Τα εμπλουτισμένα τρόφιμα έχουν τα τελευταία χρόνια κεντρίσει το ενδιαφέρον των καταναλωτών και επιλέγονται ολοένα και συχνότερα από άτομα που αναζητούν θρεπτικές τροφές, με στόχο να διατηρήσουν μια καλή υγεία.
Πότε χαρακτηρίζεται όμως ένα τρόφιμο ως εμπλουτισμένο, ποια είναι τα πλεονεκτήματά του σε σχέση με το αντίστοιχο συμβατικό και πόσο απαραίτητα είναι τελικά τέτοιου είδους τρόφιμα στη διατροφή του σύγχρονου ανθρώπου;
Ο όρος «εμπλουτισμός» αναφέρεται στη διαδικασία αύξησης της περιεκτικότητας ενός τροφίμου σε μικροθρεπτικά συστατικά (δηλαδή βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία) ή στη διαδικασία αναπλήρωσης των μικροθρεπτικών συστατικών που χάνονται κατά την επεξεργασία ενός τροφίμου.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα εμπλουτισμένων τροφίμων αποτελούν οι εμπλουτισμένοι με ανόργανα συστατικά χυμοί φρούτων, το γάλα που έχει εμπλουτιστεί με ασβέστιο, σίδηρο και βιταμίνη D, καθώς και το αλεύρι των αποφλοιωμένων δημητριακών, δηλαδή του σιταριού, του κριθαριού και άλλων δημητριακών, το οποίο μετά την επεξεργασία τους εμπλουτίζεται εκ νέου με βιταμίνες και ανόργανα συστατικά που χάνονται κατά τη διάρκεια αυτής.
Και στις δύο περιπτώσεις, βασικός στόχος του εμπλουτισμού είναι η βελτίωση της θρεπτικής αξίας ενός τροφίμου, χωρίς αυτή να ενέχει κινδύνους για την υγεία του καταναλωτή, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει η ισχύουσα νομοθεσία. Η βασική ανάγκη που οδήγησε στην ανάπτυξη και τη χρήση των εμπλουτισμένων τροφίμων αφορά τις διάφορες ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών που μπορούν να εμφανιστούν, όταν η δίαιτα του ανθρώπου δεν είναι ισορροπημένη.
Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα, εάν ο σύγχρονος άνθρωπος, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του, θα πρέπει να καταναλώνει περισσότερα τρόφιμα που είναι από τη φύση τους πλούσια σε μικροθρεπτικά συστατικά ή εάν τα τρόφιμα που καταναλώνει σε σημαντικές ποσότητες θα πρέπει να εμπλουτιστούν με μικροθρεπτικά συστατικά. Είναι γεγονός ότι ο εμπλουτισμός ενός τροφίμου βελτιώνει τη θρεπτική του αξία σε σχέση με το αντίστοιχο συμβατικό, καθώς αυξάνει την περιεκτικότητά του σε ευεργετικά για την υγεία θρεπτικά συστατικά.
Ωστόσο, μια ισορροπημένη δίαιτα είναι ικανή από μόνη της να εξασφαλίσει την πλήρη κάλυψη των διατροφικών αναγκών ενός ατόμου. Για παράδειγμα, ένα γάλα εμπλουτισμένο με ασβέστιο και βιταμίνη D μπορεί να συμβάλλει στην επαρκή διαιτητική πρόσληψη των συστατικών αυτών από ένα παιδί, που έχει αυξημένες ανάγκες λόγω ανάπτυξης, ή από μια γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση, η οποία έχει επίσης αυξημένες ανάγκες για να διατηρήσει μια καλή ποιότητα οστών και να προστατευθεί από την οστεοπόρωση.
Παρόλα αυτά, για τον γενικό πληθυσμό, η κατανάλωση 2-3 μερίδων γαλακτοκομικών προϊόντων καθημερινά θεωρείται ότι εξασφαλίζει την επαρκή κάλυψη των αναγκών του οργανισμού σε ασβέστιο, ενώ μια μικρή καθημερινή έκθεση στον ήλιο (περίπου 10-15 λεπτά) συμβάλλει στην επαρκή παραγωγή βιταμίνης D από τα κύτταρα της επιδερμίδας.
Συμπερασματικά, με βάση τα παραπάνω, η κατανάλωση εμπλουτισμένων τροφίμων δεν κρίνεται απαραίτητη, αλλά ενδεχομένως να έχει θέση στη διατροφή συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων του πληθυσμού που για κάποιο λόγο αποτυγχάνουν να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες μέσω των συμβατικών τροφίμων.
Με άλλα λόγια, τα εμπλουτισμένα τρόφιμα δεν φαίνεται να έχουν ένα προφανές ισχυρό όφελος στην προαγωγή της υγείας, καθώς η πρόσληψη των συστατικών με τα οποία έχουν εμπλουτισθεί μπορεί να εξασφαλισθεί σε μεγάλο βαθμό μέσω μιας ισορροπημένης δίαιτας, η οποία και θα πρέπει να αποτελεί βασικό μέλημα του σύγχρονου ανθρώπου
Πότε χαρακτηρίζεται όμως ένα τρόφιμο ως εμπλουτισμένο, ποια είναι τα πλεονεκτήματά του σε σχέση με το αντίστοιχο συμβατικό και πόσο απαραίτητα είναι τελικά τέτοιου είδους τρόφιμα στη διατροφή του σύγχρονου ανθρώπου;
Ο όρος «εμπλουτισμός» αναφέρεται στη διαδικασία αύξησης της περιεκτικότητας ενός τροφίμου σε μικροθρεπτικά συστατικά (δηλαδή βιταμίνες, μέταλλα και ιχνοστοιχεία) ή στη διαδικασία αναπλήρωσης των μικροθρεπτικών συστατικών που χάνονται κατά την επεξεργασία ενός τροφίμου.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα εμπλουτισμένων τροφίμων αποτελούν οι εμπλουτισμένοι με ανόργανα συστατικά χυμοί φρούτων, το γάλα που έχει εμπλουτιστεί με ασβέστιο, σίδηρο και βιταμίνη D, καθώς και το αλεύρι των αποφλοιωμένων δημητριακών, δηλαδή του σιταριού, του κριθαριού και άλλων δημητριακών, το οποίο μετά την επεξεργασία τους εμπλουτίζεται εκ νέου με βιταμίνες και ανόργανα συστατικά που χάνονται κατά τη διάρκεια αυτής.
Και στις δύο περιπτώσεις, βασικός στόχος του εμπλουτισμού είναι η βελτίωση της θρεπτικής αξίας ενός τροφίμου, χωρίς αυτή να ενέχει κινδύνους για την υγεία του καταναλωτή, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζει η ισχύουσα νομοθεσία. Η βασική ανάγκη που οδήγησε στην ανάπτυξη και τη χρήση των εμπλουτισμένων τροφίμων αφορά τις διάφορες ελλείψεις μικροθρεπτικών συστατικών που μπορούν να εμφανιστούν, όταν η δίαιτα του ανθρώπου δεν είναι ισορροπημένη.
Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα, εάν ο σύγχρονος άνθρωπος, προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του, θα πρέπει να καταναλώνει περισσότερα τρόφιμα που είναι από τη φύση τους πλούσια σε μικροθρεπτικά συστατικά ή εάν τα τρόφιμα που καταναλώνει σε σημαντικές ποσότητες θα πρέπει να εμπλουτιστούν με μικροθρεπτικά συστατικά. Είναι γεγονός ότι ο εμπλουτισμός ενός τροφίμου βελτιώνει τη θρεπτική του αξία σε σχέση με το αντίστοιχο συμβατικό, καθώς αυξάνει την περιεκτικότητά του σε ευεργετικά για την υγεία θρεπτικά συστατικά.
Ωστόσο, μια ισορροπημένη δίαιτα είναι ικανή από μόνη της να εξασφαλίσει την πλήρη κάλυψη των διατροφικών αναγκών ενός ατόμου. Για παράδειγμα, ένα γάλα εμπλουτισμένο με ασβέστιο και βιταμίνη D μπορεί να συμβάλλει στην επαρκή διαιτητική πρόσληψη των συστατικών αυτών από ένα παιδί, που έχει αυξημένες ανάγκες λόγω ανάπτυξης, ή από μια γυναίκα μετά την εμμηνόπαυση, η οποία έχει επίσης αυξημένες ανάγκες για να διατηρήσει μια καλή ποιότητα οστών και να προστατευθεί από την οστεοπόρωση.
Παρόλα αυτά, για τον γενικό πληθυσμό, η κατανάλωση 2-3 μερίδων γαλακτοκομικών προϊόντων καθημερινά θεωρείται ότι εξασφαλίζει την επαρκή κάλυψη των αναγκών του οργανισμού σε ασβέστιο, ενώ μια μικρή καθημερινή έκθεση στον ήλιο (περίπου 10-15 λεπτά) συμβάλλει στην επαρκή παραγωγή βιταμίνης D από τα κύτταρα της επιδερμίδας.
Συμπερασματικά, με βάση τα παραπάνω, η κατανάλωση εμπλουτισμένων τροφίμων δεν κρίνεται απαραίτητη, αλλά ενδεχομένως να έχει θέση στη διατροφή συγκεκριμένων ατόμων ή ομάδων του πληθυσμού που για κάποιο λόγο αποτυγχάνουν να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες μέσω των συμβατικών τροφίμων.
Με άλλα λόγια, τα εμπλουτισμένα τρόφιμα δεν φαίνεται να έχουν ένα προφανές ισχυρό όφελος στην προαγωγή της υγείας, καθώς η πρόσληψη των συστατικών με τα οποία έχουν εμπλουτισθεί μπορεί να εξασφαλισθεί σε μεγάλο βαθμό μέσω μιας ισορροπημένης δίαιτας, η οποία και θα πρέπει να αποτελεί βασικό μέλημα του σύγχρονου ανθρώπου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου