Η αποδοχή είναι, τελικά, το ισοδύναμο της επούλωσης. Τι σημαίνει εδώ «αποδέχομαι»;
Είχαμε, ίσως, ήδη παραιτηθεί από πριν. Είχαμε καταλάβει ότι δεν μπορούσαμε να κάνουνε τίποτα για ν΄αλλάξουμε ότι έγινε… Τότε, λοιπόν… τι άλλο μένει ν΄αποδεχθούμε; Η αποδοχή σε μια διεργασία πένθους, σημαίνει δύο πράγματα.
Το πρώτο είναι ο «διαχωρισμός». Δεν είναι ωραία λέξη, αλλά δεν υπάρχει άλλη. Να διαχωρίσω τον εαυτό μου από το άτομο που πέθανε, να το αποχωριστώ, να διαφοροποιηθώ, να δεχτώ χωρίς να αφήνω κανένα περιθώριο ότι το άτομο εκείνο πέθανε, ενώ εγώ όχι. Που σημαίνει ότι ο νεκρός δεν είμαι εγώ. Που σημαίνει ότι η ζωή τελείωσε για εκείνον ή εκείνη, αλλά όχι για μένα. Που σημαίνει ότι επανατοποθετούμαι ως προς τη ζωή που ακολουθεί. Το δεύτερο νόημα της αποδοχής είναι η «εσωτερίκευση».
Θυμηθείτε: περάσαμε από την ταύτιση και τον διαχωρισμό. Και ασφαλώς, εγώ δεν θα ήμουν αυτός που είμαι, αν δεν είχα γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο. Κάτι από κείνον έμεινε μέσα μου. Αυτό είναι η εσωτερίκευση. Συνειδητοποιώ αυτά που μου άφησε ο άλλος και ξέρω καλά ότι γι΄αυτό είναι ολοζώντανα μέσα μου όσα έμαθα, ανακάλυψα και έζησα.
Κάθε φορά που κλαίω για μιαν απώλεια, ακόμη και στην περίπτωση του διαζυγίου (ή, κυρίως στην περίπτωση του διαζυγίου), κλαίω γιατί έχασα τον άνθρωπο που, είτε μου άρεσε είτε όχι, υπήρξε καθοριστικός για να είμαι εγώ σήμερα αυτός που είμαι.
Δεν έχει σημασία ο χρόνος που περάσατε μαζί, δεν έχει σημασία αν σου πήραν ή όχι αυτό για το οποίο κλαις, αν το άφησες για κάτι καλύτερο ή το εγκατέλειψες έτσι, χωρίς λόγο… όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Ο πόνος της απώλειας οφείλεται στο αντίο που λες σ΄εκείνον τον άνθρωπο, το πράγμα, την κατάσταση ή τη σχέση που σε έκανε – κατά κάποιον τρόπο – να είσαι αυτός που είσαι.
Και εδώ τελειώνει ο δρόμος. Γιατί όταν συνειδητοποιήσω ότι όσα μου έδωσε αυτός ο άνθρωπος δεν τα πήρα μαζί του, ότι μπορώ να κρατήσω μέσα μου όλα εκείνα που μου άφησε, καταλαβαίνω ότι αυτός είναι ένας τρόπος για να τον έχω μαζί μου.
Ο διαχωρισμός και η εσωτερίκευση θα μου επιτρέψουν να δεχτώ ότι μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου, παρόλο που κι εδώ, όπως σε όλα τα σωματικά τραύματα, θα μείνει μια ουλή.
Για πάντα; Για πάντα. Οι ουλές, αν έχει πάει καλά η διεργασία, δεν πονάνε πια, και με τον καιρό προσομοιάζουν στο υπόλοιπο δέρμα. Σχεδόν δεν διακρίνονται, είναι όμως εκεί.
Το πρώτο είναι ο «διαχωρισμός». Δεν είναι ωραία λέξη, αλλά δεν υπάρχει άλλη. Να διαχωρίσω τον εαυτό μου από το άτομο που πέθανε, να το αποχωριστώ, να διαφοροποιηθώ, να δεχτώ χωρίς να αφήνω κανένα περιθώριο ότι το άτομο εκείνο πέθανε, ενώ εγώ όχι. Που σημαίνει ότι ο νεκρός δεν είμαι εγώ. Που σημαίνει ότι η ζωή τελείωσε για εκείνον ή εκείνη, αλλά όχι για μένα. Που σημαίνει ότι επανατοποθετούμαι ως προς τη ζωή που ακολουθεί. Το δεύτερο νόημα της αποδοχής είναι η «εσωτερίκευση».
Θυμηθείτε: περάσαμε από την ταύτιση και τον διαχωρισμό. Και ασφαλώς, εγώ δεν θα ήμουν αυτός που είμαι, αν δεν είχα γνωρίσει αυτόν τον άνθρωπο. Κάτι από κείνον έμεινε μέσα μου. Αυτό είναι η εσωτερίκευση. Συνειδητοποιώ αυτά που μου άφησε ο άλλος και ξέρω καλά ότι γι΄αυτό είναι ολοζώντανα μέσα μου όσα έμαθα, ανακάλυψα και έζησα.
Κάθε φορά που κλαίω για μιαν απώλεια, ακόμη και στην περίπτωση του διαζυγίου (ή, κυρίως στην περίπτωση του διαζυγίου), κλαίω γιατί έχασα τον άνθρωπο που, είτε μου άρεσε είτε όχι, υπήρξε καθοριστικός για να είμαι εγώ σήμερα αυτός που είμαι.
Δεν έχει σημασία ο χρόνος που περάσατε μαζί, δεν έχει σημασία αν σου πήραν ή όχι αυτό για το οποίο κλαις, αν το άφησες για κάτι καλύτερο ή το εγκατέλειψες έτσι, χωρίς λόγο… όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Ο πόνος της απώλειας οφείλεται στο αντίο που λες σ΄εκείνον τον άνθρωπο, το πράγμα, την κατάσταση ή τη σχέση που σε έκανε – κατά κάποιον τρόπο – να είσαι αυτός που είσαι.
Και εδώ τελειώνει ο δρόμος. Γιατί όταν συνειδητοποιήσω ότι όσα μου έδωσε αυτός ο άνθρωπος δεν τα πήρα μαζί του, ότι μπορώ να κρατήσω μέσα μου όλα εκείνα που μου άφησε, καταλαβαίνω ότι αυτός είναι ένας τρόπος για να τον έχω μαζί μου.
Ο διαχωρισμός και η εσωτερίκευση θα μου επιτρέψουν να δεχτώ ότι μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου, παρόλο που κι εδώ, όπως σε όλα τα σωματικά τραύματα, θα μείνει μια ουλή.
Για πάντα; Για πάντα. Οι ουλές, αν έχει πάει καλά η διεργασία, δεν πονάνε πια, και με τον καιρό προσομοιάζουν στο υπόλοιπο δέρμα. Σχεδόν δεν διακρίνονται, είναι όμως εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου