Απανέκαθεν, θα πείτε, ή έστω «ανέκαθεν» ή από τότε που βγήκαν οι λάσπες, αλλά η ερώτηση του τίτλου είναι καθαρά γλωσσική, ενδιαφέρεται παναπεί για τη λέξη και όχι για το σημαινόμενό της.
Αλλά ούτε και τη λέξη καθαυτή θα εξαντλήσουμε, κι ας είναι (λένε κάποιοι) η γνωστότερη στο εξωτερικό ελληνική λέξη ή η συχνότερη ελληνική προσφώνηση.
Το άρθρο γράφεται κυρίως για να φιλοξενήσει δυο λεξιλογικά ευρήματα που ελπίζοντας να βρω καιρό να εξετάσω σφαιρικά κι ολόπλευρα το ζήτημα, αλλά επειδή κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο αν θα το μπορέσω στο κοντινό μέλλον λέω να τα παρουσιάσω τώρα, κι ας μην καλύπτουν πλήρως το θέμα -που έτσι κι αλλιώς δεν καλύπτεται εύκολα.
Οπότε, προσθέτω κι εγώ τα ετυμολογικά μου κι έγινε το αρθράκι.
Αλλά να δούμε πρώτα την ετυμολογία της λέξης. Ο μαλάκας προέρχεται από το μεσαιωνικό «η μαλάκα» = η μαλάκυνση.
Η αρχή βρίσκεται στο αρχαίο επίθετο «μαλακός», που δεν σήμαινε μόνο τα μαλακά αντικείμενα, ή τον μειλίχιο άνθρωπο, αλλά και τον δειλό, τον ηθικά αδύναμο, τον θηλυπρεπή, τον παθητικό ομοφυλόφιλο.
Η μαλακία είναι λέξη διάσημη από τον Επιτάφιο του Περικλή, όπως τον παραδίδει ο Θουκυδίδης, και τη διάσημη φράση «φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», στην οποία, προς δόξαν της αδιατάραχτης συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, ούτε η ευτέλεια σημαίνει τη σημερινήν ευτέλεια, ούτε η μαλακία τη σημερινή μαλακία. Δίνω τη μετάφραση της: Αγαπούμε δηλαδή και δουλεύομε την ομορφιά χωρίς να τη συγχέομε με την πολυτέλεια, και κυνηγούμε τη γνώση και τη σοφία χωρίς για τούτο να χάνομε τον αντρισμό μας·
Η μαλακία λοιπόν είναι η ηθική αδυναμία, η νωθρότητα, η εκθήλυνση επίσης, ενώ στους ελληνιστικούς χρόνους παίρνει και τη σημασία της παθητικής ομοφυλοφιλίας. Στα μεσαιωνικά χρόνια, μαλακία είναι λοιπόν η εξασθένιση, αλλά παίρνει και τη σημασία «αυνανισμός». Το ρήμα «μαλακίζομαι» παίρνει κι αυτό τη σημασία «αυνανίζομαι» ενώ το ενεργητικό, το «μαλακίζω» έχει και τη σημασία «κραδαίνω»: κοντάριν εμαλάκιζεν, την κονταρέαν με δώσει, στον Διγενή.
Ο μαλάκας δεν έχει ακόμα κάνει την εμφάνισή του, αλλά υπάρχει «μαλακιστής» (αυτός που αυνανίζεται). Η δε μαλάκα παίρνει και τη σημασία του γνωστού μαλακού τυριού.
Ο μαλάκας, είπαμε, προήλθε από τη μαλάκα, αλλά πότε; Δεν το ξέρουμε. Τέτοιες λέξεις, που είναι ταμπού, δεν είναι εύκολο να τις βρεις γραμμένες. Ως τώρα, στο ιστολόγιο είχαμε δει τον Σουρή να βρίζει μεν τους μαλλιαρούς (στο γύρισμα του 20ού αιώνα) γράφοντας «η μαλλιαρή μαλάκα» (με την έννοια της αποβλάκωσης), ενώ είχαμε βρει και μια στιχομυθία του Αχιλλέα Παράσχου, όπως την παρέδιδε ο Μπ. Άννινος το 1906.
Λέει ο Άννινος ότι «Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν.
— Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…»
Είχα τότε γράψει ότι μου φαινόταν πολύ προχώ να εμφανίζεται γραπτώς η λέξη «μαλάκας» εν έτει 1906.
Και εδώ έρχονται τα ευρήματα βρήκα γραπτή εμφάνιση της λέξης «μαλάκας» σε μεταφρασμένο μυθιστόρημα από το 1888, από το κορυφαίο τότε περιοδικό Εστία.
Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Ο υποψήφιος» – μυθιστορία Ιουλίου Κλαρετή μετάφρασις Χ.Α. (αγνοώ ποιος είναι), στη σελίδα 650:
«…- την έπαθε ο Μαλάκας.
Ο Βερδιέ ησθάνετο την οργήν του καταπίπτουσαν, μετατρεπομένην εις θάμβος. Μαλάκας ! το όνομα αυτό το παραληφθέν εκ των χυδαίων καθημερινών αστειοτήτων τού έκαμνε την εντύπωσιν εμπτυσμού κατά πρόσωπον….
Μαλάκας! Δεν ηδύνατον να καταστείλη την αγανάκτησίν του….
Μαλάκαν! Τον απεκάλεσαν Μαλάκαν, ενώ εξερρηγνύετο εις γέλωτας το πλήθος…«.
Αν ανατρέξουμε στο πρωτοτυπο (σελ. 256) θα δούμε ότι ο «μαλάκας» είναι μετάφραση του ramollot.
– Rincé, le Ramollot!
Αυτό, λέει, βγαίνει από τον ηρώα ιστοριών της εποχής Colonel Ramollot, γι’ αυτό και είναι με κεφαλαίο και προφανώς προέρχεται από το ramolli.
Το δεύτερο εύρημα είναι από χρονογράφημα του Κονδυλάκη στο Εμπρός το 1911, ακριβέστερα στις 24.7.1911 και έχει τον εύγλωττο τίτλο «Η μαλάκα», εδώ με τη σημασία της γεροντικής άνοιας.
Μεταφέρω ένα απόσπασμα:
Η λέξις μαλάκα κατήντησεν τόσον κοινή και τόσον εύκολα αποδίδεται εις τους γέροντας, ώστε δεν δύναται να είπει κανείς έως πού εκτείνονται τα όριά της. Εις την Ελλάδα την μεταχειρίζονται οι περισσότεροι όπως την λέξιν «εκφυλισμόν». Έκφυλος λέγεται και εκείνος ο οποίος φορεί βραχιόλι και εκείνος ο οποίος καπνίζει χασίς. Αλλ’ εν γένει έκφυλος λέγεται εκείνος ο οποίος κάμνει πράγματα τα οποία ημείς δεν κάμνομεν, είτε εξ αποστροφής, είτε και εξ αδυναμίας.
Ομοίως μαλάκας λέγεται κάθε γέρος ο οποίος δεν σκέπτεται ως νέος ή και όταν προσπαθεί να φαίνεται νεότερος αφ’ό,τι είναι, εν γένει δε ο γέρων ο οποίος δι’ ένα ή δι’ άλλον λόγον δεν μας αρέσει. Θα υπέθετεν κανείς ότι οι τόσον περιφρονητικώς εργαζόμενοι περί των γερόντων θα είναι επιεικείς προς τους νέους. Αλλ’ όχι, οι νέοι είναι βλάκες. Ποιος είναι αυτός; Ένας βλαξ. Και αν τους πιστεύσει κανείς, πρέπει να υποθέσει ότι ο τόπος αυτός κατοικείται από ξεκουτιάρηδες, από ηλιθίους και εκφύλους. Ορίστε λοιπόν έπειτα να πιστεύσετε όταν σας λέγουν δι’ ένα άνθρωπον ότι είναι μαλάκας και να εννοήσετε τι θέλουν να είπουν με αυτόν τον χαρακτηρισμόν.
Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται απίστευτο να χρησιμοποιείται η λέξη «μαλάκας» εν έτει 1911 με τόση φυσικότητα, από τον κορυφαίο χρονογράφο της εποχής, σε έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας (και όχι, ας πούμε, σε ένα μυθιστόρημα του υποκόσμου). Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο πχ. για τον Παλαιολόγο το 1961. Αλλά διαβάζοντας καταλαβαίνουμε ή μάλλον υποθέτουμε ότι το 1911 η λέξη «μαλάκας» ήταν περίπου συνώνυμη, αν και ίσως κάπως βαρύτερη, από τη «γεροξεκούτης», «ραμολιμέντο» και δεν παρέπεμπε αλλού, όπως στα επόμενα χρόνια.
Την εντύπωσή μας αυτή μας την επιβεβαιώνει το ελληνογαλλικό λεξικό του Ηπίτη, της ίδιας εποχής (1909), το οποίο έχει λήμμα μαλάκας = ο πάσχων από μαλάκυνσιν: ramolli.
Αργότερα, η σημασία μετατοπίστηκε. Υποθέτω ότι η συνδεση με τον αυνανισμό θα υπήρχε λανθάνουσα, και κάποια στιγμή θα κυριάρχησε.
Οπότε, δεν απαντήσαμε μεν στο ερώτημα «από πότε υπάρχουν μαλάκες», αλλά βρήκαμε την παλαιότερη καταγραφή της λέξης σε γραπτό κείμενο: 1888. Μέχρι να βρούμε ακόμα παλαιότερη, φυσικά.
Αλλά ούτε και τη λέξη καθαυτή θα εξαντλήσουμε, κι ας είναι (λένε κάποιοι) η γνωστότερη στο εξωτερικό ελληνική λέξη ή η συχνότερη ελληνική προσφώνηση.
Το άρθρο γράφεται κυρίως για να φιλοξενήσει δυο λεξιλογικά ευρήματα που ελπίζοντας να βρω καιρό να εξετάσω σφαιρικά κι ολόπλευρα το ζήτημα, αλλά επειδή κάτι τέτοιο είναι αμφίβολο αν θα το μπορέσω στο κοντινό μέλλον λέω να τα παρουσιάσω τώρα, κι ας μην καλύπτουν πλήρως το θέμα -που έτσι κι αλλιώς δεν καλύπτεται εύκολα.
Οπότε, προσθέτω κι εγώ τα ετυμολογικά μου κι έγινε το αρθράκι.
Αλλά να δούμε πρώτα την ετυμολογία της λέξης. Ο μαλάκας προέρχεται από το μεσαιωνικό «η μαλάκα» = η μαλάκυνση.
Η αρχή βρίσκεται στο αρχαίο επίθετο «μαλακός», που δεν σήμαινε μόνο τα μαλακά αντικείμενα, ή τον μειλίχιο άνθρωπο, αλλά και τον δειλό, τον ηθικά αδύναμο, τον θηλυπρεπή, τον παθητικό ομοφυλόφιλο.
Η μαλακία είναι λέξη διάσημη από τον Επιτάφιο του Περικλή, όπως τον παραδίδει ο Θουκυδίδης, και τη διάσημη φράση «φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας», στην οποία, προς δόξαν της αδιατάραχτης συνέχειας της ελληνικής γλώσσας, ούτε η ευτέλεια σημαίνει τη σημερινήν ευτέλεια, ούτε η μαλακία τη σημερινή μαλακία. Δίνω τη μετάφραση της: Αγαπούμε δηλαδή και δουλεύομε την ομορφιά χωρίς να τη συγχέομε με την πολυτέλεια, και κυνηγούμε τη γνώση και τη σοφία χωρίς για τούτο να χάνομε τον αντρισμό μας·
Η μαλακία λοιπόν είναι η ηθική αδυναμία, η νωθρότητα, η εκθήλυνση επίσης, ενώ στους ελληνιστικούς χρόνους παίρνει και τη σημασία της παθητικής ομοφυλοφιλίας. Στα μεσαιωνικά χρόνια, μαλακία είναι λοιπόν η εξασθένιση, αλλά παίρνει και τη σημασία «αυνανισμός». Το ρήμα «μαλακίζομαι» παίρνει κι αυτό τη σημασία «αυνανίζομαι» ενώ το ενεργητικό, το «μαλακίζω» έχει και τη σημασία «κραδαίνω»: κοντάριν εμαλάκιζεν, την κονταρέαν με δώσει, στον Διγενή.
Ο μαλάκας δεν έχει ακόμα κάνει την εμφάνισή του, αλλά υπάρχει «μαλακιστής» (αυτός που αυνανίζεται). Η δε μαλάκα παίρνει και τη σημασία του γνωστού μαλακού τυριού.
Ο μαλάκας, είπαμε, προήλθε από τη μαλάκα, αλλά πότε; Δεν το ξέρουμε. Τέτοιες λέξεις, που είναι ταμπού, δεν είναι εύκολο να τις βρεις γραμμένες. Ως τώρα, στο ιστολόγιο είχαμε δει τον Σουρή να βρίζει μεν τους μαλλιαρούς (στο γύρισμα του 20ού αιώνα) γράφοντας «η μαλλιαρή μαλάκα» (με την έννοια της αποβλάκωσης), ενώ είχαμε βρει και μια στιχομυθία του Αχιλλέα Παράσχου, όπως την παρέδιδε ο Μπ. Άννινος το 1906.
Λέει ο Άννινος ότι «Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν.
— Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…»
Είχα τότε γράψει ότι μου φαινόταν πολύ προχώ να εμφανίζεται γραπτώς η λέξη «μαλάκας» εν έτει 1906.
Και εδώ έρχονται τα ευρήματα βρήκα γραπτή εμφάνιση της λέξης «μαλάκας» σε μεταφρασμένο μυθιστόρημα από το 1888, από το κορυφαίο τότε περιοδικό Εστία.
Πρόκειται για το μυθιστόρημα «Ο υποψήφιος» – μυθιστορία Ιουλίου Κλαρετή μετάφρασις Χ.Α. (αγνοώ ποιος είναι), στη σελίδα 650:
«…- την έπαθε ο Μαλάκας.
Ο Βερδιέ ησθάνετο την οργήν του καταπίπτουσαν, μετατρεπομένην εις θάμβος. Μαλάκας ! το όνομα αυτό το παραληφθέν εκ των χυδαίων καθημερινών αστειοτήτων τού έκαμνε την εντύπωσιν εμπτυσμού κατά πρόσωπον….
Μαλάκας! Δεν ηδύνατον να καταστείλη την αγανάκτησίν του….
Μαλάκαν! Τον απεκάλεσαν Μαλάκαν, ενώ εξερρηγνύετο εις γέλωτας το πλήθος…«.
Αν ανατρέξουμε στο πρωτοτυπο (σελ. 256) θα δούμε ότι ο «μαλάκας» είναι μετάφραση του ramollot.
– Rincé, le Ramollot!
Αυτό, λέει, βγαίνει από τον ηρώα ιστοριών της εποχής Colonel Ramollot, γι’ αυτό και είναι με κεφαλαίο και προφανώς προέρχεται από το ramolli.
Το δεύτερο εύρημα είναι από χρονογράφημα του Κονδυλάκη στο Εμπρός το 1911, ακριβέστερα στις 24.7.1911 και έχει τον εύγλωττο τίτλο «Η μαλάκα», εδώ με τη σημασία της γεροντικής άνοιας.
Μεταφέρω ένα απόσπασμα:
Η λέξις μαλάκα κατήντησεν τόσον κοινή και τόσον εύκολα αποδίδεται εις τους γέροντας, ώστε δεν δύναται να είπει κανείς έως πού εκτείνονται τα όριά της. Εις την Ελλάδα την μεταχειρίζονται οι περισσότεροι όπως την λέξιν «εκφυλισμόν». Έκφυλος λέγεται και εκείνος ο οποίος φορεί βραχιόλι και εκείνος ο οποίος καπνίζει χασίς. Αλλ’ εν γένει έκφυλος λέγεται εκείνος ο οποίος κάμνει πράγματα τα οποία ημείς δεν κάμνομεν, είτε εξ αποστροφής, είτε και εξ αδυναμίας.
Ομοίως μαλάκας λέγεται κάθε γέρος ο οποίος δεν σκέπτεται ως νέος ή και όταν προσπαθεί να φαίνεται νεότερος αφ’ό,τι είναι, εν γένει δε ο γέρων ο οποίος δι’ ένα ή δι’ άλλον λόγον δεν μας αρέσει. Θα υπέθετεν κανείς ότι οι τόσον περιφρονητικώς εργαζόμενοι περί των γερόντων θα είναι επιεικείς προς τους νέους. Αλλ’ όχι, οι νέοι είναι βλάκες. Ποιος είναι αυτός; Ένας βλαξ. Και αν τους πιστεύσει κανείς, πρέπει να υποθέσει ότι ο τόπος αυτός κατοικείται από ξεκουτιάρηδες, από ηλιθίους και εκφύλους. Ορίστε λοιπόν έπειτα να πιστεύσετε όταν σας λέγουν δι’ ένα άνθρωπον ότι είναι μαλάκας και να εννοήσετε τι θέλουν να είπουν με αυτόν τον χαρακτηρισμόν.
Με μια πρώτη ματιά, φαίνεται απίστευτο να χρησιμοποιείται η λέξη «μαλάκας» εν έτει 1911 με τόση φυσικότητα, από τον κορυφαίο χρονογράφο της εποχής, σε έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας (και όχι, ας πούμε, σε ένα μυθιστόρημα του υποκόσμου). Κάτι τέτοιο θα ήταν αδιανόητο πχ. για τον Παλαιολόγο το 1961. Αλλά διαβάζοντας καταλαβαίνουμε ή μάλλον υποθέτουμε ότι το 1911 η λέξη «μαλάκας» ήταν περίπου συνώνυμη, αν και ίσως κάπως βαρύτερη, από τη «γεροξεκούτης», «ραμολιμέντο» και δεν παρέπεμπε αλλού, όπως στα επόμενα χρόνια.
Την εντύπωσή μας αυτή μας την επιβεβαιώνει το ελληνογαλλικό λεξικό του Ηπίτη, της ίδιας εποχής (1909), το οποίο έχει λήμμα μαλάκας = ο πάσχων από μαλάκυνσιν: ramolli.
Αργότερα, η σημασία μετατοπίστηκε. Υποθέτω ότι η συνδεση με τον αυνανισμό θα υπήρχε λανθάνουσα, και κάποια στιγμή θα κυριάρχησε.
Οπότε, δεν απαντήσαμε μεν στο ερώτημα «από πότε υπάρχουν μαλάκες», αλλά βρήκαμε την παλαιότερη καταγραφή της λέξης σε γραπτό κείμενο: 1888. Μέχρι να βρούμε ακόμα παλαιότερη, φυσικά.