Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΟΜ (Ιούλιος 1916)

 Η ΟΛΕΘΡΙΑ ΜΑΧΗ ΤΟΥ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

Στις 28 Ιουνίου του 1914 ο Σερβοβόσνιος φοιτητής Γκαβρίλο Πρίντσιπ δολοφόνησε στο Σαράγεβο τον διάδοχο του Αυστρο-Ουγγρικού θρόνου Φραγκίσκο Φερδινάνδο (Franz Ferdinand) και τη σύζυγό του Σοφία. Η ενέργεια αυτή του Πρίντσιπ, που εξέφραζε τις φιλοδοξίες του Πανσερβισμού, πυροδότησε τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μεγάλη εδαφική επέκταση της Σερβίας στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912 - 1913), άνοιξε την όρεξη των εθνικιστικών κύκλων του Βελιγραδίου για την απελευθέρωση των Νότιων Σλάβων της Αυστρο-Ουγγαρίας. Καθοδηγούμενοι από τον επικεφαλής των Σερβικών μυστικών υπηρεσιών, συνταγματάρχη Ντραγκουτίν Ντιμιτρίεβιτς, άρχισαν να ενισχύουν τις μυστικές Νοτιοσλαβικές οργανώσεις, που υπήρχαν στην επικράτεια των Αψβούργων...

Μία από τις μυστικές οργανώσεις, που δρούσαν στο έδαφος της Βοσνίας, ήταν η «Μλάντα Μπόσνα» (Νεαρά Βοσνία), αποτελούμενη κυρίως από Σερβοβόσνιους μαθητές. Η οργάνωση, στην οποία ηγετικό ρόλο είχε ο φοιτητής Γκαβρίλο Πρίντσιπ (1894 - 1918), ήταν αντίθετη με την κατοχή της Βοσνίας από τους Αυστριακούς και είχε ως στόχο την απελευθέρωση των Σλαβικών περιοχών του Ευρωπαϊκού νότου και τη σύμπηξη μιας ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Η ευκαιρία για μία θεαματική ενέργεια κατά της Αυστρο-Ουγγρικής κατοχής της Βοσνίας θα δινόταν από τους νεαρούς επαναστάτες της «Μλάντα Μπόσνα» στις 28 Ιουνίου του 1914, κατά την επίσημη επίσκεψη του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας στο Σαράγεβο, προκειμένου να εγκαινιάσουν ένα νοσοκομείο.

Ο Γκαβρίλο Πρίντσιπ και η πενταμελής ομάδα του είχαν σκοπό να τους σκοτώσουν και να γίνουν ήρωες. Η συνωμοσία είχε οργανωθεί από τον Ντιμιτρίεβιτς και ήταν σε γνώση του Σέρβου πρωθυπουργού Νίκολα Πάσιτς. Ο Πάσιτς, που είχε εχθρικές σχέσεις με τον Ντιμιτρίεβιτς, αναλογιζόμενος τις επιπτώσεις στη χώρα του από μια τέτοια ενέργεια, ειδοποίησε την Αυστριακή κυβέρνηση, η οποία δεν θεώρησε σοβαρή την προειδοποίηση και αδιαφόρησε. Το πρωί της 28ης Ιουνίου του 1914, μόλις η βασιλική πομπή εμφανίστηκε στην κεντρική οδό του Σαράγεβο, ένας από την ομάδα του Πρίντσιπ, ο 19χρονος Νεντέλικο Τσαμπρίνοβιτς έριξε μία χειροβομβίδα, η οποία προσέκρουσε στην άμαξα του διαδόχου και εξερράγη σε διπλανό όχημα, τραυματίζοντας δύο από τους συνοδούς αξιωματικούς του Φραγκίσκου Φερδινάνδου. 

Λίγο αργότερα κι ενώ ο διάδοχος και η σύζυγός του κατευθύνονταν προς το νοσοκομείο για να επισκεφθούν τους τραυματίες αξιωματικούς, ο Πρίντσιπ τους πυροβόλησε και τους σκότωσε μ’ ένα εννιάρι πιστόλι τύπου «FN 1910», το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, του το είχαν προμηθεύσει οι Σερβικές μυστικές υπηρεσίες. Η Αυστρο-Ουγγαρία θεώρησε υπεύθυνη τη Σερβία για τη δολοφονία του πριγκιπικού ζεύγους και της κήρυξε τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου του 1914. Στον πόλεμο ενεπλάκησαν όλες οι μεγάλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις και οι Ηνωμένες Πολιτείες από το 1917, με αποτέλεσμα να προκύψει μια γενικευμένη στρατιωτική σύγκρουση, που έσπειρε τον όλεθρο στη Γηραιά Ήπειρο και έμεινε στην ιστορία ως Α' Πόλεμος Πόλεμος ή Μεγάλος Πόλεμος (1914 - 1918).

Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ  ΠΟΛΕΜΟΣ

Η μεγαλύτερη και πιο πολύνεκρη πολεμική αναμέτρηση που γνώρισε ο κόσμος μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914, όταν η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Σερβίας και τελείωσε με την ταπεινωτική ήττα της Γερμανίας και των συμμάχων της στις 11 Νοεμβρίου 1918. Ονομάστηκε Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ή Μεγάλος Πόλεμος, επειδή εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης και αναμίχθηκαν σ’ αυτόν όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Τα αίτια, που οδήγησαν στην έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου θα πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που αύξησαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. 

Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εκβιομηχάνισή της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία για την κυριαρχία στις μεγάλες αγορές του κόσμου. Ταυτόχρονα, η Γαλλική πολιτική της «ρεβάνς», δηλαδή η επιθυμία της Γαλλίας να αποκαταστήσει το γόητρό της και να ανακτήσει την Αλσατία και τη Λορένη (που είχε χάσει στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 - 1871), είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις της με τη Γερμανία. Την ίδια εποχή, η Αυστροουγγαρία βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια. 

Τα νέα εθνικά Βαλκανικά κράτη, που είχαν δημιουργηθεί μετά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστροουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Έτσι, η Αυστροουγγαρία επιθυμούσε να διατηρηθεί το στάτους - κβο των Βαλκανίων. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του Πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των Ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, πράγματα που έβρισκαν αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.

Τη σπίθα του πολέμου άναψε η δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου και της συζύγου του Σοφίας από τον νεαρό Σερβοβόσνιο εθνικιστή Γκαβρίλο Πρίντσιπ στο Σαράγεβο της Βοσνίας στις 28 Ιουνίου 1914. Για τη δολοφονία οι Αυστριακοί θεώρησαν υπεύθυνη την κυβέρνηση της Σερβίας και της κήρυξαν τον πόλεμο στις 28 Ιουλίου 1914. Την 1η Αυγούστου η Γερμανία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Ρωσίας και δύο ημέρες αργότερα κατά της Γαλλίας. Στις 4 Αυγούστου η Αγγλία και στις 23 Αυγούστου η Ιαπωνία κηρύσσουν με τη σειρά τους τον πόλεμο κατά της Γερμανίας, όταν αυτή εισβάλει στο Βέλγιο (4 Αυγούστου).

Με το μέρος της Γερμανίας και της Αυστρίας τάχθηκαν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία, που αποτέλεσαν τις λεγόμενες «Κεντρικές Δυνάμεις». Από την άλλη πλευρά, με τους Αγγλογάλλους και τους Ρώσους συντάχθηκαν η Σερβία, το Μαυροβούνιο, το Βέλγιο, η Ιαπωνία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ρουμανία, η Ελλάδα (από το 1916 η «Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης» και από το 1917 το Ενωμένο Ελληνικό κράτος), η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες (από το 1917). Όλες μαζί οι δυνάμεις αυτές συγκρότησαν τον συνασπισμό, γνωστό ως «Αντάντ» (Entente = Συνεννόηση στα Γαλλικά). Στην αρχή του πολέμου, οι πιο μεγάλες μάχες έγιναν στη Γαλλία και το Βέλγιο (Δυτικό Μέτωπο). 

 
Οι Γερμανοί κυρίευσαν μεγάλο τμήμα των χωρών αυτών και απείλησαν το Παρίσι. Οι Γάλλοι κατόρθωσαν να οργανώσουν την άμυνά τους σ’ ένα μέτωπο 750 χλμ. από τη Βόρεια Θάλασσα ως το βορειοδυτικό άκρο της Ελβετίας, όπου έγινε ένας φοβερός πόλεμος χαρακωμάτων, που κράτησε έως το 1918. Την περίοδο που οι Γερμανοί πολιορκούσαν το Παρίσι, τους επιτέθηκαν οι Ρώσοι και κυρίευσαν σημαντικά εδάφη της Ανατολικής Πρωσίας (Ανατολικό Μέτωπο). Ο αρχιστράτηγος του Γερμανικού στρατού φον Μόλτκε διόρισε διοικητή του στρατού της Ανατολικής Πρωσίας τον γηραιό στρατηγό Χίντεμπουργκ, ο οποίος κατόρθωσε να απωθήσει τους Ρώσους, νικώντας τους στις μάχες του Τάνεμπεργκ (26 / 31 Αυγούστου 1914) και των Μαζουριανών Λιμνών (9 / 14 Σεπτεμβρίου).

Οι Ρώσοι με νέες δυνάμεις οργάνωσαν την άμυνα τους στη γραμμή από την Ανατολική Πρωσία ως τα Καρπάθια (900 χλμ.) και ο πόλεμος αυτός έγινε αγώνας χαρακωμάτων. Τον Μάιο του 1915 οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, αφού έχασαν πολύ στρατό. Τον Οκτώβριο του 1915, η «Αντάντ» κήρυξε τον πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προσπαθώντας να βοηθήσει τους Ρώσους. Ο συμμαχικός στόλος με βάση τη Λήμνο επιχείρησε να περάσει τα στενά των Δαρδανελλίων, αλλά δεν το κατόρθωσε, γιατί οι Τούρκοι τους απώθησαν. Απόπειρα να εισχωρήσουν από την ξηρά με απόβαση στη χερσόνησο της Καλλίπολης, επίσης, απέτυχε. 

Οι Σύμμαχοι αναζητούσαν βάση για το στόλο και το στρατό τους στο Αιγαίο και χωρίς την άδεια της Ελλάδας, που τηρούσε ουδετερότητα, αποβιβάστηκαν στη Θεσσαλονίκη (2 Οκτωβρίου 1915). Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερβία κι έτσι δημιουργήθηκε το «Βαλκανικό Μέτωπο». Η παρουσία των συμμαχικών στρατευμάτων της «Αντάντ» στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε αναστάτωση στην Ελλάδα, γιατί άλλα κόμματα είχαν φιλικές διαθέσεις προς τους συμμάχους και άλλα ήταν αντίθετα. Όταν οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερβία, ο Ελληνικός στρατός δεν έσπευσε να βοηθήσει τους παλιούς του συμμάχους Σέρβους. Αυτό εξερέθισε τους Συμμάχους, που έριξαν την ευθύνη στο φιλογερμανό βασιλιά Κωνσταντίνο. 

Την άνοιξη του 1916 οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία κι έκαναν φοβερές σφαγές σε βάρος των Ελλήνων. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος τότε έκαμε το χωριστικό κίνημα (κίνημα «Εθνικής Αμύνης»). Πήγε στη Θεσσαλονίκη και σχημάτισε φιλική κυβέρνηση προς την «Αντάντ» (26 Αυγούστου 1916). Η Ελλάδα χωρίστηκε στα δυο: Το «κράτος των Αθηνών» υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο υποστήριζε την ουδετερότητα και το «κράτος της Θεσσαλονίκης» υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο την έξοδο στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ». Τη λύση έδωσαν οι Γάλλοι, δια του γερουσιαστή Ζονάρ, που υποχρέωσαν το βασιλιά Κωνσταντίνο να φύγει από την Ελλάδα. 

Έτσι, η ενωμένη Ελλάδα εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της «Αντάντ» και στις 27 Ιουνίου 1917 κήρυξε τον πόλεμο κατά των «Κεντρικών Δυνάμεων». Στο Δυτικό Μέτωπο, στις φονικές μάχες των χαρακωμάτων προστέθηκε το 1916 η φοβερή μάχη του Βερντέν, ανάμεσα σε Γάλλους και Γερμανούς, που κράτησε 10 μήνες (21 Φεβρουαρίου - 18 Δεκεμβρίου), με τρομακτικές απώλειες και για τους δύο αντιπάλους. Οι Σύμμαχοι, για να εξασθενήσουν τη Γερμανία, απέκλεισαν με τους στόλους τους τη Βαλτική και την Αδριατική. Οι Γερμανοί, όμως, με τα υποβρύχιά τους βύθισαν πολλά συμμαχικά πλοία. 

Στις 3 Φεβρουαρίου 1917, οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον πόλεμο για να «εξασφαλίσουν την ελευθερία των θαλασσών, όπως διακήρυξε ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον και βαθμηδόν η πλάστιγγα του πολέμου άρχισε να γέρνει προς τη μεριά της «Αντάντ». Τον Μάρτιο του 1917 (Φεβρουάριο με το παλαιό ημερολόγιο) ξέσπασε επανάσταση στη Ρωσία που ανέτρεψε τον τσάρο Νικόλαο Β' και ανακηρύχτηκε δημοκρατία με επικεφαλής τον σοσιαλδημοκράτη πολιτικό Αλεξάντρ Κερένσκι. Ο Ρωσικός στρατός συνέχισε να μάχεται στο ανατολικό μέτωπο, αλλά χωρίς ηθικό. 

Στις 24 Οκτωβρίου 1917, οι Μπολσεβίκοι του Λένιν ανέτρεψαν τον Κερένσκι και ανέλαβαν την εξουσία, εγκαθιστώντας σταδιακά κομμουνιστικό καθεστώς στην αχανή χώρα («Οκτωβριανή Επανάσταση»). Το νέο καθεστώς υπέγραψε χωριστή συνθήκη με τη Γερμανία στις 3 Μαρτίου 1918 (Συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ) και η Ρωσία εξήλθε του πολέμου. Παρά την απώλεια της Ρωσίας, η κατάσταση δεν άλλαξε δραματικά και το πάνω χέρι στον πόλεμο εξακολουθούσε να το έχει η «Αντάντ». Οι μεγάλες Γερμανικές επιθέσεις στο «Δυτικό Μέτωπο» (μάχες Σεμέν Ντε Νταμ και Μάρνη) αποκρούστηκαν από τις Γαλλοαμερικανικές δυνάμεις. 

Οι Άγγλοι νίκησαν τους Τούρκους στην Παλαιστίνη και τη Μεσοποταμία, όπως και ο Ελληνικός στρατός τους Βούλγαρους στο Σκρα (16 Μαΐου 1918). Μεγάλες ήταν και οι επιτυχίες των Ιταλών κατά των Αυστριακών. Οι Γερμανοί άρχισαν να βλέπουν ότι χάνουν τον πόλεμο. Για να αποφύγουν μεγαλύτερη αιματοχυσία, επαναστάτησαν και ζήτησαν να κλείσει ανακωχή με βάση τους 14 όρους του Αμερικανού προέδρου Γουίλσον, που είχαν δημοσιοποιηθεί σταδιακά από τις 8 Ιανουαρίου έως τις 27 Σεπτεμβρίου 1918 (4 Οκτωβρίου 1918). Στις 9 Νοεμβρίου ανακηρύσσεται στη Γερμανία δημοκρατία και την επομένη ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β' εγκαταλείπει τη χώρα. 

Στις 5 το απόγευμα της 11ης Νοεμβρίου 1918 υπογράφεται η παράδοση της Γερμανίας μέσα σ’ ένα βαγόνι τραίνου και στις 11 το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, που στοίχισε 16 εκατομμύρια νεκρούς και εξαφανισθέντες και 20 εκατομμύρια τραυματίες στα πεδία των μαχών, λαμβάνει τέλος. Οι συνέπειές του, όμως, θα στοιχειώνουν για πολλά χρόνια ακόμα τη Γηραιά Ήπειρο. Στις 18 Ιουνίου 1919 υπογράφτηκε η συνθήκη των Βερσαλιών, με τη συμμετοχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, που επέβαλε επαχθείς όρους στη Γερμανία. Η Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, είχε συνολικές απώλειες 27.000 ανδρών στα πεδία των μαχών (6.000 νεκρούς και αγνοούμενους και 21.000 τραυματίες). 


Η Ελλάδα βγήκε κερδισμένη εδαφικά από τον Μεγάλο Πόλεμο. Με την συνθήκη του Νεϊγί (27 Νοεμβρίου 1919) της αποδόθηκε η Δυτική Θράκη, ενώ με τη συνθήκη των Σεβρών (10 Αυγούστου 1920) της παραχωρήθηκαν η Ανατολική Θράκη (μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης), τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η δυνατότητα εξάσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή της Σμύρνης. Στην Ιταλία δόθηκαν τα Δωδεκάνησα και το Καστελόρριζο, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου.

ΧΗΜΙΚΑ ΟΠΛΑ ΣΤΟΝ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Τα χημικά όπλα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν κατά κύριο λόγο για να σπάσουν το ηθικό, να τραυματίσουν και να σκοτώσουν παγιωμένους υπερασπιστές, κατά των οποίων η αδιάκριτη και γενικά αργή κίνηση ή στατική φύση των νεφών αερίου θα ήταν πιο αποτελεσματική. Οι τύποι των όπλων που χρησιμοποιήθηκαν κυμαίνονταν από χημικές ουσίες που έκαναν του στρατιώτες ανίκανους να πολεμήσουν, όπως δακρυγόνα και το καυστικό αέριο μουστάρδας, σε θανατηφόρους παράγοντες όπως το φωσγένιο και το χλώριο. Αυτός ο χημικός πόλεμος ήταν ένα σημαντικό συστατικό του πρώτου παγκόσμιου πολέμου και του πρώτου ολοκληρωτικό πόλεμο του 20ού αιώνα. 

Η δολοφονική ικανότητα των αερίων, ωστόσο, ήταν περιορισμένη -μόνο τέσσερα τοις εκατό των θανάτων σε μάχες προκλήθηκαν από αέρια- επειδή υπήρχε η δυνατότητα να αναπτυχθούν αποτελεσματικά αντίμετρα κατά των χημικών επιθέσεων, όπως μάσκες αερίου, σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα όπλα της εποχής. Στα τελευταία στάδια του πολέμου, καθώς η χρήση του αερίου αυξανόταν, η συνολική αποτελεσματικότητά του μειωνόταν. Η ευρεία χρήση αυτών των παραγόντων χημικού πολέμου και η εν καιρώ πολέμου πρόοδος στη σύνθεση έντονα εκρηκτικών υλών, οδήγησε κατά καιρούς να εκφραστεί η άποψη ότι ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο «πόλεμος των χημικών». 

Τα χημικά άρχισαν να χρησιμοποιούνται μετά τη παγίωση των θέσεων των δύο αντιπάλων με χαρακώματα. Οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν χειροβομβίδες 26 χιλιοστών οι οποίες περιείχαν δακρυγόνο αέριο, το οποίο δεν ήταν ικανό να φτάσει σε υψηλές συγκεντρώσεις σε ανοικτό χώρο γιατί γρήγορα διαλυόταν και γι' αυτό σταμάτησαν να τις χρησιμοποιούν. Αντιστοίχως, οι Γερμανοί αντικατέστησαν το ΤΝΤ σε οβίδες με dianisidine chlorosulphonate, το οποίο ήταν γνωστό ότι προκαλεί ερεθισμό στους βλεννογόνους. Τις 27 Οκτωβρίου 1914, οι Γερμανοί έριξαν 3.000 τέτοιες οβίδες σε Βρετανούς στρατιώτες κοντά στο Νεβ-Σαπέλ, των οποίων όμως η υγεία δεν επηρεάστηκε από το αέριο. 

Οι Γερμανοί συνέχισαν να πειραματίζονται με τα αέρια και τις 31 Ιανουαρίου 1915 έριξαν στους Ρώσους περίπου 18.000 οβίδες οι οποίες περιείχαν xylyl bromide, αλλά, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών, το υλικό δεν εξαχνώθηκε και έτσι η επίθεση των Γερμανών αποκρούστηκε. Οι Γερμανοί άλλαξαν το τρόπο με το οποίο διοχετευόταν το αέριο, καθώς το αέριο το οποίο διοχετευόταν με οβίδες δεν έφτανε υψηλή συγκέντρωση για να θεωρηθεί επιτυχημένο και αντ' αυτών, ύστερα από συμβουλή του καθηγητή Φριτς Χάμπερ, χρησιμοποίησαν εμπορικούς κυλίνδρους αποθήκευσης αερίου. 

Η πρώτη επιτυχημένη επίθεση με αέριο σε κυλίνδρους έλαβε χώρα τις 22 Απριλίου 1915, όταν οι Γερμανοί απελευθέρωσαν 168 τόνους χλωρίου κοντά στην Υπρ. Το αέριο κινήθηκε με τον άνεμο προς τις θέσεις των συμμάχων και προκάλεσε ένα ρήγμα στις θέσεις των Γάλλων μήκους 15 χιλιομέτρων περίπου. Παρόλα αυτά, οι Γερμανοί, έκπληκτοι με την επιτυχία τους, δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Επίσης, εξαιτίας του χλωρίου, το πεδίο της μάχης άλλαξε τελείως, καθώς τα φύλλα των δέντρων έγιναν λευκά και τα λουλούδια έχασαν το χρώμα τους. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν ξανά το χλώριο σε άλλο σημείο του μετώπου 36 ώρες αργότερα. 

Εκεί, ένας Καναδός λοχαγός ονόματι Μπέρτραντ, χημικός, αναγνώρισε το χλώριο και γνωρίζοντας ότι η ουρία το εξουδετερώνει, έδωσε εντολή στους άντρες του να βρέξουν με ούρα κομμάτια υφάσματος και να αναπνέουν μέσα από αυτά. Παρόλα αυτά, οι ποσότητες χλωρίου ήταν τέτοιες που εξουδετέρωσαν την ουρία και περνούσαν στο αναπνευστικό σύστημα των στρατιωτών. Το 1915 εμφανίστηκαν και άλλα αέρια. Το φωσγένιο ήταν πιο αποτελεσματικό από το χλώριο γιατί ήταν άχρωμο και μύριζε σαν «μουχλιασμένο άχυρο» και έτσι ήταν πολύ δύσκολο να αναγνωριστεί. Λιγότερο σπάνια χρησιμοποιούταν το διφωσγένιο. 

Η δράση των αερίων προκάλεσε πανικό στις Γαλλικές γραμμές, αλλά η Γερμανική ηγεσία δεν ήταν προετοιμασμένη να το εκμεταλλευτεί, και Καναδικές δυνάμεις γρήγορα έκλεισαν το κενό. Οι Σύμμαχοι επίσης περιορίστηκαν σε τοπική δράση, ως την μεγάλη επίθεση στην Καμπανία τον Σεπτέμβριο, όπου ο Γάλλος αρχιστράτηγος, Ζόφφρ, ήλπιζε ότι με την χρήση ισοπεδωτικών βομβαρδισμών (μπαράζ) θα μπορούσε να ανοίξει ένα ρήγμα στις Γερμανικές γραμμές. Η επίθεση όμως γρήγορα αποτελματώθηκε όταν συνάντησε την δεύτερη και τρίτη Γερμανική γραμμή άμυνας, και τερματίστηκε τον Νοέμβριο μετά από βαριές Αγγλογαλλικές απώλειες. 


Αυτά τα δύο αέρια προκάλεσαν το 80% των θανάτων που συνολικά προήλθαν από ασφυξιογόνα αέρια. Το φωσγένιο χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τους Γερμανούς, στις 19 Δεκεμβρίου του 1915 και έξι μήνες αργότερα από τους Βρετανούς, των οποίων υπήρξε το κύριο χημικό όπλο (χρησιμοποίησαν 1.500 τόνους σε 15 επιθέσεις). Ένα άλλο είδος χημικού όπλου που χρησιμοποιήθηκε ήταν το καυστικό αέριο μουστάρδας. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως χημικό όπλο στις 12 Ιουλίου 1917, εναντίον των Βρετανικών στρατευμάτων στην Υπρ σε οβίδες. 

Οι Γάλλοι το ονόμασαν υπερίτη, από το όνομα της πόλης Υπρ, ενώ οι Γερμανοί LOST, από τα αρχικά των Γερμανών χημικών Λόμμελ και Στάινκοφ, που είχαν την έμπνευση να χρησιμοποιηθεί ως πολεμικό χημικό όπλο. Στο Υπρ του Βελγίου, τα συμμαχικά και τα Γερμανικά στρατεύματα ήταν παρατεταγμένα στα χαρακώματα. Η μάχη κρατούσε μήνες, αφού σπάνια οι αντίπαλοι έβγαιναν από τα χαρακώματα. Την ημέρα εκείνη, το απόγευμα γύρω στις 5, οι Γάλλοι στρατιώτες είδαν ένα πρασινοκίτρινο στρώμα «ομίχλης» να κινείται προς το μέρος τους, από τις Γερμανικές γραμμές, και να τους καλύπτει. 

Σε 1-2 ώρες οι γραμμές των συμμάχων είχαν καταρρεύσει αλλά οι Γερμανοί, εξίσου έκπληκτοι από τα αποτελέσματα, δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Εν τω μεταξύ, εκτός από τους ανθρώπους, είχε αλλάξει μορφή και το τοπίο αφού, υπό την επίδραση του χλωρίου, τα πράσινα φύλλα των δένδρων άσπρισαν και τα λουλούδια άλλαξαν χρώματα. Οι Γερμανοί επανήλθαν με το χλώριο 36 ώρες αργότερα, σε άλλο σημείο του μετώπου. Εκεί, ένας Καναδός λοχαγός ονόματι Μπέρτραντ, χημικός, αναγνώρισε το χλώριο και έδωσε εντολή στους άντρες του να βρέξουν με ούρα τεμάχια υφάσματος (κάλτσες, κασκόλ κ.τλ.) και να τα προσαρμόσουν στο πρόσωπό τους, ώστε να αναπνέουν μέσα από αυτά. 

Αυτό το έκανε γιατί γνώριζε ότι η ουρία μπορούσε να δεσμεύσει αποτελεσματικά το χλώριο. Όμως, η ενέργεια αυτή δεν κράτησε για πολύ, αφού οι τεράστιες ποσότητες χλωρίου εξουδετέρωσαν την ουρία και περνούσαν στο αναπνευστικό σύστημα των στρατιωτών. Αμέσως άρχισαν να νιώθουν δύσπνοια και έντονο τσούξιμο στα μάτια που προκαλούσε άφθονα δάκρυα. Το πρασινοκίτρινο αέριο γέμισε τα χαρακώματα. Πανικόβλητοι, οι στρατιώτες έτρεχαν να ξεφύγουν, αλλά η ταχύπνοια λόγω του τρεξίματος τους υποχρέωνε να εισπνέουν όλο και περισσότερο χλώριο (αυτό ήταν το αέριο). 

Στη συνέχεια, οι Σύμμαχοι το χρησιμοποίησαν εναντίον τον Γερμανών και σε μία από αυτές τις επιθέσεις, στις 14 Οκτωβρίου 1918, ένα από τα θύματα ήταν ο νεαρός δεκανέας Αδόλφος Χίτλερ ο οποίος πέρασε μήνες στο νοσοκομείο στο Πάσεβαλκ, κοντά στο Βερολίνο, με φριχτούς πόνους στα μάτια. Κανένας από τους αντιμαχόμενους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δεν ήταν προετοιμασμένος για την χρήση δηλητηριωδών αερίων ως όπλου. Μόλις το αέριο εμφανίστηκε, άρχισε και η ανάπτυξη της προστασίας έναντι του αερίου και η διαδικασία συνεχίστηκε για μεγάλο μέρος του πολέμου με την παραγωγή μιας σειράς από ολοένα και πιο αποτελεσματικές αντιασφυξιογόνες μάσκες.

Ακόμη και στη δεύτερη μάχη της Υπρ, οι Γερμανοί δεν ήταν ακόμα σίγουροι για την αποτελεσματικότητα του όπλου, χρησιμοποιώντας μόνο μάσκες αναπνοής στους μηχανικούς που ασχολούνταν με το χειρισμό του αερίου. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, στο Υπρ ένας Καναδός χημικός εντόπισε γρήγορα το αέριο και συνέστησε στους στρατιώτες να ουρήσουν σε ένα πανί και να το κρατήσουν πάνω στο στόμα και στη μύτη τους. Ο πρώτος επίσημος εξοπλισμός που παράχθηκε ήταν εξίσου χονδροειδής: ένα μαξιλάρι υλικού, συνήθως εμποτισμένο με ένα χημικό, δεμένο μπροστά στο πρόσωπο. Για να προστατεύουν τα μάτια από τα δακρυγόνα, οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν γυαλιά αερίου. 

Η συνέχεια ήταν το αντιασφυξιογόνο κράνος, το οποίο ουσιαστικά ήταν μια σακούλα η οποία φοριόταν στο κεφάλι εμποτισμένη με ένα χημικό που αδρανοποιούσε το αέριο, π.χ. γλυκερίνη, σόδα ή νερό. Η κορωνίδα της προστασίας έναντι των αερίων στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η μάσκα με μικρό αναπνευστήρα που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Άγγλους τον Απρίλιο του 1916.

Το Φωσγένιο

Το φωσγένιο ή χλωριούχο καρβονύλιο (COCl2) είναι μη εύφλεκτη, αλλά πολύ τοξική χημική ένωση, που συνήθως υπάρχει στην κατάσταση αερίου ή κατεψυγμένου υγρού (σημείο τήξεως −118 °C, σημείο ζέσεως 8 °C). Χρησιμοποιείται για την παραγωγή πολυμερών, βαφών, φυτοφαρμάκων και φαρμακευτικών. Επειδή είναι ισχυρό ασφυξιογόνο, το φωσγένιο χρησιμοποιήθηκε και ως χημικό όπλο κατά τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αέριο φωσγένιο είναι άχρωμο, αλλά συνήθως δημιουργεί λευκό ή υποκίτρινο νέφος όταν απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα. Το αέριο φωσγένιο είναι βαρύτερο από τον αέρα (πυκνότητα αερίου φωσγενίου: 4,248 g dm−3 στους 15 °C). 


Σε μικρές συγκεντρώσεις έχει ελαφρά οσμή φρεσκοκομμένου σανού, αλλά σε υψηλές συγκεντρώσεις, η οσμή του γίνεται έντονη και δυσάρεστη. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το φωσγένιο χρησιμοποιήθηκε ως χημικό όπλο, τόσο από τις δυνάμεις της Αντάντ όσο και από τους Γερμανούς. Υπολογίζεται ότι από τους 100.000 νεκρούς του Α' Παγκοσμίου Πολέμου από χημικά αέρια, οι 85.000 πέθαναν από το φωσγένιο. Σήμερα, το φωσγένιο δεν χρησιμοποιείται πλέον για την παρασκευή χημικών όπλων, επειδή έχουν ανακαλυφθεί άλλες πιο θανατηφόρες ουσίες. 

Προκαλεί ενοχλήσεις στα μάτια και στο δέρμα, αλλά το άτομο που θα εκτεθεί σε φωσγένιο δεν θα παρουσιάσει σοβαρά άλλα συμπτώματα ασφυξίας παρά μόνον αρκετές ώρες (έως και 72) μετά την αρχική έκθεση. Το φωσγένιο αντιδρά με το νερό των ιστών του αναπνευστικού συστήματος και παράγει διοξείδιο του άνθρακα και υδροχλωρικό οξύ. Το οξύ διαλύει τις μεμβράνες των πνευμόνων και οι πνεύμονες γεμίζουν με νερό. Το άτομο παθαίνει πνευμονικό οίδημα, αιμορραγία και βρογχιολίτιδα, που μπορεί να οδηγήσουν στον θάνατο. Αναφέρεται ότι το φωσγένιο αντιδρά με το DNA και ένζυμα και προκαλεί καρκίνο.

Το Αέριο Μουστάρδας

Το «αέριο μουστάρδας» παρήχθη για πρώτη φορά το 1822, αλλά οι επιβλαβείς επιδράσεις δεν ανακαλύφθηκαν παρά το 1860. Ονομάστηκε έτσι επειδή μια μέθοδος παραγωγής του απέφερε ένα μη καθαρό, καστανοκίρινο υγρό που μύριζε σαν μουστάρδα. Χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως χημικό - καυστικό όπλο στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και προκάλεσε βλάβες στους πνεύμονες και στα μάτια, σε πολλούς στρατιώτες. Πολλοί από αυτούς υπέφεραν από πόνους 30 - 40 χρόνια μετά την έκθεση, κυρίως ως αποτέλεσμα των τραυματισμών των ματιών και χρόνιων αναπνευστικών διαταραχών.

Το αέριο μουστάρδας (C4H8Cl2S) είναι μία κυταροτοξική ουσία η οποία σε θερμοκρασία δωματίου έχει υγρή μορφή. Συνδέθηκε για πρώτη φορά το 1860 από τον Frederick Guthrie. Για χρήση σαν όπλο προσθέτονται και άλλες ουσίες και το τελικό μείγμα έχει κίτρινο-καφέ χρώμα και οσμή σκόρδου ή μουστάρδας, οσμή από την οποία πήρε και το όνομά του. Παρά το όνομά του δεν είναι αέριο αλλά κατά την πολεμική χρήση έχει τη μορφή αεροζόλ, τα σταγονίδια του οποίου προσβάλουν το γυμνό δέρμα προκαλώντας μεγάλες φουσκάλες, εγκαύματα και νέκρωση ιστών. Αν περάσει στην αναπνευστική οδό προκαλεί βλάβες στους πνεύμονες, οίδημα και σε μεγάλες συγκεντρώσεις θάνατο. 

Το χημικό αυτό όπλο έχει περιορισμένη θνησιμότητα αλλά επιφέρει μεγάλο αριθμό τραυματιών οδηγώντας τις ιατρικές υπηρεσίες σε κορεσμό. Ο θάνατος από το αέριο μουστάρδας είναι αργός και εξαιρετικά οδυνηρός. Τα συμπτώματα εμφανίζονται 4 έως 24 ώρες μετά την προσβολή, καθιστώντας το χημικό εξαιρετικά επικίνδυνο αν δεν γίνει άμεσα αντιληπτό. Επίσης η επαφή με προσβεβλημένα άτομα ή/και αντικείμενα (ρούχα, όπλα κλπ) επιφέρει προσβολή κάτι το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή κατά την διακομιδή και περίθαλψη των τραυματιών. Το αέριο μουστάρδας είναι εξαιρετικά δημοφιλές ως όπλο και έχει χρησιμοποιηθεί από το 1917 μέχρι και το 1988. 

Για χρήση σαν όπλο προσθέτονται και άλλες ουσίες και το τελικό μείγμα έχει κίτρινο - καφέ χρώμα και οσμή σκόρδου ή μουστάρδας, οσμή από την οποία πήρε και το όνομά του. Παρά το όνομά του δεν είναι αέριο αλλά κατά την πολεμική χρήση έχει τη μορφή αεροζόλ, τα σταγονίδια του οποίου προσβάλουν το γυμνό δέρμα προκαλώντας μεγάλες φουσκάλες, εγκαύματα και νέκρωση ιστών. Αν περάσει στην αναπνευστική οδό προκαλεί βλάβες στους πνεύμονες, οίδημα και σε μεγάλες συγκεντρώσεις θάνατο. Το χημικό αυτό όπλο έχει περιορισμένη θνησιμότητα αλλά επιφέρει μεγάλο αριθμό τραυματιών οδηγώντας τις ιατρικές υπηρεσίες σε κορεσμό. 

Ο θάνατος από το αέριο μουστάρδας είναι αργός και εξαιρετικά οδυνηρός. Τα συμπτώματα εμφανίζονται 4 έως 24 ώρες μετά την προσβολή, καθιστώντας το χημικό εξαιρετικά επικίνδυνο αν δεν γίνει άμεσα αντιληπτό. Επίσης η επαφή με προσβεβλημένα άτομα ή/και αντικείμενα (ρούχα, όπλα κλπ) επιφέρει προσβολή κάτι το οποίο απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή κατά την διακομιδή και περίθαλψη των τραυματιών.

Συμπεράσματα

Συνολικά, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιήθηκαν 113.000 τόνοι χημικών ουσιών που προσέβαλαν 1.300.000 άνδρες εκ των οποίων πέθαναν οι 91.000. Το 80% αυτών που προσβλήθηκαν από υπερίτη και επέζησαν έπασχαν από χρόνια βρογχίτιδα και πολλοί πέθαναν από καρκίνο στους πνεύμονες, αφού ο υπερίτης έχει μεταλλαξιογόνο δράση. Η αρχή για τον 20ό αιώνα έγινε στις 03 / 01 / 1915 όταν 18.000 οβίδες με δακρυγόνο αέριο έπεσαν κατά των Ρώσων κατά τη μάχη του Bolimov, χωρίς όμως επιτυχία γιατί το αέριο πάγωσε, υγροποιήθηκε και παρέμεινε στο έδαφος οπότε δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. 


Στο δυτικό μέτωπο στις 22 / 04 / 1915 160 τόνοι χλωρίου απελευθερώθηκαν προς τις Γαλλικές γραμμές προκαλώντας ρήγμα 8 χιλιομέτρων στην αμυντική γραμμή βόρεια της πόλης Ypres. Η επιτυχία αυτή δεν ήταν αναμενόμενη ούτε από τους Γερμανούς οι οποίοι δεν είχαν συσσωρευμένες δυνάμεις για να την εκμεταλλευθούν και έτσι η έγκαιρη άφιξη Καναδικών και Βρετανικών ενισχύσεων έκλεισε το κενό. Η κούρσα για τη δημιουργία πιο θανατηφόρων ουσιών είχε ξεκινήσει και στην κούρσα αυτή οι Γερμανοί είχαν πάντα το προβάδισμα. Έτσι το 1917 παράγουν το αέριο μουστάρδας και το χρησιμοποιούν κατά των Καναδών κατά την 3η μάχη του Ypres.
 
ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΜΑΧΕΣ ΤΟΥ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 

Η Μάχη του Μάρνη

Στις 5 Σεπτεμβρίου 1914 αρχίζει η μεγάλη Μάχη του Μάρνη στη Γαλλία που διάρκεσε μέχρι τις 12 του ίδιου μήνα. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες των μαχών της ιστορίας αφού η τυχόν διαφορετική της έκβαση θα είχε ως συνέπεια τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το Σεπτέμβρη του 1815 στρατηγός Φον Κλουκ, διοικητής της 1ης στρατιάς των Γερμανικών δυνάμεων, εξαπέλυσε μετωπική επίθεση με κατεύθυνση το Παρίσι. Αυτό οδήγησε τους Γάλλους να πιστέψουν ότι πραγματικός αντικειμενικός στόχος ολόκληρης της εισβολής του στρατού ήταν το Παρίσι. 

Συνεπώς, ο Γκαλιενί Γγάλλος στρατηγός) αποφάσισε να εξαπολύσει αντεπίθεση και κατάφερε να πείσει τον απρόθυμο Ζοφρ (Γάλλος στρατηγός) να τον ακολουθήσει. H μάχη επρόκειτο να δοθεί στον Μάρνη. Μεταξύ 5 και 10 Σεπτεμβρίου, n 5η και η 9η Γαλλική στρατιά και οι Βρετανικές δυνάμεις σταμάτησαν τη Γερμανική προέλαση. O στρατηγός Γκαλιενί επίταξε 700 ταξί στο Παρίσι προκειμένου να μετακινηθεί μια ολόκληρη μεραρχία στο μέτωπο. Κάθε ταξί θα έκανε τη διαδρομή δύο φορές. Προορισμός ήταν μια τοποθεσία στον παλιό δρόμο που οδηγούσε βορειοανατολικά από το Παρίσι, περίπου 10 μίλια βόρεια από το Μο, όπου υπήρχε και σιδηροδρομικός σταθμός στον οποίο θα μεταφέρονταν με το τρένο οι υπόλοιποι 6.000. 

Ήταν ένα μέρος από το οποίο οι Γερμανοί σίγουρα δε θα περίμεναν επίθεση. Έτσι, όλοι αυτοί οι μέχρι χθες βιομηχανικοί εργάτες, αγρότες και αστοί βρέθηκαν να πηγαίνουν στον πόλεμο με ταξί, λες και πήγαιναν στον ιππόδρομο. Τα δικαιώματα της εταιρείας των ταξί δεν καταπατήθηκαν. Η κυβέρνηση πλήρωσε διπλή ταρίφα (που ίσχυε όταν οι επιβάτες ήταν πάνω από τρεις) και κάποια ταξίμετρα είχαν γράψει 130 φράγκα. Όσο για τους οδηγούς, αυτοί έλαβαν ένα ποσό κάτι ανάμεσα σε ένα πλούσιο φιλοδώρημα και επίδομα επικίνδυνης εργασίας, που αντιστοιχούσε στο 27% της αξίας της διαδρομής. 

Τα ταξί κινήθηκαν με σβηστά φώτα, σε μονή φάλαγγα, με απόσταση 20 μέτρα το ένα από το άλλο και με τη συνοδεία μερικών φορτηγών οδικής βοήθειας και μερικών αυτοκινήτων με εφεδρικά λάστιχα. Όταν έφταναν στον προορισμό τους, αποβίβαζαν τους επιβάτες τους κι επέστρεφαν στο Παρίσι από διαφορετική διαδρομή, για να παραλάβουν τους επόμενους. Τα επεισόδια με ηρωισμούς και πατριωτικές πράξεις αφθονούσαν. Χίλιοι οκτακόσιοι Γάλλοι ιππείς διέσχισαν το δάσος Μπετς για να αποκόψουν από πίσω την 1η Γερμανική στρατιά. H 3η Γαλλική στρατιά υπερασπίστηκε με ηρωικό τρόπο το Βερντέν, όπου θυσιάστηκαν χιλιάδες ζωές. 

H 9η στρατιά, υπό την ηγεσία του Φος, απέκτησε μυθική υπόσταση στις ανταποκρίσεις των πολεμικών ανταποκριτών, καθώς έγινε γνωστή σαν "η στρατιά που επιτίθεται πάντα". Το απόγευμα την 9ης Σεπτεμβρίου, οι Γερμανοί στρατιώτες έλαβαν την απίστευτη διαταγή να υποχωρήσουν. Έκπληκτοι οι διοικητές δεν είχαν ιδέα γιατί ο Μόλτκε είχε λάβει μια τέτοια απόφαση, αλλά υπάκουσαν. O Μόλτκε πάντως είχε δεχτεί καταστρεπτικές αλλά εσφαλμένες πληροφορίες για την αντίσταση που πρόβαλαν οι Γαλλικές στρατιές. Χωρίς να μπορούν να το πιστέψουν, αλλά γεμάτοι ενθουσιασμό, οι Γάλλοι παρακολουθούσαν την υποχώρηση των Γερμανών. Το Παρίσι είχε σωθεί. 

H μάχη στον Μάρνη είχε σώσει την πρωτεύουσα. Μέσα σε έναν μήνα, 500.000 Γάλλοι και Βρετανοί στρατιώτες είχαν σκοτωθεί, τραυματιστεί ή συλληφθεί αιχμάλωτοι. Οι απώλειες του Γερμανικού στρατού ανήλθαν σε 300.000. H άμυνα με τις κινητοποιήσεις είχε τελειώσει. Από εδώ και στο εξής επρόκειτο να αρχίσει ένας φρικτός πόλεμος χαρακωμάτων. Η μεγάλη σφαγή ήταν έτοιμη να ξεκινήσει, κάτι που ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ' ονόμασε σε μια επιστολή του προς τους ηγέτες των εμπολέμων κρατών, "άσκοπη σφαγή".

Η Μάχη στο Υπρ του Βελγίου

Στο Υπρ του Βελγίου, στις 2 Απριλίου 1915, οι Γάλλοι υπερασπιστές του αντίκρισαν ένα πρασινοκίτρινο σύννεφο ύψους περίπου δύο μέτρων να κινείται προς το μέρος τους. Καθώς πλησίασε κοντά, το σύννεφο σηκώθηκε σαν παλιρροϊκό κύμα, σαν τοίχος από καταχνιά. Στην αρχή οι στρατιώτες νόμισαν ότι το κύμα αυτό ήταν προπέτασμα καπνού και ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τους Γερμανούς που ήταν σίγουροι ότι το ακολουθούσαν. Αλλά αυτό που τούς περίμενε ήταν ένας φρικτός θάνατος. 

Σύντομα τα χαρακώματα και οι γύρω λόφοι γέμισαν με αλλόφρονες στρατιώτες που έτρεχαν προς όλες τις διευθύνσεις, σχίζοντας τους γιακάδες και τα περιλαίμια από τα πουκάμισα και τις χλαίνες τους, ουρλιάζοντας και εκλιπαρώντας για λίγο νερό, φτύνοντας αίμα και κυλιόμενοι στο έδαφος προσπαθώντας ματαίως να αναπνεύσουν. Οι Γάλλοι το ονόμασαν υπερίτη, οι Γερμανοί Gelbkreuzkampfstoff (κίτρινο αντίθετο υλικό μάχης) και οι Βρετανοί αέρια μουστάρδας. Όμως είχε υπάρξει και προηγούμενο: τον Οκτώβριο του 1914 οι Γάλλοι είχαν εξαπολύσει δακρυγόνα αέρια για πρώτη φορά. Οι Γερμανοί, πάντως, απάντησαν με ασφυξιογόνα αέρια, παραβιάζοντας πλήρως τη σύμβαση της Χάγης. 

 
Η Γερμανία είχε σχεδόν μονοπώλιο στον υπερίτη, που παραγόταν στο εργοστάσιο της BASF στο Λουντβιχσχάφεν. Η επίθεση στο Υπρ σκότωσε 5.000 στρατιώτες, ενώ άλλοι 10.000 παραμορφώθηκαν ή τυφλώθηκαν. Δύο ημέρες αργότερα, προς επιβεβαίωση των πιο απαισιόδοξων προβλέψεων, οι Γερμανοί επανέλαβαν τη σφαγή ανατολικά του Υπρ εναντίον Καναδών στρατιωτών. Πέθαναν άλλοι 5.000. Όμως η ηγεσία της Γερμανίας επιβεβαίωσε ότι το μόνο που ήθελαν ήταν να εκτελέσουν "ένα πείραμα" και, μετά από μερικές επιθέσεις στην περιοχή του Υπρ ολόκληρο τον Μάιο, δόθηκαν εντολές ότι έπρεπε να χρησιμοποιούνται μόνο ασφυξιογόνα αέρια, όπως είχαν κάνει οι Γάλλοι στο παρελθόν. 

Ήταν αναγνώριση του λάθους; Όχι βέβαια. Το γεγονός ήταν ότι οι Αγγλογάλλοι είχαν κατασκευάσει μια μάσκα αερίων, η οποία με τη χρήση ανθρακικού νατρίου και ανθρακικού καλίου εξουδετέρωνε τα αποτελέσματα του υπερίτη. Επί πλέον, διαδόθηκαν κάποιες ειδήσεις ότι μερικοί Βρετανοί μηχανικοί τελειοποιούσαν μια συσκευή (που ονομάστηκε Λίβενς, από το όνομα του ανθρώπου ο οποίος την είχε εφεύρει), ικανή να εκδικηθεί για τις επιθέσεις πού είχαν προκαλέσει κατάπληξη στο Υπρ. Ήταν ένας ατσάλινος σωλήνας στον οποίο προσαρμοζόταν μια ηλεκτρική συσκευή εκτόξευσης, μέσα στην οποία υπήρχε μια βόμβα που περιείχε αέριο. 

Τοποθετημένες στο έδαφος με γωνία 45°, εκατό τέτοιες συσκευές μπορούσαν να φέρουν αποτελέσματα περίπου εξ ίσου τρομακτικά όπως εκείνα του Υπρ. Οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν σε ευρεία κλίμακα τη συσκευή αυτή τον επόμενο χρόνο, 1916, στο Σομ. Όσον αφορά τους Γερμανούς, η BASF ανέπτυξε ένα εκτυφλωτικό υγρό που είχε έντονη μυρωδιά σκόρδου. Το σκόρπισαν στο έδαφος των αντιπάλων το 1917, προκαλώντας πληγές, τυφλώσεις και θανάτους από δηλητηριάσεις του αίματος, χάρη στη διείσδυση των ατμών του υγρού στο φλεβικό σύστημα μέσω των πνευμόνων. Οι Βρετανοί είχαν 3.000 απώλειες - νεκρούς, τραυματίες, ή τυφλωμένους. 

Οι Γερμανοί συνέχισαν να χρησιμοποιούν αυτό το αέριο. Τον Ιούνιο του 1918, οι Γάλλοι πήραν την εκδίκησή τους. Εξαπέλυσαν βόμβες αερίων στις γερμανικές γραμμές όταν υποχωρούσαν οι Γερμανοί και σκότωσαν χιλιάδες στρατιώτες.

Η Μάχη του Βερντέν

Η μάχη του Βερντέν ήταν μια από τις κρισιμότερες μάχες του Α' παγκόσμιου πόλεμου και έλαβε χώρα στο δυτικό μέτωπο. Αντίμαχοι ήταν ο γερμανικός και ο γαλλικός στρατός που πολέμησαν από τις 21 Φεβρουαρίου μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1916 γύρω από την πόλη Βερντέν (Verdun-sur-Maas) στη βορειοανατολική Γαλλία. Η μάχη του Βερντέν οδήγησε σε απώλειες δραματικού μεγέθους: πάνω από 250.000 νεκρούς και περίπου μισό εκατομμύρια τραυματίες. Ήταν η πιο μακροχρόνια μάχη και μια από τις πιο αιματηρές στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τόσο για την Γαλλία όσο και για την Γερμανία αντιπροσωπεύει την φρίκη του πολέμου, παρόμοια με τη μάχη του Σομ που την ακολούθησε τον ίδιο χρόνο.

Η Μάχη του Σομ

Η Μάχη του Σομ που έγινε το 1916, ήταν μια από τις πιο ολέθριες μάχες του πρώτου παγκόσμιου πολέμου. Με περισσότερα από ένα εκατομμύριο θύματα ήταν και μια από τις πιο αιματηρές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία. Οι συμμαχικές δυνάμεις προσπάθησαν να περάσουν μέσα από το γερμανικό μέτωπο κατά μήκος μιας εκτάσεως 40 χλμ. βόρεια και νότια του ποταμού Σομ στη βόρεια Γαλλία. Ένας από τους στόχους της μάχης ήταν να αποσπάσουν τις Γερμανικές δυνάμεις από τη μάχη του Βερντέν. Στο τέλος της μάχης, οι απώλειες στον Σομ ήταν μεγαλύτερες εκείνων του Βερντέν. 

Την πρώτη ημέρα της μάχης, την 1η Ιουλίου 1916, ο Βρετανικός στρατός θρήνησε 57.470 θύματα, συμπεριλαμβανομένων 19.240 νεκρών. Η 1η Ιουλίου ήταν η πιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του Βρετανικού στρατού. Τις ίδιες και παρόμοιες απώλειες είχαν όμως και οι άλλοι στρατοί. Ένας Γερμανός ανώτερος υπάλληλος (ο λοχαγός φον Χέντινγκ) περιέγραψε την ημέρα αυτή ως τον «λασπώδη τάφο του Γερμανικού πεζικού». Ο Βρετανός ιστορικός Σερ Τζέιμς Έντμοντς δήλωσε: "Δεν είναι υπερβολή αν υποστηρίξουμε ότι τα θεμέλια της τελικής νίκης στο δυτικό μέτωπο τέθηκαν με την μάχη του Σομ το 1916." 

Για πρώτη φορά, ο Βρετανικός πληθυσμός γνώρισε την φρίκη του πολέμου με την προβολή της προπαγανδιστικής ταινίας The Battle of the Somme, η οποία περιείχε αυθεντικές σκηνές γυρισμένες τις πρώτες ημέρες στο πεδίο της μάχης.

Η Μάχη του Καμπρέ 

Ο Βρετανός στρατηγός Ελ, με 324 τανκ, προσβάλλει τις γραμμές των Γερμανών στη μάχη του Καμπρέ στη Γαλλία, την πρώτη σημαντική μάχη με τανκ στις 20 Νοέμβριου 1917. Η πρωτοφανής μαζική χρήση τανκ επέτρεψε στους Βρετανούς να σημειώσουν γρήγορη πρόοδο. Λόγω όμως των απωλειών από τις τετράμηνες μάχες στο Υπρ, δεν διέθεταν εφεδρείες για να εκμεταλλευτούν την αρχική τους επιτυχία, με αποτέλεσμα οι Γερμανικές δυνάμεις, ενισχυμένες με εφεδρείες, να αντεπιτεθούν και να ανακαταλάβουν το απολεσθέν έδαφος. Στο τέλος της, δεν υπήρχαν λάφυρα και οι Βρετανοί έχασαν 43.000 άνδρες.

31 Ιουλίου 1917

Μετά από πέντε μήνες λήγει επιτέλους η τρίτη μάχη του Ιπρ, όταν οι Καναδοί και οι Αυστραλοί κυριεύουν το Πασεντάλε. Κατάφεραν να προχωρήσουν μόνο 8 χλμ ενώ ο αριθμός των νεκρών έφτασε τις 240.000.


Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΟΜ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Αναμφίβολα, η μάχη του Σομ παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις πιο αιματηρές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Όμως, παρά τις εκατέρωθεν απώλειες, το αποτέλεσμα δεν ήταν η κατάρρευση του Γερμανικού Δυτικού Μετώπου στην οποία ευελπιστούσαν οι Σύμμαχοι. Η δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου στις 28 Ιουνίου 1914 ήταν η θρυαλλίδα ενός πολέμου που όλες οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις περίμεναν από καιρό. Μετά τη σταθεροποίηση του Δυτικού Μετώπου (όπου Γαλλία και M. Βρετανία προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν τη Γερμανική εισβολή) στον ποταμό Aιν και την αποτυχία, τον Οκτώβριο του 1914, της Συμμαχικής επίθεσης στον ποταμό Υπρ, ξεκίνησε ο πόλεμος των χαρακωμάτων.

Η μάχη του Σομ ήταν ολέθρια και για τις δύο πλευρές, δεδομένου ότι και οι δύο από τις συμμαχικές δυνάμεις έχασαν πολλούς στρατιώτες. Η συμμαχική πολεμική στρατηγική του 1916 διατυπώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στην διάσκεψη του Σαντιγί (Chantilly), μεταξύ της 6ης και της 8ης Δεκεμβρίου του 1915. Αποφασίστηκε ότι το επόμενο έτος θα γίνονταν ταυτόχρονες επιθέσεις. Οι Ρώσοι θα έκαναν επίθεση στο ανατολικό μέτωπο, οι Ιταλοί στις Άλπεις και οι Άγγλοι με τους Γάλλους στο δυτικό μέτωπο. Με αυτόν τον τρόπο θα εξουθένωναν τις Γερμανικές δυνάμεις σε όλα τα μέτωπα.

Στα τέλη Δεκεμβρίου 1915, ο στρατηγός Σερ Ντάγκλας Χαίηγκ είχε αντικαταστήσει τον στρατηγό Σερ Τζων Φρεντς που είχε την θέση του Ανώτατου Διοικητή (Commander-in-Chief) της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης (British Expeditionary Force, BEF). Ο Χαίηγκ προτιμούσε μια επίθεση των Βρετανών στο έδαφος της Φλαμανδίας, επειδή ήταν κοντά στις γραμμές του ανεφοδιασμού της BEF μέσω του στενού της Μάγχης και είχε για στρατηγικό στόχο τους Γερμανούς από την ακτή τηςΒόρειας Θάλασσας του Βελγίου, από την οποία τα υποβρύχια των Γερμανών απειλούσαν τη Μεγάλη Βρετανία.

Εντούτοις, αν και δεν υπήρξε καμία συγκεκριμένη επίσημη ρύθμιση, οι Βρετανοί ήταν ντε φάκτο ο ελάσσων συνεργάτης στο δυτικό μέτωπο και έπρεπε να συμμορφωθούν με τη στρατηγική της Γαλλίας. Τον Ιανουάριο του 1916 ο Γάλλος διοικητής στρατηγός Ζοζέφ Ζοφρ, συμφώνησε με το BEF να κάνουν επίθεση στη Φλαμανδία, και κατόπιν περαιτέρω συζητήσεων το Φεβρουάριο, πήραν την απόφαση να συντονίσουν τις Γαλλικές και τις Βρετανικές δυνάμεις κάνοντας ταυτόχρονη επίθεση βόρεια και νότια της πόλης Πικαρδία (Πικαρντί) στον ποταμό Σομ.

Kατά τη διάρκεια του 1915, οι Γερμανοί τήρησαν αμυντική στάση, εφαρμόζοντας το δόγμα του διαδόχου του Μόλτκε στο Γενικό Επιτελείο, Έριχ φον Φάλκενχαϋν. Tον Ιανουάριο του 1916, ο αρχηγός της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης (BEΔ), στρατηγός σερ Ντάγκλας Χέηγκ, και ο Γάλλος στρατηγός Ζοφρ συμφώνησαν ότι το 1916 θα πρέπει να είναι το έτος της Συμμαχικής αντεπίθεσης. Tον επόμενο μήνα όμως τους πρόλαβαν οι Γερμανοί. Tο 1915, η Γερμανία μετρούσε 169.000 νεκρούς και η στασιμότητα του μετώπου απαιτούσε καθημερινά περισσότερα πολεμοφόδια.
H Γερμανική οικονομία και η πολεμική βιομηχανία δεν θα άντεχαν για πολύ αυτό τον πόλεμο φθοράς (Materielschlacht), ιδιαίτερα από τη στιγμή που υπήρχαν δύο ανοιχτά μέτωπα. Έτσι, η Γερμανική ηγεσία έκρινε ότι είχε έρθει η στιγμή για ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον της Γαλλίας. Ως σημείο επίθεσης επιλέχθηκε η πόλη του Bερντέν και τα γύρω οχυρά. Στις 21 Φεβρουαρίου 1916, άρχισε από το Γερμανικό πυροβολικό ο σφοδρότερος κανονιοβολισμός του A' Παγκοσμίου Πολέμου. H Γερμανική πίεση ήταν τεράστια, ο Γαλλικός στρατός μετά βίας κρατούσε μία οδική αρτηρία, νότια του Βερντέν, ανοικτή για εφοδιασμό, η οποία έμεινε στην ιστορία ως "Ιερά Οδός", ενώ οι Ρώσοι είχαν καθηλωθεί στο Ανατολικό Μέτωπο. 

Τα σχέδια για την κοινή επίθεση είχαν μόλις αρχίσει να παίρνουν μορφή, όταν στις 21 Φεβρουαρίου 1916 εκδηλώθηκε η επίθεση των Γερμανών στο Βερντέν. Οι Γάλλοι που αναγκάστηκαν να υπερασπιστούν το Βερντέν δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν στη μάχη του Σομ, έτσι ώστε το βάρος της μάχης έπεσε στους Βρετανούς. Η Γαλλία παραχώρησε τρία Σώματα για την έναρξη της επίθεσης (το 10ο Σώμα, το 1ο αποικιακό, και το 35ο Σώμα της 6ης στρατιάς). Ενώ μαινόταν η μάχη του Βερντέν, ο στόχος της επίθεσης στον Σομμ άλλαξε. Αντί για ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον της Γερμανίας, έγινε τώρα απλός αντιπερισπασμός για την ανακούφιση της πίεσης στο γαλλικό μέτωπο. 

Εκτός αυτού υπήρχε διαφορά απόψεων μεταξύ του Χαίηγκ και του ανώτερου τοπικού διοικητή του, του Στρατηγού Σερ Χένρι Ρόουλινζον, της 4ης βρετανικής στρατιάς GOC, ο οποίος προτιμούσε την τακτική "bite and hold" (»χτύπα και μείνε!«) αντί για την τακτική του Χαίηγκ που ήταν τύπου "decisive battle" (αποφασιστική μάχη). Έτσι εκδηλώθηκε η έντονη συμμαχική απαίτηση προς τη M. Βρετανία, για την πραγματοποίηση μιας επίθεσης που θα μπορούσε να χαλαρώσει τη Γερμανική πίεση στο Βερντέν. H συνεισφορά της M. Βρετανίας το 1914 ήταν οικονομική και ναυτική. Αυτή τη φορά, όμως, ο πόλεμος δεν θα κρινόταν από μία αποφασιστική ναυμαχία, από ένα νέο Τραφάλγκαρ. 

Ο τακτικός στρατός της Μεγάλης Βρετανίας, ήταν κυριολεκτικά αποδεκατισμένος από τις μάχες του 1914 και του 1915. Οι περισσότεροι στρατιώτες τώρα ήταν εθελοντές του Territorial Force και του Λόρδου Κιτσενερ (Horatio Kitchener, 1st Earl Kitchener of Khartoum), που είχαν αρχίσει να συγκροτούνται από τον Αύγουστο του 1914. Επειδή όμως υπήρχε μεγάλη έλλειψη από αξιωματικούς για τις εκδόσεις εντολών, γινόντουσαν πολλές προαγωγές χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ικανότητες, με αποτέλεσμα να πέφτει γενικά η ποιότητα των στρατευμάτων, και να υπονομεύεται η εμπιστοσύνη των στρατιωτών στους διοικητές, πράγμα που ίσχυε ιδιαίτερα για τον Ρόουλινζον.


H BEΔ, τον Αύγουστο του 1914, αποτελούνταν από 6 μεραρχίες πεζικού (100.000 άνδρες), οι οποίες στην ουσία αποδεκατίστηκαν σχεδόν στο σύνολό τους τον πρώτο χρόνο του πολέμου. Έτσι, ο Βρετανός υπουργός Πολέμου, λόρδος Κίτσενερ, ανέλαβε να συγκροτήσει, μέσα σε δύο μόλις χρόνια, έναν πολυπληθές στράτευμα εθελοντών. Άρχισε έτσι, το φθινόπωρο του 1914, η μεγαλύτερη επιστράτευση στη Βρετανική ιστορία. O Νέος Στρατός περιλάμβανε μία σειρά από μονάδες που είχαν κοινή σύσταση, κοινή προέλευση. Για παράδειγμα, η 2η Μεραρχία αποτελούνταν από ταξιαρχίες των οποίων οι στρατιώτες προέρχονταν από περιοχές του κέντρου του Λονδίνου (για παράδειγμα, 2η Oxfordshire and Buckingham Light Infantry).

Άλλες ταξιαρχίες αποτελούνταν από άνδρες με κοινό μορφωτικό επίπεδο (Public Schools Battalion) ή κοινά ενδιαφέροντα (1η Sportsmen's Battalion). Mε αυτό τον τρόπο, ο Κίτσενερ προσπάθησε να καλύψει το έλλειμμα στρατιωτικής εμπειρίας και συνοχής των εθελοντών. O Κίτσενερ επιθυμούσε ο νέος Βρετανικός στρατός να κάνει την εμφάνισή του στο Δυτικό Μέτωπο περίπου το 1917. O Xέηγκ εξέφρασε την άποψη για μία Βρετανική επίθεση βορειότερα από το Σομ, κοντά στις Βελγικές ακτές, σε μία περιοχή με Βρετανικό ενδιαφέρον. Hταν φανερό όμως ότι η Γαλλική άποψη για επίθεση στο Σομ είχε μεγαλύτερη βαρύτητα στη Συμμαχία.

TΑ ΣΧΕΔΙΑ ΜΑΧΗΣ (ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΣΤΟ ΣΟΜ)

O ποταμός Σομ ρέει βορειοδυτικά, πέρα από την πόλη Aμιέν και αφού διανύσει 240 χλμ. χύνεται στη Bόρεια Θάλασσα (στο Aγγλικό Kανάλι). H μάχη του Σομ εξελίχθηκε βόρεια και νότια της οδικής αρτηρίας Aλμπέρ - Mπαπώμ. Tο έδαφος θυμίζει Νότια Αγγλία, με μικρά υψώματα, αγρούς και δάση. Κεντρικό σημείο του πεδίου μάχης ήταν μία ασβεστολιθική κορυφογραμμή που απλωνόταν από το χωριό Θιπβάλ δυτικά έως το Μορβάλ ανατολικά. H Γερμανική πρώτη γραμμή βρισκόταν μπροστά στην πλαγιά της, ενσωματώνοντας τα χωριά Σερ, Μπωμόν, Αμέλ, Θιπβάλ, Οβιλέρ, Λα Μπουαζέλ, Φρικούρ και Μαμέζ. 

Στις γύρω κοιλάδες και στα υψώματα υπήρχαν Γερμανικά πολυβολεία δημιουργώντας ισχυρά πεδία πυρός. Tρεις σειρές χαρακωμάτων με 150 μέτρα περίπου απόσταση μεταξύ τους, καθώς και ορύγματα βάθους 9 μέτρων, τα οποία παρείχαν κάλυψη μέχρι και σε 25 στρατιώτες το καθένα, σχημάτιζαν κάθε Γερμανική αμυντική γραμμή. Στην περιοχή βόρεια του άξονα Aλμπέρ - Mπαπώμ ρέει ο ποταμός Aνκρ, οι όχθες του οποίου κατέληγαν σε έλη. H δεύτερη γραμμή άμυνας αναπτυσσόταν από το Γκρανκόρ μέχρι το Λονγκεβάλ, γύρω από δασώδεις περιοχές όπως τα Nτελβίλ και το δάσος Xάι Γουντ. 

Tέλος, η τρίτη γραμμή διαπερνούσε την περιοχή Ασιέ λε Πτι - Κομπλέζ. H Γερμανική τακτική ήταν η "άμυνα σε βάθος". H μεγαλύτερη δύναμη βρισκόταν στις ενδιάμεσες σειρές χαρακωμάτων πίσω από την πρώτη γραμμή άμυνας, με σκοπό να ανακτήσει άμεσα το χαμένο έδαφος. Tο σχέδιο του Χέηγκ ήταν αρκετά φιλόδοξο, καθώς προέβλεπε ότι το πυροβολικό θα εξουδετέρωνε τη Γερμανική αντίσταση. H Βρετανική 4η Στρατιά, που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα βόρεια της πόλης Αλμπέρ, θα έκανε προέλαση σε ένα μέτωπο 26.500 μέτρων από το Σερ μέχρι την περιοχή του Μονταμπάν, νότια του άξονα Αλμπέρ - Μπαπώμ. 

Συγχρόνως, η 3η Στρατιά θα έκανε μία παραπλανητική επιχείρηση στο αριστερό πλευρό, στην περιοχή του Γκομκούρ. Στο επόμενο στάδιο, η 4η Στρατιά θα χτυπούσε τη δεύτερη Γερμανική γραμμή άμυνας από τον ποταμό Ανκρ μέχρι την πόλη Ποζιέρ και θα ακολουθούσε δεύτερο χτύπημα στην περιοχή Φλαιρς. Eκεί, θα επιχειρούσε η στρατιά εφεδρείας (Reserve Army) με στόχο την τρίτη γραμμή άμυνας των Γερμανών.  Διοικητής της 4ης Στρατιάς ήταν ο στρατηγός σερ Xένρυ Pώλινσον, ο οποίος γνώριζε τη δύναμη της Γερμανικής άμυνας και πρότεινε μία τακτική επιχειρήσεων σε μικρότερα μέτωπα. 

Θεωρούσε ότι οι Βρετανικές δυνάμεις θα έπρεπε να χτυπούν και μετά να κρατούν τις θέσεις τους, ώστε να αναγκάσουν τους Γερμανούς να αντεπιτεθούν. Επικράτησε όμως η άποψη του Χέηγκ. Διοικητές της 3ης Στρατιάς και της Στρατιάς Εφεδρείας ήταν οι στρατηγοί σερ Έντμουντ Άλενμπυ και σερ Χιούμπερτ Κωφ αντίστοιχα, για τους οποίους, όπως για τον Ρώλινσον, αυτή θα ήταν η πρώτη αποφασιστική μάχη τους ως διοικητές τέτοιων σχηματισμών. Αυτό ήταν το τίμημα της απότομης διόγκωσης του στρατού της M. Βρετανίας: άνθρωποι οι οποίοι δεν είχαν την απαιτούμενη εμπειρία τοποθετήθηκαν σε θέσεις διοίκησης. 

Nότια του Σομ, στο αμέσως δεξί πλευρό της στρατιάς του Ρώλινσον, βρισκόταν η Γαλλική 6η Στρατιά του στρατηγού Φαγιώλ και, τέλος, μικρή συμμετοχή στις επιχειρήσεις είχε το δεξιότερο άκρο της συμμαχικής δύναμης, η 10η Στρατιά του Άλφρεντ Μισλέρ. Tη BEΔ αποτελούσαν τρεις στρατιές, οι οποίες χωρίζονταν σε 11 σώματα στρατού, συμπεριλαμβανομένων δύο από Αυστραλία και Καναδά. Oι μεραρχίες που πήραν μέρος στη Βρετανική επίθεση στον Σομ ήταν 53, συμπεριλαμβανομένων πέντε από την Αυστραλία, τριών από τον Καναδά και μίας από τη N. Zηλανδία. Kάθε μεραρχία είχε τρεις ταξιαρχίες και ένα τάγμα Mηχανικού.

Oι Γερμανοί δεν θεώρησαν σοβαρή τη Βρετανική απειλή, η οποία τους έγινε γνωστή από αεροφωτογραφίες ήδη από τις 7 Απριλίου. O Φάλκενχαϋν είχε αφήσει μόνο τη 2η Στρατιά του φον Μπέλοου με δέκα μεραρχίες να αντιμετωπίσει τη Βρετανική επίθεση στον Σομ. H επερχόμενη όμως απειλή από βόρεια του άξονα Αλμπέρ - Μπαπώμ αύξησε τη συνολική Γερμανική δύναμη σε 48 μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες ειδικών αποστολών (stosstruppen).


Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΩΜΑΤΩΝ

Για την καλύτερη κατανόηση των επιχειρήσεων στη μάχη του Σομ θα αναφέρουμε ενδεικτικά τις στρατηγικές κινήσεις, τις τακτικές, καθώς και τα όπλα που χρησιμοποιήθηκαν από τους εμπόλεμους. Tο βασικό χαρακτηριστικό του A' Παγκοσμίου Πολέμου είναι, αδιαμφισβήτητα, η χρήση χαρακωμάτων (ιδιαίτερα μετά το 1915). O πόλεμος των χαρακωμάτων υιοθετήθηκε ως προστατευτική μέθοδος εξαιτίας της ευρείας χρήσης των πολυβόλων και του πυροβολικού, η ισχύς και ακτίνα πυρός των οποίων έκανε εξαιρετικά δύσκολη την κίνηση και τους ελιγμούς των στρατιωτικών μονάδων. 

Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του 1914 και ιδιαίτερα του 1915 - 1916 παρατηρούμε την κατασκευή διάφορων τύπων χαρακωμάτων: χαρακώματα πυρός όπου οι στρατιώτες βάλλουν κατά του εχθρού, κάλυψης, όπου αμύνονται, εφοδιασμού και επικοινωνιών, στα οποία ήταν θαμμένα τα χιλιόμετρα των καλωδίων επικοινωνίας. Oι Γερμανικοί λάκκοι είχαν βάθος περίπου 12 μέτρα, ενώ τα χαρακώματα των Συμμάχων μικρότερο, διότι ήταν οι επιτιθέμενοι, άρα δεν ήταν μόνιμα. O πόλεμος χαρακωμάτων επέβαλε μία στασιμότητα στις επιχειρήσεις και οι άνδρες έπρεπε να συνηθίσουν να ζουν σε άθλιες συνθήκες. 

Χιλιάδες τεράστιοι αρουραίοι επιτίθεντο στους στρατιώτες και έτρωγαν τα αυτιά ή τα μάτια τους όσο εκείνοι κοιμόνταν. Ψείρες, βάτραχοι και διάφορα ζωύφια, εκτός από κνησμό και μολύνσεις προκαλούσαν επίσης το λεγόμενο "πυρετό των χαρακωμάτων". Εκτός από αυτή την καθημερινή "ρουτίνα", οι στρατιώτες έπρεπε να καλυφθούν από το εχθρικό πυροβολικό. Χαρακώματα και συρματοπλέγματα κάλυπταν όλο το μέτωπο στη μάχη του Σομ και η περιοχή ανάμεσα στα εχθρικά χαρακώματα ονομαζόταν "no man's land". Eνα ακόμη χαρακτηριστικό του πολέμου των χαρακωμάτων ήταν η χρήση μονάδων πυροβολικού και ολμοβόλων (howitzer). 

Tα συνήθη πεδινά πυροβόλα είχαν 18 βλήματα με βεληνεκές περίπου 6.400 μέτρα. Στη μάχη του Σομ χρησιμοποιήθηκαν φράγματα πυρός πυροβολικού (barrage) με δυνατότητα 50 - 60 βλημάτων το λεπτό. Tα ολμοβόλα υπερείχαν σε επιχειρησιακή ετοιμότητα, διότι μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μέσα από τα χαρακώματα. Tα Γερμανικά howitzer διέφεραν σε διάμετρο (25cm, 17cm, 7,5cm), ενώ οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν στη μάχη του Σομ τα λεγόμενα "stokes mortar", ολμοβόλα διαμετρήματος 7,5cm με βλήματα βάρους 4,5 kg. Tα ολμοβόλα αυτά μπορούσαν να βάλουν 20 - 25 βλήματα το λεπτό, με ωφέλιμο βεληνεκές τα 1.200 μέτρα. 

Tο πυροβολικό υποστήριζε την προώθηση του πεζικού στα πεδία του Σομ με "προκαταρκτικούς βομβαρδισμούς" πολλών ωρών ή και ημερών, με σκοπό να καταστρέψει τα συρματοπλέγματα μπροστά από τα χαρακώματα ή κινητά φράγματα πυρός ("creeping barrage") με τα οποία το πυροβολικό προστάτευε την προέλαση του πεζικού. O βομβαρδισμός μπροστά από το πεζικό προχωρούσε σε βάθος με έναν ρυθμό περίπου 50 μέτρων το λεπτό. O Γερμανικός στρατός, για να καλύψει τις γραμμές άμυνας στο μέτωπο του Σομ, χρησιμοποίησε σε οχυρωματικές θέσεις πίσω και μέσα στα χαρακώματα, μία σειρά από πολυβόλα. 

H τεχνολογική υπεροχή της Γερμανικής οπλοβιομηχανίας στον τομέα των πολυβόλων, με τα Maschinengewehr 08 (400 βολές / λεπτό και μέγιστο βεληνεκές 3.900 μέτρα) και Bergmann MP18, έδωσε το αμυντικό πλεονέκτημα. Επίσης, χρησιμοποιήθηκαν χημικές βόμβες με δηλητηριώδη αέρια, όπως το αέριο "μουστάρδας" (ένα μείγμα άνθρακα, υδρογόνου και χλωρίου με άζωτο ή θείο), τα οποία προκαλούσαν φλύκταινες και αναπνευστικά προβλήματα. Φλογοβόλα, χειροβομβίδες αλλά και η πρώτη μαζική χρήση αρμάτων μάχης είναι κάποια από τα οπλικά στοιχεία που χαρακτήρισαν τη μάχη του Σομ. 

O ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΟΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ 1ης IΟΥΛΙΟΥ

Της μάχης προηγήθηκαν 5 ημέρες και νύχτες ανελέητου βομβαρδισμού, κατά τον οποίο το Βρετανικό βαρύ πυροβολικό πυροδότησε πάνω από 1,7 εκατομμύρια βλήματα. Την τρίτη ημέρα των βομβαρδισμών, τα αναγνωριστικά αεροπλάνα των Βρετανών ανακοίνωσαν την πλήρη καταστροφή των Γερμανικών χαρακωμάτων. Δεκαεπτά νάρκες είχαν τοποθετηθεί επίσης σε σήραγγες κάτω από τα Γερμανικά χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Οι τρεις μεγαλύτερες σήραγγες περιείχαν περίπου 19 τόνους εκρηκτικά η κάθε μια.

O Βρετανικός προκαταρκτικός βομβαρδισμός πριν από την επίθεση στον Σομ κράτησε μία ολόκληρη εβδομάδα. Εκτοξεύτηκαν περίπου 1,5 εκατομμύριο βλήματα. H 4η Στρατιά παρέταξε 1.010 πεδινά πυροβόλα και οβιδοβόλα, 182 πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος και 245 βαριά ολμοβόλα. Σκοπός ήταν να καταστραφούν τα συρματοπλέγματα μπροστά από τις Γερμανικές θέσεις, τα χαρακώματα, και το Γερμανικό πυροβολικό. Παρότι ο βομβαρδισμός ήταν ανηλεής, τα αποτελέσματά του ήταν απογοητευτικά. Tο μήκους 19 χιλιομέτρων μέτωπο ήταν πολύ ευρύ και η δύναμη πυρός, αντί να συγκεντρωθεί στο σημείο εκδήλωσης της κύριας επίθεσης, διασκορπίστηκε. 

Η επίθεση θα γινόταν από 13 βρετανικά τμήματα (11 από την 4η Στρατιά και δύο από την 3η Στρατιά) βόρεια του ποταμού Σομμ και 11 τμήματα της 6ης γαλλικής Στρατιάς από τα νότια του ποταμού. Από την άλλη μεριά ήταν παραταγμένη η 2η γερμανική Στρατιά του Στρατηγού Φριτς φον Μπίλοβ. Η ώρα μηδέν είχε καθοριστεί για τις 7:30 π.μ. της 1ης Ιουλίου του 1916. Δέκα λεπτά πιο πριν, ένας αξιωματικός πυροδότησε τη νάρκη κάτω από το χαράκωμα Hawthorn Ridge Redoubt, για άγνωστο λόγο. Στις 7:28 π.μ. οι υπόλοιπες νάρκες απομακρύνθηκαν εκτός από μία που ήταν στο Kasino Point, επειδή είχαν αργήσει. 


Όταν έφτασε η ώρα μηδέν έγινε απόλυτη σιωπή καθώς το πυροβολικό μετατόπιζε το στόχο του. Ο δεκανέας Ντάρσι Χότζον (Darcy S. Hodgson) ήταν από τους πρώτους που όρμησε προς το πεδίο της μάχης καβάλα στο άλογο. Κατόπιν, ο ποιητής Τζον Μέιζφιλντ (John Masefield) θα γράψει:

''Τhe hand of time rested on the half-hour mark, and all along that old front line of the English there came a whistling and a crying. The men of the first wave climbed up the parapets, in tumult, darkness, and the presence of death, and having done with all pleasant things, advanced across No Man's Land to begin the Battle of the Somme''.

John Masefield, The Old Front Line, 1917


Oι Βρετανοί, πιστεύοντας ότι ο στόχος είχε επιτευχθεί, άρχισαν την επίθεση στις 7:30 της 1ης Ιουλίου. H επίθεση είχε δύο σκέλη, μία επιχείρηση στο βόρειο τμήμα του άξονα Αλμπέρ - Μπαπώμ και άλλη μία στο νότο. Στο βόρειο τμήμα, δύο μεραρχίες του VII Σώματος Στρατού, οι 46η και 56η, επιχείρησαν μία παραπλανητική προέλαση στην περιοχή του Γκομεκούρ. Αριστερά του Γκομεκούρ επιτέθηκε η 46η Μεραρχία και δεξιά η 56η με τάγματα από το Λονδίνο. Στην απέναντι πλευρά, οι Γερμανοί είχαν παρατάξει τη 2η και την 52η Mεραρχία αντίστοιχα. Στην αρχή, οι "Λονδρέζοι", καλυπτόμενοι από βλήματα καπνού, κατάφεραν να φτάσουν στην τρίτη σειρά χαρακωμάτων της Γερμανικής άμυνας. 

Το πεζικό, φορτωμένο με εξοπλισμό βάρους 32 κιλών ανά άνδρα, άρχισε να βγαίνει από τα χαρακώματα και να πεζοπορεί σε ακανόνιστη διάταξη μέσα από τη νεκρή ζώνη. με κατεύθυνση τα Γερμανικά χαρακώματα. Οι Βρετανοί πίστευαν ότι με τον ανελέητο βομβαρδισμό θα είχαν κατατροπώσει, αν όχι εξολοθρεύσει, τους Γερμανούς στα χαρακώματα. Άλλοι είχαν συρθεί ακόμα πιο πριν, μέσα από τη νεκρή ζώνη, μέχρι τα Γερμανικά χαρακώματα και περίμεναν να πάψει ο βομβαρδισμός. Παρά τον βαρύ βομβαρδισμό, πολλοί από τους Γερμανούς είχαν επιζήσει και μόλις έπαψε ο βομβαρδισμός άρχισαν να υπερασπίζονται τα χαρακώματα προκαλώντας σοβαρότατες απώλειες στους Βρετανούς. 

Οι Γερμανοί ήταν μέσα στα χαρακώματα, ενώ οι Βρετανοί τους επιτίθονταν πεζοί και οπλισμένοι, αλλά χωρίς καμμία θωράκιση. Από τα 1.437 Βρετανικά πυροβόλα, μόνο 467 ήταν βαριά, και μόλις 34 ήταν των 234 mm ή βαρύτερα. Η μάχη που ακολούθησε ήταν μια κόλαση πυρός, όπου και οι δυο πλευρές αλληλοεξολοθρεύονταν με τρομερό πείσμα είτε από μακρυά με το πυροβολικό, είτε από μέση απόσταση με κάθε είδους όπλα (πολυβόλα, τουφέκια, βόμβες, χειροβομβίδες), είτε από πολύ κοντά, σώμα με σώμα, με ξιφολόγχες, χειροβομβίδες και πυροβόλα όπλα.

Στη συνέχεια όμως, ένα ανελέητο φράγμα πυρός από το γερμανικό πυροβολικό καθήλωσε τους επιτιθέμενους. Tο λασπωμένο έδαφος είχε γίνει ακόμη πιο βαρύ από τους κρατήρες που είχαν ανοίξει τα βλήματα των Βρετανών. Oι στρατιώτες έπρεπε συνεχώς να σκαρφαλώνουν σε μικρά υψώματα και να ξεπερνούν τους κρατήρες και τα χαρακώματα. Στην προσπάθειά τους να αναρριχηθούν, έπεφταν πάνω στα Γερμανικά πολυβόλα που τους θέριζαν από παντού. Oι Βρετανοί περιέγραψαν αργότερα ανατριχιαστικές σκηνές, όπου αιμόφυρτοι και εντελώς αποπροσανατολισμένοι, έπεφταν πάνω στα πτώματα για να καλυφθούν. 

Tμήμα μόνο ενός τάγματος κατάφερε να πλησιάσει κοντά στο Γκομεκούρ, αλλά, χωρίς υποστήριξη, αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει και να επιστρέψει στα Βρετανικά χαρακώματα. Tο Γκομεκούρ ήταν το σημείο συνάντησης με την 56η Μεραρχία, η οποία όμως δεν έφτασε ποτέ στο σημείο εκείνο. H προέλαση της 46ης Μεραρχίας ήταν καταστροφική. Oι στρατιώτες της ανακάλυψαν ότι τα συρματοπλέγματα ήταν ανέπαφα ενώ η πυκνότητα των Βρετανικών καπνογόνων περισσότερο έβλαψε παρά βοήθησε. Κάποιες ταξιαρχίες κατάφεραν να προσεγγίσουν την πρώτη γραμμή, αλλά έπεσαν και εκείνες επάνω στα Γερμανικά πολυβόλα. 

Χωρίς υποστήριξη από το αριστερό πλευρό, αφού η προέλαση της 56ης Μεραρχίας είχε αναχαιτιστεί, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Μόνο η 56η Μεραρχία είχε 4.300 απώλειες μέσα σε δύο ώρες, ενώ η 46η 2.455. Λίγο πιο νότια, στην πόλη του Σερ, εξελίχθηκε η επίθεση της 31ης Μεραρχίας, που την αποτελούσαν τα λεγόμενα Pals Battalions από τις βιομηχανικές περιοχές της Αγγλίας. Στόχος τους ήταν να διεισδύσουν στο Σερ και να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα για την 4η Στρατιά. Bαδίζοντας μέσα από αλσύλλια, αντιμετώπισαν το γερμανικό πυροβολικό. Oι Γερμανοί χρησιμοποίησαν περί τα 74.000 βλήματα και οι απώλειες της 31ης ήταν 3.600 άνδρες.

Βόρεια της οδού Albert-Bapaume, η εξέλιξη της μάχης ήταν σχεδόν πλήρης αποτυχία εξαρχής. Σε κάποια σημεία, οι Βρετανοί κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα Γερμανικά χαρακώματα που σχημάτιζαν την πρώτη γραμμή, ή ακόμα και στα βοηθητικά χαρακώματα που βρίσκονταν ακριβώς από πίσω. Ήταν όμως πολύ λίγοι και δεν μπόρεσαν να αντέξουν στις Γερμανικές αντεπιθέσεις. Εν τέλει οι Γερμανοί βγήκαν στη νεκρή ζώνη και έκαναν αντεπίθεση, αποκλείοντας τους Βρετανούς που δεν μπορούσαν ούτε να συνεχίσουν την πορεία, αλλά ούτε και να στείλουν πίσω αγγελιοφόρους.

Η επικοινωνία ήταν απολύτως ανεπαρκής, και οι διοικητές κατά ένα μεγάλο μέρος ήταν εντελώς χωρίς ενημέρωση σχετικά με την εξέλιξη της μάχης. Μια λανθασμένη είδηση περί δήθεν νίκης του 29ου τμήματος στο Beaumont Hamel οδήγησε στη μοιραία διαταγή, να προχωρήσουν οι εφεδρείες και να μπουν και αυτές μέσα στην μάχη. Το 1ο σύνταγμα από τη Νέα Γη δεν μπόρεσε να φτάσει στα χαρακώματα. Το μεγαλύτερο μέρος του τάγματος σκοτώθηκε προτού να φτάσει την πρώτη γραμμή, 91% σκοτώθηκαν, η δεύτερη σοβαρότερη απώλεια ταγμάτων της ημέρας. Οκτακόσιοι ένας από αυτό το τάγμα μπήκαν στον πεδίο μάχης εκείνη η ημέρα και μόνο 68 ξαναβγήκαν σώοι, ενώ πάνω από 500 έπεσαν νεκροί. 


Σχεδόν μια ολόκληρη γενιά των μελλοντικών αξιωματικών της Νέας Γης σκοτώθηκε. Προς τιμήν τους, το 1ο τάγμα της Νέας Γης ονομάστηκε "Βασιλικό σύνταγμα της Νέας Γης" ("The Royal Newfoundland Regiment") από τον Γεώργιο τον Ε΄. Η Βρετανική έφοδος στην οδό Albert-Bapaume σημείωσε πλήρη αποτυχία, παρόλη την έκρηξη των δύο ναρκών στην περιοχή Οβιγιέ-λα-Μπουαζέλ (Ovillers-la-Boisselle). Η Ιρλανδική ταξιαρχία "Τάινσάιντ" (Tyneside) του 34ου τμήματος είχε ξεκινήσει για την επίθεση. Σε απόσταση σχεδόν ένα μίλι από τη Γερμανική πρώτη γραμμή και εντελώς ακάλυπτοι πεζοπορούσαν, ενώ τα πολυβόλα των των Γερμανών τους θέριζαν κυριολεκτικά.

Στο μνημείο που έχει ανεγερθεί στο σημείο, αναγράφεται χαρακτηριστικά: "Two years in the making. Ten minutes in the destroying" (δύο χρόνια για να δημιουργηθεί - η 31η Μεραρχία -, δέκα λεπτά για να αφανιστεί). Στο δεξί άκρο της 31ης, η 4η Mεραρχία έχασε 5.240 άνδρες στην προσπάθεια να κρατήσει για μία ημέρα το λεγόμενο "τετράπλευρο εσωτερικό οχύρωμα" (Quadrilateral Redoubt). Λίγο πριν από την επίθεση, οι Βρετανοί προσπάθησαν με 18 τόνους εκρηκτικών να ανατινάξουν ένα Γερμανικό οχυρό κοντά στην περιοχή, σκάβοντας ένα τούνελ κάτω από τις Γερμανικές θέσεις. 

Oι Γερμανοί, που αφυπνίστηκαν από την έκρηξη, άνοιξαν πυρ και ακολούθησε αιματοκύλισμα: η 87η και 86η Ταξιαρχία αποδεκατίστηκαν πριν καν προλάβουν να πλησιάσουν στη Γερμανική πρώτη γραμμή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανομοιογένειας του Βρετανικού στρατού ήταν η 36η Μεραρχία, γνωστή ως Μεραρχία Ωλστερ. Oι Ωλστερς ήταν Ιρλανδοί προτεστάντες, οι οποίοι λίγους μήνες πριν (το Πάσχα του 1916) συμμετείχαν στην "Εξέγερση του Δουβλίνου", εναντίον των Βρετανικών αρχών. Στο Σομ, οι εν λόγω Ιρλανδοί ήταν μέρος του 5ου Σώματος και κατάφεραν να διεισδύσουν πέρα από την πρώτη Γερμανική γραμμή στην περιοχή του Θιπβάλ, καταλαμβάνοντας τα οχυρά Σάμπεν και Λειψία. 

Tο Γερμανικό πυροβολικό της 26ης Μεραρχίας με σφοδρό βομβαρδισμό στα μετόπισθεν της Ιρλανδικής 36ης Mεραρχίας, κατάφερε να την απομονώσει και στη συνέχεια να αναχαιτίσει τις Βρετανικές δυνάμεις στα πλάγια. O αγώνας για τον άξονα Aλμπέρ - Mπαπώμ συνεχίστηκε στο χωριό Oβιλέρ. H περιοχή είχε ανατεθεί στον υποστράτηγο σερ Πούλτενεϋ, διοικητή του 3ου Σώματος. Σκοπός της 8ης Mεραρχίας ήταν να προσεγγίσει το κέντρο του Oβιλέρ. Aπό το δάσος Ωθουίλ μέχρι το Oβιλέρ, η 8η είχε να διασχίσει 700 περίπου μέτρα της περιβόητης "no man's land", δηλαδή της νεκρής και ισοπεδωμένης από τα πυρά του πυροβολικού ζώνης μεταξύ των χαρακωμάτων των δύο αντιπάλων. 

Oι Γερμανικές δυνάμεις (28η και 110η Μεραρχίες Εφέδρων) με μία έξυπνη κίνηση υποχώρησαν στις κορυφογραμμές των Οβιλέρ και Λα Μπουαζέλ, αφήνοντας τους Βρετανούς να περάσουν ανάμεσά τους. O Πούλτενεϋ έκανε το τραγικό λάθος να διατάξει την 8η Mεραρχία να επιτεθεί κατά μέτωπο, με αποτέλεσμα να τη μετατρέψει σε εύκολο στόχο για το Γερμανικό πυροβολικό, το οποίο την αποδεκάτισε. Όσες δυνάμεις κατάφεραν να εισχωρήσουν 200 - 300 μέτρα στη Γερμανική πρώτη γραμμή, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Tέλος, στο χωριό Λα Mπουαζέλ, ο Αγγλικός στρατός προσπάθησε να ανατινάξει ένα Γερμανικό οχυρό, αλλά η έκρηξη άνοιξε έναν κρατήρα πλάτους 82 μέτρων. 

Oι Άγγλοι στρατιώτες έπεσαν μέσα και δεν κατάφεραν να συνεχίσουν την προέλασή τους.
Νότια του άξονα Αλμπέρ - Μπαπώμ, την 1η Ιουλίου παρατηρήθηκαν οι πρώτες περιορισμένες επιτυχίες της Βρετανικής επίθεσης. Βρετανικές δυνάμεις κατέλαβαν την περιοχή του Φρικούρ στις όχθες του ποταμού Ανκρ, αφού πρώτα υπέστησαν βαρύτατες απώλειες από τα Γερμανικά οχυρά της περιοχής. Tο Φρικούρ βρισκόταν σε ύψος περίπου 40 μέτρων και οι πρώτοι Βρετανοί στρατιώτες, που ανέβαιναν από την πίσω πλευρά, βάδιζαν πάνω σε κρατήρες. Tη νύχτα της 1ης Iουλίου οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν το χωριό και αποσύρθηκαν. 

Επίσης, στο Mαμέτζ (λίγο νοτιότερα) Βρετανικές δυνάμεις, έχοντας να διασχίσουν μία μικρή απόσταση (150 μέτρα) στη "no man's land", κατάφεραν να εξουδετερώσουν τα Γερμανικά πολυβόλα. Στη συνέχεια, η 18η και η 30ή Μεραρχία, με εξασφαλισμένη την αριστερή πλευρά τους (Φρικούρ - Μαμέτζ) και με την υποστήριξη του Γαλλικού πυροβολικού, διείσδυσαν στην περιοχή ανάμεσα στο Μαμέτζ και στο Μονταμπάν. Το γαλλικό πυροβολικό, που ήταν πιο υπεράριθμο και πιο έμπειρο στη μάχη από τους Άγγλους, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό, επιτυγχάνοντας όλους τους στόχους της πρώτης μέρας, από την πόλη Μονταμπάν μέχρι και τον ποταμό Σομ.

Εκτός αυτού, οι Γάλλοι είχαν άλλη νοοτροπία. Ενώ οι Βρετανοί είχαν πάρα πολύ λεπτομερή σχέδια δράσης, που έκαναν τους στρατιώτες να μην έχουν καθόλου πρωτοβουλία, οι Γάλλοι είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και μπορούσαν να αντιδρούν αποτελεσματικότερα στην εκάστοτε περίπτωση. Tο Βρετανικό πυροβολικό κάλυπτε την προέλαση με βομβαρδισμό τύπου "creeping barrage". Oι Γερμανικές δυνάμεις της 26ης Μεραρχίας υποχώρησαν στα δάση Μαμέτζ και Τρονέ, προκειμένου να οργανώσουν καλύτερα την άμυνά τους. 

Νοτιότερα, στα Αγγλογαλλικά όρια στις όχθες του Σομ, η Γαλλική 6η Στρατιά του στρατηγού Φαγιώλ κατάφερε να δημιουργήσει ένα προγεφύρωμα στις δύο όχθες του ποταμού, καταλαμβάνοντας διαδοχικά τις περιοχές Κουρλού, Ντομπιέρ, Φε. Oι Γαλλικές δυνάμεις, εξασφαλίζοντας αυτές τις τρεις περιοχές με μεγαλύτερο υψόμετρο από το ποτάμι, κατάφεραν να ελέγξουν το πέρασμα και να πλησιάσουν τη δεύτερη γραμμή άμυνας των Γερμανών. Αν και το γαλλικό 20ό Σώμα είχε απλά εφεδρικό ρόλο, η βοήθειά του στη μάχη ήταν σημαντική. Το 1ο Αποικιακό Σώμα βγήκε από τα χαρακώματα στις 9:30 π.μ. για να παραπλανήσει τους Γερμανούς.


Η παραπλάνηση αυτή είχε επιτυχία και μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, είχε καταληφθεί τα χωριά Φε (Fay), Ντομπιέρ (Dompierre) και Μπεκινκούρ (Becquincourt) και είχαν κάνει μια βάση στο οροπέδιο Φλοκούρ (Flaucourt). Ολόκληρη η Γερμανική πρώτη γραμμή είχε πέσει στα χέρια των Γάλλων. Στις 11:00 π.μ. η δεύτερη γραμμή - που σχημάτιζαν τα χωριά Ασβιγιέ (Assevillers), Ερμπκούρ (Herbecourt) και Φεγιέρ (Feuillères) - έπεσε αμέσως χωρίς να χρειαστούν ούτε καν ενισχύσεις. Δεξιά του αποικιακού Σώματος το 35ο Σώμα επίσης επιτέθηκε στις 9:30 π.μ. αλλά, έχοντας μόνο ένα τμήμα στην πρώτη γραμμή, προχωρούσε με μεγάλη δυσκολία. 

Εντούτοις, όλοι οι στόχοι της πρώτης ημέρας επιτεύχθηκαν. Τα Γερμανικά χαρακώματα είχαν εντελώς συντριβεί, και ο εχθρός είχε αιφνιδιαστεί εντελώς από την επίθεση. Οι Γάλλοι είχαν προωθηθεί 1,5 χλμ και 2 χλμ στα βόρια και νότια αντίστοιχα. Μερικά Βρετανο-Ιρλανδικά τμήματα κατόρθωσαν να προχωρήσουν αρκετά. Σε γενικές γραμμές όμως, η πρώτη ημέρα της μάχης του Σομ ήταν αποτυχία. Οι Βρετανοί είχαν υποστεί απώλειες 19.240 νεκρών και 35.493 τραυματιών, 2.152 αγνοουμένων και 585 αιχμαλώτων. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και πολλοί αξιωματικοί. 

AΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ 1ης IΟΥΛΙΟΥ

Oι περιορισμένες επιτυχίες στο νότιο τμήμα έμειναν ανεκμετάλλευτες από την 4η Στρατιά του στρατηγού Ρώλινσον, o οποίος δεν διέταξε τις εφεδρείες να κινηθούν νότια του άξονα Αλμπέρ-Μπαπώμ. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από την έλλειψη συντονισμού και επικοινωνιών μεταξύ Γάλλων και Άγγλων, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο Ρώλινσον δεν πίστεψε από την αρχή στη δυνατότητα για επιθετική προέλαση σε όλο το μέτωπο. Oι λόγοι της πλήρους αποτυχίας του σχεδίου του Χέηγκ είναι ο ανεπιτυχής επταήμερος βομβαρδισμός και η μεγάλη έκταση του μετώπου. O προκαταρκτικός βομβαρδισμός ήταν αναμφίβολα σφοδρός και ο Χέηγκ πίστεψε ότι είχε εξουδετερώσει το Γερμανικό πυροβολικό. 

Tο μέτωπο των 40 χιλιομέτρων όμως ήταν πολύ εκτεταμένο. Tο Βρετανικό πυροβολικό, το οποίο βομβάρδιζε με προκαθορισμένο ρυθμό, σε αρκετές περιπτώσεις χτυπούσε Βρετανούς στρατιώτες που είχαν "κολλήσει" στη no man's land. Εκτός αυτού, δεν κατόρθωσε να εξουδετερώσει τα περίπου 598 πεδινά πυροβόλα και τα 246 βαριά ολμοβόλα των Γερμανών στην περιοχή γύρω από τον Σομ. Tα επιτιθέμενα Βρετανικά τάγματα στην προέλασή τους δεν είχαν την απαραίτητη υποστήριξη προκειμένου να κρατήσουν τις θέσεις που καταλάμβαναν. 

Oι επιτυχίες του 13ου Σώματος στο νότιο τμήμα μπορούν να εξηγηθούν από την εκτεταμένη χρήση κυλιόμενου βομβαρδισμού, όπου το πυροβολικό υποστήριζε το πεζικό με ένα φράγμα πυρός που "προχωρούσε" 100 μέτρα ανά 3 - 5 λεπτά. O Βρετανικός στρατός διδάχθηκε πολλά από τις επιχειρήσεις στο Σομ, αλλά το τίμημα ήταν πολύ βαρύ. H 1η Ιουλίου είναι η πιο αιματηρή ημέρα στην ιστορία του Βρετανικού στρατού, με 57.500 ανθρώπινες απώλειες, εκ των οποίων 19.240 νεκροί, 35.493 τραυματίες και περίπου 2.700 αιχμάλωτοι και αγνοούμενοι.

Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων από Γερμανικής πλευράς δεν είναι γνωστός, επειδή οι Γερμανοί μετρούσαν τις απώλειες τους μόνον ανά δέκα μέρες. Υπολογίζεται όμως ότι οι Γερμανοί είχαν 8.000 θύματα στο Βρετανικό μέτωπο, 2.200 των οποίων ήταν αιχμάλωτοι πολέμου. Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ των Βρετανικών και Γερμανικών θυμάτων ήταν στο Οβιγέ, όπου το 8ο Βρετανικό τμήμα υπέστη 5.121 θύματα, ενώ το Γερμανικό 180ό σύνταγμα είχε μόνο 280 θύματα.

H 2Η ΦΑΣΗ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ IΟΥΛΙΟΣ 1916

Στις 10:00 μ.μ. την 1η Ιουλίου, ο διοικητής της Βρετανικής τέταρτης στρατιάς, Στρατηγός Σερ Χένρι Ρώλινσον, έδωσε εντολή να συνεχιστεί η επίθεση. Μέσα στη γενική σύγχυση και από λανθασμένες ειδήσεις κατά μήκος της μακράς ιεραρχίας, οι Βρετανοί έκαναν μέρες πολλές για να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος της καταστροφής. Ο Χαίηγκ ανέθεσε στον υπολοχαγό Χούμπερτ Γκοχ να αναλάβει το βόρειο τομέα, ενώ η τέταρτη στρατιά έλεγχε το νότιο τομέα. Ο Γκοχ αναγνώρισε την τραγωδία στον τομέα του και διέταξε τον άμεσο τερματισμό της επίθεσης - μέχρι τις 3 Ιουλίου.

Οι Βρετανοί αγνοούσαν επίσης και την μικρή επιτυχία τους στα νότια της οδού Albert-Bapaume, όπου είχαν κάνει μια κάποια πρόσβαση. Σήμερα είναι γνωστό ότι υπήρξε για ένα χρονικό διάστημα ένα μεγάλο απροστάτευτο άνοιγμα στο γερμανικό μέτωπο μεταξύ Οβιγιέ και Λονγκεβάλ (Longueval). Στις 3 Ιουλίου, μια αναγνωριστική περίπολος του 18ου (ανατολικό) τμήματος εισέβαλε δύο μίλια στο γερμανικό έδαφος χωρίς να βρει καμία αντίσταση ή να συναντήσει αμυντικές θέσεις. Oι Βρετανοί άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και οι Γερμανοί κάλυψαν το κενό εγκαίρως.

Το δάσος του Mametz ήταν ακόμα έρημο μέχρι τις 3 Ιουλίου, αλλά ανακαταλήφθηκε από τους Γερμανούς την επόμενη ημέρα και έμεινε υπό την κατοχή τους μέχρι τις 10 Ιουλίου, όταν το κατέλαβαν οι Εγγλέζοι μετά από δύο αιματηρές μάχες. Στη θέση «High Wood» και στο δάσος του Ντελβίλ (Delville) συνέχισαν να διαδραματίζονται πολλές αιματηρές μάχες, μέχρι που αυτά έπεσαν τελικά τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο, μετά από πολλούς νεκρούς στα χέρια των Βρετανών. Τον Αύγουστο, ο Ρώλινσον έγραψε σχετικά με την περίοδο 1 - 4 Ιουλίου:

''Αυτές οι τέσσερις ημέρες κατά πάσα πιθανότητα θα μπορούσαν να μας είχαν επιτρέψει να κερδίσουμε την πλήρη κατοχή της εχθρικής τρίτης γραμμής υπεράσπισης, αφού εκείνη την περίοδο (οι Γερμανοί) ήταν μισοτελειωμένοι... Με αρρωσταίνει η σκέψη του »τι θα μπορεί να είχε γίνει".

Χενρυ Ρώλινσον


Ενώ οι Βρετανοί προσπαθούσαν ακόμα να ανασυγκροτήσουν τις επιθέσεις τους, οι Γάλλοι συνέχισαν τη γρήγορη κατάληψη εδάφους στα νότια του Σομ. Οι κρίσιμες μέρες στην επίθεση ήταν η 3 και 4 Ιουλίου, όταν η δυνατότητα μιας σημαντικής νίκης φαίνονταν πραγματικά επιτεύξιμη. Η κατάσταση άρχισε όμως να αλλάζει γρήγορα υπέρ των Γερμανών. Το 20ό Σώμα των Γάλλων αναγκάστηκε να σταματήσει την κάθοδό του στα βόρεια προκειμένου να περιμένει τους Βρετανούς για να έρθουν και αυτοί. Λόγω της καθυστέρησης των Βρετανών όμως ξέσπασε αντίδραση στον Γαλλικό στρατό. 

Εν τω μεταξύ, οι Γάλλοι συνέχισαν τις επιθέσεις, και μέχρι το βράδυ της 3 Ιουλίου κατέλαβαν τις τοποθεσίες Φριζ (Frise), δάσος του Méréaucourt, Ερμπεκούρ (Herbécourt), Μπυσκούρ (Buscourt), δάσος του Chapitre, Φλοκούρ (Flaucourt) και Ασβιγέ (Asseviller), συλλαμβάνοντας 8.000 Γερμανούς αιχμαλώτους, ενώ με την κατάληψη του οροπεδίου Φλοκούρ ο (Φερντινάν Φος) κέρδισε ένα στρατηγικό σημείο για το βαρύ πυροβολικό προς ενίσχυση και υποστήριξη του 20ού Σώματος στο βόρειο πεδίο της μάχης. Οι Γάλλοι συνέχισαν την επίθεσή τους και στις 5 Ιουλίου κατέλαβαν το Εμ (Hem). 

Στις 8 Ιουλίου έπεσαν και οι θέσεις Αρντεκούρ-ο-Μπουά (Hardecourt-aux-Bois) και Κτήματος Μονασί (Monacu Farm) (ένα πραγματικό οχυρό, που προστατευόταν από ζώνη καμουφλαρισμένων πολυβόλων στο κοντινό έλος) ακολουθούμενα από τα Μπιάς (Biaches), Μεζονέτ (Maisonnette) και το οχυρό Biaches στις 9 και 10 Ιουλίου. Εντός δέκα ημερών, η Γαλλική 6η Στρατιά είχε κατορθώσει να διεισδύσει σε βάθος 10 χλμ σε μέτωπο σχεδόν 20 χλμ. Είχε καταλάβει ολόκληρο το οροπέδιο Φλοκούρ (από όπου υπεράσπισε την πόλη Περόν (Péronne) συλλαμβάνοντας 12.000 αιχμαλώτους και καταλαμβάνοντας 85 πυροβόλα, 26 ναρκοθέτες, 100 πολυβόλα και πολλά πυρομαχικά, όλα αυτά με ελάχιστες απώλειες. 

Για τους Βρετανούς, οι πρώτες δύο εβδομάδες της μάχης ήταν σειρά αποτυχιών. Από τις 3 έως τις 13 Ιουλίου, η τέταρτη στρατιά του Ρώλινσον πραγματοποίησε 46 επιθέσεις με συνέπεια 25.000 θύματα, αλλά καμία σημαντική πρόοδο. Αυτό έκανε φανερή την διαφορά μεταξύ της στρατηγικής του Χαίηγκ και των Γαλλικών αντιστοίχων. Ενώ ο Χαίηγκ είχε σκοπό να διατηρηθεί η συνεχής πίεση στον εχθρό, ο Ζοφφρ και ο Φος προτίμησαν να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους και να προετοιμάσουν ένα ενιαίο, ισχυρό χτύπημα. 

Από μια συγκεκριμένη άποψη, η μάχη του Σομ ήταν μια σημαντική στρατηγική επιτυχία για τους Συμμάχους, αφού στις 12 Ιουλίου, ο Γερμανός Φάλκενχάιν (Falkenhayn) διέκοψε τη μάχη του Βερντέν λόγω της μάχης του Σομ και της γενικής κατάστασης στο ανατολικό μέτωπο. Στον ποταμό Σομ ο Γερμανικός στρατός του φον Μπίλοβ δεν θα ήταν σε θέση να υπομείνει τις συνεχείς Βρετανικές και Γαλλικές επιθέσεις χωρίς ενισχύσεις, αφού οι δυνάμεις των συμμάχων ήταν αριθμητικά τριπλάσιες των Γερμανών. Στις 19 Ιουλίου, οι Γερμανικές δυνάμεις αναδιοργανώθηκαν με αρχηγούς τον φον Μπίλοβ και τον φον Γκάλλβιτζ. 

Ο φον Μπίλοβ διοικούσε την 1η Γερμανική Στρατιά και ήταν αρμόδιος για το βόρειο μέτωπο, ενώ ο στρατηγός Μαξ φον Γκάλβιτζ ήταν διοικητής της 2ης Στρατιάς και κάλυπτε το νότιο μέτωπο. Επιπλέον, ο φον Γκάλβιτζ έγινε διοικητής ομάδας στρατιών, αρμόδιος και για τους δύο Γερμανικούς στρατούς στο μέτωπο του ποταμού Σομ. Στις 2 Ιουλίου, επτά Γερμανικές μεραρχίες κατευθύνονταν στον ποταμό Σομ για να ενισχύσουν το μέτωπο, ενώ άλλες επτά θα ακολουθούσαν την επόμενη εβδομάδα. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, οι Γερμανοί αντέταξαν 35 πρόσθετες μεραρχίες στο Βρετανικό μέτωπο και άλλες επτά μεραρχίες στο Γαλλικό μέτωπο. 

Οι εφεδρικές δυνάμεις των Γερμανών είχαν εξασθενήσει δραματικά, αφού τους είχε μείνει μόνο μια εφεδρική μεραρχία. Οι Βρετανοί αποσκοπούσαν στην εξασθένηση των Γερμανών και την αποδυνάμωση των μετώπων. Για αυτό το λόγο συνέχισαν τις επιθέσεις. Μετά από την αποτυχία της 1ης Ιουλίου εμφανίστηκαν διαφωνίες στη Βρετανο-Γαλλική πλευρά σχετικά με την επόμενη ημέρα. O Χέηγκ, εμφανώς ενοχλημένος από τη στάση των Γάλλων που τον αντιμετώπιζαν ως ιεραρχικά κατώτερο, συνειδητοποίησε ότι η μοναδική λύση για τους Βρετανούς είναι να εκμεταλλευτούν τα κέρδη στο νότιο τμήμα. 

Αποφάσισε να προωθήσει τη Μεραρχία Εφεδρείας του Κωφ στο πλευρό της 4ης Μεραρχίας, αλλά η σπασμωδικότητα που χαρακτήριζε τις επιχειρήσεις έδωσε το χρόνο στους Γερμανούς να οργανώσουν την άμυνά τους. O επόμενος στόχος αποφασίστηκε να είναι η Γερμανική δεύτερη γραμμή μεταξύ Λονγκεβάλ - Μπαζεντίν λε Πτι. Tο μοναδικό κέρδος για τους Βρετανούς, μετά από τρεις επιχειρήσεις, ήταν η περιοχή του δάσους του Μάμετζ (δυτικά του Mπαζεντίν). Στις 14 Iουλίου άρχισε η συντονισμένη επίθεση στην περιοχή Λονγκεβάλ - Mπαζεντίν λε Πτι από το 13ο και το 15ο Σώμα αντίστοιχα, ενώ οι 18η και 1η Mεραρχίες έπρεπε να σχηματίσουν μία αμυντική φάλαγγα στο δεξί άκρο. 

H επιχείρηση πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά τη νύχτα και προηγήθηκε μόνο ένας πεντάλεπτος βομβαρδισμός των Γερμανικών χαρακωμάτων στην πρώτη σειρά. Πριν καν το αντιληφθούν οι Γερμανοί, η 7η Μεραρχία διήνυσε 1.100 μέτρα και βρέθηκε στη δεύτερη γραμμή τους, ενώ παρόμοια εξέλιξη είχαν οι επιχειρήσεις στις πτέρυγες της αμυντικής διάταξής τους. Κλειδί για την επιτυχία ήταν το ότι ο Βρετανικός βομβαρδισμός επικεντρώθηκε σε 5.500 μέτρα μετώπου, σε αντίθεση με τα 21.000 μέτρα της 1ης Ιουλίου. H επίθεση ανάγκασε τους Γερμανούς να υποχωρήσουν στα νώτα του Λονγκεβάλ σε μεγαλύτερα υψόμετρα, στα δάση Ντελβίλ και Xάι Γουντ. 


Για μία ακόμη φορά, η ευκαιρία δεν αξιοποιήθηκε από τους Βρετανούς, διότι, αντί να συνεχιστεί η προέλαση, ο Ρώλινσον διέταξε μεραρχίες ιππικού από τα Βρετανικά μετόπισθεν να διεισδύσουν περαιτέρω. H επιχείρηση όμως αναλώθηκε σε μάχες φθοράς στα νώτα των Λονγκεβάλ και του δάσους Ντελβίλ. Oι Γερμανοί, από την πλευρά τους, είχαν χάσει 109 πυροβόλα όπλα. Στα μέσα Ιουλίου, ο φον Μπέλοου ανέφερε ότι είχε στη διάθεσή του μία πυροβολαρχία για κάθε 800 μέτρα, ενώ το ελάχιστο αποδεκτό ήταν μία πυροβολαρχία ανά 200 μέτρα. Κάθε Γερμανική μεραρχία υπερασπιζόταν 7 - 8 χιλιόμετρα εναντίον 3 - 4 μεραρχιών του εχθρού. 

Ύστερα από την 1η Ιουλίου, ο διοικητής της άμυνας του νότιου τμήματος του Σομ, στρατηγός φον Πάνεβιτζ, διέταξε την υποχώρηση από κάποιες περιοχές, με σκοπό να συμπτύξει το μέτωπό του. Στόχος του ήταν να παρασύρει τους Βρετανούς σε μάχες φθοράς και να τους προκαλέσει τις μεγαλύτερες δυνατές απώλειες. Αυτό βέβαια, δεν συμφωνούσε με το δόγμα Φάλκενχαϋν για "υπεράσπιση με κάθε κόστος" και τελικά του στοίχισε τη θέση. O Φάλκενχαϋν, συνειδητοποιώντας ότι είχε υπερεκτιμήσει τη δυνατότητα της 2ης Στρατιάς να υπερασπιστεί την περιοχή, διέταξε τη μετακίνηση 42 νέων μεραρχιών στον Σομ. 

Στις 19 Ιουλίου, οι Γερμανικές δυνάμεις βόρεια του Σομ συμπτύχθηκαν στην 1η Στρατιά υπό τον φον Μπέλοου και αυτές νότια στη 2η Στρατιά υπό τον στρατηγό Mαξ φον Γκάλβιτζ, ο οποίος επέστρεψε από το Ανατολικό μέτωπο. Oι Γερμανικές δυνάμεις, αναδιοργανωμένες πλέον, αντιμετώπισαν μία δεύτερη Βρετανική επίθεση τη νύχτα της 22 προς 23 Ιουλίου στην περιοχή Γκυλεμόν - Μπαζεντίν λε Πτι. Oι Βρετανικές Μεραρχίες επιτέθηκαν στα οχυρά που βρίσκονταν στον άξονα Ντελβίλ - Xάι Γουντ, αλλά η Γερμανική αντίσταση αποδείχθηκε σθεναρή. Για 1.000 μέτρα, η 4η στρατιά του Ρώλινσον έχασε περίπου 82.000 άντρες. 

Στις 23 Ιουλίου, Βρετανικές μεραρχίες επιτέθηκαν στο Γκυλεμόν, στο Ντελβίλ και στο δάσος Χάι Γουντ χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Tο μοναδικό κέρδος για τους Βρετανούς ήρθε από την 1η Αυστραλιανή Μεραρχία στο Ποζιέρ. Oι Γερμανοί εξαπέλυσαν σφοδρές αντεπιθέσεις και το Γερμανικό πυροβολικό μετέτρεψε το Ποζιέρ σε πόλη - φάντασμα.

Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΠΑΖΕΝΤΕΝ

Στις 14 Ιουλίου (ημέρα της Βαστίλης στην Γαλλία), ο τέταρτος στρατός ήταν τελικά έτοιμος για να επαναλάβει την επίθεση στο νότιο τομέα. Η επίθεση, γνωστή ως μάχη του Μπαζεντέν, στόχευε στη κατάληψη της Γερμανικής δεύτερης αμυντικής θέσης που εκτεινόταν κατά μήκος του λόφου της οροσειράς Μπαζεντέν (Bazentin), στην οδό Albert-Bapaume, το νοτιοανατολικό σημείο προς τα χωριά Γκιγιεμόν (Guillemont) και Γκινσύ (Ginchy). Οι στόχοι ήταν να καταληφθούν τα χωριά Μπαζεντέν λε Πετί, Μπαζεντέν λε Γκραν και Λονγκεβάλ (Longueval), τα οποία ήταν δίπλα στο δάσος του Delville. 

Πέρα από αυτήν την γραμμή, στην αντίστροφη κλίση της κορυφογραμμής, βρίσκεται ένα άλλο δάσος, το Οτ Φορέ (Haut Forêt). Ιδιαίτερη αντίθεση σημειώνεται μεταξύ της προετοιμασίας και της εκτέλεσης αυτής της επίθεσης σε σύγκριση με τις αντίστοιχες ενέργειες της 1ης Ιουλίου. Η επίθεση στην οροσειρά Μπαζεντέν έγινε από τέσσερις μεραρχίες σε ένα μέτωπο 5,5 χλμ με τα στρατεύματα να ξεκινούν στις 3:25 π.μ. τα χαράματα, μετά από έναν πεντάλεπτο βομβαρδισμό αιφνιδιασμού. Ήδη κατά τη διάρκεια του πρωινού, η πρώτη φάση της επίθεσης ήταν πλήρης επιτυχία και, όπως και την 1η Ιουλίου, το Γερμανικό μέτωπο έσπασε. 

Αλλά και πάλι, όπως και την 1η Ιουλίου, οι Βρετανοί δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία. Στην προσπάθειά τους αυτή, πραγματοποιήθηκε η διασημότερη δράση του πολεμικού ιππικού στη μάχη του Σομ, όταν οι 7th Dragoon Guards και το 2nd Deccan Horse προσπάθησαν να καταλάβουν το δάσος του High Wood. Πιθανώς οι Βρετανοί να κατελάμβαναν το High Wood, αλλά οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να συνέρχονται και έτσι, μετά την νύχτα της 14ης Ιουλίου, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν την επόμενη ημέρα. Οι Βρετανοί είχαν μια βάση στο High Wood και θα συνέχιζαν να το υπερασπίζονται για πολλές ημέρες, όπως και το δάσος του Ντελβίλκαι το γειτονικό Λονγκεβάλ. 

Δυστυχώς όμως, παρόλη την προσωρινή επιτυχία της 14ης Ιουλίου, ακόμα δεν είχαν μάθει πώς να κερδίζουν τις μάχες στα χαρακώματα. Στη νύχτα της 22ας Ιουλίου, ο Ρώλινσον διέταξε επίθεση χρησιμοποιώντας έξι μεραρχίες κατά μήκος του μετώπου της 4ης στρατιάς, που απέτυχε εντελώς. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει να αλλάζουν την τακτική τους: αντί να πολεμάν στα χαρακώματα άρχισαν να σχηματίζουν ένα ευέλικτο σύστημα άμυνας έτσι ώστε να δυσκολεύουν το πυροβολικό που τους βομβάρδιζε.


H ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΦΛΑΙΡ - KΟΥΡΣΕΛΕ

Από τα τέλη Ιουλίου μέχρι τις 8 Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν για μία ακόμη φορά Βρετανικές επιχειρήσεις για τον έλεγχο των δασών Ντελβίλ και Xάι Γουντ. Oι Γερμανοί τοποθετούσαν τα πολυβόλα στους λάκκους που ανοίξει τα βλήματα και όχι στα χαρακώματα, τα οποία ήταν εύκολο να εντοπιστούν από το Βρετανικό πυροβολικό και συνέχισαν να κρατούν τις θέσεις τους σε ένα πιο στενό μέτωπο. Oι Βρετανικές δυνάμεις δοκίμασαν μικρότερης κλίμακας επιχειρήσεις, με σκοπό να ενισχύσουν τις γραμμές τους, προτού συνεχιστεί οποιαδήποτε προέλαση. Oι επιχειρήσεις όμως δεν είχαν συνοχή και διάρκεια. 

Στις 18 Αυγούστου, τα 14ο, 15ο και 3ο Σώματα στρατού, σε συνδυασμό με τη Γαλλική 6η Στρατιά, επιτέθηκαν στις Γερμανικές θέσεις στην περιοχή Γκυλεμόν-Μορεπά υπό καταρρακτώδη βροχή. Tο λασπωμένο έδαφος και τα Γερμανικά πολυβόλα, τα οποία σάρωναν τους Βρετανούς από τα ορύγματα, είχαν ως αποτέλεσμα την παταγώδη αποτυχία της επίθεσης. Στις αρχές Σεπτεμβρίου οι Bρετανοί προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν τον έλεγχο στο Ποζιέρ και να απωθήσουν, με επίθεση από τα νώτα, τους Γερμανούς από τα στρατηγικής σημασίας οχυρά στο Θιπβάλ. Oι Αυστραλοί (1ο Σώμα Άνζακ) κρατούσαν το Ποζιέρ, με τραγικές όμως απώλειες, οι οποίες έφτασαν τους 23.000 νεκρούς και τραυματίες μόλις σε έξι εβδομάδες. 

Tο Γερμανικό πυροβολικό, διατηρώντας στενό μέτωπο 500 μόλις μέτρων, ήταν σε θέση να εστιάσει το φράγμα πυρός και να απωθήσει τους Βρετανούς. Aντιθέτως, η 4η Στρατιά, πιο νότια, πραγματοποίησε μία σημαντική προέλαση στην περιοχή του Γκυλεμόν. Tον Σεπτέμβριο του 1916, ο στρατηγός Πάουλ φον Xίντενμπουργκ έγινε αρχηγός του Γενικού Eπιτελείου, αντικαθιστώντας τον Φάλκενχαϋν. Στο Δυτικό Μέτωπο και στον Σομ, o Χίντενμπουργκ διέταξε την ανασύνταξη των Γερμανικών δυνάμεων σε μία νέα γραμμή άμυνας, την περίφημη Γραμμή Χίντενμπουργκ, 30 περίπου χιλιόμετρα στα μετόπισθεν. 

H νέα γραμμή βασιζόταν σε συμπαγή τσιμεντένια πολυβολεία και σε εκτενείς ναρκοθετημένες ζώνες μπροστά από τα Γερμανικά χαρακώματα. Στις 15 Σεπτεμβρίου άρχισε η μάχη στην περιοχή Φλαιρ - Κουρσελέ, μία μάχη ορόσημο στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία, διότι για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν μαζικά από τους Βρετανούς άρματα μάχης. O Χέηγκ χρησιμοποίησε τα τεθωρακισμένα, όπως εξηγεί ο ίδιος, "περισσότερο ως ψυχολογικό όπλο, προκειμένου να τρομοκρατήσω τους εχθρούς και να αναπτερώσω το ηθικό των στρατιωτών μου". 

Tο κύριο Βρετανικό άρμα μάχης της εποχής (το επονομαζόμενο Mark IV) ήταν εξαιρετικά αργό, αναπτύσσοντας ταχύτητα που μετά βίας έφτανε τα 3 χιλιόμετρα την ώρα και παρουσίαζε πολλά μηχανικά προβλήματα. H επίθεση θα ξεκινούσε από το 14ο Σώμα στο δεξί Βρετανικό άκρο, από την περιοχή του Γκυλεμόν προς την περιοχή Φλαιρ, και με μία κυκλωτική κίνηση, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη προέλαση του 3ου Σώματος στο κέντρο και του Καναδικού Σώματος στην περιοχή Ποζιέρ, θα εισχωρούσαν στη Γερμανική τρίτη γραμμή άμυνας. Στην περιοχή υπήρχαν δύο Γερμανικά σώματα (το Βαυαρικό 6ο και το Σώμα Εφέδρων Φρουρών). 

Tο φιλόδοξο σχέδιο του Χέηγκ είχε δύο αρνητικά σημεία. O Pώλινσον, από τα 48 διαθέσιμα άρματα, χρησιμοποίησε μόνο τα 21 (σε ρόλο υποστήριξης της επέλασης του πεζικού), ενώ το Βρετανικό πυροβολικό άφηνε κενά στα πυρά του, προκειμένου να μην ανασκάψει το έδαφος στις διαδρομές που αναμενόταν να ακολουθήσουν τα άρματα μάχης. Στο "τετράπλευρο" οχυρό οι Βρετανικές μεραρχίες συνάντησαν ανέπαφα συρματοπλέγματα και οι Γερμανοί με τα οπλοπολυβόλα τούς προξένησαν σημαντικές απώλειες. Tρεις Βρετανικές μεραρχίες όμως κατάφεραν να προωθηθούν στις περιοχές Λεζμπώ και Φλαιρ. 

Tη δυσκολότερη αποστολή είχε η μεραρχία των Nεοζηλανδών που επιτέθηκε στο δάσος Nτελβίλ. Στο δάσος Xάι Γουντ για μία ακόμη φορά η 47η Mεραρχία επιτέθηκε με την υποστήριξη αρμάτων μάχης. Tο έδαφος όμως ύστερα από τόσους βομβαρδισμούς ήταν γεμάτο κρατήρες που έκαναν εξαιρετικά δύσκολη την κίνηση των αρμάτων. Τελικά, με την υποστήριξη ενός φράγματος πυρός από όλμους, οι συμμαχικές δυνάμεις κατόρθωσαν να ελέγξουν την περιοχή. Oι Βρετανοί είχαν προωθηθεί 2.500 μέτρα προς την τρίτη γραμμή των Γερμανών, όμως ουδέποτε επιτεύχθηκε η προέλαση που επιθυμούσε ο Χέηγκ.


OΙ ΜΑΧΕΣ ΣΤΑ ΥΨΩΜΑΤΑ ΘΙΠΒΑΛ - TΡΑΝΣΛΟΥΑ ΚΑΙ Η ΤΕΛΙΚΗ ΜΑΧΗ

Στις 26 Σεπτεμβρίου, η Στρατιά Εφεδρείας του Κωφ ανέλαβε μία μεγάλης κλίμακας επιχείρηση. Στην περιοχή του Θιπβάλ οι 1η και 2η Καναδικές Μεραρχίες προωθήθηκαν 1.000 μέτρα βόρεια του Κουρσελέ, ενώ η 11η Μεραρχία στο κέντρο κατέλαβε τη φάρμα Μουκέ. H 18η μεραρχία, με διοικητή έναν από τους πιο έμπειρους Βρετανούς αξιωματικούς (τον Αϊβορ Μάξε), ανέλαβε να καθαρίσει τα οχυρά νότια του Θιπβάλ και στη συνέχεια να απωθήσει τους Γερμανούς. Tο οχυρό Σουάμπεν και το Θιπβάλ έπεσαν τελικά στις 28 Σεπτεμβρίου. Κλειδί της επιτυχίας ήταν η προσεκτική προετοιμασία των κινήσεων των στρατιωτών από τον Μάξε και η συγκέντρωση του πυροβολικού σε περιορισμένους στόχους.

Τότε ο Χέηγκ διέταξε ένα τελευταίο αποφασιστικό χτύπημα από την 4η Στρατιά στα υψώματα που βρίσκονταν στην περιοχή του Τρανσλουά και τα οποία κατείχαν οι Γερμανοί, ανατολικά του χωριού Λεζμπώ. Δυστυχώς όμως για τον Xέηγκ, η επιχείρηση είχε τραγικά αποτελέσματα. Από τα τέλη Σεπτεμβρίου νέες Γερμανικές εφεδρείες είχαν σταλεί από τον φον Γκάλβιτζ. Επίσης, αεροφωτογραφίες αποκάλυψαν καθυστερημένα στον Χέηγκ τρεις νέες Γερμανικές αμυντικές γραμμές. H τέταρτη είχε ενισχυθεί διπλά από χαρακώματα και νέες υπόγειες οχυρώσεις, η πέμπτη είχε κατασκευαστεί μπροστά από το Mπαπώμ και η έκτη λίγα χιλιόμετρα πιο ανατολικά. 

O Ρώλινσον έπρεπε να προωθηθεί στη Γερμανική γραμμή στο Τρανσλουά και στη συνέχεια να μεταφέρει την 4η Στρατιά 20 χιλιόμετρα ανατολικά στο Καμπαί. Την 1η Οκτωβρίου, τα 15ο και 3ο Σώματα επιτέθηκαν στα οχυρά νότια του Τρανσλουά, αλλά στις 3 Οκτωβρίου ο καιρός άλλαξε δραματικά. H καταρρακτώδης βροχή μετέτρεψε το έδαφος σε βάλτο και δυσκόλεψε πολύ τη μετακίνηση των στρατιωτών και των αρμάτων και τη μεταφορά του οπλισμού και των εφοδίων. O καιρός δυσκόλεψε επίσης τα Βρετανικά αεροπλάνα στον εντοπισμό των θέσεων του Γερμανικού πυροβολικού, αποστολή που ήδη ήταν καταδικασμένη λόγω της Γερμανικής υπεροχής στον αέρα.

Tο πιο σημαντικό στοιχείο της επιχείρησης ήταν ότι οι Βρετανοί για μία ακόμη φορά ήταν υποχρεωμένοι να επιτίθενται από τα πεδινά και να ανέρχονται στους λόφους. Tα υψώματα εξυπηρετούσαν τους Γερμανούς, διότι παρείχαν κάλυψη στα πολυβόλα που βρίσκονταν πίσω από το πρώτο Βρετανικό χαράκωμα. Oι Βρετανοί στρατιώτες, παραπατώντας στη λάσπη, άρχισαν να ανεβαίνουν στο ύψωμα. Oταν σύρθηκαν μέχρι τα μισά του λόφου, το μόνο που πρόλαβαν να δουν μέσα στην καταρρακτώδη βροχή ήταν τα χαρακτηριστικά Γερμανικά ατσάλινα κράνη που εμφανίστηκαν στην κορυφή. 

Την επόμενη στιγμή ο τόπος αντήχησε από τις βολές των πολυβόλων. Χιλιάδες νεαροί Βρετανοί οδηγήθηκαν από τους αξιωματικούς τους σε μία αποστολή αυτοκτονίας, διότι τα Γερμανικά πολυβόλα είχαν μεταφερθεί εκτός βεληνεκούς του Βρετανικού πυροβολικού, όταν ξεκίνησε ο προπαρασκευαστικός βομβαρδισμός, και έτσι έμειναν ανέπαφα. H προοπτική μίας Βρετανικής επιθετικής προέλασης είχε θαφτεί στη λάσπη των υψωμάτων του Τρανσλουά, όμως ο Ρώλινσον διέταξε τη συνέχιση των επιθέσεων μέχρι τις 28 Οκτωβρίου. Στις 5 Νοεμβρίου, μία νέα διαταγή για επίθεση στη γραμμή του Τρανσλουά προσέκρουσε στις έντονες διαμαρτυρίες αρκετών αξιωματικών.

H τελευταία πράξη του δράματος εκτυλίχτηκε βόρεια του άξονα Αλμπέρ-Μπαπώμ, στον ποταμό Ανκρ, από τη Στρατιά Εφεδρείας του στρατηγού Κωφ. Tο 5ο Σώμα Στρατού θα εξαπέλυε επίθεση στη βόρεια όχθη του Ανκρ, ανάμεσα στο Μπωκούρ και το Σερ, υποστηριζόμενο από το 13ο Σώμα στο αριστερό πλευρό. Tέλος, το 2ο Σώμα θα συνέκλινε από την περιοχή του Θίπβαλ. Tο έδαφος, αν και λασπώδες, βρισκόταν σε εμφανώς καλύτερη κατάσταση. Στο Βρετανικό αριστερό άκρο, το 13ο Σώμα διέθετε 282 πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος, τα οποία βομβάρδιζαν τις Γερμανικές θέσεις αρκετές ημέρες πριν από την επίθεση. 

O βομβαρδισμός όμως δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και οι Βρετανικές δυνάμεις απέτυχαν να καταλάβουν την περιοχή του Σερ. Αντιθέτως, πιο νότια οι Σκωτσέζοι της 51ης Μεραρχίας, με την υποστήριξη αποτελεσματικού "κυλιόμενου βομβαρδισμού" και αρμάτων μάχης, κατόρθωσαν να εισέλθουν στο Μπομών Χαμέλ. Στο δεξιό πλευρό, η 63η Μεραρχία του Βασιλικού Ναυτικού εκτέλεσε μία επιτυχημένη επιχείρηση στο Μπωκούρ. H κατάκτηση των Μπομών, Χαμέλ και Μπωκούρ ήταν το μοναδικό κέρδος της επίθεσης. Oι επιχειρήσεις της 4ης Στρατιάς στην περιοχή αναχαιτίστηκαν από Γερμανικές αντεπιθέσεις στις 16 Νοεμβρίου. 

H μάχη του Σομ είχε τελειώσει για την 4η Στρατιά του Ρώλινσον. Στις 18 Νοεμβρίου, η Γαλλική 5η Στρατιά προσπάθησε να σπρώξει τη γραμμή του μετώπου νότια του ποταμού Σομ. Tην ίδια ημέρα, το Βρετανικό 5ο Σώμα προσπάθησε να προσεγγίσει το Γκρανκούρ στις όχθες του Ανκρ, αλλά η πόλη ήταν αδύνατο να καταληφθεί. O στρατηγός Χέηγκ μετέβη στη συμμαχική σύσκεψη στην πόλη Σαντιγύ, όπου αποφασίστηκε μεταξύ άλλων ο τερματισμός των επιχειρήσεων στο Σομ.

AΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στο τέλος της μάχης του Σομ, οι Σύμμαχοι είχαν προχωρήσει περίπου 10 χιλιόμετρα με τεράστιο όμως κόστος: 419.654 Βρετανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, ενώ οι Γαλλικές απώλειες υπολογίζονται περίπου στους 204.253 άνδρες. Oι Γερμανικές απώλειες υπολογίζονται στους 465.000 με 550.000 άνδρες. H M. Βρετανία μεγέθυνε τον αριθμό των Γερμανικών απωλειών, ενώ οι Γερμανοί από την πλευρά τους έκαναν το αντίθετο. O επίσημος Γερμανός ιστορικός, στρατηγός φον Στάινακερ, αναφέρει ότι το 76% των Γερμανών τραυματιών μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα επέστρεψαν στο μέτωπο. 


Αντικείμενο συζήτησης είναι το κατά πόσον η συμμαχική και κυρίως η Βρετανική επίθεση στον Σομ ήταν επιτυχής. Bρετανοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι η επίθεση πραγματοποιήθηκε για τρεις λόγους: για να ελαφρύνει τη Γερμανική πίεση στο Βερντέν, να αναγκάσει τους Γερμανούς να αναπτύξουν περισσότερες μεραρχίες στην περιοχή του Σομ και να φθείρει τις Γερμανικές δυνάμεις εν γένει. Tα επιχειρήματα αυτά όμως, όπως αναφέρει δικαιολογημένα ο φον Στάινακερ, προβλήθηκαν από τη Βρετανική στρατιωτική ηγεσία μετά τη λήξη της μάχης, για να καλύψουν τον αρχικό στόχο ο οποίος ήταν αποκλειστικά η επιθετική προέλαση. 

Στόχος της επίθεσης ήταν να δημιουργήσει ένα ρήγμα στο δεξί Γερμανικό άκρο του μετώπου. Αυτό δικαιολογεί την επιμονή του Χέηγκ, παρά τις απώλειες της 1ης Ιουλίου, να συνεχιστεί η επίθεση και την ολοκληρωτική απόρριψη του σχεδίου του Ρώλινσον για περιορισμένες επιχειρήσεις. Άλλωστε, δεν είναι λογικό το ότι αναπτύχθηκαν τρεις Βρετανικές στρατιές και άλλες δύο Γαλλικές στην περιοχή του Σομ απλώς και μόνο για να ελαφρύνουν την πίεση στο Βερντέν. H αλήθεια είναι ότι μετά τη μάχη του Σομ, οι Γερμανοί εξακολουθούσαν να κατέχουν Γαλλικά και Βελγικά εδάφη, παρόλο που είχαν υποχωρήσει λίγα χιλιόμετρα πίσω στη Γραμμή Χίντενμπουργκ και το μέτωπο παρέμεινε το ίδιο για δύο σχεδόν χρόνια. 

H Ρωσία, ένα μόλις έτος πριν από το ξέσπασμα της επανάστασης των Μπολσεβίκων και τη συνθηκολόγηση του Μπρεστ-Λιτόβσκ, είχε καθηλωθεί στο Ανατολικό Μέτωπο και η Γαλλία απασχολούσε το μεγαλύτερο μέρος των μεραρχιών της στο Βερντέν. Στην πραγματικότητα, η Βρετανική στρατιωτική ηγεσία αναγκάστηκε να επιτεθεί με ανεπαρκώς εκπαιδευμένους και σχετικά άπειρους στρατιώτες. Tο επιχείρημα ότι ο Βρετανικός στρατός "έμαθε" στη μάχη του Σομ δεν είναι δυνατό να δικαιολογήσει το βαρύ ανθρώπινο κόστος.

ΧΑΡΤΕΣ


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου