Σας παρουσιάζω έναν κατάλογο, των Αγγείων που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα, για να γνωρίσετε καλύτερα τις ονομασίες και τον τρόπο χρήσης τους σε κάθε σπίτι και σε κάθε έργο τέχνης της αρχαίας Ελληνικής κοινωνίας. Ο κατάλογος είναι σε αλφαβητική σειρά για ευκολότερη κατανόηση αλλά και μελλοντική εύρεση.
Αλάβαστρον – Μικρό, επιμήκες και στενόστομο αγγείο για αρωματικά έλαια, χρησιμοποιούμενο κυρίως στον γυναικείο καλλωπισμό.
Αμφορεύς – Μεγάλο κλειστό αγγείο με δύο κάθετες λαβές για τη μεταφορά ή αποθήκευση κυρίως υγρών αλλά και στερεών. Υπάρχουν πολλοί τύποι αμφορέων όπως οι μονοκόμματοι (που, πιθανότατα, τους ονόμαζαν κάδους, τύπου Α, Β και Γ), οι οξυπύθμενοι (που χρησιμοποιούνταν στο διαμετακομιστικό και υπερπόντιο εμπόριο, κυρίως κρασιού), οι παναθηναϊκοί, οι αμφορείς με λαιμό, οι νικοσθενικοί, οι αμφορείς SOS (επίσης για διαμετακομιστικό και υπερπόντιο εμπόριο, κυρίως λαδιού), οι τυρρηνικοί, οι τύπου Nola, οι αμφορείς – κάδοι (bail – amphorae). Υπάρχουν ακόμη και οξυπύθμενοι αμφορίσκοι για αρωματικά έλαια.
Αρύβαλλος – Μικρό, σφαιρικό και στενόστομο αγγείο για το λάδι που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές για να αλείφουν τα σώματά τους.
Αρύταινα – βλ. στη λέξη κύαθος
Αρυτήρ – βλ. στη λέξη κύαθος
Ασκός – Μικρό και στενόστομο αγγείο για υγρά (κυρίως για λάδι).
Δίνος – Έτσι ονομάζεται λανθασμένα ο λέβης (βλ. λέξη).
Εξάλειπτρον – Μικρό ανοιχτό αγγείο με χαμηλή βάση για αρωματικά έλαια ή ρευστές αλοιφές. Το χρησιμοποιούσαν στον γυναικείο καλλωπισμό ή σε πρακτικές που είχαν σχέση με νεκρούς. Ονομάζεται συχνά και πλημοχόη, όταν έχει κάλυμμα και ψηλό πόδι, και λανθασμένα κώθων (βλ. λέξη).
Επίνητρον ή Όνος. – Ειδικό σκεύος, όχι αγγείο, επάνω στο οποίο οι γυναίκες έτριβαν το μαλλί.
Επίχυσις – Είδος στενόστομης κανάτας, οινοχόης (βλ. λέξη), ιδιαίτερα αγαπητής στην κατωιταλιωτική κεραμική και μάλιστα της Απουλίας και της Λευκανίας.
Κάδος – βλ. στη λέξη αμφορεύς
Κάλαθος – Ανοιχτό αγγείο χωρίς λαβές, διαφόρων μεγεθών. Σε μεγάλους καλάθους στοίβαζαν οι γυναίκες το μαλλί.
Κάλης – βλ. στη λέξη υδρία
Κάλυξ – Αγγείο πόσεως με κωνικό πόδι και δύο οριζόντιες λαβές, ιδιαίτερα συχνό στη χιακή κεραμική.
Κάνθαρος – Αγγείο πόσεως με δύο, συνήθως ψηλές, κάθετες λαβές. Είναι το συνηθισμένο κρασοπότηρο του Διονύσου αλλά συχνά και του Ηρακλή. Στη Βοιωτία, που ήταν ιδιαίτερα συχνός, αλλά και στη Λακωνία, είχε χθόνιο συμβολισμό. Υπάρχουν αρκετοί τύποι του σχήματος.
Κέρνος – Τελετουργικό σκεύος που συνήθως αποτελείται από πολλά μικρά αγγεία, κατάλληλα να δεχτούν προσφορές.
Κοτύλη – Αγγείο πόσεως με δύο οριζόντιες λαβές, πολύ συνηθισμένο στην Κόρινθο. Μοιάζει με τον σκύφο (βλ. λέξη), μόνο που τα τοιχώματά του είναι πιο πλαγιαστά.
Κρατήρ – Μεγάλο ανοιχτό αγγείο για τη μείξη του κρασιού με το νερό. Οι αρχαίοι έπιναν το νερωμένο κρασί, με συνήθη αναλογία τρία μέρη νερό και μία κρασί. Υπάρχουν πολλοί τύποι κρατήρων: οι κιονωτοί (πολύ συνηθισμένοι στην Κόρινθο, γι’ αυτό και αποκαλούνται συχνά κορινθιακοί ή κορινθιουργείς), οι ελικωτοί (ονομάζονται και λακωνικοί), οι καλυκωτοί, οι κωδωνόσχημο και οι κρατήρες χαλκιδικού τύπου.
Κύαθος – Μικρό ανοιχτό αγγείο με μία μακριά κάθετη λαβή, κατάλληλο για άντληση υγρών. Ένα παρόμοιο σχήμα στα ελληνιστικά χρόνια ονομάζεται αρυτήρ. Ένα ανάλογο μεταλλικό σκεύος με μακριά λαβή, μορφής σημερινής κουτάλας, ονομάζεται από τους αρχαιολόγους αρύταινα.
Κύλιξ – Βασικό αγγείο πόσεως των αρχαίων. Υπάρχουν πολλοί τύποι κυλίκων : κύλικες τύπου κωμαστών, τύπου Σιάννων, μικρογραφικές (χειλωτές και ταινιωτές), τύπου Α (οφθαλμωτές), τύπου Β, τύπου Γ, τύπου γιάντες, χαλκιδικού τύπου, τύπου Kassel, τύπου Droop, κύλικες δίχως πόδι (stemless).
Κώθων – Μικρό αγγείο πόσεως με μία κάθετη λαβή (βλ. και λέξη οινοχόη). Λανθασμένα το όνομα αυτό δίνεται και στο εξάλειπτρον (βλ. λέξη).
Λάγυνος – Οινοφόρο αγγείο με χαμηλό γωνιώδες σώμα, ψηλό στενό λαιμό και μία κάθετη λαβή, πολύ διαδεδομένο στην ελληνιστική εποχή.
Λάκαινα – Αγγείο πόσεως των Λακώνων με δύο οριζόντιες λαβές κοντά στη χαμηλή βάση του.
Λέβης – Μεγάλο ανοιχτό ημισφαιρικό αγγείο χωρίς λαβές, που συνήθως στεκόταν επάνω σε ψηλό υπόστατο. Το χρησιμοποιούσαν για την ανάμειξη κρασιού με το νερό (βλ. και στη λέξη κρατήρ). Λανθασμένα το αγγείο ονομάζεται και δίνος.
Λέβης γαμικός – Το αγγείο αυτό μοιάζει με το προηγούμενο αλλά έχει και δύο κάθετες ψηλές λαβές στον ώμο του., ενώ δεν έχει πάντα ψηλό υπόστατο. Το χρησιμοποιούσαν σε γαμήλιες τελετές και σχετική είναι συχνά και η εικονογράφησή του.
Λεκάνη – Μεγάλο χαμηλό και ανοιχτό αγγείο με δύο οριζόντιες λαβές και κάλυμμα. Συχνά το έδιναν ως γαμήλιο δώρο και τότε, συνήθως, η διακόσμησή του σχετίζεται με τον κόσμο των γυναικών.
Λήκυθος – Βασικό ελαιοδόχο αγγείο, στενόστομο με μία κάθετη λαβή. Υπάρχουν αρκετοί τύποι του σχήματος αυτού. Τον 5ο αιώνα π.α.χ.χ. επικρατούν οι λήκυθοι κύριου (standard type) και δευτερεόντος τύπου (secondary type) και η λεγόμενη αρυβαλλοειδής λήκυθος με φουσκωτό και κάπως πεπιεσμένο σώμα. Οι λευκές λήκυθοι προορίζονταν αποκλειστικά για ταφική χρήση.
Λουτήριον – Μεγάλο ανοιχτό αγγείο με δύο λαβές και συνήθως με προχοή. Ορισμένες από τις χρήσεις του είχαν σχέση με το πλύσιμο.
Λουτροφόρος – Ψηλό κλειστό αγγείο με επιμήκη λαιμό. Το χρησιμοποιούσαν για γαμήλια λουτρά ή το τοποθετούσαν σε τάφους άγαμων νέων. Γι’ αυτό και η εικονογραφία των αγγείων αυτών συχνά σχετίζεται με γαμήλιες τελετές ή ταφικά δρώμενα. Υπάρχουν λουτροφόροι – αμφορείς με δύο κάθετες λαβές (για άνδρες) και λουτροφόροι – υδρίες με τρεις λαβές, δύο οριζόντιες και μία κάθετη (για γυναίκες).
Λύδιον – Μικρό κλειστό μυροδόχο αγγείο με στενό ψηλό πόδι, χωρίς λαβές.
Μαστός – Αγγείο πόσεως, όχι συχνό, με σχήμα γυναικείου μαστού.
Νεστορίς – Μεγάλο αγγείο με ή χωρίς λαιμό και δύο ή τέσσερις λαβές, που απαντάται στα κατωιταλιτικά εργαστήρια της Απουλίας και κυρίως της Λευκανίας. Η χρήση του ήταν ανάλογη με αυτή του αμφορέα (βλ. λέξη).
Οινοχόη – Βασικό αγγείο άντλησης κρασιού από τους κρατήρες, με το οποίο στη συνέχεια γέμιζαν τα κρασοπότηρα. Είναι συνήθως μετρίου μεγέθους, κλειστό, με μία κάθετη λαβή και σώζεται σε πολλούς τύπους (βλ. και λέξη κώθων).
Όλπη – Είδος οινοχόης (βλ. λέξη), που ο λαιμός της δεν ξεχωρίζει από το σώμα και η λαβή της δεν ξεπερνά συνήθως το ύψος του στομίου, που είναι κυκλικό.
Πελίκη – Το όνομα αυτό δίνεται λανθασμένα σε ένα είδος αμφορέα που η μεγαλύτερη διάμετρός του βρίσκεται στο κάτω μέρος του σώματος. Λόγω της ευστάθειάς του, οι έμποροι αποθήκευαν συνήθως στο αγγείο αυτό τα πολύτιμα έλαια που διέθεταν προς πώληση.
Πίθος – Μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο.
Πινάκιον – Ανοιχτό ρηχό αγγείο με χείλος, σαν το σημερινό πιάτο. Τα διακοσμημένα πινάκια συχνά τα ανέθεταν σε ιερά και τα αναρτούσαν ως πίνακες (βλ. και λέξη ψαροπινάκιον).
Πλαστικά αγγεία – βλ. στη λέξη ρυτόν
Πλημοχόη – βλ. στη λέξη εξάλειπτρον
Πυξίς – Μικρό αγγείο με κάλυμμα όπου οι γυναίκες έβαζαν πούδρες για τον καλλωπισμό τους ή φύλασσαν τα κοσμήματά τους. Δεν έχει λαβές, εκτός από τη σκυφοειδή πυξίδα της Σικελίας.
Ρυτόν – Αγγείο πλαστικό με τη μορφή κέρατος, κεφαλής ζώου κ.ά. Τα εντυπωσιακά αυτά αγγεία, που η αρχή τους πρέπει να αναζητηθεί στη μεταλλοτεχνία της Ανατολής, και μάλιστα της Περσίας, χρησιμοποιούνταν συνήθως ως κρασοπότηρα σε συμπόσια.
Situla – Το λατινικό αυτό όνομα αναφέρεται σε ένα καδόσχημο αγγείο με σαφή επίδραση από μεταλλικά πρότυπα. Κυρίως απαντάται στην Απουλία και την Καμπανία και το χρησιμοποιούσαν για μεταφορά υγρών. Το ίδιο όνομα δίνεται και σε ένα ψιλόλιγνο καδόσχημο αγγείο του 6ου αιώνα π.α.χ.χ., δημιουργία κεραμέων της ανατολικής Ελλάδος.
Σκύφος – Αγγείο πόσεως συνήθως με δύο οριζόντιες λαβές (σπανιότερα με μία οριζόντια και μία κάθετη). Μοιάζει με την κοτύλη (βλ. λέξη), μόνο που στον σκύφο τα τοιχώματα είναι πιο ανορθωμένα. Με τη συμβατική ονομασία “μεγαρικός σκύφος”, ονομάζουμε ένα μικρό ημισφαιρικό αγγείο πόσεως της ελληνιστικής εποχής, χωρίς λαβές (ημίτομος είναι η πιθανή αρχαία ονομασία του), που φέρει ανάγλυφη διακόσμηση.
Στάμνος – Το όνομα αυτό δίνεται λανθασμένα σε ένα μεγάλο ανοιχτό αγγείο με χαμηλό λαιμό και δύο μικρές οριζόντιες λαβές στο επάνω μέρος του σώματος. Συνήθως μετέφεραν σ’ αυτό νερό, ενώ συχνά το χρησιμοποιούσαν και ως τεφροδόχο αγγείο. Ο τύπος της υδρίας που ο λαιμός δεν ξεχωρίζει με σαφήνεια από το σώμα ονομάζεται κάλπις.
Φιάλη – Μικρό ρηχό αγγείο με “ομφαλό” στη μέση. Χωρίς λαβές, με το οποίο έκαναν σπονδές, ενώ σπανιότερα, το χρησιμοποιούσαν και ως κρασοπότηρο.
Φορμίσκος – Φλασκόμορφο αγγείο, που μιμείται σακούλι. Κατασκευασμένο από ύφασμα ή δέρμα, μέσα στο οποίο φύλασσαν παιδικά παιχνίδια. Συναντάται βασικό ως ταφικό κτέρισμα, έχοντας και ανάλογη διακόσμηση.
Χους Οινοχόη – (βλ. λέξη) διαφόρων μεγεθών με λαιμό που δεν ξεχωρίζει από το σώμα. Το χρησιμοποιούσαν κυρίως στην αθηναϊκή γιορτή των Ανθεστηρίων.
Ψαροπινάκιον (fish plate). – Πινάκιον με χαμηλή βάση και μικρό κοίλο “ομφαλό” στη μέση. Πιθανόν να έτρωγαν σ’ αυτό ψάρια, όπως δείχνει και η διακόσμησή του, που πάντα εικονίζει θαλασσινά.
Ψυκτήρ – Μανιταρόσχημο κλειστό αγγείο μέσα στο οποίο έβαζαν κρασί και μετά το τοποθετούσαν συνήθως σε καλυκωτό κρατήρα που περιείχε κρύο νερό ή χιόνι. Έτσι πετύχαιναν την ψύξη του κρασιού.
Ωόν – Πήλινο ομοίωμα αυγού που προσφερόταν ως ανάθημα σε ιερά ή ως κτέρισμα σε τάφους, κυρίως παιδικούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου