Αν έρθει στον ύπνο σου η Μόρα...
Ήταν χειμώνας. Το δωμάτιο ήταν κρύο. Τα πάντα ήταν κρύα. Ίσως απλά να ήταν κουρασμένη, ίσως και να είχε πολλά στο μυαλό της. Σίγουρα είχε πολλά στο μυαλό της. Το μόνο σίγουρο ήταν πως η Αγγελική δεν είχε κοιμηθεί για μέρες. Το μυαλό της έλιωνε και η έλλειψη ενέργειας την καταπλάκωνε. Δεν αισθανόταν ασφαλής. Ακόμα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αγκάλιαζε το μαξιλάρι, γυρνούσε στα παπλώματα που την έπνιγαν. Τα πετούσε από πάνω της μα πνιγόταν ακόμα.
Το νερό απ’ τη βρύση δεν έλεγε να πάψει να στάζει. Ήταν σαν οι σταγόνες να έπεφταν σιγά-σιγά και για ώρα στο μέτωπό της, δημιουργώντας έναν απίστευτο πονοκέφαλο. Σηκώθηκε να την κλείσει και έπειτα ήλεγξε τα δωμάτια.
Είχε το προαίσθημα πως δεν ήταν μόνη, παρ’ όλα αυτά δε βρήκε κανέναν στο σπίτι. Σε μια ατμόσφαιρα αποσύνθεσης, ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που τα κλαδιά έγδερναν τα παράθυρα του δωματίου της ενώ ο οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν μανιωδώς τα τζάμια, προμηνύοντας κάποιο μεγάλο κρεσέντο. Το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο απ’ την τηλεόραση που έσπαγε το σκοτάδι και τη μοναξιά της. Κοίταξε την ώρα. Τρεις και κάτι ψιλά. Προσπάθησε να κερδίσει όποια χαμένη ώρα ύπνου.
Ξάπλωσε ανάσκελα. Μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να κοιμηθεί. Έκλεισε τα μάτια και άκουγε το ρολόι που χτυπούσε ρυθμικά. Δεν πέρασε κάμποση ώρα και τότε συνέβη. Η Αγγελική ένιωσε τα παπλώματα να σφίγγουν πάνω της. Το ρολόι σταμάτησε να χτυπάει. Ένιωσε πίεση στο στήθος. Η ανάσα της κόπηκε λόγω αυτής και του τρόμου που την κυρίευσε. Κάποιος ή κάτι βρισκόταν πάνω της.
Δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια από τον φόβο. Είχε παραλύσει. Ήταν αδύνατον να αναπνεύσει, να κοιτάξει, να κουνηθεί ή να σκεφτεί. Πήγε να φωνάξει αλλά είχε χάσει τη φωνή της, καταφέρνοντας να εκπνεύσει μονάχα βουβούς ήχους.
Ανοίγοντας μετά βίας ελάχιστα τα μάτια της, κατάφερε να δει μια σκιά, μια φιγούρα μαυροφορεμένης γριάς. Τα ξανάκλεισε. Ήταν ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε. Φοβόταν για τη ζωή της, για το τι θα συνέβαινε στα επόμενα δευτερόλεπτα. Η πίεση γινόταν όλο και μεγαλύτερη, οι ανάσες όλο και πιο κοφτές. Ήταν σαν να της έκλεβαν τη ζωή. Αργά, βασανιστικά και ακατάπαυστα. Έχανε κάθε ζεστασιά που της είχε απομείνει. Ένιωθε την ψυχή να εγκαταλείπει το σώμα της, τις τρίχες του κορμιού της να ανασηκώνονται. Άνοιξε για ακόμη μια φορά δειλά τα μάτια της, αντικρίζοντας τα κατάμαυρα μάτια της γριάς. Μια αστραπή έκανε το δωμάτιο να λάμψει και τη σκιά να εξαφανιστεί.
Η Αγγελική πετάχτηκε πάνω. Άναψε τα φώτα και κοίταξε γύρω της. Κανείς και τίποτα. Ήταν εφιάλτης; Θα μπορούσε να ήταν; Η ανάσα της συνέχιζε να ήταν βαριά, το στήθος της πονούσε. Είχε ακούσει την ιστορία. Της την είχαν αφηγηθεί μα εκείνη δεν τα πίστευε αυτά. Αντιθέτως, γελούσε και κορόιδευε όσους τη διηγιόντουσαν γύρω από φωτιές στην εξοχή, λιώνοντας και τρώγοντας ζαχαρωτά.
Λέγεται (για κάποιους μυθολογία και για άλλους πραγματικότητα), πως η γριά Μόρα είναι ένα σατανικό πνεύμα που ξέφυγε απ’ το βασίλειο των σκιών. Ένα κακόβουλο πλάσμα που σε «επισκέπτεται» κατά τη διάρκεια του ύπνου, κάθεται πάνω σου, σε παραλύει και σου κλέβει την ψυχή τρεφόμενη από την αρνητική ενέργεια.
Η Αγγελική μόλις την είχε νιώσει. Έψαχνε εξηγήσεις. Κρύος ιδρώτας έσταζε ακόμα στο μέτωπό της. Όλοι μας έχουμε δει όνειρα, πόσω μάλλον εφιάλτες. Κάποιοι τους έχουμε ζήσει, προσπαθώντας να ξεχωρίσουμε το πραγματικό απ’ το φανταστικό και το ψέμα απ’ την αλήθεια. Η Αγγελική έκανε το ίδιο. Όμως, όσο λογικά και να ήθελε να σκεφτεί, το συναίσθημα παρέμενε.
Έμεινε ξύπνια μέχρι το ξημέρωμα στο κρεβάτι, έχοντας τα πόδια τραβηγμένα κοντά στο σώμα της. Ακόμα ένα βράδυ είχε περάσει χωρίς να κλείσει μάτι. Μπορεί να ήταν παραισθήσεις λόγω της έλλειψης ύπνου. Μπορεί να ήταν όντως εφιάλτης, κάτι σαν πόλεμος με δαίμονες στο κεφάλι της. Έτσι κι αλλιώς, αποδείξεις δεν υπήρχαν, πέρα από ένα παράθυρο που βρήκε ανοιχτό το επόμενο πρωί και ας το είχε κλειδώσει αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Απ’ ό,τι φαίνεται, στο μυαλό αρέσει να παίζει και μάλιστα όχι τα ομορφότερα παιχνίδια.
Μετά το περιστατικό, η Αγγελική κατάφερνε να κοιμάται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, βρίσκοντας ευκαιρίες να ξεκουράζεται όταν ακόμα ο ήλιος έφεγγε στον ουρανό, ώστε να μπορεί να μείνει όλο το βράδυ ξύπνια. Είχε την ανάγκη να βρίσκεται σε επιφυλακή στην περίπτωση που το επεισόδιο θα έπαιζε σε επανάληψη.
Για καλή της τύχη, όσο περνούσε ο καιρός, έβρισκε λύσεις και προσπερνούσε τα εμπόδια που αντιμετώπιζε στην καθημερινότητά της. Πλέον αισιόδοξη, είχε πια αρχίσει να ηρεμεί και να χαμογελάει. Η αίσθηση της ξένης παρουσίας στο σπίτι είχε αρχίσει σταδιακά να εξασθενεί.
Η Μόρα δεν πέρασε ποτέ ξανά απ’ το σπίτι της Αγγελικής. Πού να είναι τώρα άραγε; Σε ποια σκοτεινά σοκάκια να μοιράζει ψύχος; Ποιες πόρτες να χτυπάει και ποιο σώμα θα αγκαλιάσει; Ίσως και το δικό σας. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε. Όπως είχε πει άλλωστε και τότε η Αγγελική, «είναι απλώς μια φανταστική ιστορία». Σωστά;
Κοιμηθείτε ήρεμα, είναι μονάχα σκιές. Σβήστε τα φώτα. ...Όλα τα φώτα. Καλή σας νύχτα και όνειρα γλυκά.
Ήταν χειμώνας. Το δωμάτιο ήταν κρύο. Τα πάντα ήταν κρύα. Ίσως απλά να ήταν κουρασμένη, ίσως και να είχε πολλά στο μυαλό της. Σίγουρα είχε πολλά στο μυαλό της. Το μόνο σίγουρο ήταν πως η Αγγελική δεν είχε κοιμηθεί για μέρες. Το μυαλό της έλιωνε και η έλλειψη ενέργειας την καταπλάκωνε. Δεν αισθανόταν ασφαλής. Ακόμα δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Αγκάλιαζε το μαξιλάρι, γυρνούσε στα παπλώματα που την έπνιγαν. Τα πετούσε από πάνω της μα πνιγόταν ακόμα.
Το νερό απ’ τη βρύση δεν έλεγε να πάψει να στάζει. Ήταν σαν οι σταγόνες να έπεφταν σιγά-σιγά και για ώρα στο μέτωπό της, δημιουργώντας έναν απίστευτο πονοκέφαλο. Σηκώθηκε να την κλείσει και έπειτα ήλεγξε τα δωμάτια.
Είχε το προαίσθημα πως δεν ήταν μόνη, παρ’ όλα αυτά δε βρήκε κανέναν στο σπίτι. Σε μια ατμόσφαιρα αποσύνθεσης, ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά που τα κλαδιά έγδερναν τα παράθυρα του δωματίου της ενώ ο οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν μανιωδώς τα τζάμια, προμηνύοντας κάποιο μεγάλο κρεσέντο. Το δωμάτιο φωτιζόταν μόνο απ’ την τηλεόραση που έσπαγε το σκοτάδι και τη μοναξιά της. Κοίταξε την ώρα. Τρεις και κάτι ψιλά. Προσπάθησε να κερδίσει όποια χαμένη ώρα ύπνου.
Ξάπλωσε ανάσκελα. Μια τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια να κοιμηθεί. Έκλεισε τα μάτια και άκουγε το ρολόι που χτυπούσε ρυθμικά. Δεν πέρασε κάμποση ώρα και τότε συνέβη. Η Αγγελική ένιωσε τα παπλώματα να σφίγγουν πάνω της. Το ρολόι σταμάτησε να χτυπάει. Ένιωσε πίεση στο στήθος. Η ανάσα της κόπηκε λόγω αυτής και του τρόμου που την κυρίευσε. Κάποιος ή κάτι βρισκόταν πάνω της.
Δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια από τον φόβο. Είχε παραλύσει. Ήταν αδύνατον να αναπνεύσει, να κοιτάξει, να κουνηθεί ή να σκεφτεί. Πήγε να φωνάξει αλλά είχε χάσει τη φωνή της, καταφέρνοντας να εκπνεύσει μονάχα βουβούς ήχους.
Ανοίγοντας μετά βίας ελάχιστα τα μάτια της, κατάφερε να δει μια σκιά, μια φιγούρα μαυροφορεμένης γριάς. Τα ξανάκλεισε. Ήταν ανίκανη να κάνει το οτιδήποτε. Φοβόταν για τη ζωή της, για το τι θα συνέβαινε στα επόμενα δευτερόλεπτα. Η πίεση γινόταν όλο και μεγαλύτερη, οι ανάσες όλο και πιο κοφτές. Ήταν σαν να της έκλεβαν τη ζωή. Αργά, βασανιστικά και ακατάπαυστα. Έχανε κάθε ζεστασιά που της είχε απομείνει. Ένιωθε την ψυχή να εγκαταλείπει το σώμα της, τις τρίχες του κορμιού της να ανασηκώνονται. Άνοιξε για ακόμη μια φορά δειλά τα μάτια της, αντικρίζοντας τα κατάμαυρα μάτια της γριάς. Μια αστραπή έκανε το δωμάτιο να λάμψει και τη σκιά να εξαφανιστεί.
Η Αγγελική πετάχτηκε πάνω. Άναψε τα φώτα και κοίταξε γύρω της. Κανείς και τίποτα. Ήταν εφιάλτης; Θα μπορούσε να ήταν; Η ανάσα της συνέχιζε να ήταν βαριά, το στήθος της πονούσε. Είχε ακούσει την ιστορία. Της την είχαν αφηγηθεί μα εκείνη δεν τα πίστευε αυτά. Αντιθέτως, γελούσε και κορόιδευε όσους τη διηγιόντουσαν γύρω από φωτιές στην εξοχή, λιώνοντας και τρώγοντας ζαχαρωτά.
Λέγεται (για κάποιους μυθολογία και για άλλους πραγματικότητα), πως η γριά Μόρα είναι ένα σατανικό πνεύμα που ξέφυγε απ’ το βασίλειο των σκιών. Ένα κακόβουλο πλάσμα που σε «επισκέπτεται» κατά τη διάρκεια του ύπνου, κάθεται πάνω σου, σε παραλύει και σου κλέβει την ψυχή τρεφόμενη από την αρνητική ενέργεια.
Η Αγγελική μόλις την είχε νιώσει. Έψαχνε εξηγήσεις. Κρύος ιδρώτας έσταζε ακόμα στο μέτωπό της. Όλοι μας έχουμε δει όνειρα, πόσω μάλλον εφιάλτες. Κάποιοι τους έχουμε ζήσει, προσπαθώντας να ξεχωρίσουμε το πραγματικό απ’ το φανταστικό και το ψέμα απ’ την αλήθεια. Η Αγγελική έκανε το ίδιο. Όμως, όσο λογικά και να ήθελε να σκεφτεί, το συναίσθημα παρέμενε.
Έμεινε ξύπνια μέχρι το ξημέρωμα στο κρεβάτι, έχοντας τα πόδια τραβηγμένα κοντά στο σώμα της. Ακόμα ένα βράδυ είχε περάσει χωρίς να κλείσει μάτι. Μπορεί να ήταν παραισθήσεις λόγω της έλλειψης ύπνου. Μπορεί να ήταν όντως εφιάλτης, κάτι σαν πόλεμος με δαίμονες στο κεφάλι της. Έτσι κι αλλιώς, αποδείξεις δεν υπήρχαν, πέρα από ένα παράθυρο που βρήκε ανοιχτό το επόμενο πρωί και ας το είχε κλειδώσει αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες. Απ’ ό,τι φαίνεται, στο μυαλό αρέσει να παίζει και μάλιστα όχι τα ομορφότερα παιχνίδια.
Μετά το περιστατικό, η Αγγελική κατάφερνε να κοιμάται ανά τακτά χρονικά διαστήματα, βρίσκοντας ευκαιρίες να ξεκουράζεται όταν ακόμα ο ήλιος έφεγγε στον ουρανό, ώστε να μπορεί να μείνει όλο το βράδυ ξύπνια. Είχε την ανάγκη να βρίσκεται σε επιφυλακή στην περίπτωση που το επεισόδιο θα έπαιζε σε επανάληψη.
Για καλή της τύχη, όσο περνούσε ο καιρός, έβρισκε λύσεις και προσπερνούσε τα εμπόδια που αντιμετώπιζε στην καθημερινότητά της. Πλέον αισιόδοξη, είχε πια αρχίσει να ηρεμεί και να χαμογελάει. Η αίσθηση της ξένης παρουσίας στο σπίτι είχε αρχίσει σταδιακά να εξασθενεί.
Η Μόρα δεν πέρασε ποτέ ξανά απ’ το σπίτι της Αγγελικής. Πού να είναι τώρα άραγε; Σε ποια σκοτεινά σοκάκια να μοιράζει ψύχος; Ποιες πόρτες να χτυπάει και ποιο σώμα θα αγκαλιάσει; Ίσως και το δικό σας. Αλλά δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείτε. Όπως είχε πει άλλωστε και τότε η Αγγελική, «είναι απλώς μια φανταστική ιστορία». Σωστά;
Κοιμηθείτε ήρεμα, είναι μονάχα σκιές. Σβήστε τα φώτα. ...Όλα τα φώτα. Καλή σας νύχτα και όνειρα γλυκά.