Ο ποιητής για δύσκολους καιρούς
Προκαταρκτικά
Ποιος είναι ο Χαίλτερλιν; Ο ποιητής των δύσκολων και των χαλεπών καιρών. Όταν όλα γύρω μας πενθούν, όταν η ανθρώπινη συνθήκη όλο και πιο πολύ βυθίζεται στο χάος, όταν το Dasein (=η ύπαρξη) στέκει άρριζo μέσα στην οχλοβοή του μαζικού «πολιτισμού», όταν και αυτή η λαλούσα εστία του Φοίβου Απόλλωνα έχει για πάντα σωπάσει [=«ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, απέσβετο το λάλον ύδωρ »], τότε έρχονται να «σημάνουν οι καμπάνες» της ποιητικής αλήθειας του Χαίλντερλιν, γενικότερα δε των αληθινών ποιητών. Η ποίηση για τον Χαίλντερλιν, ως ποιητή-δημιουργό αλλά και ως ευαίσθητη ύπαρξη, είναι προστασία· ακριβέστερα προ-στασία: δηλαδή αυτό που ίσταται ελεύθερα και στέρεα μπροστά από το συγκεχυμένο, από το χαώδες, το σκοταδιστικό, το πρόσκαιρο. Τι είναι αυτό το ιστάμενο; Σε καμιά περίπτωση δεν είναι μια διακοσμητική «ποιητική» ιχνογραφία, μια εκδήλωση ή μια εξωτερίκευση στιγμιαίων εξάψεων της ψυχής, ούτε ένα πολιτιστικό φαινόμενο και παρόμοιες θορυβώδεις στιγμές της μαζικής κουλτούρας. Απεναντίας είναι αυτό που μας αποκαλύπτει το συγκαλυμμένο, μας διανοίγει στο μυστικό ως τον άλλο ανοικτό ορίζοντα, ως τον φωτεινό ουρανό της επίγειας ύπαρξης. Να γιατί το εν λόγω ελεύθερα ιστάμενο είναι το ίδιο το πεπρωμένο του ανθρώπου και του λαού ως η μοίρα του ποιητή που λέγει, ήτοι άδει την ιστορικότητα του Είναι μας και άδοντας τη διαφυλάττει από την καθημερινή συνήθεια και από την επιτηδειότητα –που περνάει για αθωότητα– του κακότεχνου, του αντι-αισθητικού, το οποίο εν τέλει, άμα κυριαρχεί, κατακρημνίζει το ανθρωπίνως υπάρχειν μέσα στην άβυσσο. Η ιστορικότητα του Είναι του Χαίλντερλιν ανάγει τα θεμέλιά της σε μια αρχέγονη φιλία με τον Χέγκελ και τον Σέλινγκ και συγχρόνως σε μια βαθιά οικείωση με τον ποιητικό-φιλοσοφικό λόγο της ελληνικής αρχαιότητας. Γι’ αυτό και την ποιητική του πράξη την καταλάβαινε ως εσωτερική βίωση αυτής τούτης της σκέψης ως ποίησης. Στη συνέχεια παρουσιάζεται, μεταφρασμένη και σχολιασμένη, η πρώτη ακολουθία από την ελεγεία του ποιητή: Άρτος και Οίνος.
Άρτος και Οίνος
Τριγύρω η πολιτεία ησυχάζει· σιωπή απλώνεται στο φωτισμένο
σοκάκι,
Και οι άμαξες, με πυρσούς στολισμένες, βουίζουν και φεύγουν
μακριά.
Χορτασμένοι από της μέρας τις χαρές γυρίζουν σπίτι οι άνθρωποι
να αναπαυθούν,
Κι ένα κεφάλι γνωστικό κέρδη σταθμίζει και ζημιές
Με ευχαρίστηση πολλή στο σπίτι· άδειο στέκει από σταφύλια και λουλούδια,
Και από έργα της χειρός ησυχάζει η πολυάσχολη αγορά.
Όμως εγχόρδου μουσική πέρα από τους κήπους μακριά ηχεί· ίσως εκεί
Να παίζει κάποιος ερωτευμένος ή κάποιος άνθρωπος που είναι
μοναχός
Φίλους να αναθυμάται μακρινούς και τους καιρούς της νιότης· και
Οι πηγές
Αστείρευτες και δροσερές κελαρύζουν σε ευωδιαστή πρασιά.
Μέσα στη σιγαλιά του δειλινού αντηχούν τα χτυπήματα από τις
Καμπάνες
Και μνήμων των ωρών ο φύλακας τον αριθμό τους λέει δυνατά.
Τώρα μια αύρα επίσης έρχεται κι ανάλαφρα κινεί των δέντρων τις κορφές στο άλσος,
Ιδού! και το σκιερό απεικόνισμα της Γης μας, η Σελήνη,
Προβάλλει επίσης τώρα μυστικά· η Νύχτα έρχεται, η ενθουσιάστρια,
Γεμάτη μ’ άστρα και λίγο νοιάζεται για μας,
Λάμπει η Καταπληκτική ψηλά εκεί, η Ξένη εν μέσω των ανθρώπων,
Στα ύψη πάνω ενθρονίζεται επί των ορέων, θλιμμένη και μεγαλοπρεπής μαζί.
Ένα σχόλιο
Τι μας αποκαλύπτει ο ποιητής; Αυτό που συγκαλύπτει η καθημερινή συνήθεια, αλλά και η α-ποιητική, α-νοήμων πραγματικότητα της δολερής πολιτικο-κοινωνικής περικύκλωσης. Μας αποκαλύπτει τρόπους και τόπους του ανθρωπίνως υπάρχειν, οι οποίοι, έξω από τον ποιητικό λόγο, είναι επιτηδεύματα και όχι επιτεύγματα βίου: φυλακίζουν την ύπαρξη μέσα στον υπολογισμό [= «… κέρδη σταθμίζει…», στην επανάληψη [=η επιστροφή στο σπίτι από τις καθημερινές ασχολίες …], στις κοινές παραστάσεις της αγοράς κ.λπ. Ο ποιητής όμως τους ορίζει ως χαρά και στην προοπτική αυτής της χαράς μας διανοίγει. Συγκεκριμένα άδει το απεριόριστο, το ελεύθερο –εκείθεν των καθημερινών περιορισμών εργασίας, κόπου κ.λπ.– και έτσι μας άγει στο ξέφωτο. Πώς χρωματίζει αυτό το ξέφωτο; Ως την Πολιτεία που ησυχάζει-γαληνεύει [=ο πιο αληθινός τρόπος και τόπος του υπάρχειν]. Όταν η Πολιτεία ησυχάζει, είναι δηλαδή ρυθμός, οργανωμένη κοινότητα ανθρώπων και όχι το άρρυθμο-χαώδες, όλες οι άλλες πλευρές μιας ελεύθερης ζωής είναι παρούσες: φωτισμένο σοκάκι, στολισμένες άμαξες, ανάπαυση, συγκέντρωση του ανθρώπου στον εαυτό του [=όλα τούτα: φως και ευφροσύνη], έτσι ώστε να μπορεί ο ίδιος να αναπολεί, να οραματίζεται, να εισέρχεται στη μυστική πηγή της αυθεντικότητας που του ταιριάζει. Τότε συμβαίνει, ακόμα και μέσα στο έρεβος της μαζοποιημένης επιφάνειας, να βρίσκει το βήμα του μέσα στον αντίστοιχο τόπο και τρόπο ύπαρξης: στο χρόνο και στο γίγνεσθαι που ο χρόνος σημαίνει [=«Και μνήμων …Γη»]. Τέλος, ο ποιητής μας θέτει μπρος σε έναν ακόμη πιο πολυνόητο τόπο ύπαρξης: τη Νύχτα, που εσαεί μας κατακλύζει: ως νύχτα του βίου –έρεβος εξωτερικών συνθηκών, ψυχρών και παγερών, παντός είδους– είναι εκείνο το οντολογικό στοιχείο που μας ορίζει, αλλά δεν το ορίζουμε. Ως νύχτα όμως «σπαρμένη μάγια» (Σολωμός), ως έναστρη, μεγαλόπρεπη, ενθρονισμένη στις κορυφές του ουρανού, δηλαδή έτσι όπως μας την αποκαλύπτει ο ποιητής –ως στιγμή φωτός, ονείρου, αλλά και ανοίκειας, αδιάφορης δύναμης του σκοτεινού κύκλου της ζωής– ορίζεται από τη σφριγηλότητα του ποιητικού λόγου και δεν τον ορίζει. Πώς ορίζεται; Ως μια στιγμή του χρόνου, του γίγνεσθαι, απέναντι στην άλλη στιγμή της ημέρας, όπου ο άνθρωπος ενεργεί και δύναται να ενεργεί, καταπώς μας λέει ο ποιητής, με ορίζοντα την οντολογική του μέριμνα.
Προκαταρκτικά
Ποιος είναι ο Χαίλτερλιν; Ο ποιητής των δύσκολων και των χαλεπών καιρών. Όταν όλα γύρω μας πενθούν, όταν η ανθρώπινη συνθήκη όλο και πιο πολύ βυθίζεται στο χάος, όταν το Dasein (=η ύπαρξη) στέκει άρριζo μέσα στην οχλοβοή του μαζικού «πολιτισμού», όταν και αυτή η λαλούσα εστία του Φοίβου Απόλλωνα έχει για πάντα σωπάσει [=«ουκέτι Φοίβος έχει καλύβην, απέσβετο το λάλον ύδωρ »], τότε έρχονται να «σημάνουν οι καμπάνες» της ποιητικής αλήθειας του Χαίλντερλιν, γενικότερα δε των αληθινών ποιητών. Η ποίηση για τον Χαίλντερλιν, ως ποιητή-δημιουργό αλλά και ως ευαίσθητη ύπαρξη, είναι προστασία· ακριβέστερα προ-στασία: δηλαδή αυτό που ίσταται ελεύθερα και στέρεα μπροστά από το συγκεχυμένο, από το χαώδες, το σκοταδιστικό, το πρόσκαιρο. Τι είναι αυτό το ιστάμενο; Σε καμιά περίπτωση δεν είναι μια διακοσμητική «ποιητική» ιχνογραφία, μια εκδήλωση ή μια εξωτερίκευση στιγμιαίων εξάψεων της ψυχής, ούτε ένα πολιτιστικό φαινόμενο και παρόμοιες θορυβώδεις στιγμές της μαζικής κουλτούρας. Απεναντίας είναι αυτό που μας αποκαλύπτει το συγκαλυμμένο, μας διανοίγει στο μυστικό ως τον άλλο ανοικτό ορίζοντα, ως τον φωτεινό ουρανό της επίγειας ύπαρξης. Να γιατί το εν λόγω ελεύθερα ιστάμενο είναι το ίδιο το πεπρωμένο του ανθρώπου και του λαού ως η μοίρα του ποιητή που λέγει, ήτοι άδει την ιστορικότητα του Είναι μας και άδοντας τη διαφυλάττει από την καθημερινή συνήθεια και από την επιτηδειότητα –που περνάει για αθωότητα– του κακότεχνου, του αντι-αισθητικού, το οποίο εν τέλει, άμα κυριαρχεί, κατακρημνίζει το ανθρωπίνως υπάρχειν μέσα στην άβυσσο. Η ιστορικότητα του Είναι του Χαίλντερλιν ανάγει τα θεμέλιά της σε μια αρχέγονη φιλία με τον Χέγκελ και τον Σέλινγκ και συγχρόνως σε μια βαθιά οικείωση με τον ποιητικό-φιλοσοφικό λόγο της ελληνικής αρχαιότητας. Γι’ αυτό και την ποιητική του πράξη την καταλάβαινε ως εσωτερική βίωση αυτής τούτης της σκέψης ως ποίησης. Στη συνέχεια παρουσιάζεται, μεταφρασμένη και σχολιασμένη, η πρώτη ακολουθία από την ελεγεία του ποιητή: Άρτος και Οίνος.
Άρτος και Οίνος
Τριγύρω η πολιτεία ησυχάζει· σιωπή απλώνεται στο φωτισμένο
σοκάκι,
Και οι άμαξες, με πυρσούς στολισμένες, βουίζουν και φεύγουν
μακριά.
Χορτασμένοι από της μέρας τις χαρές γυρίζουν σπίτι οι άνθρωποι
να αναπαυθούν,
Κι ένα κεφάλι γνωστικό κέρδη σταθμίζει και ζημιές
Με ευχαρίστηση πολλή στο σπίτι· άδειο στέκει από σταφύλια και λουλούδια,
Και από έργα της χειρός ησυχάζει η πολυάσχολη αγορά.
Όμως εγχόρδου μουσική πέρα από τους κήπους μακριά ηχεί· ίσως εκεί
Να παίζει κάποιος ερωτευμένος ή κάποιος άνθρωπος που είναι
μοναχός
Φίλους να αναθυμάται μακρινούς και τους καιρούς της νιότης· και
Οι πηγές
Αστείρευτες και δροσερές κελαρύζουν σε ευωδιαστή πρασιά.
Μέσα στη σιγαλιά του δειλινού αντηχούν τα χτυπήματα από τις
Καμπάνες
Και μνήμων των ωρών ο φύλακας τον αριθμό τους λέει δυνατά.
Τώρα μια αύρα επίσης έρχεται κι ανάλαφρα κινεί των δέντρων τις κορφές στο άλσος,
Ιδού! και το σκιερό απεικόνισμα της Γης μας, η Σελήνη,
Προβάλλει επίσης τώρα μυστικά· η Νύχτα έρχεται, η ενθουσιάστρια,
Γεμάτη μ’ άστρα και λίγο νοιάζεται για μας,
Λάμπει η Καταπληκτική ψηλά εκεί, η Ξένη εν μέσω των ανθρώπων,
Στα ύψη πάνω ενθρονίζεται επί των ορέων, θλιμμένη και μεγαλοπρεπής μαζί.
Ένα σχόλιο
Τι μας αποκαλύπτει ο ποιητής; Αυτό που συγκαλύπτει η καθημερινή συνήθεια, αλλά και η α-ποιητική, α-νοήμων πραγματικότητα της δολερής πολιτικο-κοινωνικής περικύκλωσης. Μας αποκαλύπτει τρόπους και τόπους του ανθρωπίνως υπάρχειν, οι οποίοι, έξω από τον ποιητικό λόγο, είναι επιτηδεύματα και όχι επιτεύγματα βίου: φυλακίζουν την ύπαρξη μέσα στον υπολογισμό [= «… κέρδη σταθμίζει…», στην επανάληψη [=η επιστροφή στο σπίτι από τις καθημερινές ασχολίες …], στις κοινές παραστάσεις της αγοράς κ.λπ. Ο ποιητής όμως τους ορίζει ως χαρά και στην προοπτική αυτής της χαράς μας διανοίγει. Συγκεκριμένα άδει το απεριόριστο, το ελεύθερο –εκείθεν των καθημερινών περιορισμών εργασίας, κόπου κ.λπ.– και έτσι μας άγει στο ξέφωτο. Πώς χρωματίζει αυτό το ξέφωτο; Ως την Πολιτεία που ησυχάζει-γαληνεύει [=ο πιο αληθινός τρόπος και τόπος του υπάρχειν]. Όταν η Πολιτεία ησυχάζει, είναι δηλαδή ρυθμός, οργανωμένη κοινότητα ανθρώπων και όχι το άρρυθμο-χαώδες, όλες οι άλλες πλευρές μιας ελεύθερης ζωής είναι παρούσες: φωτισμένο σοκάκι, στολισμένες άμαξες, ανάπαυση, συγκέντρωση του ανθρώπου στον εαυτό του [=όλα τούτα: φως και ευφροσύνη], έτσι ώστε να μπορεί ο ίδιος να αναπολεί, να οραματίζεται, να εισέρχεται στη μυστική πηγή της αυθεντικότητας που του ταιριάζει. Τότε συμβαίνει, ακόμα και μέσα στο έρεβος της μαζοποιημένης επιφάνειας, να βρίσκει το βήμα του μέσα στον αντίστοιχο τόπο και τρόπο ύπαρξης: στο χρόνο και στο γίγνεσθαι που ο χρόνος σημαίνει [=«Και μνήμων …Γη»]. Τέλος, ο ποιητής μας θέτει μπρος σε έναν ακόμη πιο πολυνόητο τόπο ύπαρξης: τη Νύχτα, που εσαεί μας κατακλύζει: ως νύχτα του βίου –έρεβος εξωτερικών συνθηκών, ψυχρών και παγερών, παντός είδους– είναι εκείνο το οντολογικό στοιχείο που μας ορίζει, αλλά δεν το ορίζουμε. Ως νύχτα όμως «σπαρμένη μάγια» (Σολωμός), ως έναστρη, μεγαλόπρεπη, ενθρονισμένη στις κορυφές του ουρανού, δηλαδή έτσι όπως μας την αποκαλύπτει ο ποιητής –ως στιγμή φωτός, ονείρου, αλλά και ανοίκειας, αδιάφορης δύναμης του σκοτεινού κύκλου της ζωής– ορίζεται από τη σφριγηλότητα του ποιητικού λόγου και δεν τον ορίζει. Πώς ορίζεται; Ως μια στιγμή του χρόνου, του γίγνεσθαι, απέναντι στην άλλη στιγμή της ημέρας, όπου ο άνθρωπος ενεργεί και δύναται να ενεργεί, καταπώς μας λέει ο ποιητής, με ορίζοντα την οντολογική του μέριμνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου