Όταν παρατηρείς τον εαυτό σου πολύ καθαρά, όταν έχεις ουδέτερη επίγνωση κάθε σκέψης, κάθε συναισθήματος, τότε θα φτάσεις να δεις ότι υπάρχει μέσα σου ένας σκεπτόμενος και υπάρχουν και οι σκέψεις· ότι υπάρχει ένας παρατηρητής και το παρατηρούμενο... Υπάρχει διαίρεση ανάμεσα στο σκεπτόμενο και τη σκέψη, το σκεπτόμενο που προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω στις σκέψεις του, προσπαθεί ν’ αλλάξει τις σκέψεις, να τις τροποποιήσει, να τις ελέγξει, να τις καταπιέσει, προσπαθεί να μιμηθεί κάποιον τρόπο και λοιπά. Αυτή η διαίρεση ανάμεσα στον σκεπτόμενο και στη σκέψη δημιουργεί σύγκρουση, επειδή ο σκεπτόμενος είναι πάντα ο λογοκριτής, η οντότητα που κρίνει, που αξιολογεί. Αυτή η οντότητα είναι μια διαμορφωμένη οντότητα γιατί έχει δημιουργηθεί από τις σκέψεις, που κι αυτές οι ίδιες είναι απλώς αποτέλεσμα διαμόρφωσης από τη μνήμη. Αυτό είναι κάτι πολύ πολύ απλό για να το ανακαλύψετε για τον εαυτό σας. Τότε θα δείτε ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει διαίρεση γιατί ο σκεπτόμενος είναι οι σκέψεις του, ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο.
Tι εννοείτε όταν λέτε «εγώ»; Καθώς όλο αλλάζετε πρόσωπα, υπάρχει κάτι που διαρκεί συνέχεια, οπότε να μπορεί να πει κανείς ότι είναι το μόνιμο και ίδιο «εγώ»; Εκείνο, λοιπόν, που πρέπει να κατανοηθεί είναι αυτή η «οντότητα» με τα πολλά πρόσωπα, αυτός ο σάκος με αναμνήσεις και όχι προφανώς αυτή η μία οντότητα που αυτοαποκαλείται «εγώ».
Διαρκώς περνάνε μέσα μας αντιφατικές σκέψεις, αντιφατικά συναισθήματα: αγάπη και μίσος, γαλήνη και ένταση, νοημοσύνη και άγνοια. Τώρα: ποιο είναι το «εγώ» μέσα σε όλα αυτά καθώς τα παρατηρώ; Τι να κάνω; Να διαλέξω εκείνο που είναι πιο ευχάριστο και να πετάξω τα υπόλοιπα; Ποιος πρέπει να κατανοήσει αυτούς τους αντιφατικούς και συγκρουόμενους εαυτούς; Υπάρχει κάποιος σταθερός και μόνιμος εαυτός, μια πνευματική «οντότητα» πέρα απ’ όλα αυτά; Και αυτό το «εγώ», αυτός ο εαυτός, δεν είναι διαρκώς το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στους πολλούς εαυτούς; Υπάρχει, όμως, ένας εαυτός που να είναι πάνω και πέρα απ’ όλους τους αντιφατικούς εαυτούς; Αυτήν την αλήθεια μπορεί να τη βιώσει κανείς, να έχει την εμπειρία της, μόνο όταν κατανοήσει και υπερβεί τους αντιφατικούς εαυτούς.
Όλες οι αντιφατικές «οντότητες» που φτιάχνουν το «εγώ» δημιούργησαν επίσης και το άλλο «εγώ», τον παρατηρητή, τον αναλυτή. Για να κατανοήσω τον εαυτό μου πρέπει να κατανοήσω τα πολλά κομμάτια του, συμπεριλαμβανομένου του «εγώ» που έχει γίνει ο παρατηρητής, του «εγώ» που κατανοεί. Ο σκεπτόμενος, που είναι οι σκέψεις του, δεν πρέπει μόνο να κατανοήσει τις πολλές του αντιφατικές σκέψεις, αλλά πρέπει να κατανοήσει και τον εαυτό του ως δημιουργό αυτών των πολλών «οντοτήτων». Το «εγώ», ο σκεπτόμενος, ο παρατηρητής, παρακολουθεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του που βρίσκονται σε αντίθεση και σύγκρουση, λες και δεν είναι μέρος τους, σαν να είναι υπεράνω και πέρα απ’ όλα αυτά, ελέγχοντας, καθοδηγώντας, διαμορφώνοντάς τα. Αλλά αυτό το ίδιο το «εγώ» δεν είναι ο σκεπτόμενος, δεν είναι αυτό το ίδιο οι συγκρούσεις; Δεν είναι αυτό που τις έχει δημιουργήσει; Όποιο κι αν είναι το διανοητικό του επίπεδο, είναι ο σκεπτόμενος κάτι ξεχωριστό από τις σκέψεις του; Ο σκεπτόμενος, το «εγώ», είναι ο δημιουργός των αντίθετων παρορμήσεων, παίζοντας διαφορετικούς ρόλους σε διαφορετικές στιγμές, ανάλογα με το τι τον ευχαριστεί και τι τον πονάει. Για να κατανοήσει τον εαυτό του ο σκεπτόμενος πρέπει να αντιμετωπίσει όλες του τις πλευρές περνώντας μέσα απ’ αυτές.
Μία από τις μεγαλύτερες εσωτερικές συγκρούσεις στη ζωή μας είναι η διαίρεση που κάνουμε μέσα μας σε «σκεπτόμενο» και «σκέψη». Αλλά αν παρατηρήσετε έχοντας ουδέτερη επίγνωση, θα δείτε ότι δεν υπάρχουν δύο χωριστά πράγματα όπως ο «σκεπτόμενος» και η «σκέψη» του, αλλά ότι υπάρχει μόνο η διαδικασία της σκέψης· η σκέψη είναι εκείνη που επινοεί το σκεπτόμενο και ο σκεπτόμενος έχει την αξίωση μιας παντοτινής ύπαρξης όπως «το Υπερεγώ», «ο ανώτερος εαυτός» ή «ο Άτμαν», όπως το λένε εδώ στις Ινδίες, και όλα αυτά − κάτι που υπάρχει πρώτα και ακολουθεί η σκέψη του. Όλα αυτά, όμως, είναι επινόηση της σκέψης. Χωρίς τη σκέψη δεν υπάρχει σκεπτόμενος, έτσι έχουμε αυτή την αντίφαση όχι μόνο σε συνειδητό επίπεδο αλλά και σε ασυνείδητο. Υπάρχει διαίρεση: εγώ και η σκέψη μου· εγώ και οι εμπειρίες μου· η προσπάθειά μου να αλλάξω εγώ, ο «σκεπτόμενος», τη σκέψη μου. Έτσι, υπάρχει αυτή η διαίρεση, η διττότητα, ο διχασμός, ο δυϊσμός −πείτε το όπως θέλετε−, δηλαδή μια μάχη που συνεχίζεται συνειδητά ή ασυνείδητα όλη την ώρα. Κι όσο συντηρούμε το σκεπτόμενο ως κέντρο, ως τον παρατηρητή, δεν μπορεί παρά να υπάρχει σύγκρουση· κι επομένως δράση που θρέφει περισσότερη σύγκρουση. Έτσι, πρέπει κανείς να παρατηρεί τη σκέψη χωρίς το σκεπτόμενο, δηλαδή χωρίς να επικρίνει τη σκέψη· χωρίς να την αλλάζει· χωρίς να την καταπιέζει· χωρίς να λέει «Αυτή η σκέψη είναι καλή, αυτή η σκέψη είναι σωστή, αυτή η σκέψη είναι ευγενική, αυτή η σκέψη είναι λάθος, αυτή η σκέψη είναι κουτή...» και λοιπά, αλλά απλώς να παρατηρεί κανείς τις σκέψεις του.
Οπότε θα πείτε: «Και ποιος είναι ο παρατηρητής που παρατηρεί τη σκέψη;» Ο «παρατηρητής» είναι το «παρατηρούμενο», είναι ο «σκεπτόμενος» που είναι η «σκέψη» του· και ο «σκεπτόμενος» υπάρχει μόνο όταν υπάρχει η ιδέα να αλλάξεις αυτά που σκέφτεσαι, να καταπνίξεις τη σκέψη σου, ν’ αλλάξεις τις σκέψεις σου, να κυριαρχήσεις στη σκέψη σου, να την ελέγξεις. Μόνον όταν υπάρχει κάποια τέτοιου είδους δραστηριότητα επέμβασης στη σκέψη υπάρχει ο «σκεπτόμενος», ο παρατηρητής. Όταν όμως όλη αυτή η δραστηριότητα σταματάει υπάρχει μόνο το ότι σκέφτομαι και η παρατήρηση και όχι ο «σκεπτόμενος» που παρατηρεί, ο «παρατηρητής». Και όταν παρατηρείτε έτσι θα δείτε ότι σ’ αυτή την παρατήρηση, στη σκέψη, γίνεται μια ριζική επανάσταση· κι έτσι στη ζωή, σε όλη σου την ύπαρξη έρχεται μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει καμιά αντίφαση σε ό,τι κάνεις. Αυτό δεν είναι ένα ιδανικό, δεν είναι κάτι που πρέπει να το πετύχετε. Μη σκέφτεστε πια μ’ αυτό τον τρόπο. Αν κατανοήσετε το εξαιρετικό φαινόμενο της παρατήρησης, τότε όλο αυτό είναι μια φυσική διαδικασία· παρατηρεί, δηλαδή, κανείς τον εαυτό του χωρίς καμιά επιθυμία, χωρίς να θέλει ν’ αλλάξει οτιδήποτε, να μεταμορφώσει, να καταπνίξει· απλώς παρατηρεί.
Είναι πολύ σημαντικό ν’ ανακαλύψετε πώς να κοιτάζετε τον εαυτό σας και ποια είναι η «οντότητα» που κοιτάζει. Όταν λες, «θύμωσα» ή «είπα ψέματα» ή «ήμουν βίαιος», ποια είναι η οντότητα που το λέει; Αυτή η «οντότητα» είναι ο παρατηρητής, ο σκεπτόμενος, ο κριτής, ο αναλυτής και λοιπά. Τώρα: ο παρατηρητής που κοιτάζει τον εαυτό του είναι άραγε διαφορετικός από το αντικείμενο της παρατήρησής του; Προφανώς όχι. Ο σκεπτόμενος που κοιτάζει ή ο αναλυτής ή ο κριτής που κοιτάζει τον εαυτό του είναι κατασκευασμένος, συναρμολογημένος από τη σκέψη κι επομένως είναι αποτέλεσμα σκέψης. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο σκεπτόμενο και στη σκέψη· ο σκεπτόμενος και η σκέψη είναι ένα. Όταν το συνειδητοποιήσετε αυτό, εντελώς, όχι περίπου, τότε όλο το περιεχόμενο του υποσυνείδητου έρχεται στην επιφάνεια εύκολα, γιατί δεν αμύνεται, επειδή δεν υπάρχει αποδοκιμασία, δεν υπάρχει κριτική. Είναι μια κίνηση στην οποία όλο το ψυχολογικό υπόβαθρο ρέει, κυλάει και φεύγει, τελειώνει. Όταν κάτι βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και δεν σταματάει, δεν αφήνει σημάδια.
Το πραγματικό πρόβλημα για κάθε νοήμονα και σοβαρό άνθρωπο, καθώς βλέπει την ανθρωπότητα, το «εγώ» και την αναγκαιότητα για μια πλήρη, ριζική, ψυχολογική επανάσταση, το πραγματικό πρόβλημα είναι πώς θα γίνει; Μπορεί να γίνει μόνο όταν ο παρατηρητής δεν κάνει πια καμιά προσπάθεια να αλλάξει εκείνο που βλέπει, γιατί αυτός ο ίδιος είναι μέρος εκείνου που προσπαθεί να αλλάξει. Έτσι κάθε δραστηριότητα από τη μεριά του παρατηρητή παύει εντελώς, και σ’ αυτή την πλήρη αδράνεια υπάρχει μια τελείως διαφορετική δράση. Δεν υπάρχει τίποτα μυστηριώδες ή μυστικιστικό γύρω απ’ αυτό. Είναι ένα απλό γεγονός. Δεν αρχίζω από το οριστικό τέλος του προβλήματος, που είναι το σταμάτημα του παρατηρητή· αρχίζω με απλά πράγματα. Μπορώ, ας πούμε, να κοιτάξω ένα λουλούδι στην άκρη του δρόμου ή στο δωμάτιό μου χωρίς όλες αυτές τις σκέψεις που εμφανίζονται, χωρίς τη σκέψη που λέει, «είναι τριαντάφυλλο· την ξέρω τη μυρωδιά του, το άρωμά του, και μ’ αρέσει», και όλα τα υπόλοιπα που θυμάμαι; Μπορώ απλώς να το παρατηρήσω χωρίς τον παρατηρητή; Μπορώ να παρατηρώ χωρίς τον παρατηρητή; Αν δεν το έχετε κάνει ποτέ αυτό, κάντε το στο πιο εύκολο, στο πιο απλό επίπεδο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ευκολότερο επίπεδο· αν ξέρεις πώς να το κάνεις αυτό, μπορείς να το κάνεις παντού. Τότε μπορείς να κοιτάξεις τον εαυτό σου χωρίς τον παρατηρητή· χωρίς το κέντρο του «εγώ», χωρίς το χωρισμό του σκεπτόμενου από τη σκέψη του· τότε μπορείς να κοιτάξεις τη γυναίκα σου ή τον άντρα σου, το αφεντικό σου και όλες τις απαιτήσεις της κοινωνίας χωρίς τον παρατηρητή.
Το να δίνεις ένα όνομα σε κάποιο συναίσθημα, σε μια εμπειρία, εδραιώνει τη θέση του σκεπτόμενου, του «αρχειοφύλακα», που είναι ο νους, δηλαδή το «εγώ». Αυτό σημαίνει ότι όταν δίνεις ένα όνομα σε μια εμπειρία, σε κάποιο συναίσθημα, του δίνεις συνέχεια· κι έτσι ο νους νιώθει και θρέφει την ύπαρξή του. Πάρτε οποιοδήποτε συναίσθημα ή αίσθηση που έχετε − θυμό, μίσος, αγάπη· δίνοντάς τους ένα όνομα τα εδραιώνεις, τα βάζεις σε ένα πλαίσιο αναφοράς. Η ίδια η φύση της ονομασίας μιας εμπειρίας είναι η συνέχιση του «εγώ».
Αυτή η διαδικασία γίνεται όλη την ώρα τόσο αστραπιαία που δεν τη συνειδητοποιούμε. Η καταγραφή γίνεται ακατάπαυστα σε διάφορα επίπεδα, με διαφορετικά θέματα, με διαφορετικές λέξεις, στον ύπνο ή στον ξύπνιο.
Τώρα: τι συμβαίνει όταν δεν χαρακτηρίσεις, όταν δεν δώσεις κανένα όνομα σε μια εμπειρία; Αν δεν δίνεις όνομα στις διάφορες αισθήσεις, αν δεν δημιουργείς κανένα υπόβαθρο, τότε πού βρίσκεται το «εγώ»; Δηλαδή, όταν δεν δίνεις όνομα σε μια εμπειρία, στα συναισθήματα που σου προκάλεσε τότε αυτά σβήνουν, δεν έχουν συνέχεια. Πειραματιστείτε με τον εαυτό σας και θα δείτε. Αν, για παράδειγμα, νιώσετε ένα δυνατό αίσθημα ακούγοντας κάτι πατριωτικό τι συμβαίνει; Του δίνετε ένα όνομα καθώς εμφανίζονται σκέψεις για «ιδεαλισμό», «αγάπη της πατρίδας», «εθνική υπερηφάνεια», δηλαδή χαρακτηρίζετε αυτό που νιώθετε κι έτσι δίνετε συνέχεια σ’ αυτό το συναίσθημα. Είναι πολύ δύσκολο να μην το χαρακτηρίσετε, γιατί το δόσιμο ενός ονόματος σε κάποιο συναίσθημα είναι εντελώς αυτόματο, στιγμιαίο. Υποθέστε, όμως, ότι δεν δίνετε όνομα σε κάποιο συναίσθημα· τι θα συμβεί σ’ αυτό το συναίσθημα; Τότε σίγουρα ο «αρχειοφύλακας» δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτό το συναίσθημα. Δεν μπορεί να του δώσει υπόσταση, δεν μπορεί να του δώσει δύναμη, δεν μπορεί να του δώσει ζωντάνια. Οπότε εκείνο σβήνει. Την επόμενη φορά που θα νιώσετε το αίσθημα που ονομάζετε, «εκνευρισμό» μην του δώσετε όνομα, μην πείτε: «είμαι εκνευρισμένος», μην το ορίσετε, και κοιτάξτε τι συμβαίνει. Θ’ ανακαλύψετε ότι συμβαίνει κάτι καταπληκτικό. Ο νους σαστίζει γιατί δεν του αρέσει να βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας και τότε το σάστισμα γίνεται πιο σημαντικό από το συναίσθημα και το συναίσθημα ξεχνιέται, ενώ το σάστισμα μένει. Αλλά επειδή του νου δεν του αρέσει να είναι σαστισμένος, μπερδεμένος, αναζητάει σιγουριά· και ψάχνει τη σιγουριά, την ασφάλεια, στη μνήμη, στα αρχεία της μνήμης. Είναι πραγματικά γοητευτικό να παρατηρείς τις διαδικασίες της ίδιας σου της συνείδησης. Αλλά δεν μπορείς να τα μάθεις όλα αυτά από κάποιο βιβλίο. Μπορείς μόνο να επαναλαμβάνεις ό,τι λέει ένα βιβλίο, αλλά αν πειραματιστείς και ανακαλύπτεις τι γίνεται μέσα σου από μόνος σου, τότε είσαι εσύ και ο μαθητής και ο Δάσκαλος, οπότε δεν θέλεις πια τους γκουρού, τα βιβλία κι όλα τα υπόλοιπα. Τότε ξέρεις πώς να αντιμετωπίζεις κάθε ψυχολογικό πρόβλημα που παρουσιάζεται από μόνος σου, γιατί όντας ο ίδιος και ο δάσκαλος και ο μαθητής ξέρεις πώς δουλεύει η ίδια σου η συνείδηση. Ανακαλύπτεις ότι όταν χαρακτηρίζεις μια αίσθηση, όταν δεν δίνεις όνομα σε ένα συναίσθημα, τότε μπαίνει τέλος σ’ αυτό το συναίσθημα, σ’ αυτή την αίσθηση.
Και τώρα ίσως να πείτε: «Έμαθα ένα πολύ καλό τέχνασμα και ξέρω πια πώς να τα βγάζω πέρα με τα δυσάρεστα αισθήματα, πώς να τα κάνω να τελειώνουν γρήγορα: δεν θα τα ονομάζω». Θα κάνετε, όμως, το ίδιο και για τα ευχάριστα αισθήματα; Φοβάμαι πως όχι. Επειδή τα ευχάριστα αισθήματα θέλετε να τα συνεχίζετε, θέλετε να δίνετε υπόσταση στις ευχάριστες αισθήσεις, θέλετε να τις συντηρείτε. Οπότε θα συνεχίσετε να τους δίνετε ονόματα. Αυτό, όμως, δεν οδηγεί πουθενά· γιατί τη στιγμή που δίνετε ένα όνομα, ένα χαρακτηρισμό, σε ένα συναίσθημα που είναι ευχάριστο δημιουργείτε αναπόφευκτα και το αντίθετο του, κι έτσι θα έχετε πάντοτε τη σύγκρουση των αντιθέτων. Ενώ αν δεν ονοματίσετε, αν δεν χαρακτηρίσετε, αν δεν βάλετε ταμπέλα σε μια αίσθηση −είτε ευχάριστη είτε δυσάρεστη− και οι δύο σβήνουν· κι έτσι μπαίνει ένα τέλος στο σκεπτόμενο, που είναι ο δημιουργός των αντιθέτων.
Όταν παύεις πια να κάνεις φυγές για να μη βλέπεις αυτό που είσαι, όταν δεν ψάχνεις κάποιον τρόπο να αποφύγεις αυτό που είσαι, τότε τι συμβαίνει; Αν παρατηρήσετε θα δείτε ότι κάνουμε το εξής: επειδή υπάρχει μια αίσθηση φόβου γι’ αυτό που βλέπουμε ή υπάρχει επιθυμία να το καταλάβουμε, του δίνουμε ένα όνομα. Αυτό δεν κάνουμε; Λέμε για εκείνο που μας γεννάει φόβο: «Νιώθω μόνος» ή «Νιώθω απελπισμένος», «Νιώθω άδειος», «Νιώθω το ένα ή το άλλο και θέλω να το καταλάβω». Πράγμα που σημαίνει ότι δίνοντάς του ένα όνομα εδραιώνουμε μια σχέση ανάμεσα στον εαυτό μας και σ’ αυτό που ονομάζουμε μοναξιά, απελπισία, κενό. Βάζοντας σε λέξεις αυτή τη σχέση μας, της δίνουμε ψυχολογική σημασία. Αν όμως δεν δώσουμε κανένα όνομα σ’ αυτό που βλέπουμε και απλώς το κοιτάμε, το παρατηρούμε, θα έχουμε μΙα διαφορετική σχέση μαζί του· τότε δεν θα είναι κάτι έξω από μας, θα είμαστε εμείς αυτό. Λέμε, για παράδειγμα: «Το φοβάμαι αυτό». Ο φόβος υπάρχει μόνο σε σχέση με κάτι· αυτό το «κάτι» γεννιέται όταν προσπαθούμε να το καταπνίξουμε, όταν του δίνουμε ένα όνομα, όπως, για παράδειγμα, «νιώθω μοναξιά». Οπότε υπάρχει η αίσθηση ότι εσύ κι αυτή η μοναξιά είστε δύο χωριστά πράγματα. Είναι, όμως, έτσι; Εσύ, δηλαδή ο παρατηρητής, παρατηρείς μέσα σου ένα γεγονός το οποίο το χαρακτηρίζεις ως «μοναξιά». Αλλά είναι ο παρατηρητής διαφορετικός από εκείνο που παρατηρεί μέσα του; Είναι διαφορετικός μόνο όσο δίνει κάποιο όνομα σ’ αυτό που παρατηρεί· αν, όμως, εσύ –που είσαι ο παρατηρητής− δεν δώσεις κανένα όνομα σ’ αυτό που παρατηρείς ότι νιώθεις, τότε ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο· εσύ που παρατηρείς είσαι αυτό που παρατηρείς. Ο χαρακτηρισμός, το όνομα που δίνεις, το μόνο που κάνει είναι να διαιρεί εσένα απ’ αυτό, και μετά πρέπει να δώσεις μάχη μαζί του. Αλλά όταν δεν υπάρχει διαίρεση, όταν ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι ένα, πράγμα που συμβαίνει μόνο όταν δεν δίνεις κάποιο όνομα σ’ αυτό που βλέπεις, τότε η αίσθηση του φόβου φεύγει τελείως − μπορείτε να το δοκιμάσετε και θα δείτε. Ο φόβος σας εμποδίζει να κοιτάξετε ουδέτερα το γεγονός όταν λέτε ότι νιώθετε άδειος, νιώθετε μόνος, νιώθετε το ένα ή το άλλο. Και ο φόβος είναι μόνο η μνήμη που ζωντανεύει από τους χαρακτηρισμούς και τα ονόματα που δίνεις· αλλά όταν μπορείς να κοιτάς χωρίς να δίνεις κανένα όνομα σ’ αυτό που βλέπεις, τότε σίγουρα αυτό που κοιτάς είσαι εσύ ο ίδιος. Όταν, λοιπόν, φτάνεις σ’ αυτό το σημείο που δεν ονομάζεις πια αυτό που κοιτάς, οπότε δεν το φοβάσαι, τότε είσαι αυτό. Κι όταν είσαι αυτό, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα − υπάρχει; Μόνο όταν δεν θέλεις να είσαι αυτό που βλέπεις, όταν θέλεις να το αλλάξεις, τότε μόνο δημιουργείται πρόβλημα. Αλλά όταν είσαι αυτό που κοιτάς, τότε ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο, είναι ένα ενιαίο φαινόμενο, όχι δύο χωριστά φαινόμενα, και τότε δεν υπάρχει πρόβλημα − υπάρχει;
Μπορεί τώρα να πείτε: «Και τι να κάνω; Να με εδώ, ακόμα φοβισμένος, μέσα σε μια σύγχυση και μοναξιά· δεν μου δώσατε κάποια μέθοδο για να την εφαρμόσω και να ελευθερωθώ». Αν έχετε καταλάβει ό,τι είπα, το κλειδί βρίσκεται εκεί: ένα κλειδί που ανοίγει πολλά περισσότερα απ’ όσα συνειδητοποιείτε, αν μπορείτε και θέλετε να το χρησιμοποιήσετε. Σας παρακαλώ, πειραματιστείτε με όλο αυτό που ακούσατε και θα δείτε πόσο γρήγορα λύνεται και αλλάζει όλο το πράγμα, και κάτι άλλο παίρνει τη θέση του.
Πώς μπορούμε να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στο να παρατηρούμε τον εαυτό μας, με τον τρόπο που το εννοείτε, από το να κάνουμε απλώς σκέψεις για τον εαυτό μας;
Ξέρουμε τι σημαίνει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας. Κάνοντάς το, στην πραγματικότητα γυρνάμε γύρω γύρω, είτε φουσκώνοντας τον εαυτό, το εγώ, είτε κοντράροντας το εγώ: «Εγώ είμαι η ανθρωπότητα», «εγώ είμαι ο Θεός», «πρέπει να γίνω πιο καλός», «πρέπει να ζήσω τη ζωή μου», «πρέπει να γίνω πιο έξυπνος», «πρέπει να διαλογιστώ για να φτάσω εκεί που θέλω»... Έτσι, εγκλωβιζόμαστε σ’ όλο αυτό, και όλη την ώρα σκεφτόμαστε τον εαυτό μας.
Αλλά το να παρατηρεί κανείς τον εαυτό του είναι τελείως διαφορετικό. Πρώτα απ’ όλα, παρατηρούμε οτιδήποτε χωρίς να το χαρακτηρίζουμε με κάποια λέξη, χωρίς καμιά λέξη; Παρατηρούμε το βουνό χωρίς να το ονομάζουμε βουνό; Μπορούμε να παρατηρήσουμε το σύννεφο του δειλινού με το εκπληκτικό του χρώμα και την ομορφιά του χωρίς να χρησιμοποιήσουμε την παραμικρή λέξη γι’ αυτό; Δηλαδή, μπορούμε να κοιτάξουμε οτιδήποτε αντικειμενικά: τα δέντρα, το νερό, τον αποσπερίτη, αυτό τον εκπληκτικό κόσμο της φύσης όπου ζούμε; Μπορούμε να τον κοιτάξουμε χωρίς ούτε μια λέξη; Για να το ανακαλύψουμε αυτό πρέπει να προχωρήσουμε στο ερώτημα γιατί ο νους πιάνεται στο δίχτυ των λέξεων. Ρωτάμε: μπορούμε να κοιτάξουμε οτιδήποτε ή οποιονδήποτε, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών, των διάφορων γκουρού, των ανθρώπων των εκκλησιών και όλο αυτό το τσίρκο που συνεχίζεται στο όνομα της θρησκείας, μπορούμε να τα κοιτάξουμε όλα αυτά χωρίς πρώτα να υπάρχει η αντίδραση που γεννάει η λέξη; Μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Μπορείτε να κοιτάξετε τη γυναίκα σας, τον άντρα σας, χωρίς όλες τις εικόνες, χωρίς όλα αυτά που έχετε συσσωρεύσει γι’ αυτόν ή γι’ αυτήν, αλλά απλώς να κοιτάξετε; Πρέπει κανείς ν’ ανακαλύψει γιατί το μυαλό είναι τόσο παγιδευμένο στις λέξεις. Όταν λέτε για κάποιον ότι είναι κομμουνιστής ή ότι πιστεύει στον ολοκληρωτισμό, τον έχετε σβήσει, τον έχετε τοποθετήσει σε μια κατηγορία, σ’ ένα κλουβί, κι έτσι ξεμπερδεύετε. Δείτε τι συμβαίνει στο μυαλό μας − είναι πιασμένο στις λέξεις, όχι στη σημασία και στο βάθος των λέξεων, αλλά απλώς στις λέξεις. Αυτό απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση, δηλαδή παρατήρηση.
Tι εννοείτε όταν λέτε «εγώ»; Καθώς όλο αλλάζετε πρόσωπα, υπάρχει κάτι που διαρκεί συνέχεια, οπότε να μπορεί να πει κανείς ότι είναι το μόνιμο και ίδιο «εγώ»; Εκείνο, λοιπόν, που πρέπει να κατανοηθεί είναι αυτή η «οντότητα» με τα πολλά πρόσωπα, αυτός ο σάκος με αναμνήσεις και όχι προφανώς αυτή η μία οντότητα που αυτοαποκαλείται «εγώ».
Διαρκώς περνάνε μέσα μας αντιφατικές σκέψεις, αντιφατικά συναισθήματα: αγάπη και μίσος, γαλήνη και ένταση, νοημοσύνη και άγνοια. Τώρα: ποιο είναι το «εγώ» μέσα σε όλα αυτά καθώς τα παρατηρώ; Τι να κάνω; Να διαλέξω εκείνο που είναι πιο ευχάριστο και να πετάξω τα υπόλοιπα; Ποιος πρέπει να κατανοήσει αυτούς τους αντιφατικούς και συγκρουόμενους εαυτούς; Υπάρχει κάποιος σταθερός και μόνιμος εαυτός, μια πνευματική «οντότητα» πέρα απ’ όλα αυτά; Και αυτό το «εγώ», αυτός ο εαυτός, δεν είναι διαρκώς το αποτέλεσμα της σύγκρουσης ανάμεσα στους πολλούς εαυτούς; Υπάρχει, όμως, ένας εαυτός που να είναι πάνω και πέρα απ’ όλους τους αντιφατικούς εαυτούς; Αυτήν την αλήθεια μπορεί να τη βιώσει κανείς, να έχει την εμπειρία της, μόνο όταν κατανοήσει και υπερβεί τους αντιφατικούς εαυτούς.
Όλες οι αντιφατικές «οντότητες» που φτιάχνουν το «εγώ» δημιούργησαν επίσης και το άλλο «εγώ», τον παρατηρητή, τον αναλυτή. Για να κατανοήσω τον εαυτό μου πρέπει να κατανοήσω τα πολλά κομμάτια του, συμπεριλαμβανομένου του «εγώ» που έχει γίνει ο παρατηρητής, του «εγώ» που κατανοεί. Ο σκεπτόμενος, που είναι οι σκέψεις του, δεν πρέπει μόνο να κατανοήσει τις πολλές του αντιφατικές σκέψεις, αλλά πρέπει να κατανοήσει και τον εαυτό του ως δημιουργό αυτών των πολλών «οντοτήτων». Το «εγώ», ο σκεπτόμενος, ο παρατηρητής, παρακολουθεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά του που βρίσκονται σε αντίθεση και σύγκρουση, λες και δεν είναι μέρος τους, σαν να είναι υπεράνω και πέρα απ’ όλα αυτά, ελέγχοντας, καθοδηγώντας, διαμορφώνοντάς τα. Αλλά αυτό το ίδιο το «εγώ» δεν είναι ο σκεπτόμενος, δεν είναι αυτό το ίδιο οι συγκρούσεις; Δεν είναι αυτό που τις έχει δημιουργήσει; Όποιο κι αν είναι το διανοητικό του επίπεδο, είναι ο σκεπτόμενος κάτι ξεχωριστό από τις σκέψεις του; Ο σκεπτόμενος, το «εγώ», είναι ο δημιουργός των αντίθετων παρορμήσεων, παίζοντας διαφορετικούς ρόλους σε διαφορετικές στιγμές, ανάλογα με το τι τον ευχαριστεί και τι τον πονάει. Για να κατανοήσει τον εαυτό του ο σκεπτόμενος πρέπει να αντιμετωπίσει όλες του τις πλευρές περνώντας μέσα απ’ αυτές.
Μία από τις μεγαλύτερες εσωτερικές συγκρούσεις στη ζωή μας είναι η διαίρεση που κάνουμε μέσα μας σε «σκεπτόμενο» και «σκέψη». Αλλά αν παρατηρήσετε έχοντας ουδέτερη επίγνωση, θα δείτε ότι δεν υπάρχουν δύο χωριστά πράγματα όπως ο «σκεπτόμενος» και η «σκέψη» του, αλλά ότι υπάρχει μόνο η διαδικασία της σκέψης· η σκέψη είναι εκείνη που επινοεί το σκεπτόμενο και ο σκεπτόμενος έχει την αξίωση μιας παντοτινής ύπαρξης όπως «το Υπερεγώ», «ο ανώτερος εαυτός» ή «ο Άτμαν», όπως το λένε εδώ στις Ινδίες, και όλα αυτά − κάτι που υπάρχει πρώτα και ακολουθεί η σκέψη του. Όλα αυτά, όμως, είναι επινόηση της σκέψης. Χωρίς τη σκέψη δεν υπάρχει σκεπτόμενος, έτσι έχουμε αυτή την αντίφαση όχι μόνο σε συνειδητό επίπεδο αλλά και σε ασυνείδητο. Υπάρχει διαίρεση: εγώ και η σκέψη μου· εγώ και οι εμπειρίες μου· η προσπάθειά μου να αλλάξω εγώ, ο «σκεπτόμενος», τη σκέψη μου. Έτσι, υπάρχει αυτή η διαίρεση, η διττότητα, ο διχασμός, ο δυϊσμός −πείτε το όπως θέλετε−, δηλαδή μια μάχη που συνεχίζεται συνειδητά ή ασυνείδητα όλη την ώρα. Κι όσο συντηρούμε το σκεπτόμενο ως κέντρο, ως τον παρατηρητή, δεν μπορεί παρά να υπάρχει σύγκρουση· κι επομένως δράση που θρέφει περισσότερη σύγκρουση. Έτσι, πρέπει κανείς να παρατηρεί τη σκέψη χωρίς το σκεπτόμενο, δηλαδή χωρίς να επικρίνει τη σκέψη· χωρίς να την αλλάζει· χωρίς να την καταπιέζει· χωρίς να λέει «Αυτή η σκέψη είναι καλή, αυτή η σκέψη είναι σωστή, αυτή η σκέψη είναι ευγενική, αυτή η σκέψη είναι λάθος, αυτή η σκέψη είναι κουτή...» και λοιπά, αλλά απλώς να παρατηρεί κανείς τις σκέψεις του.
Οπότε θα πείτε: «Και ποιος είναι ο παρατηρητής που παρατηρεί τη σκέψη;» Ο «παρατηρητής» είναι το «παρατηρούμενο», είναι ο «σκεπτόμενος» που είναι η «σκέψη» του· και ο «σκεπτόμενος» υπάρχει μόνο όταν υπάρχει η ιδέα να αλλάξεις αυτά που σκέφτεσαι, να καταπνίξεις τη σκέψη σου, ν’ αλλάξεις τις σκέψεις σου, να κυριαρχήσεις στη σκέψη σου, να την ελέγξεις. Μόνον όταν υπάρχει κάποια τέτοιου είδους δραστηριότητα επέμβασης στη σκέψη υπάρχει ο «σκεπτόμενος», ο παρατηρητής. Όταν όμως όλη αυτή η δραστηριότητα σταματάει υπάρχει μόνο το ότι σκέφτομαι και η παρατήρηση και όχι ο «σκεπτόμενος» που παρατηρεί, ο «παρατηρητής». Και όταν παρατηρείτε έτσι θα δείτε ότι σ’ αυτή την παρατήρηση, στη σκέψη, γίνεται μια ριζική επανάσταση· κι έτσι στη ζωή, σε όλη σου την ύπαρξη έρχεται μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει καμιά αντίφαση σε ό,τι κάνεις. Αυτό δεν είναι ένα ιδανικό, δεν είναι κάτι που πρέπει να το πετύχετε. Μη σκέφτεστε πια μ’ αυτό τον τρόπο. Αν κατανοήσετε το εξαιρετικό φαινόμενο της παρατήρησης, τότε όλο αυτό είναι μια φυσική διαδικασία· παρατηρεί, δηλαδή, κανείς τον εαυτό του χωρίς καμιά επιθυμία, χωρίς να θέλει ν’ αλλάξει οτιδήποτε, να μεταμορφώσει, να καταπνίξει· απλώς παρατηρεί.
Είναι πολύ σημαντικό ν’ ανακαλύψετε πώς να κοιτάζετε τον εαυτό σας και ποια είναι η «οντότητα» που κοιτάζει. Όταν λες, «θύμωσα» ή «είπα ψέματα» ή «ήμουν βίαιος», ποια είναι η οντότητα που το λέει; Αυτή η «οντότητα» είναι ο παρατηρητής, ο σκεπτόμενος, ο κριτής, ο αναλυτής και λοιπά. Τώρα: ο παρατηρητής που κοιτάζει τον εαυτό του είναι άραγε διαφορετικός από το αντικείμενο της παρατήρησής του; Προφανώς όχι. Ο σκεπτόμενος που κοιτάζει ή ο αναλυτής ή ο κριτής που κοιτάζει τον εαυτό του είναι κατασκευασμένος, συναρμολογημένος από τη σκέψη κι επομένως είναι αποτέλεσμα σκέψης. Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο σκεπτόμενο και στη σκέψη· ο σκεπτόμενος και η σκέψη είναι ένα. Όταν το συνειδητοποιήσετε αυτό, εντελώς, όχι περίπου, τότε όλο το περιεχόμενο του υποσυνείδητου έρχεται στην επιφάνεια εύκολα, γιατί δεν αμύνεται, επειδή δεν υπάρχει αποδοκιμασία, δεν υπάρχει κριτική. Είναι μια κίνηση στην οποία όλο το ψυχολογικό υπόβαθρο ρέει, κυλάει και φεύγει, τελειώνει. Όταν κάτι βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και δεν σταματάει, δεν αφήνει σημάδια.
Το πραγματικό πρόβλημα για κάθε νοήμονα και σοβαρό άνθρωπο, καθώς βλέπει την ανθρωπότητα, το «εγώ» και την αναγκαιότητα για μια πλήρη, ριζική, ψυχολογική επανάσταση, το πραγματικό πρόβλημα είναι πώς θα γίνει; Μπορεί να γίνει μόνο όταν ο παρατηρητής δεν κάνει πια καμιά προσπάθεια να αλλάξει εκείνο που βλέπει, γιατί αυτός ο ίδιος είναι μέρος εκείνου που προσπαθεί να αλλάξει. Έτσι κάθε δραστηριότητα από τη μεριά του παρατηρητή παύει εντελώς, και σ’ αυτή την πλήρη αδράνεια υπάρχει μια τελείως διαφορετική δράση. Δεν υπάρχει τίποτα μυστηριώδες ή μυστικιστικό γύρω απ’ αυτό. Είναι ένα απλό γεγονός. Δεν αρχίζω από το οριστικό τέλος του προβλήματος, που είναι το σταμάτημα του παρατηρητή· αρχίζω με απλά πράγματα. Μπορώ, ας πούμε, να κοιτάξω ένα λουλούδι στην άκρη του δρόμου ή στο δωμάτιό μου χωρίς όλες αυτές τις σκέψεις που εμφανίζονται, χωρίς τη σκέψη που λέει, «είναι τριαντάφυλλο· την ξέρω τη μυρωδιά του, το άρωμά του, και μ’ αρέσει», και όλα τα υπόλοιπα που θυμάμαι; Μπορώ απλώς να το παρατηρήσω χωρίς τον παρατηρητή; Μπορώ να παρατηρώ χωρίς τον παρατηρητή; Αν δεν το έχετε κάνει ποτέ αυτό, κάντε το στο πιο εύκολο, στο πιο απλό επίπεδο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ευκολότερο επίπεδο· αν ξέρεις πώς να το κάνεις αυτό, μπορείς να το κάνεις παντού. Τότε μπορείς να κοιτάξεις τον εαυτό σου χωρίς τον παρατηρητή· χωρίς το κέντρο του «εγώ», χωρίς το χωρισμό του σκεπτόμενου από τη σκέψη του· τότε μπορείς να κοιτάξεις τη γυναίκα σου ή τον άντρα σου, το αφεντικό σου και όλες τις απαιτήσεις της κοινωνίας χωρίς τον παρατηρητή.
Το να δίνεις ένα όνομα σε κάποιο συναίσθημα, σε μια εμπειρία, εδραιώνει τη θέση του σκεπτόμενου, του «αρχειοφύλακα», που είναι ο νους, δηλαδή το «εγώ». Αυτό σημαίνει ότι όταν δίνεις ένα όνομα σε μια εμπειρία, σε κάποιο συναίσθημα, του δίνεις συνέχεια· κι έτσι ο νους νιώθει και θρέφει την ύπαρξή του. Πάρτε οποιοδήποτε συναίσθημα ή αίσθηση που έχετε − θυμό, μίσος, αγάπη· δίνοντάς τους ένα όνομα τα εδραιώνεις, τα βάζεις σε ένα πλαίσιο αναφοράς. Η ίδια η φύση της ονομασίας μιας εμπειρίας είναι η συνέχιση του «εγώ».
Αυτή η διαδικασία γίνεται όλη την ώρα τόσο αστραπιαία που δεν τη συνειδητοποιούμε. Η καταγραφή γίνεται ακατάπαυστα σε διάφορα επίπεδα, με διαφορετικά θέματα, με διαφορετικές λέξεις, στον ύπνο ή στον ξύπνιο.
Τώρα: τι συμβαίνει όταν δεν χαρακτηρίσεις, όταν δεν δώσεις κανένα όνομα σε μια εμπειρία; Αν δεν δίνεις όνομα στις διάφορες αισθήσεις, αν δεν δημιουργείς κανένα υπόβαθρο, τότε πού βρίσκεται το «εγώ»; Δηλαδή, όταν δεν δίνεις όνομα σε μια εμπειρία, στα συναισθήματα που σου προκάλεσε τότε αυτά σβήνουν, δεν έχουν συνέχεια. Πειραματιστείτε με τον εαυτό σας και θα δείτε. Αν, για παράδειγμα, νιώσετε ένα δυνατό αίσθημα ακούγοντας κάτι πατριωτικό τι συμβαίνει; Του δίνετε ένα όνομα καθώς εμφανίζονται σκέψεις για «ιδεαλισμό», «αγάπη της πατρίδας», «εθνική υπερηφάνεια», δηλαδή χαρακτηρίζετε αυτό που νιώθετε κι έτσι δίνετε συνέχεια σ’ αυτό το συναίσθημα. Είναι πολύ δύσκολο να μην το χαρακτηρίσετε, γιατί το δόσιμο ενός ονόματος σε κάποιο συναίσθημα είναι εντελώς αυτόματο, στιγμιαίο. Υποθέστε, όμως, ότι δεν δίνετε όνομα σε κάποιο συναίσθημα· τι θα συμβεί σ’ αυτό το συναίσθημα; Τότε σίγουρα ο «αρχειοφύλακας» δεν μπορεί να ταυτιστεί με αυτό το συναίσθημα. Δεν μπορεί να του δώσει υπόσταση, δεν μπορεί να του δώσει δύναμη, δεν μπορεί να του δώσει ζωντάνια. Οπότε εκείνο σβήνει. Την επόμενη φορά που θα νιώσετε το αίσθημα που ονομάζετε, «εκνευρισμό» μην του δώσετε όνομα, μην πείτε: «είμαι εκνευρισμένος», μην το ορίσετε, και κοιτάξτε τι συμβαίνει. Θ’ ανακαλύψετε ότι συμβαίνει κάτι καταπληκτικό. Ο νους σαστίζει γιατί δεν του αρέσει να βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας και τότε το σάστισμα γίνεται πιο σημαντικό από το συναίσθημα και το συναίσθημα ξεχνιέται, ενώ το σάστισμα μένει. Αλλά επειδή του νου δεν του αρέσει να είναι σαστισμένος, μπερδεμένος, αναζητάει σιγουριά· και ψάχνει τη σιγουριά, την ασφάλεια, στη μνήμη, στα αρχεία της μνήμης. Είναι πραγματικά γοητευτικό να παρατηρείς τις διαδικασίες της ίδιας σου της συνείδησης. Αλλά δεν μπορείς να τα μάθεις όλα αυτά από κάποιο βιβλίο. Μπορείς μόνο να επαναλαμβάνεις ό,τι λέει ένα βιβλίο, αλλά αν πειραματιστείς και ανακαλύπτεις τι γίνεται μέσα σου από μόνος σου, τότε είσαι εσύ και ο μαθητής και ο Δάσκαλος, οπότε δεν θέλεις πια τους γκουρού, τα βιβλία κι όλα τα υπόλοιπα. Τότε ξέρεις πώς να αντιμετωπίζεις κάθε ψυχολογικό πρόβλημα που παρουσιάζεται από μόνος σου, γιατί όντας ο ίδιος και ο δάσκαλος και ο μαθητής ξέρεις πώς δουλεύει η ίδια σου η συνείδηση. Ανακαλύπτεις ότι όταν χαρακτηρίζεις μια αίσθηση, όταν δεν δίνεις όνομα σε ένα συναίσθημα, τότε μπαίνει τέλος σ’ αυτό το συναίσθημα, σ’ αυτή την αίσθηση.
Και τώρα ίσως να πείτε: «Έμαθα ένα πολύ καλό τέχνασμα και ξέρω πια πώς να τα βγάζω πέρα με τα δυσάρεστα αισθήματα, πώς να τα κάνω να τελειώνουν γρήγορα: δεν θα τα ονομάζω». Θα κάνετε, όμως, το ίδιο και για τα ευχάριστα αισθήματα; Φοβάμαι πως όχι. Επειδή τα ευχάριστα αισθήματα θέλετε να τα συνεχίζετε, θέλετε να δίνετε υπόσταση στις ευχάριστες αισθήσεις, θέλετε να τις συντηρείτε. Οπότε θα συνεχίσετε να τους δίνετε ονόματα. Αυτό, όμως, δεν οδηγεί πουθενά· γιατί τη στιγμή που δίνετε ένα όνομα, ένα χαρακτηρισμό, σε ένα συναίσθημα που είναι ευχάριστο δημιουργείτε αναπόφευκτα και το αντίθετο του, κι έτσι θα έχετε πάντοτε τη σύγκρουση των αντιθέτων. Ενώ αν δεν ονοματίσετε, αν δεν χαρακτηρίσετε, αν δεν βάλετε ταμπέλα σε μια αίσθηση −είτε ευχάριστη είτε δυσάρεστη− και οι δύο σβήνουν· κι έτσι μπαίνει ένα τέλος στο σκεπτόμενο, που είναι ο δημιουργός των αντιθέτων.
Όταν παύεις πια να κάνεις φυγές για να μη βλέπεις αυτό που είσαι, όταν δεν ψάχνεις κάποιον τρόπο να αποφύγεις αυτό που είσαι, τότε τι συμβαίνει; Αν παρατηρήσετε θα δείτε ότι κάνουμε το εξής: επειδή υπάρχει μια αίσθηση φόβου γι’ αυτό που βλέπουμε ή υπάρχει επιθυμία να το καταλάβουμε, του δίνουμε ένα όνομα. Αυτό δεν κάνουμε; Λέμε για εκείνο που μας γεννάει φόβο: «Νιώθω μόνος» ή «Νιώθω απελπισμένος», «Νιώθω άδειος», «Νιώθω το ένα ή το άλλο και θέλω να το καταλάβω». Πράγμα που σημαίνει ότι δίνοντάς του ένα όνομα εδραιώνουμε μια σχέση ανάμεσα στον εαυτό μας και σ’ αυτό που ονομάζουμε μοναξιά, απελπισία, κενό. Βάζοντας σε λέξεις αυτή τη σχέση μας, της δίνουμε ψυχολογική σημασία. Αν όμως δεν δώσουμε κανένα όνομα σ’ αυτό που βλέπουμε και απλώς το κοιτάμε, το παρατηρούμε, θα έχουμε μΙα διαφορετική σχέση μαζί του· τότε δεν θα είναι κάτι έξω από μας, θα είμαστε εμείς αυτό. Λέμε, για παράδειγμα: «Το φοβάμαι αυτό». Ο φόβος υπάρχει μόνο σε σχέση με κάτι· αυτό το «κάτι» γεννιέται όταν προσπαθούμε να το καταπνίξουμε, όταν του δίνουμε ένα όνομα, όπως, για παράδειγμα, «νιώθω μοναξιά». Οπότε υπάρχει η αίσθηση ότι εσύ κι αυτή η μοναξιά είστε δύο χωριστά πράγματα. Είναι, όμως, έτσι; Εσύ, δηλαδή ο παρατηρητής, παρατηρείς μέσα σου ένα γεγονός το οποίο το χαρακτηρίζεις ως «μοναξιά». Αλλά είναι ο παρατηρητής διαφορετικός από εκείνο που παρατηρεί μέσα του; Είναι διαφορετικός μόνο όσο δίνει κάποιο όνομα σ’ αυτό που παρατηρεί· αν, όμως, εσύ –που είσαι ο παρατηρητής− δεν δώσεις κανένα όνομα σ’ αυτό που παρατηρείς ότι νιώθεις, τότε ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο· εσύ που παρατηρείς είσαι αυτό που παρατηρείς. Ο χαρακτηρισμός, το όνομα που δίνεις, το μόνο που κάνει είναι να διαιρεί εσένα απ’ αυτό, και μετά πρέπει να δώσεις μάχη μαζί του. Αλλά όταν δεν υπάρχει διαίρεση, όταν ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι ένα, πράγμα που συμβαίνει μόνο όταν δεν δίνεις κάποιο όνομα σ’ αυτό που βλέπεις, τότε η αίσθηση του φόβου φεύγει τελείως − μπορείτε να το δοκιμάσετε και θα δείτε. Ο φόβος σας εμποδίζει να κοιτάξετε ουδέτερα το γεγονός όταν λέτε ότι νιώθετε άδειος, νιώθετε μόνος, νιώθετε το ένα ή το άλλο. Και ο φόβος είναι μόνο η μνήμη που ζωντανεύει από τους χαρακτηρισμούς και τα ονόματα που δίνεις· αλλά όταν μπορείς να κοιτάς χωρίς να δίνεις κανένα όνομα σ’ αυτό που βλέπεις, τότε σίγουρα αυτό που κοιτάς είσαι εσύ ο ίδιος. Όταν, λοιπόν, φτάνεις σ’ αυτό το σημείο που δεν ονομάζεις πια αυτό που κοιτάς, οπότε δεν το φοβάσαι, τότε είσαι αυτό. Κι όταν είσαι αυτό, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα − υπάρχει; Μόνο όταν δεν θέλεις να είσαι αυτό που βλέπεις, όταν θέλεις να το αλλάξεις, τότε μόνο δημιουργείται πρόβλημα. Αλλά όταν είσαι αυτό που κοιτάς, τότε ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο, είναι ένα ενιαίο φαινόμενο, όχι δύο χωριστά φαινόμενα, και τότε δεν υπάρχει πρόβλημα − υπάρχει;
Μπορεί τώρα να πείτε: «Και τι να κάνω; Να με εδώ, ακόμα φοβισμένος, μέσα σε μια σύγχυση και μοναξιά· δεν μου δώσατε κάποια μέθοδο για να την εφαρμόσω και να ελευθερωθώ». Αν έχετε καταλάβει ό,τι είπα, το κλειδί βρίσκεται εκεί: ένα κλειδί που ανοίγει πολλά περισσότερα απ’ όσα συνειδητοποιείτε, αν μπορείτε και θέλετε να το χρησιμοποιήσετε. Σας παρακαλώ, πειραματιστείτε με όλο αυτό που ακούσατε και θα δείτε πόσο γρήγορα λύνεται και αλλάζει όλο το πράγμα, και κάτι άλλο παίρνει τη θέση του.
Πώς μπορούμε να διακρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στο να παρατηρούμε τον εαυτό μας, με τον τρόπο που το εννοείτε, από το να κάνουμε απλώς σκέψεις για τον εαυτό μας;
Ξέρουμε τι σημαίνει να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας. Κάνοντάς το, στην πραγματικότητα γυρνάμε γύρω γύρω, είτε φουσκώνοντας τον εαυτό, το εγώ, είτε κοντράροντας το εγώ: «Εγώ είμαι η ανθρωπότητα», «εγώ είμαι ο Θεός», «πρέπει να γίνω πιο καλός», «πρέπει να ζήσω τη ζωή μου», «πρέπει να γίνω πιο έξυπνος», «πρέπει να διαλογιστώ για να φτάσω εκεί που θέλω»... Έτσι, εγκλωβιζόμαστε σ’ όλο αυτό, και όλη την ώρα σκεφτόμαστε τον εαυτό μας.
Αλλά το να παρατηρεί κανείς τον εαυτό του είναι τελείως διαφορετικό. Πρώτα απ’ όλα, παρατηρούμε οτιδήποτε χωρίς να το χαρακτηρίζουμε με κάποια λέξη, χωρίς καμιά λέξη; Παρατηρούμε το βουνό χωρίς να το ονομάζουμε βουνό; Μπορούμε να παρατηρήσουμε το σύννεφο του δειλινού με το εκπληκτικό του χρώμα και την ομορφιά του χωρίς να χρησιμοποιήσουμε την παραμικρή λέξη γι’ αυτό; Δηλαδή, μπορούμε να κοιτάξουμε οτιδήποτε αντικειμενικά: τα δέντρα, το νερό, τον αποσπερίτη, αυτό τον εκπληκτικό κόσμο της φύσης όπου ζούμε; Μπορούμε να τον κοιτάξουμε χωρίς ούτε μια λέξη; Για να το ανακαλύψουμε αυτό πρέπει να προχωρήσουμε στο ερώτημα γιατί ο νους πιάνεται στο δίχτυ των λέξεων. Ρωτάμε: μπορούμε να κοιτάξουμε οτιδήποτε ή οποιονδήποτε, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών, των διάφορων γκουρού, των ανθρώπων των εκκλησιών και όλο αυτό το τσίρκο που συνεχίζεται στο όνομα της θρησκείας, μπορούμε να τα κοιτάξουμε όλα αυτά χωρίς πρώτα να υπάρχει η αντίδραση που γεννάει η λέξη; Μπορούμε να το κάνουμε αυτό; Μπορείτε να κοιτάξετε τη γυναίκα σας, τον άντρα σας, χωρίς όλες τις εικόνες, χωρίς όλα αυτά που έχετε συσσωρεύσει γι’ αυτόν ή γι’ αυτήν, αλλά απλώς να κοιτάξετε; Πρέπει κανείς ν’ ανακαλύψει γιατί το μυαλό είναι τόσο παγιδευμένο στις λέξεις. Όταν λέτε για κάποιον ότι είναι κομμουνιστής ή ότι πιστεύει στον ολοκληρωτισμό, τον έχετε σβήσει, τον έχετε τοποθετήσει σε μια κατηγορία, σ’ ένα κλουβί, κι έτσι ξεμπερδεύετε. Δείτε τι συμβαίνει στο μυαλό μας − είναι πιασμένο στις λέξεις, όχι στη σημασία και στο βάθος των λέξεων, αλλά απλώς στις λέξεις. Αυτό απαιτεί προσεκτική παρακολούθηση, δηλαδή παρατήρηση.