Μια φορά, όταν ο κόσμος ήταν νέος, ζούσε ο Χρόνος. Ήταν μοναδικός στο είδος του και, έτσι τεράστιος που ήταν, δε χωρούσε σε καμία σπηλιά, όπως έκαναν όλα τα άλλα πλάσματα. Ωστόσο, για να μπορέσουμε σήμερα να τον φανταστούμε κάπως, ας πούμε ότι ο Χρόνος είχε τη μορφή ενός άντρα. Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς λοιπόν, γυρνούσε από εδώ και από εκεί και σκέπαζε τα πάντα στο πέρασμά του.
Κανείς δεν ήξερε από πού είχε γεννηθεί ένα τέτοιο πλάσμα. Ούτε οι παλιότεροι από τους ανθρώπους, που ήξεραν όλα τα βότανα και τα ζωντανά και αράδιαζαν από εδώ και από εκεί τις πιο σπάνιες ιστορίες, ούτε καν εκείνοι που ζούσαν από εδώ και από εκεί και είχαν γνωρίσει όλα τα πλάσματα και φυτά αυτού του κόσμου. Ο Χρόνος ήταν μοναδικός στο είδος του, πιο ψηλός από το πιο ψηλό βουνό, πιο μεγάλος και από την πιο μεγάλη θάλασσα και μπορούσε να σκεπάσει τα πάντα με τη σκιά του, όταν στεκόταν όρθιος.
Έτσι όπως ήταν ξεχωριστός, είχε ενδιαφέρον το πώς τον αντιμετώπιζαν. Τα πλάσματα και τα φυτά, που δε βιάζονταν ποτέ και είχαν όλο το χρόνο να παρατηρούν τα πράγματα γύρω τους και να μαθαίνουν, είχαν παρατηρήσει τον Χρόνο από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τον είχαν συνηθίσει, συνυπήρχαν αρμονικά μαζί του, μόνο πρόσεχαν μην τα πατήσει με τα τεράστια πόδια του. Έτσι και αυτός, παρά τον μεγάλο του όγκο, πρόσεχε όσο μπορούσε για να μην τα πατήσει ή τους χαλάσει τις φωλιές τους.
Τα μόνα πλάσματα που δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά με τον Χρόνο ήταν οι άνθρωποι. Άλλοι από αυτούς, που ζούσαν αδιάφορα τη ζωή τους, δεν είχαν προσέξει καν την ύπαρξή του. Όταν συναντούσαν την τεράστια σκιά του, δεν κοιτούσαν ψηλά να τον δουν, μόνο έλεγαν ο ένας στον άλλον ότι ξαφνική νύχτα ήρθε στα μέρη τους και ότι αυτό είναι φυσικό. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάντως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον φοβούνταν. Άλλοι από αυτούς λοιπόν, πρόσεχαν πολύ μήπως τον συναντήσουν, τον παρατηρούσαν όταν αυτός ακόμα βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά και έτσι δεν τον συναντούσαν ποτέ.
Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτό καταντούσε γελοίο, μιας και αυτό που νόμιζαν ότι ήταν ο Χρόνος, ήταν κάτι άλλο, όπως ένα μεγάλο δέντρο που ξεχώριζε από μακριά. Κάποιοι άλλοι, τόσο πολύ φοβούνταν, που είχαν πείσει τον εαυτό τους ότι αυτός δεν υπήρχε. Έτσι κατσάδιαζαν όποιον μιλούσε για αυτόν και του έκοβαν και την καλημέρα. Άλλοι πάλι, τον χρησιμοποιούσαν σα μπαμπούλα και τρόμαζαν τα παιδιά τους λέγοντας ότι αν δε φάνε όλο το φαγητό τους “θα τα δώσουν στον κακό Χρόνο να τα φάει”.
Πέρα από αυτούς, υπήρχαν εκείνοι που μετρούσαν τα πάντα με το χρήμα και ήθελαν να τον δωροδοκήσουν. Νόμιζαν τάχα ότι θα μπορέσουν να τον χρησιμοποιούν κατά πώς θέλουν απέναντι στους αντιπάλους τους και τον έψαχναν να τον βρουν γι αυτό. Σ’όλη την πλάση είναι ζήτημα να υπήρχαν ένας-δύο άνθρωποι που τον κοίταζαν στα μάτια και ζούσαν αρμονικά μαζί του.
Ο Χρόνος, που εκτός από τεράστιος, τεράστιο ήταν και το μυαλό του και η σοφία του, έβλεπε όλα αυτά που συνέβαιναν από κάτω του. Είχε πλήρη επίγνωση του ρόλου, του μεγέθους και της δύναμής του, όμως είχε μάθει να σέβεται την ισορροπία γύρω του, ακόμα και αν αυτός είχε το πάνω χέρι. Όλα μπορούσε άλλωστε να τα παρατηρεί από εκεί πάνω. Υπήρχαν πολλές στιγμές ωστόσο που ένιωθε μόνος του και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να βρει κάπου συντροφιά ή έστω κάποιον να μιλήσει.
Από όλα τα πλάσματα που έβλεπε γύρω του, αγαπούσε πιο πολύ τους ανθρώπους. Κι αυτό γιατί του έμοιαζαν και σε αυτούς έβλεπε μακρινούς συγγενείς. Όταν ήταν πιο νέος προσπάθησε να τους πλησιάσει, να τους μιλήσει. Είδε όμως ότι οι αντιδράσεις τους δεν ήταν ανάλογες με τις προσδοκίες του, ότι τους φόβιζε, και έτσι αποφάσισε να μείνει μακριά τους. Παρ’όλα αυτά εξακολουθούσε να τους αγαπάει πολύ αλλά δεν έβρισκε τρόπο να τους το δείξει.
Πέρασαν τα χρόνια λοιπόν και ήρθε η ώρα ο Χρόνος να τελειώσει τη ζωή του σε αυτόν τον κόσμο. Λένε λοιπόν ότι λίγο πριν πεθάνει, αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στους ανθρώπους μόνο που δεν ήξερε τι. Λένε λοιπόν ότι σκεφτόταν από εδώ, σκεφτόταν από εκεί, μέρες ολόκληρες. Μέχρι που του ήρθε μια ιδέα.
Έβγαλε την καρδιά του και την έκοψε στα τέσσερα.
Το πρώτο κομμάτι το πέταξε στη φωτιά που είχε κοντά του, για να μένει αναμμένη και να μη σβήνει, να έχουν οι άνθρωποι να ζεσταίνονται όταν παγώνουν. Και φούντωσαν λένε όλες οι φωτιές του κόσμου και δεν έσβησαν ποτέ, και ζεστάθηκαν οι άνθρωποι. Κάπως έτσι λένε ότι γεννήθηκε ο Χειμώνας, με τα κρύα, τα χιόνια και τους πάγους τους, για να θυμίζει στους ανθρώπους ότι και στις πιο μεγάλες παγωνιές, υπάρχει τρόπος να ζεστάνεις μέχρι και την καρδιά σου.
Το δεύτερο κομμάτι, το έριξε σε ένα λιβάδι, για να βλαστήσει η γη και να τους δίνει τροφή, καρπούς και άνθη, να μη δυσκολεύονται αυτοί να την χρησιμοποιήσουν. Και άνθισαν λένε όλα τα χωράφια, τα λιβάδια, τα παρτέρια και τα βουνά. Κάπως έτσι λένε ότι γεννήθηκε η Άνοιξη, με τα λούλουδα, τα χρώματα και τις πρασινάδες της για να θυμίζει στους ανθρώπους τα δώρα που μπορεί να γεννήσει η φύση.
Το τρίτο κομμάτι το πέταξε στον αγέρα, για να το πάρει και να είναι δυνατός και δροσερός όταν τον χρειαστούν οι άνθρωποι. Και το πήρε ο αγέρας λένε και το σήκωσε ψηλά, τόσο ψηλά που χάθηκε. Και φύσηξαν παντού αέρηδες και ανοιγόκλειναν τα παραθυρόφυλλα. Κάπως έτσι λένε ότι γεννήθηκε το Καλοκαίρι, με τις μεγάλες ζέστες του, που καίει τη γη, για να θυμίζει στους ανθρώπους τη σημασία του δροσερού αέρα που ανακουφίζει αυτόν που καίγεται.
Το τέταρτο κομμάτι, το έριξε σε ένα πηγάδι, για να έχουν οι άνθρωποι πάντα νερό να ξεδιψούν τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους και να έχουν να ποτίσουν τα χωράφια τους όταν θα το έχουν ανάγκή. Το πηγάδι και μαζί όλα τα πηγάδια και οι πηγές, λένε ότι τότε γέμισαν νερό. Και κάπως έτσι λένε γεννήθηκε το Φθινόπωρο, με τις βροχές και τα νερά του που γέμιζε τα πηγάδια με το νερό, για να θυμίζει στους ανθρώπους τη σημασία του νερού που δίνει ζωή σε κάθε τι ξερό.
Αυτά έκανε ο Χρόνος την καρδιά του και μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα του ότι θα εκτιμήσουν οι άνθρωποι τα δώρα του. Λίγο μετά, λένε ότι έγειρε, ξάπλωσε για πρώτη και τελευταία φορά, και έκλεισε τα μάτια του.
Και λένε ότι έτσι όπως τέλειωσε ο Χρόνος, κάπως έτσι γεννήθηκαν οι εποχές.
Κανείς δεν ήξερε από πού είχε γεννηθεί ένα τέτοιο πλάσμα. Ούτε οι παλιότεροι από τους ανθρώπους, που ήξεραν όλα τα βότανα και τα ζωντανά και αράδιαζαν από εδώ και από εκεί τις πιο σπάνιες ιστορίες, ούτε καν εκείνοι που ζούσαν από εδώ και από εκεί και είχαν γνωρίσει όλα τα πλάσματα και φυτά αυτού του κόσμου. Ο Χρόνος ήταν μοναδικός στο είδος του, πιο ψηλός από το πιο ψηλό βουνό, πιο μεγάλος και από την πιο μεγάλη θάλασσα και μπορούσε να σκεπάσει τα πάντα με τη σκιά του, όταν στεκόταν όρθιος.
Έτσι όπως ήταν ξεχωριστός, είχε ενδιαφέρον το πώς τον αντιμετώπιζαν. Τα πλάσματα και τα φυτά, που δε βιάζονταν ποτέ και είχαν όλο το χρόνο να παρατηρούν τα πράγματα γύρω τους και να μαθαίνουν, είχαν παρατηρήσει τον Χρόνο από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τον είχαν συνηθίσει, συνυπήρχαν αρμονικά μαζί του, μόνο πρόσεχαν μην τα πατήσει με τα τεράστια πόδια του. Έτσι και αυτός, παρά τον μεγάλο του όγκο, πρόσεχε όσο μπορούσε για να μην τα πατήσει ή τους χαλάσει τις φωλιές τους.
Τα μόνα πλάσματα που δεν τα πήγαιναν καθόλου καλά με τον Χρόνο ήταν οι άνθρωποι. Άλλοι από αυτούς, που ζούσαν αδιάφορα τη ζωή τους, δεν είχαν προσέξει καν την ύπαρξή του. Όταν συναντούσαν την τεράστια σκιά του, δεν κοιτούσαν ψηλά να τον δουν, μόνο έλεγαν ο ένας στον άλλον ότι ξαφνική νύχτα ήρθε στα μέρη τους και ότι αυτό είναι φυσικό. Οι περισσότεροι άνθρωποι πάντως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον φοβούνταν. Άλλοι από αυτούς λοιπόν, πρόσεχαν πολύ μήπως τον συναντήσουν, τον παρατηρούσαν όταν αυτός ακόμα βρισκόταν χιλιόμετρα μακριά και έτσι δεν τον συναντούσαν ποτέ.
Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτό καταντούσε γελοίο, μιας και αυτό που νόμιζαν ότι ήταν ο Χρόνος, ήταν κάτι άλλο, όπως ένα μεγάλο δέντρο που ξεχώριζε από μακριά. Κάποιοι άλλοι, τόσο πολύ φοβούνταν, που είχαν πείσει τον εαυτό τους ότι αυτός δεν υπήρχε. Έτσι κατσάδιαζαν όποιον μιλούσε για αυτόν και του έκοβαν και την καλημέρα. Άλλοι πάλι, τον χρησιμοποιούσαν σα μπαμπούλα και τρόμαζαν τα παιδιά τους λέγοντας ότι αν δε φάνε όλο το φαγητό τους “θα τα δώσουν στον κακό Χρόνο να τα φάει”.
Πέρα από αυτούς, υπήρχαν εκείνοι που μετρούσαν τα πάντα με το χρήμα και ήθελαν να τον δωροδοκήσουν. Νόμιζαν τάχα ότι θα μπορέσουν να τον χρησιμοποιούν κατά πώς θέλουν απέναντι στους αντιπάλους τους και τον έψαχναν να τον βρουν γι αυτό. Σ’όλη την πλάση είναι ζήτημα να υπήρχαν ένας-δύο άνθρωποι που τον κοίταζαν στα μάτια και ζούσαν αρμονικά μαζί του.
Ο Χρόνος, που εκτός από τεράστιος, τεράστιο ήταν και το μυαλό του και η σοφία του, έβλεπε όλα αυτά που συνέβαιναν από κάτω του. Είχε πλήρη επίγνωση του ρόλου, του μεγέθους και της δύναμής του, όμως είχε μάθει να σέβεται την ισορροπία γύρω του, ακόμα και αν αυτός είχε το πάνω χέρι. Όλα μπορούσε άλλωστε να τα παρατηρεί από εκεί πάνω. Υπήρχαν πολλές στιγμές ωστόσο που ένιωθε μόνος του και αναρωτιόταν αν θα μπορούσε να βρει κάπου συντροφιά ή έστω κάποιον να μιλήσει.
Από όλα τα πλάσματα που έβλεπε γύρω του, αγαπούσε πιο πολύ τους ανθρώπους. Κι αυτό γιατί του έμοιαζαν και σε αυτούς έβλεπε μακρινούς συγγενείς. Όταν ήταν πιο νέος προσπάθησε να τους πλησιάσει, να τους μιλήσει. Είδε όμως ότι οι αντιδράσεις τους δεν ήταν ανάλογες με τις προσδοκίες του, ότι τους φόβιζε, και έτσι αποφάσισε να μείνει μακριά τους. Παρ’όλα αυτά εξακολουθούσε να τους αγαπάει πολύ αλλά δεν έβρισκε τρόπο να τους το δείξει.
Πέρασαν τα χρόνια λοιπόν και ήρθε η ώρα ο Χρόνος να τελειώσει τη ζωή του σε αυτόν τον κόσμο. Λένε λοιπόν ότι λίγο πριν πεθάνει, αποφάσισε να κάνει ένα δώρο στους ανθρώπους μόνο που δεν ήξερε τι. Λένε λοιπόν ότι σκεφτόταν από εδώ, σκεφτόταν από εκεί, μέρες ολόκληρες. Μέχρι που του ήρθε μια ιδέα.
Έβγαλε την καρδιά του και την έκοψε στα τέσσερα.
Το πρώτο κομμάτι το πέταξε στη φωτιά που είχε κοντά του, για να μένει αναμμένη και να μη σβήνει, να έχουν οι άνθρωποι να ζεσταίνονται όταν παγώνουν. Και φούντωσαν λένε όλες οι φωτιές του κόσμου και δεν έσβησαν ποτέ, και ζεστάθηκαν οι άνθρωποι. Κάπως έτσι λένε ότι γεννήθηκε ο Χειμώνας, με τα κρύα, τα χιόνια και τους πάγους τους, για να θυμίζει στους ανθρώπους ότι και στις πιο μεγάλες παγωνιές, υπάρχει τρόπος να ζεστάνεις μέχρι και την καρδιά σου.
Το δεύτερο κομμάτι, το έριξε σε ένα λιβάδι, για να βλαστήσει η γη και να τους δίνει τροφή, καρπούς και άνθη, να μη δυσκολεύονται αυτοί να την χρησιμοποιήσουν. Και άνθισαν λένε όλα τα χωράφια, τα λιβάδια, τα παρτέρια και τα βουνά. Κάπως έτσι λένε ότι γεννήθηκε η Άνοιξη, με τα λούλουδα, τα χρώματα και τις πρασινάδες της για να θυμίζει στους ανθρώπους τα δώρα που μπορεί να γεννήσει η φύση.
Το τρίτο κομμάτι το πέταξε στον αγέρα, για να το πάρει και να είναι δυνατός και δροσερός όταν τον χρειαστούν οι άνθρωποι. Και το πήρε ο αγέρας λένε και το σήκωσε ψηλά, τόσο ψηλά που χάθηκε. Και φύσηξαν παντού αέρηδες και ανοιγόκλειναν τα παραθυρόφυλλα. Κάπως έτσι λένε ότι γεννήθηκε το Καλοκαίρι, με τις μεγάλες ζέστες του, που καίει τη γη, για να θυμίζει στους ανθρώπους τη σημασία του δροσερού αέρα που ανακουφίζει αυτόν που καίγεται.
Το τέταρτο κομμάτι, το έριξε σε ένα πηγάδι, για να έχουν οι άνθρωποι πάντα νερό να ξεδιψούν τους εαυτούς τους και τα παιδιά τους και να έχουν να ποτίσουν τα χωράφια τους όταν θα το έχουν ανάγκή. Το πηγάδι και μαζί όλα τα πηγάδια και οι πηγές, λένε ότι τότε γέμισαν νερό. Και κάπως έτσι λένε γεννήθηκε το Φθινόπωρο, με τις βροχές και τα νερά του που γέμιζε τα πηγάδια με το νερό, για να θυμίζει στους ανθρώπους τη σημασία του νερού που δίνει ζωή σε κάθε τι ξερό.
Αυτά έκανε ο Χρόνος την καρδιά του και μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα του ότι θα εκτιμήσουν οι άνθρωποι τα δώρα του. Λίγο μετά, λένε ότι έγειρε, ξάπλωσε για πρώτη και τελευταία φορά, και έκλεισε τα μάτια του.
Και λένε ότι έτσι όπως τέλειωσε ο Χρόνος, κάπως έτσι γεννήθηκαν οι εποχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου