Ο σλαβικός κόσμος αποτελεί, εδώ και 14 αιώνες, μιαν από τις σταθερές, η οποία δεσπόζει καθοριστικά στην εθνολογική, γλωσσική και την πολιτιστική φυσιογνωμία ενός μεγάλου μεγάλου μέρους της γηραιάς μας Ηπείρου, οι Σλάβοι αποτελούν το τελευταίο χρονολογικά κύμα της μεγάλης μετανάστευσης των λαών στην Ευρώπη.
Το καθοριστικό εκείνο στοιχείο που προσδίδει ιδιαιτερότητα στη σλαβική παρουσία στην Ευρώπη είναι οι συνθήκες, οι οποίες υπαγορεύουν το σλαβικό εποικισμό στη Βόρεια, την Κεντρική και τη ΝΑ Ευρώπη, η μετακίνηση του κυρίως όγκου των σλαβικών φύλων από την κοιτίδα τους έχει τον χαρακτήρα μιας μετανάστευσης που υπαγορεύεται από δημογραφικούς κυρίως παράγοντες. Οι Σλάβοι δηλ. αρχίζουν από τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα να διεισδύουν κατά φύλα στις περιοχές εκείνες της Ευρώπης που είναι αραιοκατοικημένες αναπληρώνοντας έτσι ένα δημογραφικό κενό.
Ένα δεύτερο, καθοριστικό για την εθνογενετική διαμόρφωση του σλαβικού κόσμου, δεδομένο είναι ότι την πολιτειακή δομή των σλαβικών φύλων που εγκαθίστανται από τον 6ο αιώνα την χαρακτηρίζει μια ατελής ακέφαλη οργάνωση. Ο θεσμός του φορέα της κεντρικής εξουσίας του μονάρχη, είναι ένας εξωγενής παράγων που θα μεταφυτευθεί, σε ένα μέρος μόνο του σλαβικού κόσμου. Οι ιστορικές διεργασίες, οι οποίες εκτυλίσσονται κατά διαστήματα, περίπου από τον 6ο μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα καταλήγουν σε μια τομή, η οποία εγκαινιάζει μια νέα ιστορική περίοδο:
Σε ορισμένες περιοχές, όπου έχουν εγκατασταθεί σλαβικά φύλα, θα επικρατήσει, κατά κανόνα, ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων, ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας και θα σχηματισθούν τα επί μέρους μεσαιωνικά κρατικά μορφώματα (αναφέρω κατά χρονολογική σειρά: Βουλγαρία, Μοραβία, Ρωσία, Πολωνία, Σερβία και Κροατία) από τα οποία κατά τους νεότερους χρόνους, θα δημιουργηθούν τα αντίστοιχα έθνη, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Τα φύλα όμως εκείνα, τα οποία κατά την ανωτέρω περίοδο θα διατηρήσουν το αρχέγονο πολιτειακό καθεστώς (εκείνο δηλ. της ακέφαλης πολιτειακής οργάνωσης) είτε θα αφομοιωθούν εθνογλωσσικά από τους γειτονικούς λαούς, είτε θα επιβιώσουν ως τη νεότερη περίοδο ως μεμονωμένες γλωσσικές νησίδες μέσα σε ένα κράτος, η εθνική γλώσσα του οποίου δεν θα είναι η Σλαβική.
Επειδή, όπως είναι προφανές, η δεύτερη περίπτωση είναι εκείνη, η οποία μας ενδιαφέρει σήμερα, ας ρίξουμε μια γρήγορη ματιά στα ιστορικά παραδείγματα, ξεκινώντας από τον απώτατο Βορρά και καταλήγοντας στο δικό μας Νότο.
Α) Τα σλαβικά εκείνα φύλα που, κατά τον 7ο αι. εγκαθίσταται στην παράλιο ζώνη της Β. Θάλασσας που ορίζεται από τις εκβολές του ποταμού Έλβα στη Δύση και του ποταμού Oder στην Ανατολή (Γερμανία) κατορθώνουν, διατηρώντας την παγανιστική τους θρησκεία και ένα ιδιότυπο πολιτειακό σύστημα ομοσπονδίας κατά φύλα, να διατηρήσουν την εθνολογική τους ταυτότητα μέχρι 12ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία επιτείνεται η προσπάθεια του Φραγκικού κράτους να ενσωματώσει τα ανατολικά αυτά εδάφη στην επικράτεια του. Μετά την απώλεια της πολιτικής αυτονομίας, αρχίζει για τους βόρειους Σλάβους μια περίοδος βαθμιαίας αφομοίωσης από το γερμανικό στοιχείο. Λίγα χρόνια πριν την πτώση της Κων/πολης εξακολουθεί να ακούγεται η σλαβική διάλεκτος στην πόλη Lubeck. Στις αρχές του 18ου αι., όπως μαρτυρεί το ληξιαρχικό βιβλίο μιας μικρής ενορίας κοντά στο Αννόβερο, πεθαίνει και ο τελευταίος χρήστης του ιδιώματος και σβήνει οριστικά η σλαβική παρουσία στη ΒΑ. Γερμανία.
Β) Οι τύχες των Σοραβών, σλαβικών φύλων, που εγκαταστάθηκαν σε νοτιότερα από τους προηγούμενους εδάφη κατά την αυτή περίοδο, παρουσιάζουν την ίδια αναλογία. Κατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αι., οι ηγέτες των φύλων αυτών εντάσσονται στο σύστημα της φεουδαρχικής αριστοκρατίας του Φραγκικού κράτους. Ως υπήκοοι του Φραγκικού κράτους αρχικά, του βασιλείου της Σαξονίας αργότερα και του νεότερου γερμανικού κράτους κατά τη σύγχρονη περίοδο, οι Σαραβοί επιβιώνουν γλωσσικά μέχρι σήμερα σαν μια μικρή νησίδα στη Ν. Σαξωνία.
Γ) Η σλαβική παρουσία στη σημερινή Ν. Αυστρία (Καρινθία) δεν γίνεται αντιληπτή σήμερα μόνον από το σλαβικό έτυμο της πόλης Graz, αλλά και από τη σλαβική διάλεκτο που ομιλείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές.
Δ) Φτάνοντας, τώρα, στη σλαβική παρουσία στο μεσαιωνικό ελλαδικό χώρο θα πρέπει να επισημανθούν εδώ οι τυπολογικές αναλογίες με τα προηγούμενα δεδομένα, ότι δηλ.: α) Η ειρηνική διείσδυση και μόνιμη εγκατάσταση των Σλάβων γεωργών στον ελλαδικό χώρο ευνοείται από τη δημογραφική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται το γηγενές στοιχείο και β) ότι τα σλαβικά φύλα, τα οποία συμβιώνουν με το γηγενή (ελληνόγλωσσο) πληθυσμό δεν κατορθώνουν να δημιουργήσουν κάποιο κρατικό μόρφωμα και εντάσσονται διοικητικά στο βυζαντινό σύστημα.
Οι εθνογενετικές διεργασίες που αρχίζουν να εκτυλίσσονται όταν, τον 6ο αι., τα σλαβικά φύλα εγκαταλείπουν την αρχική τους κοιτίδα στην Ουκρανία και κατά κύματα πλημμυρίζουν τον κεντρικό, το βόρειο και το νοτιανατολικό χώρο της ηπείρου μας, αποτελούν, αναμφίβολα, ένα αντικειμενικό δεδομένο με διαχρονικές και πανευρωπαϊκές συνέπειες. Τα σλαβικά φύλα, τα οποία εγκαθίστανται στις νέες τους πατρίδες θα αποτελέσουν, από την άλλη πλευρά, τον πυρήνα των επί μέρους σλαβικών εθνών, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Μια άλλη σημαντική έκφανση του φαινομένου, στο οποίο αναφερόμαστε σήμερα αποτελεί και η μακραίωνη συμβίωση των σλαβικών φύλων με γηγενή στοιχεία (τον γερμανόφωνο κόσμο στο Βορρά και τους ελληνόφωνους στο Νότο).
Αξίζει να αναφερθούμε και σε ένα ιστορικό δεδομένο που σημαδεύει, αφενός, τη γέννηση της γειτονικής μας τέως Γιουγκοσλαβίας και, αφετέρου, καταδεικνύει, αντικειμενικά πόσο επισφαλή είναι τα επιχειρήματα περί της δήθεν “μακεδονικής” εθνικής συνείδησης, τα οποία προβάλλονται κατά κόρον στις μέρες μας.
Όταν, το 1918, σχηματίσθηκε το “Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων”, παρέμειναν εκτός των βορείων του συνόρων εδάφη, τα οποία κατοικούνταν κατά πλειοψηφία από σλαβόφωνο πληθυσμό. Ειδικότερα: στη νοτιότερη επαρχία της Αυστρίας, την Καρινθία, που συνορεύει με τη Σλοβενία, υπερτερούσαν οι κάτοικοι με μητρική γλώσσα τη Σλοβένικη από εκείνους που μιλούσαν τη Γερμανική. Η σχέση αύτη ήταν, 2/3 χρήστες της Σλοβένικης έναντι 1/3 γερμανόφωνων.
Η γλωσσική αυτή πλειοψηφία δεν αντικατόπτριζε, όμως, και τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό των κατοίκων της νότιας αυτής αυστριακής επαρχίας, διότι, όταν στις 10.10.1920 κλήθηκαν (με ελεύθερο δημοψήφισμα) να αποφασίσουν, αν επιθυμούσαν να παραμείνει η Καρινθία στην επικράτεια της Αυστρίας ή να ενωθεί με το νεότευκτο κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, το αποτέλεσμα ήταν: 59% υπέρ της Αυστρίας και 41% υπέρ της Γιουγκοσλαβίας.
Το αντικειμενικό αυτό δεδομένο μας οδηγεί σε ένα πρώτο καίριο συμπέρασμα: ότι η εθνική συνείδηση του μεμονωμένου πολίτη κατά την πρόσφατη ιστορική περίοδο δεν υπαγορεύεται οπωσδήποτε από τη γλωσσική του προέλευση ή, με άλλα λόγια, ότι η γλωσσική ταυτότητα δεν είναι πάντοτε ταυτόσημη με την εθνική. Αν μεταφέρουμε το συμπέρασμα αυτό στη δική μας πραγματικότητα, θα αντιληφθούμε πληρέστερα πόσο έωλα είναι τα επιχειρήματα εκείνων, που (είτε βρίσκονται κοντά στα βόρεια σύνορα μας, είτε πιο μακριά, στη Δύση) “ανακαλύπτουν” καταπιεσμένες εθνικές μειονότητες στο βόρειο ελληνικό χώρο.
Θα κλείσουμε με μια δεύτερη καίρια επισήμανση: η ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία, η μεσαιωνική ιστορία της Δυτ. Ευρώπης, σλαβολογία, επιστήμες που έχουν, όπως είναι φυσικό, βαθιές τις ρίζες στην ακαδημαϊκή παράδοση της Ευρώπης, δεν καλλιεργούνται συστηματικά στην Ελλάδα.
Δεν είναι ίσως του παρόντος να αναζητήσουμε τα αίτια για την ύπαρξη αυτών των άγραφων σελίδων στην ακαδημαϊκή μας ιστορία. Θα πρέπει, ωστόσο να τονίσουμε επιγραμματικά ότι: δύο είναι οι λόγοι που οδήγησαν την νεοελληνική έρευνα σε μια εσωστρεφή θεώρηση του παρελθόντος· θεώρηση, η οποία έχει τον αντίκτυπο της στο ευρύτερο κοινωνικό μας σύνολο, με διαστάσεις ιδιαίτερα ανησυχητικές στις μέρες μας. Ο γνωστός σε όλους μας Philip Fallmeraier κληροδότησε στην επιστήμη ενός νέου κράτους, που εμάχετο να εδραιώσει την υπόσταση του στη μεταναπολεόντειο Ευρώπη, ένα αμυντικό σύνδρομο, οι συνέπειες του οποίου είναι ακόμα ορατές στην αντιρρητική εν γένει τάση της ερευνητικής μας προσπάθειας.
Ο δεύτερος λόγος συναρτάται άμεσα από τη στάση των βορείων μας γειτόνων, οι οποίοι, εδώ και έναν και πλέον αιώνα, δεν περιορίστηκαν μόνο στο «ακαδημαϊκό» έργο, χαλκεύοντας τις ελληνικές πηγές και την ελληνική ιστορία, αλλά κατέδειξαν έμπρακτα δύο φορές κατά το πρόσφατο παρελθόν ότι είναι ικανοί να προχωρήσουν ακόμα και στη φυσική εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας, αλλά και να εξαφανίσουν τους πνευματικούς του θησαυρούς.
Οι δύο, λοιπόν αυτοί παράγοντες (το σύνδρομο του Fallmeraier και οι διαθέσεις των γειτόνων) αποτελούν και το ιστορικό αίτιο της μέχρι σήμερα απροθυμίας των ελλήνων ερευνητών να εγκύψουν στη μελέτη του σλαβικού κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου