Ὁ συγγραφεὺς τῶν βίων τῶν φιλοσόφων, Διογένης Λαέρτιος, μᾶς παρέχει τὰς περισσοτέρας πληροφορίας περὶ τοῦ βίου τοῦ Θεοφράστου. Ἐγεννήθη τῷ 372 π. Χ. εἰς τὴν Ἐρεσὸν τῆς Λέσβου, τὴν πόλιν ἐκείνην εἰς τὴν ὁποίαν 240 περίπου ἔτη πρὸ αὐτοῦ εἶδε τὸ φῶς ἡ δαιμονία ποιήτρια τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος Σαπφώ. Ὁ πατήρ του ἐλέγετο Μελάντας, ἦτο γναφεὺς (καθαριστὴς ἐνδυμάτων) καὶ εἶχεν ἐργοστάσιον μὲ πολλοὺς δούλους· ἦτο λοιπὸν εὔπορος, διὸ ἔδωσεν εἰς τὸν υἱόν του λαμπρὰν ἀνατροφήν. Τὰ πρῶτα μαθήματα ἔλαβεν ὸ Θεόφραστος εἰς τὴν πατρίδα του ἀπὸ τὸν Λεύκιππον, κατόπιν μετέβη εἰς τὰς Ἀθήνας, τὴν πόλιν τότε τῶν φώτων καὶ τοῦ πολιτισμοῦ, ὅπου ἐπεδόθη εἰς τὴν φιλοσοφίαν ὡς μαθητὴς τοῦ Πλάτωνος· ὅτε δὲ οὗτος ἀπέθανε, 347 π.Χ., ἠκολούθησε τὸν Ἀριστοτέλη.
Οὗτος ταχέως διέκρινε τὴν φιλομάθειαν καὶ τὴν ἔκτακτον εὐφυΐαν τοῦ μαθητοῦ του καὶ ἐξαιρετικῶς ἐξετίμησε καἰ ἠγάπησεν αὐτόν· διὰ τὴν μεγάλην του δὲ εὐφράδειαν, ἐνῷ πρότερον ὠνομάζετο Τύρταμος, τὸν μετωνόμασεν Εὔφραστον καὶ ἔπειτα Θεόφραστον.
Ἀλλὰ καὶ κατ’ ἄλλον θετικώτερον τρόπον ἐξεδήλωσεν ὁ Ἀριστοτέλης τὴν πρὸς τὸν μαθητήν του ἐκτίμησιν. Ὅτε δηλ. κατά τὸ ἔτος 323 π. Χ. κατηγορήθη ἐπὶ ἀσεβείᾳ καὶ ἠναγκάσθη νὰ φύγῃ εἰς τὴν Χαλκίδα, ἐχάρισεν εἰς τὸν Θεόφραστον τὴν πλουσίαν βιβλιοθήκην του καὶ ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτὸν τὴν διεύθυνσιν τῆς Σχολῆς του.
Ἔκτοτε ὁ Θεόφραστος ἐπὶ 25 ἔτη διηύθυνε τὴν Περιπατητικὴν σχολὴν διδάσκων συνεχῶς καὶ ἀσχολούμενος εἰς ἰδιαιτέρας μελέτας. Ἡ ἐργασία ἦτο τὸ κύριον μέλημα τοῦ βίου του· ἐμελέτα, παρετήρει, ἀνεγίνωσκε, ἔγγραφε ἀδιακόπως, ὡς καταφαίνεται ἐκ τοῦ πλήθους τῶν συγγραμμάτων τὰ ὁποῖα κατέλιπε. Ὁ ἀγαθὸς καὶ προσηνὴς χαρακτήρ του, ἡ γοητεία τῶν λόγων του καὶ ἡ πολυμάθειά του προσείλκυσαν πλῆθος μαθητῶν ἐξ ὅλων τῶν μερῶν τῆς Ἑλλάδος· λέγεται ὅτι ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ὑπερέβη τοὺς δισχιλίους· μεταξὺ τούτων ἦσαν ὁ Μένανδρος, ποιητὴς τῆς νέας κωμωδίας, ὁ Στράτων ὁ Λαμψακηνός, ὁ μετὰ ταῦτα καῖ διάδοχὁς του, ὁ Δημήτριος ὁ Φαληρεύς, φίλος του στενός, ὅστις τὸν ἐβοήθησε χρηματικῶς νὰ ἀγοράση τὸν κῆπον, ὅπου ἐδίδασκε, καὶ ἄλλοι. Ἡ φήμη του δὲν περιωρίζετο μόνον ἐντὸς τῆς κυρίως Ἑλλάδος, ἀλλὰ ἐξετείνετο καὶ πέραν τῶν ὁρίων αὐτῆς· οἱ βασιλεῖς τῆς Μακεδονίας Φίλιππος καὶ Κάσσανδρος καὶ ὁ βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαῖος Α’ ὁ Σωτὴρ ἐπεζήτησαν τὴν γνωριμίαv καὶ φιλίαν του.
Ὁ βίος τοῦ Θεοφράστου διέρρευσεν εἰρηνικῶς καὶ ἡσύχως· δύο μόνον περιστατικὰ ἐτάραξαν ὀλίγον τὴν γαλήνην του. Κάποιος Ἀγνωνίδης τὸν κατηγόρησεν ἐπὶ ἀσεβείᾳ, διότι εἶπε κάποτε ὅτι ἡ τύχη καὶ ὄχι ἡ πρόνοια κυβερνᾷ τὸν κόσμον· οἱ δικασταὶ ὅμως ὄχι μόνον ἀπέρριψαν τὴν κατηγορίαv, ἀλλὰ καὶ ἐτιμώρησαν τὸν κατήγορον. Ἐπίσης κατὰ πρότασιν Σοφοκλέους τινὸς ἀπηγορεύθη διὰ ψηφίσματος τῷ 306 π.Χ. εἰς τοὺς φιλοσόφους νὰ διδάσκωσιν εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ ὁ Θεόφραστος τότε ἐξωρίσθη· ἀλλὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος τὸ ψήφισμα ἠκυρώθη καὶ ἐπανῆλθε γενόμενος δεκτὸς μετὰ μεγάλου ἐνθουσιασμοῦ ἐκ μέρους τῶν πολυαρίθμων φίλων καὶ μαθητῶν του, ἐξηκολούθησε δὲ διδάσκων μέχρι τοῦ θανάτου του.
Ἀπέθανε τῷ 287 π.Χ. πλήρης δόξης καὶ ἡμερῶν εἰς ἡλικίαν πιθανώτατα 85 ἐτῶν, μέχρι δὲ τῆς τελευταίας του στιγμῆς εἰργάζετο καὶ ἐδίδασκε ἄνευ διακοπῆς· ἐπειδὴ οἱ πόδες του ἕνεκα τοῦ γήρατος εἶχον ἐξασθενήσει, ἐφέρετο εἶς τὸν τόπον τῆς διδασκαλίας ἐπὶ φορείου. Οἱ λόγοι του πρὸ τοῦ θανάτου ἐνέχουν κάποιαν μελαγχολίαν καὶ ἀπογοήτευσιν· παρεπονεῖτο διὰ τὴν βραχύτητα τοῦ βίου, ἂν καὶ κατὰ τὸ προοίμιον μάλιστα τῶν χαρακτήρων ἦτο ἐνενήκοντα ἐννέα ἐτῶν, ἐλυπεῖτο, διότι ἀποθνήσκει ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ποὺ ἤρχιζε νὰ μανθάνῃ καὶ κατηγόρει τὴν φύσιν διὰ τὴν ἀδικίαν καὶ ἀνοησίαν της· διότι, ἔλεγε, χαρίζει πολλὰ ἔτη εἰς ζῷα (ἐλάφους καὶ κολοιούς) τὰ ὁποῖα οὐδεμίαν ὠφέλειαν παρέχουν, καὶ περιορίζει τόσον ζηλοτύπως τὸν βίον τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἡ παράτασις αὐτοῦ θὰ ἐπετρεπεν εἶς τὴν ἀνθρωπότητα νὰ ἀναπτύξῃ τὰς ἐπιστήμας καὶ νὰ τελειοποιηθῇ. Ἐκ τούτων ἀποδεικνύεται γνήσιος μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους ὁ ὁποῖος ἔλεγεν ὅτι ἡ μόνη ἡδονή, ἡ ὁποία δὲν κουράζει τὸν ἄνθρωπον, εἶναι ἡ ἡδονή τοῦ μανθάνειν.
Ὁ Θεόφραστος ἦτο ἐκ συστήματος κατὰ τοῦ γάμου· ἐχαρακτήριζε μάλιστα τὸν ἔρωτα ὡς ἀσθένειαν ψυχῆς ἀέργου. Ἐπίσης οὐδέποτε ἔλαβε μέρος ἐνεργὸν εἰς τὴν πολιτικήν, καθ’ ἥν ἐποχὴν μάλιστα ὠργίαζον εἰς τὰς Ἀθήνας τὰ ἀριστοκρατικὰ καὶ δημοκρατικὰ κόμματα καὶ αἱ φατρίαι τῶν Μακεδονιζόντων καὶ μὴ Ἀθηναίων πολιτῶν. Ἔζη λοιπόν, καθὼς λέγει ὁ Κικέρων (Αd Attic. LII, 6), ὅλως ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ἐπιστήμην καὶ τὴν φιλοσοφίαν. Ὡς ἀληθὴς φιλόσοφος ἠρεύνα τὴν ἀλήθειαν καὶ ἤσκει τὴν ἀρετήν, δὲν ἐφήρμοζεν ὅμως ἠθικὴν ἀσκητικὴν καὶ ἀδιάλλακτον, διότι παρεδέχετο ὅτι πρὸς πλήρη εὐτυχίαν συντελοῦν ἐπίσης καὶ τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά· ἐφρόντιζεν ἐπιμελῶς διὰ τὴν ἐξωτερικήν του ἐμφάνισιν, ἐνεδύετο κομψῶς καὶ εὐπρεπῶς, δὲν ἀπέφευγε τὰς καλὰς συναναστροφὰς καὶ ἡ τράπεζά του δὲν παρουσίαζε τὴν λιτότητα φιλοσοφικῆς τραπέζης· τοῦτο ἐσκανδάλιζεν ἐνίοτε ἄλλους φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι ἐφόρουν τραχὺν φιλοσοφικὸν τοίβωνα καὶ ἤσκουν αὐστηρὰν ἀσκητικὴν δίαιταν.
Ὁ Θεόφραστος ἦτο ὁπαδὸς τῆς μεσότητος, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη εἶναι χαρακτηρισμὸς τῆς ἀρετῆς, καὶ οὐδεὶς περισσότερον αὐτοῦ ἐγνώριζε νὰ συνδέῃ τὸ ὠφέλιμον μὲ τὸ εὐχάριστον. Ἡ ἀγαθότης τοῦ χαρακτῆρός του καὶ τὰ εὐγενῆ αἰσθήματά του καταφαίνονται καὶ ἐκ τῆς διαθήκης, τὴν ὁποίαν κατέλιπε καὶ τὴν ὁποίαν μᾶς διέσωσε ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος· ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων διατάξεων αὔτη περιέχει καὶ τὰ ἐξῆς· νὰ δοθῇ μέρος τῆς περιουσίας του εἰς τοὺς ἀνεψιούς του Μελάνταν καὶ Παγκρέοντα· νὰ ἀναρτηθῇ εἰς τὸ Λύκειον ἡ εἰκὼν του διδασκάλου του Ἀριστοτέλους· νὰ δοθοῦν εἰς τοὺς μαθητάς του ὁ κῆπος καῖ τὰ πέριξ αὐτοῦ οἰκήματα, διὰ νὰ ἐξακολουθῇ ἡ λειτουργία τῆς σχολῆς καὶ μετὰ τὸν θάνατὁν του· νὰ ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι οἱ δούλοἰ του, εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ὁ Πομπύλος, νὰ ἀναλάβῃ τὴν φροντίδα τῆς συντηρήσεως τοῦ κήπου καὶ τῆς σχολῆς· νὰ ταφῇ εἰς μίαν γωνίαν τοῦ κήπου χωρὶς περιττὰ ἔξοδα διὰ τὸν τάφον καὶ τὴν κηδείαν του. Ἡ τελευταία αὔτη διάταξις δὲν ἐξετελέσθη, διότι ὄχι μόνον οἱ μαθηταί του ἀλλ’ ἅπαντες οἱ κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, συνώδευσαν τὴν νεκρικὴν πομπὴν τιμῶντες τὸν ἄνδρα, τὸν ὁποῖον ἐν ὅσῳ ἔζη τόσον ὑπερβολικῶς ἐσέβοντο καὶ ἠγάπων.
Ὁ πολυγραφώτατος λοιπὸν Θεόφραστος ἔγινε γνωστότατος εἰς τοὺς μεταγενεστέρους κυρίως διὰ τῶν “Χαρακτήρων”του. Ἡ λέξις χαρακτὴρ (ἐκ τοῦ χαράσσω) δηλοῖ πρῶτον ὀξὺ σιδηροῦν ἐργαλεῖον μὲ τὸ ὁποῖον χαράσσονται ἐπὶ ξύλου, μαρμάρου ἢ χαλκοῦ διάφορα γράμματα ἢ σημεῖα, ἔπειτα δέ καὶ αὐτά ταῦτα τὰ χαρασσόμενα· ἀλλ’ ἐπειδὴ τὰ σημεῖα ταῦτα συντελοῦν καὶ πρὸς διάκρισιν τοῦ ἀντικειμένου ἐπὶ τοῦ ὁποίου χαράσσονται ἀπὸ ἄλλα, ἡ λέξις χαρακτὴρ προσέλαβε καὶ τὴν σημασίαν τοῦ διακριτικοῦ γνωρίσματος. Πρῶτος ὁ Θεόφραστος μετεχειρίσθη τὴν μεταφορικὴν ταύτην σημασίαν ἐπὶ γνωρισμάτων ὄχι ἐξωτερικῶν, σωματικῶν, ἀλλὰ ἐσωτερικῶν, ψυχικῶν, ἢ τοῦ ἤθους διαφόρων ἀτόμων, διὰ τοῦτο καὶ Ἠθικοὶ Χαρακτῆρες ἐπωνομάσθη τὸ ἔργον του καὶ ὑπὸ τὸν τίτλον τοῦτον δὶς ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ βιογράφου του εἰς τὸν κατάλογον.
Ακολουθούν ορισμένοι «Χαρακτήρες» του Θεοφράστου, οι οποίοι χάρις στην διαχρονικότητα ύπαρξης διατηρούν ακόμη και σήμερα στο ακέραιο τα χαρακτηριστικά και την συμπεριφορά τους.
ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Ἡ εἰρωνεία, διὰ νὰ τὴν ὁρίσωμεν γενικῶς, ἠμπορεῖ νὰ φανῇ ὅτι εἶναι προσποιητὴ ἐλάττωσις πράξεων καὶ λόγων. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωποςεἶναι ὁ εἴρων:
— Πλησιάζει τοὺς ἐχθρούς του καὶ θέλει νά μὴ φανῇ ὅτι τοὺς μισεῖ·
— ἐπαινεῖ, ὅταν εἶναι παρόντα, ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα ποὺ κρυφὰ τὰ ἔχει προσβάλει·
— ἐὰν ἔχουν χάσει δίκην εἰς τὸ δικαστήριον τοὺς συλλυπεῖται·
— φαίνεται ὅτι συγχωρεῖ ἐκείνους ποὺ τὸν κακολογοῦν καὶ ὅτι δὲν θυμώνει δι’ ὅσα λέγονται ἐναντίον του·
—εἰς ἐκείνους που ἔχουν ἀδικηθῆ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔρχονται νὰ παραπονεθοῦν ὁμιλεῖ μὲ πραότητα·
—εἰς τοὺς ἐπιμένοντας νὰ τὸν ἶδουν ἀμέσως λέγει νὰ ἐπιστρέψουν ἀργότερα.
—Διὰ τὰς ὑποθέσεις του δὲν φανερώνει τίποτε, ἀλλὰ λέγει ὅτι δὲν ἔλαβε ἀκόμη ἀπόφασιν καὶ προσποιεῖται ὅτι δὲν εἶναι πολὺς καιρὸς ποὺ ἐπανῆλθε, ὅτι ἔφθασε ἀργά, ὅτι ἦτο ἀσθενής·.
— Ὅταν εἰς τὴν ἀγορὰν πωλῇ κάτι, λέγει ὅτι δὲν πωλεῖ· ὅταν δὲ πάλιν δὲν πωλεῖ, λέγει ὅτι πωλεῖ.
— Ἂν ἤκουσε κάτι, προσποιεῖται ὅτι δὲν ἤκουσε, ἂν εἶδεν, ὅτι δὲν εἶδεν, ἂν ἐσυμφώνησε, λέγει ὅτι δὲν ἐνθυμεῖται.
— Ἄλλοτε λέγει ὅτι θὰ σκεφθῇ, ἄλλοτε ὅτι δὲν γνωρίζει, ἄλλοτε ὅτι ἀπορεῖ, ἄλλοτε ὅτι καὶ αὐτός ἔκαμε αὐτὴν τὴν σκέψιν.
—Καὶ ἐν γένει εἶναι ἄνθρωπος ποὺ μεταχειρίζεται μὲ ἰδιαιτέραν τέχνην τὰς φράσεις· “δὲν πιστεύω”, “δὲν νομίζω”, “θαυμάζω”, “φαίνεται κατὰ τὰ λόγια σου ὅτι αὐτὸς ἤλλαξε πολὺ”, “καὶ ὅμως δὲν μοῦ παρέστησε ἔτσι τὸ πρᾶγμα”, “μοῦ φαίνεται παράδοξον”, “εἰς ἄλλον νὰ τὰ πῇς”, “εὑρίσκομαι εἰς ἀπορίαν πῶς νὰ μὴ σὲ πιστεύσω ἢ νὰ καταδικάσω ἐκεῖνον”, “πρόσεξε μήπως εἶσαι εὐκολόπιστος”.
Αὐτὴ εἶναι ἡ γλῶσσα, τὰ κλωθογυρίσματα καὶ αἱ ἀντιλογίαι ποὺ εὑρίσκει κανεὶς εἰς τὸν εἴρωνα· ἀπὸ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς ὄχι ἁπλοὺς ἀλλὰ πονηροὺς χαρακτῆρας πρέπει νὰ προφυλάττεσαι περισσότερον παρ’ ὅσον ἀπὸ τὰς ἐχίδνας.
ΚΟΛΑΚΕΙΑ
ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ (ΦΛΥΑΡΙΑ)
Ἀδολεσχία εἶναι ἡ μανία νὰ λέγῃ κανεὶς πολλὰ καὶ ἀπερίσκεπτα. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀδολέσχης (φλύαρος).
Καθίζει κοντὰ εἰς ἄγνωστον πρὁσωπον καὶ ἀρχίζει πρῶτον νὰ ἐγκωμιάζῃ τὴν γυναῖκά του, ἔπειτα τοῦ διηγεῖται τὸ ὄνειρον ποὺ εἶδε τὴν προηγουμένην νύκτα, κατόπιν περιγράφει τὸ δεῖπνόν του καὶ ἀναφέρει ἕνα ἕνα τὰ φαγητὰ ποὺ εἶχεν εἰς τὸ τραπέζι του, ἔπειτα ἀπὸ λόγο σὲ λόγο λέγει ὅτι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἶναι περισσότερον πονηροὶ ἀπὸ τοὺς παλαιούς, ὅτι τὸ σιτάρι εἰς τὴν ἀγοραν εἶναι ἀκριβό, ὅτι πολλοὶ ξένοι εὑρίσκονται εἰς τὴν πόλιν, ὅτι μετὰ τὰ Διονύσια εἶναι πλεύσιμος ἡ θάλασσα, ὅτι, ἂν βρέξῃ περισσότερον, θὰ γίνουν τὰ σπαρτὰ καλύτερα, ὅτι τὸν ἐρχόμενον χρόνο θὰ καλλιεργήσῃ τὸν ἀγρόν του, ὅτι ἡ ζωὴ κατήντησε δύσκολος, ὅτι ὁ Δάμιππος κατὰ τὰ μυστήρια ἤναψε μεγίστην λαμπάδα.
— προσέτι ἀναφέρει πόσαι εἶναι αἱ στῆλαι τοῦ ᾨδείου καὶ ὅτι τὸν μῆνα Βοηδρομιῶνα (Σεπτέμβριο) τελοῦνται τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, τὸν Πυανεψιῶνα (Οκτώβριο) τὰ Ἀπατούρια, τὸν Ποσειδεῶνα (Δεκέμβριο) τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια· καὶ (ἐξακολουθεῖ) “χθὲς πῆρα ἐμετικόν”, “τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;”
Καὶ ἂν κάποιος ὑποφέρῃ τὴν φλυαρίαν του εἶναι ἱκανὸς νὰ μὴ ξεκολλήσῃ ἀπὸ κοντά του.
Πρέπει λοιπὸν νὰ φεύγῃ κανεὶς μὲ τα τέσσαρα μακρυὰ ἀπὸ τοιούτους ἀνθρώπους, ἂν δὲν θέλῃ νὰ πάθῃ πυρετόν διότι δὲν εἶναι εὔκολον πρᾶγμα νὰ ὑποφέρῃ τὴν συναναστροφὴν ἀνθρώπων ποὺ δὲν διακρίνουν πότε ἔχεις ἐργασίαν καὶ πότε καιρὸν διαθέσιμον.
ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Ἡ ἀναισθησία, ἂν θέλῃς νὰ τὴν ὁρίσῃς, εἶναι νωθρότης τῆς ψυχῆς εἰς λόγους καὶ πράξεις. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀναίσθητος.
Ἀφοῦ λογαριάσῃ μὲ τὰς ψήφους (λίθοι για τον υπολογισμό μαθηματικών πράξεων) καὶ κάμῃ τὸ ἄθροισμα, ἐρωτᾷ τὸν παρακαθήμενον “πόσον εἶναι”.
—Ἐνῷ κατηγορεῖται καὶ μέλλει νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸ δικαστήριον πρὸς ἀπολογίαν, λησμονεῖ τὴν δίκην καὶ φεύγει εἰς τὸν ἀγρόν του.
— Εἰς τὸ θέατρον κοιμᾶται κατὰ τὴν παράστασιν καὶ εἰς τὸ τέλος μένει μόνος.
— Ἀφοῦ ἔφαγε πολύ, σηκώνεται τὴν νύκτα διὰ φυσικήν του ἀνάγκην καὶ τὸν δαγκάνει ὁ σκύλος τοῦ γείτονός του.
—Λαμβάνει ὁ ἴδιος κάτι καὶ τὸ ἀποθέτει, ἔπειτα δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ εὕρη.
— Ὅταν εἰδοποιηθῇ ὅτι κάποιος φίλος του ἀπέθανε, διὰ νὰ παρευρεθῇ εἰς τὴν κηδείαν, ἀφοῦ μελαγχολήσῃ καὶ κλαύσῃ λέγει ‘ἀγαθῇ τύχῃ’ (ἡ ὥρα ἡ καλή).
—Εἶναι ἱκανὸς νὰ πάρῃ μαζί του καὶ μάρτυρας, ὅταν πηγαίνῃ νὰ εἰσπράξῃ χρήματα ποὺ τοῦ χρεωστοῦν.
— Ἐνῷ εἶναι χειμών, ἐπιπλήττει τὸν δοῦλον, διότι δὲν τοῦ ἀγόρασε ἀγγούρια.
— Ἀναγκάζει τὰ παιδία του νὰ γυμνάζωνται εἰς τὸ τρέξιμο καὶ τὴν πάλην καὶ προξενεῖ εἰς αὐτὰ ὑπερκόπωσιν.
— Εἰς τὸν ἀγρόν του βράζει ὁ ὶδιος φακῆν καὶ ρίπτει εἰς τὴν χύτραν δύο φορὰς ἅλας, ὥστε τὴν κάνει νὰ μὴ τρώγεται.
— Ἐνῷ βρέχει (τὴν νύκτα), λέγει ‘εὐχάριστον εἶναι (τὸ φῶς) τῶν ἄστρων’ ὅταν οἱ ἄλλοι λέγουν “εἶναι σκοτάδἰ πίσσα”.
— Ἂν κανεὶς τὸν ἐρωτήσῃ ‘πόσοι νεκροὶ νομίζεις ὅτι ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν πύλην τοῦ νεκροταφείου, ἀποκρίνεται ‘τόσοι, ὅσους εἴθε νὰ εἴχαμε ἐγὼ καὶ σύ’.
ΑΠΙΣΤΙΑ (ΚΑΧΥΠΟΨΙΑ)
Ἡ ἀπιστία εἶναι βεβαίως γνώμη ποὺ ἔχει κανεὶς δι’ ὅλους ὅτι εἶναι ἄδικοι· ἰδοὺ δὲ τὶ λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄπιστος (καχύποπτος):
— Ὅταν στείλῃ τὸν δοῦλόν του διὰ νὰ ψωνίσῃ, στέλλει κατόπιν δεύτερον διὰ νὰ πληροφορηθῇ, πόσον ἐπλήρωσεν ὁ πρῶτος διὰ τὰ ὀψώνια.
— Εἰς τὸν δρόμον κρατεῖ ὁ ἴδιος τὰ χρήματα καὶ εἰς κάθε στάδιον (185 μέτρα) καθίζει καὶ τὰ μετρᾷ.
— Ὅταν εὑρίσκεται εἰς τὴν κλίνην, ἐρωτᾷ τὴν γυναῖκά του ἂν ἔχῃ κλείσει τὸ κιβώτιον, ἂν εἶναι σφραγισμένο τὸ ἑρμάριον διὰ τὰ ἀσημικὰ καὶ ἂν ἔχῃ βάλει τὸν σύρτην εἰς τὴν θύραν τῆς αὐλῆς· ἂν δὲ ἐκείνη ἀπαντήσῃ ‘ναί’, δὲν πιστεύει, ἀλλὰ σηκώνεται γυμνὸς ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ ἀφοῦ ἀνάψῃ λύχνον περιφέρεται ξυπόλυτος διὰ νὰ τὰ ἐπιθεωρήσῃ ὅλα, καὶ ἔτσι μόνον ἠμπορεῖ νὰ κοιμηθῇ.
— Ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τοῦ χρεωστοῦν χρήματα ζητεῖ τοὺς τόκους μὲ μάρτυρας, διὰ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ ἀρνηθοῦν.
— Εἶναι ἱκανὸς νὰ δώσῃ καὶ τὸ φόρεμά του πρὸς καθαρισμὸν ὄχι εἰς τὸν καλύτερον καθαριστήν, ἀλλ’ εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀξιόπιστον ἐγγυητήν.
— Ἂν ἔλθῃ κανεὶς νὰ δανεισθῇ ἀπὸ αὐτὸν ποτήρια 3 (χρυσᾶ ἢ ἀργυρᾶ) συνήθως μὲν δὲν τὰ δίδει, ἂν ὅμως εἶναι κάποιος συγγενής του ἢ στενὸς φίλος, τὰ δανείζει, ἀφοῦ πρῶτα τὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ πῦρ καὶ τὰ ζυγίσῃ καὶ σχεδὸν λάβῃ ἐγγυητήν.
— Διατάσσει τὸν δοῦλον ποὺ τὸν συνοδεύει νὰ μὴ βαδίζῃ ὀπίσω ἀλλ’ ἐμπρός του, διὰ νὰ τὸν προσέχῃ μὴ τοῦ φύγῃ εἰς τὸν δρόμον.
— Εἰς ἐκείνους ποὺ ἠγόρασαν ἀπὸ αὐτὸν κάτι καὶ λέγουν ‘πόσον τιμᾶται; γράψε το, διότι δὲν ἔχω τώρα καιρὸν’ ἀπαντᾷ ‘μὴ ἐνοχλεῖσαι, διότι ἐγὼ θὰ σὲ συντροφεύσω ἕως ὅτου εὐκαιρήσῃς’.
ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ (ΒΔΕΛΥΡΟΤΗΤΑ)
Ἡ δυσχέρεια εἶναι ἀμέλεια διὰ τὴν περιποίησιν τοῦ σώματος, ἡ ὁποία προξενεῖ δυσάρεστον αἴσθημα εἰς τοὺς ἄλλους. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ δυσχερής (βδελυρός):
— Ἐνῷ ἔχει λέπραν καὶ λειχῆνας καὶ μαῦρα νύχια ἀπὸ τὸ νόσημα, περιφέρεται εἰς τὸν δρόμον καὶ λέγει ὅτι ταῦτα τοῦ εἶναι ἀσθένειαι κληρονομικαί, διότι τὰ εἴχε καὶ ὁ πατέρας του καὶ ὁ πάππος του, διὰ τοῦτο δὲν ἠμπορεῖ ἄλλος νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὸ γένος των.
— Εἶναι δὲ βεβαίως ἱκανὸς καὶ ὅταν ἔχῃ πληγὰς εἰς τὸ ἀντικνήμιον ἢ ξεγδάρματα εἰς τοὺς δακτύλους, νὰ μὴ τὰ θεραπεύῃ, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀφήνῃ νὰ λαμβάνουν κακοήθη μορφήν.
— Ἔχει τὸ τρίχωμα εἰς τὰς μασχάλας ὅμοιον μὲ τρίχωμα θηρίου, πυκνὸ ποὺ σκεπάζει μέγα μέρος τῶν πλευρῶν του, καὶ τὰ δόντια μαῦρα καὶ καταφαγωμένα, ὥστε νὰ προξενῆ ἀηδίαν καὶ νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ τὸν πλησιάσῃς·
— καὶ πετᾷ τὴν μύξαν του, ἐνῷ τρώγει τὸ φαγητόν του· χώνεται εἰς τὰ αἵματα, ὅταν θυσιάζῃ· ὅταν ὁμιλῇ πρός τινα, τὸν ραντίζει μὲ σάλια ἀπὸ τὸ στόμα του· ἐρεύγεται, ἐνῷ πίνει·
— κοιμᾶται μὲ τὴν γυναῖκά του εἰς στρώματα ρυπαρά·
— εἰς τὸ λουτρὸν μεταχειρίζεται ταγγὸ λᾷδι διὰ νὰ ἀλειφθῇ.
— Φορεῖ χονδρὸν χιτῶνα καὶ μανδύαν πολὺ λεπτὸν μὲ πολλὰς κηλῖδας καὶ πηγαίνει ἔτσι εἰς τὴν ἀγοράν.
— λέγει βλασφημίας, ὅταν ἡ μητέρα του πηγαίνῃ νὰ συμβουλευθῇ οἰωνοσκόπον.
— Ὅταν ἄλλοι προσεύχωνται καὶ κάμουν σπονδάς, ἀφήνει νὰ πέσῃ τὸ ποτῆρί του καὶ γελᾷ, σὰν νὰ ἔκαμε μεγάλο κατόρθωμα.
— Ὅταν ἀκούῃ αὐλητρίδα, μόνος ἀπὸ τοὺς ἀκροατὰς χειροκροτεῖ καὶ συνοδεύει μὲ χαμηλὴν φωνὴν τὸν σκοπὸν καὶ τὴν ἐπιπλήττει, διότι ἔπαυσε τόσον γρήγορα·
— θέλει νὰ πτύσῃ ἐπάνω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ πτύει τὸν ὑπηρέτην ποὺ προσφέρει τὸ κρασί.
ΜΙΚΡΟΦΙΛΟΤΙΜΙΑ (ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ)
Ἡ μικροφιλοτιμία θὰ φανῇ ὅτι εἶναι χαμερπὴς ἐπιθυμία τιμῆς· ἰδοὺ δὲ τὶ λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ μικροφιλότιμος (κενόδοξος):
— Ὅταν προσκληθῇ εἰς δεῖπνον, προσπαθεῖ νὰ καταλάβη θέσιν κοντὰ εἰς τὸν προσκαλέσαντα.
— Φέρει τὸν υἱόν του εἰς τοὺς Δελφούς, διὰ νὰ κόψῃ καὶ ἀφιερώσῃ ἐκεῖ τὰ μαλλιά του.
—Φροντίζει νὰ ἔχῃ δοῦλον διὰ νὰ τὸν ἀκολουθῇ.
— Ὅταν δίδει ὀπίσω εἰς δανειστήν του μνᾶν, φροντίζει νὰ τὴν ἐπιστρέψῃ εἰς καινούρια ἀργυρᾶ νομίσματα.
— Διὰ τὸν κολοιὸν (κόρακα) ποὺ τρέφει εἰς τὸ σπίτι του εἶναι ἱκανὸς νὰ κατασκευάσῃ σκαλίτσαν (κλιμάκιον) καὶ μικρὰν ἀσπίδα ἀπὸ χαλκόν, διὰ νὰ τὴν φορῇ ὁ κολοιὸς καὶ ἔτσι νὰ πηδᾷ εἰς τὴν σκαλίτσαν του·
— ὅταν θυσιάσῃ βόδι, καρφώνει τὸ δέρμα τοῦ μετώπου μὲ τὰ κέρατα, ἀφοῦ δέσῃ γύρω μεγάλα στέμματα, ἀντίκρυ εἰς τὴν εἴσοδον, διὰ νὰ βλέπουν οἱ εἰσερχόμενοι ὅτι ἐθυσίασε βόδι·
— ὅταν συνοδεύσῃ πομπὴν μὲ τοὺς ἱππεῖς, ὅλα τὰ ἄλλα δίδει εἰς τὸν δοῦλόν του νὰ τὰ φέρῃ εἰς τὸ σπίτι του, αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐνδυθῇ τὴν πολιτικὴν στολήν του, περιφέρεται μὲ τὰ σπιρούνια εἰς τὴν ἀγοράν·
—ἂν ἀποθάνῃ σκυλάκι ἀπὸ τὴν Μάλταν, τοῦ κατασκευάζει μνῆμα, στήνει μικρὰν στήλην καὶ γράφει ἐπάνω “Γένος τῆς Μάλτας”· ἂν ἀφιερώσῃ δάκτυλον χάλκινον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἀσκληπιοῦ, τὸν τρίβει καθημέραν, τὸν στολίζει μὲ ἄνθη καὶ τὸν ἀλείφει μὲ μύρον·
—ὅταν εἶναι πρύτανις, κατορθώνει νὰ λάβῃ ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του τὴν ἐντολὴν νὰ ἀναγγείλῃ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θυσίας καὶ ἀφοῦ ἐνδυθῇ λαμπρὸν φόρεμα καὶ στεφανωθῇ παρουσιάζεται εἰς τὸν δῆμον καὶ λέγει· “πολῖται Ἀθηναῖοι, ἐθυσιάζαμεν ἡμεῖς οἱ πρυτάνεις εἰς τὴν μητέρα τῶν θεῶν τὰ Γαλάξια καὶ ἡ θυσία ἦτο καλή· εἴθε σεῖς νὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ” καὶ ἀφοῦ ἀπαγγείλῃ αὐτά, ἀπέρχεται εἰς τὸ σπίτι του καὶ διηγεῖται εἰς τὴν γυναῖκά του ὅτι εἶναι ὑπερβολικὰ εὐτυχής.
— Πολὺ συχνὰ κόπτει τὰ μαλλιά του, ἔχει λευκὰ δόντια, ἀλλάζει συχνὰ τὰ φορέματά του, ἐνῷ ἀκόμη εἶναι καλά, καὶ ἀλείφεται μὲ μύρα.
—Εἰς τὴν ἀγορὰν πλησιάζει τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκονται οἱ τραπεζῖται, εἰς τὰ γυμνάσια τοὺς τόπους, ὅπου γυμνάζονται οἱ ἔφηβοι, καὶ εἰς τὸ θέατρον, ὅταν ὑπάρχῃ παράστασις, κάθηται κοντὰ εἰς τοὺς στρατηγούς.
— Διὰ τὸν ἑαυτόν του δὲν ἀγοράζει τίποτε, διὰ τοὺς φίλους του ὅμως (ἐκ φιλοξενίας) ἐκτελεῖ παραγγελίας καὶ στέλλει (ἀγάλματα) εἰς τὸ Βυζάντιον καὶ λακωνικοὺς σκύλους εἰς τὴν Κύζικον καὶ μέλι Ὑμηττοῦ εἰς τὴν Ρόδον· καὶ ἐνῷ κάμῃ αὐτά, τὰ διηγεῖται εἰς ὅλην τὴν πόλιν.
— Εἶναι δὲ ἱκανὸς καὶ πίθηκον νὰ θρέψῃ καὶ τίτυρον (τράγο) νὰ ἔχῃ καὶ περιστέρια Σικελικὰ καὶ ἀστραγάλους (παιχνίδι των αρχαίων) ἐλαφιῶν καὶ ἐλαιοδοχεῖα Θουριακά, ἀπὸ τὰ στρογγύλα καὶ ράβδους καμπύλας ἀπὸ τὴν Λακεδαίμονα καὶ παραπετάσματα μὲ ἐνυφασμένους Πέρσας καὶ μικρὰν παλαίστραν (γυμναστήριο) μὲ ἄμμον καὶ σφαιριστήριον.
— Τὴν παλαίστραν αὐτὴν περιφερόμενος εἰς τὴν πόλιν παραχωρεῖ εἰς σοφιστὰς καὶ ὁπλομάχους καὶ μουσικούς, διὰ νὰ κάμουν μέσα ἐπιδείξεις καὶ αὐτὸς κατὰ τὰς ἐπιδείξεις εἰσέρχεται τελευταῖος, ὅταν ὅλοι πλέον εὑρίσκωνται εἰς τὰς θέσεις των, διὰ νὰ εἴπῃ κἄποιος ἀπὸ τοὺς θεατὰς ὅτι εἰς αὐτὸν ἀνήκει ἡ παλαίστρα.
ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ)
Ἡ ἀνελευθερία εἶναι ἔλλειψις φιλοτιμίας ἀποφεύγουσα δαπάνην. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀνελεύθερος (φιλάργυρος).
— Ἂν νικήσῃ (ὡς χορηγὸς) εἰς ἀγῶνα τραγῳδῶν, ἀφιερώνει εἰς τὸν Διόνυσον ξυλίνην πινακίδα, ὅπου γράφει μόνον τὸ ὄνομά του.
— Ὅταν γίνωνται συνεισφοραὶ ὑπὲρ τῆς πόλεως, σηκώνεται σιγὰ καὶ φεύγει ἀπὸ τὴν συνέλευσιν.
— Ὅταν ὑπανδρεύῃ τὴν θυγατέρα του, πωλεῖ τὰ κρέατα τῆς θυσίας, ἐκτὸς τῶν προωρισμένων διὰ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς δὲ ὑπηρετοῦντας εἰς τὸν γάμον τοὺς μισθώνει χωρὶς τροφήν.
—Ἐὰν εἶναι τριήραρχος, στρώνει εἰς τὸ κατάστρωμα τὰ στρώματα τοῦ κυβερνήτου, τὰ δὲ ἰδικά του θέτει κατὰ μέρος διὰ νὰ μὴ φθείρωνται.
— Εἶναι δὲ ἱκανὸς νὰ μὴ στείλῃ καὶ τὰ τέκνα του εἰς τὸ σχολεῖον, ἀλλὰ νὰ εἴπῃ ὅτι ἀσθενοῦν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Μουσῶν, διὰ νὰ μὴ συνεισφέρουν εἰς τὰς δαπάνας τῆς ἑορτῆς.
— Ὅταν ψωνίσῃ εἰς τὴν ἀγοράν, φέρει ὁ ἴδιος τὰ κρέατα καὶ τὰ λάχανα εἰς τὸν κόλπον του — Μένει μέσα εἰς τὸ σπίτι του, ὅταν δώσῃ νὰ πλύνουν τὸ φόρεμά του.
— Ἐὰν φίλος του συλλέγῃ ἐράνους, ἐνῷ ἔχει συνομιλήσει περὶ αὐτοῦ, βλέποντάς τον νὰ πλησιάζῃ ἀλλάζει τὸν δρόμον του καὶ μὲ ἕνα γῦρον ἐπιστρέφει εἰς τὸ σπίτι του.
— Διὰ τὴν γυναῖκά του, ποὺ τοῦ ἔδωσε προῖκα, δὲν ἀγοράζει ὑπηρέτριαν ἀλλὰ μισθώνει ἕνα παιδάριον διὰ νὰ τὴν συνοδεύῃ, ὅταν ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν γυναικείαν ἀγοράν.
— Φορεῖ ὑποδήματα συνερραμμένα μὲ πολλὰς ἐπιδιορθώσεις καὶ λέγει ὅτι εἶναι σκληρὰ σὰν κέρατο.
— Ὅταν σηκωθῇ σαρώνει ὁ ῖδιος τὸ σπίτι καὶ καθαρίζει ἀπὸ κοριοὺς τὰς κλίνας.
— Ὅταν καθίζῃ, γυρίζει ἀνάποδα τὸ μάλλινον φόρεμα (τρίβωνα) ποὺ φορεῖ, (διὰ νὰ μὴ λερώσῃ).
ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ
Ἡ ἀλαζονεία βεβαίως θὰ φανῇ ὅτι εἶναι κάποια προσποίησις διὰ μὴ ὑπάρχοντα ἀγαθά. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀλαζών:
— Στέκει εἰς τὴν προκυμαίαν (τοῦ Πειραιῶς) καὶ διηγεῖται εἰς ξένους ὅτι ἔχει δώσει πολλὰ χρήματα εἰς θαλασσοδάνεια, περιγράφει λεπτομερῶς τὴν ἐργασίαν αὐτὴν καὶ πόσα αὐτὸς ἐκέρδισε καὶ ἔχασε· συγχρόνως ἐνῷ καυχᾶται δι’ αὐτὰ, στέλλει τὸν δοῦλόν του εἰς τὴν τράπεζαν, ἂν καὶ δὲν ἔχει κατάθεσιν οὔτε μιᾶς δραχμῆς.
— Εἶναι ἱκανὸς καὶ συνταξιδιώτην του καθ’ ὁδὸν νὰ ἐμπαίξῃ λέγων ὅτι ἐξεστράτευσε μαζὶ μὲ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ πῶς ἐκεῖνος ἐφέρετο πρὸς αὐτὸν καὶ πόσα λιθοκόλλητα ποτήρια ἔφερε ἀπὸ τὴν ἐκστρατείαν· νὰ ὑποστηρίζῃ δὲ ὅτι οἱ τεχνῖται τῆς Ἀσίας εἶναι καλύτεροι ἀπὸ τοὺς τεχνίτας τῆς Εὐρώπης· καὶ λέγει ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ ἔχῃ μεταβῆ εἰς κανένα ἄλλον τόπον ἔξω τῆς πόλεως·
— καὶ ἐπιστολὰς δὲ τρεῖς λέγει ὅτι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἀντίπατρον, μὲ τὰς ὁποίας τὸν ἐπροσκάλεσε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ὅτι, ἐνῷ τοῦ ἐδίδετο ἄδεια ἐξαγωγῆς ξυλείας (ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν) χωρὶς δασμόν, δὲν ἐδέχθη, διὰ νὰ μὴ τὸν συκοφαντήσῃ κανείς, ὅτι εἶναι περισσότερον παρ’ ὅσον πρέπει φίλος τῶν Μακεδόνων
— Κατὰ τὴν σιτοδείαν λέγει ὅτι αὐτὸς ἔχει ἐξοδεύσει περισσότερα ἀπὸ πέντε τάλαντα εἰς βοήθειαν τῶν πτωχῶν πολιτῶν, διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀρνηθῇ.
—Εὑρισκόμενος μεταξὺ ἀγνώστων προσώπων παρακαλεῖ ἕνα ἐξ αὐτῶν νὰ λογαριάσῃ μὲ τὰς ψήφους (λίθοι για τον υπολογισμό αριθμητικών πράξεων) καὶ ἀφοῦ μετρήσῃ κατὰ ἑξακοσίας δραχμὰς καὶ κατὰ μνᾶν καὶ προσθέσῃ πρὸς πιστοποίησιν καὶ ὀνόματα ὀφειλετῶν εἰς κάθε ποσὸν ἀπὸ αὐτά, ἀναβιβάζει τὸ ὁλικὸν ἄθροισμα εἰς δέκα τάλαντα· καὶ αὐτά, λέγει, ἐδόθησαν ἀπὸ αὐτὸν εἰς ἐράνους, παραλείπει δὲ νὰ προσθέσῃ τὰς τριηραρχίας καὶ τὰς ἄλλας δημοσίας λειτουργίας ποὺ ἀνέλαβε.
— Εἰς τὴν ἀγορὰν τῶν ἵππων πλησιάζει ἐκείνους ποὺ πωλοῦν τοὺς καλυτέρους καὶ προσποιεῖται ὅτι θέλει νὰ ἀγοράσῃ.
— Ἔρχεται εἰς τὰ ἐπιπλοπωλεῖα καὶ ζητεῖ ἱματισμὸν ἀξίας δύο ταλάντων, ὑβρίζει δὲ τὸν δοῦλόν του, διότι δὲν ἔφερε μαζί του τὰ ἀναγκαῖα χρήματα.
— Ἐνῷ κατοικεῖ εἰς σπίτι μὲ ἐνοίκιον, λέγει εἰς ἐκεῖνον ποὺ δὲν τὸ γνωρίζει, ὅτι εἶναι πατρικό του καὶ ὅτι θὰ τὸ πωλήσῃ, διότι εἶναι μικρὸ σχετικῶς πρὸς τοὺς ξένους ποὺ φιλοξενεῖ.
ΔΕΙΛΙΑ
Ἡ δειλία βεβαίως ἠμπορεῖ νὰ φανῇ ὅτι εἶναι ὑποχώρησις τῆς ψυχῆς ἀπὸ φόβον. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ δειλός:
— Ὅταν ταξιδεύῃ μὲ πλοῖον, νομίζει ὅτι τὰ ἀκρωτήρια εἶναι πειρατικὰ πλοῖα.
— Ἂν γίνῃ θαλασσοταραχή, ἐρωτᾷ μήπως κανεὶς ἀπὸ τοὺς πλέοντας δὲν ἔχει μυηθῆ τὰ μυστήρια (τῆς Σαμοθράκης) καὶ ἀφοῦ σηκώσῃ τὸ κεφάλι, ἐρωτᾷ τὸν πλοίαρχον ἂν τὸ πλοῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ πέλαγος καὶ πῶς κρίνει τὸν καιρόν, καὶ εἰς τὸν παρακαθήμενον λέγει ὅτι φοβεῖται ἀπὸ ἕνα ὄνειρο ποὺ εἶδε· καὶ ἀφοῦ ἐκδυθῇ, δίδει τὸν χιτῶνά του εἰς τὸν δουλόν του καὶ παρακαλεῖ (τοὺς ναύτας) νὰ τὸν φέρουν εἰς τὴν ξηράν.
— Ὅταν εὑρίσκεται εἰς ἐκστρατείαν κατὰ τὴν ἐξόρμησιν τοῦ πεζικοῦ προσκαλεῖ τοὺς συνδημότας του καὶ τοὺς παρακαλεῖ νὰ σταθοῦν πρῶτα κοντὰ καὶ νὰ παρατηρήσουν γύρω, διότι, λέγει, εἶναι δύσκολον νὰ διακρίνῃ κανεὶς ποῖοι ἀπὸ τὰ δύο διαμαχόμενα μέρη εἶναι οἱ ἐχθροί.
—Καὶ ὅταν ἀκούῃ φωνὰς καὶ βλέπῃ νὰ φονεύωνται, λέγει εἰς τοὺς συντρόφους του ὅτι ἀπὸ τὴν βίαν του ἐλησμόνησε τὸ ξίφος καὶ τρέχει εἰς τὴν σκηνήν· ἀφοῦ δὲ στείλῃ ἔξω τὸν δοῦλόν του καὶ τὸν διατάξῃ νὰ ἴδῃ ποῦ εἶναι οἱ ἐχθροί, αὐτὸς τὸ κρύπτει ὑπὸ τὸ προσκέφαλον καὶ ἔπειτα χρονοτριβεῖ πολύ, διότι τάχα τὸ ζητεῖ εἰς τὴν σκηνήν.
— Ὅταν βλέπῃ ὅτι κάποιον φίλον του πληγωμένον φέρουν εἰς τὸ στρατόπεδον, τρέχει πρὸς αὐτόν, τὸν ἐνθαρρύνει καὶ ὑποβαστάζοντας τὸν φέρει εἰς τὴν σκηνήν· ἐκεῖ τὸν περιποιεῖται, σπογγίζει τὸ αἷμα γύρω καὶ καθήμενος κοντά του διώχνει τὲς μύγες ἀπὸ τὴν πληγήν· καὶ κάθε ἄλλο προτιμᾷ νὰ κάμῃ παρὰ νὰ πολεμῇ μὲ τοὺς ἐχθρούς·
— ἂν ὁ σαλπιγκτὴς σαλπίσῃ τὸ πολεμικόν, καθήμενος εἰς τὴν σκηνὴν λέγει ‘στὸ διάβολο’ δὲν θὰ ἀφήσῃς τὸν ἄνθρωπον νὰ κοιμηθῇ ὀλίγον μὲ τὰ σαλπίσματα σου;
—Καὶ καταματωμένος ἀπὸ τὴν ξένην πληγὴν συναντᾷ τοὺς ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν μάχην καὶ διηγεῖται ‘μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς μου ἔχω σώσει ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους μου’· καὶ συγχρόνως φέρει μέσα εἰς τὴν σκηνὴν πρὸς τὸν πληγωμένον τοὺς συνδημότας καὶ φυλέτας του διὰ νὰ τὸν ἴδουν καὶ διηγεῖται εἰς τὸν καθένα ὅτι ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια του τὸν ἔφερεν εἰς τὴν σκηνήν.
----------------
Σχόλιο
Τα ανωτέρω είδη χαρακτήρων είναι πανδημικά, με έντονο αίσθημα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι έχουν επιβιώσει δια μέσω των αιώνων, διαδραματίζοντας ενίοτε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εκάστοτε πολιτικά – κοινωνικά δρώμενα. Ζούν και ευδοκιμούν σε όλες τις νεοελληνικές κοινωνικές εκφάνσεις προσφέροντας ανιδιοτελώς ή επ’ αμοιβή (δημόσιες σχέσεις) τις υπηρεσίες του.
Οι λόγοι για τους οποίους προσφέρεται πεδίο δόξης λαμπρό στους σύγχρονους «παρασιτικούς δυνάστες» είναι οι ανύπαρκτες κοινωνικές – ηθικές αξίες & αρχές όπως χαμηλή αυτοπεποίθηση, αυταρέσκεια, αλαζονεία, ματαιοδοξία, ροπή προς τη φιλαργυρία, κοινωνική ασυδοσία, προβολή φθηνών κοινωνικών προτύπων, ανάδειξη «πομφολύγων» σε ειδήμονες – επαΐοντες, κοινωνική ανοχή (αλλά και τάση) στις ατέρμονες ρηχές αναλύσεις των εκάστοτε προβλημάτων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών) υπερπροβολή ασήμαντων αμπελοφιλοσόφων, ανάδειξη της δειλίας σε υπέρτατο προσόν, κ.ά .
Το παράδοξο το οποίο συμβαίνει με τις συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων είναι ότι ενώ οι περισσότεροι εξ ημών δημόσια τους απορρίπτουν κατ’ ιδίαν τους επιζητούν ενθαρρύνοντας έμμεσα να συνεχίσουν το «θεάρεστο και παραγωγικό» έργο τους .
Οὗτος ταχέως διέκρινε τὴν φιλομάθειαν καὶ τὴν ἔκτακτον εὐφυΐαν τοῦ μαθητοῦ του καὶ ἐξαιρετικῶς ἐξετίμησε καἰ ἠγάπησεν αὐτόν· διὰ τὴν μεγάλην του δὲ εὐφράδειαν, ἐνῷ πρότερον ὠνομάζετο Τύρταμος, τὸν μετωνόμασεν Εὔφραστον καὶ ἔπειτα Θεόφραστον.
Ἀλλὰ καὶ κατ’ ἄλλον θετικώτερον τρόπον ἐξεδήλωσεν ὁ Ἀριστοτέλης τὴν πρὸς τὸν μαθητήν του ἐκτίμησιν. Ὅτε δηλ. κατά τὸ ἔτος 323 π. Χ. κατηγορήθη ἐπὶ ἀσεβείᾳ καὶ ἠναγκάσθη νὰ φύγῃ εἰς τὴν Χαλκίδα, ἐχάρισεν εἰς τὸν Θεόφραστον τὴν πλουσίαν βιβλιοθήκην του καὶ ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτὸν τὴν διεύθυνσιν τῆς Σχολῆς του.
Ἔκτοτε ὁ Θεόφραστος ἐπὶ 25 ἔτη διηύθυνε τὴν Περιπατητικὴν σχολὴν διδάσκων συνεχῶς καὶ ἀσχολούμενος εἰς ἰδιαιτέρας μελέτας. Ἡ ἐργασία ἦτο τὸ κύριον μέλημα τοῦ βίου του· ἐμελέτα, παρετήρει, ἀνεγίνωσκε, ἔγγραφε ἀδιακόπως, ὡς καταφαίνεται ἐκ τοῦ πλήθους τῶν συγγραμμάτων τὰ ὁποῖα κατέλιπε. Ὁ ἀγαθὸς καὶ προσηνὴς χαρακτήρ του, ἡ γοητεία τῶν λόγων του καὶ ἡ πολυμάθειά του προσείλκυσαν πλῆθος μαθητῶν ἐξ ὅλων τῶν μερῶν τῆς Ἑλλάδος· λέγεται ὅτι ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν ὑπερέβη τοὺς δισχιλίους· μεταξὺ τούτων ἦσαν ὁ Μένανδρος, ποιητὴς τῆς νέας κωμωδίας, ὁ Στράτων ὁ Λαμψακηνός, ὁ μετὰ ταῦτα καῖ διάδοχὁς του, ὁ Δημήτριος ὁ Φαληρεύς, φίλος του στενός, ὅστις τὸν ἐβοήθησε χρηματικῶς νὰ ἀγοράση τὸν κῆπον, ὅπου ἐδίδασκε, καὶ ἄλλοι. Ἡ φήμη του δὲν περιωρίζετο μόνον ἐντὸς τῆς κυρίως Ἑλλάδος, ἀλλὰ ἐξετείνετο καὶ πέραν τῶν ὁρίων αὐτῆς· οἱ βασιλεῖς τῆς Μακεδονίας Φίλιππος καὶ Κάσσανδρος καὶ ὁ βασιλεὺς τῆς Αἰγύπτου Πτολεμαῖος Α’ ὁ Σωτὴρ ἐπεζήτησαν τὴν γνωριμίαv καὶ φιλίαν του.
Ὁ βίος τοῦ Θεοφράστου διέρρευσεν εἰρηνικῶς καὶ ἡσύχως· δύο μόνον περιστατικὰ ἐτάραξαν ὀλίγον τὴν γαλήνην του. Κάποιος Ἀγνωνίδης τὸν κατηγόρησεν ἐπὶ ἀσεβείᾳ, διότι εἶπε κάποτε ὅτι ἡ τύχη καὶ ὄχι ἡ πρόνοια κυβερνᾷ τὸν κόσμον· οἱ δικασταὶ ὅμως ὄχι μόνον ἀπέρριψαν τὴν κατηγορίαv, ἀλλὰ καὶ ἐτιμώρησαν τὸν κατήγορον. Ἐπίσης κατὰ πρότασιν Σοφοκλέους τινὸς ἀπηγορεύθη διὰ ψηφίσματος τῷ 306 π.Χ. εἰς τοὺς φιλοσόφους νὰ διδάσκωσιν εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ ὁ Θεόφραστος τότε ἐξωρίσθη· ἀλλὰ τὸ ἑπόμενον ἔτος τὸ ψήφισμα ἠκυρώθη καὶ ἐπανῆλθε γενόμενος δεκτὸς μετὰ μεγάλου ἐνθουσιασμοῦ ἐκ μέρους τῶν πολυαρίθμων φίλων καὶ μαθητῶν του, ἐξηκολούθησε δὲ διδάσκων μέχρι τοῦ θανάτου του.
Ἀπέθανε τῷ 287 π.Χ. πλήρης δόξης καὶ ἡμερῶν εἰς ἡλικίαν πιθανώτατα 85 ἐτῶν, μέχρι δὲ τῆς τελευταίας του στιγμῆς εἰργάζετο καὶ ἐδίδασκε ἄνευ διακοπῆς· ἐπειδὴ οἱ πόδες του ἕνεκα τοῦ γήρατος εἶχον ἐξασθενήσει, ἐφέρετο εἶς τὸν τόπον τῆς διδασκαλίας ἐπὶ φορείου. Οἱ λόγοι του πρὸ τοῦ θανάτου ἐνέχουν κάποιαν μελαγχολίαν καὶ ἀπογοήτευσιν· παρεπονεῖτο διὰ τὴν βραχύτητα τοῦ βίου, ἂν καὶ κατὰ τὸ προοίμιον μάλιστα τῶν χαρακτήρων ἦτο ἐνενήκοντα ἐννέα ἐτῶν, ἐλυπεῖτο, διότι ἀποθνήσκει ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ποὺ ἤρχιζε νὰ μανθάνῃ καὶ κατηγόρει τὴν φύσιν διὰ τὴν ἀδικίαν καὶ ἀνοησίαν της· διότι, ἔλεγε, χαρίζει πολλὰ ἔτη εἰς ζῷα (ἐλάφους καὶ κολοιούς) τὰ ὁποῖα οὐδεμίαν ὠφέλειαν παρέχουν, καὶ περιορίζει τόσον ζηλοτύπως τὸν βίον τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῷ ἡ παράτασις αὐτοῦ θὰ ἐπετρεπεν εἶς τὴν ἀνθρωπότητα νὰ ἀναπτύξῃ τὰς ἐπιστήμας καὶ νὰ τελειοποιηθῇ. Ἐκ τούτων ἀποδεικνύεται γνήσιος μαθητὴς τοῦ Ἀριστοτέλους ὁ ὁποῖος ἔλεγεν ὅτι ἡ μόνη ἡδονή, ἡ ὁποία δὲν κουράζει τὸν ἄνθρωπον, εἶναι ἡ ἡδονή τοῦ μανθάνειν.
Ὁ Θεόφραστος ἦτο ἐκ συστήματος κατὰ τοῦ γάμου· ἐχαρακτήριζε μάλιστα τὸν ἔρωτα ὡς ἀσθένειαν ψυχῆς ἀέργου. Ἐπίσης οὐδέποτε ἔλαβε μέρος ἐνεργὸν εἰς τὴν πολιτικήν, καθ’ ἥν ἐποχὴν μάλιστα ὠργίαζον εἰς τὰς Ἀθήνας τὰ ἀριστοκρατικὰ καὶ δημοκρατικὰ κόμματα καὶ αἱ φατρίαι τῶν Μακεδονιζόντων καὶ μὴ Ἀθηναίων πολιτῶν. Ἔζη λοιπόν, καθὼς λέγει ὁ Κικέρων (Αd Attic. LII, 6), ὅλως ἀφωσιωμένος εἰς τὴν ἐπιστήμην καὶ τὴν φιλοσοφίαν. Ὡς ἀληθὴς φιλόσοφος ἠρεύνα τὴν ἀλήθειαν καὶ ἤσκει τὴν ἀρετήν, δὲν ἐφήρμοζεν ὅμως ἠθικὴν ἀσκητικὴν καὶ ἀδιάλλακτον, διότι παρεδέχετο ὅτι πρὸς πλήρη εὐτυχίαν συντελοῦν ἐπίσης καὶ τὰ ἐξωτερικὰ ἀγαθά· ἐφρόντιζεν ἐπιμελῶς διὰ τὴν ἐξωτερικήν του ἐμφάνισιν, ἐνεδύετο κομψῶς καὶ εὐπρεπῶς, δὲν ἀπέφευγε τὰς καλὰς συναναστροφὰς καὶ ἡ τράπεζά του δὲν παρουσίαζε τὴν λιτότητα φιλοσοφικῆς τραπέζης· τοῦτο ἐσκανδάλιζεν ἐνίοτε ἄλλους φιλοσόφους, οἱ ὁποῖοι ἐφόρουν τραχὺν φιλοσοφικὸν τοίβωνα καὶ ἤσκουν αὐστηρὰν ἀσκητικὴν δίαιταν.
Ὁ Θεόφραστος ἦτο ὁπαδὸς τῆς μεσότητος, ἡ ὁποία κατὰ τὸν Ἀριστοτέλη εἶναι χαρακτηρισμὸς τῆς ἀρετῆς, καὶ οὐδεὶς περισσότερον αὐτοῦ ἐγνώριζε νὰ συνδέῃ τὸ ὠφέλιμον μὲ τὸ εὐχάριστον. Ἡ ἀγαθότης τοῦ χαρακτῆρός του καὶ τὰ εὐγενῆ αἰσθήματά του καταφαίνονται καὶ ἐκ τῆς διαθήκης, τὴν ὁποίαν κατέλιπε καὶ τὴν ὁποίαν μᾶς διέσωσε ὁ Διογένης ὁ Λαέρτιος· ἐκτὸς πολλῶν ἄλλων διατάξεων αὔτη περιέχει καὶ τὰ ἐξῆς· νὰ δοθῇ μέρος τῆς περιουσίας του εἰς τοὺς ἀνεψιούς του Μελάνταν καὶ Παγκρέοντα· νὰ ἀναρτηθῇ εἰς τὸ Λύκειον ἡ εἰκὼν του διδασκάλου του Ἀριστοτέλους· νὰ δοθοῦν εἰς τοὺς μαθητάς του ὁ κῆπος καῖ τὰ πέριξ αὐτοῦ οἰκήματα, διὰ νὰ ἐξακολουθῇ ἡ λειτουργία τῆς σχολῆς καὶ μετὰ τὸν θάνατὁν του· νὰ ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι οἱ δούλοἰ του, εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ὁ Πομπύλος, νὰ ἀναλάβῃ τὴν φροντίδα τῆς συντηρήσεως τοῦ κήπου καὶ τῆς σχολῆς· νὰ ταφῇ εἰς μίαν γωνίαν τοῦ κήπου χωρὶς περιττὰ ἔξοδα διὰ τὸν τάφον καὶ τὴν κηδείαν του. Ἡ τελευταία αὔτη διάταξις δὲν ἐξετελέσθη, διότι ὄχι μόνον οἱ μαθηταί του ἀλλ’ ἅπαντες οἱ κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν, μικροὶ καὶ μεγάλοι, συνώδευσαν τὴν νεκρικὴν πομπὴν τιμῶντες τὸν ἄνδρα, τὸν ὁποῖον ἐν ὅσῳ ἔζη τόσον ὑπερβολικῶς ἐσέβοντο καὶ ἠγάπων.
Ὁ πολυγραφώτατος λοιπὸν Θεόφραστος ἔγινε γνωστότατος εἰς τοὺς μεταγενεστέρους κυρίως διὰ τῶν “Χαρακτήρων”του. Ἡ λέξις χαρακτὴρ (ἐκ τοῦ χαράσσω) δηλοῖ πρῶτον ὀξὺ σιδηροῦν ἐργαλεῖον μὲ τὸ ὁποῖον χαράσσονται ἐπὶ ξύλου, μαρμάρου ἢ χαλκοῦ διάφορα γράμματα ἢ σημεῖα, ἔπειτα δέ καὶ αὐτά ταῦτα τὰ χαρασσόμενα· ἀλλ’ ἐπειδὴ τὰ σημεῖα ταῦτα συντελοῦν καὶ πρὸς διάκρισιν τοῦ ἀντικειμένου ἐπὶ τοῦ ὁποίου χαράσσονται ἀπὸ ἄλλα, ἡ λέξις χαρακτὴρ προσέλαβε καὶ τὴν σημασίαν τοῦ διακριτικοῦ γνωρίσματος. Πρῶτος ὁ Θεόφραστος μετεχειρίσθη τὴν μεταφορικὴν ταύτην σημασίαν ἐπὶ γνωρισμάτων ὄχι ἐξωτερικῶν, σωματικῶν, ἀλλὰ ἐσωτερικῶν, ψυχικῶν, ἢ τοῦ ἤθους διαφόρων ἀτόμων, διὰ τοῦτο καὶ Ἠθικοὶ Χαρακτῆρες ἐπωνομάσθη τὸ ἔργον του καὶ ὑπὸ τὸν τίτλον τοῦτον δὶς ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ βιογράφου του εἰς τὸν κατάλογον.
Ακολουθούν ορισμένοι «Χαρακτήρες» του Θεοφράστου, οι οποίοι χάρις στην διαχρονικότητα ύπαρξης διατηρούν ακόμη και σήμερα στο ακέραιο τα χαρακτηριστικά και την συμπεριφορά τους.
ΕΙΡΩΝΕΙΑ
Ἡ εἰρωνεία, διὰ νὰ τὴν ὁρίσωμεν γενικῶς, ἠμπορεῖ νὰ φανῇ ὅτι εἶναι προσποιητὴ ἐλάττωσις πράξεων καὶ λόγων. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωποςεἶναι ὁ εἴρων:
— Πλησιάζει τοὺς ἐχθρούς του καὶ θέλει νά μὴ φανῇ ὅτι τοὺς μισεῖ·
— ἐπαινεῖ, ὅταν εἶναι παρόντα, ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα ποὺ κρυφὰ τὰ ἔχει προσβάλει·
— ἐὰν ἔχουν χάσει δίκην εἰς τὸ δικαστήριον τοὺς συλλυπεῖται·
— φαίνεται ὅτι συγχωρεῖ ἐκείνους ποὺ τὸν κακολογοῦν καὶ ὅτι δὲν θυμώνει δι’ ὅσα λέγονται ἐναντίον του·
—εἰς ἐκείνους που ἔχουν ἀδικηθῆ ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἔρχονται νὰ παραπονεθοῦν ὁμιλεῖ μὲ πραότητα·
—εἰς τοὺς ἐπιμένοντας νὰ τὸν ἶδουν ἀμέσως λέγει νὰ ἐπιστρέψουν ἀργότερα.
—Διὰ τὰς ὑποθέσεις του δὲν φανερώνει τίποτε, ἀλλὰ λέγει ὅτι δὲν ἔλαβε ἀκόμη ἀπόφασιν καὶ προσποιεῖται ὅτι δὲν εἶναι πολὺς καιρὸς ποὺ ἐπανῆλθε, ὅτι ἔφθασε ἀργά, ὅτι ἦτο ἀσθενής·.
— Ὅταν εἰς τὴν ἀγορὰν πωλῇ κάτι, λέγει ὅτι δὲν πωλεῖ· ὅταν δὲ πάλιν δὲν πωλεῖ, λέγει ὅτι πωλεῖ.
— Ἂν ἤκουσε κάτι, προσποιεῖται ὅτι δὲν ἤκουσε, ἂν εἶδεν, ὅτι δὲν εἶδεν, ἂν ἐσυμφώνησε, λέγει ὅτι δὲν ἐνθυμεῖται.
— Ἄλλοτε λέγει ὅτι θὰ σκεφθῇ, ἄλλοτε ὅτι δὲν γνωρίζει, ἄλλοτε ὅτι ἀπορεῖ, ἄλλοτε ὅτι καὶ αὐτός ἔκαμε αὐτὴν τὴν σκέψιν.
—Καὶ ἐν γένει εἶναι ἄνθρωπος ποὺ μεταχειρίζεται μὲ ἰδιαιτέραν τέχνην τὰς φράσεις· “δὲν πιστεύω”, “δὲν νομίζω”, “θαυμάζω”, “φαίνεται κατὰ τὰ λόγια σου ὅτι αὐτὸς ἤλλαξε πολὺ”, “καὶ ὅμως δὲν μοῦ παρέστησε ἔτσι τὸ πρᾶγμα”, “μοῦ φαίνεται παράδοξον”, “εἰς ἄλλον νὰ τὰ πῇς”, “εὑρίσκομαι εἰς ἀπορίαν πῶς νὰ μὴ σὲ πιστεύσω ἢ νὰ καταδικάσω ἐκεῖνον”, “πρόσεξε μήπως εἶσαι εὐκολόπιστος”.
Αὐτὴ εἶναι ἡ γλῶσσα, τὰ κλωθογυρίσματα καὶ αἱ ἀντιλογίαι ποὺ εὑρίσκει κανεὶς εἰς τὸν εἴρωνα· ἀπὸ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς ὄχι ἁπλοὺς ἀλλὰ πονηροὺς χαρακτῆρας πρέπει νὰ προφυλάττεσαι περισσότερον παρ’ ὅσον ἀπὸ τὰς ἐχίδνας.
ΚΟΛΑΚΕΙΑ
Την κολακείαν ημπορεί κανείς να την θεωρήση ως εξευτελιστικήν συναναστροφήν που ωφελεί τον κόλακα. Ιδού δε τί λογής άνθρωπος είναι αυτός:
Όταν ευρίσκεται εις περίπατον με εκείνον που κολακεύει, του λέγει «παρατηρείς ότι όλος ο κόσμος έχει τα βλέμματά του επάνω σου; Τούτο εις κανένα άλλον από τους πολίτας δεν γίνεται. Χθες εις την (Ποικίλην) στοάν ήκουσα να σε επαινούν· εκάθηντο εκεί περισσότεροι από τριάντα άνθρωποι· όταν δε συνέπεσε λόγος, ποιος είναι ο καλύτερος των πολιτών, όλοι, αφού έκαμα εγώ την αρχήν, εσυμφώνησαν εις το όνομά σου».
Ενώ λέγει αυτά αφαιρεί από το επανωφόρι του νημάτιον ή συλλέγει από το γένειόν του κανέν άχυρον που εφύσησεν εκεί ο αέρας και γελώντας λέγει· «βλέπεις; δυο ημέρας δεν σε συνήντησα και εγέμισαν τα γένειά σου από λευκάς τρίχας, αν και σχετικώς με την ηλικίαν σου έχεις μαύρα τα μαλλιά περισσότερον από κάθε άλλον».
Όταν εκείνος (ο κολακευόμενος) ομιλή, ο κόλαξ προστάζει όλους τους άλλους να σιωπήσουν·
Όταν τραγουδή, τον επαινεί και κάθε φοράν που θα σταματήση, επικροτεί φωνάζων «εύγε!»
Αν κάμη κανένα άνοστο χωρατό, γελά και σπρώχνει το φόρεμά του εις το στόμα του, διότι τάχα δεν ημπορεί να κρατήση τα γέλια.
Όσους συναντά εις τον δρόμον προστάζει να σταματήσουν, έως ότου περάση ο κύριος.
Αφού αγοράση μήλα και απίδια δια τα τέκνα του προσώπου που κολακεύει, τα φέρει εις το σπίτι, τα προσφέρει εις αυτά εμπρός του και αφού τα φιλήση λέγει· «πουλάκια από καλόν πατέρα».
Όταν αγοράζη μαζί του υποδήματα, λέγει ότι το πόδι του είναι κανονικώτερον από το υπόδημα.
Όταν εκείνος (ο κολακευόμενος) πηγαίνη να επισκεφθή φίλον του, ο κόλαξ τρέχει πρωτύτερα και λέγει «εις το σπίτι σου έρχεται», έπειτα επιστρέφει και του λέγει «τον ειδοποίησα».
Εννοείται ότι ο κόλαξ είναι ικανός να μεταφέρη και εκ της γυναικείας αγοράς τα αγορασθέντα χωρίς να «πάρη την αναπνοήν του». Από τους παρευρισκομένους εις ευωχίαν πρώτος επαινεί το κρασί και λέγει εις τον κολακευόμενον «πόσον ανόρεκτα τρώγεις», αφού δε πάρη κάτι από τα ευρισκόμενα εις το τραπέζι, το προσφέρει εις αυτόν και λέγει «κοίταξε τί λαμπρό κομμάτι!»
Τον ερωτά μήπως κρυώνει και αν θέλει να του δώση το επανωφόρι του, λέγοντας δε αυτά το παίρνει και το ρίπτει εις τους ώμους του.
Προσέτι σκύπτει και ψιθυρίζει συχνά κάτι εις το αυτί του.
Έχει πάντοτε το βλέμμα του καρφωμένο επάνω του, ακόμα και όταν ομιλή εις τούς άλλους.
Εις το θέατρον παίρνει από τον δούλον τα προσκέφαλα και τα στρώνει ο ίδιος.
Δια το σπίτι του ανθρώπου που κολακεύει λέγει ότι έχει ωραίον αρχιτεκτονικόν σχέδιον, δια τον κήπον του ότι είναι ωραία φυτευμένος και δια την εικόνα του ότι του ομοιάζει πάρα πολύ.
[Καί εν γένει ημπορεί να ίδη κανείς ότι ο κόλαξ λέγει και κάμνει όλα εκείνα, με τα οποία νομίζει ότι θα γίνη ευχάριστος].
ΑΔΟΛΕΣΧΙΑ (ΦΛΥΑΡΙΑ)
Ἀδολεσχία εἶναι ἡ μανία νὰ λέγῃ κανεὶς πολλὰ καὶ ἀπερίσκεπτα. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀδολέσχης (φλύαρος).
Καθίζει κοντὰ εἰς ἄγνωστον πρὁσωπον καὶ ἀρχίζει πρῶτον νὰ ἐγκωμιάζῃ τὴν γυναῖκά του, ἔπειτα τοῦ διηγεῖται τὸ ὄνειρον ποὺ εἶδε τὴν προηγουμένην νύκτα, κατόπιν περιγράφει τὸ δεῖπνόν του καὶ ἀναφέρει ἕνα ἕνα τὰ φαγητὰ ποὺ εἶχεν εἰς τὸ τραπέζι του, ἔπειτα ἀπὸ λόγο σὲ λόγο λέγει ὅτι οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι εἶναι περισσότερον πονηροὶ ἀπὸ τοὺς παλαιούς, ὅτι τὸ σιτάρι εἰς τὴν ἀγοραν εἶναι ἀκριβό, ὅτι πολλοὶ ξένοι εὑρίσκονται εἰς τὴν πόλιν, ὅτι μετὰ τὰ Διονύσια εἶναι πλεύσιμος ἡ θάλασσα, ὅτι, ἂν βρέξῃ περισσότερον, θὰ γίνουν τὰ σπαρτὰ καλύτερα, ὅτι τὸν ἐρχόμενον χρόνο θὰ καλλιεργήσῃ τὸν ἀγρόν του, ὅτι ἡ ζωὴ κατήντησε δύσκολος, ὅτι ὁ Δάμιππος κατὰ τὰ μυστήρια ἤναψε μεγίστην λαμπάδα.
— προσέτι ἀναφέρει πόσαι εἶναι αἱ στῆλαι τοῦ ᾨδείου καὶ ὅτι τὸν μῆνα Βοηδρομιῶνα (Σεπτέμβριο) τελοῦνται τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, τὸν Πυανεψιῶνα (Οκτώβριο) τὰ Ἀπατούρια, τὸν Ποσειδεῶνα (Δεκέμβριο) τὰ κατ’ ἀγροὺς Διονύσια· καὶ (ἐξακολουθεῖ) “χθὲς πῆρα ἐμετικόν”, “τί ἡμέρα εἶναι σήμερα;”
Καὶ ἂν κάποιος ὑποφέρῃ τὴν φλυαρίαν του εἶναι ἱκανὸς νὰ μὴ ξεκολλήσῃ ἀπὸ κοντά του.
Πρέπει λοιπὸν νὰ φεύγῃ κανεὶς μὲ τα τέσσαρα μακρυὰ ἀπὸ τοιούτους ἀνθρώπους, ἂν δὲν θέλῃ νὰ πάθῃ πυρετόν διότι δὲν εἶναι εὔκολον πρᾶγμα νὰ ὑποφέρῃ τὴν συναναστροφὴν ἀνθρώπων ποὺ δὲν διακρίνουν πότε ἔχεις ἐργασίαν καὶ πότε καιρὸν διαθέσιμον.
ΑΝΑΙΣΘΗΣΙΑ
Ἡ ἀναισθησία, ἂν θέλῃς νὰ τὴν ὁρίσῃς, εἶναι νωθρότης τῆς ψυχῆς εἰς λόγους καὶ πράξεις. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀναίσθητος.
Ἀφοῦ λογαριάσῃ μὲ τὰς ψήφους (λίθοι για τον υπολογισμό μαθηματικών πράξεων) καὶ κάμῃ τὸ ἄθροισμα, ἐρωτᾷ τὸν παρακαθήμενον “πόσον εἶναι”.
—Ἐνῷ κατηγορεῖται καὶ μέλλει νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸ δικαστήριον πρὸς ἀπολογίαν, λησμονεῖ τὴν δίκην καὶ φεύγει εἰς τὸν ἀγρόν του.
— Εἰς τὸ θέατρον κοιμᾶται κατὰ τὴν παράστασιν καὶ εἰς τὸ τέλος μένει μόνος.
— Ἀφοῦ ἔφαγε πολύ, σηκώνεται τὴν νύκτα διὰ φυσικήν του ἀνάγκην καὶ τὸν δαγκάνει ὁ σκύλος τοῦ γείτονός του.
—Λαμβάνει ὁ ἴδιος κάτι καὶ τὸ ἀποθέτει, ἔπειτα δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ εὕρη.
— Ὅταν εἰδοποιηθῇ ὅτι κάποιος φίλος του ἀπέθανε, διὰ νὰ παρευρεθῇ εἰς τὴν κηδείαν, ἀφοῦ μελαγχολήσῃ καὶ κλαύσῃ λέγει ‘ἀγαθῇ τύχῃ’ (ἡ ὥρα ἡ καλή).
—Εἶναι ἱκανὸς νὰ πάρῃ μαζί του καὶ μάρτυρας, ὅταν πηγαίνῃ νὰ εἰσπράξῃ χρήματα ποὺ τοῦ χρεωστοῦν.
— Ἐνῷ εἶναι χειμών, ἐπιπλήττει τὸν δοῦλον, διότι δὲν τοῦ ἀγόρασε ἀγγούρια.
— Ἀναγκάζει τὰ παιδία του νὰ γυμνάζωνται εἰς τὸ τρέξιμο καὶ τὴν πάλην καὶ προξενεῖ εἰς αὐτὰ ὑπερκόπωσιν.
— Εἰς τὸν ἀγρόν του βράζει ὁ ὶδιος φακῆν καὶ ρίπτει εἰς τὴν χύτραν δύο φορὰς ἅλας, ὥστε τὴν κάνει νὰ μὴ τρώγεται.
— Ἐνῷ βρέχει (τὴν νύκτα), λέγει ‘εὐχάριστον εἶναι (τὸ φῶς) τῶν ἄστρων’ ὅταν οἱ ἄλλοι λέγουν “εἶναι σκοτάδἰ πίσσα”.
— Ἂν κανεὶς τὸν ἐρωτήσῃ ‘πόσοι νεκροὶ νομίζεις ὅτι ἐπέρασαν ἀπὸ τὴν πύλην τοῦ νεκροταφείου, ἀποκρίνεται ‘τόσοι, ὅσους εἴθε νὰ εἴχαμε ἐγὼ καὶ σύ’.
ΑΠΙΣΤΙΑ (ΚΑΧΥΠΟΨΙΑ)
Ἡ ἀπιστία εἶναι βεβαίως γνώμη ποὺ ἔχει κανεὶς δι’ ὅλους ὅτι εἶναι ἄδικοι· ἰδοὺ δὲ τὶ λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄπιστος (καχύποπτος):
— Ὅταν στείλῃ τὸν δοῦλόν του διὰ νὰ ψωνίσῃ, στέλλει κατόπιν δεύτερον διὰ νὰ πληροφορηθῇ, πόσον ἐπλήρωσεν ὁ πρῶτος διὰ τὰ ὀψώνια.
— Εἰς τὸν δρόμον κρατεῖ ὁ ἴδιος τὰ χρήματα καὶ εἰς κάθε στάδιον (185 μέτρα) καθίζει καὶ τὰ μετρᾷ.
— Ὅταν εὑρίσκεται εἰς τὴν κλίνην, ἐρωτᾷ τὴν γυναῖκά του ἂν ἔχῃ κλείσει τὸ κιβώτιον, ἂν εἶναι σφραγισμένο τὸ ἑρμάριον διὰ τὰ ἀσημικὰ καὶ ἂν ἔχῃ βάλει τὸν σύρτην εἰς τὴν θύραν τῆς αὐλῆς· ἂν δὲ ἐκείνη ἀπαντήσῃ ‘ναί’, δὲν πιστεύει, ἀλλὰ σηκώνεται γυμνὸς ἀπὸ τὸ στρῶμα καὶ ἀφοῦ ἀνάψῃ λύχνον περιφέρεται ξυπόλυτος διὰ νὰ τὰ ἐπιθεωρήσῃ ὅλα, καὶ ἔτσι μόνον ἠμπορεῖ νὰ κοιμηθῇ.
— Ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ τοῦ χρεωστοῦν χρήματα ζητεῖ τοὺς τόκους μὲ μάρτυρας, διὰ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ ἀρνηθοῦν.
— Εἶναι ἱκανὸς νὰ δώσῃ καὶ τὸ φόρεμά του πρὸς καθαρισμὸν ὄχι εἰς τὸν καλύτερον καθαριστήν, ἀλλ’ εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀξιόπιστον ἐγγυητήν.
— Ἂν ἔλθῃ κανεὶς νὰ δανεισθῇ ἀπὸ αὐτὸν ποτήρια 3 (χρυσᾶ ἢ ἀργυρᾶ) συνήθως μὲν δὲν τὰ δίδει, ἂν ὅμως εἶναι κάποιος συγγενής του ἢ στενὸς φίλος, τὰ δανείζει, ἀφοῦ πρῶτα τὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ πῦρ καὶ τὰ ζυγίσῃ καὶ σχεδὸν λάβῃ ἐγγυητήν.
— Διατάσσει τὸν δοῦλον ποὺ τὸν συνοδεύει νὰ μὴ βαδίζῃ ὀπίσω ἀλλ’ ἐμπρός του, διὰ νὰ τὸν προσέχῃ μὴ τοῦ φύγῃ εἰς τὸν δρόμον.
— Εἰς ἐκείνους ποὺ ἠγόρασαν ἀπὸ αὐτὸν κάτι καὶ λέγουν ‘πόσον τιμᾶται; γράψε το, διότι δὲν ἔχω τώρα καιρὸν’ ἀπαντᾷ ‘μὴ ἐνοχλεῖσαι, διότι ἐγὼ θὰ σὲ συντροφεύσω ἕως ὅτου εὐκαιρήσῃς’.
ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ (ΒΔΕΛΥΡΟΤΗΤΑ)
Ἡ δυσχέρεια εἶναι ἀμέλεια διὰ τὴν περιποίησιν τοῦ σώματος, ἡ ὁποία προξενεῖ δυσάρεστον αἴσθημα εἰς τοὺς ἄλλους. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ δυσχερής (βδελυρός):
— Ἐνῷ ἔχει λέπραν καὶ λειχῆνας καὶ μαῦρα νύχια ἀπὸ τὸ νόσημα, περιφέρεται εἰς τὸν δρόμον καὶ λέγει ὅτι ταῦτα τοῦ εἶναι ἀσθένειαι κληρονομικαί, διότι τὰ εἴχε καὶ ὁ πατέρας του καὶ ὁ πάππος του, διὰ τοῦτο δὲν ἠμπορεῖ ἄλλος νὰ εἰσχωρήσῃ εἰς τὸ γένος των.
— Εἶναι δὲ βεβαίως ἱκανὸς καὶ ὅταν ἔχῃ πληγὰς εἰς τὸ ἀντικνήμιον ἢ ξεγδάρματα εἰς τοὺς δακτύλους, νὰ μὴ τὰ θεραπεύῃ, ἀλλὰ νὰ τὰ ἀφήνῃ νὰ λαμβάνουν κακοήθη μορφήν.
— Ἔχει τὸ τρίχωμα εἰς τὰς μασχάλας ὅμοιον μὲ τρίχωμα θηρίου, πυκνὸ ποὺ σκεπάζει μέγα μέρος τῶν πλευρῶν του, καὶ τὰ δόντια μαῦρα καὶ καταφαγωμένα, ὥστε νὰ προξενῆ ἀηδίαν καὶ νὰ μὴ ἠμπορῇς νὰ τὸν πλησιάσῃς·
— καὶ πετᾷ τὴν μύξαν του, ἐνῷ τρώγει τὸ φαγητόν του· χώνεται εἰς τὰ αἵματα, ὅταν θυσιάζῃ· ὅταν ὁμιλῇ πρός τινα, τὸν ραντίζει μὲ σάλια ἀπὸ τὸ στόμα του· ἐρεύγεται, ἐνῷ πίνει·
— κοιμᾶται μὲ τὴν γυναῖκά του εἰς στρώματα ρυπαρά·
— εἰς τὸ λουτρὸν μεταχειρίζεται ταγγὸ λᾷδι διὰ νὰ ἀλειφθῇ.
— Φορεῖ χονδρὸν χιτῶνα καὶ μανδύαν πολὺ λεπτὸν μὲ πολλὰς κηλῖδας καὶ πηγαίνει ἔτσι εἰς τὴν ἀγοράν.
— λέγει βλασφημίας, ὅταν ἡ μητέρα του πηγαίνῃ νὰ συμβουλευθῇ οἰωνοσκόπον.
— Ὅταν ἄλλοι προσεύχωνται καὶ κάμουν σπονδάς, ἀφήνει νὰ πέσῃ τὸ ποτῆρί του καὶ γελᾷ, σὰν νὰ ἔκαμε μεγάλο κατόρθωμα.
— Ὅταν ἀκούῃ αὐλητρίδα, μόνος ἀπὸ τοὺς ἀκροατὰς χειροκροτεῖ καὶ συνοδεύει μὲ χαμηλὴν φωνὴν τὸν σκοπὸν καὶ τὴν ἐπιπλήττει, διότι ἔπαυσε τόσον γρήγορα·
— θέλει νὰ πτύσῃ ἐπάνω ἀπὸ τὸ τραπέζι καὶ πτύει τὸν ὑπηρέτην ποὺ προσφέρει τὸ κρασί.
ΜΙΚΡΟΦΙΛΟΤΙΜΙΑ (ΚΕΝΟΔΟΞΙΑ)
Ἡ μικροφιλοτιμία θὰ φανῇ ὅτι εἶναι χαμερπὴς ἐπιθυμία τιμῆς· ἰδοὺ δὲ τὶ λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ μικροφιλότιμος (κενόδοξος):
— Ὅταν προσκληθῇ εἰς δεῖπνον, προσπαθεῖ νὰ καταλάβη θέσιν κοντὰ εἰς τὸν προσκαλέσαντα.
— Φέρει τὸν υἱόν του εἰς τοὺς Δελφούς, διὰ νὰ κόψῃ καὶ ἀφιερώσῃ ἐκεῖ τὰ μαλλιά του.
—Φροντίζει νὰ ἔχῃ δοῦλον διὰ νὰ τὸν ἀκολουθῇ.
— Ὅταν δίδει ὀπίσω εἰς δανειστήν του μνᾶν, φροντίζει νὰ τὴν ἐπιστρέψῃ εἰς καινούρια ἀργυρᾶ νομίσματα.
— Διὰ τὸν κολοιὸν (κόρακα) ποὺ τρέφει εἰς τὸ σπίτι του εἶναι ἱκανὸς νὰ κατασκευάσῃ σκαλίτσαν (κλιμάκιον) καὶ μικρὰν ἀσπίδα ἀπὸ χαλκόν, διὰ νὰ τὴν φορῇ ὁ κολοιὸς καὶ ἔτσι νὰ πηδᾷ εἰς τὴν σκαλίτσαν του·
— ὅταν θυσιάσῃ βόδι, καρφώνει τὸ δέρμα τοῦ μετώπου μὲ τὰ κέρατα, ἀφοῦ δέσῃ γύρω μεγάλα στέμματα, ἀντίκρυ εἰς τὴν εἴσοδον, διὰ νὰ βλέπουν οἱ εἰσερχόμενοι ὅτι ἐθυσίασε βόδι·
— ὅταν συνοδεύσῃ πομπὴν μὲ τοὺς ἱππεῖς, ὅλα τὰ ἄλλα δίδει εἰς τὸν δοῦλόν του νὰ τὰ φέρῃ εἰς τὸ σπίτι του, αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐνδυθῇ τὴν πολιτικὴν στολήν του, περιφέρεται μὲ τὰ σπιρούνια εἰς τὴν ἀγοράν·
—ἂν ἀποθάνῃ σκυλάκι ἀπὸ τὴν Μάλταν, τοῦ κατασκευάζει μνῆμα, στήνει μικρὰν στήλην καὶ γράφει ἐπάνω “Γένος τῆς Μάλτας”· ἂν ἀφιερώσῃ δάκτυλον χάλκινον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἀσκληπιοῦ, τὸν τρίβει καθημέραν, τὸν στολίζει μὲ ἄνθη καὶ τὸν ἀλείφει μὲ μύρον·
—ὅταν εἶναι πρύτανις, κατορθώνει νὰ λάβῃ ἀπὸ τοὺς συναδέλφους του τὴν ἐντολὴν νὰ ἀναγγείλῃ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς θυσίας καὶ ἀφοῦ ἐνδυθῇ λαμπρὸν φόρεμα καὶ στεφανωθῇ παρουσιάζεται εἰς τὸν δῆμον καὶ λέγει· “πολῖται Ἀθηναῖοι, ἐθυσιάζαμεν ἡμεῖς οἱ πρυτάνεις εἰς τὴν μητέρα τῶν θεῶν τὰ Γαλάξια καὶ ἡ θυσία ἦτο καλή· εἴθε σεῖς νὰ ἀπολαύσετε τὰ ἀγαθὰ” καὶ ἀφοῦ ἀπαγγείλῃ αὐτά, ἀπέρχεται εἰς τὸ σπίτι του καὶ διηγεῖται εἰς τὴν γυναῖκά του ὅτι εἶναι ὑπερβολικὰ εὐτυχής.
— Πολὺ συχνὰ κόπτει τὰ μαλλιά του, ἔχει λευκὰ δόντια, ἀλλάζει συχνὰ τὰ φορέματά του, ἐνῷ ἀκόμη εἶναι καλά, καὶ ἀλείφεται μὲ μύρα.
—Εἰς τὴν ἀγορὰν πλησιάζει τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκονται οἱ τραπεζῖται, εἰς τὰ γυμνάσια τοὺς τόπους, ὅπου γυμνάζονται οἱ ἔφηβοι, καὶ εἰς τὸ θέατρον, ὅταν ὑπάρχῃ παράστασις, κάθηται κοντὰ εἰς τοὺς στρατηγούς.
— Διὰ τὸν ἑαυτόν του δὲν ἀγοράζει τίποτε, διὰ τοὺς φίλους του ὅμως (ἐκ φιλοξενίας) ἐκτελεῖ παραγγελίας καὶ στέλλει (ἀγάλματα) εἰς τὸ Βυζάντιον καὶ λακωνικοὺς σκύλους εἰς τὴν Κύζικον καὶ μέλι Ὑμηττοῦ εἰς τὴν Ρόδον· καὶ ἐνῷ κάμῃ αὐτά, τὰ διηγεῖται εἰς ὅλην τὴν πόλιν.
— Εἶναι δὲ ἱκανὸς καὶ πίθηκον νὰ θρέψῃ καὶ τίτυρον (τράγο) νὰ ἔχῃ καὶ περιστέρια Σικελικὰ καὶ ἀστραγάλους (παιχνίδι των αρχαίων) ἐλαφιῶν καὶ ἐλαιοδοχεῖα Θουριακά, ἀπὸ τὰ στρογγύλα καὶ ράβδους καμπύλας ἀπὸ τὴν Λακεδαίμονα καὶ παραπετάσματα μὲ ἐνυφασμένους Πέρσας καὶ μικρὰν παλαίστραν (γυμναστήριο) μὲ ἄμμον καὶ σφαιριστήριον.
— Τὴν παλαίστραν αὐτὴν περιφερόμενος εἰς τὴν πόλιν παραχωρεῖ εἰς σοφιστὰς καὶ ὁπλομάχους καὶ μουσικούς, διὰ νὰ κάμουν μέσα ἐπιδείξεις καὶ αὐτὸς κατὰ τὰς ἐπιδείξεις εἰσέρχεται τελευταῖος, ὅταν ὅλοι πλέον εὑρίσκωνται εἰς τὰς θέσεις των, διὰ νὰ εἴπῃ κἄποιος ἀπὸ τοὺς θεατὰς ὅτι εἰς αὐτὸν ἀνήκει ἡ παλαίστρα.
ΑΝΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ)
Ἡ ἀνελευθερία εἶναι ἔλλειψις φιλοτιμίας ἀποφεύγουσα δαπάνην. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀνελεύθερος (φιλάργυρος).
— Ἂν νικήσῃ (ὡς χορηγὸς) εἰς ἀγῶνα τραγῳδῶν, ἀφιερώνει εἰς τὸν Διόνυσον ξυλίνην πινακίδα, ὅπου γράφει μόνον τὸ ὄνομά του.
— Ὅταν γίνωνται συνεισφοραὶ ὑπὲρ τῆς πόλεως, σηκώνεται σιγὰ καὶ φεύγει ἀπὸ τὴν συνέλευσιν.
— Ὅταν ὑπανδρεύῃ τὴν θυγατέρα του, πωλεῖ τὰ κρέατα τῆς θυσίας, ἐκτὸς τῶν προωρισμένων διὰ τοὺς ἱερεῖς, τοὺς δὲ ὑπηρετοῦντας εἰς τὸν γάμον τοὺς μισθώνει χωρὶς τροφήν.
—Ἐὰν εἶναι τριήραρχος, στρώνει εἰς τὸ κατάστρωμα τὰ στρώματα τοῦ κυβερνήτου, τὰ δὲ ἰδικά του θέτει κατὰ μέρος διὰ νὰ μὴ φθείρωνται.
— Εἶναι δὲ ἱκανὸς νὰ μὴ στείλῃ καὶ τὰ τέκνα του εἰς τὸ σχολεῖον, ἀλλὰ νὰ εἴπῃ ὅτι ἀσθενοῦν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Μουσῶν, διὰ νὰ μὴ συνεισφέρουν εἰς τὰς δαπάνας τῆς ἑορτῆς.
— Ὅταν ψωνίσῃ εἰς τὴν ἀγοράν, φέρει ὁ ἴδιος τὰ κρέατα καὶ τὰ λάχανα εἰς τὸν κόλπον του — Μένει μέσα εἰς τὸ σπίτι του, ὅταν δώσῃ νὰ πλύνουν τὸ φόρεμά του.
— Ἐὰν φίλος του συλλέγῃ ἐράνους, ἐνῷ ἔχει συνομιλήσει περὶ αὐτοῦ, βλέποντάς τον νὰ πλησιάζῃ ἀλλάζει τὸν δρόμον του καὶ μὲ ἕνα γῦρον ἐπιστρέφει εἰς τὸ σπίτι του.
— Διὰ τὴν γυναῖκά του, ποὺ τοῦ ἔδωσε προῖκα, δὲν ἀγοράζει ὑπηρέτριαν ἀλλὰ μισθώνει ἕνα παιδάριον διὰ νὰ τὴν συνοδεύῃ, ὅταν ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν γυναικείαν ἀγοράν.
— Φορεῖ ὑποδήματα συνερραμμένα μὲ πολλὰς ἐπιδιορθώσεις καὶ λέγει ὅτι εἶναι σκληρὰ σὰν κέρατο.
— Ὅταν σηκωθῇ σαρώνει ὁ ῖδιος τὸ σπίτι καὶ καθαρίζει ἀπὸ κοριοὺς τὰς κλίνας.
— Ὅταν καθίζῃ, γυρίζει ἀνάποδα τὸ μάλλινον φόρεμα (τρίβωνα) ποὺ φορεῖ, (διὰ νὰ μὴ λερώσῃ).
ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ
Ἡ ἀλαζονεία βεβαίως θὰ φανῇ ὅτι εἶναι κάποια προσποίησις διὰ μὴ ὑπάρχοντα ἀγαθά. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἀλαζών:
— Στέκει εἰς τὴν προκυμαίαν (τοῦ Πειραιῶς) καὶ διηγεῖται εἰς ξένους ὅτι ἔχει δώσει πολλὰ χρήματα εἰς θαλασσοδάνεια, περιγράφει λεπτομερῶς τὴν ἐργασίαν αὐτὴν καὶ πόσα αὐτὸς ἐκέρδισε καὶ ἔχασε· συγχρόνως ἐνῷ καυχᾶται δι’ αὐτὰ, στέλλει τὸν δοῦλόν του εἰς τὴν τράπεζαν, ἂν καὶ δὲν ἔχει κατάθεσιν οὔτε μιᾶς δραχμῆς.
— Εἶναι ἱκανὸς καὶ συνταξιδιώτην του καθ’ ὁδὸν νὰ ἐμπαίξῃ λέγων ὅτι ἐξεστράτευσε μαζὶ μὲ τὸν Ἀλέξανδρον καὶ πῶς ἐκεῖνος ἐφέρετο πρὸς αὐτὸν καὶ πόσα λιθοκόλλητα ποτήρια ἔφερε ἀπὸ τὴν ἐκστρατείαν· νὰ ὑποστηρίζῃ δὲ ὅτι οἱ τεχνῖται τῆς Ἀσίας εἶναι καλύτεροι ἀπὸ τοὺς τεχνίτας τῆς Εὐρώπης· καὶ λέγει ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ ἔχῃ μεταβῆ εἰς κανένα ἄλλον τόπον ἔξω τῆς πόλεως·
— καὶ ἐπιστολὰς δὲ τρεῖς λέγει ὅτι ἔλαβε ἀπὸ τὸν Ἀντίπατρον, μὲ τὰς ὁποίας τὸν ἐπροσκάλεσε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν Μακεδονίαν καὶ ὅτι, ἐνῷ τοῦ ἐδίδετο ἄδεια ἐξαγωγῆς ξυλείας (ἀπὸ τὴν Μακεδονίαν) χωρὶς δασμόν, δὲν ἐδέχθη, διὰ νὰ μὴ τὸν συκοφαντήσῃ κανείς, ὅτι εἶναι περισσότερον παρ’ ὅσον πρέπει φίλος τῶν Μακεδόνων
— Κατὰ τὴν σιτοδείαν λέγει ὅτι αὐτὸς ἔχει ἐξοδεύσει περισσότερα ἀπὸ πέντε τάλαντα εἰς βοήθειαν τῶν πτωχῶν πολιτῶν, διότι δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἀρνηθῇ.
—Εὑρισκόμενος μεταξὺ ἀγνώστων προσώπων παρακαλεῖ ἕνα ἐξ αὐτῶν νὰ λογαριάσῃ μὲ τὰς ψήφους (λίθοι για τον υπολογισμό αριθμητικών πράξεων) καὶ ἀφοῦ μετρήσῃ κατὰ ἑξακοσίας δραχμὰς καὶ κατὰ μνᾶν καὶ προσθέσῃ πρὸς πιστοποίησιν καὶ ὀνόματα ὀφειλετῶν εἰς κάθε ποσὸν ἀπὸ αὐτά, ἀναβιβάζει τὸ ὁλικὸν ἄθροισμα εἰς δέκα τάλαντα· καὶ αὐτά, λέγει, ἐδόθησαν ἀπὸ αὐτὸν εἰς ἐράνους, παραλείπει δὲ νὰ προσθέσῃ τὰς τριηραρχίας καὶ τὰς ἄλλας δημοσίας λειτουργίας ποὺ ἀνέλαβε.
— Εἰς τὴν ἀγορὰν τῶν ἵππων πλησιάζει ἐκείνους ποὺ πωλοῦν τοὺς καλυτέρους καὶ προσποιεῖται ὅτι θέλει νὰ ἀγοράσῃ.
— Ἔρχεται εἰς τὰ ἐπιπλοπωλεῖα καὶ ζητεῖ ἱματισμὸν ἀξίας δύο ταλάντων, ὑβρίζει δὲ τὸν δοῦλόν του, διότι δὲν ἔφερε μαζί του τὰ ἀναγκαῖα χρήματα.
— Ἐνῷ κατοικεῖ εἰς σπίτι μὲ ἐνοίκιον, λέγει εἰς ἐκεῖνον ποὺ δὲν τὸ γνωρίζει, ὅτι εἶναι πατρικό του καὶ ὅτι θὰ τὸ πωλήσῃ, διότι εἶναι μικρὸ σχετικῶς πρὸς τοὺς ξένους ποὺ φιλοξενεῖ.
ΔΕΙΛΙΑ
Ἡ δειλία βεβαίως ἠμπορεῖ νὰ φανῇ ὅτι εἶναι ὑποχώρησις τῆς ψυχῆς ἀπὸ φόβον. Ἰδοὺ δὲ τί λογῆς ἄνθρωπος εἶναι ὁ δειλός:
— Ὅταν ταξιδεύῃ μὲ πλοῖον, νομίζει ὅτι τὰ ἀκρωτήρια εἶναι πειρατικὰ πλοῖα.
— Ἂν γίνῃ θαλασσοταραχή, ἐρωτᾷ μήπως κανεὶς ἀπὸ τοὺς πλέοντας δὲν ἔχει μυηθῆ τὰ μυστήρια (τῆς Σαμοθράκης) καὶ ἀφοῦ σηκώσῃ τὸ κεφάλι, ἐρωτᾷ τὸν πλοίαρχον ἂν τὸ πλοῖον εὑρίσκεται εἰς τὸ πέλαγος καὶ πῶς κρίνει τὸν καιρόν, καὶ εἰς τὸν παρακαθήμενον λέγει ὅτι φοβεῖται ἀπὸ ἕνα ὄνειρο ποὺ εἶδε· καὶ ἀφοῦ ἐκδυθῇ, δίδει τὸν χιτῶνά του εἰς τὸν δουλόν του καὶ παρακαλεῖ (τοὺς ναύτας) νὰ τὸν φέρουν εἰς τὴν ξηράν.
— Ὅταν εὑρίσκεται εἰς ἐκστρατείαν κατὰ τὴν ἐξόρμησιν τοῦ πεζικοῦ προσκαλεῖ τοὺς συνδημότας του καὶ τοὺς παρακαλεῖ νὰ σταθοῦν πρῶτα κοντὰ καὶ νὰ παρατηρήσουν γύρω, διότι, λέγει, εἶναι δύσκολον νὰ διακρίνῃ κανεὶς ποῖοι ἀπὸ τὰ δύο διαμαχόμενα μέρη εἶναι οἱ ἐχθροί.
—Καὶ ὅταν ἀκούῃ φωνὰς καὶ βλέπῃ νὰ φονεύωνται, λέγει εἰς τοὺς συντρόφους του ὅτι ἀπὸ τὴν βίαν του ἐλησμόνησε τὸ ξίφος καὶ τρέχει εἰς τὴν σκηνήν· ἀφοῦ δὲ στείλῃ ἔξω τὸν δοῦλόν του καὶ τὸν διατάξῃ νὰ ἴδῃ ποῦ εἶναι οἱ ἐχθροί, αὐτὸς τὸ κρύπτει ὑπὸ τὸ προσκέφαλον καὶ ἔπειτα χρονοτριβεῖ πολύ, διότι τάχα τὸ ζητεῖ εἰς τὴν σκηνήν.
— Ὅταν βλέπῃ ὅτι κάποιον φίλον του πληγωμένον φέρουν εἰς τὸ στρατόπεδον, τρέχει πρὸς αὐτόν, τὸν ἐνθαρρύνει καὶ ὑποβαστάζοντας τὸν φέρει εἰς τὴν σκηνήν· ἐκεῖ τὸν περιποιεῖται, σπογγίζει τὸ αἷμα γύρω καὶ καθήμενος κοντά του διώχνει τὲς μύγες ἀπὸ τὴν πληγήν· καὶ κάθε ἄλλο προτιμᾷ νὰ κάμῃ παρὰ νὰ πολεμῇ μὲ τοὺς ἐχθρούς·
— ἂν ὁ σαλπιγκτὴς σαλπίσῃ τὸ πολεμικόν, καθήμενος εἰς τὴν σκηνὴν λέγει ‘στὸ διάβολο’ δὲν θὰ ἀφήσῃς τὸν ἄνθρωπον νὰ κοιμηθῇ ὀλίγον μὲ τὰ σαλπίσματα σου;
—Καὶ καταματωμένος ἀπὸ τὴν ξένην πληγὴν συναντᾷ τοὺς ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν μάχην καὶ διηγεῖται ‘μὲ κίνδυνον τῆς ζωῆς μου ἔχω σώσει ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους μου’· καὶ συγχρόνως φέρει μέσα εἰς τὴν σκηνὴν πρὸς τὸν πληγωμένον τοὺς συνδημότας καὶ φυλέτας του διὰ νὰ τὸν ἴδουν καὶ διηγεῖται εἰς τὸν καθένα ὅτι ὁ ἴδιος μὲ τὰ χέρια του τὸν ἔφερεν εἰς τὴν σκηνήν.
----------------
Σχόλιο
Τα ανωτέρω είδη χαρακτήρων είναι πανδημικά, με έντονο αίσθημα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης, δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι έχουν επιβιώσει δια μέσω των αιώνων, διαδραματίζοντας ενίοτε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εκάστοτε πολιτικά – κοινωνικά δρώμενα. Ζούν και ευδοκιμούν σε όλες τις νεοελληνικές κοινωνικές εκφάνσεις προσφέροντας ανιδιοτελώς ή επ’ αμοιβή (δημόσιες σχέσεις) τις υπηρεσίες του.
Οι λόγοι για τους οποίους προσφέρεται πεδίο δόξης λαμπρό στους σύγχρονους «παρασιτικούς δυνάστες» είναι οι ανύπαρκτες κοινωνικές – ηθικές αξίες & αρχές όπως χαμηλή αυτοπεποίθηση, αυταρέσκεια, αλαζονεία, ματαιοδοξία, ροπή προς τη φιλαργυρία, κοινωνική ασυδοσία, προβολή φθηνών κοινωνικών προτύπων, ανάδειξη «πομφολύγων» σε ειδήμονες – επαΐοντες, κοινωνική ανοχή (αλλά και τάση) στις ατέρμονες ρηχές αναλύσεις των εκάστοτε προβλημάτων (οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών) υπερπροβολή ασήμαντων αμπελοφιλοσόφων, ανάδειξη της δειλίας σε υπέρτατο προσόν, κ.ά .
Το παράδοξο το οποίο συμβαίνει με τις συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων είναι ότι ενώ οι περισσότεροι εξ ημών δημόσια τους απορρίπτουν κατ’ ιδίαν τους επιζητούν ενθαρρύνοντας έμμεσα να συνεχίσουν το «θεάρεστο και παραγωγικό» έργο τους .
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου