Ο κόσμος μας βρίσκεται διαχωρισμένος αλλά δεν το βλέπεις εύκολα. Παντού αυτός ο διαχωρισμός είναι εμφανής, αν κοιτάξεις με «διαφορετικά μάτια»: σε χώρες, σε κοινωνίες, σε περιοχές, ακόμα και μέσα σε οικογένειες, στο ίδιο σου το σπίτι, στον ίδιο σου τον εαυτό. Οι αριθμοί δεν αλλάζουν την πραγματικότητα.
Υπάρχει το εγώ και υπάρχει το εμείς. Στη μια περίπτωση το «δικό μου» και το «υπάρχω μόνο ή πρώτα εγώ και μετά όλοι οι άλλοι» είναι κυρίαρχο και καθορίζει το γίγνεσθαι και την ποιότητα της ζωής. Στην άλλη περίπτωση «εγώ δεν έχω σημασία αλλά υπάρχω για τους άλλους (την οικογένεια/τη χώρα/το έθνος/τα ιδανικά που μου δόθηκαν κλπ», καθορίζει το πλαίσιο της ύπαρξης. Η συνεχόμενη πάλη ανάμεσα στα δυο, ενισχύει τον εσωτερικό διάλογο, την αυτό-αμφισβήτηση αλλά και δημιουργεί παράλληλα άπειρους άλλους διαχωρισμούς.
Η προσπάθεια να ισορροπήσεις ανάμεσα στα δυο, να διακρίνεις κάθε φορά το «σωστό» και να αισθάνεσαι ταυτόχρονα ασφαλής, χρήσιμος και αυτάρκης, αποδεικνύεται ένας συνεχιζόμενος αγώνας, που απλά ενισχύει τον δυαδισμό. Ο νους και ο τρόπος σκέψης που μάθαμε να εμπιστευόμαστε, καθώς και το ποιοι εκπαιδευτήκαμε να είμαστε, δεν έχει τρόπο διαφυγής από τη γραμμική, δυαδική σκέψη. Πέρα από τις θεωρίες, διαπιστώνεις, στην καθημερινότητά σου, ότι πιο συχνά, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα ή περισσότερα δίλληματα κάθε φορά, για το ποιος θα υπερισχύσει, ποια «αρχή» σου θα εμφανιστεί, ως πράξη ή αντίδραση.
Πολλοί μιλάνε για την καρδιά, θεωρώντας «ανώτερο» ν’ ακολουθείς «την καρδιά σου», ενώ παράλληλα, τα δικά τους κρυφά πάθη, τα κρυφά θέλω τους, αγωνιούν να εκφραστούν και να υλοποιηθούν. Οι παρερμηνείες αυτής της διπολικής υπόστασης είναι όσες και οι προσωπικές σου σχέσεις, τα προσωπικά σου προβλήματα, οι αντιφατικές έννοιες μέσα σου, τα λόγια που ασυνείδητα χρησιμοποιείς, αδυνατώντας να συνθέσεις αυτά που φαίνονται αντίθετα.
Ρωτάς, είτε άλλους είτε τον εαυτό σου, «τι πρέπει να κάνω;» ή «τι θα έπρεπε να είχα κάνει;» ψάχνοντας κανόνες που δύσκολα εφαρμόζονται στην διαφορετικότητα της κάθε στιγμής. Εκπαιδευτήκαμε να θέλουμε χάρτες, αναλυτική καθοδήγηση, στο «πώς» της ζωής μας. Σκέφτεσαι ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» ποιο θα έχει τις λιγότερες συνέπειες, τον μικρότερο πόνο, τη λιγότερη έλλειψη. Και σίγουρα δεν αντιλαμβάνεσαι τις επαναλήψεις. Δεν αντιλαμβάνεσαι την υποσυνείδητη κριτική που σου φανερώνει, ως προσωπικό βίωμα, όλα όσα κατηγόρησες, ως δικά σου.
Το είδωλο, των κρυμμένων σου κομματιών βρίσκεται παντού. Αλλά η μυωπική, συγκεκριμένη όρασή σου είναι ανίκανη να σου φανερώσει, αυτό που εκπαιδεύτηκες να μη βλέπεις. Σ’ αυτούς που έχουν την ικανότητα να βλέπουν, όλα μοιάζουν με σκηνή θεάτρου, όπου οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν αντιλαμβάνονται καν ότι είναι ηθοποιοί, ότι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τοςυ να παίξουν το συγκεκριμένο ρόλο, ότι υπάρχουν πολλά θέατρα, σε πολλά επίπεδα, που δεν εμφανίζονται καν στην περιοριστική, «κοντινή» όραση.
Δεν μπορείς, μέσω του ίδιου νου, που εστιάζεται αποκλειστικά σε αυτή τη μια γραμμική πραγματικότητα, να αντιληφθείς ότι ο χρόνος έχει διαφορετική έννοια από αυτήν που του έχεις δώσει και ότι η ψυχή καταχωρεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι εσύ. Η ταυτόχρονη διείσδυση στη στιγμή και η παράλληλη απομακρυσμένη διευρυμένη ύπαρξη, ως ένα, μοιάζουν παιχνίδια λέξεων, των οποίων σου διαφεύγει το βίωμα της αλήθειας τους.
Προτού αντιληφθείς όμως όλα αυτά, σε βιωματικό, προσωπικό, καθημερινό επίπεδο, δεν έχει κανένα νόημα η ζωή. Ο σκοπός είναι πάντα εγωιστικός, άσχετα από την πλευρά της πολικότητας που έχεις επιλέξει να «παίζεις» και τίποτα διαφορετικό δεν μπορεί να εμφανιστεί, από αυτό που ασυνείδητα έλκεις στην πραγματικότητά σου, κατηγορώντας άλλες (πραγματικότητες και επιλογές).
Η πορεία του «ανοίγματος» της εσωτερικής ή διευρυμένης όρασης είναι αναγκαστικά υποκειμενική. Χρειάζεται πειθαρχία, αφοσίωση και ταπεινότητα… έννοιες, ήδη ερμηνευμένες από τον νου που εμπιστεύεσαι, νομίζοντας πως κατανοείς. Είναι απόφαση συνειδητή και πορεία αμετάκλητη.
Υπάρχει το εγώ και υπάρχει το εμείς. Στη μια περίπτωση το «δικό μου» και το «υπάρχω μόνο ή πρώτα εγώ και μετά όλοι οι άλλοι» είναι κυρίαρχο και καθορίζει το γίγνεσθαι και την ποιότητα της ζωής. Στην άλλη περίπτωση «εγώ δεν έχω σημασία αλλά υπάρχω για τους άλλους (την οικογένεια/τη χώρα/το έθνος/τα ιδανικά που μου δόθηκαν κλπ», καθορίζει το πλαίσιο της ύπαρξης. Η συνεχόμενη πάλη ανάμεσα στα δυο, ενισχύει τον εσωτερικό διάλογο, την αυτό-αμφισβήτηση αλλά και δημιουργεί παράλληλα άπειρους άλλους διαχωρισμούς.
Η προσπάθεια να ισορροπήσεις ανάμεσα στα δυο, να διακρίνεις κάθε φορά το «σωστό» και να αισθάνεσαι ταυτόχρονα ασφαλής, χρήσιμος και αυτάρκης, αποδεικνύεται ένας συνεχιζόμενος αγώνας, που απλά ενισχύει τον δυαδισμό. Ο νους και ο τρόπος σκέψης που μάθαμε να εμπιστευόμαστε, καθώς και το ποιοι εκπαιδευτήκαμε να είμαστε, δεν έχει τρόπο διαφυγής από τη γραμμική, δυαδική σκέψη. Πέρα από τις θεωρίες, διαπιστώνεις, στην καθημερινότητά σου, ότι πιο συχνά, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με ένα ή περισσότερα δίλληματα κάθε φορά, για το ποιος θα υπερισχύσει, ποια «αρχή» σου θα εμφανιστεί, ως πράξη ή αντίδραση.
Πολλοί μιλάνε για την καρδιά, θεωρώντας «ανώτερο» ν’ ακολουθείς «την καρδιά σου», ενώ παράλληλα, τα δικά τους κρυφά πάθη, τα κρυφά θέλω τους, αγωνιούν να εκφραστούν και να υλοποιηθούν. Οι παρερμηνείες αυτής της διπολικής υπόστασης είναι όσες και οι προσωπικές σου σχέσεις, τα προσωπικά σου προβλήματα, οι αντιφατικές έννοιες μέσα σου, τα λόγια που ασυνείδητα χρησιμοποιείς, αδυνατώντας να συνθέσεις αυτά που φαίνονται αντίθετα.
Ρωτάς, είτε άλλους είτε τον εαυτό σου, «τι πρέπει να κάνω;» ή «τι θα έπρεπε να είχα κάνει;» ψάχνοντας κανόνες που δύσκολα εφαρμόζονται στην διαφορετικότητα της κάθε στιγμής. Εκπαιδευτήκαμε να θέλουμε χάρτες, αναλυτική καθοδήγηση, στο «πώς» της ζωής μας. Σκέφτεσαι ανάμεσα στο «σωστό» και το «λάθος» ποιο θα έχει τις λιγότερες συνέπειες, τον μικρότερο πόνο, τη λιγότερη έλλειψη. Και σίγουρα δεν αντιλαμβάνεσαι τις επαναλήψεις. Δεν αντιλαμβάνεσαι την υποσυνείδητη κριτική που σου φανερώνει, ως προσωπικό βίωμα, όλα όσα κατηγόρησες, ως δικά σου.
Το είδωλο, των κρυμμένων σου κομματιών βρίσκεται παντού. Αλλά η μυωπική, συγκεκριμένη όρασή σου είναι ανίκανη να σου φανερώσει, αυτό που εκπαιδεύτηκες να μη βλέπεις. Σ’ αυτούς που έχουν την ικανότητα να βλέπουν, όλα μοιάζουν με σκηνή θεάτρου, όπου οι περισσότεροι ηθοποιοί δεν αντιλαμβάνονται καν ότι είναι ηθοποιοί, ότι έχουν δώσει τη συγκατάθεσή τοςυ να παίξουν το συγκεκριμένο ρόλο, ότι υπάρχουν πολλά θέατρα, σε πολλά επίπεδα, που δεν εμφανίζονται καν στην περιοριστική, «κοντινή» όραση.
Δεν μπορείς, μέσω του ίδιου νου, που εστιάζεται αποκλειστικά σε αυτή τη μια γραμμική πραγματικότητα, να αντιληφθείς ότι ο χρόνος έχει διαφορετική έννοια από αυτήν που του έχεις δώσει και ότι η ψυχή καταχωρεί εντελώς διαφορετικά απ' ό,τι εσύ. Η ταυτόχρονη διείσδυση στη στιγμή και η παράλληλη απομακρυσμένη διευρυμένη ύπαρξη, ως ένα, μοιάζουν παιχνίδια λέξεων, των οποίων σου διαφεύγει το βίωμα της αλήθειας τους.
Προτού αντιληφθείς όμως όλα αυτά, σε βιωματικό, προσωπικό, καθημερινό επίπεδο, δεν έχει κανένα νόημα η ζωή. Ο σκοπός είναι πάντα εγωιστικός, άσχετα από την πλευρά της πολικότητας που έχεις επιλέξει να «παίζεις» και τίποτα διαφορετικό δεν μπορεί να εμφανιστεί, από αυτό που ασυνείδητα έλκεις στην πραγματικότητά σου, κατηγορώντας άλλες (πραγματικότητες και επιλογές).
Η πορεία του «ανοίγματος» της εσωτερικής ή διευρυμένης όρασης είναι αναγκαστικά υποκειμενική. Χρειάζεται πειθαρχία, αφοσίωση και ταπεινότητα… έννοιες, ήδη ερμηνευμένες από τον νου που εμπιστεύεσαι, νομίζοντας πως κατανοείς. Είναι απόφαση συνειδητή και πορεία αμετάκλητη.