Ποιος γνωρίζει καλύτερα πότε ξυπνάς; Πότε σβήνουν τα φώτα; Τι ώρα γύρισες εχθές; Με ποιους ξενύχταγες προχθές; Οι οικείοι σου; Οι γείτονες; Οι κάμερες και οι αισθητήρες; Ή μήπως τα social media; Ποιος έχει τελικά απρόσκοπτη θέα στη ζωή σου;
Αυτές οι σκέψεις έγιναν αφορμή να ξαναφέρω στο νου ένα θέμα στο οποίο τακτικά επέστρεφα στο Πανεπιστήμιο – τελευταία φορά μελετώντας την επίδραση των αλληλεπιδραστικών εφαρμογών στον δημόσιο χώρο: Το «Πανοπτικόν» και ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει.
Σύμφωνα με το Foucault(φώτο κάτω), η σύγχρονη φυλακή, αλλά και γενικότερα η επιτήρηση εντός των σύγχρονων οργανώσεων, προέρχεται από το «Πανοπτικόν», ένα σχέδιο, δηλαδή, μιας ιδεώδους φυλακής, το οποίο εμπνεύσθηκε ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Τζέρεμι Μπένθαμ τον 18ο αιώνα. Μάλιστα, η ονομασία του σχετίζεται με τον Άργο τον Πανόπτη, έναν γίγαντα της ελληνικής μυθολογίας με 100 μάτια σε όλο του το σώμα, που θεωρούνταν άγρυπνος και αποτελεσματικός φρουρός.
Πρόκειται για μια απλή εκ πρώτης όψεως αρχιτεκτονική προσέγγιση: ένα κυλινδρικό οικοδόμημα, στην περιφέρεια του οποίου τοποθετούνται τα κελιά των επιτηρούμενων ατόμων, ενώ στο κέντρο του, τελείως αποκομμένος, βρίσκεται ο πύργος ελέγχου, ο χώρος δηλαδή των επιτηρητών, ο οποίος διαθέτει μεγάλα παράθυρα, ώστε να καθίσταται δυνατή η εποπτεία.
Σε κάθε κελί κρατουμένου υπάρχουν δύο παράθυρα, ένα που βλέπει προς τον πύργο ελέγχου και ένα προς τον εξωτερικό χώρο, ενώ στα παράθυρα του πύργου ελέγχου υπάρχουν σκίαστρα, ώστε να μην προδίδεται η παρουσία του επιτηρητή και συνεπώς, να μη μπορούν οι κρατούμενοι να δουν το προσωπικό της φυλακής. Δηλαδή, το κελί διακρίνεται από πλήρη διαφάνεια, ενώ ο πύργος ελέγχου από πλήρη συσκότιση, με αποτέλεσμα, ο επιτηρούμενος να μη γνωρίζει πότε ακριβώς επιτηρείται.
Κατά τρόπο παρόμοιο που το κινούμενο εντός του δημοσίου χώρου άτομο ενδέχεται να μη γνωρίζει, αλλά κυρίως να μην ελέγχει, το εάν και πότε εργαλεία, όπως κάμερες και αισθητήρες, ανιχνεύουν την παρουσία του. Κατά τρόπο παρόμοιο που οι διαδικτυακές εφαρμογές παρακολουθούν, επεξεργάζονται, ταξινομούν και κατηγοριοποιούν τη δραστηριότητα των χρηστών τους, προκειμένου να την εντάξουν σε εμπορικές, «εξατομικευμένες», στρατηγικές.
Με την ειδοποιό διαφορά ότι στην τελευταία περίπτωση, ιδιωτικός και δημόσιος χώρος αλληλοεισχωρούν ο ένας στον άλλο και αλλοιώνονται ως προς τα «στενά» χαρακτηριστικά που ανέκαθεν τους προσδιόριζαν. Και με πρόσθετο χαρακτηριστικό ότι όλα πλέον συμβαίνουν με την παραδοξότητα μιας οικειοθελούς δραστηριότητας, που δηλώνεται ως ψυχαγωγική, ανεξαρτήτως του πώς βιώνεται σε ατομικό επίπεδο και ποιες είναι κάθε φορά οι αιτίες που την γεννούν και την καθορίζουν.
Οικειοθελώς φυλακισμένοι λοιπόν; Φυσικά, όπως σε κάθε κοινωνικό, θεωρητικό ερώτημα, δεν υπάρχει απάντηση passe partout. Αν και το σχέδιο του Μπένθαμ δεν εφαρμόστηκε επακριβώς ποτέ (!), ωστόσο ως αντίληψη μελετήθηκε διεξοδικά. Μεταφερόμενο στο σήμερα, με κάπως διαφοροποιημένες παραμέτρους, αποτελεί μία αξιοπρόσεκτη εκδοχή, ένα χρήσιμο σχήμα κριτικής ματιάς των σύγχρονων όρων δημόσιας, ψηφιακής και ιδιωτικής παρουσίας.
Αυτές οι σκέψεις έγιναν αφορμή να ξαναφέρω στο νου ένα θέμα στο οποίο τακτικά επέστρεφα στο Πανεπιστήμιο – τελευταία φορά μελετώντας την επίδραση των αλληλεπιδραστικών εφαρμογών στον δημόσιο χώρο: Το «Πανοπτικόν» και ό,τι αυτό αντιπροσωπεύει.
Σύμφωνα με το Foucault(φώτο κάτω), η σύγχρονη φυλακή, αλλά και γενικότερα η επιτήρηση εντός των σύγχρονων οργανώσεων, προέρχεται από το «Πανοπτικόν», ένα σχέδιο, δηλαδή, μιας ιδεώδους φυλακής, το οποίο εμπνεύσθηκε ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Τζέρεμι Μπένθαμ τον 18ο αιώνα. Μάλιστα, η ονομασία του σχετίζεται με τον Άργο τον Πανόπτη, έναν γίγαντα της ελληνικής μυθολογίας με 100 μάτια σε όλο του το σώμα, που θεωρούνταν άγρυπνος και αποτελεσματικός φρουρός.
Πρόκειται για μια απλή εκ πρώτης όψεως αρχιτεκτονική προσέγγιση: ένα κυλινδρικό οικοδόμημα, στην περιφέρεια του οποίου τοποθετούνται τα κελιά των επιτηρούμενων ατόμων, ενώ στο κέντρο του, τελείως αποκομμένος, βρίσκεται ο πύργος ελέγχου, ο χώρος δηλαδή των επιτηρητών, ο οποίος διαθέτει μεγάλα παράθυρα, ώστε να καθίσταται δυνατή η εποπτεία.
Σε κάθε κελί κρατουμένου υπάρχουν δύο παράθυρα, ένα που βλέπει προς τον πύργο ελέγχου και ένα προς τον εξωτερικό χώρο, ενώ στα παράθυρα του πύργου ελέγχου υπάρχουν σκίαστρα, ώστε να μην προδίδεται η παρουσία του επιτηρητή και συνεπώς, να μη μπορούν οι κρατούμενοι να δουν το προσωπικό της φυλακής. Δηλαδή, το κελί διακρίνεται από πλήρη διαφάνεια, ενώ ο πύργος ελέγχου από πλήρη συσκότιση, με αποτέλεσμα, ο επιτηρούμενος να μη γνωρίζει πότε ακριβώς επιτηρείται.
Κατά τρόπο παρόμοιο που το κινούμενο εντός του δημοσίου χώρου άτομο ενδέχεται να μη γνωρίζει, αλλά κυρίως να μην ελέγχει, το εάν και πότε εργαλεία, όπως κάμερες και αισθητήρες, ανιχνεύουν την παρουσία του. Κατά τρόπο παρόμοιο που οι διαδικτυακές εφαρμογές παρακολουθούν, επεξεργάζονται, ταξινομούν και κατηγοριοποιούν τη δραστηριότητα των χρηστών τους, προκειμένου να την εντάξουν σε εμπορικές, «εξατομικευμένες», στρατηγικές.
Με την ειδοποιό διαφορά ότι στην τελευταία περίπτωση, ιδιωτικός και δημόσιος χώρος αλληλοεισχωρούν ο ένας στον άλλο και αλλοιώνονται ως προς τα «στενά» χαρακτηριστικά που ανέκαθεν τους προσδιόριζαν. Και με πρόσθετο χαρακτηριστικό ότι όλα πλέον συμβαίνουν με την παραδοξότητα μιας οικειοθελούς δραστηριότητας, που δηλώνεται ως ψυχαγωγική, ανεξαρτήτως του πώς βιώνεται σε ατομικό επίπεδο και ποιες είναι κάθε φορά οι αιτίες που την γεννούν και την καθορίζουν.
Οικειοθελώς φυλακισμένοι λοιπόν; Φυσικά, όπως σε κάθε κοινωνικό, θεωρητικό ερώτημα, δεν υπάρχει απάντηση passe partout. Αν και το σχέδιο του Μπένθαμ δεν εφαρμόστηκε επακριβώς ποτέ (!), ωστόσο ως αντίληψη μελετήθηκε διεξοδικά. Μεταφερόμενο στο σήμερα, με κάπως διαφοροποιημένες παραμέτρους, αποτελεί μία αξιοπρόσεκτη εκδοχή, ένα χρήσιμο σχήμα κριτικής ματιάς των σύγχρονων όρων δημόσιας, ψηφιακής και ιδιωτικής παρουσίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου