Η εικόνα του πέρασε τυχαία σήμερα το απόγευμα από το μυαλό μου όταν σήκωσα το βλέμμα μου στον ουρανό από το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου μου. Είχα χρόνια να τον σκεφτώ.
Ήταν ένας συμπαθητικός γεράκος που κατά μία περίεργη σύμπτωση μου θύμιζε τον παππού μου, αυτόν στον οποίο πάντα είχα αδυναμία. Λίγο το γεγονός ότι ο θάνατός του ήταν σχετικά πρόσφατος, λίγο η ομοιότητα στην εξωτερική τους εμφάνιση αλλά κυρίως η ευγένεια του χαρακτήρα του, μου τράβηξαν την προσοχή.
Δεν έκανε τίποτα, δεν ενοχλούσε κανέναν. Μόνο περιδιάβαινε τα στενά της μικρής μας πόλης μαζεύοντας τα κουτάκια από τα αναψυκτικά. Δεν ζούσε στον δρόμο, ούτε το έκανε για λόγους επιβίωσης όπως ίσως βιαστεί να σκεφτεί κάποιος. Αντιθέτως, είχε τα πάντα. Σπίτι, οικογένεια και μια μικρή σύνταξη. Τα τενεκεδάκια τα πουλούσε από συνήθεια, για να μην κάθεται στο σπίτι. Δεν ήθελε να νιώθει γέρος, αγαπούσε τη ζωή.
Ένιωθε καλά, υγιής και δυνατός και ήθελε να ασχολείται με κάτι στον τόσο ελεύθερο χρόνο του. Ό,τι κέρδιζε από την πώλησή τους- αυτά τα λίγα- τα έδινε στα εγγόνια του.
Περνούσε συχνά από τη γειτονιά μας και η μητέρα μου του γέμιζε μια σακούλα από δαύτα. Κρίμα δεν ήταν να καταλήξουν στον κάδο των αχρήστων; Άλλωστε, τον είχαμε μάθει.
Τον είχαμε και μας είχε οικειοποιηθεί. Κατά μία έννοια, ήταν πια δικός μας άνθρωπος.
Από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησα, μου έκανε εντύπωση η ευγένεια, η απλότητα και ο γλυκός του λόγος. Δεν ζήτησε ποτέ τίποτα, μόνο εκείνα τα τενεκεδάκια όταν μας περίσσευαν. Κι ενώ θεωρητικά εγώ ήμουν η πλευρά που έδινε, στην πραγματικότητα εκείνος ήταν ο γενναιόδωρος γιατί μοιραζόταν τη σοφία της ζωής που τελικά πηγάζει ολάκερη από την αγάπη.
Την αγάπη για ό,τι κάνουμε, την αγάπη για τους δικούς μας ανθρώπους, την αγάπη για ζωή...
Ένα πρωί δεν φάνηκε ξανά...
Ήταν ένας συμπαθητικός γεράκος που κατά μία περίεργη σύμπτωση μου θύμιζε τον παππού μου, αυτόν στον οποίο πάντα είχα αδυναμία. Λίγο το γεγονός ότι ο θάνατός του ήταν σχετικά πρόσφατος, λίγο η ομοιότητα στην εξωτερική τους εμφάνιση αλλά κυρίως η ευγένεια του χαρακτήρα του, μου τράβηξαν την προσοχή.
Δεν έκανε τίποτα, δεν ενοχλούσε κανέναν. Μόνο περιδιάβαινε τα στενά της μικρής μας πόλης μαζεύοντας τα κουτάκια από τα αναψυκτικά. Δεν ζούσε στον δρόμο, ούτε το έκανε για λόγους επιβίωσης όπως ίσως βιαστεί να σκεφτεί κάποιος. Αντιθέτως, είχε τα πάντα. Σπίτι, οικογένεια και μια μικρή σύνταξη. Τα τενεκεδάκια τα πουλούσε από συνήθεια, για να μην κάθεται στο σπίτι. Δεν ήθελε να νιώθει γέρος, αγαπούσε τη ζωή.
Ένιωθε καλά, υγιής και δυνατός και ήθελε να ασχολείται με κάτι στον τόσο ελεύθερο χρόνο του. Ό,τι κέρδιζε από την πώλησή τους- αυτά τα λίγα- τα έδινε στα εγγόνια του.
Περνούσε συχνά από τη γειτονιά μας και η μητέρα μου του γέμιζε μια σακούλα από δαύτα. Κρίμα δεν ήταν να καταλήξουν στον κάδο των αχρήστων; Άλλωστε, τον είχαμε μάθει.
Τον είχαμε και μας είχε οικειοποιηθεί. Κατά μία έννοια, ήταν πια δικός μας άνθρωπος.
Από την πρώτη στιγμή που τον συνάντησα, μου έκανε εντύπωση η ευγένεια, η απλότητα και ο γλυκός του λόγος. Δεν ζήτησε ποτέ τίποτα, μόνο εκείνα τα τενεκεδάκια όταν μας περίσσευαν. Κι ενώ θεωρητικά εγώ ήμουν η πλευρά που έδινε, στην πραγματικότητα εκείνος ήταν ο γενναιόδωρος γιατί μοιραζόταν τη σοφία της ζωής που τελικά πηγάζει ολάκερη από την αγάπη.
Την αγάπη για ό,τι κάνουμε, την αγάπη για τους δικούς μας ανθρώπους, την αγάπη για ζωή...
Ένα πρωί δεν φάνηκε ξανά...
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου