Ποιος είναι πίσω από την κουρτίνα;
Γεννήθηκα την 1η Αυγούστου, τη χρονιά που ήταν ύπατοι στη Ρώμη ο Ίουλλος Αντώνιος και ο Φάμπιος Αφρικανός. Ο πατέρας μου, ο Δρούσος, ήταν αδερφός του αυτοκράτορα Τιβέριου και γιος της Λιβίας από τον πρώτο γάμο της με τον Τιβέριο Κλαύδιο Νέρωνα. Δεν τον γνώρισα ποτέ· ήμουν μόλις ενός έτους όταν πέθανε. Ήταν μεγάλος στρατηγός και χάρισε στη Ρώμη περίλαμπρες στρατιωτικές νίκες. Ορισμένοι λένε ότι ο Αύγουστος του είχε τόση αγάπη και αδυναμία που σκεφτόταν να τον χρίσει διάδοχό του· κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα ο αυτοκράτορας φθονούσε τον πατέρα μου και ήταν υπεύθυνος για τον θάνατό του. Αμφισβητώ την κακόβουλη αυτή εκδοχή· τον Αύγουστο τον θαύμαζα πάντα και τον θαυμάζω ακόμη· άλλωστε υπήρξε ο δεύτερος άντρας της γιαγιάς μου, της Λιβίας. Ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια μου, ο Γερμανικός, υιοθετήθηκε από τον θείο μας τον Τιβέριο και ήταν αυτός που ήθελε πάση θυσία να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα μας. Πολέμησε ένδοξα και με μεγάλη επιτυχία τα γερμανικά φύλα (από όπου πήρε και το προσωνύμιο «Γερμανικός»), και αργότερα υπηρέτησε στην Ανατολή, στο μέτωπο της Συρίας, όπου βρήκε μυστηριώδη θάνατο στην Αντιόχεια, στα τριάντα χρόνια του. Όσοι γνωρίζουν τα πράγματα λένε ότι τον δηλητηρίασε ένας άσπονδος εχθρός του. Σύμφωνα με άλλους, πίσω από την εγκληματική ενέργεια πρέπει να αναζητηθεί ο ίδιος ο Τιβέριος. Οι προσωπικές μου έρευνες στο σκοτεινό αυτό ζήτημα δεν μου επιτρέπουν σαφή απάντηση ακόμη και σήμερα. Ένα είναι βέβαιο, ότι ο Τιβέριος δεν έτρεφε τα καλύτερα αισθήματα για τον αδερφό μου - αντίθετα με τον κόσμο της Ρώμης, που τον θρήνησε για πολλές μέρες σαν να ήταν δικός τους άνθρωπος.
Ήμουν είκοσι τεσσάρων ετών όταν πέθανε ο μεγάλος Αύγουστος. Από τη μεγάλη πυρά που παρανάλωσε τη σεπτή σορό του ένας αετός πέταξε για να μεταφέρει την αθάνατη ψυχή του στους θεούς. Σήμερα έφτασα τα εξήντα τρία χρόνια μου. Έγινα αυτοκράτορας στα πενήντα και κουβαλάω δεκατρία χρόνια το αβάσταχτο βάρος της απέραντης και μοναχικής εξουσίας μου, όπως θα έλεγε και ο Αύγουστος. Κανείς δεν με είχε προετοιμάσει γι᾽ αυτή τη μοίρα. Στην ηλικία μου, και με όλο το άχθος των εμπειριών μου, αποφάσισα να είμαι έντιμος και ειλικρινής σ᾽ αυτή την αυτοβιογραφία που καταπιάστηκα να συγγράψω. Και μπορώ αμέσως να δώσω μια καλή ένδειξη της εντιμότητας και της ειλικρίνειας που υπόσχομαι. Όπως είπα, κανείς δεν με δασκάλεψε και δεν με προετοίμασε για το αυτοκρατορικό αξίωμα· έγινα αυτοκράτορας επειδή μια κουρτίνα δεν ήταν αρκετά μακριά για να κρύψει τα πόδια μου.
Ιδού ο Τιβέριος, ιδού και η Ρόδος
Αλλά καλύτερα να αρχίσω από την αρχή. Στη μακρά σταδιοδρομία του ο Αύγουστος ευτύχησε να κατορθώσει τα πάντα· ήταν όμως πολύ άτυχος στο ζήτημα της διαδοχής του. Η μοναδική του φυσική κόρη, η Ιουλία, που την απέκτησε με την πρώτη γυναίκα του, τη Σκριβωνία (πριν παντρευτεί τη Λιβία), του χάρισε πέντε εγγόνια, ανάμεσά τους τον Γάιο και τον Λεύκιο που τους προόριζε για διαδόχους του. Πέθαναν και οι δύο σε νεαρή ηλικία. Με βαριά καρδιά, και κάτω από την πίεση της ανάγκης για τη συνέχεια της αυτοκρατορίας, ο Αύγουστος έχρισε τότε διάδοχο τον Τιβέριο, γιο της Λιβίας, όπως προανέφερα, από τον προηγούμενο γάμο της και αδερφό του πατέρα μου. Ο Τιβέριος είχε ευδόκιμη υπηρεσία ως στρατιωτικός διοικητής και διακρίθηκε τόσο στο γερμανικό μέτωπο όσο και σε επιχειρήσεις στην ιλλυρική χερσόνησο· μοιράστηκε μάλιστα και ορισμένα αξιώματα με τον Αύγουστο. Δεν μπόρεσε όμως ποτέ να εμπνεύσει πραγματικά αισθήματα στοργής στον θετό του πατέρα. Υπάρχει η άποψη ότι, όσο ζούσαν ο Γάιος και ο Λεύκιος, ο Αύγουστος, στην επιθυμία του να εξασφαλίσει τη διαδοχή του από έναν από τους δυο εγγονούς του, ήταν ψυχρός απέναντι στον Τιβέριο για να αποθαρρύνει τυχόν φιλοδοξίες του τελευταίου· και ότι η ψυχρότητα εντάθηκε όταν τα εγγόνια του χάθηκαν. Έχω προσωπική άποψη επ᾽ αυτού. Όποια και αν ήταν τα σχέδια και τα αισθήματα του αυτοκράτορα, ο Τιβέριος ήταν από τη φύση του σκυθρωπός, λιγομίλητος και περίπου αγενής. Λίγοι τον συμπαθούσαν πραγματικά και ακόμη πιο λίγοι μπορούσαν να καυχηθούν ότι ανήκαν στο φιλικό του περιβάλλον. Προσωπικά δεν θυμάμαι ούτε μια πραγματικά τρυφερή χειρονομία του απέναντί μου - εγώ τον φοβόμουν, εκείνος μάλλον αδιαφορούσε για την ύπαρξή μου. Δεν νομίζω ωστόσο ότι ο χαρακτήρας του ήταν τόσο δύσκολος από την αρχή. Αντίθετα, φαινόταν ευτυχισμένος όσο ζούσε με την πρώτη γυναίκα του, την κόρη του ναύαρχου Αγρίππα, την οποία νοιαζόταν και αγαπούσε με ειλικρίνεια.
Ίσως η αρχή του κακού να ήταν ο αναγκαστικός χωρισμός του από τη γυναίκα αυτή - το διαζύγιο εκδόθηκε με αυτοκρατορική απόφαση. Υποχρεώθηκε να παντρευτεί την κόρη του Αύγουστου, την Ιουλία, που είχε χηρέψει. Όλα αυτά, φυσικά, στον βωμό της διαδοχής. Ο αυτοκράτορας ήθελε όσο το δυνατόν περισσότερους πιθανούς διαδόχους για να μπορεί να επιλέξει τον καταλληλότερο. Από τον οικτρά αποτυχημένο αυτό γάμο γεννήθηκε ένα αγόρι - που πέθανε όσο ήταν ακόμη στην κούνια. Πάντως, ο Γάιος και ο Λεύκιος ζούσαν ακόμη, και ο Τιβέριος, απογοητευμένος, μελαγχολικός και πιστεύοντας ότι δεν είχε καμιά ελπίδα για τη διαδοχή, έφυγε για τη Ρόδο, όπου έμεινε οκτώ ολόκληρα χρόνια.
Δεν έχω επισκεφθεί ποτέ αυτό το νησί, αλλά έχω ακούσει από πολλούς και από τον ίδιο τον θείο μου ότι μοιάζει με πολύτιμο σμαράγδι ριγμένο στο Αιγαίο. Ο Τιβέριος το λάτρευε, και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που όσο έμεινε εκεί έδειξε τον καλύτερο εαυτό του. Το σπίτι που διάλεξε εκεί δεν διέθετε ιδιαίτερες πολυτέλειες· ο ίδιος κυκλοφορούσε χωρίς προσωπική φρουρά επισκεπτόμενος την αγορά και το γυμνάσιο, όπου συνομιλούσε άνετα με τους απλούς ανθρώπους. Τα ελληνικά του ήταν άπταιστα, κι εμένα μου φαινόταν πάντα πιο ανθρώπινος όταν μιλούσε ελληνικά. Γνωρίζω καλά ότι πέρασε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου του στη Ρόδο παρακολουθώντας διαλέξεις φιλοσόφων. Ακούραστος, σιωπηλός και υπομονετικός άκουγε τις ομιλίες, που κάποτε διαρκούσαν ένα ολόκληρο πρωινό - οι Έλληνες έχουν φιλοσοφήσει τα πάντα εκτός από την αξία της συντομίας. Στη συνέχεια έπιανε κατ᾽ ιδίαν κουβέντα με τους ομιλητές. Είμαι βέβαιος ότι ο Τιβέριος υπήρξε ομιλητικός για μια και μοναδική φορά στη ζωή του - όταν ήταν στη Ρόδο. Θα έλεγα ότι αυτό το ελληνικό νησί ανέσυρε από το βάθος της στρυφνής προσωπικότητάς του όλα τα αποθέματα ανθρώπινης ευγένειας και καλής θέλησης. Γιατί το λέω αυτό; Επειδή ξέρω ότι κάποτε επισκέφθηκε εκεί ένα νοσοκομείο· και ότι ζήτησε ταπεινά συγνώμη από τον τελευταίο καταφρονεμένο ασθενή για τυχόν ταλαιπωρία που οφειλόταν στην επίσκεψή του.
Μια καλή αρχή…
Οκτώ χρόνια απουσίας δεν ήταν αρκετά για να αποθυμήσει ο Αύγουστος τον θείο μου. Αλλά και ο Τιβέριος μετά τη Ρόδο ήταν πάλι Τιβέριος, απόμακρος, κρυψίνους και καχύποπτος, βέβαιος όμως τώρα βαθιά μέσα του ότι η μοίρα τού είχε κρατημένο τον αυτοκρατορικό θρόνο. Μετά την επιστροφή του στη Ρώμη ανέλαβε πάλι στρατιωτική δράση, πάντοτε με την ίδια επιτυχία. Την περίοδο αυτή πεθαίνει πρώτα ο Λεύκιος και μετά από δυο χρόνια ο Γάιος. Τώρα ο Τιβέριος είναι και επίσημα διάδοχος, αλλά θα χρειαστεί να γίνει πενήντα έξι χρόνων για να φορέσει τον αυτοκρατορικό μανδύα. Λίγο πριν ξεψυχήσει, ο αυτοκράτορας τον κάλεσε κοντά του· πέρασαν οι δυο τους μια ολόκληρη μέρα μιλώντας κεκλεισμένων των θυρών. Φυσικά κανείς δεν έμαθε ποτέ τι είπαν.
Του θείου δεν του άρεζαν οι κηδείες, αλλά τη συγκεκριμένη δεν μπορούσε να την αποφύγει. Εκείνη τη μέρα προσπαθούσα να μαντέψω τα πραγματικά του συναισθήματα· αλλά τα πραγματικά συναισθήματα του Τιβέριου ήταν πάντα ένας γρίφος. Η αλήθεια είναι ότι δεν βιάστηκε να ανακηρυχθεί επίσημα αυτοκράτορας. Παρά τις επείγουσες εκκλήσεις των συγκλητικών να πάρει μιαν απόφαση για να τερματιστεί η πολιτειακή εκκρεμότητα, εκείνος ανέβαλλε, αν και, όπως όλοι ήξεραν, στο τέλος θα έκανε αυτό που χρόνια περίμενε. Η (δήθεν) αναποφασιστικότητά του χαιρετίστηκε από τον κόσμο με μια σειρά από ανέκδοτα. Το πιο επιτυχημένο το θυμάμαι καλά: οι άνθρωποι συνήθως αργούν να κάνουν αυτό που υπόσχονται· ο Τιβέριος αργεί να υποσχεθεί αυτό που έχει ήδη κάνει.
Δεν ήταν κακός αυτοκράτορας ο θείος μου - τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του. Μπορεί να μη συμπαθούσε τον προκάτοχό του σαν άνθρωπο, ακολούθησε όμως όλες τις συμβουλές του και γενικά δεν απομακρύνθηκε από τον τρόπο με τον οποίο εκείνος είχε διαχειριστεί την εξουσία. Πρώτα πρώτα σεβάστηκε το κύρος της Συγκλήτου και το λειτούργημα των συγκλητικών, προσπαθώντας, όπως και ο Αύγουστος, να διατηρήσει τις λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στις παραδόσεις της παλιάς Δημοκρατίας και τις απολυταρχικές δυνατότητες που του έδινε η θέση του. Δεν ήταν επιρρεπής σε επίδειξη της δύναμής του και δεν δελεαζόταν εύκολα από τις μάταιες και φαντασμαγορικές μεγαλοπρέπειες. Ζούσε σχεδόν λιτά. Φέρθηκε με σύνεση στις εξωτερικές υποθέσεις και στο εσωτερικό έδειξε ανάλογη αυτοσυγκράτηση και ευθυκρισία, επιζητώντας συστηματικά τους κατάλληλους ανθρώπους για την κατάλληλη θέση. Όντας ο ίδιος απότομος και αδιάφορος για τυπικές ευγένειες, απαιτούσε και από τους άλλους την ουσία χωρίς να ενδιαφέρεται για τους τύπους. Το οικουμενικό οικοδόμημα που είχε στήσει ο Αύγουστος, ο Τιβέριος το φύλαξε και, θα έλεγα, όπου χρειάστηκε το στερέωσε με πρόσθετα μέτρα. Όλα αυτά για μια δεκαετία περίπου. Ύστερα το μυστήριο που στοίχειωνε τα σωθικά του ωρίμασε, και ο καρπός του ήταν συμφορά για όλους.
...κι ένα άσχημο τέλος
Το καταλαβαίνω τώρα, όντας παθών και ο ίδιος, ότι ο αυτοκρατορικός οίκος είναι σκηνικό έτοιμο για τραγωδία. Δεν ξέρω σε τι διαφέρει ο δικός μας δαίμονας από εκείνον που τρέλανε τους Ατρείδες και τους Λαβδακίδες, αλλά ξέρω καλά ότι πέρασα εξήντα τόσα χρόνια συγκάτοικος μαζί του. Με τον καιρό ο θείος έγινε σχεδόν απρόσιτος και κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Τις σπάνιες φορές που είχα την ευκαιρία να μιλήσω μαζί του εξέφραζε ασυνάρτητους και αναιτιολόγητους φόβους ότι τάχα ήταν στόχος δολοφονικών μαχαιριών και σατανικών δηλητηρίων. Σαν να ήταν λοιμώδης, η αρρώστια του απλώθηκε και στη δημόσια ζωή, κι άρχισαν να πέφτουν βροχηδόν καταγγελίες εναντίον διαφόρων προσώπων που υποτίθεται ότι συνωμοτούσαν ενάντια στο αυτοκρατορικό κατεστημένο. Μια νέα, κερδοσκοπική και κερδοφόρα βιομηχανία καχυποψίας και συκοφαντίας άρχισε να ανακυκλώνει φήμες, απειλές και κινδυνολογίες, με αποτέλεσμα άνθρωποι να εξευτελίζονται και να εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες χωρίς να τους δοθεί καμιά ευκαιρία να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Οι πλούσιοι της εποχής ήταν ή μεγαλοεισοδηματίες ή καταδότες.
Οι δαίμονες τρέχουν μέσα στο αίμα μας αλλά παραμονεύουν και γύρω μας. Καθώς γινόταν όλο και πιο μισάνθρωπος, ο Τιβέριος μπλεκόταν όλο και πιο πολύ στο δίχτυ που του είχε απλώσει ο αρχηγός της πραιτωριανής (αυτοκρατορικής) φρουράς, ο Σηιανός. Ηθικά λεπρός και πρακτικά αδίστακτος, αυτός ο σατανικός μηχανορράφος έπαιζε ζαριές και πόνταρε στις φοβίες του αυτοκράτορα, ενώ στο βάθος ετοιμαζόταν να βρεθεί σε θέση βολής απέναντι στον θρόνο όταν, όπως υπολόγιζε, ο Τιβέριος θα ορμούσε παράφρων έξω από το σκηνικό για να γκρεμοτσακιστεί στον αγύριστο. Και όταν ο γιος του Τιβέριου από την πρώτη γυναίκα του, ο Δρούσος, πέθανε, σήμανε η ώρα για την τελική πράξη του δράματος.
Στα τρίσβαθα της μοναξιάς και της ανασφάλειας, ο γερασμένος πια αυτοκράτορας έχει αφτιά μόνο για τον φίλο του τον Σηιανό· κι εκείνος αρπάζει την ευκαιρία να τον πείσει να εγκαταλείψει τη Ρώμη, όπου τάχα ελλοχεύει ο θάνατος, και να αποτραβηχτεί στη γαλήνια μοναξιά του Κάπρι για να αγναντεύει ατάραχος και ασφαλής το Τυρρηνικό πέλαγος. Είμαστε τώρα δώδεκα χρόνια από την αρχή της εξουσίας του και ο θείος είναι κιόλας εξήντα οχτώ χρόνων.
Το Κάπρι δεν μοιάζει με τη Ρόδο. Είναι γραφικό, αλλά είναι ουσιαστικά ακατοίκητο και δυσπρόσιτο χάρη στις απόκρημνες και βραχώδεις ακτές του. Αν η Ρόδος ταίριαζε στην υποφερτή νιότη του Τιβέριου, το Κάπρι φιλοξένησε τα ανυπόφορα γηρατειά του. Ενώ ο Σηιανός αλώνιζε στην πρωτεύουσα, ο κουρασμένος και ιδιότροπος γέροντας έστελνε επιστολές από το Κάπρι στη Σύγκλητο για διάφορα κρατικά ζητήματα που απαιτούσαν τις πρωτοβουλίες και την τελική του έγκριση. Ψάχνω στα αρχεία μου, και μπορώ να βεβαιώσω χωρίς επιφύλαξη ότι ο θείος μου ήταν ο πρώτος άνθρωπος που κυβέρνησε μια ολόκληρη αυτοκρατορία δι᾽ αλληλογραφίας. Ενδιαφέρον, υποθέτω, αλλά μόνο ως ανάγνωσμα για μελλοντικές γενιές αναγνωστών που κάθονται αναπαυτικά στην πολυθρόνα της βιβλιοθήκης τους. Γιατί, ασφαλώς, για τους συγχρόνους του Τιβέριου το πράγμα είχε τραγικές συνέπειες, με τους καταδότες να συνεχίζουν να πλουτίζουν και τις υποθέσεις του κράτους να λιμνάζουν γενικώς, και κυρίως για όσο χρόνο χρειαζόταν η επόμενη εγκύκλιος για να φτάσει από το Κάπρι στη Ρώμη.
Για τα χρόνια που ο Τιβέριος έζησε αποτραβηγμένος στο νησί κυκλοφόρησαν απίστευτες και άπειρες ιστορίες - οι πιο πολλές ακατάλληλες για ανηλίκους, και μερικές δύσπεπτες ακόμη και για μεγάλους. Έγινε, λέει, αδιάντροπος σάτυρος και παιδεραστής, εξανάγκαζε μικρά κορίτσια σε ανόσιες πράξεις για την προσωπική του τέρψη, ήταν συνέχεια βυθισμένος στο κρασί και την κραιπάλη και με αστραπιαίες εντολές του έστελνε σε βασανιστικό θάνατο οποιοδήποτε ζωντανό πλάσμα ήταν αρκετά άτυχο για να τον συναντήσει την ώρα των αιματηρών παροξυσμών του. Όσο βρισκόταν στη Ρώμη, ο Τιβέριος πρόσφερε υλικό για ανέκδοτα· όταν τον κατάπιε το Κάπρι, τα ανέκδοτα έγιναν πορνογραφήματα και τερατολογήματα. Έτσι κι αλλιώς ο κόσμος δεν τον συμπαθούσε ιδιαίτερα, και αφού κουράστηκε να τον γελοιοποιεί, τώρα που δεν τον έβλεπε και δεν τον άκουγε αποφάσισε να τον δαιμονοποιήσει. Άμοιρος ευθυνών δεν υπήρξε, όμως προτιμώ να τον σκέφτομαι σαν θύμα της γεροντικής άνοιας παρά σαν διεστραμμένο θύτη. Δεν έχω αποδείξεις γι᾽ αυτό που λέω· αλλά δεν έχουν ούτε οι άλλοι. Και στο κάτω κάτω, πώς μπορεί να φτάσει στα απροχώρητα γηρατειά των ογδόντα χρόνων (τόσο ήταν όταν πέθανε) ένας άνθρωπος που ολημερίς παριστάνει τον Πρίαπο ενώ όλη τη νύχτα παραβγαίνει στο πιοτό με τον Βάκχο και στο φαΐ με τον Ηρακλή;
Στη Ρώμη δεν ξαναγύρισε ποτέ. Πέθανε μετά από είκοσι δύο χρόνια στην εξουσία και είναι πολύ πιθανό ότι κάποιοι βοήθησαν το σάπιο σκαρί του να σκορπίσει πιο γρήγορα δίνοντας του δηλητήριο. Πριν φύγει, είχε προλάβει να καταλάβει την απύθμενη ψευτιά και σκληρότητα του Σηιανού και να δεχτεί άλλο ένα στιλέτο στη σακατεμένη καρδιά του μαθαίνοντας ότι αυτός ο τελευταίος ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του γιου του, του Δρούσου. Αν ήταν στη Ρώμη θα μπορούσε ίσως να νιώσει μια από τις τελευταίες ευχαριστήσεις της σκοτεινιασμένης ζωής του καθώς θα έβλεπε τον μανιασμένο όχλο να διαμελίζει το πτώμα του πρώην αρχηγού της πραιτωριανής φρουράς.
«Ρίξτε τον Τιβέριο στον Τίβερη»
Ορισμένοι γράφουν ότι η Ρώμη υποδέχτηκε με άφατη αγαλλίαση τα μαντάτα του θανάτου του Τιβέριου. Ήμουν εκεί και είδα. Όχι, δεν ήταν χαρά, αλλά αδιαφορία ανάμεικτη με απέραντη πίκρα - κι από κοντά ένας ύπουλος φόβος για τα μελλούμενα. Ποιος θα κληρονομούσε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι; Στην προσπάθειά του να καθαρίσει τον δρόμο προς τη δική του εξουσία, ο διαβόητος Σηιανός είχε φροντίσει να φύγει από τη μέση ο Δρούσος, δικός μου ανεψιός, γιος του αδερφού μου Γερμανικού, που θα μπορούσε να προβάλει ως υποψήφιος. Το κατηγορητήριο απευθύνεται και στον ίδιο τον Τιβέριο. Ο Γέμελλος, εγγονός του ίδιου του Τιβέριου από τον πρόωρα χαμένο γιο του τον Δρούσο, ήταν ανήλικος. Ο αυτοκράτορας είχε χρίσει διαδόχους του τον Γέμελλο μαζί με τον Γάιο, τον άλλο γιο του Γερμανικού, υπολογίζοντας ότι θα ζήσει αρκετά για να δει τον Γέμελλο να ενηλικιώνεται παραμερίζοντας τελικά τον Γάιο. Ο ανεψιός μου Γάιος έδρασε γρήγορα και, σε συνεννόηση με τον νέο αρχηγό των πραιτωριανών, ήταν αυτός μάλλον που επέσπευσε το τέλος του Τιβέριου για να εξασφαλίσει την εξουσία, πράγμα που τελικά πέτυχε.
Λένε ότι οι Ρωμαίοι μαθαίνοντας τον θάνατο του Τιβέριου βγήκαν στους δρόμους πανηγυρίζοντας με τη μυριόστομη κραυγή «ρίξτε τον Τιβέριο στον Τίβερη». Όπως είπα, αμφιβάλλω αν αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο, είτε είναι είτε όχι, θέλω να πω ότι αν γνώριζαν τι θα ακολουθούσε στη συνέχεια θα ζητούσαν τη σορό για να την κηδεύσουν με τις ύψιστες τιμές. Γνωρίζω καλά ότι ένας από τους σοβαρότερους λόγους που ο όχλος δεν εκτιμούσε τον Τιβέριο ήταν η αδιαφορία του τελευταίου για τα θεάματα, τον ιππόδρομο και τις μονομαχίες. Όντας αδιάφορος γι᾽ αυτά, ήταν εξαιρετικά φειδωλός με τα χρήματα που διέθετε το κράτος για τη χορηγία τέτοιων εκδηλώσεων. Κι αυτό ο κόσμος δεν του το συγχώρεσε. Έτσι έκρινε το θλιβερό και άκριτο προλεταριάτο της μητρόπολης· και γι᾽ αυτό του άξιζε ο επόμενος αυτοκράτοράς του, που ήταν φανατικός και λάτρης κάθε αρένας - αλλά που, όπως θα φαινόταν πολύ γρήγορα, έκανε αρένα ολόκληρη τη Ρώμη.
Ορισμένοι από τους αναγνώστες μου θα αναρωτιούνται ήδη γιατί εγώ, ο Κλαύδιος, γιος του εξοχότατου Δρούσου, από τη μεγάλη γενιά των Κλαυδίων, αδελφός του Γερμανικού, που ήταν το αγαπημένο παιδί του ρωμαϊκού λαού - γιατί δεν περιλήφθηκα στη λίστα των υποψηφίων καισάρων μετά τον θάνατο του θείου μου. Υποσχέθηκα να πω την αλήθεια χωρίς φόβο και πάθος, και δεν ξέχασα την υπόσχεσή μου.
Ένα παιδί με ειδικές ανάγκες
Από παιδί ήμουν φιλάσθενος. Έβλεπα πιο συχνά τους οικογενειακούς μας γιατρούς παρά τους δασκάλους μου. Τους φθινοπωρινούς μήνες η μητέρα μου η Αντωνία μετρούσε τις μέρες που δεν είχα πυρετό - ήταν πιο εύκολο. Ο έλληνας γιατρός που με παρακολουθούσε έλεγε ότι ήταν κρίμα που ο Ιπποκράτης έφυγε πριν εμφανιστεί το ιατρικό μου περιστατικό, αλλά ήταν βέβαιος ότι ούτε ο Ιπποκράτης θα μπορούσε να καταλήξει σε διάγνωση. Το ίδιο φάρμακο που ημέρωνε τον βήχα μου εξαγρίωνε το υπόλοιπο σώμα μου και το γέμιζε με εξανθήματα που έκαναν μέρες να καταλαγιάσουν. Το βότανο που δρόσιζε την κάψα του πυρετού και σταματούσε τις αναγούλες μού έφερνε λήθαργο και παραμιλητό. Οι φαρμακοποιοί εξάντλησαν πάνω μου το ρεπερτόριό τους. Κάποιο από τα αμέτρητα φάρμακα που πήρα μου έσωσε τη ζωή, και κάποιο άλλο μου προκάλεσε ένα είδος παράλυσης - ή, τουλάχιστον, έτσι εξήγησαν οι γιατροί το μόνιμο συνάχι μου, τις ακούσιες κινήσεις του κεφαλιού μου και το χρόνιο ψεύδισμά μου. Ο θετός παππούς μου, ο Αύγουστος, προβληματιζόταν πολύ από την κατάσταση και έδειχνε αμηχανία όταν εκδήλωνα τέτοια συμπτώματα μπροστά σε ξένους. Από την άλλη μεριά, ήταν ο μόνος που έδειχνε να εκτιμά την ικανότητά μου να σκέφτομαι λογικά και πειθαρχημένα όταν μου έθετε διάφορα ερωτήματα. Νομίζω ότι ήταν ο μόνος που πίστευε ότι τα σωματικά μου κουσούρια δεν σήμαιναν αναγκαστικά και πνευματική καθυστέρηση - γιατί όλοι οι υπόλοιποι πίστευαν ακριβώς αυτό, με πρώτη τη μητέρα μου, που συχνά την άκουγαν να λέει: «Αυτός είναι πιο βλάκας κι από τον δικό μου τον Κλαύδιο.» Κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ ότι άξιζε τον κόπο να εκπαιδευτώ με την προοπτική κάποτε να αναλάβω δημόσιο αξίωμα.
Αυτό μπορεί να ήταν κακό, ήταν όμως και καλό αφού μου άφησαν ελεύθερο χρόνο για να ασχοληθώ με τα πράγματα που με ενδιέφεραν, κυρίως με την ιστορία, όπου ευτύχησα πολύ νωρίς να έχω τη στήριξη και τη συμβουλή του μεγάλου Λίβιου. Με γοήτευε η πρόσφατη ιστορία της Ρώμης, και άρχισα τις προσωπικές μου έρευνες από το κοσμοϊστορικό γεγονός της δολοφονίας του Ιουλίου Καίσαρα και της περιόδου των μεγάλων εμφυλίων πολέμων που ακολούθησαν. Όταν ο Λίβιος διάβασε κάποιο από τα ιστοριογραφικά μου πρωτόλεια έδειξε ανεπιφύλακτη επιδοκιμασία και μου πρότεινε αμέσως να κάνω δημόσια παρουσίαση του έργου μου διαβάζοντας ορισμένα κομμάτια ο ίδιος. Δέχτηκα μετά χαράς.
Ήμουν πάντα άτυχος. Η αίθουσα ήταν γεμάτη από κόσμο και εγώ ετοιμαζόμουν να αρχίσω την ανάγνωση, όταν κάποιος που είχε φτάσει καθυστερημένα, και που ήταν υπέρβαρος, διέλυσε με το βάρος του τον πάγκο όπου κάθησε, ξαπλώνοντας στο δάπεδο άλλους δέκα από το ακροατήριο. Από τη στιγμή εκείνη η εκδήλωση διαλύθηκε μέσα σε ακατάσχετα χαχανητά. Και όταν, μετά από ώρα, τα γέλια καταλάγιασαν και επιχείρησα να αρχίσω, είχα τόσο έντονη στα μάτια μου την εικόνα του περιστατικού που δεν κατάφερνα να σοβαρευτώ.
Λένε ότι οι παππούδες και οι γιαγιάδες είναι πάντα πιο στοργικοί και τρυφεροί με τα εγγόνια τους από ό,τι οι ίδιοι οι γονείς. Αυτό δεν ίσχυε για τη γιαγιά μου τη Λιβία, που όποτε μου απηύθυνε τον λόγο ήταν για να μου κάνει κάποια παρατήρηση. Ο θείος μου ο Τιβέριος μου μιλούσε βασικά μόνο μια φορά τον χρόνο, στα Σατουρνάλια, και στη συνέχεια ξεχνούσε την ύπαρξή μου για δώδεκα μήνες. Όταν διαδέχτηκε τον Αύγουστο (ήμουν τότε στα 24) του ζήτησα να αναλάβω κάποιο επίσημο πόστο. Με έκανε ύπατο «άνευ χαρτοφυλακίου» και μου έστειλε και ένα χρηματικό ποσό με τη διευκρίνιση ότι δεν προοριζόταν για την αντιμετώπιση των εξόδων που θα έφερνε η άσκηση του αξιώματος αλλά για να αγοράσω παιχνίδια στις γιορτές των Σατουρναλίων. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω ότι αυτή ήταν η μόνη σχετικά επιτυχημένη απόπειρα του θείου να κάνει χιούμορ. Αυτή ήταν και η μόνη απόπειρα που έκανα κι εγώ με δική μου πρωτοβουλία να πάρω μέρος στη δημόσια ζωή - μετά την οποία επέστρεψα για μια εικοσαετία περίπου στη μελέτη, την ιδιώτευση και την αφάνεια ανάμεσα στο σπίτι που είχα στα προάστια της Ρώμης και στο ησυχαστήριο μου στην Καμπανία. Δεν περνούσα άσχημα. Στο μακρύ αυτό διάστημα έκανα πολλούς και πιστούς φίλους ανάμεσα στους διανοουμένους, και ο κόσμος, όταν με αναγνώριζε στον δρόμο, μου έδειχνε πάντα τη συμπάθειά του.
Ο Τιβέριος δεν είχε διάθεση να επαναλάβει τη μοναδική του χιουμοριστική χειρονομία, γι᾽ αυτό δεν με έβαλε καθόλου στον λογαριασμό όταν, στα τελευταία του, προβληματιζόταν για τη διαδοχή του. Θα μπορούσε, ίσως, κανείς να θεωρήσει ένα είδος μαύρου χιούμορ την τελική του απόφαση να ορίσει διάδοχό του τον Γάιο. Και θα ήταν πρωτίστως χιούμορ αν δεν ήταν πάνω απ᾽ όλα τραγωδία. Ήμουν ήδη στα 46 όταν ο ανεψιός μου, έμπλεως ευτυχίας, φόρεσε το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι.
Θείος και ανεψιός
Έχω ακούσει, κάποιους να υποστηρίζουν ότι ο Τιβέριος, ενώ ψυχορραγούσε, αρνήθηκε να εγχειρίσει ο ίδιος το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι, αναγκάζοντας τον ανυπόμονο Γάιο να τον στραγγαλίσει με τα χέρια του ή, κατ᾽ άλλους, να του προκαλέσει ασφυξία χρησιμοποιώντας ένα μαξιλάρι. Προσωπικά θεωρώ πιθανότερη την εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο θάνατος προήλθε από δηλητήριο που του έδωσε ο Γάιος σε συνεργασία με τον αρχηγό των πραιτωριανών, τον Μάκρωνα. Το όνομα Καλιγούλας, με το οποίο έγινε γνωστός στον πολύ κόσμο ο νέος αυτοκράτορας, το πήρε από τις μικρές στρατιωτικές αρβύλες που του φορούσε ο πατέρας του, ο Γερμανικός, κάθε φορά που τον έπαιρνε μαζί του σε κάποια από τις στρατιωτικές του αποστολές.
Ποιες Ερινύες συνωμότησαν για να γεννηθεί αυτό το παιδί δεν ξέρω. Όποιος γνώριζε τον αδερφό μου, τον Γερμανικό, θα έπαιρνε χίλιους όρκους στους αθανάτους ότι μόνο μια ριζική ανατροπή της φυσικής τάξης των πραγμάτων θα επέτρεπε ένας τέτοιος πατέρας να κάνει έναν τέτοιο γιο. Αφήνω τα μυστήρια της φύσης και της θεϊκής βούλησης σε εκείνους που ξέρουν. Εγώ, από τη δική μου πλευρά, θα σημειώσω, χωρίς διάθεση υπερβολής, τους παράγοντες που συμπλήρωσαν το έργο των δαιμόνων. Δεν είχε κλείσει καλά καλά τα εφτά του χρόνια ο Καλιγούλας όταν είδε τον πατέρα του να πεθαίνει ξαφνικά στην Αντιόχεια. Δεν αποκλείεται να άκουσε τότε ότι ηθικός αυτουργός μπορεί να ήταν ο ίδιος ο Τιβέριος. Τα επόμενα χρόνια είδε τη μάνα του την Αγριππίνα να εξορίζεται από τον Τιβέριο και να πεθαίνει από απεργία πείνας στην εξορία. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τα άλλα δυο αρσενικά αδέρφια του έπεσαν κι αυτά θύματα της καχυποψίας και των φοβιών του Τιβέριου. Πέρασε αρκετόν καιρό κοντά στην προγιαγιά του τη Λιβία - κατά την ταπεινή μου άποψη, και στη βάση της προσωπικής μου πείρας, όχι την καταλληλότερη παιδαγωγό που μπορεί να σου εξασφαλίσει η μοίρα. Στα δεκαεννιά του πήρε εντολή από τον Τιβέριο να πάει και να μείνει στο Κάπρι, όπου ο ερμητικά αποτραβηγμένος γέροντας και οι οξυμμένες ιδιοτροπίες του πρέπει να επιβάρυναν ακόμη περισσότερο τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του.
Αυτοκράτορας ανακηρύχτηκε στα είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια του. Ήταν σαν έτοιμος από καιρό. Το πρώτο που απέδειξε ήταν η ικανότητά του να διασπαθίζει χρήματα. Αρχικά δαπάνησε υπέρογκα ποσά σε παροχή θεαμάτων, αποβλέποντας στην εύνοια του όχλου που, όπως σημείωσα, ένιωθε στερημένος εξαιτίας της φυσικής απέχθειας του προκατόχου του για τέτοιες δαπανηρές εκδηλώσεις. Το δεύτερο ήταν το απύθμενο βάθος της υποκρισίας του: θρήνησε τον Τιβέριο με το ίδιο πάθος που τον μισούσε. Το τρίτο ήταν το εντελώς απρόβλεπτο χιούμορ του. Με κάλεσε και, χωρίς να με ρωτήσει, μου ανακοίνωσε ότι με διορίζει ύπατο μαζί με τον εαυτό του. Θα μπορούσα να κολακευτώ αν δεν ήξερα ότι ο αυτοκρατορικός ανεψιός μου με προόριζε κυρίως για προσωπικό του γελωτοποιό. Μόνο ένα πράγμα μπορεί να ανταγωνιστεί τη φθορά της απόλυτης εξουσίας: η ανία. Και ο Καλιγούλας υπέφερε από φρικαλέες κρίσεις ανίας που συνδυάζονταν με απάνθρωπη σκληρότητα. Προφανώς έβρισκε εξαιρετικά διασκεδαστική την εμφάνισή μου και τα νευρικά μου τικ. Και τίποτε δεν τον ευθυμούσε περισσότερο από το μόνιμο συνάχι μου, που τόσο εκνευρισμό και δυστυχία είχε προκαλέσει στη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Εικάζω ότι σαν παιδί δεν είχε παίξει αρκετά. Το πρόβλημα είναι ότι, όταν το συνειδητοποίησε, διάλεξε για παιχνίδι τον ηλικιωμένο θείο του.
Η αυτοκρατορία της τρέλας
Εφτά μήνες αφότου πήρε την εξουσία τον βρήκε μια αρρώστια. Ήταν Οκτώβρης μήνας. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν έβαζε τίποτε στο στόμα του εκτός από λίγο νερό. Τα μάτια του ήταν απλανή και θολά, το δέρμα του ξερό· ξεχνούσε πρόσωπα και πράγματα, έμενε ξάγρυπνος σχεδόν όλη τη νύχτα και στριφογύριζε σαν μανιακός στους διαδρόμους περιμένοντας το χάραμα της μέρας. Αντιλήφθηκα την κρισιμότητα της κατάστασης από το γεγονός ότι με αντιμετώπιζε με μια αβάσταχτη σοβαρότητα. Εκείνο το διάστημα μου εκμυστηρεύτηκε ότι το σύνολο σχεδόν του δωδεκάθεου τον είχε επισκεφθεί στο όνειρό του και του έκανε επίσημη πρόσκληση να επισκεφθεί τον Όλυμπο μαζί με την αδερφή του τη Δρουσίλλα. Πριν προλάβω να αντιδράσω, με καθησύχασε ότι θα ανέβαλλε προς το παρόν την επίσκεψη επειδή τον χρειαζόταν η Ρώμη. Κάτι στον τόνο της φωνής και στην κίνηση των βολβών έστειλε ρίγη κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης και μου έλεγε ότι ο νεαρός καίσαρας αρμένιζε πέρα από το αστείο και το σοβαρό, στον ωκεανό της μεγαλομανίας και της παραφροσύνης.
Δεν διαψεύστηκα. «Ανέρρωσε» με την αμετακίνητη βεβαιότητα ότι του επιτρεπόταν, και μπορούσε, να κάνει τα πάντα. Όλες οι πολιτικές του (αν μπορώ να καταχραστώ τη λέξη) ενέργειες απέβλεπαν στον εξευτελισμό των θεσμών και κυρίως στην καταρράκωση του γοήτρου της Συγκλήτου, από την οποία αφαίρεσε όλες τις ουσιαστικές και τυπικές εξουσίες που είχε αποφασίσει ο Αύγουστος και είχε σεβαστεί, ακόμη και στις πιο ιδιόρρυθμες εξάρσεις του, ο Τιβέριος. Ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις του ευνοούσαν, υποτίθεται, τη λαϊκή κυριαρχία· στην πραγματικότητα παρέλυσαν κάθε αίσθηση ιεραρχίας και πολιτικής ευθύνης. Το χειρότερο, κατά την άποψή μου, ήταν ότι για πρώτη φορά οι πολίτες της Ρώμης, και κυρίως τα παλαιά πολιτικά τζάκια, ένιωσαν ότι δημοκρατία υπό την κηδεμονία ενός «πρώτου μεταξύ ίσων», όπως το είχε οραματιστεί και προσπάθησε να υλοποιήσει ο Αύγουστος, ήταν στην καλύτερη περίπτωση μια ανεκτή δεσποτεία και στη χειρότερη ένα αυτοτροφοδοτούμενο χάος - και στην περίπτωση του Καλιγούλα ένα εφιαλτικό πανδαιμόνιο.
Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ο αυτοκρατορικός ασθενής άνοιξε εξωτερικά μέτωπα στη Βόρεια Αφρική και στην Ιουδαία και αντιμετώπισε πραξικοπήματα και ανταρσίες ανάμεσα στα στρατεύματα που στάθμευαν στη Γερμανία. Μόνο η σωφροσύνη ορισμένων ανώτερων αξιωματικών απέτρεψε τα χειρότερα. Στο εσωτερικό οι καταδότες, που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια τα τελευταία χρόνια της εξουσίας του Τιβέριου και που είχαν καταλαγιάσει για ένα διάστημα, ξαναφούντωσαν. Σημαντικά πρόσωπα του δημόσιου βίου εκτελέστηκαν με το πιο διάτρητο κατηγορητήριο - όποτε υπήρχε κατηγορητήριο. Άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες για αιμομικτικές σχέσεις του αυτοκράτορα με την αδερφή του τη Δρουσίλλα, που την αγαπούσε, πάντως, παθολογικά και την εμπιστευόταν τυφλά. Ένας εσμός από γυναίκες απροσδιόριστης ηθικής μπαινόβγαιναν στα αυτοκρατορικά άδυτα και απόρρητα, ενώ η Καισονία, που την παντρεύτηκε πραξικοπηματικά και απροειδοποίητα μόλις του χάρισε μια κόρη, δεν υπήρξε ποτέ αρκετή για τη λάγνα απληστία του. Στα ανάκτορα, αλλά και σε δημόσιες εκδηλώσεις, περιφερόταν πλέον ως Ολύμπιος, διαλέγοντας διαφορετικό θεϊκό κοστούμι για τις πρωινές, απογευματινές και βραδινές εμφανίσεις του.
Ο Καλιγούλας ήταν ουσιαστικά ακαλλιέργητος, παρόλο που είχε μεριμνήσει να μάθει αξιοπρεπώς τα ελληνικά, όπως άλλωστε όλοι οι πολιτικά και πνευματικά φιλόδοξοι Ρωμαίοι. Η φυσική του ροπή ήταν προς τις μονομαχίες και τον ιππόδρομο. Στις πρώτες περνούσε ολόκληρες ώρες προφανώς απολαμβάνοντας τους σκληρούς της αρένας, τους οποίους συχνά προέτρεπε από το αυτοκρατορικό θεωρείο να μην αφήνουν τις δουλειές μισές. Τον άκουσα ο ίδιος να κραυγάζει στον νικητή: «Κάν᾽ τον να νιώσει ότι πεθαίνει!» Διασκέδαζε με την αγωνία του θανάτου, από την οποία είχε εξαιρέσει τον εαυτό του τη μέρα που υπέγραψε την αυτοεγγραφή του στη χορεία των Ολυμπίων. Στον ιππόδρομο ήταν ο φανατικότερος από τους φανατικούς οπαδούς των Πράσινων, τους στάβλους των οποίων επισκεπτόταν τακτικά. Δειπνούσε μαζί με τους αρματηλάτες, τους οποίους θαύμαζε ως αθλητές και (όπως λένε κάποιοι) κυρίως ως άνδρες. Πάντως, είχε στενή σχέση με έναν από τους πιο ακριβοπληρωμένους, τον Εύτυχο, του οποίου υπήρξε και προσωπικός σπόνσορας με ποσά που θα επαρκούσαν για να χορτάσουν όλοι οι άποροι της Ρώμης στα Σατουρνάλια.
Ο Καλιγούλας αγαπούσε τα παράλογα και λάτρευε τα άλογα - κυρίως το δικό του άλογο, στο οποίο επιδαψίλευε περισσότερη τρυφερότητα από ό,τι σε όλες τις αδελφές και τις μετρέσες του μαζί. Το είχε ονομάσει Αστραπή, και μια μέρα ανακοίνωσε στη Σύγκλητο ότι η Αστραπή είχε όλα τα προσόντα για να γίνει συγκλητικός. Ορισμένοι συγκλητικοί αρνούνται το περιστατικό, ίσως επειδή θέλουν να το ξεχάσουν· οι άλλοι, όταν τους ρωτάς, απαντούν «ουδέν σχόλιον». Αν έγινε ψηφοφορία, προφανώς δεν υπήρξαν αρνητικές ψήφοι - ή, αν υπήρξαν, δεν υπάρχουν πλέον οι ψηφίσαντες.
Θα έπρεπε ίσως να πω και δυο λόγια για τη στρατιωτική του δραστηριότητα. Δεν θα κουράσω τον αναγνώστη μου, δεδομένου ότι το ρεπορτάζ για τα στρατιωτικά ανδραγαθήματα του αυτοκράτορα αποτελείται βασικά από ανέκδοτα και φάρσες. Στη Γερμανία ασχολήθηκε κυρίως με ασκήσεις επί χάρτου και φρόντισε να γελοιοποιήσει το ρωμαϊκό στράτευμα στα μάτια των γερμανών πολεμάρχων. Το θεαματικότερο που έκανε όσο χρονοτριβούσε εκεί ήταν να ρίξει κάποιον «για πλάκα» στα παγωμένα νερά του Ρήνου. Συνέβη αυτός ο κάποιος να είναι ο θείος του, που είχε επισκεφθεί τη στρατιά της Γερμανίας εκείνο τον καιρό. Ο θείος με τον οποίον «έκανε πλάκες» ο Καλιγούλας ήμουν πάντα εγώ, ο Κλαύδιος. Εκείνη τη μέρα άρπαξα το χειρότερο κρυολόγημα της ζωής μου. Δεν ξεχνώ όμως ποτέ -και δοξάζω γι᾽ αυτό τους θεούς- ότι είμαι ο μόνος επιζών από τις «πλάκες» του ανεψιού μου.
Η άλλη λαμπρή σελίδα της στρατιωτικής του δράσης γράφτηκε κατά τον τρίτο χρόνο της εξουσίας του, όταν αποφάσισε να εισβάλει στη Βρετανία. Την άνοιξη έφτασε στη Μάγχη, παρέταξε τις λεγεώνες για επιθεώρηση, έδωσε εντολές στους μηχανικούς να ετοιμάσουν τις λεπτομέρειες της απόβασης και έβγαλε έναν λόγο, όπου ανάμεσα σε παραθέματα από την Αινειάδα του Βιργιλίου, καλοτύχησε τη Σύγκλητο και τον ρωμαϊκό λαό που απολάμβαναν την ασφάλεια της Ρώμης ενώ εκείνος προέτασσε τα στήθη του σε κάθε λογής κινδύνους. Ύστερα, και ενώ όλοι περίμεναν την επιτελική εντολή για να ξεκινήσουν, ο μέγας στρατάρχης εκραύγασε: «Και τώρα, μαζέψτε κοχύλια!» Λεγεωνάριοι και αξιωματικοί κοιτιόντουσαν κεραυνοβολημένοι και άλαλοι. Για λίγη ώρα ακούγονταν μόνο ο αχός των κυμάτων που έσπαγαν στην ακτή και τα σποραδικά κρωξίματα των γλάρων. Μετά όσοι δεν είχαν ακούσει καλά άρχισαν να ρωτούν αυτούς που άκουσαν και τέλος όλοι μαζί αποδόθηκαν στην «Επιχείρηση Κοχύλια». Έτσι ολοκληρώθηκε η Μάχη της Αγγλίας. Οι ιστορικοί, ανάμεσά τους κι εγώ, αναρωτιούνται ακόμη τι συνέβαινε εκείνη τη μέρα μέσα στον ανισόρροπο λαβύρινθο του μυαλού του. Υποθέτω ότι θα αναρωτιούνται για αιώνες ακόμη.
Στη Ρώμη επέστρεψε πιο μεγαλομανής, ακαταλόγιστος και απρόβλεπτος παρά ποτέ. Τώρα οι χρόνιες αϋπνίες του είχαν ενταθεί· το ίδιο και οι λάγνες φαντασιώσεις του. Οργάνωνε πολυδάπανες δεξιώσεις όπου προσέφερε πρωτοποριακή κουζίνα με εξωτικές γεύσεις - και σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιχρυσωμένο κρέας και ψωμί. Κατόπτευε τους προσκεκλημένους και ζητούσε να μιλήσει ιδιαιτέρως στις γυναίκες των συγκλητικών και αυλικών που τραβούσαν τη διεστραμμένη προσοχή του· και εξευτέλιζε δημοσίως (πριν τον εκτελέσει στη συνέχεια) οποιονδήποτε καθυστερούσε να συνταχθεί με τις αξιώσεις του.
2 x 29 = ΤΕΛΟΣ
Οι θεοί μωραίνουν αυτόν που θέλουν να καταστρέψουν. Για πολύ καιρό αναρωτήθηκα αν οι θεοί είχαν αλλάξει συνήθειες ή αν έκαναν εξαίρεση στην περίπτωση του Καλιγούλα - ή αν μελετούσαν ένα ξεχωριστό είδος καταστροφής για μια ξεχωριστή παραφροσύνη. Τίποτε από όλα αυτά. Απλώς άργησαν. Άργησαν ακριβώς τρία χρόνια, δέκα μήνες και οκτώ μέρες· και τότε μόνο έστειλαν τη Νέμεση με τη μορφή ενός πραιτωριανού αξιωματούχου που είχε υποστεί για καιρό καταιγισμό εξευτελισμών από τον αυτοκράτορα. Το όνομά του Κάσσιος Χαιρέας. Συνεργοί του οι δύο επικεφαλής της πραιτωριανής φρουράς. Στις 24 Ιανουαρίου ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε θεατρική παράσταση. Κάποια στιγμή σηκώθηκε από το κάθισμά του και προχώρησε προς την έξοδο για να πάρει λίγο αέρα. Βρήκε μια συντροφιά από νεαρά αγόρια και έπιασε κουβέντα μαζί τους. Οι φρουροί του χαλάρωσαν την προσοχή τους. Το πρώτο χτύπημα ήρθε από τον Χαιρέα που παραμόνευε στη στοά, πίσω από έναν κίονα. Η μαχαιριά ήρθε από πίσω και τον βρήκε στον τράχηλο. Ο Καλιγούλας σωριάστηκε σφαδάζοντας στο δάπεδο αλλά κατόρθωσε να ψελλίσει: «Είμαι ακόμη ζωντανός.» Και ενώ οι φρουροί του είχαν εξουδετερωθεί, δέχτηκε συνολικά πενήντα οκτώ μαχαιριές, δύο για καθένα από τα είκοσι εννιά χρόνια του.
Ακολούθησε γενικευμένη σύγχυση και πανικός. Οι πολίτες αρχικά θεώρησαν ότι το μαντάτο ήταν παραπλανητικό· ήθελαν να το πιστέψουν αλλά τους κρατούσε ο φόβος ότι θα μπορούσε να είναι άλλη μια από τις μικρονοϊκές φάρσες του Καλιγούλα. Η Σύγκλητος παρέπαιε αλαφιασμένη ανάμεσα σε αντικρουόμενες εκδοχές. Οι διάδρομοι και οι αίθουσες των ανακτόρων βοούσαν από βιαστικούς βηματισμούς, δισταχτικούς ψιθύρους και μεμονωμένες κραυγές. Όταν βρέθηκα στα ανάκτορα, η δολοφονία δεν είχε ακόμη επαληθευτεί. Μια δυο ώρες αργότερα άκουσα έντονες συνομιλίες και ποδοβολητό στο αίθριο. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν να καταφύγω σε ένα από τα δωμάτια που κατά καιρούς χρησιμοποιούσα για μελέτη και συγγραφή. Αν ήταν αλήθεια αυτό που ακουγόταν, ο δαίμονας που γνώριζα είχε φύγει, δεν ήξερα όμως ποιος δαίμονας τον είχε διώξει - και όπως λένε, καλύτερα ο δαίμονας που ξέρεις παρά αυτός που δεν ξέρεις. Και ενώ στο μυαλό μου ζυμώνονταν εκδοχές και ενδεχόμενα, αντιλήφθηκα βαριά και βιαστικά βήματα στον διάδρομο έξω από την πόρτα του δωματίου. Κρύφτηκα ενστικτωδώς πίσω από μια βαριά κουρτίνα· αλλά οι άκρες των παπουτσιών μου είχαν μείνει ακάλυπτες.
Πενήντα οκτώ μαχαιριές, ένα στιγμιαίο νάζι της μοίρας που μέχρι τότε με κρατούσε στα αζήτητα της Ιστορίας, μια κουρτίνα που δεν ήταν αρκετά μακριά, το χέρι ενός βλοσυρού πραιτωριανού που την τράβηξε με δύναμη - και έγινα αυτοκράτορας.
Σύγκλητος - Πραιτωριανοί: σημειώσατε 2
Οι Έλληνες στοχάστηκαν βαθιά και εμπεριστατωμένα πάνω στο ζήτημα του θεωρητικού και του πρακτικού βίου. Τι αξίζει περισσότερο, μια ζωή αφιερωμένη στη σκέψη, τον στοχασμό και την καλλιέργεια των τεχνών ή μια ζωή δράσης στον πολιτικό, κοινωνικό και στρατιωτικό στίβο; Ο Αριστοτέλης προτιμούσε το πρώτο. Γενικά, θα έλεγα, και όσο γνωρίζω από τα προσωπικά μου διαβάσματα, οι περισσότεροι έλληνες στοχαστές τείνουν να συμφωνήσουν με τον μεγάλο φιλόσοφο. Η ρωμαϊκή παράδοση είναι διαφορετική και ευνοεί μια πιο πρακτική αντίληψη του βίου. Μπορώ να βεβαιώσω ότι η ιστορία της Ρώμης είναι δημιούργημα ανθρώπων που τοποθέτησαν τη δράση πάνω από τον θεωρητικό στοχασμό - δράση που διέπονταν από πατροπαράδοτες αρχές. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι οι πολιτικές δεξιότητες των μεγάλων της ιστορίας μας διαμορφώθηκαν από αυτή την πρακτική φιλοσοφία· και ότι η Ρώμη οφείλει την τωρινή της παγκόσμια κυριαρχία στη σύνεση των πολιτικών και των στρατηγών της. Τους Έλληνες, όπως είπαν και ο Κικέρων και ο Βιργίλιος, τους θαυμάζουμε για τη βαθιά και δημιουργική τους πνευματικότητα. Τους θαυμάζω απεριόριστα κι εγώ, αλλά δεν τους θεωρώ πρότυπο πολιτικής οργάνωσης και κοινωνικής πειθαρχίας. Άλλωστε αυτό το ξέρουν λίγο πολύ και οι ίδιοι. Από την άλλη μεριά, κοιτάζοντας πίσω στα δεκατρία χρόνια της εξουσίας μου, μπορώ σήμερα να λέω ότι δράση χωρίς θεωρητικό στοχασμό και ευρύτερη φιλοσοφική αντίληψη για τον βίο που αξίζει να ζήσει ένας άνθρωπος είναι μια επιλογή με αβέβαιη, στην καλύτερη περίπτωση, έκβαση. Όταν ανακηρύχθηκα αυτοκράτορας, πίστευα ότι η προηγούμενη θητεία μου στη μελέτη και τη συγγραφή ήταν μάλλον εμπόδιο παρά προσόν για τη δουλειά που με είχαν επιλέξει να κάνω. Τώρα αλλιώς βλέπω τα πράγματα.
Την πρώτη φορά που με έριξε στο νερό ο ανεψιός μου απλώς κρυολόγησα· τη δεύτερη φορά που με έριξε στα βαθιά η μοίρα έπρεπε να μάθω να κολυμπάω. Εκείνη τη μέρα του Γενάρη, έγινα καίσαρας με αναισθητικό. Εννοώ ότι δεν πολυκαταλάβαινα τι μου ετοίμαζαν, αν με τραβούσαν οι πραιτωριανοί ή το πεπρωμένο. Ορισμένοι συγκλητικοί, μόλις βεβαιώθηκαν ότι το «τέρας» είχε εξοντωθεί οριστικά και αμετάκλητα, άρχισαν να μιλούν φωναχτά και θαρρετά για ευκαιρία αποκατάστασης των δημοκρατικών θεσμών, για επιστροφή στο καθεστώς της Ελεύθερης Πολιτείας και για απαλλαγή από το άχθος και το μίασμα του καισαρισμού. Ίσως, υπό άλλες συνθήκες, να συμφωνούσα μαζί τους. Είχαν δει πολλά τα μάτια μου και, παρόλο που εξακολουθούσα να σέβομαι την πολιτική διαθήκη του Αύγουστου, θα ήμουν έτοιμος, εγώ ο εγγονός του, να συζητήσω σοβαρά το ενδεχόμενο ενός έντιμου ιστορικού συμβιβασμού με απώτερο σκοπό την αποκατάσταση της Δημοκρατίας που είχαν καταλύσει οι εμφύλιοι πόλεμοι. Αλλά εκείνη τη μέρα οι συγκλητικοί συνειδητοποίησαν ότι οι σημαντικότεροι πόλοι εξουσίας στη Ρώμη είχαν γίνει τρεις: ο Καίσαρ, η Σύγκλητος και οι Πραιτωριανοί - όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά.
Να το πω περιληπτικά: ενώ, εκείνη τη μέρα, εγώ τα είχα χαμένα και οι συγκλητικοί συσκέπτονταν, οι πραιτωριανοί είχαν ήδη αποφασίσει. Όταν οι τελευταίοι με μετέφεραν με το επίσημο αυτοκρατορικό φορείο στην αίθουσα όπου συνεδρίαζε το σώμα, ορισμένοι από τους συγκλητικούς δυσκολεύτηκαν καν να με αναγνωρίσουν· οι υπόλοιποι, με το δίκιο τους, αναρωτήθηκαν αν ήμουν έτοιμος να αναδεχθώ τη μεγάλη ευθύνη· κανένας όμως δεν πίστευε ότι είχε λυθεί το πρόβλημα της διαδοχής. Όπως είπα, όμως, αρκούσε που το πίστευαν οι πραιτωριανοί.
Σύγκλητος - Κλαύδιος: ξανασημειώσατε 2
Τους αντάμειψα με ένα χρηματικό δώρο, κάτι για το οποίο στη συνέχεια κατηγορήθηκα - μάλλον δικαίως. Εκείνο το βράδυ σκέφτηκα καλά τις επόμενες κινήσεις μου. Αποφάσισα ότι δεν έπρεπε να δείξω την ενόχλησή μου για τη στάση μιας μερίδας της Συγκλήτου. Η γνώση της ρωμαϊκής ιστορίας μού επέβαλλε σεβασμό για ένα πολιτικό σώμα που σε παλιότερες εποχές υπήρξε φυτώριο δημοκρατικών συνειδήσεων και ασυμβίβαστου πατριωτισμού. Σεβάστηκα τη Σύγκλητο όπως σεβόμουν την ιστορία της ίδιας της Ρώμης. Άλλωστε το ποινικό μητρώο των καισάρων είχε στιγματιστεί ανεπανόρθωτα από τη συμπεριφορά του Καλιγούλα απέναντι στους Πατέρες της Ρώμης.
Δεν ήταν όλοι τους στοργικοί πατέρες. Γρήγορα αντιλήφθηκα ότι υπήρχε πρόβλημα άδειων εδράνων κατά τις συνεδριάσεις. Έτσι, έκανα υποχρεωτική την παρουσία στο βουλευτήριο και απηύθυνα παραινέσεις για ουσιαστική συμμετοχή στις συζητήσεις, δεδομένου ότι πολλοί εμφανίζονταν μόνο κατά τη στιγμή της ψηφοφορίας για να ρίξουν ψήφο σύμφωνα με προαποφασισμένη γραμμή. Ασφαλώς δυσαρέστησα πολλούς. Μια άλλη άμεση μέριμνά μου ήταν η αναβάθμιση της επαρχιακής περιφέρειας, που μαστιζόταν από κακοδιοίκηση. Διέγνωσα ότι το πρόβλημα δεν μπορούσε να αντιμετωπιστεί χωρίς μια κεντρική αυτοκρατορική υπηρεσία που θα μπορούσε να δρα κάτω από την άμεση εποπτεία μου. Αποφάσισα ότι η υπηρεσία αυτή ήταν καλύτερο να επανδρωθεί με ανθρώπους της άμεσης εμπιστοσύνης μου που ήταν έτοιμοι να αφιερωθούν αποκλειστικά στα διοικητικά τους καθήκοντα. Οι συγκλητικοί δεν ήταν η καταλληλότερη επιλογή για τις θέσεις αυτές: από μεγάλες πολιτικές οικογένειες οι περισσότεροι, συνηθισμένοι σε μια πιο απόμακρη σχέση με τα πρακτικά προβλήματα της διακυβέρνησης και της διαχείρισης και με μια έντονη αίσθηση του προσωπικού κύρους που δεν επέτρεπε εύκολα την προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα, με έκαναν να αναζητήσω διαφορετικές λύσεις. Με κατηγόρησαν ότι με τον τρόπο αυτό δημιούργησα μια καινούργια επαγγελματική γραφειοκρατία. Μπορεί να είναι κι έτσι· είναι όμως γενικά παραδεκτό ότι στα χρόνια που κυβέρνησα η περιφέρεια αναζωογονήθηκε, η οικονομία νοικοκυρεύτηκε και έγιναν μεγάλα δημόσια έργα. Αισθανόμενοι ότι ο πολιτικός τους ρόλος συρρικνωνόταν, πολλοί συγκλητικοί αντέδρασαν, έμμεσα και σπασμωδικά. Λυπάμαι που ορισμένοι από αυτούς έφθασαν στα όρια της συνωμοσίας εναντίον μου. Στις περιπτώσεις αυτές έπραξα ό,τι επέβαλλαν το δημόσιο συμφέρον και οι νόμοι· αλλά δεν χάρηκα ποτέ που έπρεπε να το πράξω.
Ο Τιβέριος, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, πολιτεύθηκε με μεγάλη σύνεση και στο πνεύμα των πολιτικών υποθηκών του Αύγουστου. Ήταν, ωστόσο, άτολμος και προτιμούσε τη σιγουριά της πεπατημένης από το ρίσκο της καινοτομίας, ακόμη και όταν διαπίστωνε την ανάγκη αλλαγών. Από την άποψη αυτή φάνηκε, κατά την εκτίμησή μου, λιγότερο διορατικός από τον Αύγουστο, ο οποίος, χωρίς να ανατρέψει εκ βάθρων την παράδοση, έδωσε ευκαιρίες σε νέους ανθρώπους και ενθάρρυνε πρωτοβουλίες και τομές. Έκανα συστηματική προσπάθεια να συνεχίσω αυτή την πολιτική, ανοίγοντας τα πολιτικά αξιώματα σε όλους, ανεξάρτητα από καταγωγή και προέλευση. Επέμεινα αποφασιστικά στην ανάγκη να γίνουν Ρωμαίοι με πλήρη δικαιώματα όλοι όσοι είχαν ενστερνιστεί τις αξίες και την πολιτική κουλτούρα της Ρώμης. Κατηγορήθηκα λυσσαλέα γι᾽ αυτό, ιδίως από φιλοσόφους σαν τον Σενέκα που διασάλπιζαν τους κινδύνους μιας πολιτικής η οποία αποσκοπούσε στο «να απονείμει αδιακρίτως τη ρωμαϊκή τήβεννο σε Ιουδαίους, Γαλάτες και Έλληνες». Επιμένω ακόμη και σήμερα ότι μια παγκοσμιοποιημένη εξουσία όπως η ρωμαϊκή δεν έχει την πολυτέλεια να στηρίζεται στη φυλετική καθαρότητα.
Προσπάθησα να χειριστώ με καλή πίστη προβλήματα που οι προκάτοχοί μου αντιμετώπισαν είτε με προχειρότητα είτε με βία. Θυμίζω στους αναγνώστες μου το ιουδαϊκό ζήτημα. Με την ανοχή μου, και παρά την προηγούμενη απαγόρευση του Τιβέριου που επισήμως δεν έχει αρθεί μέχρι σήμερα, η ιουδαϊκή κοινότητα της Ρώμης αυξήθηκε σημαντικά. Παραχώρησα σε όλους τους Ιουδαίους απανταχού της αυτοκρατορίας πλήρεις θρησκευτικές ελευθερίες και το δικαίωμα να μη συμμετέχουν στην επίσημη λατρεία του αυτοκρατορικού προσώπου, εφόσον το απαγορεύουν οι θρησκευτικοί τους νόμοι. Η στάση μου δεν εκτιμήθηκε. Μέσα στην ίδια τη Ρώμη συνέχισαν να ασκούν προσηλυτισμό και έγιναν υπαίτιοι ταραχών, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο ότι απαρέγκλιτος στόχος τους είναι να προκαλέσουν παγκόσμια αναταραχή. Η απέλασή τους ήταν φυσική συνέπεια της πολιτικής που επέλεξαν. Δεν γνωρίζω αν στις πρόσφατες ταραχές έπαιξαν κάποιο ρόλο και οι ακόλουθοι της νέας θρησκευτικής τάσης που αναγνωρίζει ως ηγέτη της τον Χριστό. Πρόκειται για δυναμική μειονότητα που δεν έχει προβεί σε επίσημες προκλήσεις, αλλά διαισθάνομαι ότι διακατέχεται από τον ίδιο προσηλυτιστικό ζήλο που με υποχρέωσε να πάρω μέτρα και στην περίπτωση των Ιουδαίων.
Στον στρατιωτικό τομέα ακολούθησα σε γενικές γραμμές την προτροπή του Αυγούστου να μην ασκηθεί περαιτέρω επεκτατική πολιτική και να διασφαλιστούν με τον αποτελεσματικότερο τρόπο τα σημερινά σύνορα της επικράτειας. Ωστόσο, θεώρησα απαραίτητο για λόγους ασφαλείας να προσαρτήσω εδάφη στη Βόρεια Αφρική και στη Θράκη· και υλοποίησα τελικά την πλήρη κατάκτηση της Βρετανίας σχεδόν έναν αιώνα μετά την πρώτη απόβαση του Ιουλίου Καίσαρα σ᾽ αυτό το νησί του απώτατου Βορρά. Υπάρχουν δυο τρόποι για να δει κανείς τέτοια εγχειρήματα: οι βάρβαροι από την πλευρά τους μιλούν για εισβολή· η Ρώμη προτιμά να προβάλει την εκπολιτιστική διάσταση του πράγματος. Αυτό είναι το υψηλό πεπρωμένο της, όπως το διατύπωσε και ο Βιργίλιος στην Αινειάδα:
Λαούς να κυβερνάς είναι ο κλήρος που σ᾽ εσένα έλαχε, Ρωμαίε:
το νόμο της ειρήνης να περνάς, τους νικημένους να τους σέβεσαι,
τους αλαζόνες να δαμάζεις - τούτη η τέχνη είναι που σου πρέπει.
Από τη Μεσσαλίνα στην Αγριππίνα ή Ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη
Γνωρίζω καλύτερα από πολλούς άλλους ότι η Ιστορία γράφεται και με λάθη - κάποτε, μάλιστα, κυρίως με λάθη. Μερτικό σε λάθη έχω κι εγώ. Δεν θα πω αν είναι μεγάλο ή μικρό· θα πω όμως ότι είναι στενόκαρδο από τη μεριά ορισμένων ιστορικών να απαριθμούν επιμελώς, και να μεγεθύνουν, τα σφάλματα, ενώ ταυτόχρονα σχετικοποιούν ή ελαχιστοποιούν τα επιτεύγματα της πολιτικής μου. Αναγνωρίζω σήμερα ότι ορισμένα από τα πρόσωπα που περιέβαλα με την εμπιστοσύνη μου εκμεταλλεύτηκαν τις συγκυρίες για προσωπικό όφελος και συχνά για αδιάντροπο χρηματισμό. Παρηγοριέμαι με τη σκέψη ότι σε άλλες επιλογές μου υπήρξα κατά κοινή ομολογία πολύ πιο εύστοχος.
Πολύς λόγος έγινε για τις γυναίκες του καίσαρα. Κατηγορήθηκα επανειλημμένως ότι απλώς υπέγραφα αποφάσεις που είχε διαμορφώσει κάποια από τις αυτοκρατορικές συζύγους. Δεν θα πω τίποτε εδώ για τις δυο πρώτες γυναίκες που παντρεύτηκα πριν διαδεχθώ τον Καλιγούλα. Στο κάτω κάτω η συμπεριφορά τους δεν είχε αντίκτυπο στη δημόσια ζωή. Ξέρω πως είναι πολύ πιο δύσκολο να απολογηθώ για τη γυναίκα που είχα στο πλευρό μου όταν οι καταστάσεις μού ανέθεσαν την ύψιστη ευθύνη της ρωμαϊκής πολιτείας. Η Μεσσαλίνα μού χάρισε δυο μεγάλα δώρα, την κόρη μου την Οκταβία και τον γιο μου τον Βρεταννικό - και σε αντάλλαγμα μου ζήτησε να καταπίνω προσβολές και να κλείνω τα μάτια στα παρορμητικά αίσχη της. Τα πάθη της σαν τις εκρήξεις της Αίτνας, οι ανομολόγητες ορέξεις της κοινό θέμα κουτσομπολιού στα σοκάκια και τις πιάτσες της Ρώμης, ο τρόπος που σκεφτόταν ήταν ο ορισμός της συνωμοσίας. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες μεγάλωσα με έκαναν ανεκτικό μέχρις αναισθησίας, και για πολύν καιρό, πασχίζοντας να κρατήσω τα προσχήματα που εκείνη δεν νοιάστηκε ποτέ να κρατήσει, περίμενα τη στιγμή που ο φυσικός κορεσμός θα έφερνε τη μεταμέλεια που δεν μπορούσε να φέρει η αξιοπρέπεια. Όταν πείστηκα ότι ηθικά είχε γίνει ολόκληρη ένα μολυσματικό απόστημα, έδωσα τελικά την έγκρισή μου και το απόστημα έσπασε.
Τη θέση της πήρε η ανεψιά μου, κόρη του Γερμανικού, η νεότερη Αγριππίνα. Ήταν χήρα όταν την παντρεύτηκα, με έναν γιο από τον πρώτο της γάμο, τον Νέρωνα, που είναι σήμερα στα δεκαέξι, πέντε χρόνια μεγαλύτερος από τον Βρεταννικό. Η Αγριππίνα προκάλεσε αντιδράσεις όταν, αμέσως μετά τον γάμο, έδωσε εντολή σε όλους να την αποκαλούν Αυγούστα. Ο κόσμος είπε ότι ο Κλαύδιος αντικατέστησε έναν τύραννο μ᾽ έναν δεσπότη. Θεωρώ ότι το βασικό πρόβλημα της Αγριππίνας ήταν πάντα η παθολογική προσήλωση στον γιο της. Ο νεαρός δείχνει κλίση στα γράμματα και τις τέχνες, πράγμα που επικροτώ· φοβούμαι, ωστόσο, ότι η ασφυκτική λατρεία της μητέρας του και η προθυμία με την οποία αυτή υπηρετεί τις εφηβικές του ιδιοτροπίες δεν του κάνει καλό. Η συμπεριφορά του απέναντι σε τρίτους είναι συχνά αδιάκριτη και κάποτε προσβλητική· και έχω την εντύπωση ότι κύρια φιλοδοξία του είναι να συντομεύει όλο και περισσότερο τον χρόνο που μεσολαβεί ανάμεσα στις επιθυμίες του και την εκπλήρωσή τους. Αναρωτιέμαι τι έχει να πει γι᾽ αυτό ο προσωπικός του δάσκαλος, ο πολύς Σενέκας, ο οποίος, ως στωικός φιλόσοφος, θα έπρεπε προ καιρού να του έχει επισημάνει ότι με τέτοια νοοτροπία δύσκολα θα κερδίσει την ψυχική αταραξία και τα υπόλοιπα αγαθά που επαγγέλλεται ο στωικισμός.
Τον υιοθέτησα πριν από τρία χρόνια κάτω από την πίεση της Αγριππίνας αλλά και με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να παίξει τον προστατευτικό ρόλο του μεγαλύτερου αδελφού για τον Βρεταννικό. Συχνά σκέφτομαι ότι αυτό μπορεί να ήταν ένα από τα πραγματικά μεγάλα λάθη μου. Προσεύχομαι στους θεούς να με κρατήσουν γερό μέχρι να ενηλικιωθεί ο Βρεταννικός και να προετοιμαστεί για τη διαδοχή, και προσπαθώ να κλείσω τα αφτιά μου σε όσους μου ψιθυρίζουν ότι η Αγριππίνα κάνει στο παρασκήνιο ό,τι μπορεί για να δει τον δικό της γιο αυτοκράτορα. Στα δεκατρία χρόνια της εξουσίας μου έμαθα, ή νομίζω ότι έμαθα, να ξεχωρίζω τη στείρα καχυποψία από την τεκμηριωμένη προαίσθηση· μόνο που για να επιβιώσει κανείς και να εξασφαλίσει ένα ελάχιστο ηρεμίας, συχνά προτιμάει να πιστεύει ότι αυτό που είναι τεκμηριωμένη προαίσθηση θα μπορούσε στην πραγματικότητα να αποδειχτεί στείρα καχυποψία. Είτε πρόκειται για το ένα είτε για το άλλο, είναι επώδυνο για μένα να σκέφτομαι ότι ο νεαρός Νέρων θα μπορούσε κάποτε να παραγκωνίσει τον Βρεταννικό και να εκφωνήσει τον επικήδειο μου ως διάδοχός μου - επώδυνο για μένα, ίσως καταστροφικό για τη Ρώμη. Περισσότερα για το ζήτημα αυτό δεν θα πω.
* * *
Εγώ, ο Κλαύδιος, ένα παιδί με ειδικές ανάγκες που το είχε ξεγράψει η ίδια η μάνα του και που κανένας δεν περίμενε να στεφθεί καίσαρας της ένδοξης και μεγάλης αυτοκρατορίας μας μέχρι τη μέρα εκείνη του Γενάρη, πριν από δεκατρία χρόνια - έγραψα αυτές τις γραμμές για να υπερασπιστώ επιλογές και αποφάσεις που μου κόστισαν μέρες αγωνίας και νύχτες ξαγρύπνιας. Έχω συνείδηση ότι παρέλειψα πολλά και ότι άλλα δεν τα τόλμησα στην προσπάθειά μου να κρατήσω μια δύσκολη ισορροπία ανάμεσα σ᾽ αυτό που κληρονόμησα και σ᾽ αυτό που οραματίστηκα. Δεν θα μπορέσω ίσως να πω ποτέ αν ήταν καλύτερα να με είχαν αφήσει να ξεχαστώ και να ασκητέψω στη βιβλιοθήκη μου παρά να με ρίξουν στη δίνη της Ιστορίας. Δέχτηκα και τα δυο μου πεπρωμένα· κοίταξα και τις δυο όψεις της μοίρας, κράτησα και το σκήπτρο του αρχηγού και τη γραφίδα του στοχαστή. Έμαθα πολλά από τη διπλή μου περιπέτεια, ίσως επειδή κατάφερα και να ασκώ και να στοχάζομαι την εξουσία. Δεν ξέρω αν οι θεοί επιφυλάσσουν στη Ρώμη αυτό που επιθύμησε ο μεγάλος Αύγουστος. Ο Βιργίλιος παρουσιάζει τον Δία να υπόσχεται στο ρωμαϊκό έθνος «εξουσία δίχως τέλος». Εγώ όμως ξέρω ότι η Ιστορία μπορεί να επηρεαστεί σοβαρά από το μήκος μιας κουρτίνας και δεν είναι τόσο προβλέψιμη. Αν ήταν, δεν θα είχα γίνει ποτέ καίσαρας.
FINIS