«Ο συγγραφέας (ΜΑΡΚΗΣΙΟΣ ΝΤΕ ΣΑΝΤ) μέσα από τον στιλιζαρισμένο διάλογο των δυο προσώπων απογυμνώνει ξεδιάντροπα τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, το φανατισμό και τη βία της εκκλησιαστικής εξουσίας. Όχι για υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων τη «διεφθαρμένη» του φύση και το κύλισμα στις ηδονές, αλλά για να μιλήσει -επιβεβαιώνοντας τον Apollinaire, που τον αποκαλούσε «το πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ»- με γενναιότητα για σοβαρά φιλοσοφικά ζητήματα, τα συστήματα ηθικής των θρησκειών, τις υλιστικές αντιλήψεις της εποχής του
(απόσπασμα)
ΙΕΡΕΑΣ: «… σ’ αγαπώ όσο και μένα και θέλω να σε πείσω γι’ αυτό που πιστεύω.»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Προτιμώ τότε ν’ αγαπήσουμε λιγότερο ο ένας τον άλλον, παρά ν’ ακούω ανοησίες.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Μα ποιος μπορεί να μένει τυφλός απέναντι στα θαύματα του θείου μας Λυτρωτή;»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «’Όλοι όσοι στο πρόσωπό του δεν βλέπουν παρά μόνο τον πιο πρόστυχο από όλους τους απατεώνες και τον πιο άθλιο από όλους τους λαοπλάνους.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Ω ουρανοί! Πώς τον ακούτε και δεν ρίχνετε τους κεραυνούς σας!»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Όχι αγαπητέ, όλα βρίσκονται σε πλήρη ειρήνη γιατί ο θεός σου, θες από ανικανότητα, θες από την ανυπαρξία του μπροστά στην Λογική, απ’ ό,τι θες τελοσπάντων, ο θεός σου λοιπόν που εγώ δεν τον δέχομαι ούτε μία στιγμή παρά μόνον χάρη στο οίκτο που νοιώθω για σένα, ο θεός σου, λέω, αν υπήρχε όπως εσύ έχεις την τρέλλα να πιστεύεις, δεν μπορεί να μας πείσει ότι είναι τόσο αστείος όσο ο Χριστός σου.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Και οι τόσες προφητείες, τα τόσα θαύματα, οι τόσοι μάρτυρες, όλα αυτά δεν αποτελούν αποδείξεις;»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Πώς θέλεις με την απλή λογική να πάρω εγώ σαν δήθεν απόδειξη πράγματα που τα ίδια στερούνται λογικής; Για να γινόταν μία προφητεία απόδειξη, θα ’πρεπε πρώτα από όλα να είχα την ολοκληρωτική βεβαιότητα πως αυτή όντως υπήρξε.
Και βεβαίως ακόμα και εάν την είχα, γραμμένη προφανώς μέσα στις σελίδες της Ιστορίας, δεν θα είχε για εμένα περισσότερη αλήθεια από όλα τα υπόλοιπα ιστορικά γεγονότα, των οποίων τα τρία τέταρτα είναι αμφισβητήσιμα. Και εάν λάβουμε υπ’ όψη μας και τα διάφορα απλώς αληθοφανή γεγονότα που μας παρουσιάζουν σαν αληθινά οι μεροληπτικοί ιστορικοί, θα έχω, όπως καταλαβαίνεις, ακόμα ισχυρότερο δικαίωμα να αμφιβάλλω.
Ποιος θα με διαβεβαιώσει εξάλλου πως η τάδε προφητεία δεν γράφτηκε εκ των υστέρων… Και πώς μπορεί να δέχεται κανείς την κάθε μορφής απόδειξη των προφητειών, όταν αυτές από μόνες τους παρουσιάζονται σαν αποδείξεις;»
«Όσον αφορά τώρα τα θαύματα που επικαλείσαι, κατ’ αρχάς δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να με πείσουν. όλοι οι απατεώνες έχουν κάνει θαύματα και όλοι οι ηλίθιοι τα έχουν πιστέψει. Για να με πείσεις για την αλήθεια ενός θαύματος, θα ’πρεπε να ήμουν πολύ σίγουρος πως το συμβάν που εσείς παρουσιάζετε σαν θαύμα ήταν απολύτως αντίθετο προς τους νόμους της Φύσης, γιατί μονάχα εκείνο που δεν έχει θέση στην Φύση δικαιούται να περάσει για θαύμα, και επίσης ποιος άραγε γνωρίζει την Φύση τόσο καλά ώστε να τολμήσει να βεβαιώσει ποιοι ακριβώς φυσικοί νόμοι αναστέλλονται ή ποιοι ακριβώς φυσικοί νόμοι παραβιάζονται; Για να διαπιστώσετε όμως εσείς ένα υποτιθέμενο θαύμα, σας αρκούν δύο μόνον παράγοντες, ένας θαυματοποιός και μερικές γυναικούλες.
Μην ψάχνεις λοιπόν άλλη πηγή για τα περίφημα θαύματά σου, όλοι οι νέοι ιδρυτές αιρέσεων έχουν κάνει τέτοια θαύματα και είναι θαυμαστό πραγματικά το ότι όλοι τους έχουν βρει λίγους ή πολλούς ηλίθιους που τους έχουν πιστέψει. Ο Χριστός σου δεν έχει τίποτε παραπάνω από τον Απολλώνιο τον Τυανέα, παρ’ όλο που κανείς σήμερα δεν διανοείται να πάρει εκείνον για θεό. Όσον αφορά δε τους πολυδιαφημισμένους μάρτυρές σου, αυτοί αποτελούν το πιο αδύναμο από όλα τα ούτως ή άλλως αδύναμα επιχειρήματά σου. Για να γίνει κανείς μάρτυρας δεν απαιτείται παρά μόνον ανόητος ενθουσιασμός και μανία για αντίσταση, άσε που προσωπικά θεωρώ ότι και οι δύο περιπτώσεις είναι αξιοθρήνητες.»
«Αγαπητέ μου, εάν αλήθευε πως όντως υπάρχει ο θεός που εσύ κηρύττεις, νομίζεις ότι θα χρειαζόταν θαύματα, μάρτυρες και προφητείες για στηρίξει την αυτοκρατορία του; Και εάν, όπως ισχυρίζεσαι, ήταν δικό του έργο η καρδιά του ανθρώπου, δεν θα βρισκόταν εκεί το άδυτο που θα είχε διαλέξει για την δόξα του; Δεν θα ανάβλυζε από εκεί ένας επιεικής νόμος, φτιαγμένος από έναν δίκαιο θεό, χαραγμένος μέσα σε όλες τις καρδιές με έναν τρόπο ακαταμάχητο και απαράλλαχτα ο ίδιος από το ένα άκρο του σύμπαντος μέχρι το άλλο; Δεν θα ήσαν όλοι οι άνθρωποι όμοιοι χάρη σε αυτό το λεπτό και ευαίσθητο όργανο, και δεν θα έμοιαζαν επίσης ο ένας στον άλλον χάρη στον κοινό σεβασμό που θα έδειχναν στον θεό από τον οποίο όλοι μηδενός εξαιρουμένου θα κατάγονταν; Δεν θα αγαπούσαν όλοι με τον ίδιον τρόπο, δεν θα τον λάτρευαν αυτόν τον θεό όλοι με τον ίδιον τρόπο, δεν θα τον υπηρετούσαν όλοι με τον ίδιον τρόπο και δεν θα ήταν παντελώς αδύνατον να τον περιφρονήσουν ή να αντισταθούν στο μυστικό κήρυγμα της λατρείας του; Κι όμως, αυτό που βλέπουμε μέσα στο σύμπαν είναι τόσοι θεοί όσα και κράτη, τόσοι τρόποι λατρείας όσα σχεδόν είναι τα κεφάλια ή έστω οι διαφοροποιήσεις της φαντασίας. Και έρχεσαι εσύ τώρα να ισχυριστείς ότι όλη αυτή η πολλαπλότητα των γνωμών, μέσα στην οποία εγώ αδυνατώ να διαλέξω με βεβαιότητα μόνον μία, είναι έργο του δικού σου, υποτίθεται δίκαιου, θεού;»
«Πρέπει να ντρέπεσαι, παπά. Παρουσιάζοντας έτσι τον θεό σου, στην πραγματικότητα ασεβείς προς αυτόν. Άφησέ με να τον αρνηθώ ολοκληρωτικά, γιατί εάν όντως υπάρχει, τότε εγώ ασεβώ με την άρνησή μου πολύ λιγότερο από όσο εσύ με την βλάσφημη αντίληψη που έχεις γι’ αυτόν. Σύνελθε παπά, ο Χριστός σου δεν αξίζει περισσότερο από τον Μωάμεθ, ο Μωάμεθ δεν αξίζει περισσότερο από τον Μωϋσή και οι τρεις τους δεν αξίζουν περισσότερο από τον Κομφούκιο, που τουλάχιστον διατύπωσε μερικές καλές αρχές, ενώ οι τρεις άλλοι απλώς παραλογίζονταν. Αλλά γενικά, στο σύνολό τους, όλοι οι ιδρυτές θρησκειών ήσαν αγύρτες, η διδασκαλία τους ήταν απάτη που απλώς την πίστεψε ο συρφετός, ενώ κανονικά η δικαιοσύνη θα ’πρεπε να τους θανατώσει.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Αλίμονο! Η ανθρώπινη δικαιοσύνη συμπεριφέρθηκε πολύ σκληρά σε έναν από τους τέσσερις!»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Αυτός ήταν που το άξιζε περισσότερο! Ήταν κοινός στασιαστής, ταραχοποιός, συκοφάντης, απατεώνας, ανήθικος, θαυματοποιός και σε επικίνδυνο βαθμό αχρείος. Κατείχε την τέχνη να επιβάλλεται στον συρφετό και επομένως ήταν άξιος τιμωρίας στα πλαίσια ενός βασιλείου, όπως ήταν τότε η Ιερουσαλήμ. Ήταν πολύ λογικό να τον ξεκάνουν μετά από μία τέτοια συμπεριφορά και είναι ίσως η μόνη περίπτωση που οι πολύ πράες και ανθρωπιστικές αρχές μου μπορούν να αποδεχθούν την αυστηρότητα της Θέμιδος. Μπορώ να συγχωρέσω αρκετές λάθος συμπεριφορές, εκτός από εκείνες που μπορούν να διαλύσουν την ανθρώπινη κοινωνία…»
Ο Σαντ σε αυτό το φιλοσοφικό παιχνίδι, που γράφτηκε πιθανόν το 1782 –όταν ήταν φυλακισμένος στη Βαστίλλη– και εκδόθηκε μόλις το 1926, κραδαίνει τον αθεϊσμό του, όπως εύστοχαv παρατηρεί ο Jerome Verain, «σαν όπλο, τον εκθέτει σαν πέος».
Ο γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Μαρκήσιος ντε Σαντ (1740-1814) εδώ και μερικούς αιώνες αποτελεί την προσωποποίηση του κακού.
Κάθε σεμνότυφη και τρομαγμένη ψυχή διαρρηγνύει, ακόμα και σήμερα, τα ιμάτιά της για το έργο του ακόλαστου λιμπερτίνου, επειδή νιώθει ότι απειλεί τον κομφορμιστικό της μικρόκοσμο. Υπερβάλλουμε; Καθόλου, αν σκεφτείτε ότι η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ εκδόθηκε πρώτη φορά στα ελληνικά το 1979 από τις εκδόσεις Εξάντας και απαγορεύτηκε τάχιστα με δικαστική εντολή. Ανάλογη τύχη είχαν και οι 120 μέρες των Σοδόμων, που η έκδοσή τους, δυο χρόνια αργότερα από τον ίδιο οίκο, ήταν απαγορευμένη στη χώρα μας μέχρι και το 1991 (!).
Η λιλιπούτεια και καλαίσθητη έκδοση του βιβλίου Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο του Μαρκήσιου ντε Σαντ από την Άγρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από ορισμένους νεοσυντηρητικούς κύκλους και τους θρησκόληπτους περισσότερο επικίνδυνη από την περιγραφή και του πιο ακραίου πορνογραφικού συμπλέγματος.
Πρόκειται για ένα διάλογο που καταγράφει τη μάταιη προσπάθεια ενός ιερωμένου, μάλλον αδέξιου υπερασπιστή του καθολικού δόγματος, να σώσει την ψυχή ενός ετοιμοθάνατου με ακόλαστες ορέξεις και πάθη ισχυρότατα.
Ο συγγραφέας μέσα από τον στιλιζαρισμένο διάλογο των δυο προσώπων απογυμνώνει ξεδιάντροπα τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, το φανατισμό και τη βία της εκκλησιαστικής εξουσίας. Όχι για υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων τη «διεφθαρμένη» του φύση και το κύλισμα στις ηδονές, αλλά για να μιλήσει -επιβεβαιώνοντας τον Apollinaire, που τον αποκαλούσε «το πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ»- με γενναιότητα για σοβαρά φιλοσοφικά ζητήματα, τα συστήματα ηθικής των θρησκειών, τις υλιστικές αντιλήψεις της εποχής του.
Στον κόσμο του Σαντ, κατά τον Jerome Verain, «οι πράξεις μας καθορίζονται από φυσικούς νόμους όπου η ηθική δεν έχει κανένα λόγο», ενώ ο ηδονοθήρας ετοιμοθάνατος του βιβλίου αποποιείται το Θεό συμπυκνώνοντας όλη την ανθρώπινη ηθική στην, φαινομενικά απλοϊκή, φράση «κάνε τους άλλους τόσο ευτυχείς όσο επιθυμείς να είσαι και μην τους κάνεις ποτέ περισσότερο κακό από εκείνο που θα ήθελες να σου κάνουν».
(απόσπασμα)
ΙΕΡΕΑΣ: «… σ’ αγαπώ όσο και μένα και θέλω να σε πείσω γι’ αυτό που πιστεύω.»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Προτιμώ τότε ν’ αγαπήσουμε λιγότερο ο ένας τον άλλον, παρά ν’ ακούω ανοησίες.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Μα ποιος μπορεί να μένει τυφλός απέναντι στα θαύματα του θείου μας Λυτρωτή;»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «’Όλοι όσοι στο πρόσωπό του δεν βλέπουν παρά μόνο τον πιο πρόστυχο από όλους τους απατεώνες και τον πιο άθλιο από όλους τους λαοπλάνους.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Ω ουρανοί! Πώς τον ακούτε και δεν ρίχνετε τους κεραυνούς σας!»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Όχι αγαπητέ, όλα βρίσκονται σε πλήρη ειρήνη γιατί ο θεός σου, θες από ανικανότητα, θες από την ανυπαρξία του μπροστά στην Λογική, απ’ ό,τι θες τελοσπάντων, ο θεός σου λοιπόν που εγώ δεν τον δέχομαι ούτε μία στιγμή παρά μόνον χάρη στο οίκτο που νοιώθω για σένα, ο θεός σου, λέω, αν υπήρχε όπως εσύ έχεις την τρέλλα να πιστεύεις, δεν μπορεί να μας πείσει ότι είναι τόσο αστείος όσο ο Χριστός σου.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Και οι τόσες προφητείες, τα τόσα θαύματα, οι τόσοι μάρτυρες, όλα αυτά δεν αποτελούν αποδείξεις;»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Πώς θέλεις με την απλή λογική να πάρω εγώ σαν δήθεν απόδειξη πράγματα που τα ίδια στερούνται λογικής; Για να γινόταν μία προφητεία απόδειξη, θα ’πρεπε πρώτα από όλα να είχα την ολοκληρωτική βεβαιότητα πως αυτή όντως υπήρξε.
Και βεβαίως ακόμα και εάν την είχα, γραμμένη προφανώς μέσα στις σελίδες της Ιστορίας, δεν θα είχε για εμένα περισσότερη αλήθεια από όλα τα υπόλοιπα ιστορικά γεγονότα, των οποίων τα τρία τέταρτα είναι αμφισβητήσιμα. Και εάν λάβουμε υπ’ όψη μας και τα διάφορα απλώς αληθοφανή γεγονότα που μας παρουσιάζουν σαν αληθινά οι μεροληπτικοί ιστορικοί, θα έχω, όπως καταλαβαίνεις, ακόμα ισχυρότερο δικαίωμα να αμφιβάλλω.
Ποιος θα με διαβεβαιώσει εξάλλου πως η τάδε προφητεία δεν γράφτηκε εκ των υστέρων… Και πώς μπορεί να δέχεται κανείς την κάθε μορφής απόδειξη των προφητειών, όταν αυτές από μόνες τους παρουσιάζονται σαν αποδείξεις;»
«Όσον αφορά τώρα τα θαύματα που επικαλείσαι, κατ’ αρχάς δεν μπορούν ούτε στο ελάχιστο να με πείσουν. όλοι οι απατεώνες έχουν κάνει θαύματα και όλοι οι ηλίθιοι τα έχουν πιστέψει. Για να με πείσεις για την αλήθεια ενός θαύματος, θα ’πρεπε να ήμουν πολύ σίγουρος πως το συμβάν που εσείς παρουσιάζετε σαν θαύμα ήταν απολύτως αντίθετο προς τους νόμους της Φύσης, γιατί μονάχα εκείνο που δεν έχει θέση στην Φύση δικαιούται να περάσει για θαύμα, και επίσης ποιος άραγε γνωρίζει την Φύση τόσο καλά ώστε να τολμήσει να βεβαιώσει ποιοι ακριβώς φυσικοί νόμοι αναστέλλονται ή ποιοι ακριβώς φυσικοί νόμοι παραβιάζονται; Για να διαπιστώσετε όμως εσείς ένα υποτιθέμενο θαύμα, σας αρκούν δύο μόνον παράγοντες, ένας θαυματοποιός και μερικές γυναικούλες.
Μην ψάχνεις λοιπόν άλλη πηγή για τα περίφημα θαύματά σου, όλοι οι νέοι ιδρυτές αιρέσεων έχουν κάνει τέτοια θαύματα και είναι θαυμαστό πραγματικά το ότι όλοι τους έχουν βρει λίγους ή πολλούς ηλίθιους που τους έχουν πιστέψει. Ο Χριστός σου δεν έχει τίποτε παραπάνω από τον Απολλώνιο τον Τυανέα, παρ’ όλο που κανείς σήμερα δεν διανοείται να πάρει εκείνον για θεό. Όσον αφορά δε τους πολυδιαφημισμένους μάρτυρές σου, αυτοί αποτελούν το πιο αδύναμο από όλα τα ούτως ή άλλως αδύναμα επιχειρήματά σου. Για να γίνει κανείς μάρτυρας δεν απαιτείται παρά μόνον ανόητος ενθουσιασμός και μανία για αντίσταση, άσε που προσωπικά θεωρώ ότι και οι δύο περιπτώσεις είναι αξιοθρήνητες.»
«Αγαπητέ μου, εάν αλήθευε πως όντως υπάρχει ο θεός που εσύ κηρύττεις, νομίζεις ότι θα χρειαζόταν θαύματα, μάρτυρες και προφητείες για στηρίξει την αυτοκρατορία του; Και εάν, όπως ισχυρίζεσαι, ήταν δικό του έργο η καρδιά του ανθρώπου, δεν θα βρισκόταν εκεί το άδυτο που θα είχε διαλέξει για την δόξα του; Δεν θα ανάβλυζε από εκεί ένας επιεικής νόμος, φτιαγμένος από έναν δίκαιο θεό, χαραγμένος μέσα σε όλες τις καρδιές με έναν τρόπο ακαταμάχητο και απαράλλαχτα ο ίδιος από το ένα άκρο του σύμπαντος μέχρι το άλλο; Δεν θα ήσαν όλοι οι άνθρωποι όμοιοι χάρη σε αυτό το λεπτό και ευαίσθητο όργανο, και δεν θα έμοιαζαν επίσης ο ένας στον άλλον χάρη στον κοινό σεβασμό που θα έδειχναν στον θεό από τον οποίο όλοι μηδενός εξαιρουμένου θα κατάγονταν; Δεν θα αγαπούσαν όλοι με τον ίδιον τρόπο, δεν θα τον λάτρευαν αυτόν τον θεό όλοι με τον ίδιον τρόπο, δεν θα τον υπηρετούσαν όλοι με τον ίδιον τρόπο και δεν θα ήταν παντελώς αδύνατον να τον περιφρονήσουν ή να αντισταθούν στο μυστικό κήρυγμα της λατρείας του; Κι όμως, αυτό που βλέπουμε μέσα στο σύμπαν είναι τόσοι θεοί όσα και κράτη, τόσοι τρόποι λατρείας όσα σχεδόν είναι τα κεφάλια ή έστω οι διαφοροποιήσεις της φαντασίας. Και έρχεσαι εσύ τώρα να ισχυριστείς ότι όλη αυτή η πολλαπλότητα των γνωμών, μέσα στην οποία εγώ αδυνατώ να διαλέξω με βεβαιότητα μόνον μία, είναι έργο του δικού σου, υποτίθεται δίκαιου, θεού;»
«Πρέπει να ντρέπεσαι, παπά. Παρουσιάζοντας έτσι τον θεό σου, στην πραγματικότητα ασεβείς προς αυτόν. Άφησέ με να τον αρνηθώ ολοκληρωτικά, γιατί εάν όντως υπάρχει, τότε εγώ ασεβώ με την άρνησή μου πολύ λιγότερο από όσο εσύ με την βλάσφημη αντίληψη που έχεις γι’ αυτόν. Σύνελθε παπά, ο Χριστός σου δεν αξίζει περισσότερο από τον Μωάμεθ, ο Μωάμεθ δεν αξίζει περισσότερο από τον Μωϋσή και οι τρεις τους δεν αξίζουν περισσότερο από τον Κομφούκιο, που τουλάχιστον διατύπωσε μερικές καλές αρχές, ενώ οι τρεις άλλοι απλώς παραλογίζονταν. Αλλά γενικά, στο σύνολό τους, όλοι οι ιδρυτές θρησκειών ήσαν αγύρτες, η διδασκαλία τους ήταν απάτη που απλώς την πίστεψε ο συρφετός, ενώ κανονικά η δικαιοσύνη θα ’πρεπε να τους θανατώσει.»
ΙΕΡΕΑΣ: «Αλίμονο! Η ανθρώπινη δικαιοσύνη συμπεριφέρθηκε πολύ σκληρά σε έναν από τους τέσσερις!»
ΕΤΟΙΜΟΘΑΝΑΤΟΣ: «Αυτός ήταν που το άξιζε περισσότερο! Ήταν κοινός στασιαστής, ταραχοποιός, συκοφάντης, απατεώνας, ανήθικος, θαυματοποιός και σε επικίνδυνο βαθμό αχρείος. Κατείχε την τέχνη να επιβάλλεται στον συρφετό και επομένως ήταν άξιος τιμωρίας στα πλαίσια ενός βασιλείου, όπως ήταν τότε η Ιερουσαλήμ. Ήταν πολύ λογικό να τον ξεκάνουν μετά από μία τέτοια συμπεριφορά και είναι ίσως η μόνη περίπτωση που οι πολύ πράες και ανθρωπιστικές αρχές μου μπορούν να αποδεχθούν την αυστηρότητα της Θέμιδος. Μπορώ να συγχωρέσω αρκετές λάθος συμπεριφορές, εκτός από εκείνες που μπορούν να διαλύσουν την ανθρώπινη κοινωνία…»
Ο Σαντ σε αυτό το φιλοσοφικό παιχνίδι, που γράφτηκε πιθανόν το 1782 –όταν ήταν φυλακισμένος στη Βαστίλλη– και εκδόθηκε μόλις το 1926, κραδαίνει τον αθεϊσμό του, όπως εύστοχαv παρατηρεί ο Jerome Verain, «σαν όπλο, τον εκθέτει σαν πέος».
Ο γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Μαρκήσιος ντε Σαντ (1740-1814) εδώ και μερικούς αιώνες αποτελεί την προσωποποίηση του κακού.
Κάθε σεμνότυφη και τρομαγμένη ψυχή διαρρηγνύει, ακόμα και σήμερα, τα ιμάτιά της για το έργο του ακόλαστου λιμπερτίνου, επειδή νιώθει ότι απειλεί τον κομφορμιστικό της μικρόκοσμο. Υπερβάλλουμε; Καθόλου, αν σκεφτείτε ότι η Φιλοσοφία στο Μπουντουάρ εκδόθηκε πρώτη φορά στα ελληνικά το 1979 από τις εκδόσεις Εξάντας και απαγορεύτηκε τάχιστα με δικαστική εντολή. Ανάλογη τύχη είχαν και οι 120 μέρες των Σοδόμων, που η έκδοσή τους, δυο χρόνια αργότερα από τον ίδιο οίκο, ήταν απαγορευμένη στη χώρα μας μέχρι και το 1991 (!).
Η λιλιπούτεια και καλαίσθητη έκδοση του βιβλίου Διάλογος ανάμεσα σε έναν ιερωμένο και έναν ετοιμοθάνατο του Μαρκήσιου ντε Σαντ από την Άγρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί από ορισμένους νεοσυντηρητικούς κύκλους και τους θρησκόληπτους περισσότερο επικίνδυνη από την περιγραφή και του πιο ακραίου πορνογραφικού συμπλέγματος.
Πρόκειται για ένα διάλογο που καταγράφει τη μάταιη προσπάθεια ενός ιερωμένου, μάλλον αδέξιου υπερασπιστή του καθολικού δόγματος, να σώσει την ψυχή ενός ετοιμοθάνατου με ακόλαστες ορέξεις και πάθη ισχυρότατα.
Ο συγγραφέας μέσα από τον στιλιζαρισμένο διάλογο των δυο προσώπων απογυμνώνει ξεδιάντροπα τις θρησκευτικές προκαταλήψεις, το φανατισμό και τη βία της εκκλησιαστικής εξουσίας. Όχι για υπερασπιστεί μέχρις εσχάτων τη «διεφθαρμένη» του φύση και το κύλισμα στις ηδονές, αλλά για να μιλήσει -επιβεβαιώνοντας τον Apollinaire, που τον αποκαλούσε «το πιο ελεύθερο πνεύμα που υπήρξε ποτέ»- με γενναιότητα για σοβαρά φιλοσοφικά ζητήματα, τα συστήματα ηθικής των θρησκειών, τις υλιστικές αντιλήψεις της εποχής του.
Στον κόσμο του Σαντ, κατά τον Jerome Verain, «οι πράξεις μας καθορίζονται από φυσικούς νόμους όπου η ηθική δεν έχει κανένα λόγο», ενώ ο ηδονοθήρας ετοιμοθάνατος του βιβλίου αποποιείται το Θεό συμπυκνώνοντας όλη την ανθρώπινη ηθική στην, φαινομενικά απλοϊκή, φράση «κάνε τους άλλους τόσο ευτυχείς όσο επιθυμείς να είσαι και μην τους κάνεις ποτέ περισσότερο κακό από εκείνο που θα ήθελες να σου κάνουν».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου