Οι παράγοντες κίνδυνου για να εμφανίσει ένα παιδί, ένας έφηβος ή μετέπειτα ένας ενήλικας μια διατροφική διαταραχή, είναι πολλοί. Ωστόσο, η οικογένεια είναι από τους σημαντικότερους.
Σίγουρα, μερικά από τα σχόλια που γίνονται στα παιδιά από το οικογενειακό περιβάλλον και αφορούν το σώμα και την διατροφή λέγονται στα πεταχτά ή είναι «αυτονόητες» φράσεις που κουβαλάμε εμείς οι ίδιοι από την παιδική μας ηλικία. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετες τοποθετήσεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα μπορεί να επηρεάσουν βαθιά τον τρόπο που ένα παιδί βλέπει τον εαυτό του, διαμορφώνοντας τη σχέση του με τη διατροφή, την εικόνα σώματος και την προσωπική του αξία με δυσλειτουργικό τρόπο.
Σε αυτό το ζήτημα όμως υπάρχει λύση. Αν καλλιεργήσουμε στα παιδιά τις σωστές λειτουργικές σκέψεις για το σώμα, την αυτοαξία και την διατροφή, ο κίνδυνος για την εμφάνιση κάποιας διατροφικής διαταραχής μειώνετε σημαντικά.
Τι δεν πρέπει να πεις σε ένα παιδι για το σώμα του και την διατροφή
Ένα από τα πιο συχνά λάθη είναι τα σχόλια για το βάρος και την εμφάνιση. Φράσεις όπως «μην τρως τόσο, θα παχύνεις» ή «έχεις παχύνει τελευταία» ενισχύουν την ιδέα ότι η αξία του ανθρώπου καθορίζεται από την εξωτερική του εικόνα. Ακόμα και επιφανειακά θετικά σχόλια, όπως «είσαι σαν μοντέλο», επικυρώνουν μια κουλτούρα στην οποία η εμφάνιση είναι το κύριο μέτρο αποδοχής.
Ένα παιδί που ακούει συχνά τέτοια σχόλια μπορεί να αρχίσει να εστιάζει υπερβολικά στο σώμα του, να νιώθει ενοχές όταν τρώει ή να αναπτύξει διαστρεβλωμένη εικόνα για το ποιο είναι και τι αξίζει.
Παράλληλα, η κατηγοριοποίηση των τροφών σε «καλές» και «κακές» δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ενοχών και υπερβολών. Όταν λέμε σε ένα παιδί ότι «η σοκολάτα είναι κακή» ή ότι «το γλυκό είναι βραβείο αν φας το φαγητό σου», το διδάσκουμε να βλέπει το φαγητό όχι ως πηγή ενέργειας και απόλαυσης, αλλά ως κάτι που πρέπει να κρυφτεί, να ελεγχθεί ή να κερδηθεί. Έτσι, πολλές φορές καταλήγει να αναπτύσσει ενοχικό ή παρορμητικό τρόπο κατανάλωσης συγκεκριμένων τροφών, χωρίς να καλλιεργεί σύνδεση με το αίσθημα της πείνας ή του κορεσμού.
Ακόμα, αρνητικές συνέπειες στα παιδιά έχει και η χρήση του φαγητού ως εργαλείο ελέγχου ή επιβράβευσης. Όταν συνδέουμε το φαγητό με κάποια συμπεριφορά λέγοντας, για παράδειγμα, «αν δεν φας, δεν έχει τηλεόραση» ή «αν είσαι καλός/ή, θα σου πάρω παγωτό» αποσυνδέουμε τη διατροφή από τις φυσικές ανάγκες του σώματος. Το παιδί μαθαίνει να τρώει όχι επειδή πεινά, αλλά για να ικανοποιήσει άλλες ανάγκες ή να πετύχει ανταμοιβή. Αυτό συχνά οδηγεί σε δυσκολία στο να ακούει και να εμπιστεύεται τα εσωτερικά του σήματα πείνας και κορεσμού.
Επίσης, ιδιαίτερα επιβλαβής είναι και η κακοποιητική ή ειρωνική γλώσσα σχετικά με το σώμα και τη διατροφή. Σχόλια όπως «άμα συνεχίσεις έτσι, δεν θα σε θέλει κανείς» ή «θα καταλήξεις χοντρός/ή σαν την τάδε» ενισχύουν την εσωτερική ντροπή και το αίσθημα απόρριψης. Το παιδί μπορεί να νιώθει ότι δεν αξίζει αγάπη ή αποδοχή αν δεν έχει συγκεκριμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, τέτοια λόγια αφήνουν σημάδια που ακολουθούν το άτομο και στην ενήλικη ζωή του.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τον αντίκτυπο που έχει η στάση των γονιών απέναντι στο δικό τους σώμα. Φράσεις όπως «πάχυνα, πρέπει να κάνω δίαιτα» ή «δεν μπορώ να φάω αυτό, θα παχύνω» δεν περνούν απαρατήρητες από τα παιδιά.
Αν ένα παιδί δει τους γονείς του να απορρίπτουν το σώμα τους ή να παλεύουν με ενοχές γύρω από το φαγητό, μαθαίνει ότι η αξία μας συνδέεται με το πώς δείχνουμε και όχι με τον εσωτερικό μας κόσμο.
Σαφώς, η εσωτερίκευση αυτών των προτύπων μπορεί να δημιουργήσει ένα πρότυπο σύγκρισης και απόρριψης του εαυτού αλλά και να αποτελέσει εκλυτικό παράγοντα κάποιας διατροφικής διαταραχής.
Ένα από τα πιο συχνά λάθη είναι τα σχόλια για το βάρος και την εμφάνιση. Φράσεις όπως «μην τρως τόσο, θα παχύνεις» ή «έχεις παχύνει τελευταία» ενισχύουν την ιδέα ότι η αξία του ανθρώπου καθορίζεται από την εξωτερική του εικόνα. Ακόμα και επιφανειακά θετικά σχόλια, όπως «είσαι σαν μοντέλο», επικυρώνουν μια κουλτούρα στην οποία η εμφάνιση είναι το κύριο μέτρο αποδοχής.
Ένα παιδί που ακούει συχνά τέτοια σχόλια μπορεί να αρχίσει να εστιάζει υπερβολικά στο σώμα του, να νιώθει ενοχές όταν τρώει ή να αναπτύξει διαστρεβλωμένη εικόνα για το ποιο είναι και τι αξίζει.
Παράλληλα, η κατηγοριοποίηση των τροφών σε «καλές» και «κακές» δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο ενοχών και υπερβολών. Όταν λέμε σε ένα παιδί ότι «η σοκολάτα είναι κακή» ή ότι «το γλυκό είναι βραβείο αν φας το φαγητό σου», το διδάσκουμε να βλέπει το φαγητό όχι ως πηγή ενέργειας και απόλαυσης, αλλά ως κάτι που πρέπει να κρυφτεί, να ελεγχθεί ή να κερδηθεί. Έτσι, πολλές φορές καταλήγει να αναπτύσσει ενοχικό ή παρορμητικό τρόπο κατανάλωσης συγκεκριμένων τροφών, χωρίς να καλλιεργεί σύνδεση με το αίσθημα της πείνας ή του κορεσμού.
Ακόμα, αρνητικές συνέπειες στα παιδιά έχει και η χρήση του φαγητού ως εργαλείο ελέγχου ή επιβράβευσης. Όταν συνδέουμε το φαγητό με κάποια συμπεριφορά λέγοντας, για παράδειγμα, «αν δεν φας, δεν έχει τηλεόραση» ή «αν είσαι καλός/ή, θα σου πάρω παγωτό» αποσυνδέουμε τη διατροφή από τις φυσικές ανάγκες του σώματος. Το παιδί μαθαίνει να τρώει όχι επειδή πεινά, αλλά για να ικανοποιήσει άλλες ανάγκες ή να πετύχει ανταμοιβή. Αυτό συχνά οδηγεί σε δυσκολία στο να ακούει και να εμπιστεύεται τα εσωτερικά του σήματα πείνας και κορεσμού.
Επίσης, ιδιαίτερα επιβλαβής είναι και η κακοποιητική ή ειρωνική γλώσσα σχετικά με το σώμα και τη διατροφή. Σχόλια όπως «άμα συνεχίσεις έτσι, δεν θα σε θέλει κανείς» ή «θα καταλήξεις χοντρός/ή σαν την τάδε» ενισχύουν την εσωτερική ντροπή και το αίσθημα απόρριψης. Το παιδί μπορεί να νιώθει ότι δεν αξίζει αγάπη ή αποδοχή αν δεν έχει συγκεκριμένα εξωτερικά χαρακτηριστικά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις, τέτοια λόγια αφήνουν σημάδια που ακολουθούν το άτομο και στην ενήλικη ζωή του.
Τέλος, είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τον αντίκτυπο που έχει η στάση των γονιών απέναντι στο δικό τους σώμα. Φράσεις όπως «πάχυνα, πρέπει να κάνω δίαιτα» ή «δεν μπορώ να φάω αυτό, θα παχύνω» δεν περνούν απαρατήρητες από τα παιδιά.
Αν ένα παιδί δει τους γονείς του να απορρίπτουν το σώμα τους ή να παλεύουν με ενοχές γύρω από το φαγητό, μαθαίνει ότι η αξία μας συνδέεται με το πώς δείχνουμε και όχι με τον εσωτερικό μας κόσμο.
Σαφώς, η εσωτερίκευση αυτών των προτύπων μπορεί να δημιουργήσει ένα πρότυπο σύγκρισης και απόρριψης του εαυτού αλλά και να αποτελέσει εκλυτικό παράγοντα κάποιας διατροφικής διαταραχής.
Τι να πεις σε ένα παιδί για το σώμα του και την διατροφή:
Αντί αυτών των στάσεων, μπορούμε να καλλιεργήσουμε πιο υγιείς και ωφέλιμες πεποιθήσεις στα παιδιά. Είναι σημαντικό να ενισχύουμε το παιδί μέσα από φράσεις που τονίζουν τη λειτουργικότητα και τη μοναδικότητα του σώματος, όπως «είσαι γεμάτος/η ενέργεια σήμερα» ή «μου αρέσει που τρέχεις και παίζεις». Όταν μιλάμε για το φαγητό, μπορούμε να λέμε πως όλα τα φαγητά έχουν τη θέση τους στη ζωή μας, πως κάποια μας δίνουν ενέργεια, άλλα απόλαυση, και ότι όλα είναι μέρος μιας ισορροπημένης διατροφής.
Ακόμα, είναι σημαντικό να αφήνουμε χώρο στο παιδί να συνδεθεί με τα σήματα του σώματός του.
Αντί να πιέζουμε να τελειώσει το πιάτο του, μπορούμε να ρωτήσουμε: «Είσαι χορτάτος/η ή ακόμα πεινάς;» ή «Πώς ένιωσες αφού έφαγες;». Το μήνυμα είναι ότι εμπιστευόμαστε τη σοφία του σώματος και ενθαρρύνουμε το παιδί να την ακούει.
Πάνω απ' όλα αυτά, ίσως και το σημαντικότερο να είναι ότι χρειάζεται να μιλάμε με σεβασμό για το δικό μας σώμα και να το φροντίζουμε μέσα από τις επιλογές μας, χωρίς ενοχές ή εμμονές, διδάσκοντας στο παιδί μας με αυτόν τον τρόπο ότι η σχέση με τη διατροφή και την εικόνα εαυτού μπορεί να είναι τρυφερή, λειτουργική και γεμάτη αποδοχή.
Έτσι, το παιδί μας μπορεί να μάθει ότι το κάθε σώμα είναι μοναδικό και όλα αξίζουν φροντίδα, σεβασμό και αγάπη ακριβώς όπως είναι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου