«Ο λαϊκισμός ακολουθεί τη δημοκρατία σαν σκιά» Mudde και Kaltwasser
Συχνά στις πολιτικές αντιπαραθέσεις εκτοξεύονται κατηγορίες για τον φθηνό και χυδαίο λαϊκισμό των πολιτικών αντιπάλων. Όλοι διαβλέπουν μια λαϊκίστικη συμπεριφορά στην πολιτική των άλλων, αλλά ποτέ στη δική τους υποσχεσιολογία. Ο λαϊκίστικος λόγος ταυτίζεται με τη δημαγωγία την ίδια στιγμή που όλοι διακηρύττουν πως εκπροσωπούν το λαό και αγωνίζονται για τα συμφέροντά του. Κάθε θετική αναφορά στον «αγνό» λαό για άλλους υποκρύπτει μια βαθιά δημοκρατική πολιτική στάση και για άλλους το πρόπλασμα ενός υπολανθάνοντος λαϊκισμού.
Στο δίκαιο του λαού «ομνύουν» και οι δημοκράτες και οι λαϊκιστές. Η λαϊκή κυριαρχία και η αρχή της πλειοψηφίας αποτελούν το κατ’ επίφαση βάθρο τόσο της ιδεολογίας των λαϊκιστών όσο και των δημοκρατών. Κάθε αναφορά στο λαό και κάθε ύμνος στο «αλάνθαστο κριτήριό» του εξαγνίζει και ηθικοποιεί κάθε ανομολόγητο στόχο τους. Κατά ειρωνικό τρόπο όλοι εκθειάζουν τη ρήση του Αβραάμ Λίνκολν «κυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό». Η αγιογράφηση του λαού προσδίδει εκ του ασφαλούς πιστοποιητικά ενός ειλικρινούς σεβασμού προς τη βούληση και το δίκαιό του.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον πολιτικό και ιδεολογικό παραλογισμό της εποχής μας στο βαθμό που η σχέση Λαϊκισμού και Δημοκρατίας πολλές φορές είναι δυσδιάκριτη. Βέβαια, η επικρατούσα άποψη είναι πως ο λαϊκισμός φανερά συνιστά κίνδυνο για τη δημοκρατία. Ένθερμος θιασώτης αυτής της άποψης είναι ο Γάλλος στοχαστής Πιερ Ροζανβαλόν που πρεσβεύει πως ο λαϊκισμός πρέπει να εκλαμβάνεται ως «μία παράλογη αντιστροφή των ιδανικών και διαδικασιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας».
Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται όλοι εκείνοι που υποστηρίζουν με θέρμη πως ο λαϊκισμός συνιστά τη μόνη αυθεντική μορφή δημοκρατίας στο βαθμό που επιτυγχάνει την ανάδειξη και κινητοποίηση των αποκλεισμένων τμημάτων μιας κοινωνίας. Υπέρμαχος αυτής της άποψης ο Λακλάου που διακηρύττει πως ο λαϊκισμός συντελεί σε έναν «εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας». Υπόρρητα προτρέπουν σε μια διασταλτική ερμηνεία των νόμων και των θεσμών στο όνομα της θεμελιακής αρχής της πλειοψηφίας και του συνθήματος «δίκαιο είναι το δίκαιο των πολλών». Οι μειοψηφίες και οι μειονότητες οφείλουν ή να σωπάσουν υπακούοντας ή να εξαφανιστούν.
Λίγοι, όμως, διαβλέπουν πως στο λαϊκισμό κυριαρχεί ένας «ηθικός μανιχαϊσμός» με τον αυθαίρετο διαχωρισμό του κοινωνικού σώματος στους «καλούς» (οι αδύναμοι, οι φτωχοί, οι πατριώτες, οι θρησκευόμενοι..) και στους «κακούς» (οι λίγοι, οι ισχυροί, οι πλούσιοι, οι μορφωμένοι, η ελίτ). Αυτή η απλουστευτική ερμηνεία της πραγματικότητας οδηγεί σε έναν επικίνδυνο λαϊκισμό γιατί ενεργοποιεί το μίσος των «εμείς» προς τους «άλλους».
Με την τακτική – τεχνική αυτή ο λαϊκισμός δίνει μια ταυτότητα στους αποκλεισμένους, όχι μέσα από μια διαδικασία αυτοκριτικής – αυτογνωσίας, αλλά κατασκευάζοντας τον εχθρό (οι μορφωμένοι, το μνημόνιο, οι ξένοι…). Έτσι, για το θύμα του λαϊκισμού προέχει – υπερτερεί η συμβολική πραγματικότητα έναντι της φυσικής πραγματικότητας. Ο ρεαλισμός χάνεται και το θύμα φαντασιώνεται έναν εχθρό που απειλεί την ευτυχία του. Οι φαντασιώσεις σκιάζουν τη λογική και τη συμπεριφορά την κινεί – ρυθμίζει η ψευδής συνείδηση. Εξάλλου, ο εθισμός στη διαρκή αναζήτηση ενόχων, η δαιμονοποίηση, η μνησικακία και η απλοποίηση της πραγματικότητας διαβρώνουν τόσο τον ψυχικό κόσμο όσο και τον πολιτικό ορθολογισμό.
Ο λαϊκιστής ηγέτης εδράζει την εξουσία του στις ενορμήσεις, τις φαντασιώσεις, τις φοβίες, τις ανασφάλειες και τις εσωτερικές συγκρούσεις του κάθε ατόμου χωριστά. Το διχασμένο Εγώ αυτών των ατόμων αναζητά σημείο αναφοράς για τη δόμηση μιας ταυτότητας. Γι’ αυτό και ο ηγέτης εφευρίσκει τον «άλλο», τον «εχθρό» και θωπεύει ή καλλιεργεί τόσο τον ατομικό όσο και τον συλλογικό ναρκισσισμό. Το μίσος προς τον «κατασκευασμένο» εχθρό θερμαίνει το ναρκισσισμό και καθιστά το άτομο δυνατό. Στην ουσία ο λαϊκισμός τρέφει την αβεβαιότητα του ατόμου και πάνω σε αυτή δομεί την εξουσία του.
Σχετικά με το βασικό υπέδαφος που λιπαίνει τον λαϊκισμό ο Στέλιος Στυλιανίδης γράφει «Φαίνεται ότι όλο αυτό το πολύπλοκο κι ακόμα αχαρτογράφητο πολιτικά κοινωνικά υπέδαφος τροφοδοτεί τον ανορθολογισμό, την απελπισία, την ξενοφοβία, το ρατσισμό, την επικράτηση του θυμικού απέναντι στις διαδικασίες της σκέψης και ενισχύει την επικράτηση του λαϊκίστικού φαινομένου. Τα άτομα δεν έχουν ψυχικό και κοινωνικό χώρο να επενδύσουν ως συλλογικό όραμα, ως ελπίδα, και αναζητούν απεγνωσμένα νέα πεδία εκφόρτισης της εσωτερικευμένης βίας και απελπισίας, ταυτιζόμενα με τον απλουστευτικό λόγο των δημαγωγών» («Ο πειρασμός του λαϊκισμού»).
Αποτέλεσμα όλων αυτών η δημιουργία μιας συλλογικής αυταπάτης για την προοπτική εύκολων λύσεων από τον ηγέτη – μεσσία και η άρνηση της συνειδητοποίησης της ατομικής ευθύνης. Ο πολίτης παύει να λειτουργεί αυτόβουλα κι αναζητά τη σιγουριά της μάζας. Ο αγελαίος άνθρωπος είναι ο κατεξοχήν τύπος ανθρώπου του λαϊκισμού. Κι αυτό γιατί η ομάδα, η μάζα και η τυφλή προσήλωση στον ηγέτη λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στη δύναμη του ανασφαλούς κι αδύναμου ανθρώπου.
Ο Λαϊκισμός, επομένως, με όσα καταγράφηκαν ως γνωρίσματά του φαλκιδεύει από τη φύση του και υπονομεύει την ουσία της δημοκρατίας. Αυτό συμβαίνει, γιατί η δημοκρατία συνιστά τη δικαίωση του λαού και την ανύψωσή του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας, ενώ ο λαϊκισμός αποτελεί εξαπάτηση του λαού, την πολιτική του υποβάθμιση και τον εξοστρακισμό του στο περιθώριο των εξελίξεων.
Η δημοκρατία εμπεριέχει τη λαϊκότητα, που αναδεικνύει τις γνήσιες αξίες του λαού. Αντίθετα, ο λαϊκισμός ισοπεδώνει, προβάλλει το κάλπικο και νοθεύει το πηγαίο και την αυθεντικότητα.
Επιπρόσθετα, η δημοκρατία στηρίζεται στην πολιτική συμμετοχή, ενώ ο λαϊκισμός προπαγανδίζει την «κατ’ επίφαση» πολιτική συμμετοχή. Η δημοκρατία καθιστά τον πολίτη αυτεξούσιο και αυτόβουλο, ενώ ο λαϊκισμός τον εγκλωβίζει στο βασίλειο του ετεροκαθορισμού και της ετεροβουλίας.
Η δημοκρατία απεχθάνεται τη δημαγωγία, ευνοεί την ιδεολογική καθαρότητα και πολιτική χειραφέτηση, χρησιμοποιεί το διάλογο κι αρνείται τους μύθους του μεσσιανισμού. Όλα αυτά, όμως, ακυρώνονται από το λαϊκισμό, γιατί ως ιδεολόγημα («αβαθής ιδεολογία») ευνοεί τη δημαγωγία και την προπαγάνδα, στοχεύει στην πολιτική και ιδεολογική χειραγώγηση και αναδεικνύει το μεσσιανικό χαρακτήρα των πολιτικών ηγετών.
Δημοκρατία, λοιπόν, και λαϊκισμός είναι δυο ασύμβατες έννοιες, γι’ αυτό και ο λαϊκισμός ανθοφορεί όπου η δημοκρατία εμφανίζει προβλήματα δυσλειτουργίας. Επιβάλλει μια λοβοτομή στους άφωνους πολίτες και τους καθηλώνει στην κατάσταση του «πολιτισμένου θηρίου».
Την οργή, το μίσος, την αγανάκτηση, τη θλίψη, το φόβο και την αγωνία του πλήθους δεν μπορούμε να τα αφήσουμε να λειτουργήσουν ως θερμοκήπιο του λαϊκισμού. Η δημοκρατία οφείλει να αλλάζει και να εμπνέει.
«Μια δημοκρατία που δεν ασκεί αυτοκριτική καταδικάζεται στην παράλυση» J. Saramango
Συχνά στις πολιτικές αντιπαραθέσεις εκτοξεύονται κατηγορίες για τον φθηνό και χυδαίο λαϊκισμό των πολιτικών αντιπάλων. Όλοι διαβλέπουν μια λαϊκίστικη συμπεριφορά στην πολιτική των άλλων, αλλά ποτέ στη δική τους υποσχεσιολογία. Ο λαϊκίστικος λόγος ταυτίζεται με τη δημαγωγία την ίδια στιγμή που όλοι διακηρύττουν πως εκπροσωπούν το λαό και αγωνίζονται για τα συμφέροντά του. Κάθε θετική αναφορά στον «αγνό» λαό για άλλους υποκρύπτει μια βαθιά δημοκρατική πολιτική στάση και για άλλους το πρόπλασμα ενός υπολανθάνοντος λαϊκισμού.
Στο δίκαιο του λαού «ομνύουν» και οι δημοκράτες και οι λαϊκιστές. Η λαϊκή κυριαρχία και η αρχή της πλειοψηφίας αποτελούν το κατ’ επίφαση βάθρο τόσο της ιδεολογίας των λαϊκιστών όσο και των δημοκρατών. Κάθε αναφορά στο λαό και κάθε ύμνος στο «αλάνθαστο κριτήριό» του εξαγνίζει και ηθικοποιεί κάθε ανομολόγητο στόχο τους. Κατά ειρωνικό τρόπο όλοι εκθειάζουν τη ρήση του Αβραάμ Λίνκολν «κυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό». Η αγιογράφηση του λαού προσδίδει εκ του ασφαλούς πιστοποιητικά ενός ειλικρινούς σεβασμού προς τη βούληση και το δίκαιό του.
Όλα τα παραπάνω συνθέτουν τον πολιτικό και ιδεολογικό παραλογισμό της εποχής μας στο βαθμό που η σχέση Λαϊκισμού και Δημοκρατίας πολλές φορές είναι δυσδιάκριτη. Βέβαια, η επικρατούσα άποψη είναι πως ο λαϊκισμός φανερά συνιστά κίνδυνο για τη δημοκρατία. Ένθερμος θιασώτης αυτής της άποψης είναι ο Γάλλος στοχαστής Πιερ Ροζανβαλόν που πρεσβεύει πως ο λαϊκισμός πρέπει να εκλαμβάνεται ως «μία παράλογη αντιστροφή των ιδανικών και διαδικασιών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας».
Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται όλοι εκείνοι που υποστηρίζουν με θέρμη πως ο λαϊκισμός συνιστά τη μόνη αυθεντική μορφή δημοκρατίας στο βαθμό που επιτυγχάνει την ανάδειξη και κινητοποίηση των αποκλεισμένων τμημάτων μιας κοινωνίας. Υπέρμαχος αυτής της άποψης ο Λακλάου που διακηρύττει πως ο λαϊκισμός συντελεί σε έναν «εκδημοκρατισμό της δημοκρατίας». Υπόρρητα προτρέπουν σε μια διασταλτική ερμηνεία των νόμων και των θεσμών στο όνομα της θεμελιακής αρχής της πλειοψηφίας και του συνθήματος «δίκαιο είναι το δίκαιο των πολλών». Οι μειοψηφίες και οι μειονότητες οφείλουν ή να σωπάσουν υπακούοντας ή να εξαφανιστούν.
Λίγοι, όμως, διαβλέπουν πως στο λαϊκισμό κυριαρχεί ένας «ηθικός μανιχαϊσμός» με τον αυθαίρετο διαχωρισμό του κοινωνικού σώματος στους «καλούς» (οι αδύναμοι, οι φτωχοί, οι πατριώτες, οι θρησκευόμενοι..) και στους «κακούς» (οι λίγοι, οι ισχυροί, οι πλούσιοι, οι μορφωμένοι, η ελίτ). Αυτή η απλουστευτική ερμηνεία της πραγματικότητας οδηγεί σε έναν επικίνδυνο λαϊκισμό γιατί ενεργοποιεί το μίσος των «εμείς» προς τους «άλλους».
Με την τακτική – τεχνική αυτή ο λαϊκισμός δίνει μια ταυτότητα στους αποκλεισμένους, όχι μέσα από μια διαδικασία αυτοκριτικής – αυτογνωσίας, αλλά κατασκευάζοντας τον εχθρό (οι μορφωμένοι, το μνημόνιο, οι ξένοι…). Έτσι, για το θύμα του λαϊκισμού προέχει – υπερτερεί η συμβολική πραγματικότητα έναντι της φυσικής πραγματικότητας. Ο ρεαλισμός χάνεται και το θύμα φαντασιώνεται έναν εχθρό που απειλεί την ευτυχία του. Οι φαντασιώσεις σκιάζουν τη λογική και τη συμπεριφορά την κινεί – ρυθμίζει η ψευδής συνείδηση. Εξάλλου, ο εθισμός στη διαρκή αναζήτηση ενόχων, η δαιμονοποίηση, η μνησικακία και η απλοποίηση της πραγματικότητας διαβρώνουν τόσο τον ψυχικό κόσμο όσο και τον πολιτικό ορθολογισμό.
Ο λαϊκιστής ηγέτης εδράζει την εξουσία του στις ενορμήσεις, τις φαντασιώσεις, τις φοβίες, τις ανασφάλειες και τις εσωτερικές συγκρούσεις του κάθε ατόμου χωριστά. Το διχασμένο Εγώ αυτών των ατόμων αναζητά σημείο αναφοράς για τη δόμηση μιας ταυτότητας. Γι’ αυτό και ο ηγέτης εφευρίσκει τον «άλλο», τον «εχθρό» και θωπεύει ή καλλιεργεί τόσο τον ατομικό όσο και τον συλλογικό ναρκισσισμό. Το μίσος προς τον «κατασκευασμένο» εχθρό θερμαίνει το ναρκισσισμό και καθιστά το άτομο δυνατό. Στην ουσία ο λαϊκισμός τρέφει την αβεβαιότητα του ατόμου και πάνω σε αυτή δομεί την εξουσία του.
Σχετικά με το βασικό υπέδαφος που λιπαίνει τον λαϊκισμό ο Στέλιος Στυλιανίδης γράφει «Φαίνεται ότι όλο αυτό το πολύπλοκο κι ακόμα αχαρτογράφητο πολιτικά κοινωνικά υπέδαφος τροφοδοτεί τον ανορθολογισμό, την απελπισία, την ξενοφοβία, το ρατσισμό, την επικράτηση του θυμικού απέναντι στις διαδικασίες της σκέψης και ενισχύει την επικράτηση του λαϊκίστικού φαινομένου. Τα άτομα δεν έχουν ψυχικό και κοινωνικό χώρο να επενδύσουν ως συλλογικό όραμα, ως ελπίδα, και αναζητούν απεγνωσμένα νέα πεδία εκφόρτισης της εσωτερικευμένης βίας και απελπισίας, ταυτιζόμενα με τον απλουστευτικό λόγο των δημαγωγών» («Ο πειρασμός του λαϊκισμού»).
Αποτέλεσμα όλων αυτών η δημιουργία μιας συλλογικής αυταπάτης για την προοπτική εύκολων λύσεων από τον ηγέτη – μεσσία και η άρνηση της συνειδητοποίησης της ατομικής ευθύνης. Ο πολίτης παύει να λειτουργεί αυτόβουλα κι αναζητά τη σιγουριά της μάζας. Ο αγελαίος άνθρωπος είναι ο κατεξοχήν τύπος ανθρώπου του λαϊκισμού. Κι αυτό γιατί η ομάδα, η μάζα και η τυφλή προσήλωση στον ηγέτη λειτουργούν πολλαπλασιαστικά στη δύναμη του ανασφαλούς κι αδύναμου ανθρώπου.
Ο Λαϊκισμός, επομένως, με όσα καταγράφηκαν ως γνωρίσματά του φαλκιδεύει από τη φύση του και υπονομεύει την ουσία της δημοκρατίας. Αυτό συμβαίνει, γιατί η δημοκρατία συνιστά τη δικαίωση του λαού και την ανύψωσή του σε καθοριστικό παράγοντα της ιστορίας, ενώ ο λαϊκισμός αποτελεί εξαπάτηση του λαού, την πολιτική του υποβάθμιση και τον εξοστρακισμό του στο περιθώριο των εξελίξεων.
Η δημοκρατία εμπεριέχει τη λαϊκότητα, που αναδεικνύει τις γνήσιες αξίες του λαού. Αντίθετα, ο λαϊκισμός ισοπεδώνει, προβάλλει το κάλπικο και νοθεύει το πηγαίο και την αυθεντικότητα.
Επιπρόσθετα, η δημοκρατία στηρίζεται στην πολιτική συμμετοχή, ενώ ο λαϊκισμός προπαγανδίζει την «κατ’ επίφαση» πολιτική συμμετοχή. Η δημοκρατία καθιστά τον πολίτη αυτεξούσιο και αυτόβουλο, ενώ ο λαϊκισμός τον εγκλωβίζει στο βασίλειο του ετεροκαθορισμού και της ετεροβουλίας.
Η δημοκρατία απεχθάνεται τη δημαγωγία, ευνοεί την ιδεολογική καθαρότητα και πολιτική χειραφέτηση, χρησιμοποιεί το διάλογο κι αρνείται τους μύθους του μεσσιανισμού. Όλα αυτά, όμως, ακυρώνονται από το λαϊκισμό, γιατί ως ιδεολόγημα («αβαθής ιδεολογία») ευνοεί τη δημαγωγία και την προπαγάνδα, στοχεύει στην πολιτική και ιδεολογική χειραγώγηση και αναδεικνύει το μεσσιανικό χαρακτήρα των πολιτικών ηγετών.
Δημοκρατία, λοιπόν, και λαϊκισμός είναι δυο ασύμβατες έννοιες, γι’ αυτό και ο λαϊκισμός ανθοφορεί όπου η δημοκρατία εμφανίζει προβλήματα δυσλειτουργίας. Επιβάλλει μια λοβοτομή στους άφωνους πολίτες και τους καθηλώνει στην κατάσταση του «πολιτισμένου θηρίου».
Την οργή, το μίσος, την αγανάκτηση, τη θλίψη, το φόβο και την αγωνία του πλήθους δεν μπορούμε να τα αφήσουμε να λειτουργήσουν ως θερμοκήπιο του λαϊκισμού. Η δημοκρατία οφείλει να αλλάζει και να εμπνέει.
«Μια δημοκρατία που δεν ασκεί αυτοκριτική καταδικάζεται στην παράλυση» J. Saramango
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου