Όσοι έχουμε δυσκολία να συμβιβαστούμε με οτιδήποτε λιγότερο από το «τέλειο», είμαστε καταδικασμένοι να δυστυχούμε στις σχέσεις μας, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι και τα πράγματα δεν είναι ποτέ τέλεια.
Ο πυρήνας του προβλήματος της τελειοθηρίας είναι η ανάγκη να κατασκευάσουμε μια «τέλεια» εικόνα για τον εαυτό μας, ώστε να αναπληρώσουμε την αίσθηση χαμηλής αυτοεκτίμησης που νιώθουμε και να ελαχιστοποιήσουμε την πιθανότητα να θεωρηθούμε ελαττωματικοί και άρα μη αποδεκτοί[1].
Ως συνέπεια αυτού του σκεπτικού, η προσέγγιση που διαμορφώνουμε για τις σχέσεις μας αφορά σχεδόν αποκλειστικά την κάλυψη τελειοθηρικών αναγκών. Όπως θα δούμε, η ικανότητα να υπάρχουμε με τους άλλους με έναν τρόπο αυθεντικό, δεν είναι μέρος της τελειοθηρικής εξίσωσης.
Για μία σε βάθος παρουσίαση της έννοιας της τελειοθηρίας και των τρόπων με τους οποίους διαμορφώνεται και εκδηλώνεται στη ζωή μας, δείτε το άρθρο: Πασχίζεις να τα Κάνεις όλα Τέλεια ενώ στο Βάθος Νιώθεις ένα Τίποτα
Ο ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΣΧΕΤΙΖΕΣΘΑΙ
Όταν μπορούμε να σχετιστούμε με τους άλλους μόνο μέσω της τελειοθηρίας μας, οι σχέσεις μας διαμορφώνονται ως εξής:
Πώς μπορώ να ξέρω ότι είσαι ο κατάλληλος για μένα;
Καταρχάς, οι άνθρωποι με τους οποίους σχετιζόμαστε, πρέπει να είναι και να φαίνονται «τέλειοι».
Αν αντιληφθούμε ένα ελάττωμα σε κάποιον, οσοδήποτε μικρό, με μεγάλη ευκολία απορρίπτουμε το ενδεχόμενο σχέσης μαζί του.
Στην αρχή κάθε νέας γνωριμίας, για την ακρίβεια στα πρώτα πέντε λεπτά της γνωριμίας, μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτηθούμε αν ο άνθρωπος απέναντί μας είναι ο «κατάλληλος» άνθρωπος για εμάς και αν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί του για πάντα (!).
Αντί να δούμε τη συναναστροφή ως κάτι μεμονωμένο, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να την προβάλουμε στο μέλλον και να αναλογιστούμε τις πιθανές της συνέπειες, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε την αλληλεπίδραση στο εδώ και τώρα.
Οι επαφές μας θυμίζουν συνεντεύξεις εργασίας. Δεν προσπαθούμε να γνωρίσουμε πραγματικά τον άλλο και να συνδεθούμε μαζί του, αλλά ασχολούμαστε κυρίως με τον εαυτό μας – αν πετάνε τα μαλλιά μας, αν τα θέματα συζήτησης που έχουμε προετοιμάσει είναι αρκετά ενδιαφέροντα και αν το ντύσιμο και το μέρος που έχουμε επιλέξει είναι τα «σωστά».
Εκείνες τις σπάνιες φορές που υποτίθεται βρίσκουμε τον «κατάλληλο», διστάζουμε πάρα πολύ να πάμε τα πράγματα παρακάτω, αφενός γιατί φοβόμαστε μήπως πάρουμε τη λάθος απόφαση και, αφετέρου, γιατί ποτέ δεν εγκαταλείπουμε την ιδέα ότι κάπου μπορεί να υπάρχει κάποιος ακόμα πιο «κατάλληλος».
Μάλιστα, όσο περισσότερο καιρό έχουμε μείνει μόνοι, τόσο περισσότερο εγκλωβιζόμαστε σε μία κυκλική λογική σύμφωνα με την οποία πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε τον «τέλειο» ώστε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι όλη αυτή η αναμονή άξιζε τον κόπο[2].
Με δυο λόγια, δεν έχουμε ιδιαίτερο ταλέντο στη διαδικασία των σχέσεων: Κρίνουμε με διαστρεβλωμένο τρόπο τους άλλους, αποσυρόμαστε πρώιμα πριν προλάβουμε να διαπιστώσουμε ότι οι άλλοι όντως δεν μας ταιριάζουν και, συχνά, αποφεύγουμε τελείως τις νέες γνωριμίες από φόβο ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν με τον τέλειο τρόπο που φανταζόμαστε[3].
Τα λάθη σου είναι ανεπίτρεπτα
Ένα συνηθισμένο σενάριο που ζούμε στις σχέσεις μας, είναι να αισθανόμαστε αρχικά ότι βρήκαμε τον ιδανικό έρωτα, αλλά στη πρώτη (αναπόφευκτη) ατέλεια του άλλου, το όνειρό μας να γκρεμίζεται.
Η εικόνα που έχουμε για τις σχέσεις είναι εξιδανικευμένη – οτιδήποτε εκπίπτει από τη φαντασίωση του «τέλειου έρωτα» μπορεί να γίνει αφορμή για επίκριση.
Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι ο άνθρωπος με τον οποίο σχετιζόμαστε δεν ανταποκρίνεται στα στάνταρ μας, είτε επειδή έκανε ένα «λάθος» είτε επειδή είναι απλώς ο εαυτός του, εστιάζουμε την προσοχή μας μονομερώς στα «ελαττώματά» του, τα μεγεθύνουμε στο κεφάλι μας και δεν μπορούμε να δούμε τίποτα άλλο.
Μάλιστα, με βάση αυτά τα ελαττώματα, καθορίζουμε και το βαθμό στον οποίο ο άλλος «πρέπει» να αλλάξει και συνήθως αναλαμβάνουμε οικειοθελώς να τον «φτιάξουμε». Θεωρούμε καλό να τον διορθώνουμε αν κάνει ένα γραμματικό σφάλμα, να του λέμε ότι πρέπει να γίνει περισσότερο φιλόδοξος ή να διεκδικήσει καλύτερη θέση και να του κάνουμε υποδείξεις ως προς το πώς πρέπει να ντύνεται ή να φέρεται.
Προφανώς, όλη αυτή η πίεση και ο έλεγχος αλλοιώνουν κάθε έννοια νορμάλ συναναστροφής.
Στην προσπάθειά μας να κάνουμε τους ανθρώπους με τους οποίους σχετιζόμαστε «τέλειους», γινόμαστε σκληροί μαζί τους – ασκούμε πίεση στο παιδί μας να διαπρέψει σε ένα άθλημα εις βάρος της συναισθηματικής ή κοινωνικής του ανάπτυξης, απαιτούμε από το σύντροφό μας να είναι πάντα διαθέσιμος για εμάς και επιβάλλουμε στους υφισταμένους μας εργασία μέχρι τελικής πτώσης χωρίς μια μέρα άδεια.
Όλοι βεβαίως καταλήγουν πληγωμένοι ή θυμωμένοι μαζί μας, ενώ εμείς καταλήγουμε επίσης θυμωμένοι και επιπλέον απογοητευμένοι και πικραμένοι.
Τα λάθη μου είναι ανεπίτρεπτα
Όσο αυστηροί είμαστε με τους άλλους, άλλο τόσο αυστηροί ή και περισσότερο είμαστε με τον εαυτό μας.
Τα στάνταρ μας είναι τόσο υψηλά[4], που οτιδήποτε υπονοεί ενδεχόμενη αποτυχία μας κάνει επικριτικούς προς τον εαυτό μας και συναισθηματικά αντιδραστικούς[5].
Για παράδειγμα, αν λόγω δικής μας υπαιτιότητας μια έξοδος δεν εξελιχθεί όπως τη φανταζόμαστε (επειδή αργήσαμε ή επειδή δεν καταφέραμε να βρούμε εισιτήρια για μια συγκεκριμένη παράσταση), αρχίζουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας σε σημείο που χαλάει η διάθεσή μας. Εκνευριζόμαστε με το «λάθος» μας, γινόμαστε μυγιάγγιχτοι και γενικά η δυσφορία καταλαμβάνει τόσο χώρο μέσα μας που απομένουν ελάχιστα περιθώρια ουσιαστικής επαφής με τον άλλο[6].
Τα πάντα σχεδόν είναι αφορμή για απογοήτευση και αυτοεπίκριση. Οποτεδήποτε αποτυγχάνουμε να είμαστε «τέλειοι» μας κυριεύουν αρνητικά συναισθήματα, ενώ αν αισθανθούμε ότι με κάποιο τρόπο απογοητεύσαμε τον άλλο, έχουμε την τάση να κατεβάζουμε ρολά και να αποσυρόμαστε.
Για παράδειγμα, αν ο άλλος σχολιάσει ότι το φαγητό μας είναι κάπως ανάλατο, μπορεί να αποτραβηχτούμε από τη σχέση και να μην του μιλάμε ακόμα και για πολύ καιρό, κυρίως επειδή έχουμε θυμώσει με τον εαυτό μας που αποτύχαμε να πιάσουμε τα τελειοθηρικά ιδανικά μας[7].
Κλεινόμαστε στον εαυτό μας νιώθοντας μη αποδεκτοί και μη αγαπητοί, ενώ αποκρούουμε τις προσπάθειες του άλλου να μας παρηγορήσει. Πρέπει να περάσει ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να μπορέσουμε να «συγχωρήσουμε» τον εαυτό μας και να επιστρέψουμε στη σχέση[8].
Στον κόσμο μας, τα λάθη είναι ολοκληρωτικά απαράδεκτα[9]. Προτιμούμε να κρυφτούμε παρά να παραδεχτούμε ότι σφάλαμε, προσβάλαμε ή πληγώσαμε κάποιον.
Δεν αντέχω τα πάνω και τα κάτω
Εξαιτίας του σκεπτικού όλα ή τίποτα που μας διακρίνει, έχουμε μεγάλη δυσκολία να διαχειριστούμε τα φυσιολογικά σκαμπανεβάσματα μιας σχέσης.
Στην παραμικρή αίσθηση απώλειας ελέγχου ή κριτικής από τους άλλους, η αντίδραση μας είναι πολύ έντονη συναισθηματικά[10].
Ενοχλούμαστε ακόμα και από τις εποικοδομητικές παρατηρήσεις των άλλων και φτάνουμε να κατηγορούμε εκείνους για όλα τα προβλήματα στη σχέση, ενώ εμείς συνεχίζουμε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη[11].
Αν κάποιος «τολμήσει» να αναδείξει κάτι άπρεπο που είπαμε ή κάναμε, γινόμαστε πικρόχολοι και επικριτικοί μαζί του. Φτάνουμε στα άκρα προκειμένου να υπερασπιστούμε τις πράξεις μας και να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της θέσης μας. Μάλιστα, όσο περισσότερο ο άλλος επιμένει στη δική του εκδοχή, τόσο περισσότερο θυμώνουμε και τόσο περισσότερο αμυντικοί γινόμαστε[12].
Το εντυπωσιακό είναι ότι, πολλές φορές, πιστεύουμε στ’ αλήθεια τη δική μας εκδοχή περί «ορθότητας» και «αθωότητάς» μας, επειδή νιώθουμε τέτοια απειλή από την πιθανότητα αποτυχίας που φτάνουμε να αναδημιουργούμε την πραγματικότητα στο μυαλό μας προκειμένου να απαλλαγούμε από τις ενοχές[13].
Τελικά, είμαστε ικανοί να κόψουμε τη σχέση μαχαίρι, παρά να αναλάβουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης. Προτιμούμε να χάσουμε έναν άνθρωπο παρά να ρίξουμε τα μούτρα μας και να ομολογήσουμε ότι μετανιώσαμε ή να ζητήσουμε συγνώμη.
Δυσκολευόμαστε να υιοθετήσουμε μια πιο ευέλικτη στάση και να συμβιβαστούμε βρίσκοντας κοινό έδαφος, γιατί το μυαλό μας κολλάει στο: «εφόσον διαφωνούμε, προφανώς δεν είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο».
Πρόκειται για μία διαστρεβλωμένη πεποίθηση, σύμφωνα με την οποία, δύο άνθρωποι που σχετίζονται δεν πρέπει ποτέ να διαφωνούν, επομένως αν υπάρχουν αντιπαραθέσεις ή συγκρούσεις, τότε μάλλον κάτι δεν είναι «τέλειο» στη σχέση και θα πρέπει να τερματιστεί[14].
Και, φυσικά, όσο πιο «τέλεια» φανταζόμασταν στην αρχή ότι είναι τα πράγματα, τόσο πιο άγαρμπα προσγειωνόμαστε όταν εμφανίζονται οι πρώτες διαφωνίες.
Ποιος από τους δυο μας είναι ο καλύτερος;
Εξαιτίας της τελειοθηρίας μας, μπορούμε να γίνουμε πολύ ανταγωνιστικοί με τους ανθρώπους που σχετιζόμαστε στενά.
Τα μόνιμα συναισθήματα ανεπάρκειας που βιώνουμε, μας οδηγούν συχνά σε κοινωνικές συγκρίσεις μέσα στις ίδιες μας τις σχέσεις, σε μια λογική του τύπου: «Τουλάχιστον είμαι πιο επιτυχημένος από το σύντροφό ή φίλο μου».
Αισθανόμαστε καλύτερα για τον εαυτό μας όταν αντιλαμβανόμαστε τον άλλο ως κατώτερο ή λιγότερο επιτυχημένο σε κάποια διάσταση, πράγμα που μας εμποδίζει, λόγου χάρη, να χαρούμε με τις επιτυχίες του γιατί νιώθουμε ότι απειλείται η ανάγκη μας να είμαστε οι πιο ικανοί στη σχέση.
Πολύ απλά, η έννοια της ισοτιμίας απουσιάζει από την ατζέντα όταν ο ένας ή και οι δύο είναι «τελειομανείς».
Η αλήθεια είναι ότι συχνά σχετιζόμαστε με άλλους «τελειομανείς», επειδή νιώθουμε κάποιου είδους συγγένεια μαζί τους και, επιπλέον, επειδή η αρχική ψευδαίσθηση περί «τέλειου έρωτα» είναι πολύ πιο έντονη σε αυτές τις περιπτώσεις.
Όπως πολύ πιο έντονοι είναι και οι εκατέρωθεν ανταγωνισμοί. Και οι δύο αποσυρόμαστε από τη σχέση αν νιώσουμε θιγμένοι, και οι δύο νιώθουμε μη αποδεκτοί και ζητάμε διαβεβαιώσεις, και οι δύο γινόμαστε αμυντικοί όταν πιανόμαστε να κάνουμε ένα «λάθος» και, κυρίως, και οι δύο έχουμε την ανάγκη να είμαστε καλύτεροι από τον άλλο.
Πρόκειται για μια «δυαδική τελειοθηρία» όπου οι τελειοθηρικές προσδοκίες που έχει ο ένας για τον άλλο ασκούν αφόρητη πίεση και, στο τέλος, επηρεάζουν αρνητικά την αντίληψη που έχουμε για την ποιότητα της σχέσης, τόσο σε επίπεδο ικανοποίησης όσο και σε επίπεδο δέσμευσης[15].
Τερματισμός σχέσης λόγω τελειοθηρίας
Είναι πολύ συνηθισμένο να τερματίζουμε μια σχέση λόγω έντονου φόβου απόρριψης – ακόμα και αν η απόρριψη είναι μόνο στο μυαλό μας.
Αν αισθανθούμε ότι αμφισβητείται η «τελειότητά» μας, προτιμούμε να το τελειώσουμε πρώτοι διατηρώντας την αξιοπρέπειά μας στο τώρα, παρά να ρισκάρουμε μελλοντικές απογοητεύσεις διατηρώντας στη ζωή μας το πρόσωπο που πιστεύουμε ότι μας απορρίπτει[16].
Έτσι, με φαινομενική ευκολία εξαφανιζόμαστε και διαγράφουμε από τη ζωή μας οποιονδήποτε μας θυμίζει τις ατέλειές μας ή τις άστοχες συμπεριφορές μας. Στο μυαλό μας, το ότι δεν τα πήγαμε καλά με κάποιον ως εν δυνάμει σύντροφοι σημαίνει ότι δεν μπορούμε να του μιλήσουμε ποτέ ξανά[17].
Το κακό είναι ότι έχουμε την τάση να εστιάζουμε υπερβολικά σε «αποδείξεις» των λόγων που η σχέση δεν μπορεί να λειτουργήσει, συνήθως αμελώντας να αναρωτηθούμε αν μπορεί να λειτουργήσει και με ποιο τρόπο.
Αν «κολλήσουμε» σε κάτι δεν αλλάζουμε γνώμη, όσες διαβεβαιώσεις και να πάρουμε. Λες και μπορούμε να διαβάσουμε το μυαλό των άλλων – νομίζουμε ότι εμείς ξέρουμε καλύτερα από εκείνους τι σκέφτονται για εμάς και ότι αυτό που σκέφτονται είναι αρνητικό[18].
Είμαστε ακραίοι τύποι. Επειδή παίρνουμε προσωπικά τη συμπεριφορά των άλλων ως ένδειξη της αξίας μας, όταν αισθανόμαστε ότι ο άλλος μας αγαπά είμαστε εντάξει και μπορούμε να τον αγαπάμε, ενώ όταν αισθανόμαστε ότι δεν μας αγαπά νιώθουμε ότι δεν αξίζουμε τίποτα και φτάνουμε να τον μισούμε.
Το άλλο που κάνουμε είναι ότι αντιλαμβανόμαστε τη φυσιολογική μείωση της συναισθηματικής έντασης στη σχέση, ως ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά.
Όταν τα πράγματα γίνονται κάπως χλιαρά αρχίζουμε να ανησυχούμε γιατί θεωρούμε ότι δεν νιώθουμε όπως θα «έπρεπε» να νιώθουμε. Φαίνεται σαν να έχουμε έναν ασαφή στόχο να αισθανθούμε «κάπως», αλλά επειδή δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτή η αίσθηση, στο μυαλό μας γίνεται κάτι που «δεν βρίσκεται εκεί» ή, έστω, που δεν βρίσκεται εκεί «αρκετά»[19].
Σε κάθε περίπτωση, ο τερματισμός της σχέσης είναι η επικρατέστερη εξέλιξη. Αν ο άλλος δεν μας εγκαταλείψει πρώτος απηυδισμένος από τις παράλογες συμπεριφορές μας, θα τον εγκαταλείψουμε εμείς, αμέσως μόλις αισθανθούμε ότι απειλούνται οι τελειοθηρικές ψευδαισθήσεις μας.
ΜΗΝ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΕΜΕΝΑ, ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΜΟΥ
Εκείνο που κυρίως μας εμποδίζει να σχετιστούμε με ικανοποιητικό τρόπο όταν είμαστε «τελειομανείς», είναι η αίσθηση ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί έτσι όπως είμαστε κι ότι αυτό που είμαστε δεν αξίζει να υπάρχει ή να αγαπηθεί.
Με αυτή την αφετηρία, όλα τα υπόλοιπα εξηγούνται πολύ εύκολα:
Χίλιες φορές «τέλειοι» παρά ευάλωτοι
Η μεγαλύτερη δυσκολία μας είναι να εκθέσουμε τον εαυτό μας – να δείξουμε την ευαλωτότητά μας και να αφήσουμε τους άλλους να μας δουν έτσι όπως ακριβώς είμαστε.
Κατά βάθος, αισθανόμαστε κάπως ελαττωματικοί. Κρύβουμε τα κομμάτια του εαυτού μας που δεν αποδεχόμαστε και για τα οποία ντρεπόμαστε, γιατί είμαστε σίγουροι ότι αν οι άλλοι ανακαλύψουν τις «ατέλειές» μας θα μας κοροϊδέψουν, απορρίψουν ή εγκαταλείψουν.
Χρησιμοποιούμε την τελειοθηρία ως ασπίδα προστασίας για να μην πληγωθούμε – πιστεύουμε ότι είναι ο μόνος τρόπος να προστατευτούμε από τον κίνδυνο της επίκρισης, του θυμού ή της απόσυρσης της αγάπης των άλλων[20].
Το τίμημα είναι να μην μπορούμε να σχετιστούμε πραγματικά.
Προσπαθούμε πάντοτε να ελέγχουμε τα συναισθήματά μας και να φαινόμαστε «δυνατοί», καταλήγοντας συναισθηματικά μη διαθέσιμοι για τους άλλους. Η εσωτερική μας εμπειρία παραμένει επτασφράγιστο μυστικό ακόμα και για εκείνους που βρίσκονται πολύ κοντά μας, με αποτέλεσμα να απουσιάζει από τις σχέσεις μας η αίσθηση της οικειότητας.
Επιπλέον, η διαρκής αναζήτηση της τελειότητας, η ακαμψία των στάνταρ μας και η ανάγκη να ελέγχουμε τις σχέσεις μας, απορροφούν τόσο μεγάλη ενέργεια και μέρος της προσοχής μας, που οι άλλοι δυσκολεύονται να βρουν χώρο ή τρόπο να συνδεθούν ουσιαστικά μαζί μας.
Εξάλλου, το ότι είμαστε υπερβολικά αυστηροί με τον εαυτό μας χωρίς να του αναγνωρίζουμε κανένα ελαφρυντικό, μας οδηγεί σε ολοένα και χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, μέχρι το σημείο που φοβόμαστε να πλησιάσουμε συναισθηματικά τους άλλους, όντας πεπεισμένοι ότι: «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να θέλει κοντά του κάποιον τόσο ανάξιο».
Η «λύση» που συνήθως βρίσκουμε είναι να σχετιζόμαστε με ανθρώπους που, για τους δικούς τους λόγους, αισθάνονται περισσότερο άνετα μέσα σε επιφανειακές και απρόσωπες σχέσεις. Με ανθρώπους που ούτε προσέχουν ούτε ενοχλούνται από τη μεγάλη αντιφατικότητα και αινιγματικότητά μας. Όσο για τους άλλους, εκείνους που θέλουν και ζητούν μεγαλύτερη οικειότητα, δεν τους πλησιάζουμε καν (και δεν μας πλησιάζουν εξάλλου).
Χίλιες φορές «τέλειοι» παρά αυθεντικοί
Σε τελική ανάλυση, η τελειοθηρία είναι το αντίθετο της αυθεντικότητας.
Αντί να είμαστε ο εαυτός μας, με τα καλά του και τα κακά του, και να αφήνουμε του άλλους να αποφασίσουν ελεύθερα αν θα μας συμπαθήσουν ή αντιπαθήσουν, αγωνιζόμαστε να παρουσιάσουμε ένα «τέλειο» προσωπείο προκειμένου να «εκβιάσουμε», κατά κάποιο τρόπο, την επιβεβαίωση που τόσο χρειαζόμαστε.
Αυτό που επιθυμούμε είναι να καθρεφτίζεται στα μάτια του άλλου ο «ιδανικός» εαυτός μας, να αντανακλάται επάνω μας η τέλεια εικόνα που επιθυμούμε ώστε να μπορούμε να νιώθουμε καλά. Αν η αντανάκλαση δεν είναι τόσο «τέλεια», ακόμα και αν είναι περισσότερο ρεαλιστική, αισθανόμαστε συντετριμμένοι – απομακρύνουμε τον άσχημο καθρέφτη από τη ζωή μας για να μην μας θυμίζει την τρωτότητά μας.
Μας είναι δύσκολο να αγαπήσουμε κάποιον ο οποίος μας αγαπά παρά τις όποιες «ατέλειες» ή «αδυναμίες» μας. Αν κάποιος μπορεί να διακρίνει τα ελαττώματά μας, ακόμα και αν δεν τον ενοχλούν, δεν τον αντέχουμε κοντά μας. Τον αισθανόμαστε σαν εχθρό ή πέφτει στα μάτια μας – πιστεύουμε ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του εφόσον αγαπάει κάποιον τον οποίο θεωρεί ελαττωματικό.
Τελικά, δεν επιθυμούμε κάποιον να μας αγαπήσει γι’ αυτό που είμαστε, θέλουμε κάποιον να αγαπήσει την εξιδανικευμένη εικόνα μας. Κάποιον να πιστέψει στην «τελειότητά» μας, ώστε να μπορέσουμε να πιστέψουμε κι εμείς.
Γι’ αυτό καταλήγουμε να σχετιζόμαστε με τους ανθρώπους που δεν μας προκαλούν και δεν μας αμφισβητούν. Που, συνειδητά ή ασυνείδητα, συναινούν και συντηρούν τις φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις μας.
Ναι, προτιμούμε να μας αγαπήσουν για την τελειοθηρία μας και να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, παρά να ρισκάρουμε μια απόρριψη δίνοντας στους άλλους την επιλογή να μας γνωρίσουν και να μας αγαπήσουν πραγματικά.
Χίλιες φορές «τέλειοι» παρά μαζί
Είναι κάπως θλιβερό, αλλά αν μας ανάγκαζαν να διαλέξουμε, μάλλον θα προτιμούσαμε την τελειοθηρία μας παρά τους ανθρώπους.
Φαίνεται να έχουμε λιγότερο ενδιαφέρον να αναπτύξουμε αμοιβαία ικανοποιητικές και αυθεντικές σχέσεις και περισσότερο ενδιαφέρον να κυνηγάμε τα άπιαστα ιδανικά που έχουμε στο κεφάλι μας.
Η προσέγγισή μας είναι περισσότερο στοχοκεντρική, παρά ανθρωποκεντρική.
Εστιάζουμε στο να κάνουμε αυτά που «πρέπει» ώστε να γίνουμε αποδεκτοί (για παράδειγμα, «να παντρευτούμε το συντομότερο για να κάνουμε τους γονείς μας υπερήφανους») και όχι στο να αναπτυχθούμε μέσα από τις εμπειρίες μας. Προσπαθούμε να πουλήσουμε τον εαυτό μας αντί να είμαστε ο εαυτός μας, και με αυτό τον τρόπο δεν είμαστε αληθινά παρόντες στις αλληλεπιδράσεις μας[21].
Όλες οι σχέσεις αφήνουν μια γεύση ανικανοποίητου. Πάντα κάτι μας λείπει, χωρίς να είμαστε σίγουροι τι είναι αυτό. Συνήθως, καταλήγουμε ότι το πρόβλημα είναι οι άλλοι. Νομίζουμε ότι αν εκείνοι ήταν «τέλειοι» τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι «τέλεια» και ίσως νιώθαμε επιτέλους πληρότητα.
Ρίχνουμε το φταίξιμο σε εκείνους, γιατί μας πέφτει πολύ βαρύ να αποδεχτούμε ότι μεγάλο μέρος του προβλήματος είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ότι, εξαιτίας της τελειοθηρίας μας, είμαστε ανίκανοι να απολαύσουμε κάτι στο εδώ και τώρα. Ότι, ανεξάρτητα από το ποιον έχουμε απέναντί μας, το αέναο κυνήγι της τελειότητας μας κάνει δυστυχισμένους.
Συχνά, καταλήγουμε στο ναρκισσιστικής υφής συμπέρασμα ότι κανένας δεν είναι αρκετά «τέλειος» για την «τελειότητα» μας και αποσυρόμαστε ολοκληρωτικά από τις σχέσεις.Οδηγούμαστε σε ένα κυνικό σκεπτικό του τύπου «όλοι είναι ίδιοι» ή «όλοι παριστάνουν τους καλούς στην αρχή και μετά φανερώνουν το αληθινό τους πρόσωπο».
Η ειρωνεία είναι ότι, αποφεύγοντας τις σχέσεις, χάνουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνήθως πολύ λιγότερο απαιτητικοί, επικριτικοί ή «προβληματικοί» από ό,τι νομίζουμε.
Αντιθέτως, αποσυνδεόμαστε κοινωνικά και αναπτύσσουμε ένα φοβικό στυλ δεσμού με τους ανθρώπους[22], το οποίο απλώς τροφοδοτεί την τελειοθηρία μας και επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους μας.
Στο τέλος, μένουμε να αναρωτιόμαστε πώς γίνεται να μας απορρίπτουν όλοι, τη στιγμή που πασχίζουμε τόσο σκληρά να τα κάνουμε όλα «τέλεια».
ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ
Αν σχετίζεστε με κάποιον «τελειομανή» και δεν είστε τέλειοι (που μάλλον δεν είστε), τότε η σχέση σας μαζί του μόνο «τέλεια» δεν είναι.
Κάνετε τα πάντα για να τον ευχαριστήσετε, αλλά για εκείνον τίποτα δεν είναι ποτέ αρκετά καλό, αφού δεν ανταποκρίνεται στα αυστηρά δεδομένα του.
Οι ανασφάλειές του είναι τόσο μεγάλες που αισθάνεστε ότι σχετίζεστε με ένα μωρό. Ποτέ δεν νιώθει ικανοποιημένος με τον εαυτό του παρόλο που είναι πολύ ικανός και έχει ανάγκη να του κάνετε φιλοφρονήσεις ακόμα και όταν μαγειρεύει ένα αυγό.
Από την άλλη, δεν αφήνει ούτε ένα «λάθος» σας να πέσει κάτω και συνήθως τα σχόλια του δεν είναι ευγενικά (σας προσβάλλει).
Η ζωή μαζί του είναι ένα έργο σωματικά και ψυχολογικά εξουθενωτικό.
Νιώθετε πληγωμένοι και καταπιεσμένοι υπό το βάρος των τελειοθηρικών στάνταρ του και σίγουρα σας έχει μεταδώσει το άγχος του.
Τα συναισθήματά σας είναι συγκρουσιακά, από τη μία σύγχυση και θυμός και από την άλλη θλίψη και αίσθηση ανεπάρκειας[23], ενώ η αυτοεκτίμησή σας πνέει τα λοίσθια[24].
Αν σας βοηθά, σκεφτείτε ότι εκείνος πιθανότατα δεν έχει ιδέα πόσο δύσκολος είναι για τους ανθρώπους γύρω του. Όχι μόνο δεν έχει επίγνωση των δυσκολιών του, αλλά είναι πιθανό να θεωρεί τις ανεπάρκειές του ως τα δυνατά του σημεία. Δεν είναι ότι δεν νοιάζεται για το πώς νιώθουν οι άλλοι, αλλά είναι τόσο πολύ απορροφημένος στην τελειοθηρία του που χάνει τη συνολική εικόνα.
Για να κάνετε τη ζωή σας μαζί του υποφερτή, θα μπορούσατε να δοκιμάσετε μερικές «συμπτωματικές» παρεμβάσεις όπως, για παράδειγμα, να μην αντιδράτε αμυντικά σε οτιδήποτε λέει ή κάνει, να μην τον αντιμετωπίζετε ως «προβληματικό», να θέσετε ξεκάθαρα όρια ως προς το ποια θεωρείτε αποδεκτή συμπεριφορά και να διαπραγματευτείτε μαζί του αμοιβαία αποδεκτά στάνταρ.
Εκείνο που περιττεύει να δοκιμάσετε, είναι να προσπαθήσετε να τον βγάλετε από την τελειοθηρία του με λογικά επιχειρήματα και παραινέσεις. Αφενός, θα οδηγηθείτε σε κυκλική συζήτηση και, αφετέρου, θα βρεθείτε να του λέτε τα ίδια που του έχουν πει δεκάδες άλλοι πριν από εσάς, χωρίς κανένα (προφανώς) αποτέλεσμα.
Το βασικότερο που πρέπει να θυμάστε είναι ότι δεν μπορείτε να τον αλλάξετε – αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ο ίδιος και δεν αφορά τεχνικές, αλλά τον τρόπο που αισθάνεται για τον εαυτό του.
Στην περίπτωση που έχετε ήδη βαλθεί να τον «θεραπεύσετε», προσέξτε μήπως προσπαθείτε να αντικαταστήσετε το δικό του μοντέλο για το πώς θα «έπρεπε» να είναι τα πράγματα, με το δικό σας. Αναρωτηθείτε, δηλαδή, μήπως πίσω από τις φαινομενικά αγνές προθέσεις σας, υποκρύπτεται η δική σας τελειοθηρία ή ίσως κάποια διάθεση επιβολής και αλαζονείας.
Επίσης, να θυμάστε ότι αν έχετε «τυφλά» σημεία όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, τότε η συμπεριφορά του «τελειομανή» μπορεί πολύ εύκολα να πατήσει τα κουμπιά σαςκαι να σας βάλει στη διαδικασία να του αποδείξετε την αξία σας.
Αναλογιστείτε μήπως με κάποιο διαστρεβλωμένο τρόπο «κουμπώνετε» με τον «τελειομανή» – μήπως η συμπεριφορά σας ενισχύει σε κάποιο βαθμό τη δική του όταν, για παράδειγμα, αρχίζετε να αμφιβάλετε για το πόσο ικανοί ή αγαπητοί είστε, όταν σπεύδετε να κάνετε τα πάντα για να τον ικανοποιήσετε ή όταν δείχνετε να συμφωνείτε μαζί του κάθε φορά που απαριθμεί τις «ατέλειές» σας.
Συνοψίζοντας, αν σχετίζεστε με έναν «τελειομανή» (ή με οποιονδήποτε άνθρωπο εδώ που τα λέμε), αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να κάνετε είναι να απολογείστε επειδή είστε ο εαυτός σας.
Αν είχε κάποιο νόημα για εσάς αυτό το άρθρο θα χαρώ να το διαβάσω στα σχόλια!
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΑ
Προσεχώς στο Ψυχολογώ, τρόποι και ιδέες να απαλλαγούμε από την τελειοθηρία ή, έστω, να αποκτήσουμε καλύτερη σχέση μαζί της.
ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ «ΤΕΛΕΙΟΜΑΝΕΙΣ»;
Πασχίζεις να τα Κάνεις όλα Τέλεια ενώ στο βάθος Νιώθεις ένα Τίποτα
Διαβάστε αναλυτικά για τον τελειοθηρικό τρόπο ύπαρξης, δηλαδή για τα χαρακτηριστικά γύρω από τα οποία οργανώνεται η ζωή μας όταν είμαστε «τελειομανείς», καθώς και για τη διαμόρφωση του τελειοθηρικού εαυτού.
----------------
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Greenspon, T. S. (2014). Is there an antidote to perfectionism? Psychology in the Schools. Special Issue: Perfectionism in the School Context, 51(9):986-998.
2, 14, 16, 17, 19, 21. Schwartz, J. Seeking Mr./Mrs. «Perfect»: Perfectionism in Dating and Relationships. Αναρτήθηκε στις 17/10/2015 από: http://njanxietyrelief.com/seeking-mr-mrs-perfect-perfectionism-in-dating-and-relationships/
3, 9, 20. Mallinger, A. E. & De Wyze, J. (1992). Too Perfect: When Being in Control Gets Out of Control. New York: The Random House Publishing Group.
4, 18, 24. Antony, M. M. & Swinson, R. P. (2009). When Perfect Isn’t Good Enough: Strategies for Coping with Perfectionism (2nd edition). Oakland: New Harbinger Publications, Inc.
5, 10. Dunkley, D. M., Zuroff, D. C. & Blankstein, K. R. (2003). Self-critical perfectionism and daily affect: Dispositional and situational influences on stress and coping. Journal of Personality and Social Psychology, 84(1): 234-252.
6. Raymond, J. (2011). Perfectionism May Be Ruining Your Intimate Relationships. Αναρτήθηκε στις 17/10/2015 από:
http://losangeleswestsidetherapy.com/2011/09/07/perfectionism-may-be-ruining-your-intimate-relationships/#.VfPaRfntmko
7, 8, 12, 13. Smith, J. G. (2014). How Perfectionism Damages Relationships. Αναρτήθηκε στις 17/10/2015 από: http://ldsmag.com/article-1-14616-2/
11, 23. Lavender, N. J. & Cavaiola, A. A. (2012). Impossible to Please: How to deal with Perfectionist Coworkers, Controlling Spouses, and Other Incredibly Critical People. Oakland: New Harbinger Publications, Inc.
15. Stoeber, J., Harris, R. A., & Moon, P. S. (2007). Perfectionism and the experience of pride, shame, and guilt: Comparing healthy perfectionists, unhealthy perfectionists, and nonperfectionists. Personality and Individual Differences, 43(1), 131-141.
22. Saboonchi, F. & Lundh, L-G. (1997). Perfectionism, self-consciousness and anxiety. Personality and Individual Differences, 22(6): 921-928.
Image credit 1: Uneven via photopin
Image credit 2: Quotidiano via photopin Image credit 3: Maple Wings viaphotopin
Ο πυρήνας του προβλήματος της τελειοθηρίας είναι η ανάγκη να κατασκευάσουμε μια «τέλεια» εικόνα για τον εαυτό μας, ώστε να αναπληρώσουμε την αίσθηση χαμηλής αυτοεκτίμησης που νιώθουμε και να ελαχιστοποιήσουμε την πιθανότητα να θεωρηθούμε ελαττωματικοί και άρα μη αποδεκτοί[1].
Ως συνέπεια αυτού του σκεπτικού, η προσέγγιση που διαμορφώνουμε για τις σχέσεις μας αφορά σχεδόν αποκλειστικά την κάλυψη τελειοθηρικών αναγκών. Όπως θα δούμε, η ικανότητα να υπάρχουμε με τους άλλους με έναν τρόπο αυθεντικό, δεν είναι μέρος της τελειοθηρικής εξίσωσης.
Για μία σε βάθος παρουσίαση της έννοιας της τελειοθηρίας και των τρόπων με τους οποίους διαμορφώνεται και εκδηλώνεται στη ζωή μας, δείτε το άρθρο: Πασχίζεις να τα Κάνεις όλα Τέλεια ενώ στο Βάθος Νιώθεις ένα Τίποτα
Ο ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΚΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΣΧΕΤΙΖΕΣΘΑΙ
Όταν μπορούμε να σχετιστούμε με τους άλλους μόνο μέσω της τελειοθηρίας μας, οι σχέσεις μας διαμορφώνονται ως εξής:
Πώς μπορώ να ξέρω ότι είσαι ο κατάλληλος για μένα;
Καταρχάς, οι άνθρωποι με τους οποίους σχετιζόμαστε, πρέπει να είναι και να φαίνονται «τέλειοι».
Αν αντιληφθούμε ένα ελάττωμα σε κάποιον, οσοδήποτε μικρό, με μεγάλη ευκολία απορρίπτουμε το ενδεχόμενο σχέσης μαζί του.
Στην αρχή κάθε νέας γνωριμίας, για την ακρίβεια στα πρώτα πέντε λεπτά της γνωριμίας, μπαίνουμε στη διαδικασία να αναρωτηθούμε αν ο άνθρωπος απέναντί μας είναι ο «κατάλληλος» άνθρωπος για εμάς και αν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί του για πάντα (!).
Αντί να δούμε τη συναναστροφή ως κάτι μεμονωμένο, αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να την προβάλουμε στο μέλλον και να αναλογιστούμε τις πιθανές της συνέπειες, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να χαλαρώσουμε και να απολαύσουμε την αλληλεπίδραση στο εδώ και τώρα.
Οι επαφές μας θυμίζουν συνεντεύξεις εργασίας. Δεν προσπαθούμε να γνωρίσουμε πραγματικά τον άλλο και να συνδεθούμε μαζί του, αλλά ασχολούμαστε κυρίως με τον εαυτό μας – αν πετάνε τα μαλλιά μας, αν τα θέματα συζήτησης που έχουμε προετοιμάσει είναι αρκετά ενδιαφέροντα και αν το ντύσιμο και το μέρος που έχουμε επιλέξει είναι τα «σωστά».
Εκείνες τις σπάνιες φορές που υποτίθεται βρίσκουμε τον «κατάλληλο», διστάζουμε πάρα πολύ να πάμε τα πράγματα παρακάτω, αφενός γιατί φοβόμαστε μήπως πάρουμε τη λάθος απόφαση και, αφετέρου, γιατί ποτέ δεν εγκαταλείπουμε την ιδέα ότι κάπου μπορεί να υπάρχει κάποιος ακόμα πιο «κατάλληλος».
Μάλιστα, όσο περισσότερο καιρό έχουμε μείνει μόνοι, τόσο περισσότερο εγκλωβιζόμαστε σε μία κυκλική λογική σύμφωνα με την οποία πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε τον «τέλειο» ώστε να αποδείξουμε στον εαυτό μας ότι όλη αυτή η αναμονή άξιζε τον κόπο[2].
Με δυο λόγια, δεν έχουμε ιδιαίτερο ταλέντο στη διαδικασία των σχέσεων: Κρίνουμε με διαστρεβλωμένο τρόπο τους άλλους, αποσυρόμαστε πρώιμα πριν προλάβουμε να διαπιστώσουμε ότι οι άλλοι όντως δεν μας ταιριάζουν και, συχνά, αποφεύγουμε τελείως τις νέες γνωριμίες από φόβο ότι τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν με τον τέλειο τρόπο που φανταζόμαστε[3].
Τα λάθη σου είναι ανεπίτρεπτα
Ένα συνηθισμένο σενάριο που ζούμε στις σχέσεις μας, είναι να αισθανόμαστε αρχικά ότι βρήκαμε τον ιδανικό έρωτα, αλλά στη πρώτη (αναπόφευκτη) ατέλεια του άλλου, το όνειρό μας να γκρεμίζεται.
Η εικόνα που έχουμε για τις σχέσεις είναι εξιδανικευμένη – οτιδήποτε εκπίπτει από τη φαντασίωση του «τέλειου έρωτα» μπορεί να γίνει αφορμή για επίκριση.
Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι ο άνθρωπος με τον οποίο σχετιζόμαστε δεν ανταποκρίνεται στα στάνταρ μας, είτε επειδή έκανε ένα «λάθος» είτε επειδή είναι απλώς ο εαυτός του, εστιάζουμε την προσοχή μας μονομερώς στα «ελαττώματά» του, τα μεγεθύνουμε στο κεφάλι μας και δεν μπορούμε να δούμε τίποτα άλλο.
Μάλιστα, με βάση αυτά τα ελαττώματα, καθορίζουμε και το βαθμό στον οποίο ο άλλος «πρέπει» να αλλάξει και συνήθως αναλαμβάνουμε οικειοθελώς να τον «φτιάξουμε». Θεωρούμε καλό να τον διορθώνουμε αν κάνει ένα γραμματικό σφάλμα, να του λέμε ότι πρέπει να γίνει περισσότερο φιλόδοξος ή να διεκδικήσει καλύτερη θέση και να του κάνουμε υποδείξεις ως προς το πώς πρέπει να ντύνεται ή να φέρεται.
Προφανώς, όλη αυτή η πίεση και ο έλεγχος αλλοιώνουν κάθε έννοια νορμάλ συναναστροφής.
Στην προσπάθειά μας να κάνουμε τους ανθρώπους με τους οποίους σχετιζόμαστε «τέλειους», γινόμαστε σκληροί μαζί τους – ασκούμε πίεση στο παιδί μας να διαπρέψει σε ένα άθλημα εις βάρος της συναισθηματικής ή κοινωνικής του ανάπτυξης, απαιτούμε από το σύντροφό μας να είναι πάντα διαθέσιμος για εμάς και επιβάλλουμε στους υφισταμένους μας εργασία μέχρι τελικής πτώσης χωρίς μια μέρα άδεια.
Όλοι βεβαίως καταλήγουν πληγωμένοι ή θυμωμένοι μαζί μας, ενώ εμείς καταλήγουμε επίσης θυμωμένοι και επιπλέον απογοητευμένοι και πικραμένοι.
Τα λάθη μου είναι ανεπίτρεπτα
Όσο αυστηροί είμαστε με τους άλλους, άλλο τόσο αυστηροί ή και περισσότερο είμαστε με τον εαυτό μας.
Τα στάνταρ μας είναι τόσο υψηλά[4], που οτιδήποτε υπονοεί ενδεχόμενη αποτυχία μας κάνει επικριτικούς προς τον εαυτό μας και συναισθηματικά αντιδραστικούς[5].
Για παράδειγμα, αν λόγω δικής μας υπαιτιότητας μια έξοδος δεν εξελιχθεί όπως τη φανταζόμαστε (επειδή αργήσαμε ή επειδή δεν καταφέραμε να βρούμε εισιτήρια για μια συγκεκριμένη παράσταση), αρχίζουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας σε σημείο που χαλάει η διάθεσή μας. Εκνευριζόμαστε με το «λάθος» μας, γινόμαστε μυγιάγγιχτοι και γενικά η δυσφορία καταλαμβάνει τόσο χώρο μέσα μας που απομένουν ελάχιστα περιθώρια ουσιαστικής επαφής με τον άλλο[6].
Τα πάντα σχεδόν είναι αφορμή για απογοήτευση και αυτοεπίκριση. Οποτεδήποτε αποτυγχάνουμε να είμαστε «τέλειοι» μας κυριεύουν αρνητικά συναισθήματα, ενώ αν αισθανθούμε ότι με κάποιο τρόπο απογοητεύσαμε τον άλλο, έχουμε την τάση να κατεβάζουμε ρολά και να αποσυρόμαστε.
Για παράδειγμα, αν ο άλλος σχολιάσει ότι το φαγητό μας είναι κάπως ανάλατο, μπορεί να αποτραβηχτούμε από τη σχέση και να μην του μιλάμε ακόμα και για πολύ καιρό, κυρίως επειδή έχουμε θυμώσει με τον εαυτό μας που αποτύχαμε να πιάσουμε τα τελειοθηρικά ιδανικά μας[7].
Κλεινόμαστε στον εαυτό μας νιώθοντας μη αποδεκτοί και μη αγαπητοί, ενώ αποκρούουμε τις προσπάθειες του άλλου να μας παρηγορήσει. Πρέπει να περάσει ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να μπορέσουμε να «συγχωρήσουμε» τον εαυτό μας και να επιστρέψουμε στη σχέση[8].
Στον κόσμο μας, τα λάθη είναι ολοκληρωτικά απαράδεκτα[9]. Προτιμούμε να κρυφτούμε παρά να παραδεχτούμε ότι σφάλαμε, προσβάλαμε ή πληγώσαμε κάποιον.
Δεν αντέχω τα πάνω και τα κάτω
Εξαιτίας του σκεπτικού όλα ή τίποτα που μας διακρίνει, έχουμε μεγάλη δυσκολία να διαχειριστούμε τα φυσιολογικά σκαμπανεβάσματα μιας σχέσης.
Στην παραμικρή αίσθηση απώλειας ελέγχου ή κριτικής από τους άλλους, η αντίδραση μας είναι πολύ έντονη συναισθηματικά[10].
Ενοχλούμαστε ακόμα και από τις εποικοδομητικές παρατηρήσεις των άλλων και φτάνουμε να κατηγορούμε εκείνους για όλα τα προβλήματα στη σχέση, ενώ εμείς συνεχίζουμε να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη[11].
Αν κάποιος «τολμήσει» να αναδείξει κάτι άπρεπο που είπαμε ή κάναμε, γινόμαστε πικρόχολοι και επικριτικοί μαζί του. Φτάνουμε στα άκρα προκειμένου να υπερασπιστούμε τις πράξεις μας και να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της θέσης μας. Μάλιστα, όσο περισσότερο ο άλλος επιμένει στη δική του εκδοχή, τόσο περισσότερο θυμώνουμε και τόσο περισσότερο αμυντικοί γινόμαστε[12].
Το εντυπωσιακό είναι ότι, πολλές φορές, πιστεύουμε στ’ αλήθεια τη δική μας εκδοχή περί «ορθότητας» και «αθωότητάς» μας, επειδή νιώθουμε τέτοια απειλή από την πιθανότητα αποτυχίας που φτάνουμε να αναδημιουργούμε την πραγματικότητα στο μυαλό μας προκειμένου να απαλλαγούμε από τις ενοχές[13].
Τελικά, είμαστε ικανοί να κόψουμε τη σχέση μαχαίρι, παρά να αναλάβουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης. Προτιμούμε να χάσουμε έναν άνθρωπο παρά να ρίξουμε τα μούτρα μας και να ομολογήσουμε ότι μετανιώσαμε ή να ζητήσουμε συγνώμη.
Δυσκολευόμαστε να υιοθετήσουμε μια πιο ευέλικτη στάση και να συμβιβαστούμε βρίσκοντας κοινό έδαφος, γιατί το μυαλό μας κολλάει στο: «εφόσον διαφωνούμε, προφανώς δεν είμαστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο».
Πρόκειται για μία διαστρεβλωμένη πεποίθηση, σύμφωνα με την οποία, δύο άνθρωποι που σχετίζονται δεν πρέπει ποτέ να διαφωνούν, επομένως αν υπάρχουν αντιπαραθέσεις ή συγκρούσεις, τότε μάλλον κάτι δεν είναι «τέλειο» στη σχέση και θα πρέπει να τερματιστεί[14].
Και, φυσικά, όσο πιο «τέλεια» φανταζόμασταν στην αρχή ότι είναι τα πράγματα, τόσο πιο άγαρμπα προσγειωνόμαστε όταν εμφανίζονται οι πρώτες διαφωνίες.
Ποιος από τους δυο μας είναι ο καλύτερος;
Εξαιτίας της τελειοθηρίας μας, μπορούμε να γίνουμε πολύ ανταγωνιστικοί με τους ανθρώπους που σχετιζόμαστε στενά.
Τα μόνιμα συναισθήματα ανεπάρκειας που βιώνουμε, μας οδηγούν συχνά σε κοινωνικές συγκρίσεις μέσα στις ίδιες μας τις σχέσεις, σε μια λογική του τύπου: «Τουλάχιστον είμαι πιο επιτυχημένος από το σύντροφό ή φίλο μου».
Αισθανόμαστε καλύτερα για τον εαυτό μας όταν αντιλαμβανόμαστε τον άλλο ως κατώτερο ή λιγότερο επιτυχημένο σε κάποια διάσταση, πράγμα που μας εμποδίζει, λόγου χάρη, να χαρούμε με τις επιτυχίες του γιατί νιώθουμε ότι απειλείται η ανάγκη μας να είμαστε οι πιο ικανοί στη σχέση.
Πολύ απλά, η έννοια της ισοτιμίας απουσιάζει από την ατζέντα όταν ο ένας ή και οι δύο είναι «τελειομανείς».
Η αλήθεια είναι ότι συχνά σχετιζόμαστε με άλλους «τελειομανείς», επειδή νιώθουμε κάποιου είδους συγγένεια μαζί τους και, επιπλέον, επειδή η αρχική ψευδαίσθηση περί «τέλειου έρωτα» είναι πολύ πιο έντονη σε αυτές τις περιπτώσεις.
Όπως πολύ πιο έντονοι είναι και οι εκατέρωθεν ανταγωνισμοί. Και οι δύο αποσυρόμαστε από τη σχέση αν νιώσουμε θιγμένοι, και οι δύο νιώθουμε μη αποδεκτοί και ζητάμε διαβεβαιώσεις, και οι δύο γινόμαστε αμυντικοί όταν πιανόμαστε να κάνουμε ένα «λάθος» και, κυρίως, και οι δύο έχουμε την ανάγκη να είμαστε καλύτεροι από τον άλλο.
Πρόκειται για μια «δυαδική τελειοθηρία» όπου οι τελειοθηρικές προσδοκίες που έχει ο ένας για τον άλλο ασκούν αφόρητη πίεση και, στο τέλος, επηρεάζουν αρνητικά την αντίληψη που έχουμε για την ποιότητα της σχέσης, τόσο σε επίπεδο ικανοποίησης όσο και σε επίπεδο δέσμευσης[15].
Τερματισμός σχέσης λόγω τελειοθηρίας
Είναι πολύ συνηθισμένο να τερματίζουμε μια σχέση λόγω έντονου φόβου απόρριψης – ακόμα και αν η απόρριψη είναι μόνο στο μυαλό μας.
Αν αισθανθούμε ότι αμφισβητείται η «τελειότητά» μας, προτιμούμε να το τελειώσουμε πρώτοι διατηρώντας την αξιοπρέπειά μας στο τώρα, παρά να ρισκάρουμε μελλοντικές απογοητεύσεις διατηρώντας στη ζωή μας το πρόσωπο που πιστεύουμε ότι μας απορρίπτει[16].
Έτσι, με φαινομενική ευκολία εξαφανιζόμαστε και διαγράφουμε από τη ζωή μας οποιονδήποτε μας θυμίζει τις ατέλειές μας ή τις άστοχες συμπεριφορές μας. Στο μυαλό μας, το ότι δεν τα πήγαμε καλά με κάποιον ως εν δυνάμει σύντροφοι σημαίνει ότι δεν μπορούμε να του μιλήσουμε ποτέ ξανά[17].
Το κακό είναι ότι έχουμε την τάση να εστιάζουμε υπερβολικά σε «αποδείξεις» των λόγων που η σχέση δεν μπορεί να λειτουργήσει, συνήθως αμελώντας να αναρωτηθούμε αν μπορεί να λειτουργήσει και με ποιο τρόπο.
Αν «κολλήσουμε» σε κάτι δεν αλλάζουμε γνώμη, όσες διαβεβαιώσεις και να πάρουμε. Λες και μπορούμε να διαβάσουμε το μυαλό των άλλων – νομίζουμε ότι εμείς ξέρουμε καλύτερα από εκείνους τι σκέφτονται για εμάς και ότι αυτό που σκέφτονται είναι αρνητικό[18].
Είμαστε ακραίοι τύποι. Επειδή παίρνουμε προσωπικά τη συμπεριφορά των άλλων ως ένδειξη της αξίας μας, όταν αισθανόμαστε ότι ο άλλος μας αγαπά είμαστε εντάξει και μπορούμε να τον αγαπάμε, ενώ όταν αισθανόμαστε ότι δεν μας αγαπά νιώθουμε ότι δεν αξίζουμε τίποτα και φτάνουμε να τον μισούμε.
Το άλλο που κάνουμε είναι ότι αντιλαμβανόμαστε τη φυσιολογική μείωση της συναισθηματικής έντασης στη σχέση, ως ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά.
Όταν τα πράγματα γίνονται κάπως χλιαρά αρχίζουμε να ανησυχούμε γιατί θεωρούμε ότι δεν νιώθουμε όπως θα «έπρεπε» να νιώθουμε. Φαίνεται σαν να έχουμε έναν ασαφή στόχο να αισθανθούμε «κάπως», αλλά επειδή δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι αυτή η αίσθηση, στο μυαλό μας γίνεται κάτι που «δεν βρίσκεται εκεί» ή, έστω, που δεν βρίσκεται εκεί «αρκετά»[19].
Σε κάθε περίπτωση, ο τερματισμός της σχέσης είναι η επικρατέστερη εξέλιξη. Αν ο άλλος δεν μας εγκαταλείψει πρώτος απηυδισμένος από τις παράλογες συμπεριφορές μας, θα τον εγκαταλείψουμε εμείς, αμέσως μόλις αισθανθούμε ότι απειλούνται οι τελειοθηρικές ψευδαισθήσεις μας.
ΜΗΝ ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΕΜΕΝΑ, ΑΓΑΠΗΣΕ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΜΟΥ
Εκείνο που κυρίως μας εμποδίζει να σχετιστούμε με ικανοποιητικό τρόπο όταν είμαστε «τελειομανείς», είναι η αίσθηση ότι δεν είμαστε αρκετά καλοί έτσι όπως είμαστε κι ότι αυτό που είμαστε δεν αξίζει να υπάρχει ή να αγαπηθεί.
Με αυτή την αφετηρία, όλα τα υπόλοιπα εξηγούνται πολύ εύκολα:
Χίλιες φορές «τέλειοι» παρά ευάλωτοι
Η μεγαλύτερη δυσκολία μας είναι να εκθέσουμε τον εαυτό μας – να δείξουμε την ευαλωτότητά μας και να αφήσουμε τους άλλους να μας δουν έτσι όπως ακριβώς είμαστε.
Κατά βάθος, αισθανόμαστε κάπως ελαττωματικοί. Κρύβουμε τα κομμάτια του εαυτού μας που δεν αποδεχόμαστε και για τα οποία ντρεπόμαστε, γιατί είμαστε σίγουροι ότι αν οι άλλοι ανακαλύψουν τις «ατέλειές» μας θα μας κοροϊδέψουν, απορρίψουν ή εγκαταλείψουν.
Χρησιμοποιούμε την τελειοθηρία ως ασπίδα προστασίας για να μην πληγωθούμε – πιστεύουμε ότι είναι ο μόνος τρόπος να προστατευτούμε από τον κίνδυνο της επίκρισης, του θυμού ή της απόσυρσης της αγάπης των άλλων[20].
Το τίμημα είναι να μην μπορούμε να σχετιστούμε πραγματικά.
Προσπαθούμε πάντοτε να ελέγχουμε τα συναισθήματά μας και να φαινόμαστε «δυνατοί», καταλήγοντας συναισθηματικά μη διαθέσιμοι για τους άλλους. Η εσωτερική μας εμπειρία παραμένει επτασφράγιστο μυστικό ακόμα και για εκείνους που βρίσκονται πολύ κοντά μας, με αποτέλεσμα να απουσιάζει από τις σχέσεις μας η αίσθηση της οικειότητας.
Επιπλέον, η διαρκής αναζήτηση της τελειότητας, η ακαμψία των στάνταρ μας και η ανάγκη να ελέγχουμε τις σχέσεις μας, απορροφούν τόσο μεγάλη ενέργεια και μέρος της προσοχής μας, που οι άλλοι δυσκολεύονται να βρουν χώρο ή τρόπο να συνδεθούν ουσιαστικά μαζί μας.
Εξάλλου, το ότι είμαστε υπερβολικά αυστηροί με τον εαυτό μας χωρίς να του αναγνωρίζουμε κανένα ελαφρυντικό, μας οδηγεί σε ολοένα και χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, μέχρι το σημείο που φοβόμαστε να πλησιάσουμε συναισθηματικά τους άλλους, όντας πεπεισμένοι ότι: «Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να θέλει κοντά του κάποιον τόσο ανάξιο».
Η «λύση» που συνήθως βρίσκουμε είναι να σχετιζόμαστε με ανθρώπους που, για τους δικούς τους λόγους, αισθάνονται περισσότερο άνετα μέσα σε επιφανειακές και απρόσωπες σχέσεις. Με ανθρώπους που ούτε προσέχουν ούτε ενοχλούνται από τη μεγάλη αντιφατικότητα και αινιγματικότητά μας. Όσο για τους άλλους, εκείνους που θέλουν και ζητούν μεγαλύτερη οικειότητα, δεν τους πλησιάζουμε καν (και δεν μας πλησιάζουν εξάλλου).
Χίλιες φορές «τέλειοι» παρά αυθεντικοί
Σε τελική ανάλυση, η τελειοθηρία είναι το αντίθετο της αυθεντικότητας.
Αντί να είμαστε ο εαυτός μας, με τα καλά του και τα κακά του, και να αφήνουμε του άλλους να αποφασίσουν ελεύθερα αν θα μας συμπαθήσουν ή αντιπαθήσουν, αγωνιζόμαστε να παρουσιάσουμε ένα «τέλειο» προσωπείο προκειμένου να «εκβιάσουμε», κατά κάποιο τρόπο, την επιβεβαίωση που τόσο χρειαζόμαστε.
Αυτό που επιθυμούμε είναι να καθρεφτίζεται στα μάτια του άλλου ο «ιδανικός» εαυτός μας, να αντανακλάται επάνω μας η τέλεια εικόνα που επιθυμούμε ώστε να μπορούμε να νιώθουμε καλά. Αν η αντανάκλαση δεν είναι τόσο «τέλεια», ακόμα και αν είναι περισσότερο ρεαλιστική, αισθανόμαστε συντετριμμένοι – απομακρύνουμε τον άσχημο καθρέφτη από τη ζωή μας για να μην μας θυμίζει την τρωτότητά μας.
Μας είναι δύσκολο να αγαπήσουμε κάποιον ο οποίος μας αγαπά παρά τις όποιες «ατέλειες» ή «αδυναμίες» μας. Αν κάποιος μπορεί να διακρίνει τα ελαττώματά μας, ακόμα και αν δεν τον ενοχλούν, δεν τον αντέχουμε κοντά μας. Τον αισθανόμαστε σαν εχθρό ή πέφτει στα μάτια μας – πιστεύουμε ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του εφόσον αγαπάει κάποιον τον οποίο θεωρεί ελαττωματικό.
Τελικά, δεν επιθυμούμε κάποιον να μας αγαπήσει γι’ αυτό που είμαστε, θέλουμε κάποιον να αγαπήσει την εξιδανικευμένη εικόνα μας. Κάποιον να πιστέψει στην «τελειότητά» μας, ώστε να μπορέσουμε να πιστέψουμε κι εμείς.
Γι’ αυτό καταλήγουμε να σχετιζόμαστε με τους ανθρώπους που δεν μας προκαλούν και δεν μας αμφισβητούν. Που, συνειδητά ή ασυνείδητα, συναινούν και συντηρούν τις φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις μας.
Ναι, προτιμούμε να μας αγαπήσουν για την τελειοθηρία μας και να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, παρά να ρισκάρουμε μια απόρριψη δίνοντας στους άλλους την επιλογή να μας γνωρίσουν και να μας αγαπήσουν πραγματικά.
Χίλιες φορές «τέλειοι» παρά μαζί
Είναι κάπως θλιβερό, αλλά αν μας ανάγκαζαν να διαλέξουμε, μάλλον θα προτιμούσαμε την τελειοθηρία μας παρά τους ανθρώπους.
Φαίνεται να έχουμε λιγότερο ενδιαφέρον να αναπτύξουμε αμοιβαία ικανοποιητικές και αυθεντικές σχέσεις και περισσότερο ενδιαφέρον να κυνηγάμε τα άπιαστα ιδανικά που έχουμε στο κεφάλι μας.
Η προσέγγισή μας είναι περισσότερο στοχοκεντρική, παρά ανθρωποκεντρική.
Εστιάζουμε στο να κάνουμε αυτά που «πρέπει» ώστε να γίνουμε αποδεκτοί (για παράδειγμα, «να παντρευτούμε το συντομότερο για να κάνουμε τους γονείς μας υπερήφανους») και όχι στο να αναπτυχθούμε μέσα από τις εμπειρίες μας. Προσπαθούμε να πουλήσουμε τον εαυτό μας αντί να είμαστε ο εαυτός μας, και με αυτό τον τρόπο δεν είμαστε αληθινά παρόντες στις αλληλεπιδράσεις μας[21].
Όλες οι σχέσεις αφήνουν μια γεύση ανικανοποίητου. Πάντα κάτι μας λείπει, χωρίς να είμαστε σίγουροι τι είναι αυτό. Συνήθως, καταλήγουμε ότι το πρόβλημα είναι οι άλλοι. Νομίζουμε ότι αν εκείνοι ήταν «τέλειοι» τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι «τέλεια» και ίσως νιώθαμε επιτέλους πληρότητα.
Ρίχνουμε το φταίξιμο σε εκείνους, γιατί μας πέφτει πολύ βαρύ να αποδεχτούμε ότι μεγάλο μέρος του προβλήματος είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ότι, εξαιτίας της τελειοθηρίας μας, είμαστε ανίκανοι να απολαύσουμε κάτι στο εδώ και τώρα. Ότι, ανεξάρτητα από το ποιον έχουμε απέναντί μας, το αέναο κυνήγι της τελειότητας μας κάνει δυστυχισμένους.
Συχνά, καταλήγουμε στο ναρκισσιστικής υφής συμπέρασμα ότι κανένας δεν είναι αρκετά «τέλειος» για την «τελειότητα» μας και αποσυρόμαστε ολοκληρωτικά από τις σχέσεις.Οδηγούμαστε σε ένα κυνικό σκεπτικό του τύπου «όλοι είναι ίδιοι» ή «όλοι παριστάνουν τους καλούς στην αρχή και μετά φανερώνουν το αληθινό τους πρόσωπο».
Η ειρωνεία είναι ότι, αποφεύγοντας τις σχέσεις, χάνουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι συνήθως πολύ λιγότερο απαιτητικοί, επικριτικοί ή «προβληματικοί» από ό,τι νομίζουμε.
Αντιθέτως, αποσυνδεόμαστε κοινωνικά και αναπτύσσουμε ένα φοβικό στυλ δεσμού με τους ανθρώπους[22], το οποίο απλώς τροφοδοτεί την τελειοθηρία μας και επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους μας.
Στο τέλος, μένουμε να αναρωτιόμαστε πώς γίνεται να μας απορρίπτουν όλοι, τη στιγμή που πασχίζουμε τόσο σκληρά να τα κάνουμε όλα «τέλεια».
ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ
Αν σχετίζεστε με κάποιον «τελειομανή» και δεν είστε τέλειοι (που μάλλον δεν είστε), τότε η σχέση σας μαζί του μόνο «τέλεια» δεν είναι.
Κάνετε τα πάντα για να τον ευχαριστήσετε, αλλά για εκείνον τίποτα δεν είναι ποτέ αρκετά καλό, αφού δεν ανταποκρίνεται στα αυστηρά δεδομένα του.
Οι ανασφάλειές του είναι τόσο μεγάλες που αισθάνεστε ότι σχετίζεστε με ένα μωρό. Ποτέ δεν νιώθει ικανοποιημένος με τον εαυτό του παρόλο που είναι πολύ ικανός και έχει ανάγκη να του κάνετε φιλοφρονήσεις ακόμα και όταν μαγειρεύει ένα αυγό.
Από την άλλη, δεν αφήνει ούτε ένα «λάθος» σας να πέσει κάτω και συνήθως τα σχόλια του δεν είναι ευγενικά (σας προσβάλλει).
Η ζωή μαζί του είναι ένα έργο σωματικά και ψυχολογικά εξουθενωτικό.
Νιώθετε πληγωμένοι και καταπιεσμένοι υπό το βάρος των τελειοθηρικών στάνταρ του και σίγουρα σας έχει μεταδώσει το άγχος του.
Τα συναισθήματά σας είναι συγκρουσιακά, από τη μία σύγχυση και θυμός και από την άλλη θλίψη και αίσθηση ανεπάρκειας[23], ενώ η αυτοεκτίμησή σας πνέει τα λοίσθια[24].
Αν σας βοηθά, σκεφτείτε ότι εκείνος πιθανότατα δεν έχει ιδέα πόσο δύσκολος είναι για τους ανθρώπους γύρω του. Όχι μόνο δεν έχει επίγνωση των δυσκολιών του, αλλά είναι πιθανό να θεωρεί τις ανεπάρκειές του ως τα δυνατά του σημεία. Δεν είναι ότι δεν νοιάζεται για το πώς νιώθουν οι άλλοι, αλλά είναι τόσο πολύ απορροφημένος στην τελειοθηρία του που χάνει τη συνολική εικόνα.
Για να κάνετε τη ζωή σας μαζί του υποφερτή, θα μπορούσατε να δοκιμάσετε μερικές «συμπτωματικές» παρεμβάσεις όπως, για παράδειγμα, να μην αντιδράτε αμυντικά σε οτιδήποτε λέει ή κάνει, να μην τον αντιμετωπίζετε ως «προβληματικό», να θέσετε ξεκάθαρα όρια ως προς το ποια θεωρείτε αποδεκτή συμπεριφορά και να διαπραγματευτείτε μαζί του αμοιβαία αποδεκτά στάνταρ.
Εκείνο που περιττεύει να δοκιμάσετε, είναι να προσπαθήσετε να τον βγάλετε από την τελειοθηρία του με λογικά επιχειρήματα και παραινέσεις. Αφενός, θα οδηγηθείτε σε κυκλική συζήτηση και, αφετέρου, θα βρεθείτε να του λέτε τα ίδια που του έχουν πει δεκάδες άλλοι πριν από εσάς, χωρίς κανένα (προφανώς) αποτέλεσμα.
Το βασικότερο που πρέπει να θυμάστε είναι ότι δεν μπορείτε να τον αλλάξετε – αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ο ίδιος και δεν αφορά τεχνικές, αλλά τον τρόπο που αισθάνεται για τον εαυτό του.
Στην περίπτωση που έχετε ήδη βαλθεί να τον «θεραπεύσετε», προσέξτε μήπως προσπαθείτε να αντικαταστήσετε το δικό του μοντέλο για το πώς θα «έπρεπε» να είναι τα πράγματα, με το δικό σας. Αναρωτηθείτε, δηλαδή, μήπως πίσω από τις φαινομενικά αγνές προθέσεις σας, υποκρύπτεται η δική σας τελειοθηρία ή ίσως κάποια διάθεση επιβολής και αλαζονείας.
Επίσης, να θυμάστε ότι αν έχετε «τυφλά» σημεία όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση, τότε η συμπεριφορά του «τελειομανή» μπορεί πολύ εύκολα να πατήσει τα κουμπιά σαςκαι να σας βάλει στη διαδικασία να του αποδείξετε την αξία σας.
Αναλογιστείτε μήπως με κάποιο διαστρεβλωμένο τρόπο «κουμπώνετε» με τον «τελειομανή» – μήπως η συμπεριφορά σας ενισχύει σε κάποιο βαθμό τη δική του όταν, για παράδειγμα, αρχίζετε να αμφιβάλετε για το πόσο ικανοί ή αγαπητοί είστε, όταν σπεύδετε να κάνετε τα πάντα για να τον ικανοποιήσετε ή όταν δείχνετε να συμφωνείτε μαζί του κάθε φορά που απαριθμεί τις «ατέλειές» σας.
Συνοψίζοντας, αν σχετίζεστε με έναν «τελειομανή» (ή με οποιονδήποτε άνθρωπο εδώ που τα λέμε), αυτό που σίγουρα δεν πρέπει να κάνετε είναι να απολογείστε επειδή είστε ο εαυτός σας.
Αν είχε κάποιο νόημα για εσάς αυτό το άρθρο θα χαρώ να το διαβάσω στα σχόλια!
ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΘΗΡΙΑ
Προσεχώς στο Ψυχολογώ, τρόποι και ιδέες να απαλλαγούμε από την τελειοθηρία ή, έστω, να αποκτήσουμε καλύτερη σχέση μαζί της.
ΠΩΣ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ «ΤΕΛΕΙΟΜΑΝΕΙΣ»;
Πασχίζεις να τα Κάνεις όλα Τέλεια ενώ στο βάθος Νιώθεις ένα Τίποτα
Διαβάστε αναλυτικά για τον τελειοθηρικό τρόπο ύπαρξης, δηλαδή για τα χαρακτηριστικά γύρω από τα οποία οργανώνεται η ζωή μας όταν είμαστε «τελειομανείς», καθώς και για τη διαμόρφωση του τελειοθηρικού εαυτού.
----------------
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Greenspon, T. S. (2014). Is there an antidote to perfectionism? Psychology in the Schools. Special Issue: Perfectionism in the School Context, 51(9):986-998.
2, 14, 16, 17, 19, 21. Schwartz, J. Seeking Mr./Mrs. «Perfect»: Perfectionism in Dating and Relationships. Αναρτήθηκε στις 17/10/2015 από: http://njanxietyrelief.com/seeking-mr-mrs-perfect-perfectionism-in-dating-and-relationships/
3, 9, 20. Mallinger, A. E. & De Wyze, J. (1992). Too Perfect: When Being in Control Gets Out of Control. New York: The Random House Publishing Group.
4, 18, 24. Antony, M. M. & Swinson, R. P. (2009). When Perfect Isn’t Good Enough: Strategies for Coping with Perfectionism (2nd edition). Oakland: New Harbinger Publications, Inc.
5, 10. Dunkley, D. M., Zuroff, D. C. & Blankstein, K. R. (2003). Self-critical perfectionism and daily affect: Dispositional and situational influences on stress and coping. Journal of Personality and Social Psychology, 84(1): 234-252.
6. Raymond, J. (2011). Perfectionism May Be Ruining Your Intimate Relationships. Αναρτήθηκε στις 17/10/2015 από:
http://losangeleswestsidetherapy.com/2011/09/07/perfectionism-may-be-ruining-your-intimate-relationships/#.VfPaRfntmko
7, 8, 12, 13. Smith, J. G. (2014). How Perfectionism Damages Relationships. Αναρτήθηκε στις 17/10/2015 από: http://ldsmag.com/article-1-14616-2/
11, 23. Lavender, N. J. & Cavaiola, A. A. (2012). Impossible to Please: How to deal with Perfectionist Coworkers, Controlling Spouses, and Other Incredibly Critical People. Oakland: New Harbinger Publications, Inc.
15. Stoeber, J., Harris, R. A., & Moon, P. S. (2007). Perfectionism and the experience of pride, shame, and guilt: Comparing healthy perfectionists, unhealthy perfectionists, and nonperfectionists. Personality and Individual Differences, 43(1), 131-141.
22. Saboonchi, F. & Lundh, L-G. (1997). Perfectionism, self-consciousness and anxiety. Personality and Individual Differences, 22(6): 921-928.
Image credit 1: Uneven via photopin
Image credit 2: Quotidiano via photopin Image credit 3: Maple Wings viaphotopin
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου