Η ιδανική πόλη δε θα μπορούσε να αγνοήσει το ζήτημα της εξασφάλισης των απογόνων της. Οι απόγονοι είναι η διαιώνιση της πόλης και αυτός είναι ο ρόλος του γάμου, που λειτουργεί ως θεσμοθετημένος εγγυητής της τεκνοποίησης: «Αποβλέποντας σε αυτό ο νομοθέτης έχει χρέος να νομοθετεί για τη συζυγική σχέση προσαρμόζοντάς την […] για να συμβιβάζονται οι ηλικίες τους […] και να μη διαφέρουν οι φυσικές τους δυνάμεις, ο ένας δηλαδή να διατηρεί ακόμη τη δυνατότητα της τεκνοποίησης και η άλλη να την έχει χάσει, ή αντίστροφα να τη διατηρεί η γυναίκα και να την έχει χάσει ο άντρας…». (1334b 32 – 33, 34 – 35, 35 – 37).
Όμως, και πέρα από την καθαυτό δυνατότητα τεκνοποίησης, για τον Αριστοτέλη, το ζήτημα της ηλικίας παίζει τεράστιο ρόλο και στην ανατροφή των παιδιών: «… δεν είναι σωστό ούτε να έχουν μεγάλη ηλικιακή απόσταση τα παιδιά από τους πατέρες τους (γιατί θα είναι ανώφελη για τους υπερήλικους γονείς η ευχαρίστηση από τα παιδιά τους, όπως επίσης και η βοήθεια των πατέρων στα παιδιά), ούτε όμως και να έχουν ελάχιστη διαφορά ηλικίας (αυτό πολύ δυσκολεύει τις σχέσεις, γιατί δεν τρέφουν αρκετό σεβασμό μεταξύ τους, όπως συμβαίνει και μεταξύ συνομήλικων, και συνεπώς η μικρή ηλικιακή απόσταση προκαλεί προστριβές και αναστάτωση στην οικογενειακή οργάνωση)». (1334b 39 – 1335a 4).
Αυτό που πρωτίστως θέλει να τονίσει είναι η αποφυγή γάμων σε πολύ μικρές ηλικίες, αφού και οργανικά οι πολύ μικρές ηλικίες είναι ανέτοιμες για τεκνοποίηση: «Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε όσες πόλεις κυριαρχεί το έθιμο να ενώνουν με συζυγική σχέση νέους άντρες με νέες γυναίκες, οι άνθρωποι είναι ατελείς στη διάπλαση και μικρόσωμοι. Επιπλέον στους τοκετούς οι νεαρές γυναίκες καταπονούνται περισσότερο και πεθαίνουν περισσότερες … Αλλά και η σωματική ανάπτυξη των αγοριών φαίνεται ότι βλάπτεται, αν έχουν σεξουαλικές σχέσεις όσο ακόμη αναπτύσσεται το σπέρμα τους, γιατί και αυτό έχει ορισμένο χρόνο, μετά από τον οποίο δεν παρουσιάζει το ίδιο πλήθος πια…». (1335a 15 – 18, 24 – 27). Για να συμπληρώσει: «Πράγματι τα παιδιά των μεγαλύτερων σε ηλικία, όπως και των νεότερων, υστερούν σε σωματική και πνευματική διάπλαση, τα δε παιδιά των γερασμένων είναι ασθενικά». (1335b 29 – 31).
Ορίζοντας ότι ο άντρας μπορεί να τεκνοποιήσει μέχρι τα εβδομήντα, ενώ η γυναίκα μέχρι τα πενήντα, τοποθετεί αυτή τη διαφορά (περίπου) ως ιδανική ηλικιακή απόσταση του ζευγαριού: «Συνεπώς ενδείκνυται οι γυναίκες να έρχονται σε γάμου κοινωνία στα δεκαοχτώ τους χρόνια περίπου και οι άντρες στα τριάντα εφτά [ή λίγο πριν]. Γιατί σε αυτή την ηλικία η συζυγική σχέση θα συντελεστεί με σώματα που βρίσκονται σε ακμή και θα οδηγηθούν και οι δύο σύζυγοι στο τέλος της περιόδου τεκνοποίησης έχοντας την κατάλληλη ηλικιακή αναλογία». (1335a 28 – 32).
Το ζήτημα της σωματικής ευρωστίας των γονιών προς εξασφάλιση υγιών απογόνων είναι για τον Αριστοτέλη τόσο σημαντικό που προτείνει νομοθετική ρύθμιση για να ασκούνται οι γυναίκες την περίοδο της εγκυμοσύνης: «Επιπλέον οι εγκυμονούσες έχουν χρέος να φροντίζουν τα σώματά τους, αποφεύγοντας την καθιστική ζωή και την ελλιπή διατροφή. Αυτό εύκολα μπορεί να το πετύχει ο νομοθέτης, αν προστάξει να πεζοπορούν αυτές για να εκτελέσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα στους θεούς, προστάτες του τοκετού». (1335b 12 – 16).
Η πεζοπορία κρίνεται ιδανική γυμναστική κατά την εγκυμοσύνη, αφού η άσκηση δεν πρέπει να συνδέεται ούτε με την εξάντληση ούτε με την καταπόνηση. Κι αυτό βέβαια αποτελεί πάγια θέση του Αριστοτέλη, που δεν αφορά μόνο τις εγκυμονούσες γυναίκες αλλά όλους τους ανθρώπους που θέλουν να λέγονται ελεύθεροι: «Ειδικότερα ούτε η συνήθεια των αθλητών να ασκούν τα σώματά τους, προσφέρει ευεξία που ταιριάζει σε ελεύθερους πολίτες, ούτε υγεία και τεκνοποίηση… Το σώμα είναι καλό να μάθει στην σκληραγωγία, αλλά όχι με βίαιες ασκήσεις και ούτε για την άσκηση και ενίσχυση ενός μέλους μόνο του σώματος, όπως είναι η τάση των αθλητών, αλλά με σκοπό την πραγμάτωση των επιδιώξεων των ελεύθερων πολιτών». (1335b 5 – 7, 8 – 11).
Και φυσικά, πρέπει, επίσης, να προσεχτεί η πνευματική ηρεμία των εγκύων, αφού με τίποτε δεν πρέπει να διαταραχτεί η διαδικασία της τεκνοποίησης: «… η διάνοιά τους ταιριάζει να βρίσκεται σε ηρεμότερη κατάσταση σε σχέση με τα σώματα. Γιατί τα έμβρυα φαίνεται ότι απομυζούν ζωή από την έγκυο, όπως τα φυτά από τη γη». (1335b 16 – 19).
Ο Αριστοτέλης είναι τόσο απόλυτος στο ζήτημα της εκπλήρωσης όλων των προϋποθέσεων για την εξασφάλιση των ιδανικών συνθηκών τεκνοποίησης, που προτείνει ποινές σε όποιον (ή όποια) προβαίνει σε εκτός γάμου ερωτικές συνευρέσεις: «Επίσης η ερωτική συνεύρεση με άλλη ή άλλον πρέπει να απαγορεύεται απολύτως και με όποιον τρόπο κι αν συμβαίνει, από τη στιγμή που κάποιος γίνεται και αναγορεύεται νόμιμος σύζυγος. Αν μάλιστα κάποιος συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να κάνει κάτι τέτοιο την περίοδο της τεκνοποιίας, επιβάλλεται να τιμωρείται με ποινή αφαίρεσης προνομίων ανάλογη με το ολίσθημα». (1335b 38 – 1336a 2).
Ασφαλώς, η γέννηση του παιδιού σηματοδοτεί τις νέες γονικές ευθύνες. Αναφορικά με τη βρεφική ηλικία οι φροντίδες εστιάζονται στη διατροφή και την καλή σωματική κατάσταση του νεογέννητου: «Από τη μελέτη και των άλλων ζωικών οργανισμών και των εθνών που φροντίζουν να διαμορφώσουν ως μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα τους την πολεμική άσκηση, φαίνεται ότι η διατροφή στην οποία κυριαρχεί το γάλα, είναι η πλέον κατάλληλη για τη διάπλαση των σωμάτων και εκείνη που ελάχιστα συνδυάζεται με τον οίνο προς αποφυγή των ασθενειών που προκαλεί αυτός». (1336a 5 – 8).
Όσο για την εκγύμναση των βρεφών, ο Αριστοτέλης προτείνει: «Ακόμη είναι καλό να επιτρέπονται τόσες κινήσεις, όσες είναι σε θέση να κάνουν παιδιά τέτοιας ηλικίας. Επίσης, για να μην παραμορφώνονται τα μέλη τους, επειδή είναι μαλακά, μερικά έθνη ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούν κάποια μηχανικά όργανα που διατηρούν την ευθύτητα των σωμάτων τους». (1336a 9 – 12).
Πέρα απ’ αυτά οι γονείς οφείλουν να σκληραγωγούν το μωρό, στο μέτρο του δυνατού βέβαια, προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα που θα εξασφαλίσει τη μελλοντική του υγεία: «Επιπλέον είναι πλεονέκτημα να συνηθίζουν στο κρύο τα παιδιά από τη μικρή τους ηλικία, γιατί αυτό συμβάλλει στην καλή τους υγεία και αποβαίνει πολύ χρήσιμο στις πολεμικές πράξεις. Γι’ αυτό πολλοί βάρβαροι έχουν τη συνήθεια να βουτούν τα νεογέννητα στο κρύο νερό του ποταμού και άλλοι να τα τυλίγουν με λιγοστό ύφασμα, όπως για παράδειγμα είναι η συνήθεια των Κελτών. Γιατί είναι καλύτερο από την αρχή να εθίζονται σε όσα είναι δυνατό να εθίζονται, αλλά βαθμιαία. Και η σωματική συνήθεια των παιδιών να ασκούνται στο κρύο είναι σύμφωνη με τη φύση για τη διατήρηση της θερμοκρασίας». (1336a 12 – 21).
Μετά τη βρεφική ηλικία, μέχρι το παιδί να γίνει πέντε ετών, είναι φανερό ότι η διαπαιδαγώγησή του δεν μπορεί να απαιτεί υψηλά μαθησιακά καθήκοντα ή επίπονες σωματικές ασκήσεις: «Για την ηλικία που ακολουθεί ως τα πέντε έτη, κατά την οποία δεν είναι σωστό ούτε κάποια μάθηση να γίνεται εξαναγκαστικά, ούτε να επιβάλλεται επίπονη άσκηση, για να μην εμποδίζεται η κανονική σωματική ανάπτυξη, ενδείκνυται τόση κίνηση, όση αρκεί για να αποφευχθεί η σωματική αδράνεια». (1336a 23 – 27).
Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ακράδαντα την αναγκαιότητα της σωματικής άσκησης ως προϋπόθεση της υγείας και θεωρεί το κλάμα μορφή σωματικής εκγύμνασης των παιδιών αυτής της ηλικίας: «Σφάλλουν μάλιστα οι νομοθέτες που απαγορεύουν με τους νόμους τις κραυγές και τα κλάματα των παιδιών, γιατί αυτά συντελούν στην ανάπτυξή τους, δηλαδή γυμνάζονται τρόπον τινά τα σώματα, καθώς η συγκράτηση της αναπνοής δυναμώνει αυτούς που κοπιάζουν, και το ίδιο συμβαίνει και στα παιδιά, όταν εντείνουν τις δυνάμεις τους για να κραυγάσουν». (1336a 34 – 39).
Αυτό που απομένει ως κύριο έργο των γονιών είναι η παροχή ερεθισμάτων για την εγρήγορση του παιδιού και την όξυνση της επιθυμίας του να συμμετέχει σε διαδικασίες που θα συμβάλουν θετικά τόσο στη σωματική όσο και στη διανοητική του ανάπτυξη: «Αυτή η κίνηση μπορεί να προκύπτει και με άλλες πρακτικές ενέργειες και κυρίως με το παιχνίδι». (1336a 27 – 28). Το παιχνίδι, ως ύψιστη παιδαγωγική πρακτική, αποτελεί το βασικότερο ερέθισμα που θα ωθήσει το παιδί τόσο στη σωματική, όσο και στην πνευματική άσκηση: «Αλλά και τα παιχνίδια χρειάζεται να μην είναι εξανδραποδιστικά ούτε κουραστικά ούτε χαλαρά». (1336a 28 – 30).
Εξάλλου, τα παιχνίδια μπορούν να προετοιμάσουν τα παιδιά σε σχέση με τις ασχολίες που θα κληθούν να φέρουν σε πέρας στην ενήλικη ζωή τους: «Για το λόγο αυτό τα περισσότερα παιχνίδια είναι σκόπιμο να μιμούνται πράξεις και ενέργειες με τις οποίες σοβαρά στη συνέχεια θα ασχοληθούν τα παιδιά». (1336a 33 – 34).
Αν, όμως, γίνεται λόγος για πνευματική καλλιέργεια πέρα από το παιχνίδι, είναι αδύνατο να αμεληθεί ο ευεργετικός παράγοντας του παραμυθιού: «Επιπλέον οι αρμόδιοι άρχοντες που αποκαλούνται παιδονόμοι, οφείλουν να φροντίζουν για τις διηγήσεις και τα παραμύθια που είναι σωστό να ακούν τα παιδιά τέτοιας ηλικίας». (1336a 30 – 32).
Το παραμύθι λειτουργεί ως κυριότερη πνευματική άσκηση, αφού διευρύνει τη φαντασία, καλλιεργεί τη δυνατότητα συγκέντρωσης, προσφέρει υγιή πρότυπα για τη συνέχεια της ζωής και τονώνει τα θετικά συναισθήματα προς τους άλλους και προς τη φύση. Το παιδί διαπλάθεται από τα παραμύθια κι αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να επιλέγονται με ιδιαίτερη προσοχή.
Ο Αριστοτέλης έχει βαθύτατη επίγνωση ότι οι πρώτες εμπειρίες του ανθρώπου είναι καθοριστικές για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Προκειμένου να το καταδείξει αυτό παραθέτει την άποψη του Θεόδωρου: «Ίσως μάλιστα δεν είχε άδικο ο Θεόδωρος, ο ηθοποιός τραγωδιών, που έλεγε κάτι παρόμοιο. Δηλαδή δεν επέτρεψε σε κανένα ποτέ, ούτε στους ευτελείς ηθοποιούς να προηγηθούν με την εμφάνισή τους στη σκηνή, γιατί κατά τη γνώμη του οι θεατές προδιαθέτονται από τα πρώτα ακούσματα». (1336b 27 – 31). [Η Πηνελόπη Τζιώκα Ευαγγέλου παραθέτει: «… ο Θεόδωρος ήταν εξαιρετικός ηθοποιός / υποκριτής στα έργα του Σοφοκλή, είχε μάλιστα υποδυθεί το ρόλο της Αντιγόνης». (σελ. 340)].
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει την άποψη του Θεόδωρου: «Το ίδιο συμβαίνει στις σχέσεις μας και με τους ανθρώπους και με τα πράγματα. Αποδεχόμαστε πιο ευχάριστα τις πρώτες εντυπώσεις». (1336b 31 – 33). Το συμπέρασμα είναι απολύτως προφανές: «Για το λόγο αυτό επιβάλλεται να απομακρύνουμε τους νέους από τα ανήθικα και κυρίως από όσα από αυτά προκαλούν μοχθηρία και εχθρότητα». (1336b 33 – 35).
Κι αν κάποιος δυσκολεύεται να το κατανοήσει, ο Αριστοτέλης δείχνει πρόθυμος να το επαναλάβει σαφέστερα: «Συνεπώς δικαιολογείται η προστασία τους από ακούσματα και θεάματα ανάρμοστα για ελεύθερους ανθρώπους και μάλιστα τόσο μικρής ηλικίας». (1336b 2 – 3). Το θέμα κρίνεται τόσο σοβαρό, που οι άρχοντες πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους: «Είναι στην αρμοδιότητα των αρχόντων λοιπόν τίποτε, ούτε άγαλμα ούτε ζωγραφιά, να μη μιμείται τέτοιες πράξεις, εκτός αν πρόκειται για κάποιους θεούς για τους οποίους ο νόμος επιτρέπει τον εμπαιγμό». (1336b 14 – 17).
Από αυτή την άποψη, οι νέοι δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλα τα δημόσια θεάματα ούτε στις καλλιτεχνικές δημιουργίες που κρίνονται άσεμνες κι ως εκ τούτου μη σωστά διαχειρίσιμες από τις μικρές ηλικίες: «Στους νεότερους πρέπει να απαγορεύει» (εννοείται ο νόμος) «να ακούν ιαμβικά άσματα» (πρόκειται για το κύριο γνώρισμα της σατυρικής ποίησης) «και να παρακολουθούν κωμωδίες πριν από την ηλικία στην οποία θα αποκτήσουν το δικαίωμα να παρακάθονται στα συμπόσια και η παιδεία θα τους καταστήσει απρόσβλητους και στη μέθη και στις αρνητικές επιδράσεις από τα παρόμοια». (1336b 20 – 23).
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης δεν τάχθηκε ποτέ κατά των κωμωδιών ή οποιασδήποτε άλλης μορφής τέχνης κι ούτε πρόκειται για πρόσχημα λογοκρισίας ή, έστω, επίκρισης. Εξάλλου, η αναγνώριση ότι μπορεί να υπάρχουν θεοί που να επιτρέπουν όλους τους εμπαιγμούς δείχνουν τη διάθεσή του, όπως και τη διάθεση της αθηναϊκής κοινωνίας εν γένει. Το ζήτημα που τίθεται είναι η διαπαιδαγώγηση των μικρών ηλικιών και το δεδομένο της δυσκολίας που έχουν να ερμηνεύσουν αυτού του είδους τις προκλήσεις. Η σύγχρονη παιδαγωγική αποδέχεται πλήρως αυτές τις δυσκολίες.
Αυτό που μένει είναι η προστασία των παιδιών από την αισχρολογία, θέμα που δεν αφορά μόνο τα παιδιά, αλλά ολόκληρη την πόλη: «Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο νομοθέτης οφείλει να απαλλάξει την πόλη από την αισχρολογία (γιατί οι αισχρές πράξεις διαδέχονται τα αισχρά λόγια) και αυτό ιδιαίτερα αφορά τους νέους, για να μη λένε ούτε να ακούν τίποτε τέτοιο». (1336b 3 – 8).
Η φράση «οι αισχρές πράξεις διαδέχονται τα αισχρά λόγια» αποδεικνύει τη βαρύτητα που έδινε ο Αριστοτέλης στο λόγο, αφού τίθεται ως προθάλαμος της πράξης. Οι αισχρές έννοιες, ως λεκτική απόδοση των αισχρών πράξεων, δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στην εξοικείωση με τις πράξεις αυτές και η εξοικείωση είναι το πρώτο βήμα προς την πραγμάτωση.
Υπό αυτή την έννοια, η αναπαραγωγή της αισχρολογίας δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει ως εθισμός προς τις ανήθικες πράξεις: «Αν μάλιστα κανείς συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να λέει ή να πράττει κάτι απαγορευμένο, εφόσον είναι ανήλικος ελεύθερος, χωρίς δικαίωμα ακόμη να παρακάθεται στα συσσίτια, επιβάλλεται να τιμωρείται με στερήσεις δικαιωμάτων και ραβδισμούς. Αν είναι ενήλικος να τιμωρείται με ποινές στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του, ώστε να περιέλθει σε κατάσταση ανελευθερίας». (1336b 8 – 12).
Η λεπτομερειακή ενασχόληση του Αριστοτέλη με τη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία, που ξεκινά από την περίοδο της εγκυμοσύνης ακόμη, καταδεικνύει τη σημασία που προσδίδει στο ζήτημα αυτό, προκειμένου να χτίσει το πλαίσιο της ιδανικής πόλης. Δεν είναι, λοιπόν, άξια απορίας η βαρύτητα που δίνει στο θέμα της παιδείας κατά τα επόμενα χρόνια (παιδικά και εφηβικά) μέχρι την ενηλικίωση, για το οποίο (θέμα) διαθέτει ολόκληρο το όγδοο βιβλίο απ’ τα «Πολιτικά» του. Το κλείσιμο του έβδομου βιβλίου είναι ακριβώς η εισαγωγή του όγδοου, όπου θα επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις στα βασικότερα ερωτήματα που αφορούν το σύστημα της εκπαίδευσης: «Συνεπώς έχει προτεραιότητα να εξετάσουμε αν είναι ανάγκη να υπάρχει σύστημα αγωγής των παιδιών, έπειτα αν συμφέρει ο δημόσιος χαρακτήρας του ή ο ιδιωτικός (πράγμα που συμβαίνει και τώρα στις περισσότερες πόλεις) και τρίτο ποια γνωρίσματα πρέπει να έχει η αγωγή αυτή». (1337a 3 – 7).
Όμως, και πέρα από την καθαυτό δυνατότητα τεκνοποίησης, για τον Αριστοτέλη, το ζήτημα της ηλικίας παίζει τεράστιο ρόλο και στην ανατροφή των παιδιών: «… δεν είναι σωστό ούτε να έχουν μεγάλη ηλικιακή απόσταση τα παιδιά από τους πατέρες τους (γιατί θα είναι ανώφελη για τους υπερήλικους γονείς η ευχαρίστηση από τα παιδιά τους, όπως επίσης και η βοήθεια των πατέρων στα παιδιά), ούτε όμως και να έχουν ελάχιστη διαφορά ηλικίας (αυτό πολύ δυσκολεύει τις σχέσεις, γιατί δεν τρέφουν αρκετό σεβασμό μεταξύ τους, όπως συμβαίνει και μεταξύ συνομήλικων, και συνεπώς η μικρή ηλικιακή απόσταση προκαλεί προστριβές και αναστάτωση στην οικογενειακή οργάνωση)». (1334b 39 – 1335a 4).
Αυτό που πρωτίστως θέλει να τονίσει είναι η αποφυγή γάμων σε πολύ μικρές ηλικίες, αφού και οργανικά οι πολύ μικρές ηλικίες είναι ανέτοιμες για τεκνοποίηση: «Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε όσες πόλεις κυριαρχεί το έθιμο να ενώνουν με συζυγική σχέση νέους άντρες με νέες γυναίκες, οι άνθρωποι είναι ατελείς στη διάπλαση και μικρόσωμοι. Επιπλέον στους τοκετούς οι νεαρές γυναίκες καταπονούνται περισσότερο και πεθαίνουν περισσότερες … Αλλά και η σωματική ανάπτυξη των αγοριών φαίνεται ότι βλάπτεται, αν έχουν σεξουαλικές σχέσεις όσο ακόμη αναπτύσσεται το σπέρμα τους, γιατί και αυτό έχει ορισμένο χρόνο, μετά από τον οποίο δεν παρουσιάζει το ίδιο πλήθος πια…». (1335a 15 – 18, 24 – 27). Για να συμπληρώσει: «Πράγματι τα παιδιά των μεγαλύτερων σε ηλικία, όπως και των νεότερων, υστερούν σε σωματική και πνευματική διάπλαση, τα δε παιδιά των γερασμένων είναι ασθενικά». (1335b 29 – 31).
Ορίζοντας ότι ο άντρας μπορεί να τεκνοποιήσει μέχρι τα εβδομήντα, ενώ η γυναίκα μέχρι τα πενήντα, τοποθετεί αυτή τη διαφορά (περίπου) ως ιδανική ηλικιακή απόσταση του ζευγαριού: «Συνεπώς ενδείκνυται οι γυναίκες να έρχονται σε γάμου κοινωνία στα δεκαοχτώ τους χρόνια περίπου και οι άντρες στα τριάντα εφτά [ή λίγο πριν]. Γιατί σε αυτή την ηλικία η συζυγική σχέση θα συντελεστεί με σώματα που βρίσκονται σε ακμή και θα οδηγηθούν και οι δύο σύζυγοι στο τέλος της περιόδου τεκνοποίησης έχοντας την κατάλληλη ηλικιακή αναλογία». (1335a 28 – 32).
Το ζήτημα της σωματικής ευρωστίας των γονιών προς εξασφάλιση υγιών απογόνων είναι για τον Αριστοτέλη τόσο σημαντικό που προτείνει νομοθετική ρύθμιση για να ασκούνται οι γυναίκες την περίοδο της εγκυμοσύνης: «Επιπλέον οι εγκυμονούσες έχουν χρέος να φροντίζουν τα σώματά τους, αποφεύγοντας την καθιστική ζωή και την ελλιπή διατροφή. Αυτό εύκολα μπορεί να το πετύχει ο νομοθέτης, αν προστάξει να πεζοπορούν αυτές για να εκτελέσουν τα λατρευτικά τους καθήκοντα στους θεούς, προστάτες του τοκετού». (1335b 12 – 16).
Η πεζοπορία κρίνεται ιδανική γυμναστική κατά την εγκυμοσύνη, αφού η άσκηση δεν πρέπει να συνδέεται ούτε με την εξάντληση ούτε με την καταπόνηση. Κι αυτό βέβαια αποτελεί πάγια θέση του Αριστοτέλη, που δεν αφορά μόνο τις εγκυμονούσες γυναίκες αλλά όλους τους ανθρώπους που θέλουν να λέγονται ελεύθεροι: «Ειδικότερα ούτε η συνήθεια των αθλητών να ασκούν τα σώματά τους, προσφέρει ευεξία που ταιριάζει σε ελεύθερους πολίτες, ούτε υγεία και τεκνοποίηση… Το σώμα είναι καλό να μάθει στην σκληραγωγία, αλλά όχι με βίαιες ασκήσεις και ούτε για την άσκηση και ενίσχυση ενός μέλους μόνο του σώματος, όπως είναι η τάση των αθλητών, αλλά με σκοπό την πραγμάτωση των επιδιώξεων των ελεύθερων πολιτών». (1335b 5 – 7, 8 – 11).
Και φυσικά, πρέπει, επίσης, να προσεχτεί η πνευματική ηρεμία των εγκύων, αφού με τίποτε δεν πρέπει να διαταραχτεί η διαδικασία της τεκνοποίησης: «… η διάνοιά τους ταιριάζει να βρίσκεται σε ηρεμότερη κατάσταση σε σχέση με τα σώματα. Γιατί τα έμβρυα φαίνεται ότι απομυζούν ζωή από την έγκυο, όπως τα φυτά από τη γη». (1335b 16 – 19).
Ο Αριστοτέλης είναι τόσο απόλυτος στο ζήτημα της εκπλήρωσης όλων των προϋποθέσεων για την εξασφάλιση των ιδανικών συνθηκών τεκνοποίησης, που προτείνει ποινές σε όποιον (ή όποια) προβαίνει σε εκτός γάμου ερωτικές συνευρέσεις: «Επίσης η ερωτική συνεύρεση με άλλη ή άλλον πρέπει να απαγορεύεται απολύτως και με όποιον τρόπο κι αν συμβαίνει, από τη στιγμή που κάποιος γίνεται και αναγορεύεται νόμιμος σύζυγος. Αν μάλιστα κάποιος συλλαμβάνεται επ’ αυτοφώρω να κάνει κάτι τέτοιο την περίοδο της τεκνοποιίας, επιβάλλεται να τιμωρείται με ποινή αφαίρεσης προνομίων ανάλογη με το ολίσθημα». (1335b 38 – 1336a 2).
Ασφαλώς, η γέννηση του παιδιού σηματοδοτεί τις νέες γονικές ευθύνες. Αναφορικά με τη βρεφική ηλικία οι φροντίδες εστιάζονται στη διατροφή και την καλή σωματική κατάσταση του νεογέννητου: «Από τη μελέτη και των άλλων ζωικών οργανισμών και των εθνών που φροντίζουν να διαμορφώσουν ως μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα τους την πολεμική άσκηση, φαίνεται ότι η διατροφή στην οποία κυριαρχεί το γάλα, είναι η πλέον κατάλληλη για τη διάπλαση των σωμάτων και εκείνη που ελάχιστα συνδυάζεται με τον οίνο προς αποφυγή των ασθενειών που προκαλεί αυτός». (1336a 5 – 8).
Όσο για την εκγύμναση των βρεφών, ο Αριστοτέλης προτείνει: «Ακόμη είναι καλό να επιτρέπονται τόσες κινήσεις, όσες είναι σε θέση να κάνουν παιδιά τέτοιας ηλικίας. Επίσης, για να μην παραμορφώνονται τα μέλη τους, επειδή είναι μαλακά, μερικά έθνη ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούν κάποια μηχανικά όργανα που διατηρούν την ευθύτητα των σωμάτων τους». (1336a 9 – 12).
Πέρα απ’ αυτά οι γονείς οφείλουν να σκληραγωγούν το μωρό, στο μέτρο του δυνατού βέβαια, προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα που θα εξασφαλίσει τη μελλοντική του υγεία: «Επιπλέον είναι πλεονέκτημα να συνηθίζουν στο κρύο τα παιδιά από τη μικρή τους ηλικία, γιατί αυτό συμβάλλει στην καλή τους υγεία και αποβαίνει πολύ χρήσιμο στις πολεμικές πράξεις. Γι’ αυτό πολλοί βάρβαροι έχουν τη συνήθεια να βουτούν τα νεογέννητα στο κρύο νερό του ποταμού και άλλοι να τα τυλίγουν με λιγοστό ύφασμα, όπως για παράδειγμα είναι η συνήθεια των Κελτών. Γιατί είναι καλύτερο από την αρχή να εθίζονται σε όσα είναι δυνατό να εθίζονται, αλλά βαθμιαία. Και η σωματική συνήθεια των παιδιών να ασκούνται στο κρύο είναι σύμφωνη με τη φύση για τη διατήρηση της θερμοκρασίας». (1336a 12 – 21).
Μετά τη βρεφική ηλικία, μέχρι το παιδί να γίνει πέντε ετών, είναι φανερό ότι η διαπαιδαγώγησή του δεν μπορεί να απαιτεί υψηλά μαθησιακά καθήκοντα ή επίπονες σωματικές ασκήσεις: «Για την ηλικία που ακολουθεί ως τα πέντε έτη, κατά την οποία δεν είναι σωστό ούτε κάποια μάθηση να γίνεται εξαναγκαστικά, ούτε να επιβάλλεται επίπονη άσκηση, για να μην εμποδίζεται η κανονική σωματική ανάπτυξη, ενδείκνυται τόση κίνηση, όση αρκεί για να αποφευχθεί η σωματική αδράνεια». (1336a 23 – 27).
Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ακράδαντα την αναγκαιότητα της σωματικής άσκησης ως προϋπόθεση της υγείας και θεωρεί το κλάμα μορφή σωματικής εκγύμνασης των παιδιών αυτής της ηλικίας: «Σφάλλουν μάλιστα οι νομοθέτες που απαγορεύουν με τους νόμους τις κραυγές και τα κλάματα των παιδιών, γιατί αυτά συντελούν στην ανάπτυξή τους, δηλαδή γυμνάζονται τρόπον τινά τα σώματα, καθώς η συγκράτηση της αναπνοής δυναμώνει αυτούς που κοπιάζουν, και το ίδιο συμβαίνει και στα παιδιά, όταν εντείνουν τις δυνάμεις τους για να κραυγάσουν». (1336a 34 – 39).
Αυτό που απομένει ως κύριο έργο των γονιών είναι η παροχή ερεθισμάτων για την εγρήγορση του παιδιού και την όξυνση της επιθυμίας του να συμμετέχει σε διαδικασίες που θα συμβάλουν θετικά τόσο στη σωματική όσο και στη διανοητική του ανάπτυξη: «Αυτή η κίνηση μπορεί να προκύπτει και με άλλες πρακτικές ενέργειες και κυρίως με το παιχνίδι». (1336a 27 – 28). Το παιχνίδι, ως ύψιστη παιδαγωγική πρακτική, αποτελεί το βασικότερο ερέθισμα που θα ωθήσει το παιδί τόσο στη σωματική, όσο και στην πνευματική άσκηση: «Αλλά και τα παιχνίδια χρειάζεται να μην είναι εξανδραποδιστικά ούτε κουραστικά ούτε χαλαρά». (1336a 28 – 30).
Εξάλλου, τα παιχνίδια μπορούν να προετοιμάσουν τα παιδιά σε σχέση με τις ασχολίες που θα κληθούν να φέρουν σε πέρας στην ενήλικη ζωή τους: «Για το λόγο αυτό τα περισσότερα παιχνίδια είναι σκόπιμο να μιμούνται πράξεις και ενέργειες με τις οποίες σοβαρά στη συνέχεια θα ασχοληθούν τα παιδιά». (1336a 33 – 34).
Αν, όμως, γίνεται λόγος για πνευματική καλλιέργεια πέρα από το παιχνίδι, είναι αδύνατο να αμεληθεί ο ευεργετικός παράγοντας του παραμυθιού: «Επιπλέον οι αρμόδιοι άρχοντες που αποκαλούνται παιδονόμοι, οφείλουν να φροντίζουν για τις διηγήσεις και τα παραμύθια που είναι σωστό να ακούν τα παιδιά τέτοιας ηλικίας». (1336a 30 – 32).
Το παραμύθι λειτουργεί ως κυριότερη πνευματική άσκηση, αφού διευρύνει τη φαντασία, καλλιεργεί τη δυνατότητα συγκέντρωσης, προσφέρει υγιή πρότυπα για τη συνέχεια της ζωής και τονώνει τα θετικά συναισθήματα προς τους άλλους και προς τη φύση. Το παιδί διαπλάθεται από τα παραμύθια κι αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει να επιλέγονται με ιδιαίτερη προσοχή.
Ο Αριστοτέλης έχει βαθύτατη επίγνωση ότι οι πρώτες εμπειρίες του ανθρώπου είναι καθοριστικές για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Προκειμένου να το καταδείξει αυτό παραθέτει την άποψη του Θεόδωρου: «Ίσως μάλιστα δεν είχε άδικο ο Θεόδωρος, ο ηθοποιός τραγωδιών, που έλεγε κάτι παρόμοιο. Δηλαδή δεν επέτρεψε σε κανένα ποτέ, ούτε στους ευτελείς ηθοποιούς να προηγηθούν με την εμφάνισή τους στη σκηνή, γιατί κατά τη γνώμη του οι θεατές προδιαθέτονται από τα πρώτα ακούσματα». (1336b 27 – 31). [Η Πηνελόπη Τζιώκα Ευαγγέλου παραθέτει: «… ο Θεόδωρος ήταν εξαιρετικός ηθοποιός / υποκριτής στα έργα του Σοφοκλή, είχε μάλιστα υποδυθεί το ρόλο της Αντιγόνης». (σελ. 340)].
Ο Αριστοτέλης συμπληρώνει την άποψη του Θεόδωρου: «Το ίδιο συμβαίνει στις σχέσεις μας και με τους ανθρώπους και με τα πράγματα. Αποδεχόμαστε πιο ευχάριστα τις πρώτες εντυπώσεις». (1336b 31 – 33). Το συμπέρασμα είναι απολύτως προφανές: «Για το λόγο αυτό επιβάλλεται να απομακρύνουμε τους νέους από τα ανήθικα και κυρίως από όσα από αυτά προκαλούν μοχθηρία και εχθρότητα». (1336b 33 – 35).
Κι αν κάποιος δυσκολεύεται να το κατανοήσει, ο Αριστοτέλης δείχνει πρόθυμος να το επαναλάβει σαφέστερα: «Συνεπώς δικαιολογείται η προστασία τους από ακούσματα και θεάματα ανάρμοστα για ελεύθερους ανθρώπους και μάλιστα τόσο μικρής ηλικίας». (1336b 2 – 3). Το θέμα κρίνεται τόσο σοβαρό, που οι άρχοντες πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους: «Είναι στην αρμοδιότητα των αρχόντων λοιπόν τίποτε, ούτε άγαλμα ούτε ζωγραφιά, να μη μιμείται τέτοιες πράξεις, εκτός αν πρόκειται για κάποιους θεούς για τους οποίους ο νόμος επιτρέπει τον εμπαιγμό». (1336b 14 – 17).
Από αυτή την άποψη, οι νέοι δεν πρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλα τα δημόσια θεάματα ούτε στις καλλιτεχνικές δημιουργίες που κρίνονται άσεμνες κι ως εκ τούτου μη σωστά διαχειρίσιμες από τις μικρές ηλικίες: «Στους νεότερους πρέπει να απαγορεύει» (εννοείται ο νόμος) «να ακούν ιαμβικά άσματα» (πρόκειται για το κύριο γνώρισμα της σατυρικής ποίησης) «και να παρακολουθούν κωμωδίες πριν από την ηλικία στην οποία θα αποκτήσουν το δικαίωμα να παρακάθονται στα συμπόσια και η παιδεία θα τους καταστήσει απρόσβλητους και στη μέθη και στις αρνητικές επιδράσεις από τα παρόμοια». (1336b 20 – 23).
Το σίγουρο είναι ότι ο Αριστοτέλης δεν τάχθηκε ποτέ κατά των κωμωδιών ή οποιασδήποτε άλλης μορφής τέχνης κι ούτε πρόκειται για πρόσχημα λογοκρισίας ή, έστω, επίκρισης. Εξάλλου, η αναγνώριση ότι μπορεί να υπάρχουν θεοί που να επιτρέπουν όλους τους εμπαιγμούς δείχνουν τη διάθεσή του, όπως και τη διάθεση της αθηναϊκής κοινωνίας εν γένει. Το ζήτημα που τίθεται είναι η διαπαιδαγώγηση των μικρών ηλικιών και το δεδομένο της δυσκολίας που έχουν να ερμηνεύσουν αυτού του είδους τις προκλήσεις. Η σύγχρονη παιδαγωγική αποδέχεται πλήρως αυτές τις δυσκολίες.
Αυτό που μένει είναι η προστασία των παιδιών από την αισχρολογία, θέμα που δεν αφορά μόνο τα παιδιά, αλλά ολόκληρη την πόλη: «Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο νομοθέτης οφείλει να απαλλάξει την πόλη από την αισχρολογία (γιατί οι αισχρές πράξεις διαδέχονται τα αισχρά λόγια) και αυτό ιδιαίτερα αφορά τους νέους, για να μη λένε ούτε να ακούν τίποτε τέτοιο». (1336b 3 – 8).
Η φράση «οι αισχρές πράξεις διαδέχονται τα αισχρά λόγια» αποδεικνύει τη βαρύτητα που έδινε ο Αριστοτέλης στο λόγο, αφού τίθεται ως προθάλαμος της πράξης. Οι αισχρές έννοιες, ως λεκτική απόδοση των αισχρών πράξεων, δεν μπορούν παρά να οδηγήσουν στην εξοικείωση με τις πράξεις αυτές και η εξοικείωση είναι το πρώτο βήμα προς την πραγμάτωση.
Υπό αυτή την έννοια, η αναπαραγωγή της αισχρολογίας δεν μπορεί παρά να λειτουργήσει ως εθισμός προς τις ανήθικες πράξεις: «Αν μάλιστα κανείς συλληφθεί επ’ αυτοφώρω να λέει ή να πράττει κάτι απαγορευμένο, εφόσον είναι ανήλικος ελεύθερος, χωρίς δικαίωμα ακόμη να παρακάθεται στα συσσίτια, επιβάλλεται να τιμωρείται με στερήσεις δικαιωμάτων και ραβδισμούς. Αν είναι ενήλικος να τιμωρείται με ποινές στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του, ώστε να περιέλθει σε κατάσταση ανελευθερίας». (1336b 8 – 12).
Η λεπτομερειακή ενασχόληση του Αριστοτέλη με τη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία, που ξεκινά από την περίοδο της εγκυμοσύνης ακόμη, καταδεικνύει τη σημασία που προσδίδει στο ζήτημα αυτό, προκειμένου να χτίσει το πλαίσιο της ιδανικής πόλης. Δεν είναι, λοιπόν, άξια απορίας η βαρύτητα που δίνει στο θέμα της παιδείας κατά τα επόμενα χρόνια (παιδικά και εφηβικά) μέχρι την ενηλικίωση, για το οποίο (θέμα) διαθέτει ολόκληρο το όγδοο βιβλίο απ’ τα «Πολιτικά» του. Το κλείσιμο του έβδομου βιβλίου είναι ακριβώς η εισαγωγή του όγδοου, όπου θα επιχειρήσει να δώσει απαντήσεις στα βασικότερα ερωτήματα που αφορούν το σύστημα της εκπαίδευσης: «Συνεπώς έχει προτεραιότητα να εξετάσουμε αν είναι ανάγκη να υπάρχει σύστημα αγωγής των παιδιών, έπειτα αν συμφέρει ο δημόσιος χαρακτήρας του ή ο ιδιωτικός (πράγμα που συμβαίνει και τώρα στις περισσότερες πόλεις) και τρίτο ποια γνωρίσματα πρέπει να έχει η αγωγή αυτή». (1337a 3 – 7).
Αριστοτέλης: «Πολιτικά»