κατάλληλων προτύπων. Στη συνέχεια ο Λουκιανός εξειδικεύει τις δύο αυτές αρετές: έτσι, ο ιστορικός πρέπει να διαθέτει (κεφ. 37-42) εμπειρία, κυρίως στρατιωτική, να αναζητά με παρρησία την αλήθεια και να μην απομακρύνεται από τον στόχο αυτόν είτε από φόβο είτε επειδή ελπίζει σε κάποιου είδους ανταμοιβή είτε επειδή διάκειται ευνοϊκά ή εχθρικά προς κάποιον (πρὸς χάριν ἢ πρὸς ἀπέχθειαν). Η δεύτερη αρετή (η ἑρμηνευτικὴ δύναμις) επεξηγείται με την ανάλυση των χαρακτηριστικών που πρέπει να διαθέτει ο λόγος του ιστορικού (ἀρεταὶ τῆς λέξεως)· μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται τὸ καθαρὸν, η χρήση δηλαδή της ελληνικής γλώσσας χωρίς την πρόσμειξη διαλεκτικών τύπων ή ξένων λέξεων, τὸ σαφές (η επιλογή της σωστής λέξης), τὸ τάχος, η συντομία στη διατύπωση, τὸ πρέπον, η αντιστοιχία μεταξύ περιεχομένου και διατύπωσης, και ο κόσμος, τα ρητορικά σχήματα που επιτρέπονται σε ένα ιστορικό έργο.
Πριν από την τελική σύνταξη ενός ιστορικού έργου μεσολαβούν κατά τον Λουκιανό το στάδιο της συλλογής του υλικού (της συναγωγῆς τῶν πραγμάτων, κεφ. 47), η οποία πρέπει να είναι φιλόπονη, να αντλεί από αδέκαστους μάρτυρες ή να βασίζεται σε προσωπική αυτοψία (η αναφορά στη θουκυδίδεια μέθοδο είναι προφανής, Θουκ. 1.22.2-3), και το στάδιο της εκπόνησης ενός πρόχειρου σχεδιάσματος (ὑπομνήματος, κεφ. 48). Το ολοκληρωμένο ιστορικό έργο, που πρέπει να διακρίνεται για τη συμμετρία του (κεφ. 49), αποτελείται από τα εξής μέρη (κεφ. 50-60): το προοίμιον, το οποίο δεν είναι απολύτως απαραίτητο, την διήγησιν, την ιστορική αφήγηση δηλαδή, οι αρετές της οποίας είναι η σαφήνεια (τὸ σαφές), η λογική με άλλα λόγια συνάρθρωση των γεγονότων, η συντομία (τάχος) και η παραστατική αφήγηση (τὸ ἐναργές), και, τέλος, από διάφορες παρεκβάσεις (ἐπεισαγωγαί), περιγραφές μαχών ή τόπων (ἐκφράσεις), δημηγορίες (λόγους), ἐπαίνους και ψόγους, καθώς και μύθους. Ο επίλογος (κεφ. 61-63) συνοψίζει τα βασικά σημεία της πραγματείας και τελειώνει με αναμνήσεις από το έργο του Θουκυδίδη (1.22.4).
Μπορεί η πραγματεία του Λουκιανού να μην αποτελεί μια αυστηρή μελέτη για την ιστορική μέθοδο και οι σκέψεις που περιέχει να μην διακρίνονται για ιδιαίτερη πρωτοτυπία -η μομφή αυτή έχει διατυπωθεί επανειλημμένα στην έρευνα- το γεγονός όμως ότι είναι το μοναδικό «θεωρητικό» περί ιστορίας έργο που σώζεται από την αρχαιότητα αρκεί για να δικαιολογήσει τη μεγάλη δημοτικότητά της από την Αναγέννηση έως τον 19ο αι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου