Η Σπάρτη, που πρόκειται να εξετάσω, εκτείνεται σε μια μάλλον περιορισμένη περίοδο, περίπου από τα μέσα του έκτου αιώνα ως τη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Εξαιρώ την πρωιμότερη ιστορία, εκτός από λίγα σημαντικά γεγονότα και γενικές τάσεις, γιατί πιστεύω ότι οι πληροφορίες μας είναι σχεδόν αποκλειστικά φανταστικές (ειδικά κάθε τι που αναφέρεται στον Λυκούργο)· ότι όλες οι προσπάθειες να ανασυγκροτήσουμε λεπτομερειακούς αυτή την πρώιμη ιστορία με ονόματα και ακριβείς χρονολογίες βασίζονται σε εντελώς εσφαλμένες μεθοδολογικές αρχές· και ότι η υπερβολική συγκέντρωση στην υπόθεση ότι μια μυθική μετανάστευση έγινε σε πολύ παλιά εποχή είναι το ίδιο εσφαλμένη στη μέθοδο1. Σταματώ στα Λεύκτρα, γιατί δέχομαι την ουσιαστικά ομόφωνη Ελληνική παράδοση για ποιοτική αλλαγή αρκετά νωρίς στον τέταρτο αιώνα. Από κει και πέρα, αν και υπάρχει κάποια συνέχεια, η Σπάρτη μεταμορφώθηκε πάλι σ’ ένα διαφορετικό είδος κοινωνίας.
Αυτό σημαίνει ότι δέχομαι ότι η αποφασιστικά κρίσιμη καμπή στη Σπαρτιατική ιστορία συνέβη στη διάρκεια ή γύρω στη βασιλεία του Λέοντος και του Αγασικλέους (Ηρόδοτος 1.65 - 66), λίγο μετά το 600 π.Χ., ως αποκορύφωση των εσωτερικών ταραχών, που είχαν ξεκινήσει ίσως έναν αιώνα πριν, περίοδο κατά την οποία ο επονομαζόμενος Δεύτερος Μεσσηνιακός πόλεμος ήταν το κύριο καταλυτικό γεγονός, και αυτό που παρήγε μόνιμες επαναστατικές πιθανότητες και απειλές. Πολλά σχετικά μ’ αυτόν τον πόλεμο είναι σκοτεινά, για να μην πούμε μυθικά, αλλά η ποίηση του Τυρταίου είναι σύγχρονη και διαφωτιστική. Δείχνει ότι ο Σπαρτιατικός στρατός βρισκόταν σε αταξία και αναταραχή, αντίθετα από ό,τι είναι γνωστό από τη μετέπειτα, την κλασική περίοδο, και ότι η Σπαρτιατική κοινωνία βρισκόταν σε κατάσταση εμφύλιας διαμάχης (στάσεως)· επίσης ότι ο μύθος του Λυκούργου δεν ήταν ακόμη αρκετά διαδεδομένος. Από τη στιγμή που ο πόλεμος κερδήθηκε οριστικά, επιβλήθηκε ένας αριθμός βαθιών αλλαγών: πολιτικών, οικονομικών και ιδεολογικών. Δεν ξέρω πόσο γοργά επήλθαν (ένα ερώτημα στο οποίο θα επανέλθω), ή από ποιον, αλλά στο τέλος έχουμε εκείνη τη Σπάρτη, που ήταν μια μοναδική δομή στον Ελληνικό κόσμο, πράγμα το οποίο δεν ήταν η Σπάρτη του ποιητή Αλκμάνα. Επισημαίνω τη λέξη δομή για να εκτρέψω την προσοχή από τη συνηθισμένη υπερσυγκέντρωση σε ορισμένα στοιχεία του συστήματος και σε ό, τι κανονικά συνεπάγονται αυτά στη σύγχρονη βιβλιογραφία, δηλαδή ένα μυστικισμό σχετικά με τους Δωριείς και το Δωρισμό γενικά, και, ειδικά, μερικά κατά μέγα μέρος άσχετα Κρητικά παράλληλα- αυτά τα τελευταία κατά τη γνώμη μου, είναι ουσιαστικώς παραπλανητικές κατασκευές θεωριών ή προπαγάνδας του τέταρτου αιώνα (στις οποίες, ας σημειωθεί, ότι εμφανίζεται και η Καρχηδόνα, τουλάχιστον στον Αριστοτέλη).
Αν οι ανασκαφές του ιερού της Ορθίας Αρτέμιδος ήταν τόσο αποκαλυπτικές για το μετασχηματισμό της Σπάρτης, όπως λέγεται μερικές φορές, θα μπορούσαμε να χρονολογήσουμε την τομή μάλλον γύρω στο έτος 600 (ή μερικές δεκαετίες αργότερα σύμφωνα με τη χρονολογία του Boardman)2. Κι όμως, εκτός από τη μάλλον προβληματική εξαφάνιση του ελεφαντοστού από τα αφιερώματα, δεν νομίζω ότι η Ορθία Άρτεμις προσφέρει στοιχεία από τα οποία μπορεί να αποδειχθεί οτιδήποτε. Οι «μαρτυρίες», που ήταν μάλλον πιο πολύ της μόδας να τονίζονται δέκα ή είκοσι χρόνια πριν από ό, τι είναι τώρα, αποδεικνύεται ότι αποτελούνται από σχεδόν εντελώς υποκειμενικές κρίσεις σχετικά με την ποιότητα της Λακωνικής κεραμεικής σε διαφορετικές περιόδους, στοιχείο στο οποίο δεν συμφωνούν οι ειδικοί. Εκτός αυτού, δεν ξέρουμε αν οι Σπαρτιάτες παρήγαν ποτέ μόνοι τους αυτή την κεραμεική ή ήταν ήδη κατά το μεγαλύτερο μέρος (ίσως και όλη) στα χέρια των περίοικων (πολίτες των γειτονικών κοινοτήτων οι οποίοι, αν και ήταν ελεύθεροι και ίσως είχαν τοπική αυτονομία, ήταν υποτελείς στη Σπάρτη σε στρατιωτικές και εξωτερικές υποθέσεις) πολύ πριν το 600, περίπτωση κατά την οποία η παρακμή είναι οπωσδήποτε άσχετη, ακόμη κι αν πράγματι θα μπορούσε να τοποθετηθεί στα μέσα του 6ου αιώνα. Από την άλλη μεριά, αν μπορούσε να αποδειχτεί ορθή η θεωρία ότι ο έφορος Χείλων ήταν ο μεγάλος μεταρρυθμιστής «νομοθέτης», τότε θα μπορούσαμε να έχουμε μια σταθερή ημερομηνία γύρω στο 550. αν και δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα καλύπταμε το μακρότατο διάστημα ανάμεσα στο τέλος του Δεύτερου Μεσσηνιακού πολέμου και στο 550. Εφόσον όλα αυτά είναι κατά μέγα μέρος άσχετα με το θέμα μου, προτείνω να προσπεράσω τα χρονολογικά αινίγματα και να μιλήσω, εν είδει στενογραφίας, για την «επανάσταση του έκτου αιώνα»3.
Επιτρέψτε μου να επιμείνω λίγο στην ανάλυση αυτής της «επανάστασης». Σχηματικά (και μάλλον όχι με ακρίβεια) κάποιος θα μπορούσε να διακρίνει στη δομή της κλασικής Σπάρτης τρεις γενικούς τομείς: (1) την εσωτερική δομή των κληρουχιών, είλωτες και περίοικους, μαζί με κάθε τι που συνεπάγεται, σε σχέση με την εργασία, παραγωγή και κυκλοφορία (αγαθών)· (2) το κυβερνητικό σύστημα (συμπεριλαμβανομένου του στρατιωτικού)· (3) το τελετουργικό σύστημα: rites de passages, την αγωγή, τις τάξεις ηλικίας, τα συσσίτια κ.λπ. (Ἀγωγή είναι ένας συμβατικός όρος για το σύστημα με το οποίο όλα τα Σπαρτιατόπουλα ανατρέφονταν από το κράτος. Υπάρχουν καλές αρχαιοελληνικές πηγές για τον όρο αυτό. Η «εκπαίδευση», με τη συνηθισμένη σύγχρονη έννοια, είναι πολύ στενή μετάφραση. Τα συσσίτια ήταν ομάδες συνδαιτυμόνων ή κοινά τραπέζια στα οποία ανήκε κάθε Σπαρτιάτης άντρας ως απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα).
Αυτοί οι τομείς είχαν διαφορετική προέλευση και διαφορετική ιστορία. Δεν εξελίσσονταν και μεταβάλλονταν en bloc και δεν είχαν τις ίδιες απαράλλαχτες λειτουργίες σ’ όλες τις εποχές. Η «επανάσταση του έκτου αιώνα» ήταν επομένως μια περίπλοκη διαδικασία κάποιας ανανέωσης και μεγάλης τροποποίησης και θεσμοθέτησης των στοιχείων, που δίναν την εντύπωση ότι επέζησαν «απαράλλαχτα». Χρησιμοποιώ τη λέξη «επανάσταση» ίσως πιο χαλαρά από ό, τι συνήθως, αλλά δεν τη χρησιμοποιώ αυθαίρετα. Χαλαρά γιατί ούτε για μια στιγμή δεν προτείνω, ή πιστεύω, ότι το σύστημα της κλασικής Σπάρτης δημιουργήθηκε μεμιάς ή ακόμη και στη διάρκεια μιας βασιλείας. Άλλωστε η εισαγωγή του στρατού των οπλιτών ήταν μια από τις αναγκαίες προϋποθέσεις της, και πρέπει να χρονολογείται στις αρχές του 7ου αιώνα, τουλάχιστον πριν από τον Δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο. Η ειλωτεία κάποιου τύπου ήταν ακόμη παλιότερη. Και δεν πρέπει να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο ότι άλλα στοιχεία είχαν εισαχθεί αποτελεσματικά, ή αχθεί σε νέα περιωπή, ακόμη και κατά τον πέμπτο αιώνα (από όσο ξέρουμε, τότε έγιναν μερικές αλλαγές στην οργάνωση του στρατού). Από την άλλη μεριά, δεν ήταν ένα σύστημα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο απλά εξελίχτηκε. Κάποιες καινοτομίες και τροποποιήσεις πρέπει να είχαν εισαχθεί εντελώς μεμιάς (είτε μία κάθε φορά ή σε συνδυασμό). Η Μεγάλη Ρήτρα, για παράδειγμα, αντικατοπτρίζει κάτι πολύ βασικό αυτού του είδους4. Αντίστροφα, η απαγόρευση της χρήσης αργυρών νομισμάτων από τους Σπαρτιάτες ήταν μια άλλη φανερά απότομη απόφαση, που πάρθηκε από κάποιον σε κάποια στιγμή (και που, παρεμπιπτόντως, μπορεί να χρονολογηθεί με τη μεγαλύτερη ακρίβεια από κάθε τι άλλο, σχεδόν ακριβώς στην εποχή του Λέοντος και του Αγασικλέους).
Μιλώντας για την «επανάσταση του έκτου αιώνα», συμπερασματικά, προσπαθώ να υπογραμμίσω την ανάγκη να κοιτάζουμε τη δομή, όχι τα απομονωμένα στοιχεία και την αρχαιότητα ή τη διάρκειά τους. Σ’ αυτό το επιχείρημα περικλείω ολόκληρο το σύστημα τελετών, ιδιαίτερα σε ό, τι ονόμασα, μάλλον δυσνόητα, «θεσμοθέτηση», γιατί, ακόμη και στην περίπτωση που τα εξωτερικά χαρακτηριστικά των τελετών ήταν όλα παλιά και αναλλοίωτα (μια μάλλον απίθανη περίπτωση), η λειτουργία τους στη νέα δομή ήταν κατ’ ανάγκη, στην πράξη και όχι πάντα στη σκόπιμη πρόθεση, και αυτή νέα σε σημαντικές απόψεις. Κανείς δεν θα υποκριθεί ότι η τελετή μαστίγωσης (των νέων) στην Ορθία Άρτεμη κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, όταν χτίστηκε ένα λαμπρό θέατρο για ευκολία των θεατών, είχε οποιαδήποτε σχέση με νόημα προς την επιφανειακά παρόμοια τελετή στις μέρες του Ξενοφώντα5. A priori πρέπει να δεχτούμε την ίδια μη συνέχεια στη λειτουργία μεταξύ του πέμπτου αιώνα και, ας πούμε, του όγδοου, και μερικές φορές έχουμε τα στοιχεία να επιβεβαιώσουμε την υπόθεση, για παράδειγμα στην περίπτωση της κρυπτείας, όπως θα δούμε σε λίγο.
Η κλασική Σπάρτη ίσως να έχει μια άποψη αρχαϊκή, ακόμα, και προ-αρχαϊκή, σχετικά μ’ αυτό, αλλά η λειτουργία των «επιβιωμάτων» είναι αυτό που κυρίως ενδιαφέρει, όχι απλά το γεγονός της επιβίωσης. Πριν από την βασιλεία του Λέοντος και του Αγασικλέους, γράφει ο Ηρόδοτος, οι Σπαρτιάτες ήταν οι πιο κακοδιοικούμενοι (κακονομώτατοι) από όλους τους Έλληνες· μετά στράφηκαν προς την καλή διοίκηση (εὐνομία). Η μετάφραση στα αγγλικά καταστρέφει την πλήρη έννοια της κρίσης: τόσο η λέξη εὐνομία όσο και η κακόνομος χαρακτηρίζουν έναν ολόκληρο τρόπο ζωής, όχι μόνο (ή ίσως καθόλου) έναν τύπο πολιτεύματος6. Αυτός ο μετασχηματισμός ήταν η «επανάσταση του έκτου αιώνα».
II
Σ’ αυτό το σημείο θέλω να θεωρήσω τη δομή ως έναν ιδανικό τύπο. Σε ό, τι ακολουθεί, από ’δω και πέρα, δεν ενδιαφέρομαι πολύ για την ακρίβεια κάποιου μεμονωμένου κειμένου. Εκτός κι αν κάποιος πιστεύει ότι η εικόνα που άφησαν οι αρχαίοι Έλληνες είναι εντελώς φανταστική, λίγες λεπτομέρειες είναι από μόνες τους κρίσιμες για την κατανόηση του ιδανικού τύπου.
Πηγαίνω κατευθείαν στους ενήλικες άνδρες πολίτες τους ὁμοίους, όπως συχνά αποκαλούνται, οι οποίοι είναι το θέμα μας. Πρέπει, στην αρχή, να πάρουμε τη λέξη με την πλήρη της σημασία - Ίσοι7. Από τη γέννησή τους, αν τους επιτρεπόταν να παραμείνουν ζωντανοί, όλοι οι άρρενες Σπαρτιάτες ήταν αυστηρά «ίσοι» με δύο εξαιρέσεις: (1) Δύο από αυτούς ήταν πιθανοί κληρονόμοι της βασιλείας, (2) μερικοί ήταν πλουσιότεροι από άλλους οι πλούσιοι (άνθρωποι όλβιοι) του Ηροδότου (6.61· 7.134)· οι ευκατάστατοι (πλούσιοι) του Ξενοφώντα (5.3), που προμήθευαν το σταρένιο ψωμί για τα συσσίτια- ή οι νικητές των Ολυμπιακών αρματοδρομιών, από τους οποίους υπάρχουν έντεκα μέσα στα χρονικά μου όρια με βάση τον κατάλογο του Moretti, τη μια φορά ένας βασιλιάς και μιαν άλλη η κόρη ενός βασιλιά8. Το να είσαι ίσος σήμαινε να μοιράζεσαι έναν κοινό, καλά καθορισμένο κύκλο ζωής, που περιελάμβανε: (1) έναν κοινό, τυποποιημένο, υποχρεωτικό τρόπο ανατροφής, σχεδιασμένο να εμφυσήσει υπακοή, ανδρεία, πειθαρχία και επαγγελματική στρατιωτική ικανότητα· (2) ένα μόνο επιτήδευμα ή επάγγελμα, εκείνο του οπλίτη στρατιώτη ή του αξιωματικού· (3) οικονομική ασφάλεια και πλήρη ελευθερία από οικονομικές φροντίδες, όλες οι παραγωγικές και βοηθητικές υπηρεσίες παρέχονται από δύο διαφορετικές κατηγορίες υποτελών, τους είλωτες και τους περιοίκους· (4) μια δημόσια (μάλλον, παρά ιδιωτική) ζωή σε μια αποκλειστικά ανδρική κοινότητα, με μέγιστη ομοιομορφία και αντι-ατομικισμό.
Δομικά όμως, το σύστημα τότε παρήγε δύο επιπλέον αναπόφευκτες, στενά συσχετιζόμενες ανισότητες, εκτός από τις εγγενείς με τη γέννηση κάθε παιδιού. Η μια ήταν η ανισότητα, όχι πολύ απτή, αλλά καθόλου λιγότερο πραγματική, που προερχόταν από την ανισότητα των επιδόσεων, είτε στην αγωγή και τους αγώνες και το κυνήγι είτε στον πόλεμο. Η άλλη προέκυπτε από την ανάγκη για ηγεσία και άρχουσα τάξη, όχι μόνο στην κορυφή (βασιλείς, έφοροι και γερουσία), αλλά επίσης και σε μικρότερες στρατιωτικές μονάδες και, εξαιτίας της Σπαρτιατικής αγωγής, στις τάξεις ηλικίας, αρχίζοντας σε αξιοσημείωτα πρώιμη ηλικία. Η «αγάπη για τη νίκη» (φιλονικία) του Ξενοφώντα παρήγε και χαμένους και νικητές (4.4), ένα αυταπόδεικτο γεγονός που συχνά παραβλέπουν οι σημερινοί ερευνητές, που γράφουν λες και ο καθένας πέρασε κάθε στάδιο σαν βραβευμένος νικητής.
Όλα αυτά είχαν μαζική υποστήριξη, ψυχολογικά και θεσμικά. Ζώντας δημόσια για τόσο μεγάλο διάστημα της ζωής τους, οι Σπαρτιάτες υπέκειντο περισσότερο από τους πιο πολλούς ανθρώπους στις πιέσεις της κοινής γνώμης και στο σύστημα βραβείων και τιμωριών, με τη μεγάλη έμφασή του στην παιδική ηλικία με τη σωματική τιμωρία, και στην ώριμη ηλικία με μια πλούσια και ευφάνταστη ποικιλία εκφράσεων κοινωνι- κής αποδοκιμασίας ή ακόμη και οστρακισμού. Όλα τα κατεύθυναν σε θητεία συμπεριλαμβανομένων και της ευσέβειας και των διαβατηρίων. Ίσως το πιο δραματικό παράδειγμα ήταν ο μετασχηματισμός της κρυπτείας. Αυτή η αρχαία τελετή μύησης στην ηλικία των δεκαοχτώ εκλογικεύτηκε, που σημαίνει, θεσμοθετήθηκε με το. να συνδεθεί με μια νέα λειτουργία αστυνόμευσης, που ανατέθηκε σ’ ένα σώμα επίλεκτων νέων. Και ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντά τους ήταν η αστυνόμευση των ειλώτων9.
Ένα σημαντικό μέρος της (μαζικής) υποστήριξης ήταν αρνητικό κατά κάποιο τρόπο, η μείωση στο ελάχιστο των διαλυτικών και φυγόκεντρων συνεπειών της ιδιοκτησίας και της οικογένειας. Μπορούμε να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να είμαστε περισσότερο «κοινωνιολόγοι» και λιγότερο ηθικολόγοι από τον Ξενοφώντα για παράδειγμα, όταν αναλύουμε τις λειτουργίες του Σπαρτιατικού καθεστώτος της ιδιοκτησίας και της οικογένειας.
'Ιδιοκτησία - εκτεταμένα σχόλια δεν είναι αναγκαία σ’ αυτό το σημείο, αν και θα πρέπει να επανέλθω στην επόμενη ενότητα πάνω στην ανισότητα του πλούτου. Η πλήρης αποχή από κάθε οικονομική (και όχι απλά χειρωνακτική) ασχολία, η λιτότητα, η κοινοκτημοσύνη θεωρούνταν ως συνεκτικοί παράγοντες, και ήταν.
Οικογένεια - μια απλή απαρίθμηση ορισμένων τελετών και θεσμών είναι αρκετή να αποκαλύψει την κλίμακα της προσπάθειας να μετατοπίσουν τον συνεκτικό δεσμό από την οικογένεια ή τη συγγενική ομάδα προς ποικίλες ανδρικές ομάδες: τα μέτρα που παίρνονταν για να εξασφαλιστεί η τεκνοποιία, με τα οποία ο Ξενοφών αρχίζει το σχετικό έργο του· το δικαίωμα κάθε πατέρα και μάλιστα κάθε ενήλικου Σπαρτιάτη να ασκεί εξουσία πάνω σε κάθε παιδί· η μοναδικά άχαρη τελετή γάμου με το σπάνιο τελετουργικό μεταμφίεσης· η ζωή του στρατώνα. Η οικογένεια, συνολικά, είχε ελαχιστοποιηθεί ως μονάδα στοργής ή εξουσίας και αντικατασταθεί από ισχυρότερες ανδρικές ομάδες - τις τάξεις ηλικίας, τα ομοφυλοφιλικά ζευγαρώματα μεταξύ νεότερων και ωριμότερων ανδρών («Πλατωνικά» ή όχι), τα επίλεκτα σώματα, τα συσσίτια. Δυο λεπτομέρειες είναι ίσως εδώ αξιοσημείωτες, αν και θα πρέπει να επανέλθω σ’ αυτές στο τέλος.
1. Το σύστημα των τάξεων ηλικίας διακλαδιζόταν ασυνήθιστα. Δεν έχω ακριβή γνώμη για τις συνέπειές τους, αλλά τουλάχιστον η πολυπλοκότητά τους αύξανε κατά πολύ τις ευκαιρίες για όλο και περισσότερες τελετές.
2. Κατά την είσοδο στην ενηλικίωση, ο Σπαρτιάτης, τουλάχιστον ενμέρει, αποχωριζόταν την τάξη ηλικίας του με την πρακτική της ατομικής εισδοχής του σ’ ένα συσσίτιο. Κάθε επινόηση που διακόπτει μια «φυσική» ομαδοποίηση, είτε την οικογένεια είτε την τάξη ηλικίας, μπορεί να θεωρηθεί ως ένας επιπλέον τρόπος να ενδυναμωθεί η δομή στο σύνολό της έναντι των επιμέρους τμημάτων της.
Τόσο μεγάλη (μαζική) υποστήριξη ήταν αναγκαία, ενμέρει τουλάχιστον, γιατί οι ’Ίσοι κατέληξαν, τελικά, να είναι εγκλωβισμένοι σε μια σειρά από ανισότητες. Υπήρχαν αρχηγοί, επίλεκτοι, σ’ όλα τα επίπεδα, και οι κύριες αρχές επιλογής ήταν ο διορισμός και η εισδοχή - ποτέ, θα πρέπει να τονιστεί, δεν γινόταν επιλογή με κλήρωση, την καθιερωμένη Ελληνική επινόηση για την επιβολή ισότητας. Όλοι οι όμοιοι κατ’ αρχήν ήταν εκλόγιμοι και αυτό το γεγονός διαφοροποιούσε τον Σπαρτιατικό στρατό από όσους, όπως ο Πρωσικός, είχαν ένα σώμα αξιωματικών που προερχόταν μόνο από προ-υπάρχουσα και αποκλειστική επίλεκτη τάξη. Κι όμως, το τελικό αποτέλεσμα ήταν το ίδιο από μια άποψη: υπήρχε μια αλυσίδα διοίκησης στην οποία το σύνδρομο εξουσίας - υποταγής κινούνταν μόνο σε μια κατεύθυνση, από την κορυφή προς τα κάτω. Σίγουρα, υπήρχαν δύο εξαιρέσεις στη μέθοδο επιλογής: η γερουσία και οι έφοροι εκλέγονταν με ανοιχτό ανταγωνισμό. Είναι κρίμα που δεν ξέρουμε ουσιαστικώς τίποτε σχετικά με τη διαδικασία εκλογής ή με τους εκλεγόμενους. Ήταν άραγε συνήθως οι ίδιοι άνδρες που είχαν ήδη φτάσει στην κορυφή μέσω της εισδοχής; Αυτό θα περίμενα από αυτή την κοινωνία, και θα επανέλθω σύντομα στο ερώτημα.
Όσο για την επιτυχία του συστήματος πρέπει να μετρηθεί από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, και η ετυμηγορία πρέπει, φυσικά, να είναι ευνοϊκή. Ο Σπαρτιατικός στρατός ήταν καλύτερος από οποιονδήποτε άλλον, με περισσότερο σφρίγος και μεγαλύτερη ευελιξία, χάρη στην ανώτερη φυσική κατάσταση, την καλύτερη εξάσκηση και πειθαρχία, τη μεγαλύτερη υπακοή.
Μέριμνα φαίνεται να έχει ληφθεί για τη στρατιωτική οργάνωση· τουλάχιστον οι όχι ασυνήθιστες αλλαγές οργάνωσης κάτι τέτοιο υποδηλώνουν. Εξάλλου, δεν υπάρχουν αποδείξεις ενδιαφέροντος για την τακτική ή τον οπλισμό πέρα από τη διατήρηση και των δύο στο καλύτερο παραδοσιακό επίπεδο.
Η παραγωγή και η διανομή των όπλων παραμένει κάτι αινιγματικό. Νομίζω ότι μπορούμε να πάρουμε ως δεδομένο ότι ο εφοδιασμός μετάλλων και η κατασκευή όπλων ήταν υπευθυνότητα (και προνόμιο επίσης) των περίοικων. Αλλά πώς έπαιρνε ο κάθε Σπαρτιάτης ατομικά τα όπλα του και την πανοπλία του; Η παραδοσιακή Ελληνική αντίληψη για τον οπλίτη, ως εξ ορισμού αρκετά πλούσιο πολίτη (ή μέτοικο) να εξοπλίσει τον εαυτό του, δεν ισχύει εδώ. Όλοι οι Σπαρτιάτες ήταν αρκετά «πλούσιοι», αλλά κανείς δεν είχε τον δικό του μηχανισμό αγοράς. Η επιλογή βρίσκεται μεταξύ (α) του ατομικού εφοδιασμού από τους περίοικους με πληρωμή σε είδος (ή, πιθανόν, σε σιδερένιους οβολούς), και (β) του εφοδιασμού και της διανομής από το κράτος. Δεν γνωρίζω κανένα αρχαίο κείμενο που να δίνει την απάντηση. Ούτε βοηθάει η αρχαιολογία, λόγω έλλειψης συστηματικών ανασκαφών σε κάποια κοινότητα περίοικων. Μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης με βάση τις ασπίδες, που όλες τους απαραίτητα έπρεπε να έχουν εγγεγραμμένο ένα Λάμδα πάνω τους, αλλά πολλές (αν όχι όλες) είχαν επίσης κι ένα ατομικό οικόσημο. Η δίκιά μου επιλογή κλείνει προς το σύστημα προμήθειας από το κράτος - γιατί το άλλο φαίνεται ανεπαρκώς αξιόπιστο και γιατί έχουμε στοιχεία από τα κείμενα ότι, άπαξ και ο στρατός είχε αναχωρήσει, το κράτος αναλάμβανε την ευθύνη για επισκευή και αντικατάσταση (όπως θα πρέπει να είχε κάνει για τον αρχικό εφοδιασμό ακόμη και μέσα στη χώρα, όταν οι είλωτες στρατολογούνταν ως οπλίτες)10.
III
Αυτά για τον ιδανικό τύπο. Στην καθημερινή πρακτική εφαρμογή το σύστημα ήταν γεμάτο από εντάσεις και παρεκκλίσεις.
1. Για ν’ αρχίσουμε, ο Σπαρτιατικός στρατός δεν ήταν πάντα αρκετά μεγάλος για τις ανάγκες του - ανάγκες που ήταν μάλλον αιτία του συστήματος παρά συνέπεια. Οι περίοικοι ήταν ένα ομότιμο τμήμα του οπλιτικού στρατού και, τουλάχιστον σε σπουδαίες περιπτώσεις όπως ο Πελοποννησιακός πόλεμος, αξιόλογος αριθμός ειλώτων και τέως ειλώτων (νεοδαμώδεις) στρατολογούνταν επίσης. Δεν μπορώ να απαντήσω στο σημαντικότατο ερώτημα πώς επιλέγονταν οι είλωτες και εκπαιδεύονταν για να μάχονται ως οπλίτες (ή για οποιαδήποτε πιθανή σχέση με τους μυστήριους μόθακες). Οι Σπαρτιάτες κανονικά συνοδεύονταν από είλωτες ακολούθους ή υπηρέτες και δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα το να χρησιμοποιηθούν τέτοιοι άνθρωποι ως ελαφρά οπλισμένοι βοηθητικοί. Η εκπαίδευση των οπλιτών, όμως, δεν μπορούσε να επιτευχθεί τυχαία· η ουσία ήταν η κίνηση σε σχηματισμό, και για τη μοναδική τους ικανότητα σ’ αυτό ειδικά, οι Σπαρτιάτες επιδοκιμάζονταν από τους αρχαίους συγγραφείς. Ότι οι είλωτες και οι τέως είλωτες οπλίτες ήταν μια σοβαρή ρωγμή στο σύστημα είναι αυταπόδεικτο, τόσο ψυχολογικά όσο και στη φανερή λειτουργία του.
2. Για τον Αριστοτέλη το μεγαλύτερο ελάττωμα ήταν η οικονομική διαφθορά. Ίσως είχε στο νου του κυρίως την αλλαγμένη Σπάρτη του τέλους του 4ου αιώνα, αλλά η δωροδοκία ήταν ήδη ένα μείζον θέμα στον Ηρόδοτο11. Η εσωτερική δομή είχε ραγίσει. Το καθεστώς της ιδιοκτησίας και της κληρονομιάς, όπως και το πολιτικό σύστημα, ήταν ένας συμβιβασμός. Όσο βαριές κι αν ήταν οι πιέσεις για λιτότητα και αποχή από κάθε οικονομική δραστηριότητα, ήταν ανεπαρκείς να ξεπεράσουν εντελώς τις γύρω πιέσεις της ανισότητας στον πλούτο ή τους φόβους πτώχευσης, είτε μέσω μεγάλων οικογενειών είτε αλλιώς. Η απαγόρευση της επιχειρηματικής δραστηριότητας (χρηματισμός είναι η προσεκτικά επιλεγμένη λέξη του Ξενοφώντα) δεν εξαφανίζει την επιθυμία - και κάποια δυνατότητα χρήσης - του πλούτου, ακόμη κι αν η απαγόρευση μπορεί να είναι τέλεια επιβεβλημένη. Η μαρτυρία ίου Ξενοφώντα (7.6) ότι η κατοχή χρυσού και αργύρου απαγορευόταν πρέπει να γίνει κατανοητή, κατά την άποψή μου, σαν αναφορά μόνο σε νομίσματα, όπως υπονοούν τα συμφραζόμενά του. Αλλά ο χρυσός και ο άργυρος έχουν κι άλλες λειτουργίες, που αποκαλύπτονται από τον Ηρόδοτο, ίσως υποσυνείδητα, όταν χρησιμοποιεί το ωραίο παλαιό Ομηρικό κειμήλιον (θησαυρός) στην ιστορία του (6.62) για το πώς ο βασιλεύς Αρίστων απέκτησε την τρίτη σύζυγό του, τη μητέρα του Δαμάρατου. Η κοπή νομισμάτων δεν είναι απαραίτητη για συναλλαγή, και υπήρχαν συναλλαγές στη Σπάρτη. Ακόμη κι αν κάποιος για κάποιους λόγους ήταν απρόθυμος να δεχτεί την ακρίβεια της πληροφορίας του Θουκυδίδη ότι η αγοραπωλησία ήταν ανάμεσα στις απαγορευμένες δραστηριότητες για τον Σπαρτιάτη που είχε χάσει τα πολιτικά του δικαιώματα (5.34.2), δεν μπορεί να ξεφύγει από τους αθλητές Δαρμόνωνα και το γιο του Ενυμακριτίδα, που έκαναν ένα αφιέρωμα στη Χαλκίοικο Αθηνά, πιθανόν στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., καταγράφοντας παραπάνω από είκοσι νίκες12. Το κείμενο τονίζει ότι νίκησαν με τα δικά τους άλογα και τα δικά τους άρματα, και το τελευταίο πρέπει να σχετίζεται με την κατά κάποιο τρόπο ανταλλαγή πλούτου. Πρέπει να συμπεράνουμε ότι μια ικανοποιητική ισορροπία θα μπορούσε να διατηρηθεί, παρά τις πιέσεις, εφόσον οι Σπαρτιάτες παρέμεναν με ασφάλεια κλεισμένοι μέσα στον δικό τους κόσμο. Αλλά όχι όταν έβγαιναν έξω.
3. Υπήρχε δομική ένταση μέσα στην αρχηγία και γύρω απ’ αυτήν. Δεν αναφέρομαι στις διαφωνίες για την πολιτική, που είναι αναπόφευκτες οσάκις υπάρχει μοιρασμένη αρχηγία - παραδείγματα υπάρχουν άφθονα, όπως αυτό που έχει σχέση με την κατάσταση στην Αθήνα μετά την πτώση των Πεισιστρατιδών ή για το αν έπρεπε να πολεμήσουν την Αθήνα το 431 - αλλά για τις εγγενείς εντάσεις στις ίδιες τις θέσεις, την προσπάθεια να πετύχουν και στη συνέχεια να συντηρήσουν και να ενδυναμώσουν τις θέσεις αρχηγίας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να εντυπωσιαστεί από την έμμονη ιδέα των αρχαίων Ελλήνων στο «νομοθέτη»: η επανάσταση του έκτου αιώνα έπρεπε να φέρει κάποιου είδους ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών στοιχείων που υπήρχαν τότε, και αυτή η ισορροπία απέτυχε να καθιερώσει μια αρχή ενιαίας ηγεσίας. Έτσι υπήρχαν κληρονομικοί βασιλείς, εκλεγμένοι γέροντες και έφοροι, και διορισμένοι αρχηγοί σε άλλα επίπεδα. Πάλι δεν πρέπει να μας προκαλεί σύγχυση η Ελληνική έμμονη ιδέα, αυτή τη φορά στη «μεικτή πολιτεία». Αντί για ισορροπία υπήρχε μια μόνιμη σύγκρουση, που δεν μπορούσε να συγκαλυφθεί από την αυτοπεποίθηση και τη σταθερότητα που παράγονται, π.χ., χάρη, από μια αποκλειστική αρχηγική κάστα. Ακόμη και οι βασιλείς, σύμφωνα με τα λόγια του Αριστοτέλη, ήταν υποχρεωμένοι να εκμαυλίζουν (δημαγωγεῖν) τους εφόρους (Πολιτικά 1270b 14).
Το βασικό μοτίβο, νομίζω, δεν ήταν τόσο η σύγκρουση μεταξύ βασιλέων και εφόρων, σαν τέτοιων, όσο μεταξύ ανδρών δράσης και φιλοδοξίας - που ήταν εμποτισμένοι με υπερβολική «φιλονικία», π.χ. ένας Λύσανδρος και ένας Κλεομένης, συγκαιρινοί και ισχυροί - και των υπολοίπων. Μια πηγή στάσεως, που ανέφερε ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1306b31 - 33), ήταν η ατιμωτική μεταχείριση των ενάρετων από άλλους, των οποίων η αρετή δεν ήταν μεγαλύτερη, αλλά είχαν μεγαλύτερο αξίωμα, και το συγκεκριμένο παράδειγμα που έδωσε είναι η μεταχείριση του Λύσανδρου από τους βασιλείς. Ότι οι βασιλείς ήταν μια μόνιμα ανασταλτική δύναμη ενός είδους και μεγέθους στη Σπαρτιατική ιστορία της κλασικής περιόδου δεν χρειάζεται απόδειξη. Αυτό που αξίζει όμως να επισημανθεί είναι ότι ήταν δυνητικά ανασταλτικοί εξ ορισμού, ούτως ειπείν, ότι η ίδια η ύπαρξή τους ήταν μια αντίφαση σε σχέση με τον ιδανικό τύπο της Σπαρτιατικής ισότητας. Ο Κλεομένης ο Α΄, έγραψε ο Ηρόδοτος (5.39), δεν βασίλεψε εξαιτίας της ίδιας του της ανδραγαθίας αλλά από κληρονομικότητα. Αυτό τα συνοψίζει όλα. Εφόσον είναι δεδομένες η ψυχολογική υποστήριξη του να γεννηθείς σε υψηλό αξίωμα και οι διάφορες χαρισματικές πράξεις και συνήθειες, που αποδίδονταν στη Σπαρτιατική βασιλεία - ο Ηρόδοτος ήξερε τί έλεγε όταν ονόμαζε τις επικήδειες βασιλικές τελετές «βαρβαρικές» - εξαρτιόταν μόνο από την προσωπικότητα του συγκεκριμένου βασιλιά το εάν θα είχε δύναμη εμφύλιας ειρήνης ή διαμάχης ή δεν θα είχε καθόλου δύναμη.
Η αρχή της κληρονομικής βασιλείας έφερε κι αυτή στο προσκήνιο την οικογένεια, παραβιάζοντας πάλι το Σπαρτιατικό ιδανικό. Οι ποικίλοι μαρτυρούμενοι ελιγμοί εκ μέρους των νεότερων γιων και άλλων συγγενών των βασιλέων, περιλαμβανομένης της κλασικής χρήσης κατηγοριών για μη νομιμότητα (στη διαδοχή), ανήκουν σε αυλές τυράννων και βαρβάρων μοναρχών, όχι σε μια Ελληνική πόλιν. Καθίσταται λοιπόν αναγκαίο να σκεφτεί κανείς αν η συγγένεια δεν έπαιζε και αυτή κάποιο ρόλο στους αγώνες της εξουσίας έξω από τη βασιλεία. Ήδη έχω πει ότι υποθέτω ότι οι άνδρες, που επιλέχτηκαν για τη βουλή των γερόντων, το αξίωμα των εφόρων και τα δικαστικά σώματα, ήταν αυτοί που νωρίτερα έφταναν στην κορυφή με τις διαδικασίες των διορισμών. Όλοι οι όμοιοι ήταν, από τυπική άποψη, εξίσου εκλόγιμοι. Αλλά αυτό ίσχυε στην πράξη; Ποιοι τότε ήταν οι άνδρες, τους οποίους ο Ηρόδοτος ονόμασε «μεταξύ των πρώτων από γεννησιμιού τους» (7.134); Και τί εννοούσε ο Αριστοτέλης, όταν έλεγε ότι η εκλογή για τη γερουσία ήταν «ολιγαρχική» (δυναστευτική, που συνεπάγεται και παρασκηνιακούς ελιγμούς), ενώ ο καθένας ήταν δυνατόν να εκλεγεί για το αξίωμα του εφόρου (Πολιτικά 1306a 18, 1294b29 - 31); Είναι αλήθεια ότι τέτοια κείμενα είναι πολύ σπάνια: οι πιο συχνές αναφορές γίνονται σε πρόσωπα, που ήταν ή επιθυμούσαν να είναι «πρώτα» ή «μεταξύ των πιο ισχυρών», πράγμα που δεν χρειάζεται να σημαίνει τίποτε περισσότερο παρά την απόκτηση εξουσίας με τις δικές τους προσπάθειες. Αλλά τα λίγα κείμενα παραμένουν, και λένε αυτό που θα έπρεπε να είχαμε μαντέψει, αν δεν υπήρχαν, δηλαδή, ότι υπήρχαν οικογένειες, που μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαδικασίες διορισμού ευνοώντας τα δικά τους μέλη, αρχίζοντας με την πρώτη ευκαιρία ανάμεσα στα παιδιά. Αυτό σημαίνει, στην πράξη, ότι ένα στοιχείο κληρονομικής αριστοκρατίας αναπτυσσόταν μέσα στο σύστημα, που ήταν κάθε άλλο παρά κλειστό, αλλά όχι όμως και χωρίς κάποια αξιόλογη επιρροή. Δεν έχω αμφιβολία ότι ο πλούτος έπαιζε κι εδώ το ρόλο του (όπως αφήνει να εννοηθεί ο Ηρόδοτος, 7.134). Για να συνοψίσουμε, υπήρξαν και άλλοι εκτός από τον Κλεομένη, που ανέβηκαν σε αξιώματα χαμηλότερα ή υψηλότερα στην ιεραρχία, από καταγωγή μάλλον παρά από ανδραγαθία.
Αναπόφευκτα, οσάκις υπάρχει διαμάχη για την ηγεσία, οι διαφωνίες σε θέματα πολιτικής αντανακλούν υπολογισμούς προσωπικού οφέλους από τη διαμάχη, παράλληλα και ανάμεικτα με υπολογισμούς σχετικά με το αν μία προτεινόμενη πολιτική, σαν τέτοια, είναι επιθυμητή ή μη. Καμιά φορά οι διαφορές αυτές έφθαναν ενώπιον του λαού στη Λαϊκή συνέλευση, και αυτό εγείρει ένα ακόμα ερώτημα σχετικά με ίσους και ανίσους. Έχει περάσει προ πολλού ο καιρός, από τότε που οποιοσδήποτε σοβαρός αρχαιογνώστης ή πολιτικός επιστήμονας σκέφτεται με φιλελεύθερες έννοιες του 19ου αιώνα για την εκλογική συμπεριφορά, με την εικόνα του «συνετού άνδρα», που ζύγιζε τα θέματα «λογικά», ελεύθερος από κάθε προκατάληψη, πίεση και συγκίνηση. Ωστόσο, δικαιούται κανείς εύλογα να αναρωτηθεί αν υπήρχε κάτι στη δομή του Σπαρτιατικού βίου, που κάνει την προσέγγιση του «συνετού άνδρα» ακόμη λιγότερο εφαρμόσιμη, έστω και σαν γελοιογραφία, από την Εκκλησία του δήμου της Αθήνας π.χ. Θα θέσω το ερώτημα ορθά-κοφτά: μπορούμε να φανταστούμε τον υπάκουο, πειθαρχικό στρατιώτη της Σπάρτης να αποβάλλει τις κανονικές του έξεις σ’ εκείνες τις περιπτώσεις, όπου μετείχε στη συγκέντρωση της Απέλλας όχι ως στρατιώτης, αλλά ως πολίτης, καθώς άκουγε τις συζητήσεις ανάμεσα σ’ αυτούς, από τους οποίους είχε διδαχτεί υπό άλλες συνθήκες να παίρνει διαταγές χωρίς να ρωτάει ή να διστάζει;13 Δεν νομίζω να έχουμε καμιά μαρτυρία, από την οποία μπορεί κανείς να απαντήσει συγκεκριμένα, αλλά υποθέτω ότι η Σπαρτιατική Λαϊκή συνέλευση ήταν πολύ πιο κοντά στην Ομηρική παρά στην Αθηναϊκή, σε λειτουργία και ψυχολογία, Ο Αρχίδαμος και ο Σθενελαΐδης λογομαχούσαν μεταξύ τους ενώπιον του λαού στη Λαϊκή συνέλευση, όπως έκαναν ο Αγαμέμνων κι ο Αχιλλέας. Αυτό δεν είναι ανοιχτή συζήτηση, αλλά δεν είναι και απλό παιδιάρισμα. Όταν η ηγεσία διχαζόταν σε μια πολιτική επιλογή, κάποιος έπρεπε ν’ αποφασίσει, κι αυτός ήταν ο λαός στην. Απέλλα14.
4. Υπήρχε πολύ μεγάλη κοινωνική κινητικότητα και προς τα πάνω και προς τα κάτω, πολύ μεγάλη δηλαδή για μια κοινωνία, που κατά βάση ήταν εντελώς κλειστή και αυστηρή, και η οποία συνεπώς δεν διέθετε το μηχανισμό (και την ψυχολογία), που απαιτούνται για να προσαρμόσει τα κινητά στοιχεία της σωστά στις νέες τους θέσεις:
(α) Υπήρχαν Σπαρτιάτες που έχαναν το status τους, παρέμεναν όμως κατά κάποιο τρόπο μέσα στην κοινότητα σε μια περίεργα κατώτερη θέση (σε αντιδιαστολή με τους εξορίστους). Αυτοί δεν ήταν πάντα οικονομικά αποτυχημένοι (άνθρωποι, δηλαδή, που δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν το μερίδιό τους στα συσσίτια)· υποβιβασμός στο status μπορούσε ν’ ακολουθήσει και μετά από αποτυχία σε κάποια βαθμίδα της αγωγής, αποτυχία σε μάχη, απώλεια πολιτικών δικαιωμάτων και τα παρόμοια. (β) Υπήρχαν είλωτες που ανέβαιναν στο status, μερικοί που αποκτούσαν ακόμη και συμμετοχή στο δάμο, το σώμα των πολιτών (γιατί αυτό είναι που πρέπει να σημαίνει το νεοδαμώδεις, όποια κατώτερη απόχρωση κι αν μπορεί να υπονοεί). Ειλικρινά, αδυνατώ να φανταστώ αυτούς τους ανθρώπους, πώς δηλαδή ζούσαν, ή ακόμη και πού ζούσαν σε πολλές περιπτώσεις. Οι είλωτες, που πολέμησαν κάτω από τις διαταγές του Βρασίδα, λέει ο Θουκυδίδης (5.34.1), πήραν πρώτα την άδεια να κατοικήσουν όπου ήθελαν, αλλά μετά τους εγκατέστησαν μαζί με τους νεοδαμώδεις στο Λέπρεον, στα σύνορα με την Ηλεία, για να υπηρετούν ως βετεράνοι φρουροί κατά των εχθρών Ηλείων. Ούτε ο Θουκυδίδης, ούτε κανένας άλλος εξηγεί τί σήμαινε στην πράξη το «τους εγκατέστησαν» ή «να κατοικήσουν όπου ήθελαν» ή πού και πώς ζούσαν οι υποβαθμισμένοι Σπαρτιάτες. Ότι όλες αυτές οι ομάδες ήταν ένα αναφομοίωτο τμήμα μέσα στο σύστημα, είναι αυταπόδεικτο· οι Σπαρτιάτες αιχμάλωτοι, που είχαν παραδοθεί στους Αθηναίους στη Σφακτηρία, κατά την απελευθέρωσή τους αντιμετωπίστηκαν και αυτοί από τις αρχές της Αθήνας σαν υποβαθμισμένοι, απλά και μόνο γιατί αυτές μπορούσαν να προβλέψουν εκ των προτέρων την απώλεια των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Έχει πολύ ενδιαφέρον ότι ακριβώς αυτή η ιδιαίτερη ομάδα προερχόταν από τις πρώτες οικογένειες (της Σπάρτης)15.
Πρέπει όμως να αναλογιστεί κανείς ότι ούτε μεμονωμένα, ούτε όλα μαζί ήταν ικανά τα μετατοπισμένα ανθρώπινα στοιχεία να καταστρέψουν άμεσα το σύστημα. Έχουμε πληροφορίες μόνο για μια συγκεκριμένη προσπάθεια, και αυτή αποτυχημένη, τη θνησιγενή εξέγερση, της οποίας ηγήθηκε ο Κινάδων το 397 π.Χ. Μερικές απόψεις αυτής της εξέγερσης είναι απλά συμβολικές. Τον ίδιο τον Κινάδωνα τον είχαν χρησιμοποιήσει οι έφοροι για μυστικές αποστολές. Ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1306b34) τον περιγράφει ως «ανδρείο» (ἀνδρώδη) και θα ήταν ωραίο να ξέραμε αν ο Αριστοτέλης είχε κάποιες παραπάνω πληροφορίες από μας, στις οποίες να βασίζει αυτό το επίθετο, που ίσως προκαλεί έκπληξη. Όταν ρωτήθηκε γιατί συνωμότησε, η απάντηση του Κινάδωνα ήταν «για να μην είμαι κατώτερος από κανέναν στη Σπάρτη» (Ξενοφώντος 'Ελληνικά 3.3.11). Κατά τρόπο ταιριαστό, τους κύριους παράγοντες στην καταστολή της εξέγερσης, πριν από την εκδήλωσή της, τους αντλούσαν από το σώμα των επίλεκτων νέων.
5. Για λόγους πληρότητας, αναφέρω χωρίς συζήτηση δυο ακόμη πηγές έντασης (α) τις γυναίκες, αν πρέπει να πιστέψουμε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, και (β) τις εμπειρίες στο εξωτερικό.
IV
Έχω πει μέχρι τώρα πολύ λίγα σχετικά με τον πόλεμο ή τους πολεμιστές. Το παράδοξο είναι ότι ο μιλιταρισμός στη Σπάρτη κρατιόταν σε χαμηλό τόνο. Ανάμεσα σε περισσότερα από 100.000 μολύβδινα ειδώλια, που βρέθηκαν στα ερείπια της Ορθίας Αρτέμιδος, δεν κυριαρχούν ιδιαίτερα ούτε οι στρατιώτες, ούτε τα όπλα (αν και υπάρχουν). Δεν υπήρχαν πολεμικά παιγνίδια, ούτε τάφοι πολεμιστών. Οι τελευταίοι εξαφανίστηκαν απότομα σ’ ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο, εκτός από εντυπωσιακά λίγες εξαιρέσεις στο περιθώριο, περίπου συγχρόνως με την εμφάνιση των οπλιτών, που σημαίνει, με την επέκταση του στρατιωτικού ρόλου από την «ηρωική» αριστοκρατία σε ένα ευρύτερο τμήμα του πληθυσμού. Η Σπάρτη δεν αποτελούσε εξαίρεση. Η Σπάρτη φαίνεται ότι ούτε καν περιέ- λαβε την απόταξη από το στρατό ανάμεσα στις τιμωρίες για τη στρατιωτική ατίμωση. Τουλάχιστον αυτό αφήνει να εννοηθεί ο Ηρόδοτος στην ιστορία του (7.229 - 31 + 9.71) σχετικά με τον Αριστόδαμο, που επέζησε των Θερμοπυλών, στον οποίο δόθηκε η δυνατότητα να πεθάνει ένδοξα (αν και επίσημα δεν του το αναγνώρισαν) στις Πλαταιές. Και οι άνδρες, που παραδόθηκαν στη Σφακτηρία, αν και πρόσκαιρα στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα, σύντομα τα ξαναπήραν πίσω. Επίσης δεν υπάρχει ούτε ίχνος της χαρακτηριστικής «έξης του πολέμου», για παράδειγμα των Ασσυρίων, του εθισμού δηλ. να βγαίνουν και να πολεμούν απλά και μόνο γιατί αυτή είναι και η αιτία ύπαρξης των πολεμιστών. Μετά τον Δεύτερο Μεσσηνιακό πόλεμο και την επανάσταση του έκτου αιώνα, η Σπάρτη ήταν τουλάχιστον λιγότερο πρόθυμη στο να συνάπτει μάχες από πολλές άλλες Ελληνικές πόλεις. Δεν είχαν άδικο, λοιπόν, οι Κορίνθιοι όταν, στο πρώτο βιβλίο της διήγησης του Θουκυδίδη, το επισημαίνουν αυτό ιδιαίτερα16.
Αν κοιτάξουμε συνολικά τη Λακωνία και τη Μεσσηνία σαν μια ενότητα, τότε σίγουρα βλέπουμε μια πυραμιδική κοινωνική δομή με τους Σπαρτιάτες ως στρατιωτική elite στην κορυφή. Όμως, δεν ήταν μια στρατιωτική elite με την έννοια της Πρωσικής Νεολαίας ή του Θηβαϊκού Ιερού Λόχου. Αντί γι’ αυτά πρέπει να σκεφτούμε ένα (εννοιολογικά) κλειστό σύστημα ως σύνολο, που είχε μεν στρατιωτική λειτουργία, αλλά όχι εντελώς μιλιταριστική σφραγίδα. Χρησιμοποιώ αυτές τις λέξεις όπως τις διακρίνει ο Alfred Vagts: «Ο μιλιταριστικός τρόπος σημαδεύεται από τη συγκέντρωση ανδρών και υλικού πρωτίστως στο να επιτευχθούν ειδικοί στόχοι δύναμης με τη μέγιστη επάρκεια... Ο μιλιταρισμός, εξάλλου, παρουσιάζει μια τεράστια σειρά εθίμων, ενδιαφερόντων, γοήτρου, πράξεων και σκέψης, που σχετίζονται με στρατούς και πολέμους και που όμως υπερβαίνουν τους αληθινούς μιλιταριστικούς στόχους». Από μια άποψη όλα τα παραπάνω είναι, φυσικά, ορατά στη Σπάρτη, αλλά ένα ακόμη απόσπασμα από το βιβλίο του Vagts θα μας δείξει γιατί είπα «όχι εντελώς μιλιταριστική σφραγίδα». Ο Vagts συνεχίζει: «Ένας στρατός έτσι οργανωμένος ώστε να εξυπηρετεί τους στρατιωτικούς, και όχι τον πόλεμο, είναι μιλιταριστικός· έτσι είναι σε κάθε στρατό το κάθε τι που δεν προετοιμάζει για μάχη, αλλά απλώς υπάρχει για διασκέδαση ή για να ικανοποιήσει ιδιοτροπίες σε καιρό ειρήνης, όπως το εντελώς αναχρονιστικό ιππικό σήμερα... οι επιχειρήσεις μόνο για τη δόξα ή τη φήμη των αρχηγών, που μειώνουν το μαχητικό σθένος των στρατών και τους καταστρέφουν εκ των ένδον, υπάγονται στην ίδια κατηγορία»17.
Αυτό θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι περιγράφει έναν Κλεομένη τον Α' για παράδειγμα, αλλά αυτός απερρίφθη. Μόνο από τον τέταρτο αιώνα π.Χ. κ.ε. αρχίζει η επωδός, ότι η Σπαρτιατική πολιτεία έμοιαζε με στρατόπεδο18, να εμφανίζεται επίμονα στους Έλληνες συγγραφείς· ότι ο μόνος στόχος του νομοθέτη ήταν ο πόλεμος· ότι συνεπώς οι Σπαρτιάτες ήταν πολύ υπανάπτυκτοι σε όλες τις άλλες ανθρώπινες πλευρές (ή, αντίθετα, ότι επαινούνταν γι’ αυτές ακριβώς τις περιορισμένες ποιότητες, που καταδίκασαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης)· ότι, συμπερασματικά, δεν ήταν μόνο επαρκώς στρατιωτικοί αλλά και άκρως μιλιταριστικοί. Όλα αυτά είναι πολύ γνωστά και δεν χρειάζονται μεγαλύτερη ανάπτυξη. Αλλά δεν είναι περιττό ή άτοπο να πει κανείς ότι δεν είναι αυτή ολόκληρη η εικόνα, ακόμη και για τους συγγραφείς του τέταρτου αιώνα. Γιατί, λοιπόν, ο Πλάτωνας, που επέκρινε τη Σπάρτη τόσο σκληρά στο όγδοο βιβλίο της Πολιτείας (547D-549A), απλά δεν την απορρίπτει; Γιατί αντ’ αυτού διάλεξε έναν Σπαρτιάτη να είναι ένας από τους τρεις (νομομαθείς), που πρόκειται να συγκροτήσουν τη νέα πόλη στους Νόμους;
Η απάντηση, φυσικά, είναι ότι για τον Πλάτωνα η Σπάρτη είχε να προσφέρει πολλά, παρά τη μονομέρειά της, όχι με τους νόμους και τους θεσμούς της με τη στενή σημασία των όρων (που σχεδόν καθόλου δεν αντανακλώνται στο βιβλίο του Πλάτωνα), αλλά με τη βασική της αντίληψη του συνόλου της κοινότητας, με την εὐνομία της ως τρόπο ζωής, κάτι που επιθυμούσε να αφαιρέσει από τη μιλιταριστική της πλευρά (αλλά όχι και από τη στρατιωτική της λειτουργία). Η Σπάρτη, επιτέλους, ήταν από πολύ καιρό ένας προμαχώνας κατά της τυραννίας και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό· αυτό ίσως να μην είναι πολύ αληθινό, ειδικά σχετικά με τις δραστηριότητες της Σπάρτης στο εξωτερικό, αλλά αυτό πίστευαν σταθερά ότι είναι αλήθεια πολλοί αρχαίοι Έλληνες, και επαναλαμβανόταν ad nauseam Ο Πίνδαρος το πίστευε. Δεν υπάρχουν πολλές αναφορές για τη Σπάρτη στα σωζόμενα ποιήματα του Πινδάρου, αλλά είναι πιο σημαντικά από όσο η σπανιότητά τους θα μπορούσε να δηλώσει, ακριβώς γιατί γράφτηκαν δωρεάν. Ο Πίνδαρος δεν έγραψε ωδές για Σπαρτιάτες νικητές και δεν ήταν υποχρεωμένος να εισαγάγει τη Σπάρτη πουθενά. Στον Πρώτο Πυθιόνικο, υμνώντας μια νίκη του Ιέρωνα του A΄ των Συρακουσών, ο ποιητής σχολιάζει μ’ αυτές τις λέξεις το νέο οικισμό του Ιέρωνα στην Αίτνα (στίχοι 61 - 70):
Έχτισε γι’ αυτόν ο Ιέρωνας την πόλη·
σαν που ορίζουνε του Ύλλου οι στέρεοι νόμοι
λευτεριά θεοστήριχτη την κυβερνάει·
ναι, του Πάμφυλου οι απόγονοι, μα κι όλων
των Ηρακλειδών, που ζουν στα ριζοβούνια
του Ταΰγετου, του Αιγιμιού την τάξη
θέλουν, σα Δωριείς. Από την Πίνδο ορμώντας
στις Αμύκλες έστησαν βασίλειο πλούσιο·
των Τυνδαριδών, που τ’ άσπρα ορίζουν άτια,
είναι γείτονες, κι η δόξα - τους μεγάλη·
ω, λουλούδισε της λόγχης - τους η φήμη.
Κάτι αξιοσημείωτα ανόητο έχει γραφτεί, κι ακόμα γράφεται, σχετικά μ’ αυτούς τους στίχους. Έχει προταθεί η παράλογη άποψη, ότι δηλ. ο Ιέρωνας, μετά από μια κτηνώδη εκδίωξη του πληθυσμού, του τύπου που είναι τόσο γνωστός στη Σικελική ιστορία, στην πραγματικότητα σχεδίαζε να εισαγάγει τη Σπαρτιατική πολιτεία και αγωγή στην Αίτνα υπό τη βασιλεία του γιου του, του Δεινομένη20 . Αν δεν είναι εμφανές ότι αυτό που όλο και όλο είχε στο νου του ο Πίνδαρος ήταν ένα παραδοσιακό βασιλικό και αριστοκρατικό σχήμα, στο οποίο ο λαός θα εύρισκε την ελευθερία του μέσα από την πειθαρχία, την ευσέβεια και την έντιμη διακυβέρνηση από τους καλύτερούς του, τότε ο Edward Will στήριξε την άποψή του εφιστώντας την προσοχή σε μερικούς αξιοπρόσεκτα παράλληλους στίχους σε ένα απόσπασμα σχετικό με την Αίγινα21. Αν υπήρχε κάτι πολιτικό, με τη στενή σημασία του όρου, στη σκέψη του Πινδάρου, τότε θα έπρεπε κάποιος να του υπενθυμίσει ψιθυριστά την αντιτυραννική παράδοση της Σπάρτης. Δεν υπάρχει πουθενά τίποτε περισσότερο στον Πίνδαρο, ποτέ μια υπόδειξη ότι η Σπάρτη ήταν κατά οποιονδήποτε τρόπο ιδιαίτερη ή μοναδική· ειδικότερα, ότι η Σπάρτη δεν ήταν μιλιταριστική κατά τρόπο που να την ξεχωρίζει από τις άλλες πολιτείες και αριστοκρατίες της παλιάς σχολής, στις οποίες θα μπορούσε κανείς να βρει τις αξίες, τις οποίες αυτός δεχόταν.
Εκεί διαπρέπουν σε συμβουλές γερόντων,
Και στα δόρατα των νέων,
Και σε χορούς, στη Μούσα, και στη Δόξα22.
Αυτό τραγουδήθηκε για τη Σπάρτη σ’ ένα άλλο απόσπασμα· θα μπορούσε κάλλιστα να είχε χρησιμοποιηθεί για τη Θήβα, τη Θεσσαλία, την Αίγινα ή την Κυρήνη, ή ακόμα και για εκείνη την Αθήνα, όπως την αντιπροσώπευαν στα μάτια του ο Μιλτιάδης και ο Κίμων.
Ούτε η εικόνα που μας δίνει ο Ηρόδοτος είναι πολύ διαφορετική στα βασικά ερωτήματα. Έχοντας υπόψη μας την υποκειμενικότητά του, ο Ηρόδοτος περιορίστηκε να μας τονίσει τη στρατιωτική ικανότητα των Σπαρτιατών και την αλάνθαστη υπακοή στον κανόνα να μην υποχωρούν ποτέ στη μάχη. Ως Ηρόδοτος, περιορίστηκε επίσης στο να επιμένει σε ορισμένες παραξενιές, όπως τις τιμές και το τελετουργικό γύρω από τους βασιλείς και τις τιμωρίες που επιβάλλονταν στους δειλούς. Ο Ηρόδοτος ήταν άγρυπνος και συχνά πολύ λεπτός σχετικά με τις αποχρώσεις, που διαφοροποιούσαν τα Ελληνικά κράτη το ένα από το άλλο. Αλλά αυτό απείχε πολύ από την εντελώς παράξενη Σπάρτη του θαύματος του 4ου αιώνα. Γι’ αυτόν, ο Ελληνικός κόσμος χωριζόταν σε δύο είδη κοινοτήτων, σ’ αυτές που τις κυβερνούσαν τύραννοι, που ήταν κάτι κακό, και σ’ αυτές που είχαν αυτοδιοίκηση. Αυτό το τελευταίο με τη σειρά του σήμαινε είτε πλήρη δημοκρατία ή καθόλου δημοκρατία, και η Σπάρτη ήταν η πιο σημαντική, η πιο ισχυρή και η πιο ενδιαφέρουσα ανάμεσα σ’ αυτές που δεν είχαν δημοκρατία.
Επεκτάθηκα αρκετά πάνω στον τρόπο, με τον οποίο η Σπάρτη κατατάσσεται μαζί με μια ολόκληρη κατηγορία Ελληνικών πόλεων, γιατί είναι ουσιώδες να ξεκαθαριστεί σε τί πραγματικά ήταν διαφορετική και μοναδική η Σπάρτη. Στην αρχή επεσήμανα ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα διαφορετικά ρεύματα στη Σπαρτιατική δομή ως μονολιθικά στην ιστορία τους και στην εξέλιξή τους. Αν κοιτάξουμε ξανά αυτά τα στοιχεία, αυτή τη φορά από την άποψη της μοναδικότητας της οικειότητάς τους, βρίσκουμε τα ακόλουθα (εκτός από λεπτομέρειες):
1. Η ειλωτεία δεν ήταν εντελώς σπάνια. Συναντάται στη Θεσσαλία, την Κρήτη, τη Σικελία και πιθανώς σ’ όλες τις Ελληνικός αποικίες στο Δούναβη και τη Μαύρη Θάλασσα (δεν αγνοώ την πιθανότητα ότι η αναλογία, και συνεπώς η πιθανή απειλή, των ειλώτων προς τους πολίτες ήταν εδώ μεγαλύτερη από οπουδήποτε αλλού, όπως θα φανεί σε λίγο).
2. Η Σπαρτιατική κυβερνητική μηχανή είχε, ασφαλώς, τις ιδιαιτερότητες της, αλλά κανένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό εκτός από τους βασιλείς δεν νομιμοποιείται να ονομαστεί μοναδικό στην αρχαία Ελλάδα.
3. Κάθε Ελληνική κοινότητα είχε τα δικά της διαβατήρια - στη γέννηση, στην ενηλικίωση, στο γάμο, στο θάνατο. Οι ποικιλίες ήταν ατέλειωτες, και βλέποντας τες μεμονωμένα, τα μόνα στοιχεία, που ξεχώριζαν στις Σπαρτιατικές τελετές, ήταν ίσως η μεγαλύτερη συχνότητα και η φανερά μεγαλύτερη ένταση της φυσικής τιμωρίας και της σκληρότητας.
4. Δεν υπάρχει απολύτως τίποτε απ’ ό, τι ξέρω για τη Σπαρτιατική θρησκεία και τις λατρευτικές εκδηλώσεις που αξίζει να σημειωθεί στα δικά μας συμφραζόμενα.
5. Ούτε τα συσσίτια ή οι τάξεις ηλικίας ήταν αφ’ εαυτών μοναδικά.
Αυτό το τελευταίο στοιχείο χρειάζεται διευκρίνιση. Κάποιο είδος συμμετοχής σε κοινά τραπέζια μπορεί να βρεθεί σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες. Η σχέση των συσσιτίων με τις τάξεις ηλικίας μαρτυρείται ειδικά σε αρκετές αρχαιοελληνικές κοινωνίες, και έχουμε κάθε δίκιο να υποπτευόμαστε ότι οι πληροφορίες μας είναι αποσπασματικές και ατελείς. Οι τάξεις ηλικίας, με τη σειρά τους, είναι κοινές κάτω από μια μεγάλη ποικιλία περιστάσεων. Οι στρατοί συνήθως τις χρησιμοποιούν κάθε φορά που γίνεται στρατολογία, και για τη βασική εκπαίδευση και για την επιστράτευση, οσάκις είναι αναγκαίες οι υπηρεσίες τους. Από την άλλη πλευρά, υπήρχαν πολυάριθμες οργανώσεις νέων στην Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, ακριβώς την περίοδο, κατά την οποία έχασαν κάθε στρατιωτικό ρόλο και αντ’ αυτού στράφηκαν στα γυμναστήρια και τις παλαίστρες23. Η αγάπη για τη νίκη μπορούσε να πάρει αθλητική μορφή, όπως ακριβώς και στρατιωτική - όπως το μαρτυρεί ο Πίνδαρος.
Αυτό που ήταν μοναδικό για τη Σπάρτη ήταν ο τρόπος, που όλα αυτά τα στοιχεία συνδυάστηκαν σε μια ενιαία δομή, καθώς και ο κύριος άξονας του οργανωτικού μηχανισμού, η άγωγή. Πρέπει να επιμείνω στο ότι δεν υπάρχει τίποτε συμφυές στις τάξεις ηλικίας, που έπρεπε να καταλήξει στη Σπαρτιατική ἀγωγή, ή ακόμη και στο ήθος της υπακοής και εκούσιας υποχώρησης μπροστά στα συμφέροντα της πολιτείας. Δεν υπάρχει αυταπόδεικτος λόγος, για τον οποίο ένας οργανωτικός διαχωρισμός μεταξύ νέων και γέρων θα έπρεπε να εξελιχτεί σ’ ένα τόσο πολύπλοκο σύστημα τάξεων ηλικίας, όπως το Σπαρτιατικό. Αυτό που ήταν μοναδικό στη Σπάρτη είναι η πολυπλοκότητά του και η λειτουργία του, και όχι ο διαχωρισμός σε τάξεις ηλικιωμένων και γέρων. Ούτε υπάρχει κάποιος συμφυής λόγος, για τον οποίο η ειλωτεία θα έπρεπε να οδηγήσει ακριβώς στο Σπαρτιατικό σύστημα' τα ίδια ισχύουν και για κάθε στοιχείο. Αλλά, όταν τελικά αναδύθηκε το σύστημα, το κάθε στοιχείο θεσμοθετήθηκε με μια διαδικασία, που δεν τελείωνε ποτέ. Και επινοήθηκε η ἀγωγή. Αυτό το τελευταίο είναι καθαρή εικασία, φυσικά, αλλά, από όλα τα στοιχεία στη Σπάρτη, η ἀγωγή είναι το μόνο, για το οποίο είναι εντελώς αδύνατον να βρούμε ίχνη στις πρωιμότερες Ελληνικές μαρτυρίες ή παραδόσεις, το μόνο, ούτως ειπείν, στοιχείο, που «κάνει» το Σπαρτιατικό σύστημα. Γι’ αυτό οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι, σαν πρότυπο ζωής για τους νέους και σαν προσπάθεια σταθεροποίησης της συμπεριφοράς και της ιδεολογίας των Σπαρτιατών ατομικά εφ’ όρου ζωής, η ἀγωγή ήταν μια όψιμη επινόηση, όσο παλιές κι αν είναι μερικές από τις τελετές μύησης και άλλες εξωτερικές όψεις της. Τελικά ήταν η ἀγωγή, και η εὐνομία, που θεωρείται αποτέλεσμα της αγωγής, οι οποίες στο τέλος κέρδισαν την εκτίμηση και την αγάπη των Ελλήνων για το Σπαρτιατικό θαύμα. «Ένας από τους καλύτερους νόμους σας», είπε ο Αθηναίος του Πλάτωνα (Νόμοι 634D), «είναι αυτός που απαγορεύει εντελώς στον κάθε νέο να κρίνει αν οι νόμοι είναι καλοί ή όχι».
Το μόνο φαινόμενο, που παραμένει εντελώς αινιγματικό, είναι η επιβίωση της βασιλείας, κι ακόμα χειρότερα, της δίδυμης βασιλείας. Δεν έχω να προτείνω κάποια εξήγηση, αλλά θα πρότεινα ότι η «επιβίωση» δεν είναι ίσως η ακριβώς σωστή λέξη. Τί ξέρουμε σχετικά με τους Σπαρτιάτες βασιλείς ή τη βασιλεία ανάμεσα στον μυθικό Μενέλαο και τον Λέοντα (ή τον Κλεομένη τον Α' για την περίπτωσή μας); Οι γενεαλογίες και οι ιστορίες, που μας λέει ο Πλούταρχος, προσφέρουν πολύ λίγα στην ιστορία. Προνόμια στη θυσία και τα συναφή ήταν κοινός τόπος στην αρχαία Ελλάδα, οσάκις κάποιος ασκούσε την ιερατική λειτουργία, όποιος κι αν ήταν ο τίτλος του' οι τιμητικές φρουρές είναι τόσο εμφανείς ώστε μπορούν να τις σκέπτονται, και τις έχουν σκεφτεί κατά καιρούς στην ιστορία- οι διπλές μερίδες στα συσσίτια δεν είναι πραγματικά το ίδιο με τα Ομηρικά προνόμια, ανεξάρτητα από το πόσο συχνά τα έχουν ταυτίσει και, πάνω από όλα, οι επικήδειες τελετές -- τις οποίες ο Ηρόδοτος θεώρησε ως το πιο χτυπητό πράγμα σχετικά με τους Σπαρτιάτες βασιλείς δεν μπορεί να είναι με καμιά έννοια επιβιώματα, γιατί ούτε εμείς γνωρίζουμε τέτοια προηγούμενα στην αρχαιοελληνική παράδοση, ούτε ο Ηρόδοτος, που τα ονόμασε «βαρβαρικά». Είναι τουλάχιστον μια υποστηρίξιμη υπόθεση ότι η Σπαρτιατική βασιλεία με τον θεσμικό τύπο που γνωρίζουμε ήταν τόσο, ή και περισσότερο, προϊόν της επανάστασης του έκτου αιώνα, που υποκινήθηκε από τις αποτυχίες του Δεύτερου Μεσσηνιακού πολέμου, όσο και προϊόν απορίας, την οποία, ελλείψει εξηγήσεων, έχουμε τη συνήθεια να ονομάζουμε «επι- βίωμα».
Απομένει, τελικά, να εξετάσουμε ένα άλλο ασυνήθιστο χαρακτηριστικό της Σπάρτης. Καμιά άλλη Ελληνική πόλη δεν είχε όμοια με τη Σπάρτη εδαφική κατάσταση, στην οποία η πόλις και η επικράτειά της δεν συνέπιπταν (όπως ήταν η Αθήνα και η Αττική)’ σ’ αυτήν η πόλις, τουλάχιστον στην ιδανική της μορφή, απετελείτο από μια μοναδική τάξη ίσων, που κυριαρχούσε πάνω σ’ ένα συγκριτικά τεράστιο πληθυσμό υποτελών. Ο Δεύτερος Μεσσηνιακός πόλεμος ήταν αποφασιστικός και σ’ αυτό το σημείο επίσης. Από κει και μετά η στρατιωτική λειτουργία έγινε πρώτιστα λειτουργία αστυνόμευσης, που στόχευε ενάντια σ’ έναν εχθρό εσωτερικό μάλλον παρά σε εχθρούς εξωτερικούς, πραγματικούς ή δυνητικούς. Για να διαφυλάξουν τη δύσκολη θέση μιας άρχουσας τάξης σ’ αυτές τις ιδιαίτερες περιστάσεις, ολόκληρη η κοινωνία ήταν δομημένη να εκπληρώνει καθήκοντα αστυνόμευσης. Ακόμη και οι προσπάθειες, που απέβλεπαν στην ίδρυση και διατήρηση της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, αν και χρειάστηκε να κάνει επανειλημμένους πολέμους, μπορούν ίσως να περιγραφούν με ακρίβεια ως μέρος της λειτουργίας της αστυνόμευσης. Η τραγωδία της Σπάρτης, συνεπώς, πήγαζε από οικεία αιτία: δεν ζούσε στο κενό. Οι Περσικές εισβολές προοιώνιζαν αυτό που επρόκειτο να έρθει με τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Σχεδόν αντίθετα με τη θέλησή της, η Σπάρτη σύρθηκε σε μια εκτεταμένη στρατιωτική δραστηριότητα, γνήσια στρατιωτική. Αυτό συνεπαγόταν σοβαρή πίεση στην αριθμητική δύναμη και μια επικίνδυνα εκτεταμένη ενσωμάτωση μη ομοίων στο στρατό, αν όχι και στην άρχουσα τάξη, ευκαιρίες άνευ προηγουμένου για φιλόδοξα άτομα, παρατεταμένα ταξίδια στο εξωτερικό κι ένα ρήγμα στην παραδοσιακή ξενοφοβία, την αδυναμία να κρατήσουν τους κανόνες ενάντια στη διαφθορά του πλούτου. Το σύστημα δεν μπορούσε να επιβιώσει για πολύ, και πράγματι δεν επιβίωσε. Και έτσι το τελικό παράδοξο είναι ότι η μεγαλύτερη στρατιωτική επιτυχία της Σπάρτης κατέστρεψε το υπόδειγμα της στρατοκρατικής πολιτείας.
--------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. O Starr (1965) 258 καθόρισε την κατάσταση συνοπτικά: «Πολλές φορές, φοβάμαι, κινδυνεύουμε να γίνουμε Ελληνιστικοί ιστορικοί, που καπηλεύονται φήμες». Όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να βρει την πλήρη βιβλιογραφία, που εξαντλεί το θέμα, στις υποσημειώσεις του Kiechle (1963), αλλά ούτε μία πρόταση που να εξηγεί πώς τόσο πολύ ακριβείς πληροφορίες μεταδόθηκαν στον Πίνδαρο, ο οποίος τότε τις συγκέντρωσε σ’ ένα είδος Peerage του Burke, για να μην αναφέρουμε τα απομνημονεύματα του Στεφάνου από το Βυζάντιο.
2. Boardman (1963).
3. Πρβλ. Mosse (1973).
4. Η ονομαζόμενη Μεγάλη Ρήτρα, αν είναι αυθεντική, ήταν ένα σύντομο, σχεδόν γνωμικό, πρώιμο κείμενο με εντολές για την διακυβέρνηση, ειδικότερα για τη νομοθετική διαδικασία. Δεν υπάρχει καμιά συμφωνία γι’ αυτήν ανάμεσα στους ερευνητές, ούτε καν για τη χρονολογία, αλλά οι περισσότεροι την τοποθετούν πριν από την «επανάσταση του έκτου αιώνα», πράγμα το οποίο κάνω κι εγώ χωρίς κανένα δισταγμό.
5. Για τις διάφορες τελετουργίες, βλ. den Boer (1954) μέρος 3.
6. Η Ευνομία έγινε ένας αμφίσημος όρος: η «καλή τάξη» (νόμων) κατέληξε σε «σταθερή κυβέρνηση» και η ευνομία έγινε το σύνθημα των προπαγανδιστών εναντίον της πολιτικής αλλαγής, ειδικά της αλλαγής προς τη δημοκρατία. Ο Ηρόδοτος σίγουρα τη χρησιμοποιούσε με την αρχική έννοια. Βλ. Andrewes (1938)· Ehrenberg (1965) 139-58.
7. Το γεγονός ότι οι όμοιοι εμφανίζονται για πρώτη φορά ως «τεχνικός όρος» στον Ξενοφώντα, ή ότι μόνο ο Ξενοφών μιλά για νπομείονες, «κατώτερους», δεν με εντυπωσιάζει γιατί δεν βρίσκω σ’ αυτό καμιά σημασία. Η Σπαρτιατική κοινωνική ορολογία ήταν γεμάτη από ουσιαστικά και μετοχές, που είχαν αποκτήσει τεχνική σημασία, όπως τρέσαντες (δειλοί, «ριψάσπιδες»), ἀγαθοεργοί (ευεργέτες) και νεοδαμώδεις (αυτοί που πολιτογραφήθηκαν πρόσφατα).
8. Moretti (1959).
9. Γενικά, ακολουθώ την ερμηνεία του Jeanmaire (1939) 540-69 για την κρυπτεία. Ο Αριστοτέλης, κατά τον Πλούταρχο, Λυκούργος, 28, τη συνδέει απόλυτα με την πολιτική απέναντι στους είλωτες, αλλά ότι αυτή είναι πολύ στενή ερμηνεία βγαίνει ως δικαιολογημένο συμπέρασμα από τις προσεκτικά καλυμμένες γενικότητες του Ξενοφώντα (4.4), από τις λίγες λεπτομέρειες που διαθέτουμε για την καταστολή της επανάστασης του Κινάδωνα, και, αν πρέπει να την εμπιστευθούμε, από την αναφορά του Πλούταρχου στην κρυπτεία, Κλεομένης, 28.3.
10. Ξενοφών 11.2. 13.1 I· πρβλ. του ίδιου, Ἀγησίλαος, 1.26· Θουκυδίδης 4.80.5. Ο Pierre Vedal-Naquet μού υπενθύμισε ότι το Αθηναϊκό κράτος εφοδίαζε κάθε έφηβο με ασπίδα και ακόντιο, τουλάχιστον κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. (Αριστοτέλης. Ἀθηναίων Πολιτεία, 42.4). Αυτή η σύγκριση ενισχύει την προτίμησή μου.
11. Τα κύρια χωρία του Ηρόδοτου είναι 3.148' 5.51· 6.50' 6.72' 8.5.
12. Η επιγραφή έχει ανατυπωθεί στο Dialekctorum Graecarum exempla ...,αρ. 12. εκδ. Ε. Schwyzer.
13. Βλ. Αριστοτέλη. Πολιτικά, 1334α 35-39.
14. Βλ. Andrewes (1966).
15. Θουκυδίδης 5.15.1 (όπως κι αν προτιμάει κανείς να θεραπεύσει το φθαρμένο κείμενο), 5.34.2.
16. De Ste. Croix (1972) 94-101.
17. Vagts (1937) II, 13.
18. Ισοκράτης 6.81' Πλάτων, Νόμοι, 666Κ.
19. Μεταφρασμένο από τον Richmond Lattimore (University of Chicago Press, 1947).
20. Π.χ. Kirsten (1941).
21. To απόσπασμα είναι ο αρ. 1 στην έκδοση του Schroeder βλ. Will (1956) 59.
22. Μετάφραση από τον Bowra (1964) 152, του αποσπάσματος 189 στην έκδοσή του.
23. Jeanmaire (1939) 463-5.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου