Πέμπτη 5 Μαΐου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ, [ΛΟΓΓΙΝΟΣ] - Περὶ ὕψους 2, 7.2-8.1, 10, 12.3-5

Το υψηλό στη λογοτεχνία

Στα χειρόγραφα η πραγματεία Περὶ ὕψους παραδίδεται ως έργο (α) Ανωνύμου, (β) Διονυσίου ή Λογγίνου και (γ) Διονυσίου Λογγίνου. Παλαιότερα εθεωρείτο έργο του Κάσσιου Λογγίνου (3ος αι. μ.Χ.), είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι γράφτηκε κατά τον 1ο αι. μ.Χ. Για λόγους πρακτικούς χρησιμοποιείται και σήμερα συμβατικά το όνομα Λογγίνος. Η πραγματεία έχει τη μορφή επιστολής με αποδέκτη τον Ποστούμιο Τερεντιανό, πιθανώς κάποιον Ρωμαίο φίλο ή μαθητή του συγγραφέα. Αφορμή για τη συγγραφή στάθηκε το ομότιτλο σύγγραμμα του Καικίλιου από την Καλή Ακτή της Σικελίας, ο οποίος -σύμφωνα με τον συγγραφέα του Περὶ ὕψους- πραγματευόταν το θέμα με τρόπο που δεν ικανοποιούσε. Αν και η πραγματεία Περὶ ὕψους δεν σώζεται ολόκληρη (υπολογίζεται ότι έχει εκπέσει κατά τη χειρόγραφη παράδοση του έργου περίπου το 1/3), η δομή της είναι ευδιάκριτη: στην αρχή συζητείται το ερώτημα αν το υψηλό είναι διδακτό ή αποτελεί έμφυτο χάρισμα· ακολούθως αναφέρονται λάθη που μπορεί να διαπράξει κανείς στην προσπάθειά του να επιτύχει το υψηλό και θίγεται το ζήτημα της φύσης του υψηλού· έπεται αναφορά στις πηγές του υψηλού και στις αιτίες για την παρακμή της λογοτεχνίας. Η ίδια η έννοια του ὕψους δεν ορίζεται, καθίσταται ωστόσο σαφές και από τα παραδείγματα που παρατίθενται ότι δεν ταυτίζεται με συγκεκριμένο ύφος, αλλά συνίσταται στην ύπαρξη βαθυστόχαστης σκέψης συνυφασμένης με την "άκρα τελειότητα και κορύφωση της γλωσσικής έκφρασης" που οδηγούν τον αναγνώστη στην έκσταση. Το ὕψος αποτελεί "την ηχώ μιας μεγάλης ψυχής". Με την έννοια αυτή του υψηλού συνάδει και το ύφος του ίδιου του έργου, το οποίο δεν θυμίζει το συστηματικό και ξηρό ύφος παρόμοιων πραγματειών.

Περὶ ὕψους 2, 7.2-8.1, 10, 12.3-5

[2.1] ἡμῖν δ᾽ ἐκεῖνο διαπορητέον ἐν ἀρχῇ, εἰ ἔστιν ὕψους τις ἢ βάθους τέχνη, ἐπεί τινες ὅλως οἴονται διηπατῆσθαι τοὺς τὰ τοιαῦτα ἄγοντας εἰς τεχνικὰ παραγγέλματα. γεννᾶται γάρ, φησί, τὰ μεγαλοφυῆ καὶ οὐ διδακτὰ παραγίνεται, καὶ μία τέχνη πρὸς αὐτὰ τὸ πεφυκέναι· χείρω τε τὰ φυσικὰ ἔργα, ὡς οἴονται, καὶ τῷ παντὶ δειλότερα καθίσταται ταῖς τεχνολογίαις κατασκελετευόμενα. [2.2] ἐγὼ δὲ ἐλεγχθήσεσθαι τοῦθ᾽ ἑτέρως ἔχον φημί, εἰ ἐπισκέψαιτό τις ὅτι ἡ φύσις, ὥσπερ τὰ πολλὰ ἐν τοῖς παθητικοῖς καὶ διηρμένοις αὐτόνομον, οὕτως οὐκ εἰκαῖόν τι κἀκ παντὸς ἀμέθοδον εἶναι φιλεῖ, καὶ ὅτι αὐτὴ μὲν πρῶτόν τι καὶ ἀρχέτυπον γενέσεως στοιχεῖον ἐπὶ πάντων ὑφέστηκεν, τὰς δὲ ποσότητας καὶ τὸν ἐφ᾽ ἑκάστου καιρὸν ἔτι δὲ τὴν ἀπλανεστάτην ἄσκησίν τε καὶ χρῆσιν ἱκανὴ πορίσαι καὶ συνενεγκεῖν ἡ μέθοδος, καὶ ὡς ἐπικινδυνότερα, αὐτὰ ἐφ᾽ αὑτῶν δίχα ἐπιστήμης, ἀστήρικτα καὶ ἀνερμάτιστα ἐαθέντα τὰ μεγάλα, ἐπὶ μόνῃ τῇ φορᾷ καὶ ἀμαθεῖ τόλμῃ λειπόμενα· δεῖ γὰρ αὐτοῖς ὡς κέντρου πολλάκις οὕτω δὲ καὶ χαλινοῦ. [2.3] (ὅπερ γὰρ ὁ Δημοσθένης ἐπὶ τοῦ κοινοῦ τῶν ἀνθρώπων ἀποφαίνεται βίου, μέγιστον μὲν εἶναι τῶν ἀγαθῶν τὸ εὐτυχεῖν, δεύτερον δὲ καὶ οὐκ ἔλαττον τὸ εὖ βουλεύεσθαι, ὅπερ οἷς ἂν μὴ παρῇ συναναιρεῖ πάντως καὶ θάτερον, τοῦτ᾽ ἂν καὶ ἐπὶ τῶν λόγων εἴποιμεν, ὡς ἡ μὲν φύσις τὴν τῆς εὐτυχίας τάξιν ἐπέχει, ἡ τέχνη δὲ τὴν τῆς εὐβουλίας.) τὸ δὲ κυριώτατον, ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ εἶναί τινα τῶν ἐν λόγοις ἐπὶ μόνῃ τῇ φύσει οὐκ ἄλλοθεν ἡμᾶς ἢ παρὰ τῆς τέχνης ἐκμαθεῖν δεῖ.
[7.2] φύσει γάρ πως ὑπὸ τἀληθοῦς ὕψους ἐπαίρεταί τε ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ γαῦρόν τι ἀνάστημα λαμβάνουσα πληροῦται χαρᾶς καὶ μεγαλαυχίας, ὡς αὐτὴ γεννήσασα ὅπερ ἤκουσεν. [7.3] ὅταν οὖν ὑπ᾽ ἀνδρὸς ἔμφρονος καὶ ἐμπείρου λόγων πολλάκις ἀκουόμενόν τι πρὸς μεγαλοφροσύνην τὴν ψυχὴν μὴ συνδιατιθῇ μηδ᾽ ἐγκαταλείπῃ τῇ διανοίᾳ πλεῖον τοῦ λεγομένου τὸ ἀναθεωρούμενον, πίπτῃ δέ, ἂν αὐτὸ συνεχὲς ἐπισκοπῇς, εἰς ἀπαύξησιν, οὐκ ἂν ἔτ᾽ ἀληθὲς ὕψος εἴη μέχρι μόνης τῆς ἀκοῆς σῳζόμενον. τοῦτο γὰρ τῷ ὄντι μέγα, οὗ πολλὴ μὲν ἡ ἀναθεώρησις, δύσκολος δὲ μᾶλλον δ᾽ ἀδύνατος ἡ κατεξανάστασις, ἰσχυρὰ δὲ ἡ μνήμη καὶ δυσεξάλειπτος. [7.4] ὅλως δὲ καλὰ νόμιζε ὕψη καὶ ἀληθινὰ τὰ διὰ παντὸς ἀρέσκοντα καὶ πᾶσιν. ὅταν γὰρ τοῖς ἀπὸ διαφόρων ἐπιτηδευμάτων βίων ζήλων ἡλικιῶν λόγων ἕν τι καὶ ταὐτὸν ἅμα περὶ τῶν αὐτῶν ἅπασι δοκῇ, τόθ᾽ ἡ ἐξ ἀσυμφώνων ὡς κρίσις καὶ συγκατάθεσις τὴν ἐπὶ τῷ θαυμαζομένῳ πίστιν ἰσχυρὰν λαμβάνει καὶ ἀναμφίλεκτον. [8.1] ἐπεὶ δὲ πέντε, ὡς ἂν εἴποι τις, πηγαί τινές εἰσιν αἱ τῆς ὑψηγορίας γονιμώταται, προϋποκειμένης ὥσπερ ἐδάφους τινὸς κοινοῦ ταῖς πέντε ταύταις ἰδέαις τῆς ἐν τῷ λέγειν δυνάμεως, ἧς ὅλως χωρὶς οὐδέν, πρῶτον μὲν καὶ κράτιστον τὸ περὶ τὰς νοήσεις ἁδρεπήβολον, ὡς κἀν τοῖς περὶ Ξενοφῶντος ὡρισάμεθα· δεύτερον δὲ τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν πάθος· ἀλλ᾽ αἱ μὲν δύο αὗται τοῦ ὕψους κατὰ τὸ πλέον αὐθιγενεῖς συστάσεις, αἱ λοιπαὶ δ᾽ ἤδη καὶ διὰ τέχνης, ἥ τε ποιὰ τῶν σχημάτων πλάσις (δισσὰ δέ που ταῦτα, τὰ μὲν νοήσεως, θάτερα δὲ λέξεως), ἐπὶ δὲ τούτοις ἡ γενναία φράσις, ἧς μέρη πάλιν ὀνομάτων τε ἐκλογὴ καὶ ἡ τροπικὴ καὶ πεποιημένη λέξις· πέμπτη δὲ μεγέθους αἰτία καὶ συγκλείουσα τὰ πρὸ αὑτῆς ἅπαντα, ἡ ἐν ἀξιώματι καὶ διάρσει σύνθεσις.
[10.1] φέρε νῦν, εἴ τι καὶ ἕτερον ἔχοιμεν ὑψηλοὺς ποιεῖν τοὺς λόγους δυνάμενον, ἐπισκεψώμεθα. οὐκοῦν ἐπειδὴ πᾶσι τοῖς πράγμασι φύσει συνεδρεύει τινὰ μόρια ταῖς ὕλαις συνυπάρχοντα, ἐξ ἀνάγκης γένοιτ᾽ ἂν ἡμῖν ὕψους αἴτιον τὸ τῶν ἐμφερομένων ἐκλέγειν ἀεὶ τὰ καιριώτατα καὶ ταῦτα τῇ πρὸς ἄλληλα ἐπισυνθέσει καθάπερ ἕν τι σῶμα ποιεῖν δύνασθαι· ὃ μὲν γὰρ τῇ ἐκλογῇ τὸν ἀκροατὴν τῶν λημμάτων, ὃ δὲ τῇ πυκνώσει τῶν ἐκλελεγμένων προσάγεται. οἷον ἡ Σαπφὼ τὰ συμβαίνοντα ταῖς ἐρωτικαῖς μανίαις παθήματα ἐκ τῶν παρεπομένων καὶ ἐκ τῆς ἀληθείας αὐτῆς ἑκάστοτε λαμβάνει. ποῦ δὲ τὴν ἀρετὴν ἀποδείκνυται; ὅτι τὰ ἄκρα αὐτῶν καὶ ὑπερτεταμένα δεινὴ καὶ ἐκλέξαι καὶ εἰς ἄλληλα συνδῆσαι· [10.2] φαίνεταί μοι κῆνος ἴσος θέοισιν
ἔμμεν᾽ ὤνηρ, ὄττις ἐνάντιός τοι
ἰσδάνει καὶ πλάσιον ἆδυ φωνεί-
σας ὐπακούει
καὶ γελαίσας ἰμέροεν, τό μ᾽ ἦ μὰν
καρδίαν ἐν στήθεσιν ἐπτόαισεν.
ὠς γὰρ ἔς σ᾽ ἴδω βρόχε᾽, ὤς με φωνὰς
οὐδὲν ἔτ᾽ εἴκει·
ἀλλὰ κὰμ μὲν γλῶσσα ἔαγε· λέπτον δ᾽
αὔτικα χρῷ πῦρ ὐπαδεδρόμακεν·
ὀππάτεσσι δ᾽ οὐδὲν ὄρημμ᾽, ἐπιρρόμ-
βεισι δ᾽ ἄκουαι·
†εκαδε μ᾽ ἴδρως ψυχρὸς† κακχέεται, τρόμος δὲ
παῖσαν ἄγρει, χλωροτέρα δὲ ποίας
ἔμμι· τεθνάκην δ᾽ ὀλίγου ᾽πιδεύης
φαίνομ᾽ ‹ἔμ᾽ αὔτᾳ·›
ἀλλὰ πὰν τόλματον, †ἐπεὶ καὶ πένητα† [10.3] οὐ θαυμάζεις ὡς ὑπ‹ὸ τὸ› αὐτὸ τὴν ψυχὴν τὸ σῶμα, τὰς ἀκοὰς τὴν γλῶσσαν, τὰς ὄψεις τὴν χρόαν, πάνθ᾽ ὡς ἀλλότρια διοιχόμενα ἐπιζητεῖ, καὶ καθ᾽ ὑπεναντιώσεις ἅμα ψύχεται καίεται, ἀλογιστεῖ φρονεῖ, {ἢ γὰρ} ‹θαρρεῖ› φοβεῖται †ἢ παρ᾽ ὀλίγον τέθνηκεν ἵνα μὴ ἕν τι περὶ αὐτὴν πάθος φαίνηται, παθῶν δὲ σύνοδος; πάντα μὲν τοιαῦτα γίνεται περὶ τοὺς ἐρῶντας, ἡ λῆψις δ᾽ ὡς ἔφην τῶν ἄκρων καὶ ἡ εἰς ταὐτὸ συναίρεσις ἀπειργάσατο τὴν ἐξοχήν.
[12.3] ὅθεν, οἶμαι, κατὰ λόγον ὁ μὲν ῥήτωρ ἅτε παθητικώτερος πολὺ τὸ διάπυρον ἔχει καὶ θυμικῶς ἐκφλεγόμενον, ὁ δέ, καθεστὼς ἐν ὄγκῳ καὶ μεγαλοπρεπεῖ σεμνότητι, οὐκ ἔψυκται μέν, ἀλλ᾽ οὐχ οὕτως ἐπέστραπται. [12.4] οὐ κατ᾽ ἄλλα δέ τινα ἢ ταῦτα, ἐμοὶ δοκεῖ, φίλτατε Τερεντιανέ, (λέγω δέ, ‹εἰ› καὶ ἡμῖν ὡς Ἕλλησιν ἐφεῖταί τι γινώσκειν) καὶ ὁ Κικέρων τοῦ Δημοσθένους ἐν τοῖς μεγέθεσι παραλλάττει. ὁ μὲν γὰρ ἐν ὕψει τὸ πλέον ἀποτόμῳ, ὁ δὲ Κικέρων ἐν χύσει, καὶ ὁ μὲν ἡμέτερος διὰ τὸ μετὰ βίας ἕκαστα, ἔτι δὲ τάχους ῥώμης δεινότητος, οἷον καίειν τε ἅμα καὶ διαρπάζειν σκηπτῷ τινι παρεικάζοιτ᾽ ἂν ἢ κεραυνῷ, ὁ δὲ Κικέρων ὡς ἀμφιλαφής τις ἐμπρησμός, οἶμαι, πάντη νέμεται καὶ ἀνειλεῖται, πολὺ ἔχων καὶ ἐπίμονον ἀεὶ τὸ καῖον καὶ διακληρονομούμενον ἄλλοτ᾽ ἀλλοίως ἐν αὐτῷ καὶ κατὰ διαδοχὰς ἀνατρεφόμενον. [12.5] ἀλλὰ ταῦτα μὲν ὑμεῖς ἂν ἄμεινον ἐπικρίνοιτε, καιρὸς δὲ τοῦ Δημοσθενικοῦ μὲν ὕψους καὶ ὑπερτεταμένου ἔν τε ταῖς δεινώσεσι καὶ τοῖς σφοδροῖς πάθεσι καὶ ἔνθα δεῖ τὸν ἀκροατὴν τὸ σύνολον ἐκπλῆξαι, τῆς δὲ χύσεως ὅπου χρὴ καταντλῆσαι· τοπηγορίαις τε γὰρ καὶ ἐπιλόγοις κατὰ τὸ πλέον καὶ παρεκβάσεσι καὶ τοῖς φραστικοῖς ἅπασι καὶ ἐπιδεικτικοῖς, ἱστορίαις τε καὶ φυσιολογίαις, καὶ οὐκ ὀλίγοις ἄλλοις μέρεσιν ἁρμόδιος.

***
[2,1] Το ερώτημα από το οποίο πρέπει να αρχίσουμε είναι: υπάρχει κάποια μέθοδος διδασκαλίας του υψηλού και του βαθυστόχαστου λόγου; Ορισμένοι1 πιστεύουν ότι πλανώνται ολωσδιόλου όσοι ανάγουν πράγματα σαν αυτά σε κανόνες τεχνικής. Οι μεγαλοφυΐες, ισχυρίζονται, γεννιούνται, δεν διαμορφώνονται μέσα από διδασκαλίες. Ο δρόμος είναι ένας και μοναδικός: το φυσικό χάρισμα. Τα έργα της προικισμένης φύσης, έτσι πιστεύουν, [2] υποβιβάζονται και κατεξευτελίζονται όταν αποσκελετώνονται με τις επεξεργασίες που συνιστούν τα τεχνικά εγχειρίδια. Εγώ ωστόσο υποστηρίζω πως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι, αν αναλογιστούμε τα εξής: α) όταν εκρήγνυται το πάθος και ανεβαίνει ο τόνος της έκφρασης η φύση κατά κανόνα δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις. Αλλά και τότε ακόμα υπακούει σε κάποιο προγραμματισμό, δεν είναι παντελώς ακαθοδήγητη. β) Πράγματι το φυσικό χάρισμα συνιστά το πρωταρχικό και πρότυπο στοιχείο κάθε δημιουργίας. Όμως τις ποιοτικές σχέσεις και την κατάλληλη στιγμή, και ακόμη τη σωστή άσκηση και εφαρμογή, αυτά είναι σε θέση να τα επινοήσει και να τα προσφέρει η μέθοδος. γ) Τα μεγάλα δημιουργικά πνεύματα διατρέχουν σοβαρούς κινδύνους αν αφεθούν μόνα τους χωρίς καλλιέργεια συστηματική, αστήρικτα και ανερμάτιστα, εγκαταλειμμένα στις παρορμήσεις τους και στην τόλμη που γεννά η απειρία. Ναι, όπως χρειάζονται πολλές φορές το βουκέντρι, άλλο τόσο χρειάζονται, και το χαλινάρι. [3] (Αυτό που λέει σε έναν αφορισμό του ο Δημοσθένης γενικά για τη ζωή του ανθρώπου ισχύει και για τη λογοτεχνία: «το μέγιστο από τα αγαθά είναι η καλή τύχη. Το δεύτερο και εξίσου σημαντικό είναι η ευθυκρισία. Η έλλειψη του δευτέρου συνεπάγεται μοιραίως και την απώλεια του πρώτου».2 Στη λογοτεχνία τώρα, το φυσικό χάρισμα αντιστοιχεί με την καλή τύχη, η συμμόρφωση προς τους κανόνες της τέχνης με την ευθυκρισία!). Και το σπουδαιότερο: ορισμένα στυλιστικά επιτεύγματα εξαρτώνται αποκλειστικώς από τη φύση του δημιουργού. Αυτήν ακριβώς τη διαπίστωση μόνο με τη βοήθεια της ανάλυσης του κειμένου μπορούμε να την κάνουμε.
...
[7,2] Το αληθινό ύψος κάνει την ψυχή μας να επαίρεται, και ορθώνοντας αγέρωχα το ανάστημά της γεμίζει χαρά και υπερηφάνεια σαν να είχε η ίδια πια δημιουργήσει αυτό που άκουσε.
[3] Όταν λοιπόν ένας άνθρωπος στοχαστικός, που ξέρει από λογοτεχνία, διαβάσει κάτι πολλές φορές, και αυτό το ανάγνωσμα δεν παρασύρει την ψυχή του σε μια ανώτερη θεώρηση των πραγμάτων ούτε και εγκαταλείπει μες στη διάνοιά του κάτι περισσότερο από τις γυμνές λέξεις για να τον προβληματίσει, αλλά όσο το διερευνάς τόσο χάνει τη σημασία του, τότε πια αυτό δεν έχει ύψος αληθινό, γιατί διαρκεί τόσο μόνο όσο ηχεί μέσα στα αυτιά μας. Το αληθινά υψηλό κεντρίζει συνεχώς τη σκέψη μας, είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατο να του αντισταθείς, και η ανάμνησή του μένει πάντα ζωηρή στο μυαλό μας και δεν ξεθωριάζει. [4] Με μια λέξη, ωραίο και αληθινό ύψος είναι ό,τι αρέσει για πάντα στους πάντες! Όταν άνθρωποι με διαφορετική απασχόληση, με διαφορετικό τρόπο ζωής, με διαφορετικές προτιμήσεις, ηλικίες και γλώσσες έχουν για τα ίδια έργα την ίδια και απαράλλακτη γνώμη, τότε αυτή η ομόφωνη κρίση και επιδοκιμασία κριτών που δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους γίνονται πίστη σταθερή και αναμφίλεκτη στην αξία των έργων που θαυμάζουμε.
[8,1] Πέντε είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, οι πιο παραγωγικές πηγές της υψηγορίας -κοινή τους βάση βέβαια η φυσική ευχέρεια στην έκφραση· χωρίς αυτήν την προϋπόθεση τίποτε δεν μπορείς να επιτύχεις.
α) Πρώτη και σημαντικότερη είναι η ικανότητα να συλλαμβάνεις υψηλά διανοήματα. (Αυτό το θέμα πάντως το έχω διασαφήσει στη μελέτη μου για τον Ξενοφώντα).
β) Δεύτερη, το σφοδρό και εμπνευσμένο πάθος. (Βέβαια οι δύο αυτές πηγές είναι μάλλον φυσικά χαρίσματα· οι υπόλοιπες τρεις εξαρτώνται και από κάτι άλλο: τη μελέτη και την άσκηση).
γ) Ορισμένα σχήματα λόγου. (Τα σχήματα αυτά είναι δύο ειδών: διανοίας και λέξεως).
δ) Η ρωμαλέα φρασεολογία, όπου εντάσσονται η επιλογή των λέξεων, οι μεταφορές και οι νεολογισμοί.
ε) Η πέμπτη αιτία μεγέθους, που κλείνει και τον κατάλογο, είναι η επιβλητική και εξυψωμένη σύνθεση.
...
[10,1] Αςδούμε τώρα αν υπάρχει και κάτι άλλο που να προσδίδει ύψος στο λόγο. Το κάθε θέμα εμπεριέχει ορισμένα στοιχεία που είναι συνυφασμένα με την πρώτη ύλη του. Σε κάθε περίπτωση συνεπώς, αναγκαία προϋπόθεση του ύψους είναι η επιλογή των πιο σημαντικών από τα ουσιώδη αυτά χαρακτηριστικά, και η συναρμογή του ενός με το άλλο σε ένα ενιαίο οργανικό σύνολο. Ο αναγνώστης γοητεύεται αφενός με την επιλογή των τυπικών χαρακτηριστικών και αφετέρου με το αρμονικό συνταίριασμα των επιλεγμένων. Πρόσεξε επί παραδείγματι τι κάνει η Σαπφώ όταν περιγράφει τα βασανιστικά συναισθήματα που νιώθουν οι τρελά ερωτευμένοι: παίρνει το υλικό της από τις αντιδράσεις που τα συνοδεύουν κατά κανόνα και στην ίδια τη ζωή. Πού λοιπόν αποκαλύπτεται η μεγάλη της τέχνη; Στο ότι ακριβώς είναι φοβερή και στην επιλογή των πιο εντυπωσιακών και εντόνων συμπτωμάτων και στο συνδυασμό του ενός με το άλλο·
[2] Μου φαίνεται ότι είναι ίσος με τους θεούς
εκείνος ο άντρας που κάθεται απέναντί σου
κι ακούει από κοντά τη γλνκειά σου μιλιά και το θελκτικό σου γέλιο.
Αυτό την καρδιά μου εμένα μέσα στο στήθος συνταράζει!
Μόλις γυρίσω έστω για λίγο να σε δω, σβήνει η φωνή μου.
Η γλώσσα μου χίλια κομμάτια. Μια φλόγα λεπτή
τρέχει παρευθύς κάτω από το δέρμα μου.
Τα μάτια μου σκοτεινιάζουν, βουίζουν τα αυτιά,
ψυχρός ιδρώτας περιλούζει το κορμί μου και σύγκορμη
με συνεπαίρνει μια τρεμούλα. Πιο πράσινη κι από τη χλόη -
Μου φαίνεται πως λίγο ακόμη και θα ξεψυχήσω.
Αλλά όλα πρέπει να τ᾽ αποτολμήσω, γιατί κι ένας στερημένος...
[3] Δεν σου προκαλεί το θαυμασμό ο τρόπος με τον οποίο την ίδια στιγμή προσπαθεί να συγκεντρώσει το μυαλό και το σώμα της, την ακοή και τη γλώσσα της, τα μάτια και το χρώμα της -όλα αυτά σαν να ήταν ξένα που έφυγαν μακριά; Κι έτσι ταυτοχρόνως σε γρήγορη εναλλαγή παγώνει και φλέγεται, χάνει το νου της και ορθοφρονεί, έχει κουράγιο και φοβάται. Φοβάται; -σχεδόν έχει πεθάνει. Δίνει λοιπόν την εντύπωση πως δεν είναι ένα και μόνο πάθος που την ταλανίζει, αλλά σύνδρομο παθών! Όλα αυτά βέβαια τα συναισθήματα τα νιώθουν οι ερωτευμένοι, αλλά, όπως είπα, η επιλογή των βιαιοτέρων και η σύνθεσή τους σε ενιαίο σύνολο δημιούργησαν το έξοχο καλλιτέχνημα.
...
[12,3] Ο Δημοσθένης συνεπώς -μια δυνατή πυρά φλογίζει την ψυχή του γιατί το πάθος του είναι σφοδρότερο, ενώ ο Πλάτων επιβλητικός πάντοτε και μεγαλόπρεπα κόσμιος δεν είναι βέβαια ψυχρός αλλά του λείπει αυτή η θέρμη. [4] Μου φαίνεται λοιπόν, φίλτατε μου Τερεντιανέ (αν σαν Έλληνας που είμαι μπορώ να έχω άποψη γι᾽ αυτά), πως η βασική διαφορά του κικερώνειου από το δημοσθενικό μέγεθος δεν βρίσκεται πουθενά αλλού παρά στο ακόλουθο σημείο: ο Δημοσθένης υψώνεται κατακόρυφα, ο Κικέρων διαχέεται.3 Ο δικός μας ρήτορας είναι βίαιος, γρήγορος, ρωμαλέος, δεινός! Στο πέρασμά του καίει και διαρπάζει τα πάντα. Θα τον συνέκρινα λοιπόν με κεραυνό που χτυπά ή με αστραπή θύελλας. Ο Κικέρων αντιθέτως μου φαίνεται όμοιος με πελώρια πυρκαγιά που ξεδιπλώνεται μεγαλόπρεπα και όλα γύρω της τα καταβροχθίζει. Η καυστική της επενέργεια είναι δυνατή και διαρκής. Καθώς διαχέει τις φλόγες της, έτσι εδώ αλλιώς εκεί, υποδαυλίζεται από μόνη της ακατάπαυστα και φουντώνει. [5] Μα γι᾽ αυτά τα θέματα η κρίση η δική σας θα ήταν εγκυρότερη. Το ύψος πάντως και ο υπερτεταμένος λόγος του Δημοσθένη είναι κατάλληλα σε μεγαλοποιήσεις, σε εκφράσεις σφοδρού πάθους και γενικά όπου χρειάζεται να εντυπωσιασθεί ο ακροατής. Η σωστή στιγμή του κικερώνειου ξεχειλίσματος είναι όπου πρέπει ο ακροατής να κατακλυσθεί από το ρεύμα του λόγου. Αυτό το ύφος συνεπώς ταιριάζει κυρίως σε αναπτύξεις κοινών τόπων και σε επίλογους, αλλά επίσης σε παρεκβάσεις, σε κάθε λογής περιγραφές και εγκωμιασμούς, σε ιστορικές και επιστημονικές εκθέσεις και σε πολλά άλλα μέρη του λόγου.
-----------------
1 Δεν γνωρίζουμε ποιους εννοεί ο συγγραφέας. Στην αρχαιότητα ήταν διαδεδομένη η αντίληψη ότι η ποιητική δημιουργία είναι αποτέλεσμα θεϊκής έμπνευσης.
2 Δημοσθένης, Κατ᾽ Ἀριστοκράτους 113.
3 Η σύγκριση του Δημοσθένη με τον Κικέρωνα επανέρχεται σε αρκετούς συγγραφείς της αρχαιότητας. Με τη σύγκριση των δύο εκφραζόταν εμμέσως ο ανταγωνισμός Ελλάδας και Ρώμης.