Επιστρέφω σπίτι εξαντλημένος. Όχι, δεν είναι η εξάντληση στο σώμα. Ποτέ δεν είναι. Το σώμα τη βρίσκει πάντα την άκρη. Αν εξαντληθεί και χρειάζεται ξεκούραση, αρρωσταίνει για να το ξεκουράσεις με το ζόρι. Αν σου λείψει η φροντίδα πολύ, αρρωσταίνει και πάλι για να σε φροντίσει κάποιος. Το σώμα πάντα τη βρίσκει την άκρη του. Επιστρέφω, που λες, σπίτι εξαντλημένος. Το μυαλό μου είναι σαν ένα κομπιούτερ με χίλια ανοιχτά παράθυρα ταυτόχρονα και δεν τολμώ να κλείσω κανένα. Όλη η εβδομάδα έτσι πήγε. Όλη η εβδομάδα Κυριακή. Και μια σκέψη που έρχεται ακόμα και αν αντιστέκομαι και κάνω πως δεν της απαντάω. Μια σκέψη ό,τι πρέπει για κρίση πανικού: «Και, αν δε με αγάπησε ποτέ κανείς»;
Ο κόσμος όλος ήταν σήμερα μέσα στη γκρίνια και την απογοήτευση. Οι περισσότεροι περαστικοί μαλώνανε στο τηλέφωνο. Και η Άννα με πήρε για να μου πει ότι, μάλλον, εκείνος δεν την αγαπάει. Δεν την αγαπάει; Δεν την αγαπάει πια; Δεν την αγάπησε ποτέ; Δεν ξέρω σε ποιο συμπέρασμα κατέληξε το μυαλό της. Δεν προλάβαμε να το συζητήσουμε. Ήταν επείγον να μαλώσουν πρώτα για το τι θα έκαναν το βράδυ. Να μαλώσουν για το αν θα βγουν ή όχι, για ποια ταινία θα δουν αν θα μείνουν σπίτι, να μαλώσουν για το φαγητό, για τα νέα μέτρα, για τον ενοχλητικό γείτονα, για το ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση. Να μαλώσουν για να μην συζητήσουν πως και οι δύο πιστεύουν πως ο Άλλος δεν τους αγαπάει πια. Αλλά έτσι είμαστε οι άνθρωποι. Κανείς δεν κοιτάει τον εαυτό του στις ερωτικές σχέσεις. Όλοι πάντα θέλουν να μιλήσουν για τον Άλλο. Άσε, επιτέλους, τον Άλλο. «Εσύ τον αγαπάς;», πρόλαβα μόνο να ρωτήσω. «Αυτό λύσε πρώτα. Και έπειτα τα υπόλοιπα». Αλλά –είπαμε- ο καυγάς ήταν θέμα πιο επείγον. Ο Μενέλαος Λουντέμης έλεγε: «Αγαπώ θα πει εγώ αγαπώ… Το τι κάνει ο άλλος είναι δική του δουλειά».
«Και εγώ; Ξέρω πολύ καλά πλέον πότε αγάπησα και πότε όχι. Και εμένα; Με αγάπησε κανείς εμένα»; Φτιάχνω ένα τσάι και παίρνω και κάτι μπισκότα μπας και χορτάσουν τα συναισθήματά μου. «Και εμένα»; Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος. Πώς το καταλαβαίνεις; Κοιτάς αν άκουσες ποτέ τη φράση «σ’ αγαπώ»; Μετράς πόσες φορές την άκουσες; Δεν μετριούνται αυτά τα πράγματα, καρδιά μου. Το νοιάξιμο δεν είναι προσθέσεις και αφαιρέσεις και μαθηματικοί υπολογισμοί. Απόδειξη ότι πάντα νοιάζομαι πολύ, αλλά στα μαθηματικά είμαι σκράπας. Και αυτό το «σ’ αγαπώ» τι σημαίνει στ’ αλήθεια; Παρόλο που χρησιμοποιείται τόσο συχνά και τόσο εύκολα σαν να είναι το πιο απλό πράγμα του κόσμου, δεν υπάρχει ορισμός στο λεξικό. Ένα σχήμα λόγου. Τίποτα περισσότερο. Ένα σχήμα λόγου τόσο μοναδικής σημασίας όσο και ο εκάστοτε άνθρωπος που το ξεστομίζει.
Το «σ’ αγαπώ» δεν εκφράζεται πάντα με ένα «σ’ αγαπώ». Μπορεί να εκφραστεί με ένα χαμόγελο, με ένα «να προσέχεις», με θυμό, με παντελή και απρόσμενη εξαφάνιση. Γιατί ποτέ δεν έχεις ανάγκη να εξαφανιστείς και να αλλάξεις όλες σου τις συνήθειες για να αποφύγεις έναν άνθρωπο που δεν αγαπάς. Το «σ’ αγαπώ» μπορεί να εκφραστεί με την ερώτηση «Πεινάς;» ή «Μήπως θέλεις τη σοκολάτα μου;». «Μήπως κρυώνεις;», «Να σε σκεπάσω;». Ακόμα και όταν κάποιος σε κοροϊδεύει για γνωρίσματα του χαρακτήρα σου- ναι, και αυτό μπορεί να είναι ένδειξη αγάπης για τον απλούστατο λόγο ότι δείχνει πως σε γνωρίζει και σε καταλαβαίνει. Και αυτό, που λες, δεν είναι απλό πράγμα.
Πρέπει να σε αγαπάει κάποιος για να αφιερώσει το χρόνο του για να σε παρατηρήσει, να σε γνωρίσει και να σε καταλάβει στ’ αλήθεια. Θέλει κόπο και χρόνο. Και αγάπη. Tο «σ’ αγαπώ», λοιπόν, με την ακριβή αυτή εκφώνηση, μπορεί και να μην ειπωθεί ποτέ. Ή, στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να ειπωθεί όταν θα είναι πολύ αργά. (Ναι, σε αντίθεση με όλα όσα λένε τα inspirational αναγνώσματα, υπάρχει και το «πολύ αργά» σε αυτά τα πράγματα). Αλλά έχει στ’ αλήθεια τόση σημασία; Και καμιά φορά αγαπάς ανθρώπους σε μια γλώσσα που δεν μπορούν να καταλάβουν. Και εκείνοι –ή άλλοι- σε αγαπούν με τη σειρά τους σε μια γλώσσα που δεν μπορείς να καταλάβεις εσύ. Όσο και να διαβάσουμε, όσο και να φανταστούμε, όσες γλώσσες και να μάθουμε. Και νιώθουμε όλοι στερημένοι, χωρίς να είμαστε στ’ αλήθεια. Κρίμα κι άδικο.
Το ότι κάποιος δε σε αγαπάει όπως θα θελες, δε σημαίνει πως δε σε αγαπάει με ό,τι έχει και δεν έχει. Το ότι κάποιος δε σε αγαπάει με έναν τρόπο που να σου είναι γνώριμος και να τον καταλαβαίνεις, δε σημαίνει ότι αυτή την ίδια στιγμή δεν κάνει τη δική του υπέρβαση. Και, όμως, κοιτάς πίσω και νιώθεις αδικημένος, στερημένος. Νιώθεις πως έδωσες περισσότερα από όσα πήρες. Έδωσες περισσότερα, ε; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Γιατί αυτά τα πράγματα δε ζυγίζονται, καρδιά μου. Και δεν αγαπούν όλοι με τον ίδιο τρόπο.
Φτιάχνω δεύτερο τσάι. Κρύωσε το πρώτο. Ανάβω και ένα τσιγάρο και σκέφτομαι: «Το μόνο που μπορεί να μας κάνει δυστυχισμένους είναι η εικόνα που έχουμε φτιάξει στο μυαλό μας για το πώς θα μπορούσαμε να είμαστε ευτυχισμένοι». Κουτάκια, κατηγορίες, ταμπέλες. Προσδοκίες σκηνοθετημένες με απόλυτη λεπτομέρεια. Πρωταγωνιστές με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, συγκεκριμένες αντιδράσεις, συγκεκριμένους διαλόγους, συγκεκριμένες εκμυστηρεύσεις.
Όμως δεν εκφράζονται όλοι σαν σταρ ταινιών του Χόλυγουντ. Όμως δεν εκφράζονται όλοι σαν τους ήρωες των βιβλίων σου. Όμως δεν εκφράζονται όλοι σαν εσένα. Όμως δεν αγαπούν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Κάποιοι δε θεωρούν πως έχουν σοβαρή και αξιοσημείωτη σχέση μέχρι να ακούσουν αυτό το «σ’ αγαπώ». Άλλοι δε θεωρούν πως πιάνεται η απιστία για απιστία πριν από αυτή την εκφώνηση. Αυτούς τους ανθρώπους να μην τους πιστεύεις αλλά να τους συμπονάς. Και, κυρίως, να μην παίρνεις τις συμβουλές τους στα ερωτικά και πολύ τοις μετρητοίς.
Η αγάπη, φίλοι μου, δε χωράει σε κουτάκια. Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι. Ακόμα και ο ίδιος άνθρωπος είναι διαφορετικός με διαφορετικούς ανθρώπους. Για να αγαπήσεις τον άλλο στ’ αλήθεια, απόλυτα, θα πρέπει πρώτα να αγαπάς με τον ίδιο τρόπο τον εαυτό σου. Και δε φτάνουν όλοι οι άνθρωποι με την ίδια ταχύτητα εκεί. Μην κρίνεις απερίσκεπτα και αυστηρά τον τρόπο που μπορεί να σε αγαπήσει ο άλλος – το δικό του το λίγο μπορεί να είναι ό,τι περισσότερο έχει δώσει. Το αν σου φτάνει ή όχι- ε, αυτό είναι άλλο θέμα. Γιατί στην αγάπη συμβαίνει πως ξέρεις πόσα σου δίνει ο άλλος αλλά δεν ξέρεις ποτέ πόσα έχει. «Η προηγούμενη σχέση μου με αγαπούσε περισσότερο». Βρε, τι μας λες. Θα σου δώσω, λοιπόν, ένα μικρό παράδειγμα. Ένας άνθρωπος σου δίνει δέκα ευρώ και ένας άλλος σου δίνει είκοσι. Εσύ δέχεσαι τον δεύτερο και βγάζεις το συμπέρασμα πως αυτός σε νοιάζεται και σε υπολογίζει περισσότερο. Θα σου πω, όμως, και κάτι που δεν ξέρεις: Ο δεύτερος άνθρωπος είχε πάνω του εκατό ευρώ και σου έδωσε τα είκοσι. Ο πρώτος είχε μόνο δέκα.
Υπάρχει, όμως, λύση σε αυτό το χάος; «Δεν υπάρχουν αδιέξοδα», μουρμουράω. Λύση υπάρχει. Πάντα υπάρχει. Το αν σου αρέσει αυτή η λύση ή όχι- ε, αυτό είναι άλλο θέμα. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να δείξουμε την αγάπη μας με τον τρόπο που έχουμε καταλάβει πως την αντιλαμβάνεται ο Άλλος. Δεν μπορούμε να βρούμε τη «μέση λύση» σε αυτό το θέμα για τον απλούστατο λόγο πως δεν υπάρχει. Άκου εκεί «μέση λύση». Μέση, μέτρια, μέτρο. Τι μέτρο, καλέ;
Η αγάπη δεν είναι μετριότητα, είναι κορύφωση. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθούμε να βρεθούμε κάπου στη μέση. Πρέπει να βρισκόμαστε ταυτόχρονα και στα δύο άκρα. Και στις δύο μοναδικές εκφράσεις του «σ’ αγαπώ».
Προσωπικά, όταν αγαπώ κάποιον, προτιμώ να το δείχνω. Το «σ’ αγαπώ» μου είναι πολύ ακριβό. Και το χρησιμοποιώ δύσκολα, ακριβώς επειδή για μένα είναι σημαντικό και πανάκριβο. Και σημαίνει τα πάντα.
«Δε λες εύκολα «σ’ αγαπώ» επειδή φοβάσαι τη δέσμευση», μου λένε συχνά. Φυσικά. Δίκιο έχετε. Φοβάμαι τη δέσμευση. Να θυμάστε, όμως, πως εμείς που αποφεύγουμε τη δέσμευση είναι ακριβώς επειδή τη θεωρούμε το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο. Επειδή την θεωρούμε κορύφωση. Τη φοβόμαστε και την αποφεύγουμε, γιατί για μας σημαίνει πολλά. Και κάθε φορά που λέμε αυτή τη φράση, αυτό το σχήμα λόγου, αυτή την προσωπική εκφώνηση, σημαίνει για μας το σύμπαν όλο. Και δεν την παίρνουμε ποτέ πίσω. Και άσε όλους τους άλλους να λένε όλη μέρα σ’ αγαπώ. Και μετά τίθεται το ζήτημα: Ποιο εννοείς από τα δύο; «Σ΄ αγαπώ, επειδή σε χρειάζομαι» ή «Σε χρειάζομαι, επειδή σ’ αγαπώ»; Από το ένα στο άλλο, ένα χάος διαφορά. Αλλά αυτό είναι μεγάλο θέμα. Και θα το συζητήσουμε άλλη φορά.
Φαντασιώνομαι έναν κόσμο απόλυτης ειλικρίνειας
Έναν κόσμο που οι άνθρωποι θα έχουν την αλήθεια ως μόνο τρόπο επικοινωνίας – όχι από υποχρέωση, όχι από επιβολή αλλά από συνειδητή επιλογή.
Φαντασιώνομαι έναν κόσμο όπου δεν θα υπάρχουν δικαιολογίες και «αθώα» ψεματάκια. Όταν θα παίρνεις τηλέφωνο στο γραφείο για να ειδοποιήσεις πως δε θα πας, θα λες: «Δε θα έρθω γιατί είμαι ερωτευμένος. Και σήμερα αυτό είναι πιο σημαντικό». Όταν θα σε προσκαλούν κάπου, θα απαντάς «Όχι, ευχαριστώ. Δε θέλω». Όχι «δεν μπορώ», όχι «κάτι μου έτυχε». Σκέτο «δε θέλω». Η μόνη σωστή απάντηση στο «Γιατί δε θες» θα είναι «Γιατί δε θέλω» – σε όλες τις περιπτώσεις. Οι άνθρωποι θα λέμε «όχι» και «δε θέλω» πολύ συχνά. Δε θα πιεζόμαστε συνεχώς να κάνουμε πράγματα ούτε να βλέπουμε ανθρώπους που μας δυσαρεστούν. Θα κάνουμε μόνο ό,τι μας ευχαριστεί- εάν δεν προσβάλλει ούτε πληγώνει κάποιον άλλον. Θα είμαστε ευτυχισμένοι με τις επιλογές μας. Θα είμαστε ελεύθεροι.
Η αλήθεια θα είναι η συνειδητή μας επιλογή. Θα απαντάς στους εργοδότες: «Δε δουλεύω εθελοντικά, γιατί είμαι καλός στη δουλειά μου. Εθελοντισμό κάνω για σκοπούς που εγώ θεωρώ ιερούς. Και, ακόμα και αν δούλευα εθελοντικά, δε θα δούλευα ποτέ για σας, γιατί δε σας σέβομαι. Δε θα μπορούσα ποτέ να σεβαστώ κάποιον που εκμεταλλεύεται ανθρώπους, βλέπετε». Φαντασιώνομαι έναν κόσμο όπου το
«με συγχωρείς» θα είναι πάντα ερώτηση και ποτέ κατάφαση. Έναν κόσμο που κανείς δε θα υπόσχεται ό,τι δεν είναι σίγουρος πως μπορεί να τηρήσει. Έναν κόσμο όπου δε θα υπάρχει στη γλώσσα μας η έκφραση «για πάντα».
Όταν θα γνωρίζεις έναν άνθρωπο θα λες: «Μου αρέσεις. Θέλεις να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον; Θες να βαρύνουμε ο ένας τον άλλον με μη ρεαλιστικές προσδοκίες; Να ανταλλάξουμε ψυχολογικά προβλήματα και να κολλήσει ο ένας τον άλλον φοβίες που δεν έχει ήδη; Θες να μου δανείσεις τα χείλη σου; Να τα φιλάω όλη μέρα και να μη τα χορταίνω, να γίνουμε ένα μέχρι να μισήσουμε ο ένας τον άλλον, γιατί χάσαμε τον εαυτό μας; Δε θα είναι εύκολο. Δε θα είναι πάντα ευχάριστο. Πολλές φορές, όμως, θα είναι. Και θα αξίζει τον κόπο. Μου αρέσεις πολύ. Έλα να με σπάσεις.
Έλα να με αλλάξεις.
Έλα να με ραγίσεις τόσο πολύ που να πιστέψω πως δε θα συνέλθω ποτέ ξανά. Να χαθώ μέσα σε σένα και να χαθείς μέσα σε μένα και να μη θελήσουμε να ξαναβρεθούμε. Να θέλουμε να μείνουμε χαμένοι. Μου αρέσεις. Έλα να ζεστάνεις την καρδιά μου μέχρι να σπάσει από την πολλή θερμότητα. Και μετά θα σε μισήσω. Θα σε μισήσω όχι γιατί με πλήγωσες, όχι γιατί με πρόδωσες. Θα σε μισήσω γιατί μου έκλεψες ένα κομματάκι της πίστης μου στην ανθρωπότητα. Ένα κομματάκι που δε θα πάρω ποτέ πίσω. Θα σε μισήσω γιατί μου έκλεψες την αθωότητά μου. Γιατί με άλλαξες. Μου αρέσεις. Έλα να με αλλάξεις». Αυτόν τον κόσμο ονειρεύομαι.
Έναν κόσμο απόλυτης ειλικρίνειας. Έναν κόσμο που ο σερβιτόρος θα με ρωτάει «τι θα πάρετε» και θα απαντώ: «Τα συνηθισμένα. Λάθος αποφάσεις. Και, αν γίνεται, τα βουνά».
Η παρεξηγημένη έννοια της καλοσύνης Λένε συχνά πως πρέπει να κάνεις πάντα το καλό ακόμα και αν αυτό που εισπράττεις από τους ανθρώπους είναι το κακό. Λένε πως αυτό που δίνεις δεν πρέπει να έχει σχέση με αυτό που παίρνεις. Λένε πως, αν κάνεις καλό στους ανθρώπους που σου κάνουν κακό, θα είσαι ευτυχισμένος γιατί θα ξέρεις πως δεν είσαι σαν κι αυτούς. Λες και δεν ήξερες ήδη πως δεν είσαι σαν κι αυτούς. Λες και δεν ξέρει ο καθένας για τον εαυτό του τι είναι και τι δεν είναι. Λες και, αν χρησιμοποιήσεις όλη σου την ενέργεια για να φερθείς καλά σε έναν άνθρωπο που δεν το αξίζει και σε πληγώνει επίτηδες, εσύ θα νιώσεις υπεράνω – γιατί, όμως, να νιώθεις την ανάγκη να νιώσεις υπεράνω κάποιου άλλου; Γιατί να νιώθεις την ανάγκη να νιώσεις υπεράνω ενός ανθρώπου που δεν εκτιμάς;
Λένε πολλά. Λένε αμπελοφιλοσοφίες.
Λένε κάτι που διάβασαν κάπου και τους ακούστηκε «σοφό» και «ζεν». Λένε κάτι που ποτέ δεν κάνουν πράξη. Δεν πρόκειται να κάνω ποτέ το κακό, γιατί απλώς δεν είναι μέρος του χαρακτήρα μου. Δεν πρόκειται να κάνω ποτέ το κακό, γιατί απλώς βαριέμαι να ασχοληθώ με το κακό – από τεμπελιά και έλλειψη κινήτρου, αν θες. Το κακό μού είναι αδιάφορο, επειδή η αδιαφορία τού αξίζει. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως το καλό μου διατίθεται πλέον «δωρεάν» και προς όλους.
Το καλό μου είναι ακριβό και απευθύνεται σε ανθρώπους που προσπαθούν να το κερδίσουν. Το καλό μου είναι ακριβό και απευθύνεται σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να κάνουν και οι ίδιοι καλό –όχι απαραίτητα σε εμένα. Η καλοσύνη δεν πρέπει να συγχέεται για μαλθακότητα, χαζομάρα και έλλειψη δυνατού χαρακτήρα. Αντίθετα, η καλοσύνη απαιτεί απίστευτη ψυχική δύναμη.
Η καλοσύνη είναι κορύφωση. Κι οφείλει να είναι ακριβή.
Και, αν είσαι καλός σε κάτι, ποτέ μην το προσφέρεις σε κάποιον που ξέρεις καλά πως δεν εκτιμά την αξία του. Γιατί, να σου πω κι ένα μυστικό; Η καρδιά σπάει. Και η υπομονή εξαντλείται. Και, αν δώσεις όλες σου τις ευκαιρίες σε ανθρώπους που δεν το αξίζουν, τότε για εκείνους που το αξίζουν πραγματικά θα είσαι πλέον μόνος, μελαγχολικός και σπασμένος. Ο άνθρωπος, καρδιά μου, μπορεί να αντέξει πολύ περισσότερα από όσα νομίζει – δεν μπορεί, όμως, να αντέξει τα πάντα.
Η καλοσύνη είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο. Δε ζητά ανταλλάγματα. Δε ζητά αποδείξεις. Δε ζητά ρέστα.
Για να είναι ένας άνθρωπος καλός, σημαίνει πως είναι δυνατός. Αλλά έχουν και ένα κακό οι καλοί άνθρωποι: δεν κρίνουν σωστά τους χαρακτήρες των άλλων. Γιατί νομίζουν πως όλοι σκέφτονται σαν αυτούς.
Η παρεξηγημένη έννοια της καλοσύνης
Λένε συχνά πως πρέπει να κάνεις πάντα το καλό ακόμα και αν αυτό που εισπράττεις από τους ανθρώπους είναι το κακό. Λένε πως αυτό που δίνεις δεν πρέπει να έχει σχέση με αυτό που παίρνεις. Λένε πως, αν κάνεις καλό στους ανθρώπους που σου κάνουν κακό, θα είσαι ευτυχισμένος γιατί θα ξέρεις πως δεν είσαι σαν κι αυτούς. Λες και δεν ήξερες ήδη πως δεν είσαι σαν κι αυτούς. Λες και δεν ξέρει ο καθένας για τον εαυτό του τι είναι και τι δεν είναι.
Λες και, αν χρησιμοποιήσεις όλη σου την ενέργεια για να φερθείς καλά σε έναν άνθρωπο που δεν το αξίζει και σε πληγώνει επίτηδες, εσύ θα νιώσεις υπεράνω – γιατί, όμως, να νιώθεις την ανάγκη να νιώσεις υπεράνω κάποιου άλλου; Γιατί να νιώθεις την ανάγκη να νιώσεις υπεράνω ενός ανθρώπου που δεν εκτιμάς;
Λένε πολλά. Λένε αμπελοφιλοσοφίες. Λένε κάτι που διάβασαν κάπου και τους ακούστηκε «σοφό» και «ζεν». Λένε κάτι που ποτέ δεν κάνουν πράξη.
Δεν πρόκειται να κάνω ποτέ το κακό, γιατί απλώς δεν είναι μέρος του χαρακτήρα μου. Δεν πρόκειται να κάνω ποτέ το κακό, γιατί απλώς βαριέμαι να ασχοληθώ με το κακό – από τεμπελιά και έλλειψη κινήτρου, αν θες. Το κακό μού είναι αδιάφορο, επειδή η αδιαφορία τού αξίζει. Αλλά αυτό δε σημαίνει πως το καλό μου διατίθεται πλέον «δωρεάν» και προς όλους. Το καλό μου είναι ακριβό και απευθύνεται σε ανθρώπους που προσπαθούν να το κερδίσουν. Το καλό μου είναι ακριβό και απευθύνεται σε ανθρώπους που ενδιαφέρονται να κάνουν και οι ίδιοι καλό –όχι απαραίτητα σε εμένα. Η καλοσύνη δεν πρέπει να συγχέεται για μαλθακότητα, χαζομάρα και έλλειψη δυνατού χαρακτήρα. Αντίθετα, η καλοσύνη απαιτεί απίστευτη ψυχική δύναμη.
Η καλοσύνη είναι κορύφωση. Και οφείλει να είναι ακριβή.
Και, αν είσαι καλός σε κάτι, ποτέ μην το προσφέρεις σε κάποιον που ξέρεις καλά πως δεν εκτιμά την αξία του. Γιατί, να σου πω κι ένα μυστικό; Η καρδιά σπάει. Και η υπομονή εξαντλείται. Και, αν δώσεις όλες σου τις ευκαιρίες σε ανθρώπους που δεν το αξίζουν, τότε για εκείνους που το αξίζουν πραγματικά θα είσαι πλέον μόνος, μελαγχολικός και σπασμένος. Ο άνθρωπος, καρδιά μου, μπορεί να αντέξει πολύ περισσότερα από όσα νομίζει – δεν μπορεί, όμως, να αντέξει τα πάντα.
Η καλοσύνη είναι το πιο όμορφο πράγμα στον κόσμο. Δε ζητά ανταλλάγματα. Δε ζητά αποδείξεις. Δε ζητά ρέστα. Για να είναι ένας άνθρωπος καλός, σημαίνει πως είναι δυνατός. Αλλά έχουν και ένα κακό οι καλοί άνθρωποι: δεν κρίνουν σωστά τους χαρακτήρες των άλλων. Γιατί νομίζουν πως όλοι σκέφτονται σαν αυτούς. Γι’ αυτό σου λέω: να μην κάνεις ποτέ κακό. Ποτέ και σε κανέναν. Αλλά καλό να κάνεις σε αυτόν που το αξίζει και σε αυτόν που μπορεί να το δεχθεί. Το να κάνεις καλό σε ανθρώπους κακούς είναι πολύ πιο επικίνδυνο από όσο φαντάζεσαι. Η Καλοσύνη δεν είναι αδυναμία, είναι Δύναμη και
τη Δύναμη πρέπει να τη χρησιμοποιείς με Σοφία.