οἰκτρὸν γὰρ πόλιν ὧδ᾽ ὠγυγίαν [στρ. β]
Ἀίδᾳ προϊάψαι, δορὸς ἄγραν
δουλίαν, ψαφαρᾷ σποδῷ
ὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν
325 περθομέναν ἀτίμως,
τὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαι,
ἒ ἔ, νέας τε καὶ παλαιὰς
ἱππηδὸν πλοκάμων, περιρ-
ρηγνυμένων φαρέων. βοᾷ
330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις,
λαΐδος ὀλλυμένας μειξοθρόου·
βαρείας τοι τύχας προταρβῶ.
κλαυτὸν δ᾽ † ἀρτιδρόποις ὠμοδρόπων † [ἀντ. β]
νομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι
335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόν·
τί; τὸν φθίμενον γὰρ προλέγω
βέλτερα τῶνδε πράσσειν·
πολλὰ γάρ, εὖτε πτόλις δαμασθῇ,
ἒ ἔ, δυστυχῆ τε πράσσει.
340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει, φονεύ-
ει, τὰ δὲ πυρφορεῖ· καπνῷ
[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπαν·
μαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμας
μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης.
345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ, ποτὶ [πτόλιν] δ᾽ ὁρκάνα [στρ. γ]
πυργῶτις,
πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρ
δόρει καίνεται·
βλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαι
τῶν ἐπιμαστιδίων
350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται.
ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες··
ξυμβολεῖ φέρων φέροντι,
καὶ κενὸς κενὸν καλεῖ,
ξύννομον θέλων ἔχειν,
355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοι.
τί ἐκ τῶνδ᾽
εἰκάσαι † λόγος πάρα;
παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼν [ἀντ. γ]
ἀλγύνει
κυρήσας, πικρὸν δ᾽
ὄμμα θαλαμοπόλων·
360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτος
γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς
ἐν ῥοθίοις φορεῖται.
δμωίδες δὲ καινοπήμονες † νέαι
τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον †
365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος, ὡς
δυσμενοῦς ὑπερτέρου,
ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν,
παγκλαύτων
ἀλγέων ἐπίρροθον.
***
Τόσο μια πανάρχαια πόλη, ω τί κρίμα,
να τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένη
απ᾽ ενού Αχαιού κοντάρι και να γένει
έτσι ανάξια απ᾽ τους θεούς της στάχτη θρύμμα.
Κι οι γυναίκες σκλαβωμένες, οϊμένα,
νιες και γριες σαν τ᾽ άλογα να τις τραβάνε
απ᾽ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα,
330 ενώ η πόλη θεν᾽ αδειάζει όλη αντάρα
και βουή σύσμιχτη των σκλάβων που χαλάνε·
βαριές τύχες που προσμένω με τρομάρα!
Κι ω τί κλάμα, που οι αθώες οι κορασίδες,
πριν την ώρα και την τίμια τη χαρά τους,
μαύρη στράτα θενα πάρουν, αγουρίδες
ωμοτρύγητες, μακριά απ᾽ τα γονικά τους.
Ω μακάριοι που πεθαίνουν πριν να δούνε
όσα η πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνει
340 μια που πάρθηκε· εδώ σφάζουν, κει τραβούνε,
φωτιά βάζουν και τα πάντα καπνός χραίνει
κι ο θεός του ολέθρου ο Άδης, που δριμώνει
μ᾽ άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει.
Μες στις ρούγες βρουχισμός και γύρω μάντρες
από πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουν,
οι άντρες σφάζονται απ᾽ τους άντρες
κι άθλια σκούζοντας τα βρέφη που σκοτώνουν
350 με το γαίμα το βυζί που πίνουν βρέχουν.
Χέρι χέρι οι αρπαγές κι οι κούρσες τρέχουν,
φορτωμένους απαντούνε οι φορτωμένοι
κι ο άδειος κράζει τ᾽ αδειανού να ᾽χει κολλήγα,
μα ο καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα
ούτε κι ίδια θέλει να ᾽χει. — Ω, τί ᾽ν᾽ να γένει!
Χύμα χάμου όλ᾽ οι καρποί λύπη σου φέρνουν,
με πικρό οι νοικοκυρές μάτι κοιτάζουν·
360 πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ᾽ αρπάζουν
τ᾽ αδιαφόρετα τα κύματα και σέρνουν.
Και πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτη
την καρδιά απ᾽ της συμφοράς τη νέα την τύχη
περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεβάτι,
όποιος να ᾽ναι ο νικητής που θα τους τύχει·
μόνη ελπίδα, του θανάτου η νύχτα αν σώσει
απ᾽ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλιτώσει.
Ἀίδᾳ προϊάψαι, δορὸς ἄγραν
δουλίαν, ψαφαρᾷ σποδῷ
ὑπ᾽ ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν
325 περθομέναν ἀτίμως,
τὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαι,
ἒ ἔ, νέας τε καὶ παλαιὰς
ἱππηδὸν πλοκάμων, περιρ-
ρηγνυμένων φαρέων. βοᾷ
330 δ᾽ ἐκκενουμένα πόλις,
λαΐδος ὀλλυμένας μειξοθρόου·
βαρείας τοι τύχας προταρβῶ.
κλαυτὸν δ᾽ † ἀρτιδρόποις ὠμοδρόπων † [ἀντ. β]
νομίμων προπάροιθεν διαμεῖψαι
335 δωμάτων στυγερὰν ὁδόν·
τί; τὸν φθίμενον γὰρ προλέγω
βέλτερα τῶνδε πράσσειν·
πολλὰ γάρ, εὖτε πτόλις δαμασθῇ,
ἒ ἔ, δυστυχῆ τε πράσσει.
340 ἄλλος δ᾽ ἄλλον ἄγει, φονεύ-
ει, τὰ δὲ πυρφορεῖ· καπνῷ
[δὲ] χραίνεται πόλισμ᾽ ἅπαν·
μαινόμενος δ᾽ ἐπιπνεῖ λαοδάμας
μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης.
345 κορκορυγαὶ δ᾽ ἀν᾽ ἄστυ, ποτὶ [πτόλιν] δ᾽ ὁρκάνα [στρ. γ]
πυργῶτις,
πρὸς ἀνδρὸς δ᾽ ἀνὴρ
δόρει καίνεται·
βλαχαὶ δ᾽ αἱματόεσσαι
τῶν ἐπιμαστιδίων
350 ἀρτιτρεφεῖς βρέμονται.
ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾶν ὁμαίμονες··
ξυμβολεῖ φέρων φέροντι,
καὶ κενὸς κενὸν καλεῖ,
ξύννομον θέλων ἔχειν,
355 οὔτε μεῖον οὔτ᾽ ἴσον λελιμμένοι.
τί ἐκ τῶνδ᾽
εἰκάσαι † λόγος πάρα;
παντοδαπὸς δὲ καρπὸς χαμάδις πεσὼν [ἀντ. γ]
ἀλγύνει
κυρήσας, πικρὸν δ᾽
ὄμμα θαλαμοπόλων·
360 πολλὰ δ᾽ ἀκριτόφυρτος
γᾶς δόσις οὐτιδανοῖς
ἐν ῥοθίοις φορεῖται.
δμωίδες δὲ καινοπήμονες † νέαι
τλήμονες εὐνὰν αἰχμάλωτον †
365 ἀνδρὸς εὐτυχοῦντος, ὡς
δυσμενοῦς ὑπερτέρου,
ἐλπίς ἐστι νύκτερον τέλος μολεῖν,
παγκλαύτων
ἀλγέων ἐπίρροθον.
***
Τόσο μια πανάρχαια πόλη, ω τί κρίμα,
να τη στείλετε στον Άδη κουρσεμένη
απ᾽ ενού Αχαιού κοντάρι και να γένει
έτσι ανάξια απ᾽ τους θεούς της στάχτη θρύμμα.
Κι οι γυναίκες σκλαβωμένες, οϊμένα,
νιες και γριες σαν τ᾽ άλογα να τις τραβάνε
απ᾽ τις χήτες, με τα ρούχα ξεσκισμένα,
330 ενώ η πόλη θεν᾽ αδειάζει όλη αντάρα
και βουή σύσμιχτη των σκλάβων που χαλάνε·
βαριές τύχες που προσμένω με τρομάρα!
Κι ω τί κλάμα, που οι αθώες οι κορασίδες,
πριν την ώρα και την τίμια τη χαρά τους,
μαύρη στράτα θενα πάρουν, αγουρίδες
ωμοτρύγητες, μακριά απ᾽ τα γονικά τους.
Ω μακάριοι που πεθαίνουν πριν να δούνε
όσα η πόλη μαύρα κι άραχλα παθαίνει
340 μια που πάρθηκε· εδώ σφάζουν, κει τραβούνε,
φωτιά βάζουν και τα πάντα καπνός χραίνει
κι ο θεός του ολέθρου ο Άδης, που δριμώνει
μ᾽ άγρια λύσσα, πάσα ευσέβεια βεβηλώνει.
Μες στις ρούγες βρουχισμός και γύρω μάντρες
από πύργους εχθρικούς την πόλη ζώνουν,
οι άντρες σφάζονται απ᾽ τους άντρες
κι άθλια σκούζοντας τα βρέφη που σκοτώνουν
350 με το γαίμα το βυζί που πίνουν βρέχουν.
Χέρι χέρι οι αρπαγές κι οι κούρσες τρέχουν,
φορτωμένους απαντούνε οι φορτωμένοι
κι ο άδειος κράζει τ᾽ αδειανού να ᾽χει κολλήγα,
μα ο καθένας στο μεράσι ούτε πιο λίγα
ούτε κι ίδια θέλει να ᾽χει. — Ω, τί ᾽ν᾽ να γένει!
Χύμα χάμου όλ᾽ οι καρποί λύπη σου φέρνουν,
με πικρό οι νοικοκυρές μάτι κοιτάζουν·
360 πλήθια ανάκατα της γης τα δώρ᾽ αρπάζουν
τ᾽ αδιαφόρετα τα κύματα και σέρνουν.
Και πρωτόπαθες νέες σκλάβες με γιομάτη
την καρδιά απ᾽ της συμφοράς τη νέα την τύχη
περιμένουν κάποιου αφέντη εχθρού κρεβάτι,
όποιος να ᾽ναι ο νικητής που θα τους τύχει·
μόνη ελπίδα, του θανάτου η νύχτα αν σώσει
απ᾽ τα ολόκλαυτα δεινά να μας γλιτώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου