Ερμηνευτική διαλεκτική: Η μέγιστη αρχή του Μεγάλου
§1: Ο Νίτσε έλεγε: δεν υπάρχουν γεγονότα, αλλά ερμηνείες γεγονότων. Το γεγονός είναι η κατανόησή του, η ερμηνεία του. Η πρώτη αρχή της ερμηνείας είναι το έργο του Ερμή: να μεταβιβάζει στους ανθρώπους τη βούληση των θεών και να καθιστά έτσι τον ανθρώπινο κόσμο ικανό να ακροάται, να παρακολουθεί, να πληροφορείται, να γνωρίζει, να διαμεσολαβείται από νεύματα και νοήματα. Εδώ ανιχνεύεται η αρχέγονη πράξη του ερμηνεύειν, την οποία ο Ηράκλειτος αποτυπώνει με τον παρακάτω «χρυσό» του λόγο:
«Ὁ ἄναξ οὗ τό μαντεῖόν ἐστι τό ἐν Δελφοῖς οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει, ἀλλά σημαίνει = ο άναξ του μαντείου των Δελφών (=ο Απόλλων) δεν κοινοποιεί άμεσα ούτε αποκρύπτει, αλλά υποδεικνύει με σήματα» (απ. 93).
Η ερμηνευτική πράξη, ως προκύπτει, είναι μια πολυσύνθετη παραγωγή λόγου και δια-λόγου, πληροφορίας και γνώσης, και συγχρόνως μια κατάσταση έμπνευσης, μια κατάσταση, όπου τα έργα των ανθρώπων αναγνωρίζονται ως έργα, επειδή φέρουν μέσα τους τον ενθουσιασμό, τη «θεία μανία», κατά Πλάτωνα, τη «θεία μοίρα»ˑ επειδή δηλαδή «κατέχονται» από το θείο: μια μεγάλη ποίηση, ένα σπουδαίο φιλοσοφείν, κάθε μεγάλο επίτευγμα, φέρει/ουν μέσα του/ς τα ένθεο, το βακχικό «σάλεμα», τον ρυθμό και την αρμονία. Ποιος ποιητής, αλήθεια, ποιος γενικότερα δημιουργός θα μπορούσε να επιτύχει το Μεγάλο, χωρίς προηγουμένως να έχει κυριευθεί από τη θεία μανία, από το δαιμόνιο, από ένα συζῆν και ένα ἐξαίφνης (Πλάτων Ζ Επιστολή 341c). Αυτός που αληθινά ερμηνεύει, που κατανοεί και δεν φλυαρεί, όπως συμβαίνει με τους αφισοκολλητές πιθήκους της καθεστωτικής μας «αριστεράς», αυτό-ερμηνεύεται ταυτόχρονα, αυτό-κατανοείται: αισθάνεται να τον πλημμυρίζουν κεραυνοβόλες σκέψεις και να τον διαπερνά μια αιφνίδια έλλαμψηˑ ό,τι ακριβώς συμβαίνει με τις μεγάλες επαναστάσεις και αλλαγές μέσα στην ιστορία. Οι επαναστάσεις είναι επαναστάσεις και όχι πραξικοπήματα, επειδή ο λαός –ο οποίος συνήθως πριν και μετά την επανάσταση επιλέγει ή πειθαναγκάζεται να είναι μάζα, όχλος– συμμετέχει φωτισμένα, καταλαμβάνεται από μια αιφνίδια έλλαμψη, από την αίσθηση μιας ανώτερης αξίας, ζωής κ.λπ.
§2: Η ερμηνευτική, ως «τέχνη» και μέθοδος ερμηνείας των φαινομένων αλλά και του κόσμου ως τέτοιου, αναπτύσσεται στην αρχαία ελληνική σκέψη ευθύς με την έναρξη της φιλοσοφικής δραστηριότητας των ανθρώπων, ανεξάρτητα εάν ως όρος χρησιμοποιήθηκε πολύ αργότερα. Στους Προσωκρατικούς, για παράδειγμα, βλέπουμε να τίθεται με αξιώσεις η ως άνω «τέχνη» σε συνεκτική ενότητα με τα μεγάλα κοσμολογικά ερωτήματα. Τα τελευταία δεν απασχολούν τους Έλληνες διανοητές έτσι απλώς ως κάτι το έξωθεν επιβεβλημένο, αλλά ως ερωτήματα που συνυφαίνονται με τον γενικότερο προβληματισμό γύρω από τον βίο των ανθρώπων. Όπως ρητά παρατηρεί ο Πλάτων, «μάλα γάρ φιλοσόφου τοῦτο τό πάθος, το θαυμάζειν»: η απορία απέναντι στην κατάσταση των πραγμάτων, απέναντι σε μια αυθύπαρκτη τάξη του κόσμου και στη θέση του ανθρώπου εντός αυτής της τάξης, καθώς και η ερμηνευτική πράξη εκ θαυμασμού και έκπληξης προ αυτής της κατάστασης ή τάξης, γεννούν τα μεγάλα ερωτήματα. Το να μπορεί κανείς να εκπλήσσεται και να θαυμάζει, να απορεί και να διερωτάται, αποτελεί χάρισμα, δωρεά που ιδιάζει στη γεμάτη από θείο φως ψυχήˑ δηλαδή ιδιάζει στον άνθρωπο που ταυτίζεται με το ίδιο το πράγμα και από τη συχνή επικοινωνία μαζί του ανασπιθίζει ξαφνικά μέσα του, σαν από μια σπίθα, ένα φως, που τον ευαισθητοποιεί, τον τρέφει και τον ανατρέφει σύγκορμο. Συνδέεται συνεπώς με την έφεση του ανθρώπου να μην παραδίδεται άνευ όρων στην εξωτερική του συνθήκη, στο εξωτερικά υπάρχον –δυναστευτικό ή μη– αλλά να το ερμηνεύει, να το κατανοεί και αναλόγως να ενεργεί. Έτσι, όλο το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Πλάτωνος αναγνωρίζεται ως μια τιτάνια απόπειρα διαλεκτικής ερμηνείας του κόσμου και όχι ως ιδεολογικό κατασκεύασμα ή επιτήδευμα, όπως αφελώς ή σκόπιμα διαλαλούν ορισμένοι «μορφωμένοι» αμόρφωτοι της σημερινής παρακμής. Γιατί αλήθεια να είναι η πλατωνική ερμηνευτική ιδεολογικό ή ιδεαλιστικό επιτήδευμα και όχι οι δικές τους οπισθοδρομικο-«προοδευτικές» ανοησίες; Προφανώς, επειδή η πλατωνική σκέψη, σε αντίθεση με τις τελευταίες, δεν δεσμευόταν από κανέναν αρρωστημένο Ιδεολογισμό, αλλά υπηρετούσε τον «έμψυχο» λόγοˑ ήταν ομιλούσα σκέψη...
§3: Σε επίπεδο δυτικής σκέψης, η έννοια της ερμηνευτικής κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά στον Πλάτωνα Εδώ λαμβάνει τη σημασία της ερμηνευτικής τέχνης. Ποιο είναι το θεμέλιο της πλατωνικής ερμηνευτικής «τέχνης»; Είναι η ιδέα του αγαθού. Ετούτη η ιδέα είναι η δύναμη και η αρχή, με βάση την οποία τα όντα γίνονται αντικείμενα ερμηνείας και κατανόησης. Η ερμηνευτική οδός που προσφέρει τούτη η ιδέα είναι πιο ασφαλής και σαφής από τους σκοτεινούς διαδρόμους των θεσμικών εμπειριστών. Μια ακόμη αρετή που υπόσχεται αυτή η οδός, λόγω ακριβώς της θαλερότητάς της, είναι η προφορικότητα. Στον Φαίδρο (274-278) ο φιλόσοφος πλέκει το εγκώμιο του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού. Γιατί ο προφορικός λόγος υπερέχει; Επειδή μεταγγίζεται άμεσα και εγγράφεται ανεξίτηλα στην ψυχή του μαθητή χωρίς εξωτερικές διαμεσολαβήσεις, όπως είναι η γραφή: αντιστρατεύεται την εκ της γραφής λήθη, ενδυναμώνει τη μνήμη και καθιδρύει την εσωτερίκευση. Η γραφή δεν είναι μνήμη, αλλά υπόμνηση. Ο άνθρωπος, που δεν έχει μάθει να διατηρεί ζωντανή την αλήθεια –ήτοι την ιδέα– του πράγματος, δυνάμει της δικής του εσωτερικότητας αλλά με βάση το εξωτερικό σύμβολο της γραφής, μπορεί να φαίνεται κάτοχος της σοφίας, στην πραγματικότητα όμως είναι δοκησίσοφος. Αμέτρητοι είναι τέτοιας υφής δοκησίσοφοι στα εξουσιαστικά κέντρα και παράκεντρα του σημερινού ελλαδικού τοπίου. Κατά την ερμηνευτική «τέχνη» του Πλάτωνα, η ζωντανή συνομιλία επιτρέπει στην ομιλία του ενός να εισδύει στην αλήθεια της ομιλίας του άλλου και έτσι να προκύπτει αλληλοκατανόηση αλλά και κατανόηση της ουσίας του αντικειμένου. Η πλατωνική διαλεκτική εκτυλίσσεται με τη μορφή ερώτησης και απάντησης. Η ερώτηση μάς διανοίγει προς το νόημα κάποιου πράγματοςˑ καθίσταται η φωνή αυτού του κάτι, η οποία καλεί την απάντηση να πορευθεί προς το δικό του νόημα, δηλαδή να ξαναγίνει ερώτημα προς περαιτέρω έρευνα ή ερμηνεία. Έτσι η απάντηση αποκτά φιλοσοφικό νόημα. Εάν η γνώση συνδέει την αλήθεια της με την εξέταση, την ερμηνεία των ενάντιων θέσεων, η ερώτηση μας διανοίγει προς αυτή τούτη τη γνώση, με το νόημα ότι αποδομεί τη σταθερότητα, τον απόλυτο υποκειμενισμό της γνώμηςˑ αποκαθηλώνει την παγίωσή της ως αλήθειας και καθιστά τα πάντα μετέωρα. Τότε η συνομιλία ξαναρχίζει με νέες απαιτήσεις και σε υψηλότερο επίπεδο, πιο συγκεκριμένο και πιο πλούσιο από πλευράς εννοιών, αλλά και ερμηνειών.
§4: Η πλατωνική διαλεκτική ανυψώνει τον κατανοητικό Λόγο πάνω από τον καθημερινό, απλοϊκό λόγο των δοξασιών και των γνωμών. Η ερμηνευτική της δεινότητα παρωθεί τους συνομιλητές να ανατρέπουν τις καθιερωμένες απόψεις, τα εδραιωμένα στερεότυπα, καθετί που μπορεί να απολιθώνει τη σκέψη. Γι’ αυτό και αρνείται τη λογική του σοφιστικού/δημαγωγικού επιχειρήματος. Επιζητεί να απελευθερώσει τον άνθρωπο από το ρόλο του διδάσκοντος και διδασκομένου, του καθοδηγητή και καθοδηγούμενου, του εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Εάν ρίξει κανείς μια ματιά στους πολέμιους της πλατωνικής σκέψης, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότεροι σκέπτονται και ενεργούν για λογαριασμό είτε του ενός –ας πούμε του διδάσκοντος ή καθοδηγητή– είτε του άλλου (διδασκόμενου ή καθοδηγούμενου): η πρώτη κατηγορία δεν μπορεί να σταθεί στη ζωή ξεχωριστά από τη δεύτερη και αντίστροφα. Η δια του ερωτάν όμως διασκέλιση των ορίων μάς οδηγεί στην ανοικτότητα των όντων. Προς αυτή την ανοικτότητα δυνάμεθα να πορευθούμε, όταν έχουμε ήδη αρνηθεί διαλεκτικά τη βεβαιότητα μιας ακίνητης, μιας επισφαλούς συνθήκης. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο ερμηνευτής του πλατωνικού κειμένου γίνεται και αυτός ένας σιωπηρός, αλλά ζωντανός, δια-λεκτικός συνομιλητής του συντελεσμένου ήδη διαλόγου μέσα στο κείμενο. Η ερμηνευτική κατανόηση τώρα γίνεται διαλεκτική συμπόρευση του ερμηνευτή με τα υπαρκτά νοήματα του διαλογικού κειμένου. Τι σημαίνει στον Πλάτωνα συμπόρευση; Σημαίνει συνόραση: να βλέπουμε από κοινού και συγχρόνως, σαν να είμαστε ένα όλο. Αυτό είναι η μέγιστη κατανοητική πράξη. Αλλά το Μέγιστο τούτο δεν είναι το τέλος παρά η αρχή· η νέα αρχή από το ρητό προς το άρρητο, από το αισθητό προς το ιδεατό, από το ανθρώπινο προς το θείο. Και η νέα αρχή, σύμφωνα με τον Heidegger, δεν μπορεί να αρχίζει παρά ως Μεγάλο. Το τελευταίο τούτο γνωρίζεται, πριν απ’ όλα, ως προ-φητική γλώσσα. Με αυτό τον τρόπο, η γλώσσα γίνεται η ανεμόσκαλα (Wittgenstein) για την ανάβαση της ψυχής στην αλήθεια των όντων. Η εν λόγω ανάβαση είναι το ευθέως αντίθετο από την κάθοδο στα τάρταρα, όπου έχουν καταδικάσει τον ελληνικό λαό οι βαριά ψυχασθενείς πολιτικές κλίκες των καθεστωτικών ιδεολογιών και των ανίκανων συνοδοιπόρων τους.
§1: Ο Νίτσε έλεγε: δεν υπάρχουν γεγονότα, αλλά ερμηνείες γεγονότων. Το γεγονός είναι η κατανόησή του, η ερμηνεία του. Η πρώτη αρχή της ερμηνείας είναι το έργο του Ερμή: να μεταβιβάζει στους ανθρώπους τη βούληση των θεών και να καθιστά έτσι τον ανθρώπινο κόσμο ικανό να ακροάται, να παρακολουθεί, να πληροφορείται, να γνωρίζει, να διαμεσολαβείται από νεύματα και νοήματα. Εδώ ανιχνεύεται η αρχέγονη πράξη του ερμηνεύειν, την οποία ο Ηράκλειτος αποτυπώνει με τον παρακάτω «χρυσό» του λόγο:
«Ὁ ἄναξ οὗ τό μαντεῖόν ἐστι τό ἐν Δελφοῖς οὔτε λέγει οὔτε κρύπτει, ἀλλά σημαίνει = ο άναξ του μαντείου των Δελφών (=ο Απόλλων) δεν κοινοποιεί άμεσα ούτε αποκρύπτει, αλλά υποδεικνύει με σήματα» (απ. 93).
Η ερμηνευτική πράξη, ως προκύπτει, είναι μια πολυσύνθετη παραγωγή λόγου και δια-λόγου, πληροφορίας και γνώσης, και συγχρόνως μια κατάσταση έμπνευσης, μια κατάσταση, όπου τα έργα των ανθρώπων αναγνωρίζονται ως έργα, επειδή φέρουν μέσα τους τον ενθουσιασμό, τη «θεία μανία», κατά Πλάτωνα, τη «θεία μοίρα»ˑ επειδή δηλαδή «κατέχονται» από το θείο: μια μεγάλη ποίηση, ένα σπουδαίο φιλοσοφείν, κάθε μεγάλο επίτευγμα, φέρει/ουν μέσα του/ς τα ένθεο, το βακχικό «σάλεμα», τον ρυθμό και την αρμονία. Ποιος ποιητής, αλήθεια, ποιος γενικότερα δημιουργός θα μπορούσε να επιτύχει το Μεγάλο, χωρίς προηγουμένως να έχει κυριευθεί από τη θεία μανία, από το δαιμόνιο, από ένα συζῆν και ένα ἐξαίφνης (Πλάτων Ζ Επιστολή 341c). Αυτός που αληθινά ερμηνεύει, που κατανοεί και δεν φλυαρεί, όπως συμβαίνει με τους αφισοκολλητές πιθήκους της καθεστωτικής μας «αριστεράς», αυτό-ερμηνεύεται ταυτόχρονα, αυτό-κατανοείται: αισθάνεται να τον πλημμυρίζουν κεραυνοβόλες σκέψεις και να τον διαπερνά μια αιφνίδια έλλαμψηˑ ό,τι ακριβώς συμβαίνει με τις μεγάλες επαναστάσεις και αλλαγές μέσα στην ιστορία. Οι επαναστάσεις είναι επαναστάσεις και όχι πραξικοπήματα, επειδή ο λαός –ο οποίος συνήθως πριν και μετά την επανάσταση επιλέγει ή πειθαναγκάζεται να είναι μάζα, όχλος– συμμετέχει φωτισμένα, καταλαμβάνεται από μια αιφνίδια έλλαμψη, από την αίσθηση μιας ανώτερης αξίας, ζωής κ.λπ.
§2: Η ερμηνευτική, ως «τέχνη» και μέθοδος ερμηνείας των φαινομένων αλλά και του κόσμου ως τέτοιου, αναπτύσσεται στην αρχαία ελληνική σκέψη ευθύς με την έναρξη της φιλοσοφικής δραστηριότητας των ανθρώπων, ανεξάρτητα εάν ως όρος χρησιμοποιήθηκε πολύ αργότερα. Στους Προσωκρατικούς, για παράδειγμα, βλέπουμε να τίθεται με αξιώσεις η ως άνω «τέχνη» σε συνεκτική ενότητα με τα μεγάλα κοσμολογικά ερωτήματα. Τα τελευταία δεν απασχολούν τους Έλληνες διανοητές έτσι απλώς ως κάτι το έξωθεν επιβεβλημένο, αλλά ως ερωτήματα που συνυφαίνονται με τον γενικότερο προβληματισμό γύρω από τον βίο των ανθρώπων. Όπως ρητά παρατηρεί ο Πλάτων, «μάλα γάρ φιλοσόφου τοῦτο τό πάθος, το θαυμάζειν»: η απορία απέναντι στην κατάσταση των πραγμάτων, απέναντι σε μια αυθύπαρκτη τάξη του κόσμου και στη θέση του ανθρώπου εντός αυτής της τάξης, καθώς και η ερμηνευτική πράξη εκ θαυμασμού και έκπληξης προ αυτής της κατάστασης ή τάξης, γεννούν τα μεγάλα ερωτήματα. Το να μπορεί κανείς να εκπλήσσεται και να θαυμάζει, να απορεί και να διερωτάται, αποτελεί χάρισμα, δωρεά που ιδιάζει στη γεμάτη από θείο φως ψυχήˑ δηλαδή ιδιάζει στον άνθρωπο που ταυτίζεται με το ίδιο το πράγμα και από τη συχνή επικοινωνία μαζί του ανασπιθίζει ξαφνικά μέσα του, σαν από μια σπίθα, ένα φως, που τον ευαισθητοποιεί, τον τρέφει και τον ανατρέφει σύγκορμο. Συνδέεται συνεπώς με την έφεση του ανθρώπου να μην παραδίδεται άνευ όρων στην εξωτερική του συνθήκη, στο εξωτερικά υπάρχον –δυναστευτικό ή μη– αλλά να το ερμηνεύει, να το κατανοεί και αναλόγως να ενεργεί. Έτσι, όλο το φιλοσοφικό οικοδόμημα του Πλάτωνος αναγνωρίζεται ως μια τιτάνια απόπειρα διαλεκτικής ερμηνείας του κόσμου και όχι ως ιδεολογικό κατασκεύασμα ή επιτήδευμα, όπως αφελώς ή σκόπιμα διαλαλούν ορισμένοι «μορφωμένοι» αμόρφωτοι της σημερινής παρακμής. Γιατί αλήθεια να είναι η πλατωνική ερμηνευτική ιδεολογικό ή ιδεαλιστικό επιτήδευμα και όχι οι δικές τους οπισθοδρομικο-«προοδευτικές» ανοησίες; Προφανώς, επειδή η πλατωνική σκέψη, σε αντίθεση με τις τελευταίες, δεν δεσμευόταν από κανέναν αρρωστημένο Ιδεολογισμό, αλλά υπηρετούσε τον «έμψυχο» λόγοˑ ήταν ομιλούσα σκέψη...
§3: Σε επίπεδο δυτικής σκέψης, η έννοια της ερμηνευτικής κάνει την εμφάνισή της για πρώτη φορά στον Πλάτωνα Εδώ λαμβάνει τη σημασία της ερμηνευτικής τέχνης. Ποιο είναι το θεμέλιο της πλατωνικής ερμηνευτικής «τέχνης»; Είναι η ιδέα του αγαθού. Ετούτη η ιδέα είναι η δύναμη και η αρχή, με βάση την οποία τα όντα γίνονται αντικείμενα ερμηνείας και κατανόησης. Η ερμηνευτική οδός που προσφέρει τούτη η ιδέα είναι πιο ασφαλής και σαφής από τους σκοτεινούς διαδρόμους των θεσμικών εμπειριστών. Μια ακόμη αρετή που υπόσχεται αυτή η οδός, λόγω ακριβώς της θαλερότητάς της, είναι η προφορικότητα. Στον Φαίδρο (274-278) ο φιλόσοφος πλέκει το εγκώμιο του προφορικού λόγου έναντι του γραπτού. Γιατί ο προφορικός λόγος υπερέχει; Επειδή μεταγγίζεται άμεσα και εγγράφεται ανεξίτηλα στην ψυχή του μαθητή χωρίς εξωτερικές διαμεσολαβήσεις, όπως είναι η γραφή: αντιστρατεύεται την εκ της γραφής λήθη, ενδυναμώνει τη μνήμη και καθιδρύει την εσωτερίκευση. Η γραφή δεν είναι μνήμη, αλλά υπόμνηση. Ο άνθρωπος, που δεν έχει μάθει να διατηρεί ζωντανή την αλήθεια –ήτοι την ιδέα– του πράγματος, δυνάμει της δικής του εσωτερικότητας αλλά με βάση το εξωτερικό σύμβολο της γραφής, μπορεί να φαίνεται κάτοχος της σοφίας, στην πραγματικότητα όμως είναι δοκησίσοφος. Αμέτρητοι είναι τέτοιας υφής δοκησίσοφοι στα εξουσιαστικά κέντρα και παράκεντρα του σημερινού ελλαδικού τοπίου. Κατά την ερμηνευτική «τέχνη» του Πλάτωνα, η ζωντανή συνομιλία επιτρέπει στην ομιλία του ενός να εισδύει στην αλήθεια της ομιλίας του άλλου και έτσι να προκύπτει αλληλοκατανόηση αλλά και κατανόηση της ουσίας του αντικειμένου. Η πλατωνική διαλεκτική εκτυλίσσεται με τη μορφή ερώτησης και απάντησης. Η ερώτηση μάς διανοίγει προς το νόημα κάποιου πράγματοςˑ καθίσταται η φωνή αυτού του κάτι, η οποία καλεί την απάντηση να πορευθεί προς το δικό του νόημα, δηλαδή να ξαναγίνει ερώτημα προς περαιτέρω έρευνα ή ερμηνεία. Έτσι η απάντηση αποκτά φιλοσοφικό νόημα. Εάν η γνώση συνδέει την αλήθεια της με την εξέταση, την ερμηνεία των ενάντιων θέσεων, η ερώτηση μας διανοίγει προς αυτή τούτη τη γνώση, με το νόημα ότι αποδομεί τη σταθερότητα, τον απόλυτο υποκειμενισμό της γνώμηςˑ αποκαθηλώνει την παγίωσή της ως αλήθειας και καθιστά τα πάντα μετέωρα. Τότε η συνομιλία ξαναρχίζει με νέες απαιτήσεις και σε υψηλότερο επίπεδο, πιο συγκεκριμένο και πιο πλούσιο από πλευράς εννοιών, αλλά και ερμηνειών.
§4: Η πλατωνική διαλεκτική ανυψώνει τον κατανοητικό Λόγο πάνω από τον καθημερινό, απλοϊκό λόγο των δοξασιών και των γνωμών. Η ερμηνευτική της δεινότητα παρωθεί τους συνομιλητές να ανατρέπουν τις καθιερωμένες απόψεις, τα εδραιωμένα στερεότυπα, καθετί που μπορεί να απολιθώνει τη σκέψη. Γι’ αυτό και αρνείται τη λογική του σοφιστικού/δημαγωγικού επιχειρήματος. Επιζητεί να απελευθερώσει τον άνθρωπο από το ρόλο του διδάσκοντος και διδασκομένου, του καθοδηγητή και καθοδηγούμενου, του εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Εάν ρίξει κανείς μια ματιά στους πολέμιους της πλατωνικής σκέψης, θα διαπιστώσει ότι οι περισσότεροι σκέπτονται και ενεργούν για λογαριασμό είτε του ενός –ας πούμε του διδάσκοντος ή καθοδηγητή– είτε του άλλου (διδασκόμενου ή καθοδηγούμενου): η πρώτη κατηγορία δεν μπορεί να σταθεί στη ζωή ξεχωριστά από τη δεύτερη και αντίστροφα. Η δια του ερωτάν όμως διασκέλιση των ορίων μάς οδηγεί στην ανοικτότητα των όντων. Προς αυτή την ανοικτότητα δυνάμεθα να πορευθούμε, όταν έχουμε ήδη αρνηθεί διαλεκτικά τη βεβαιότητα μιας ακίνητης, μιας επισφαλούς συνθήκης. Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο ερμηνευτής του πλατωνικού κειμένου γίνεται και αυτός ένας σιωπηρός, αλλά ζωντανός, δια-λεκτικός συνομιλητής του συντελεσμένου ήδη διαλόγου μέσα στο κείμενο. Η ερμηνευτική κατανόηση τώρα γίνεται διαλεκτική συμπόρευση του ερμηνευτή με τα υπαρκτά νοήματα του διαλογικού κειμένου. Τι σημαίνει στον Πλάτωνα συμπόρευση; Σημαίνει συνόραση: να βλέπουμε από κοινού και συγχρόνως, σαν να είμαστε ένα όλο. Αυτό είναι η μέγιστη κατανοητική πράξη. Αλλά το Μέγιστο τούτο δεν είναι το τέλος παρά η αρχή· η νέα αρχή από το ρητό προς το άρρητο, από το αισθητό προς το ιδεατό, από το ανθρώπινο προς το θείο. Και η νέα αρχή, σύμφωνα με τον Heidegger, δεν μπορεί να αρχίζει παρά ως Μεγάλο. Το τελευταίο τούτο γνωρίζεται, πριν απ’ όλα, ως προ-φητική γλώσσα. Με αυτό τον τρόπο, η γλώσσα γίνεται η ανεμόσκαλα (Wittgenstein) για την ανάβαση της ψυχής στην αλήθεια των όντων. Η εν λόγω ανάβαση είναι το ευθέως αντίθετο από την κάθοδο στα τάρταρα, όπου έχουν καταδικάσει τον ελληνικό λαό οι βαριά ψυχασθενείς πολιτικές κλίκες των καθεστωτικών ιδεολογιών και των ανίκανων συνοδοιπόρων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου