Πεθαίνουμε είτε από γηρατειά είτε από κάποια αρρώστια είτε από κάποιο σοβαρό ατύχημα, χωμένοι στη δυστυχία, στη σύγκρουση, στον πόνο, στη θλίψη. Υπάρχει η θλίψη που νιώθουμε όταν έρθει η στιγμή, εξαιτίας της προσκόλλησής μας σε ανθρώπους και πράγματα που αφήνουμε πίσω μας − το φίλο σου, τη γυναίκα σου ή τον άντρα σου, τα βιβλία σου, το όνομά σου, τις εμπειρίες σου, τη φήμη σου, τη διασημότητά σου, το χαρακτήρα που υποτίθεται ότι έχεις χτίσει. Όλα αυτά τ’ αφήνεις πίσω σου και είσαι απέραντα φοβισμένος γι’ αυτό.
Παρατηρήστε το τώρα που ζείτε, πριν εξασθενήσει ο οργανισμός, πριν φθαρεί το σώμα και πεθάνει. Η σκέψη μπροστά στο φόβο λέει στον εαυτό της: «Εντάξει, το σώμα φεύγει, αλλά εγώ θα συνεχίσω να υπάρχω· θα συνεχίσω μέσα από τα βιβλία που έχω γράψει, θα συνεχίσω μέσα από τα παιδιά μου, θα συνεχίσω μέσα από την επιχείρηση που δημιούργησα και την άφησα σε κάποιον άλλο...» Αυτό λένε ότι είναι –με κάποιο τρόπο− «αθανασία». Αλλά το βιβλίο, η επιχείρηση, το όνομα κι αυτά φθείρονται, αφού περνάνε ολοκληρωτικά σε κάποιον άλλο. Οπότε η σκέψη απαντάει σ’ αυτό: «Εντάξει, το ξέρω, αλλά θα ξαναγεννηθώ σε μια επόμενη ζωή».
Όλη η Ανατολή αυτό πιστεύει. Έτσι, η σκέψη, μη βλέποντας την ίδια την παροδικότητά της, μη βλέποντας το οικοδόμημα που έχει χτίσει γύρω της σαν «εγώ» και την παροδικότητά του, λέει: «Εγώ είμαι η αιτία, και η αιτία πρέπει να συνεχίσει». Κι αυτή η αιτία είναι χρόνος που λέει: «Θα συνεχίσω, θα συνεχίσω καλυτερεύοντας όλο και πιο πολύ τον εαυτό μου και θα συναντήσω τον Θεό· δεν μπορώ να τον φτάσω τώρα εκεί όπου βρίσκεται, αλλά θα συνεχίσω, σιγά σιγά, μέχρι τελικά να τελειοποιήσω τον εαυτό μου και να φτάσω σ’ αυτόν». Και φτάνει σ’ αυτό που η ίδια έχει προβάλει σαν Θεό.
Η συνείδηση κάθε ανθρώπου είναι η συνείδηση όλης της ανθρωπότητας. Είναι ένα απέραντο ποτάμι, που δεν έχει αρχή, που πάντα συνεχίζει να κυλάει, εσύ και εγώ και ο άλλος είμαστε μέρος του. Και εγώ και ο άλλος πεθαίνουμε. Τι γίνονται όλες οι επιθυμίες μου, τι γίνονται όλοι οι φόβοι μου, οι ανησυχίες μου, οι προσδοκίες μου, οι φιλοδοξίες μου, το τεράστιο φορτίο θλίψης που κουβαλούσα για χρόνια, τι γίνονται όλα αυτά όταν το σώμα πεθάνει;
Ανακατεύονται με το ποτάμι της ανθρωπότητας και μένουν σ’ αυτό. Είναι μέρος αυτού του ποταμού. Δεν ήταν ποτέ δικά σου. Δεν είναι δικά μου, είναι μέρος αυτού του ποταμού, που εκδηλώθηκε με την μορφή του Χ, του Ψ και λοιπά. Αυτό το ποτάμι είναι φτιαγμένο από επιθυμία, φόβο, απελπισία, μοναξιά, όπως και από τα αντίθετά τους.
Αυτά είναι το ποτάμι. Και είμαστε μέρος αυτού του ποταμού. Κι όταν το σώμα πεθάνει, οι επιθυμίες, οι φόβοι, οι τραγωδίες και οι δυστυχίες −και τα αντίθετά τους– συνεχίζονται. Εγώ πεθαίνω, αλλά το ποτάμι συνεχίζει. Το ποτάμι που είναι επιθυμία. Γιατί αυτό είναι το ποτάμι. Και το ποτάμι εκδηλώνεται με μια μορφή, ένα όνομα...
Από τη στιγμή, όμως, που μια εκδήλωση του ποταμού εγκαταλείπει το ποτάμι, γι’ αυτήν υπάρχει πλήρης ελευθερία από το ποτάμι. Το ποτάμι εκδηλώνεται μέσα από τον Χ, και αν ο Χ χρησιμοποιώντας αυτή την «εκδήλωση» δεν ελευθερώσει εντελώς τον εαυτό του από το ποτάμι, ξαναγυρίζει σ’ αυτό. Αυτό το ονομάζουν «μετενσάρκωση». Όλοι θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Η σκέψη όλων των ανθρώπινων όντων υπάρχει και κυλάει σαν ένα μεγάλο ποτάμι, και σ’ αυτό το ποτάμι παραμένουν οι σκέψεις σου για τον εαυτό σου κι όταν φύγεις. Όταν ακολουθείτε κάποια οργάνωση, κάποια ομάδα, κι αυτό το περιβάλλον σάς επιβάλλει να είστε κάτι, εσείς μεταμφιέζεστε σαν να είστε έξω από το ποτάμι, αλλά βρίσκεστε ακόμα εκεί· στην καθημερινή σας ζωή είστε ακόμα εκεί, γιατί εξακολουθείτε να κυνηγάτε τα ίδια πράγματα που κυνηγάει κάθε άνθρωπος, υπάρχει μια συνεχής έγνοια για τον εαυτό σας μέσα στο ποτάμι, στο οποίο όλοι οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι.
Όταν πεθαίνεις, οι σκέψεις για το «εγώ» σου συνεχίζουν να υπάρχουν σ’ αυτό το ποτάμι, όπως συνεχίζουν και τώρα −ως χριστιανός, ως βουδιστής, ή ως ό,τι άλλο θέλετε-, ως πλεονέκτης, ως φθονερός, ως φιλόδοξος, ως φοβισμένος, ως κυνηγός της ευχαρίστησης· αυτό είναι το ανθρώπινο ποτάμι στο οποίο βρίσκεται κανείς παγιδευμένος. Αν δεν βγείτε απ’ αυτό τώρα, προφανώς θα συνεχίσετε να υπάρχετε και να «μπαινοβγαίνετε» σ’ αυτό το ποτάμι.
Το «εγώ» δεν είναι κάτι πραγματικό το ίδιο από μόνο του, που σαν την κάμπια που πάει από φύλλο σε φύλλο, περιπλανιέται από τη μια ύπαρξη στην άλλη μαζεύοντας εμπειρίες κι αποκτώντας σοφία ώσπου να φτάσει το ύψιστο, πράγμα που φανταζόμαστε ότι είναι η τελειοποίηση. Αυτή η αντίληψη είναι εσφαλμένη, είναι απλώς μια γνώμη και όχι μια πραγματικότητα. Την πραγματική πορεία του «εγώ» και τις διαδικασίες της μπορεί κανείς να τις διακρίνει μόλις αντιληφθεί πώς −μέσα από την άγνοιά του, τις τάσεις του, τις επιθυμίες του− ανασχηματίζεται και κάθε λεπτό επαναεδραιώνει τη συνέχισή του.
Μπορεί, λοιπόν, ποτέ αυτό το εμπόδιο, αυτή η εσωτερική «τριβή», αυτή η αντίσταση στην κίνηση της ζωής, δηλαδή αυτό που είναι γνωστό ως «εγώ», μπορεί ποτέ να τελειοποιηθεί; Μπορεί η επιθυμία να τελειοποιηθεί; Σίγουρα ο εγωισμός δεν μπορεί να γίνει ευγενέστερος, να γίνει αγνότερος εγωισμός· δεν μπορεί παρά να συνεχίζει να παραμένει αυτό που είναι. Η ιδέα ότι με την πάροδο του χρόνου το «εγώ» θα γίνει τέλειο είναι απόλυτα ψεύτικη και εσφαλμένη.
Αν δεν έχετε μέσα σας αγάπη σήμερα, κάνοντας κάποιες πρακτικές ή ακολουθώντας διάφορες «πειθαρχίες», θα γεμίσετε με αγάπη την άλλη εβδομάδα ή του χρόνου; Αυτές θα σας γεμίσουν με αγάπη; Ή μήπως η αγάπη γεννιέται μόνο όταν αυτός που κάνει την προσπάθεια σταματάει, δηλαδή όταν δεν υπάρχει πια η οντότητα που λέει, «είμαι κακός και πρέπει να γίνω καλός»; Αυτή η αναγνώριση ότι είμαι κακός και η επιθυμία μου να γίνω καλός μοιάζουν, γιατί βγαίνουν μέσα από την ίδια πηγή, που είναι το «εγώ».
Και μπορεί να μπει αμέσως τέλος σ’ αυτό το ίδιο το «εγώ» που λέει, «είμαι κακός και πρέπει να γίνω καλός», χωρίς να χρειαστεί καθόλου χρόνος; Αυτό σημαίνει να μην είστε οτιδήποτε· να μην προσπαθείτε να γίνετε κάτι ή να μην είστε τίποτα. Αν μπορεί κανείς να το δει πραγματικά αυτό, κάτι που είναι ένα απλό γεγονός, αν μπορεί να έχει άμεση αντίληψή του, τότε όλα τα άλλα είναι αυταπάτες.
Τότε θ’ ανακαλύψει κανείς ότι η επιθυμία να κάνει και αυτή την κατάσταση που αντιλήφθηκε μόνιμη είναι επίσης μια ψευδαίσθηση, επειδή σ’ αυτή την επιθυμία εμπεριέχεται προσπάθεια. Αν κανείς καταλάβει βαθιά ολόκληρη την επιθυμία για μονιμότητα, την παρόρμηση για συνέχεια, αν δει την ψευδαίσθηση αυτής της επιθυμίας, τότε έρχεται μια τελείως διαφορετική κατάσταση που δεν είναι το αντίθετό της.
Μπορούμε, λοιπόν, να έχουμε μια άμεση αντίληψη χωρίς την παρεμβολή του χρόνου; Σίγουρα αυτό είναι το πραγματικά επαναστατικό. Δεν υπάρχει επανάσταση που να περνάει μέσα από το χρόνο, μέσα απ’ αυτή τη μιζέρια του να θέλει κανείς αδιάκοπα να γίνει κάτι. Αυτό κάνει κάθε αναζητητής. Είναι παγιδευμένος στη φυλακή της θλίψης και το μόνο που κάνει είναι να μεγαλώνει και να διακοσμεί το κελί του· αλλά βρίσκεται πάντα στη φυλακή, επειδή ψυχολογικά λαχταράει να γίνει κάτι που δεν είναι.
Και δεν είναι δυνατόν να δει την αλήθεια αυτού του πράγματος κι έτσι να μην είναι τίποτα; Το ζήτημα δεν είναι να πει κανείς «Δεν πρέπει να είμαι τίποτα» και μετά να ρωτάει πώς να γίνει «τίποτα», πράγμα που είναι πολύ τραγελαφικό, παιδιάστικο και ανώριμο, το ζήτημα είναι να δει κανείς το γεγονός άμεσα, σε μια στιγμή, κι όχι χρησιμοποιώντας χρόνο γι’ αυτό.
Έχετε διαμορφωθεί να πιστεύετε ότι ο Θεός, η «Αλήθεια» −αυτό το εξαιρετικό πράγμα που ο άνθρωπος αναζητά αδιάκοπα− βρίσκεται κάπου μακριά, και ανάμεσα σ’ αυτό το πράγμα και στο «εγώ» υπάρχει ένα κενό διάστημα, ένας χοντρός τοίχος ματαιοδοξίας, απληστίας, φιλοδοξίας, φόβου και λοιπά.
Λέτε λοιπόν: «Χρειάζομαι χρόνο για να γκρεμίσω τον τοίχο, να τον διαλύσω για να δω αυτή την ομορφιά, αυτή την καλοσύνη». Αλλά εκείνο που σας λέω είναι ότι ο χρόνος δεν θα το κάνει ποτέ αυτό. Είτε έχετε μία είτε εκατοντάδες ζωές, όσο θα σκέφτεστε με βάση το χρόνο δεν θα γίνει ποτέ. Όλα τα ιερά βιβλία σας, όλοι σας οι γκουρού, σας έχουν πει ότι χρειάζεστε χρόνο· ποια είναι, όμως, η οντότητα που χρειάζεται χρόνο για να γκρεμίσει τον τοίχο, ποιος είναι αυτός που λέει: «Υπάρχει απόσταση ανάμεσα σ’ εμένα και στην “Αλήθεια”»;
Αυτή η ίδια η οντότητα είναι εκείνη που δημιουργεί το χρόνο, επειδή αυτή η οντότητα θέλοντας να πετύχει κάτι σκέφτεται με βάση το «να φτάσει» σ’ αυτό· το «πότε» και «πώς» θα «φτάσει» σ’ αυτό. Έτσι, έχει δημιουργήσει αυτή την ιδέα, αυτή την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο «εγώ» και σ’ εκείνη την «Αλήθεια», κι έχοντας δημιουργήσει αυτή την απόσταση, αυτό το κενό που είναι χρόνος, ρωτάει: «Πώς θα το γεφυρώσω;»
Δείτε το αυτό, σας παρακαλώ. Οποιαδήποτε κίνηση του νου προς αυτό που ονομάζει, «Αλήθεια» δημιουργεί χρόνο, κι επομένως ποτέ δεν μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα. Όσο υπάρχει η οντότητα που λέει, «θα πειθαρχήσω, θα ελέγξω τον εαυτό μου, θα εξασκούμαι κάθε μέρα να είμαι ενάρετος για να ρίξω τον τοίχο ανάμεσα στον εαυτό μου και στην “Αλήθεια”», αυτή η ίδια η οντότητα είναι που δημιουργεί τον τοίχο, την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτήν και στην «Αλήθεια». Επίσης, η αρετή είναι απαραίτητη, γιατί η αρετή φέρνει ελευθερία, τάξη, αλλά η αρετή από μόνη της δεν οδηγεί στην «Αλήθεια».
Η αρετή αναγνωρίζεται από την κοινωνία, και για να ζήσετε στην κοινωνία πρέπει να είστε ενάρετοι. Ίσως πολλοί από σας εδώ να είναι ενάρετοι, καλοί, ευγενικοί, σπλαχνικοί, ανεπιτήδευτοι, κι όμως να μην έχουν εκείνο το εξαιρετικά δημιουργικό «κάτι» που χωρίς αυτό η αρετή έχει πολύ λίγη σημασία και είναι απλώς ένα κοινωνικό βερνίκι που δίνει τη δυνατότητα στην κοινωνία να λειτουργεί ομαλά.
Η αρετή δεν φτάνει.
Όσο ο νους σκέφτεται με βάση το «να γίνει κάτι», να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, όσο λέει, «είμαι εδώ και πρέπει να φτάσω εκεί»· όσο θέλει να είναι κάποιος, να έχει εξουσία, να αποκτήσει πλούτη, να είναι μεγάλο διευθυντικό στέλεχος· όσο ο νους λέει, «θα ολοκληρωθώ και θα φτάσω στο Θεό», δεν μπορεί παρά να χρειάζεται χρόνο.
Τώρα: αν μπορέσεις να δεις και να κατανοήσεις αυτό το γεγονός, τότε εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν υπάρχεις, δεν είσαι τίποτα −όχι «ένα τίποτα»−, δεν είσαι τίποτα που να θέλει να γίνει κάτι, και τότε για σένα δεν υπάρχει χρόνος. Τότε δεν υπάρχει κανένα χάσμα ανάμεσα σε εσένα και σε κάτι, δεν υπάρχει κανένα «εγώ», δεν υπάρχει «εκείνη η Αλήθεια που πρέπει να φτάσεις», δεν υπάρχει παρά μόνο μια κατάσταση ύπαρξης· τότε απλώς υπάρχεις και μέσα απ’ αυτή την κατάσταση έρχεται μια εξαιρετική χαρά. Τότε δεν υπάρχει καμιά ψυχολογική πάλη, καμιά σπατάλη ενέργειας. Και πρέπει να έχει κανείς άφθονη ενέργεια, αλλά όχι μέσα από έλεγχο.
Αν, για παράδειγμα, θέλοντας να φτάσεις σε «εκείνη την Αλήθεια» πεις: «θα πάρω όρκο αγαμίας, θα πειθαρχήσω τις επιθυμίες μου για να έχω πιο πολλή ενέργεια», αυτά είναι απλώς άλλο ένα παζάρι. Όλα αυτά είναι τρόποι και κόλπα του νου για να πετύχει κάτι, για να φτάσει κάπου. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που έχει πάρει όρκο αγαμίας δεν ξέρει από αγάπη, γιατί ασχολείται με τον εαυτό του και την προσωπική του ολοκλήρωση.
Το σημαντικό, λοιπόν, είναι να το δει κανείς όλο αυτό: πώς ο νους έχει δημιουργήσει μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και σ’ εκείνη την Αλήθεια που νομίζει πως υπάρχει κάπου που πρέπει να φτάσει. Όσο γίνεται οποιαδήποτε κίνηση του νου προς ένα στόχο δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και στάδια προς αυτόν, δεν μπορεί παρά να υπάρχει χρόνος.
Τώρα: απλώς με το να ακούσει κανείς αυτό το γεγονός, να το δει και να το κατανοήσει βαθιά μέσα του, ελευθερώνει το νου από το χρόνο. Αλλά μπορείς να το ακούσεις και να το κατανοήσεις μόνο όταν δεν θέλεις να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι, όταν δεν θέλεις να γίνεις οτιδήποτε, μόνο όταν ο νους σου είναι ξεγυμνωμένος απ’ όλες τις εμπειρίες· όταν είσαι όπως τώρα που ακούτε· που δεν «υπνωτίζεστε» από μένα και είστε ήσυχοι επειδή ακούτε κάτι που είναι αλήθεια. Κι αν μπορέσετε ν’ ακούσετε ήσυχα έστω και για ένα λεπτό, για ένα δευτερόλεπτο, τότε θ’ ανακαλύψετε ότι αυτή η ίδια η ησυχία, αυτή η ίδια η σιωπή τούτου του δευτερολέπτου κρύβει μέσα της όλη την αφθονία, την ομορφιά, την καλοσύνη και τον πλούτο της Αλήθειας. Εκείνη τη στιγμή υπάρχει πλήρης προσοχή χωρίς κανένα κίνητρο κι αυτή η απόλυτη προσοχή δεν επιθυμεί να έχει τίποτα περισσότερο, δεν θέλει να γίνει καλύτερη. Αυτή η απόλυτη προσοχή είναι το «καλό», κι επομένως δεν υπάρχει κάτι καλύτερο.
Εκείνο που λέω είναι ότι ο νους μπορεί να ελευθερωθεί αμέσως κι ότι δεν υπάρχει καμιά σταδιακή διαδικασία με την οποία ελευθερώνουμε το νου χρησιμοποιώντας χρόνο. Μόνο ο νους που είναι πολύ ήσυχος μπορεί να είναι ελεύθερος, κι αυτή η ησυχία δεν μπορεί ν’ αποκτηθεί με αντίτιμο τη συγκέντρωση γνώσης και αρετής, ακολουθώντας γκουρού, μπαίνοντας σε ομάδες, κάνοντας πρακτικές· δεν μπορεί κανείς να τη γνωρίσει μέσα από πειθαρχίες ή θυσίες.
Παρατηρήστε το τώρα που ζείτε, πριν εξασθενήσει ο οργανισμός, πριν φθαρεί το σώμα και πεθάνει. Η σκέψη μπροστά στο φόβο λέει στον εαυτό της: «Εντάξει, το σώμα φεύγει, αλλά εγώ θα συνεχίσω να υπάρχω· θα συνεχίσω μέσα από τα βιβλία που έχω γράψει, θα συνεχίσω μέσα από τα παιδιά μου, θα συνεχίσω μέσα από την επιχείρηση που δημιούργησα και την άφησα σε κάποιον άλλο...» Αυτό λένε ότι είναι –με κάποιο τρόπο− «αθανασία». Αλλά το βιβλίο, η επιχείρηση, το όνομα κι αυτά φθείρονται, αφού περνάνε ολοκληρωτικά σε κάποιον άλλο. Οπότε η σκέψη απαντάει σ’ αυτό: «Εντάξει, το ξέρω, αλλά θα ξαναγεννηθώ σε μια επόμενη ζωή».
Όλη η Ανατολή αυτό πιστεύει. Έτσι, η σκέψη, μη βλέποντας την ίδια την παροδικότητά της, μη βλέποντας το οικοδόμημα που έχει χτίσει γύρω της σαν «εγώ» και την παροδικότητά του, λέει: «Εγώ είμαι η αιτία, και η αιτία πρέπει να συνεχίσει». Κι αυτή η αιτία είναι χρόνος που λέει: «Θα συνεχίσω, θα συνεχίσω καλυτερεύοντας όλο και πιο πολύ τον εαυτό μου και θα συναντήσω τον Θεό· δεν μπορώ να τον φτάσω τώρα εκεί όπου βρίσκεται, αλλά θα συνεχίσω, σιγά σιγά, μέχρι τελικά να τελειοποιήσω τον εαυτό μου και να φτάσω σ’ αυτόν». Και φτάνει σ’ αυτό που η ίδια έχει προβάλει σαν Θεό.
Η συνείδηση κάθε ανθρώπου είναι η συνείδηση όλης της ανθρωπότητας. Είναι ένα απέραντο ποτάμι, που δεν έχει αρχή, που πάντα συνεχίζει να κυλάει, εσύ και εγώ και ο άλλος είμαστε μέρος του. Και εγώ και ο άλλος πεθαίνουμε. Τι γίνονται όλες οι επιθυμίες μου, τι γίνονται όλοι οι φόβοι μου, οι ανησυχίες μου, οι προσδοκίες μου, οι φιλοδοξίες μου, το τεράστιο φορτίο θλίψης που κουβαλούσα για χρόνια, τι γίνονται όλα αυτά όταν το σώμα πεθάνει;
Ανακατεύονται με το ποτάμι της ανθρωπότητας και μένουν σ’ αυτό. Είναι μέρος αυτού του ποταμού. Δεν ήταν ποτέ δικά σου. Δεν είναι δικά μου, είναι μέρος αυτού του ποταμού, που εκδηλώθηκε με την μορφή του Χ, του Ψ και λοιπά. Αυτό το ποτάμι είναι φτιαγμένο από επιθυμία, φόβο, απελπισία, μοναξιά, όπως και από τα αντίθετά τους.
Αυτά είναι το ποτάμι. Και είμαστε μέρος αυτού του ποταμού. Κι όταν το σώμα πεθάνει, οι επιθυμίες, οι φόβοι, οι τραγωδίες και οι δυστυχίες −και τα αντίθετά τους– συνεχίζονται. Εγώ πεθαίνω, αλλά το ποτάμι συνεχίζει. Το ποτάμι που είναι επιθυμία. Γιατί αυτό είναι το ποτάμι. Και το ποτάμι εκδηλώνεται με μια μορφή, ένα όνομα...
Από τη στιγμή, όμως, που μια εκδήλωση του ποταμού εγκαταλείπει το ποτάμι, γι’ αυτήν υπάρχει πλήρης ελευθερία από το ποτάμι. Το ποτάμι εκδηλώνεται μέσα από τον Χ, και αν ο Χ χρησιμοποιώντας αυτή την «εκδήλωση» δεν ελευθερώσει εντελώς τον εαυτό του από το ποτάμι, ξαναγυρίζει σ’ αυτό. Αυτό το ονομάζουν «μετενσάρκωση». Όλοι θέλουν να συνεχίσουν να υπάρχουν.
Η σκέψη όλων των ανθρώπινων όντων υπάρχει και κυλάει σαν ένα μεγάλο ποτάμι, και σ’ αυτό το ποτάμι παραμένουν οι σκέψεις σου για τον εαυτό σου κι όταν φύγεις. Όταν ακολουθείτε κάποια οργάνωση, κάποια ομάδα, κι αυτό το περιβάλλον σάς επιβάλλει να είστε κάτι, εσείς μεταμφιέζεστε σαν να είστε έξω από το ποτάμι, αλλά βρίσκεστε ακόμα εκεί· στην καθημερινή σας ζωή είστε ακόμα εκεί, γιατί εξακολουθείτε να κυνηγάτε τα ίδια πράγματα που κυνηγάει κάθε άνθρωπος, υπάρχει μια συνεχής έγνοια για τον εαυτό σας μέσα στο ποτάμι, στο οποίο όλοι οι άνθρωποι είναι παγιδευμένοι.
Όταν πεθαίνεις, οι σκέψεις για το «εγώ» σου συνεχίζουν να υπάρχουν σ’ αυτό το ποτάμι, όπως συνεχίζουν και τώρα −ως χριστιανός, ως βουδιστής, ή ως ό,τι άλλο θέλετε-, ως πλεονέκτης, ως φθονερός, ως φιλόδοξος, ως φοβισμένος, ως κυνηγός της ευχαρίστησης· αυτό είναι το ανθρώπινο ποτάμι στο οποίο βρίσκεται κανείς παγιδευμένος. Αν δεν βγείτε απ’ αυτό τώρα, προφανώς θα συνεχίσετε να υπάρχετε και να «μπαινοβγαίνετε» σ’ αυτό το ποτάμι.
Το «εγώ» δεν είναι κάτι πραγματικό το ίδιο από μόνο του, που σαν την κάμπια που πάει από φύλλο σε φύλλο, περιπλανιέται από τη μια ύπαρξη στην άλλη μαζεύοντας εμπειρίες κι αποκτώντας σοφία ώσπου να φτάσει το ύψιστο, πράγμα που φανταζόμαστε ότι είναι η τελειοποίηση. Αυτή η αντίληψη είναι εσφαλμένη, είναι απλώς μια γνώμη και όχι μια πραγματικότητα. Την πραγματική πορεία του «εγώ» και τις διαδικασίες της μπορεί κανείς να τις διακρίνει μόλις αντιληφθεί πώς −μέσα από την άγνοιά του, τις τάσεις του, τις επιθυμίες του− ανασχηματίζεται και κάθε λεπτό επαναεδραιώνει τη συνέχισή του.
Μπορεί, λοιπόν, ποτέ αυτό το εμπόδιο, αυτή η εσωτερική «τριβή», αυτή η αντίσταση στην κίνηση της ζωής, δηλαδή αυτό που είναι γνωστό ως «εγώ», μπορεί ποτέ να τελειοποιηθεί; Μπορεί η επιθυμία να τελειοποιηθεί; Σίγουρα ο εγωισμός δεν μπορεί να γίνει ευγενέστερος, να γίνει αγνότερος εγωισμός· δεν μπορεί παρά να συνεχίζει να παραμένει αυτό που είναι. Η ιδέα ότι με την πάροδο του χρόνου το «εγώ» θα γίνει τέλειο είναι απόλυτα ψεύτικη και εσφαλμένη.
Αν δεν έχετε μέσα σας αγάπη σήμερα, κάνοντας κάποιες πρακτικές ή ακολουθώντας διάφορες «πειθαρχίες», θα γεμίσετε με αγάπη την άλλη εβδομάδα ή του χρόνου; Αυτές θα σας γεμίσουν με αγάπη; Ή μήπως η αγάπη γεννιέται μόνο όταν αυτός που κάνει την προσπάθεια σταματάει, δηλαδή όταν δεν υπάρχει πια η οντότητα που λέει, «είμαι κακός και πρέπει να γίνω καλός»; Αυτή η αναγνώριση ότι είμαι κακός και η επιθυμία μου να γίνω καλός μοιάζουν, γιατί βγαίνουν μέσα από την ίδια πηγή, που είναι το «εγώ».
Και μπορεί να μπει αμέσως τέλος σ’ αυτό το ίδιο το «εγώ» που λέει, «είμαι κακός και πρέπει να γίνω καλός», χωρίς να χρειαστεί καθόλου χρόνος; Αυτό σημαίνει να μην είστε οτιδήποτε· να μην προσπαθείτε να γίνετε κάτι ή να μην είστε τίποτα. Αν μπορεί κανείς να το δει πραγματικά αυτό, κάτι που είναι ένα απλό γεγονός, αν μπορεί να έχει άμεση αντίληψή του, τότε όλα τα άλλα είναι αυταπάτες.
Τότε θ’ ανακαλύψει κανείς ότι η επιθυμία να κάνει και αυτή την κατάσταση που αντιλήφθηκε μόνιμη είναι επίσης μια ψευδαίσθηση, επειδή σ’ αυτή την επιθυμία εμπεριέχεται προσπάθεια. Αν κανείς καταλάβει βαθιά ολόκληρη την επιθυμία για μονιμότητα, την παρόρμηση για συνέχεια, αν δει την ψευδαίσθηση αυτής της επιθυμίας, τότε έρχεται μια τελείως διαφορετική κατάσταση που δεν είναι το αντίθετό της.
Μπορούμε, λοιπόν, να έχουμε μια άμεση αντίληψη χωρίς την παρεμβολή του χρόνου; Σίγουρα αυτό είναι το πραγματικά επαναστατικό. Δεν υπάρχει επανάσταση που να περνάει μέσα από το χρόνο, μέσα απ’ αυτή τη μιζέρια του να θέλει κανείς αδιάκοπα να γίνει κάτι. Αυτό κάνει κάθε αναζητητής. Είναι παγιδευμένος στη φυλακή της θλίψης και το μόνο που κάνει είναι να μεγαλώνει και να διακοσμεί το κελί του· αλλά βρίσκεται πάντα στη φυλακή, επειδή ψυχολογικά λαχταράει να γίνει κάτι που δεν είναι.
Και δεν είναι δυνατόν να δει την αλήθεια αυτού του πράγματος κι έτσι να μην είναι τίποτα; Το ζήτημα δεν είναι να πει κανείς «Δεν πρέπει να είμαι τίποτα» και μετά να ρωτάει πώς να γίνει «τίποτα», πράγμα που είναι πολύ τραγελαφικό, παιδιάστικο και ανώριμο, το ζήτημα είναι να δει κανείς το γεγονός άμεσα, σε μια στιγμή, κι όχι χρησιμοποιώντας χρόνο γι’ αυτό.
Έχετε διαμορφωθεί να πιστεύετε ότι ο Θεός, η «Αλήθεια» −αυτό το εξαιρετικό πράγμα που ο άνθρωπος αναζητά αδιάκοπα− βρίσκεται κάπου μακριά, και ανάμεσα σ’ αυτό το πράγμα και στο «εγώ» υπάρχει ένα κενό διάστημα, ένας χοντρός τοίχος ματαιοδοξίας, απληστίας, φιλοδοξίας, φόβου και λοιπά.
Λέτε λοιπόν: «Χρειάζομαι χρόνο για να γκρεμίσω τον τοίχο, να τον διαλύσω για να δω αυτή την ομορφιά, αυτή την καλοσύνη». Αλλά εκείνο που σας λέω είναι ότι ο χρόνος δεν θα το κάνει ποτέ αυτό. Είτε έχετε μία είτε εκατοντάδες ζωές, όσο θα σκέφτεστε με βάση το χρόνο δεν θα γίνει ποτέ. Όλα τα ιερά βιβλία σας, όλοι σας οι γκουρού, σας έχουν πει ότι χρειάζεστε χρόνο· ποια είναι, όμως, η οντότητα που χρειάζεται χρόνο για να γκρεμίσει τον τοίχο, ποιος είναι αυτός που λέει: «Υπάρχει απόσταση ανάμεσα σ’ εμένα και στην “Αλήθεια”»;
Αυτή η ίδια η οντότητα είναι εκείνη που δημιουργεί το χρόνο, επειδή αυτή η οντότητα θέλοντας να πετύχει κάτι σκέφτεται με βάση το «να φτάσει» σ’ αυτό· το «πότε» και «πώς» θα «φτάσει» σ’ αυτό. Έτσι, έχει δημιουργήσει αυτή την ιδέα, αυτή την ψευδαίσθηση ότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο «εγώ» και σ’ εκείνη την «Αλήθεια», κι έχοντας δημιουργήσει αυτή την απόσταση, αυτό το κενό που είναι χρόνος, ρωτάει: «Πώς θα το γεφυρώσω;»
Δείτε το αυτό, σας παρακαλώ. Οποιαδήποτε κίνηση του νου προς αυτό που ονομάζει, «Αλήθεια» δημιουργεί χρόνο, κι επομένως ποτέ δεν μπορεί να γεφυρωθεί το χάσμα. Όσο υπάρχει η οντότητα που λέει, «θα πειθαρχήσω, θα ελέγξω τον εαυτό μου, θα εξασκούμαι κάθε μέρα να είμαι ενάρετος για να ρίξω τον τοίχο ανάμεσα στον εαυτό μου και στην “Αλήθεια”», αυτή η ίδια η οντότητα είναι που δημιουργεί τον τοίχο, την απόσταση ανάμεσα σ’ αυτήν και στην «Αλήθεια». Επίσης, η αρετή είναι απαραίτητη, γιατί η αρετή φέρνει ελευθερία, τάξη, αλλά η αρετή από μόνη της δεν οδηγεί στην «Αλήθεια».
Η αρετή αναγνωρίζεται από την κοινωνία, και για να ζήσετε στην κοινωνία πρέπει να είστε ενάρετοι. Ίσως πολλοί από σας εδώ να είναι ενάρετοι, καλοί, ευγενικοί, σπλαχνικοί, ανεπιτήδευτοι, κι όμως να μην έχουν εκείνο το εξαιρετικά δημιουργικό «κάτι» που χωρίς αυτό η αρετή έχει πολύ λίγη σημασία και είναι απλώς ένα κοινωνικό βερνίκι που δίνει τη δυνατότητα στην κοινωνία να λειτουργεί ομαλά.
Η αρετή δεν φτάνει.
Όσο ο νους σκέφτεται με βάση το «να γίνει κάτι», να γίνει κάτι άλλο από αυτό που είναι, όσο λέει, «είμαι εδώ και πρέπει να φτάσω εκεί»· όσο θέλει να είναι κάποιος, να έχει εξουσία, να αποκτήσει πλούτη, να είναι μεγάλο διευθυντικό στέλεχος· όσο ο νους λέει, «θα ολοκληρωθώ και θα φτάσω στο Θεό», δεν μπορεί παρά να χρειάζεται χρόνο.
Τώρα: αν μπορέσεις να δεις και να κατανοήσεις αυτό το γεγονός, τότε εκείνη ακριβώς τη στιγμή δεν υπάρχεις, δεν είσαι τίποτα −όχι «ένα τίποτα»−, δεν είσαι τίποτα που να θέλει να γίνει κάτι, και τότε για σένα δεν υπάρχει χρόνος. Τότε δεν υπάρχει κανένα χάσμα ανάμεσα σε εσένα και σε κάτι, δεν υπάρχει κανένα «εγώ», δεν υπάρχει «εκείνη η Αλήθεια που πρέπει να φτάσεις», δεν υπάρχει παρά μόνο μια κατάσταση ύπαρξης· τότε απλώς υπάρχεις και μέσα απ’ αυτή την κατάσταση έρχεται μια εξαιρετική χαρά. Τότε δεν υπάρχει καμιά ψυχολογική πάλη, καμιά σπατάλη ενέργειας. Και πρέπει να έχει κανείς άφθονη ενέργεια, αλλά όχι μέσα από έλεγχο.
Αν, για παράδειγμα, θέλοντας να φτάσεις σε «εκείνη την Αλήθεια» πεις: «θα πάρω όρκο αγαμίας, θα πειθαρχήσω τις επιθυμίες μου για να έχω πιο πολλή ενέργεια», αυτά είναι απλώς άλλο ένα παζάρι. Όλα αυτά είναι τρόποι και κόλπα του νου για να πετύχει κάτι, για να φτάσει κάπου. Για παράδειγμα, ο άνθρωπος που έχει πάρει όρκο αγαμίας δεν ξέρει από αγάπη, γιατί ασχολείται με τον εαυτό του και την προσωπική του ολοκλήρωση.
Το σημαντικό, λοιπόν, είναι να το δει κανείς όλο αυτό: πώς ο νους έχει δημιουργήσει μια απόσταση ανάμεσα στον εαυτό του και σ’ εκείνη την Αλήθεια που νομίζει πως υπάρχει κάπου που πρέπει να φτάσει. Όσο γίνεται οποιαδήποτε κίνηση του νου προς ένα στόχο δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και στάδια προς αυτόν, δεν μπορεί παρά να υπάρχει χρόνος.
Τώρα: απλώς με το να ακούσει κανείς αυτό το γεγονός, να το δει και να το κατανοήσει βαθιά μέσα του, ελευθερώνει το νου από το χρόνο. Αλλά μπορείς να το ακούσεις και να το κατανοήσεις μόνο όταν δεν θέλεις να γίνεις κάτι άλλο από αυτό που είσαι, όταν δεν θέλεις να γίνεις οτιδήποτε, μόνο όταν ο νους σου είναι ξεγυμνωμένος απ’ όλες τις εμπειρίες· όταν είσαι όπως τώρα που ακούτε· που δεν «υπνωτίζεστε» από μένα και είστε ήσυχοι επειδή ακούτε κάτι που είναι αλήθεια. Κι αν μπορέσετε ν’ ακούσετε ήσυχα έστω και για ένα λεπτό, για ένα δευτερόλεπτο, τότε θ’ ανακαλύψετε ότι αυτή η ίδια η ησυχία, αυτή η ίδια η σιωπή τούτου του δευτερολέπτου κρύβει μέσα της όλη την αφθονία, την ομορφιά, την καλοσύνη και τον πλούτο της Αλήθειας. Εκείνη τη στιγμή υπάρχει πλήρης προσοχή χωρίς κανένα κίνητρο κι αυτή η απόλυτη προσοχή δεν επιθυμεί να έχει τίποτα περισσότερο, δεν θέλει να γίνει καλύτερη. Αυτή η απόλυτη προσοχή είναι το «καλό», κι επομένως δεν υπάρχει κάτι καλύτερο.
Εκείνο που λέω είναι ότι ο νους μπορεί να ελευθερωθεί αμέσως κι ότι δεν υπάρχει καμιά σταδιακή διαδικασία με την οποία ελευθερώνουμε το νου χρησιμοποιώντας χρόνο. Μόνο ο νους που είναι πολύ ήσυχος μπορεί να είναι ελεύθερος, κι αυτή η ησυχία δεν μπορεί ν’ αποκτηθεί με αντίτιμο τη συγκέντρωση γνώσης και αρετής, ακολουθώντας γκουρού, μπαίνοντας σε ομάδες, κάνοντας πρακτικές· δεν μπορεί κανείς να τη γνωρίσει μέσα από πειθαρχίες ή θυσίες.