Η ΕΛΞΗ ΤΟΥ ΑΝΑΦΟΡΙΚΟΥ
§12.6. Η έλξη του αναφορικού παρουσιάζεται υπό δύο μορφές: ως προς την πτώση και ως προς τη θέση. Η έλξη του αναφορικού ως προς την πτώση εμφανίζεται με τη σειρά της επίσης σε δύο μορφές, αφενός σε μια "κανονική", που είναι η κύρια και η συχνότερη, και σε μια "αντίστροφη", που είναι σπανιότερη.
§12.7. Το φαινόμενο της κανονικής "έλξης του αναφορικού" ως προς την πτώση πρωτοπαρουσιάζεται ήδη στον Όμηρο, και μάλιστα σε δύο τύπους:
• Ο πρώτος περιλαμβάνει αναφορικές προτάσεις που εισάγονται με το οἷος και δεν έχουν ρήμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αναφορική αντωνυμία δεν εκφέρεται στον τύπο που απαιτεί η "εσωτερική" σύνταξη της εξαρτημένης αναφορικής πρότασης, αλλά στην πτώση της λέξης της κύριας πρότασης, στην οποία αναφέρεται και την οποία προσδιορίζει, π.χ.:
ΟΜ Ιλ 1.262-263 οὐ γάρ πω τοίους ἴδον ἀνέρας οὐδὲ ἴδωμαι, οἷον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε || γιατί ποτέ μέχρι τώρα δεν είδα τέτοιους άνδρες ούτε πρόκειται να δω, όπως τον Πειρίθοο και τον Δρύαντα.
Εδώ το οἷος"έλκεται" ως προς την πτώση από το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται (ἀνέρας) και εξομοιώνεται προς αυτό, έτσι ώστε αντί οἷος Πειρίθοός τε Δρύας τε ἦσαν εμφανίζεται το οἷον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε. Η εξομοίωση οφείλεται εδώ στην απουσία του ρήματος, το οποίο αν υπήρχε θα προέβαλε, κατά κάποιον τρόπο, αντίσταση στην "έλξη" εκ μέρους του ἀνέρας. Το ρήμα όμως λείπει, και αντί των ονομαστικών οἷος Πειρίθοός τε Δρύας τε που δεν υποστηρίζονται από κανένα ρήμα χρησιμοποιείται, υπό την πίεση του ἀνέρας, η αιτιατική.
• Ο δεύτερος τύπος της έλξης του αναφορικού στον Όμηρο είναι ο κύριος και ο πιο συχνός στην μεθομηρική ΑΕ:
ΟΜ Ιλ 5.265-268 τῆς […] γενεῆς, ἧς Τρωΐ περ εὐρύοπα Ζεὺς δῶχ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος, […] τῆς γενεῆς ἔκλεψεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγχίσης απ' τη γενιά κρατούν, την οποία χάρισε ο Δίας που βλέπει μακριά στον Τρώα, αντάλλαγμα για τον γιο του Γανυμήδη, απ' αυτή τη γενιά τα έκλεψε ο αρχηγός των ανδρών Αγχίσης.
Στο χωρίο αυτό, που θεωρείται το αρχαιότερο ―και το μόνο ομηρικό― παράδειγμα έλξης του αναφορικού στην ΑΕ, η εξαρτημένη αναφορική πρόταση εκφέρεται σε γενική, επειδή περιβάλλεται από τη διπλή γενική γενεῆς, στην οποίαν και αναφέρεται το ἧς.
§12.8. Δύο κυρίως είναι οι συνθήκες, οι οποίες πρέπει να πληρούνται για να εμφανιστεί το υπό συζήτηση φαινόμενο:
• Σε έλξη υπόκειται, πρώτον, συνήθως εκείνη η αναφορική αντωνυμία που υπό κανονικές συνθήκες θα εκφερόταν σε αιτιατική. Η πτώση αυτή παρουσιάζεται ως η πιο ευάλωτη στην έλξη επειδή είναι, σε σύγκριση με τις άλλες, η πιο γενική ως προς τη σημασία της και εκφράζει την πιο αόριστη σχέση. Με την έλξη η αιτιατική μετατρέπεται σε μια από τις πλάγιες πτώσεις, δηλαδή σε γενική ή δοτική, ποτέ όμως σε ονομαστική.
• Για να συμβεί η έλξη πρέπει, δεύτερον, η κύρια πρόταση να απαιτεί ως συμπλήρωμά της την εξαρτημένη αναφορική πρόταση, η σχέση μεταξύ των δύο να είναι δηλαδή πολύ στενή και εσωτερική, έτσι ώστε να τείνουν να σχηματίσουν μία ενιαία έννοια∙ κατά κανόνα η εξαρτημένη αναφορική πρόταση που υπόκειται σε έλξη έχει τον χαρακτήρα επιθετικού προσδιορισμού, ο οποίος "ενσωματώνεται", κατά κάποιον τρόπο, στην έννοια του ουσιαστικού που προσδιορίζει.
Παραδείγματα:
ΗΡΟΔ 1.29 Σόλων […] Ἀθηναίοισι νόμους κελεύσασι ποιήσας ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα, κατὰ θεωρίης πρόφασιν ἐκπλώσας, ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ λῦσαι τῶν ἔθετο [= τῶν νόμων τῶν τεθειμένων] || ο Σόλων μετά τους νόμους που έβαλε στους Αθηναίους, επειδή του το είχαν ζητήσει, αποδήμησε για δέκα χρόνια, με την πρόθεση να γνωρίσει τον κόσμο, και γιατί ήθελε βέβαια να μην αναγκαστεί να ακυρώσει κάποιον από τους νόμους που έβαλε.
ΘΟΥΚ 7.21.1 ἐν δὲ τῇ Σικελίᾳ ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τούτου τοῦ ἦρος καὶ ὁ Γύλιππος ἧκεν ἐς τὰς Συρακούσας, ἄγων ἀπὸ τῶν πόλεων ὧν ἔπεισε [= τῶν πεισθεισῶν] στρατιὰν ὅσην ἑκασταχόθεν πλείστην ἐδύνατο || στην Σικελία κατά την ίδια περίπου περίοδο εκείνης της άνοιξης επέστρεψε και ο Γύλιππος στις Συρακούσες, φέρνοντας μαζί του από τις πόλεις που κατάφερε να πείσει όσους στρατιώτες μπορούσε να συγκεντρώσει από την κάθε μια.
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.7.3 ὅπως οὖν ἔσεσθε ἄνδρες ἄξιοι τῆς ἐλευθερίας ἧς κέκτησθε [= τῆς κεκτημένης ἐλευθερίας] || κοιτάξτε να φανείτε άξιοι της ελευθερίας που έχετε κτήμα σας.
ΠΛ Φαιδ 70a εἴπερ [ἡ ψυχὴ] εἴη […] ἀπηλλαγμένη τούτων τῶν κακῶν ὧν σὺ νυνδὴ διῆλθες πολλὴ ἂν ἐλπὶς εἴη καὶ καλή, ὦ Σώκρατες, ὡς ἀληθῆ ἔστιν ἃ σὺ λέγεις || αν βέβαια η ψυχή υπάρχει απαλλαγμένη από αυτά τα κακά που περιέγραψες προηγουμένως, τότε θα υπήρχαν πολλές και ωραίες ελπίδες, Σωκράτη, ότι όσα λες είναι αληθινά.
ΙΣΟΚΡ 4.113 αὐτοὶ πλείους ἐν τρισὶ μησὶν ἀκρίτους ἀποκτείναντες ὧν ἡ πόλις ἐπὶ τῆς ἀρχῆς ἁπάσης ἔκρινεν || αυτοί που σε διάστημα τριών μηνών σκότωσαν χωρίς δίκη περισσότερους από όσους δίκασε η πολιτεία μας σε όλο το διάστημα που ασκούσε την εξουσία.
ΔΗΜ 37.2 ὑπόλοιπόν ἐστι παρ' ὑμῖν, ὦ ἄνδρες δικασταί, ἐπιδείξανθ' ὡς οὐδ' ὁτιοῦν ἀδικῶ, καὶ μάρτυρας ὧν ἂν λέγω παρασχόμενον, πειρᾶσθαι σῴζειν ἐμαυτόν || δεν μένει τίποτα άλλο, δικαστές, παρά να αποδείξω σε σας ότι δεν έχω διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα, να φέρω μάρτυρες για όσα υποστηρίζω, και να προσπαθήσω να σώσω τον εαυτό μου.
§12.9. Σπανιότερα είναι τα παραδείγματα με έλξη, στα οποία η σχέση της αναφορικής αντωνυμίας με τον όρο που προσδιορίζει δεν εμφανίζεται τόσο στενή. Το παράδειγμα που ακολουθεί είναι αξιοσημείωτο και επειδή πρόκειται για έλξη του εκφερόμενου σε αιτιατική υποκείμενου του απαρεμφάτου (ενώ συνήθως έλκεται το αντικείμενο του ρήματος της αναφορικής πρότασης):
ΛΥΣ 12.27 τίνα γὰρ εἰκὸς ἦν ἧττον ταῦτα ὑπηρετῆσαι ἢ τὸν ἀντειπόντα οἷς ἐκεῖνοι ἐβούλοντο πραχθῆναι; [αντί: τούτοις, ἃ ἐβούλοντο πραχθῆναι] ποιος ήταν λιγότερο πιθανό να εκτελέσει τις εντολές παρά εκείνος που πρόβαλε αντιρρήσεις σε εκείνα τα οποία σχεδίαζαν να κάνουν οι Τριάντα;
§12.10. Έλξη του αναφορικού εμφανίζεται και σε ελλειπτικές προτάσεις:
ΣΟΦ Φιλ 1227 ἔπραξας ἔργον ποῖον ὧν οὔ σοι πρέπον; [αντί: τούτων, ἃ οὒ σοι πρᾶξαι πρέπον ή: ἐκείνων ἃ πρᾶξαι οὐκ ἦν σοι πρέπον] || ποια πράξη έκανες που δεν σου ταίριαζε να κάνεις;
ΞΕΝ Απομν 4.1.4 τῶν ἀνθρώπων τοὺς […] ἐξεργαστικωτάτους ὧν ἂν ἐπιχειρῶσι, παιδευθέντας μὲν καὶ μαθόντας, ἃ δεῖ πράττειν, ἀρίστους καὶ ὠφελιμοτάτους γίγνεσθαι [αντί: τούτων, ἃ ἂν ἐξεργάζεσθαι ἐγχειρῶσι] || εκείνοι από τους ανθρώπους που είναι οι πιο ικανοί να πραγματοποιούν εκείνα με τα οποία ενδεχομένως θα καταπιάνονταν, αν εκπαιδευθούν και μάθουν όσα πρέπει να πράττουν θα γίνουν οι πιο καλοί και οι πιο χρήσιμοι.
ΞΕΝ Π.ιππ 1.2 ὥσπερ οἰκίας οὐδὲν ὄφελος ἂν εἴη, εἰ τὰ ἄνω πάνυ καλὰ ἔχοι μὴ ὑποκειμένων οἵων δεῖ θεμελίων [αντί: οἷα δεῖ ὑποκεῖσθαι] όπως ακριβώς ένα σπίτι θα ήταν ανώφελο, αν το πάνω μέρος φαινόταν καλό ενώ τα θεμέλια δεν στηρίζονταν όπως πρέπει [και εδώ, όπως στο προηγούμενο παράδειγμα από τον Λυσία, υπάρχει έλξη του υποκειμένου του απαρεμφάτου].
§12.11. Έλξη συμβαίνει ακόμη και όταν στην κύρια πρόταση υπάρχει, αντί ουσιαστικού, μια δεικτική αντωνυμία, η οποία, ωστόσο, όταν δεν δηλώνει έμφαση αποσιωπάται:
ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.45 ἐπαινῶ σε ἐφ' οἷς λέγεις τε καὶ πράττεις [αντί: ἐπὶ τούτοις, ἃ λέγεις] || σε επαινώ γι' αυτά που λές και πράττεις.
ΠΛ Απολ 22c οὗτοι [οἱ χρησμῳδοὶ] λέγουσι μὲν πολλὰ καὶ καλὰ, ἴσασιν δὲ οὐδὲν ὧν λέγουσι [αντί: οὐδὲν τούτων, ἃ λέγουσιν] || αυτοί λένε πολλά και ωραία πράγματα, δεν καταλαβαίνουν όμως τίποτα από όσα λένε.
§12.12. Αρκετές φορές εμφανίζεται η έλξη και σε αντωνυμίες που συνοδεύονται από πρόθεση, η οποία επαναλαμβάνεται στην εξαρτημένη πρόταση:
ΘΟΥΚ 3.64.2 καὶ νῦν ἀξιοῦτε, ἀφ' ὧν δι' ἑτέρους ἐγένεσθε ἀγαθοί, ἀπὸ τούτων ὠφελεῖσθαι || και τώρα έχετε την απαίτηση να επωφεληθείτε από εκείνα τα κατορθώματα τα οποία κάνατε για χάρη των γειτόνων σας.
ΔΗΜ 8.23 οἱ γὰρ ἤδη τοσαύτην ἐξουσίαν τοῖς αἰτιᾶσθαι καὶ διαβάλλειν βουλομένοις διδόντες, ὥστε καὶ περὶ ὧν φασι μέλλειν αὐτὸν ποιεῖν, καὶ περὶ τούτων προκατηγορούντων ἀκροᾶσθαι, ―τί ἄν τις λέγοι; [αντί: ἃ ἄν φασι κ.λπ.] || γιατί όταν δίνετε τόση κιόλας εξουσία σε όσους θέλουν να κατηγορούν και να διαβάλλουν, ώστε να τους ακούτε και γι' αυτά που λενε ότι σχεδιάζει ο Διοπείθης να κάνει και γι' αυτά ακόμη, προκαταβολικά, να τον καταγγέλλουν, ― τι να πει κανείς;
Σε αρκετές περιπτώσεις, μολονότι η εξαρτημένη αναφορική πρόταση ισοδυναμεί με έναν επιθετικό προσδιορισμό, βρίσκεται δηλαδή σε στενή σχέση με τη λέξη στην οποία αποδίδεται, δεν υπάρχει έλξη, π.χ.:
ΕΥΡ Ορ 1078-1079 γάμων δὲ τῆς μὲν δυσπότμου τῆσδ' ἐσφάλης, ἥν σοι κατηγγύησ' ἑταιρίαν σέβων || δεν κατάφερες να παντρευτείς τη δύστυχη την αδελφή μου, που στην υποσχέθηκα εκτιμώντας τη φιλία σου.
ΘΟΥΚ 2.70.4 καὶ τὸ δεύτερο ἔτος ἐτελεύτα τῷ πολέμῳ τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν || και έκλεισε ο δεύτερος χρόνος του πολέμου αυτού που τον εξιστορεί ο Θουκυδίδης.
ΞΕΝ ΚΑναβ 4.7.17 ὥστε μηδὲν λαμβάνει αὐτόθεν τοὺς Ἑλληνας, ἀλλὰ διετράφησαν τοῖς κτήνεσιν ἃ ἐκ τῶν Ταόχων ἔλαβον || έτσι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα από αυτή τη χώρα, αλλά τρέφονταν από τα ζώα που είχαν αρπάξει από τη χώρα των Ταόχων.
ΠΛ Φαιδρ 262c βούλει οὖν, ἐν τῷ Λυσίου λόγῳ, ὃν φέρεις, καὶ ἐν οἷς ἡμεῖς εἴπομεν ἰδεῖν τι ὧν φαμὲν ἄτεχνόν τε καὶ ἔντεχνον εἶναι; || θέλεις λοιπόν να δούμε στο λόγο του Λυσία που κρατάς και σε αυτόν που εκφώνησα εγώ τί από όσα είπαμε είναι καμωμένο με τέχνη και τί χωρίς τέχνη;
ΙΣΟΚΡ 6.89 πολὺ γὰρ κρεῖττον ἐν ταῖς δόξαις αἷς ἔχομεν τελευτῆσαι τὸν βίον μᾶλλον ἢ ζῆν ἐν ταῖς ἀτιμίαις, ἃς ληψόμεθα ποιήσαντες ἃ προστάττουσιν ἡμῖν || διότι είναι προτιμότερο να τελειώσει η ζωή μας με τη δόξα που έχουμε παρά να ζούμε μέσα στην περιφρόνηση που θα μας βαραίνει αν εκτελέσουμε αυτά που μας διατάζουν.
§12.13. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις έλξη υφίστανται και η ονομαστική και η γενική της αναφορικής αντωνυμίας:
ΘΟΥΚ 7.67.3 ἐν ὀλίγῳ γὰρ πολλαὶ [νῆες] ἀργότεραι μὲν ἐς τὸ δρᾶν τι ὧν βούλονται ἔσονται, ῥᾷσται δὲ ἐς τὸ βλάπτεσθαι ἀφ' ὧν ἡμῖν παρεσκεύασται [αντί: τούτων, ἃ ἡμῖν κ.λπ.] || γιατί τα πολλά πλοία στον μικρό χώρο θα είναι πιο αργοκίνητα για τους ελιγμούς που θέλουν, και πιο εύκολα να προσβληθούν με τα μέσα που έχουμε ετοιμάσει.
ΠΛ Πρωτ 361e περὶ σοῦ πρὸς πολλοὺς δὴ εἴρηκα ὅτι ὧν ἐντυγχάνω πολὺ μάλιστα ἄγαμαι σέ [αντί: τούτων οἷς ἐντυγχάνω] || το έχω πει ήδη σε πολλούς ότι σε θαυμάζω πολύ περισσότερο από όλους όσους συναντώ.
ΑΙΣΧΙΝ 2.117 παρ' ὧν βοηθεῖς οὐκ ἀπολήψῃ χάριν [αντί: παρὰ τούτων, οἷς] από αυτούς που βοηθάς δεν πρόκειται να δεχτείς ευγνωμοσύνη.
§12.14. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις το φαινόμενο της έλξης παρουσιάζεται, εκτός από τους πτωτικούς τύπους των αναφορικών αντωνυμιών, και σε εκείνα τα αναφορικά επιρρήματα που συγγενεύουν ως προς τη σημασία τους με τις πτώσεις:
ΣΟΦ Τρ 701-702 ἐκδὲ γῆς ὅθεν προύκειτ' ἀναζέουσι θρομβώδεις ἀφροί [αντί: οὗ ή ὅπου] || από τη γη όπου κείτονταν, αναδύονται θρόμβοι αφρού.
Το ὅθεν (= "από όπου") χρησιμοποιείται εδώ επειδή έλκεται από το ἐκ γῆς και την κατεύθυνση της κίνησης που προδιαγράφει αυτή η έκφραση. Πρβ. επίσης:
ΘΟΥΚ 1.89.3 Ἀθηναίων δὲ τὸ κοινὸν, ἐπειδὴ αὐτοῖς οἱ βάρβαροι ἐκ τῆς χώρας ἀπῆλθον, διεκομίζοντο εὐθὺς [ενν.: ἐντεῦθεν] ὅθεν ὑπεξέθεντο παῖδας καὶ γυναῖκας καὶ τὴν περιοῦσαν κατασκευήν [αντί: οἷ ὑπεξέθεντο κ.λπ.] || ο λαός της Αθήνας, αμέσως μόλις έφυγαν οι βάρβαροι από τη χώρα τους, μετέφεραν από τα μέρη όπου τα είχαν στείλει τα παιδιά και τις γυναίκες τους καθώς και όλα τα πράγματα που είχαν περισώσει.
ΠΛ Πολιτ 263c τὸ τῆς ἀποπλανήσεως ὁπόθεν ἡμᾶς δεῦρ' ἤγαγεν. οἶμαι μὲν γὰρ μάλιστα, ὅθεν ἐρωτηθεὶς σὺ τὴν ἀγελαιοτροφίαν ὅπῃ διαιρετέον εἶπες […] δύ' εἶναι ζῴων γένη [αντί: ἐκεῖθεν, οὗ … εἶπες] || από πού μας οδήγησε η παρέκβαση σε αυτό το σημείο∙ νομίζω πως βρισκόμασταν εκεί, όπου εσύ όταν ρωτήθηκες πως πρέπει να διαιρέσουμε την αγελαδοτροφία, είπες ότι δύο είναι τα γένη των έμβιων όντων.
§12.15. Σε μιαν ιδιότυπη έλξη υπόκειται η αναφορική αντωνυμία οἷος (καθώς και οι ὅσος, ἡλίκος, ὁποιοστισοῦν, ὁπόσος, δή, ὅστις, ὅστις δή, ὁστισοῦν, ὁποιοσοῦν, ὁπότερος, ὁποτεροσοῦν). Η έλξη αυτή παρουσιάζεται όταν στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση αποσιωπάται το ρήμα, καθώς τότε τα προαναφερθέντα αναφορικά παρατίθενται δίπλα στο υποκείμενο της πρότασης και εκφέρονται στην πτώση του ουσιαστικού που προσδιορίζουν. π.χ.:
ΘΟΥΚ 7.21.3 καὶ πρὸς ἄνδρας τολμηρούς, οἵους καὶ Ἀθηναίους, τοὺς ἀντιτολμῶντας χαλεπωτάτους ἂν [αὐτοῖς] φαίνεσθαι [αντί: οἷοι Ἀθηναῖοι εἰσιν] || και σε άντρες τολμηρούς, όπως είναι οι Αθηναίοι, όσοι τολμούσαν να αντιπαραταχθούν θα τους φαίνονταν πολύ επίφοβοι.
ΞΕΝ Απομν 2.9.3 οὐχ ὁρᾷς ὅτι πολλῷ ἥδιόν ἐστι χαριζόμενον οἵῳ σοὶ ἀνδρὶ ἢ ἀπεχθόμενον ὠφελεῖσθαι; [αντί: τοιούτῳ ἀνδρὶ, οἷος σὺ εἶ] δεν βλέπεις ότι είναι πολύπιο ευχάριστο να ωφελείσαι ευεργετώντας έναν άντρα σαν εσένα παρά να του είσαι απεχθής;
ΠΛ Συμπ 220b καί ποτε ὄντος πάγου οἵου δεινοτάτου [αντί: τοιούτου, οἷός ἐστι δεινότατος] || ιδίως κάποτε που είχε πολύ διαπεραστική παγωνιά.
Οι περιπτώσεις όπου δεν συμβαίνει αυτή η έλξη και η πρόταση εμφανίζεται πλήρης είναι σπάνιες, π. χ:
ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.1.45 εὖ οἶδ' ὅτι ἄσμενος ἂν πρὸς ἄνδρα οἷος σὺ εἶ ἀπαλλαγείη || ξέρω καλά ότι με ευχαρίστηση θα τον εγκαταλείψει και θα έρθει σε έναν άνδρα σαν εσένα.
§12.16. Στην πρώτη και κύρια, στην "κανονική" δηλαδή μορφή έλξης, όπως αναπτύχθηκε προηγουμένως, η αναφορική αντωνυμία εξομοιώνεται ως προς την πτώση προς τη λέξη που προσδιορίζει. Κατά τη λεγόμενη "αντίστροφη έλξη" συμβαίνει, όπως υποδηλώνει και το όνομά της, το αντίθετο: η λέξη που προσδιορίζεται από αυτήν εξομοιώνεται ως προς την πτώση προς την αναφορική αντωνυμία.
§12.17. Η δεύτερη αυτή μορφή έλξης δεν είναι τόσο συχνή όσο η πρώτη και όρος για να συμβεί είναι το εξής: Η αναφορική πρόταση ακολουθεί ύστερα από την εκφορά ενός μόνο τμήματος της ανολοκλήρωτης ακόμη κύριας πρότασης, από το οποίο δεν προδιαγράφονται τα συντακτικά συμφραζόμενα στα οποία πρόκειται να ενσωματωθεί. Η προσωρινή αυτή συντακτική απροσδιοριστία του τμήματος εκείνου της κύριας πρότασης, το οποίο προηγείται της παρεμβαλλόμενης εξαρτημένης αναφορικής πρότασης, προκαλεί την εξομοίωση του όρου της κύριας πρότασης προς την αναφορική αντωνυμία.
Η αντίστροφη έλξη εμφανίζεται συνήθως στις περιπτώσεις εκείνες, κατά τις οποίες το ουσιαστικό της κύριας πρότασης που έλκεται από το αναφορικό θα εκφερόταν, αν δεν υπήρχε έλξη, σε ονομαστική ή αιτιατική. Και αυτή η μορφή έλξης παρουσιάζεται ήδη στον Όμηρο:
ΟΜ Ιλ 14.75-75 νῆες ὅσαι πρῶται εἰρύαται ἄγχι θαλάσσης, ἕλκωμεν [αντί: νῆας] τα πλοία, όσα ανασύρθηκαν πρώτα στη στεριά δίπλα στη θάλασσα, να τα σύρουμε στο νερό.
ΣΟΦ ΟΤ 449-451 τὸν ἄνδρα τοῦτον, ὃν πάλαι ζητεῖς ἀπειλῶν κἀνακηρύσσων φόνον τὸν Λαΐειον, οὗτός ἐστιν ἐνθάδε [αντί: ὁ ἀνήρ] || αυτός ο άνθρωπος που τον αναζητάς από καιρό και τον απειλείς διαλαλώντας τον φόνο του Λαΐου ― αυτός λοιπόν είναι εδώ.
ΗΡΟΔ 2.106 τὰς δὲ στήλας τὰς ἵστα κατὰ τὰς χώρας ὁ Αἰγύπτου βασιλεὺς Σέσωστρις, αἱ πλεῦνες οὐκέτι φαίνονται περιεοῦσαι [αντί: αἱ στῆλαι] || όσο για τις στήλες που έστηνε ο βασιλιάς της Αιγύπτου Σέσωστρις στους διάφορους τόπους, οι πιο πολλές δεν φαίνεται να σώζονται πια.
ΞΕΝ ΚΑναβ 3.1.6 ἀνεῖλεν αὐτῷ ὁ Ἀπόλλων θεοῖς οἷς ἔδει θύειν [αντί: θεούς] || του χρησμοδότησε ο Απόλλων σε ποιους θεούς έπρεπε να προσφέρει θυσίες.
ΞΕΝ ΚΑναβ 5.5.19 Κοτυωρίτας δέ, οὓς ὑμετέρους φατὲ εἶναι, εἴ τι αὐτῶν εἰλήφαμεν, αὐτοὶ αἴτιοί εἰσιν [αντί: Κοτυωρῖται] || όσο για τους Κοτυωρίτες, για τους οποίους λέτε ότι είναι υπήκοοί σας, αν πήραμε κάτι από αυτούς, φταίνε οι ίδιοι.
ΙΣΟΚΡ 6.48 πολιτείαν οἵαν εἶναι χρή, παρὰ μόνοις ἡμῖν ἐστιν [αντί: πολιτεία] πολίτευμα τέτοιο, όπως πρέπει να έχουν οι άνθρωποι, υπάρχει μόνο σε εμάς.
§12.18. Πολύ συνηθισμένη είναι η αντίστροφη έλξη στην περίπτωση του οὐδεὶς ὅστις (σπάνια ὅς) οὔ όταν παραλείπεται το ἐστί:
ΠΛ Μεν 70c αὐτὸς παρέχων αὑτὸν ἐρωτᾶν τῶν Ἑλλήνων τῷ βουλομένῳ ὅτι ἄν τις βούληται, καὶ οὐδενὶ ὅτῳ οὐκ ἀποκρινόμενος || έθετε ο ίδιος τον εαυτό του στη διάθεση κάθε Έλληνα που το επιθυμούσε να τον ρωτήσουν ό,τι ήθελαν, και δεν υπήρχε κανένας στον οποίον να μην απαντούσε.
ΠΛ Πρωτ 317c οὐδενὸς ὅτου οὐ πάντων ἂν ὑμῶν καθ' ἡλικίαν πατὴρ εἴην δεν υπάρχει κανένας ανάμεσά σας, του οποίου δεν θα μπορούσα να ήμουν πατέρας.
ΔΗΜ 18.200 εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτο ἀκονιτί, περὶ ὧν οὐδένα κίνδυνον ὅντιν' οὐχ ὑπέμειναν οἱ πρόγονοι, τις οὐχὶ κατέπτυσεν ἂν σοῦ; || γιατί αν τα εγκατάλειπε χωρίς αγώνα αυτά, για τα οποία δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος που να μην τον υπέμειναν οι πρόγονοι, ποιος δεν θα σε έφτυνε κατάμουτρα;
Εδώ ανήκουν και οι φράσεις θαυμαστὸς ὅσος, θαυμαστοῦ ὅσου, θαυμασίως ὡς κ.λπ. αντί του θαυμαστόν ἔστιν, ὅσος, ὅσου, θαυμάσιόν ἐστιν, ὡς κ.λπ.:
ΠΛ Πολ 350c-d ὁ Θρασύμαχος ὡμολόγησε πάντα ταῦτα[…] οὐχ ῥᾳδίως, ἀλλ' ἑλκόμενος καὶ μόγις, μετὰ ἱδρῶτος θαυμαστοῦ ὅσου, ἅτε και θέρους ὄντος [αντί: θαυμαστόν ἐστι, μεθ' ὅσου] || ο Θρασύμαχος τα ομολόγησε όλα αυτά όχι έτσι εύκολα, αλλά με δυσκολία και συρόμενος, χύνοντας ποτάμι τον ιδρώτα, γιατί είναι και καλοκαίρι.
ΠΛ Πολ 331a εὖ οὖν λέγει θαυμαστῶς ὡς σφόδρα [αντί: θαυμαστόν ἐστι, ὡς] καλά τα λέει, με πολύ αξιοθαύμαστο τρόπο.
ΠΛ Συμπ 220b εἴ τις ἐξίοι, ἠμφιεσμένων τε θαυμαστὰ δὴ ὅσα [αντί: θαυμαστὸν ἦν, ὅσα ἠμφιεσμένοι ἐξῇσαν] || αν έβγαινε κανείς έξω, φορούσαν όλοι περίεργα χοντρά [ή: ένα σωρό πρόσθετα] ρούχα.
ΠΛ Γοργ 471a [Ἀρχέλαος] θαυμασίως ὡς ἄθλιος γέγονεν [αντί: θαυμάσιόν ἐστι, ὡς ἄθλιος γέγονε] || έγινε με πολύ παράξενο τρόπο δυστυχισμένος.
§12.19. Σε μεμονωμένες περιπτώσεις η αντίστροφη έλξη εμφανίζεται και σε συνάρτηση με τοπικά επιρρήματα, π.χ.:
ΣΟΦ ΟΚ 1224-1227 μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον∙ τὸ δ' ἐπεὶ φανῇ, βῆναι κεῖσ' ὁπόθεν περ ἥκει πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα || το καλύτερο από όλα είναι να μην γεννηθεί κανείς∙ αλλά αφού γεννηθεί, δεύτερο καλό είναι να πάει το γρηγορότερο εκεί, από όπου ήρθε.
Το κεῖθεν τίθεται στην προηγούμενη πρόταση διότι έλκεται από το ὅθεν∙ κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει εδώ το ἐκεῖσε αφού προηγείται ένα ρήμα (βῆναι), το οποίο απαιτεί μιαν έκφραση που να απαντά στο ερώτημα "προς τα που;". Άλλο παράδειγμα:
ΠΛ Κριτ 45b-c πολλαχοῦ γὰρ καὶ ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ, ἀγαπήσουσί σε [αντί: ἀλλαχοῦ, ὅποι] || σε πολλά άλλα μέρη, όπου κι αν πας, θα σε υποδεχτούν φιλικά.
§12.20. Η θέση του αναφορικού ("έλξη του αναφορικού ως προς τη θέση", "μετάθεση" ή "μετατόπιση"): Εκτός από την προηγούμενη, "πτωτική έλξη", στην ΑΕ απαντάται και το φαινόμενο της "έλξης του αναφορικού ως προς τη θέση" του. Συχνά, δηλαδή, παρατηρείται, λ.χ., η μετατόπιση ή μετάθεση του συσχετικού με την αναφορική αντωνυμία ουσιαστικού από την κύρια στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση. Αυτή η μορφή έλξης είναι ένα ακόμη μέσο για να δηλωθεί η στενή σχέση της αναφορικής με την κύρια πρόταση ή με έναν όρο της τελευταίας. Ενώ όμως μέσω της "πτωτικής" έλξης η σχέση αυτή παρουσιάζεται ως "συνένωση" και "συγχώνευση" της αναφορικής και της κύριας πρότασης σε μία έννοια, με τον υπό συζήτηση τύπο έλξης αναφορική και κύρια πρόταση συμπλέκονται υπό τη μορφή του αναγκαίου καθορισμού της μιας από την άλλη.
Οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις αντιστοιχούν, όπως ήδη αναφέρθηκε, στα επίθετα, τα οποία ως επιθετικοί προσδιορισμοί πολύ συχνά ακολουθούν το ουσιαστικό που προσδιορίζουν, όπως π.χ.:
ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.6.9 ἔστι μοι θυγάτηρ παρθένος ἀγαπητὴ γάμου ἤδη ὡραία || έχω κόρη παρθένα μονάκριβη σε ηλικία γάμου.
Λογικά η θέση της αναφορικής πρότασης είναι, όπως και του επιθετικού προσδιορισμού, μετά το ουσιαστικό στο οποίο αναφέρεται και το οποίο προσδιορίζει. Η εξαρτημένη πρόταση έχει στην περίπτωση αυτήν τη σημασία και τη λειτουργία ενός επιθέτου, π.χ.:
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.1.2 Κῦρον μεταπέμπεται ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἧς αὐτὸν σατράπην ἐποίησε τον Κύρο έστειλε [ο Δαρείος ανθρώπους] και τον προσκάλεσε από την επαρχία, στην οποία τον είχε διορίσει σατράπη.
Όπως όμως μπορεί να συμβαίνει και στο συνημμένο με ένα ουσιαστικό επίθετο, έτσι και στη σχέση κύριας και εξαρτημένης αναφορικής πρότασης ενδέχεται να υπάρξει ανακατανομή του βάρους και της έμφασης, έτσι ώστε φορέας της "ουσιαστικής" σημασίας να είναι η εξαρτημένη αναφορική και όχι η κύρια πρόταση. Στην περίπτωση αυτή αντιστρέφονται οι λειτουργίες: η δευτερεύουσα αναφορική πρόταση λειτουργεί ως "ουσιαστικό" και η κύρια επιθετικά, ως "επίθετο". Την αντιστροφή αυτήν η ΑΕ την δηλώνει "μεταθέτοντας" ή "μετατοπίζοντας" το ουσιαστικό της κύριας πρότασης, στο οποίο αναφέρεται η αναφορική, σε αυτήν την τελευταία και υποτάσσοντάς το στη σύνταξη του ρήματος της εξαρτημένης πρότασης. Το ουσιαστικό παραμένει κατά την "μετάθεση" ή "μετατόπιση" αυτή, όπως αποκαλείται το υπό συζήτηση φαινόμενο, χωρίς άρθρο. Παραδείγματα:
ΣΟΦ Αντ 1156-1157 οὐκ ἔσθ' ὁποῖον στάντ' ἂν ἀνθρώπου βίον οὔτ' αἰνέσαιμ' ἂν οὔτε μεμψαίμην ποτέ [αντί: οὐκ ἔστιν τοιοῦτος ἀνθρώπου βίος, ὁποῖον κ.λπ.] || δεν υπάρχει καμιά ανθρώπινη ζωή, όποια και αν είναι η κατάστασή της, που θα μπορούσα να την εξυμνήσω ή να την επικρίνω.
ΣΟΦ Ηλ 809-810 ἀποσπάσας γὰρ τῆς ἐμῆς οἴχῃ φρενὸς αἵ μοι μόναι παρῆσαν ἐλπίδων ἔτι [αντί: τὰς ἐλπίδας ή έκείνας τῶν ἐλπίδων, αἵ μοι μόναι κ.λπ.] || γιατί έφυγες και ξερίζωσες από μέσα μου τις μόνες ελπίδες που μου απόμεναν πια.
ΕΥΡ Ιππ 388-390 ταῦτ'οὖν ἐπειδὴ τυγχάνω φρονοῦσ' ἐγὼ οὐκ ἔσθ' ὁποίῳ φαρμάκῳ διαφθερεῖν ἔμελλον, ὥστε τοὔμπαλιν πεσεῖν φρενῶν [αντί: οὐκ ἔστι φάρμακον, ὁποίῳ κ.λπ.] || αφού λοιπόν αυτά είναι όσα πιστεύω δεν υπάρχει γιατρικό που να μπορεί να μου τα διώξει ώστε να μου αλλάξει τα μυαλά.
ΕΥΡ Ανδρ 91-93 χώρει νῦν∙ ἡμεῖς δ', οἷσπερ ἐγκείμεσθ' ἀεὶ θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασι, πρὸς αἰθέρ' ἐκτενοῦμεν [αντί: ἡμεῖς δὲ θρήνους καὶ γόους καὶ δακρύματα, οἷς ἐγκ. ἀεί, ἐκτενοῦμεν] || πήγαινε τώρα∙ όσο για μένα τους θρήνους, τα κλάματα και τα δάκρυα που είμαι βουτηγμένη σε όλη μου τη ζωή θα τα φτάσω μέχρι τον αιθέρα.
ΘΟΥΚ 2.92.5 ἔστησαν οἱ Πελοποννήσιοι τροπαῖον ὡς νενικηκότες τῆς τροπῆς, ἃς πρὸς τῇ γῇ διέφθειραν ναῦς [αντί: τροπαῖον ὡς νενικηκότες τῆς τροπῆς τῶν νεῶν, ἃς κ.λπ.] || έστησαν και οι Πελοποννήσιοι μνημείο καθώς βγήκαν νικητές κατά την καταδίωξη των πλοίων που κατέστρεψαν κοντά στην ακτή.
ΘΟΥΚ 6.30.1 τῶν μὲν οὖν ξυμμάχων τοῖς πλείστοις καὶ ταῖς σιταγωγοῖς ὁλκάσι καὶ τοῖς πλοίοις καὶ ὅση ἄλλη παρασκευὴ ξυνείπετο πρότερον εἴρητο ἐς Κέρκυραν ξυλλέγεσθαι [αντί: καὶ τῇ ἄλλῃ παρασκευῇ, ἣν ξυνείπετο κ.λπ.] || στα περισσότερα καράβια των συμμάχων, και στα φορτηγά που μετέφεραν σιτάρι και στα άλλα πλεούμενα και σε όλη την υπόλοιπη νηοπομπή που ακολουθούσε, είχε δοθεί νωρίτερα η εντολή να συγκεντρωθούν στην Κέρκυρα.
ΞΕΝ Απομν 1.1.1 ἀδικεῖ Σωκράτης οὓς μὲν ἡ πόλις νομίζει θεοὺς οὐ νομίζων [αντί: οὐ νομίζων θεούς, οὓς κ.λπ.] || ο Σωκράτης διαπράττει αδίκημα επειδή δεν πιστεύει στους θεούς που αποδέχεται η πόλη.
ΞΕΝ ΚΑναβ 1.9.14 οὓς ἐώρα ἐθέλοντας κινδυνεύειν, τούτους καὶ ἄρχοντας ἔποίει ἧς κατεστρέφετο χώρας [αντί: τῆς χώρας, ἣν κτλ.] || όσους από τους άνδρες του τους έβλεπε να είναι πρόθυμοι να ριψοκινδυνεύσουν, αυτούς διόριζε ηγεμόνες στις χώρες που υπέτασσε.
ΞΕΝ Ελλ 4.1.23 [Ἡριππίδας] ἐπορεύετο σὺν ᾗ εἶχε δυνάμει [αντί: σὺν τῇ δυνάμει, ἣν εἶχε] || ο Ηριππίδας ξεκίνησε με τη δύναμη που είχε.
ΠΛ Λαχ 188d τῷ ὄντι [ζῆν ἡρμοσμένος οὗ] αὐτὸς αὑτοῦ τὸν βίον σύμφωνον τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα, ἀτεχνῶς δωριστὶ ἀλλ' οὐκ ἰαστί, οἴομαι δὲ οὐδὲ φρυγιστὶ οὐδὲ λυδιστί, ἀλλ' ἥπερ μόνη Ἑλληνική ἐστιν ἁρμονία [αντί: ἀλλὰ τῇ ἁρμονίᾳ, ἥπερ κ.λπ.] || αυτός ζει πραγματικά σε αρμονία, καθώς εναρμονίζει στη ζωή του τα λόγια με τα έργα, σε ανεπιτήδευτα δωρική, όχι σε ιωνική κλίμακα, ούτε σε φρυγική ή λυδική, θαρρώ, αλλά σε εκείνη ακριβώς που είναι η μόνη ελληνική.
ΠΛ Πρωτ 318d Ἱπποκράτης ὅδε Πρωταγόρᾳ συγγενόμενος, ᾗ ἂν αὐτῷ ἡμέρᾳ συγγένηται, βελτίων ἄπεισι γενόμενος [αντί: τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ κ.λπ.] || τούτος εδώ ο Ιπποκράτης με το να συναναστρέφεται τον Πρωταγόρα, στην κάθε μέρα που θα τον συναναστρέφεται, θα φεύγει καλύτερος.
§12.21. Όταν το ουσιαστικό της κύριας πρότασης συνοδεύεται από έναν επιθετικό προσδιορισμό ή έναν προσδιορισμό σε γενική, τότε υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα "μετατόπισης", από τα οποία προκύπτει ότι η λέξη και η έννοια που είναι φορέας της έμφασης ενσωματώνεται στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση:
(α) Το ουσιαστικό μετατοπίζεται μαζί με το επίθετο στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση, ενώ η δεικτική αντωνυμία παραμένει στην κύρια:
ΟΜ Ιλ 19.326 ἠὲ [εἴ κεν πυθοίμην] τὸν ὃς Σκύρῳ μοι ἔνι τρέφεται φίλος υἱός, εἴ που ἔτι ζώει γε Νεοπτόλεμος θεοειδής || ή ακόμη [αν μάθαινα] γι' αυτόν που μου μεγαλώνει στη Σκύρο, τον ίδιο μου το γιο, αν ζει ακόμη ο όμοιος με θεό στην όψη Νεοπτόλεμος.
ΔΗΜ 52.12 ὧν ἐγὼ ἤθελον τούτῳ ταύτην ἥτις εἴη μεγίστη πίστις δοῦναι για τα οποία προσφέρθηκα να ορκιστώ στον ενάγοντα με εκείνον που είναι ο πιο βαρύς όρκος.
(β) Το ουσιαστικό παραμένει στην κύρια πρόταση, ενώ στην αναφορική πρόταση μετατίθεται μόνο το επίθετο ή η επιθετική αντωνυμία:
ΟΜ Ιλ 6.452 οὔτε κασιγνήτων [τόσσον μέλει ἄλγος ὀπίσσω], οἵ κεν πολέες τε καὶ ἐσθλοὶ ἐν κονίῃσι πέσοιεν ὑπ' ἀνδράσι δυσμενέεσσιν || ούτε και ο πόνος για τα αδέλφια μου θα με στεναχωρήσει τόσο, που πολλά και γενναία θα κυλιστούν στη σκόνη χτυπημένα από άντρες εχθρικούς.
ΘΟΥΚ 2.45.1 παισὶδ' αὖ ὅσοι τῶνδε πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα || για τα παιδιά όμως και τα νεώτερα αδέρφια όσων παρευρίσκεστε εδώ βλέπω μεγάλο τον αγώνα.
ΘΟΥΚ 2.48.3 καὶ τὰς αἰτίας [λεγέτω] ἅστινας νομίζει τοσαύτης μεταβολῆς ἱκανὰς εἶναι δύναμιν ἐς τὸ μεταστῆσαι σχεῖν || και ας αναφέρει τις αιτίες που νομίζει ότι είναι αρκετά ισχυρές για να προκαλέσουν τόσο μεγάλη μεταβολή ώστε να αποτρέψουν τον θάνατο.
ΘΟΥΚ 4.113.3 οἱ δὲ ἐς τὰς ναῦς, αἳ ἐφρούρουν δύο, καταφυγόντες διασῴζονται || άλλοι βρίσκοντας καταφύγιο στα δύο πλοία τους που φρουρούσαν το μέρος σώθηκαν.
ΘΟΥΚ 7.43.3 καὶ προσβάντες τὸ τείχισμα ὃ ἦν αὐτόθι τῶν Συρακοσίων αἱροῦσι καὶ ἄνδρας τῶν φυλάκων ἀποκτείνουσιν || και αφού ανέβηκαν κατέλαβαν το οχύρωμα των Συρακουσίων που βρισκόταν εκεί και σκότωσαν μερικούς από τους φρουρούς.
(γ) Το επίθετο (ή η μετοχή) διατηρείται στη κύρια πρόταση και στην αναφορική πρόταση ενσωματώνεται μόνο το ουσιαστικό:
ΕΥΡ Ελ 306-307 Ἑλένη, τὸν ἐλθόνθ', ὅστις ἐστὶν ὁ ξένος, μὴ πάντ' ἀληθῆ δοξάσῃς εἰρηκέναι [αντί: τὸν ἐλθόντα ξένον, ὅστις ἐστί κ.λπ.] || Ελένη, όποιος και αν είναι ο ξένος που ήρθε, μη τα θεωρήσεις αληθινά όλα όσα είπε.
ΞΕΝ ΚΑναβ 7.1.17 ἄλλοι δὲ οἳ ἐτύγχανον ἔνδον ὄντες τῶν στρατιωτῶν, ὡς ὁρῶσι τὰ ἐπὶ ταῖς πύλαις πράγματα, διακόπτοντες ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖθρα ἀναπεταννύουσι τὰς πύλας || άλλοι πάλι από τους στρατιώτες, οι οποίοι βρίσκονταν μέσα στα τείχη, μόλις είδαν αυτά που συνέβαιναν στις πύλες, σπάζοντας με τις αξίνες τις κλειδαριές ανοίγουν διάπλατα τις πύλες.
ΔΗΜ 19.203 οὐ μὲν ἀλλ' ἔγωγ' οἶμαι μοι προσήκειν ἀμφότερ' ὑμῖν ἐπιδεῖξαι, καὶ ὅτι ψεύσεται, ταῦτ' ἐὰν λέγειν, καὶ τὴν δικαίαν, ἥτις ἐστὶν ἀπολογία || νομίζω ωστόσο ότι οφείλω να σας καταδείξω και τα δύο, και ότι θα πει ψέμματα εάν τα ισχυριστεί αυτά, και το τί είναι μια ορθή υπεράσπιση.
(δ) Εάν το ουσιαστικό συνοδεύεται από περισσότερα του ενός επίθετα, ενδέχεται το ένα από αυτά να παραμένει μαζί με το ουσιαστικό στην κύρια πρόταση, ενώ τα άλλα μετατοπίζονται στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση:
ΟΜ Ιλ 2.763-764 ἵπποι μὲν μέγ' ἄρισται ἔσαν Φηρητιάδαο, τὰς Εὔμηλος ἔλαυνε ποδώκεας ὄρνιθας ὥς || καλύτερα με διαφορά αναδείχτηκαν τα άλογα του Φέρητα που τα οδηγούσε ο Εύμηλος, γοργόποδα σαν πουλιά.
ΟΜ Ιλ 13.339-340 ἔφριξεν δὲ μάχη φθισίμβροτος ἐγχείῃσι μακρῇς, ἃς εἶχον ταμεσίχροας || και έβριθε η μάχη που ρημάζει τους άντρες από μακριά κοντάρια που τα κρατούσαν, από κείνα που τρυπούν τα σώματα.
§12.22. Η παράθεση στο ουσιαστικό, στο οποίο αναφέρεται η εξαρτημένη αναφορική πρόταση, έλκεται ενίοτε από αυτήν την τελευταία όταν πρόκειται να καταλάβει εδώ μια πιο κατάλληλη και πιο εμφαντική θέση:
ΟΜ Οδ 1.68-70 Ποσειδάων γαιήοχος ἀσκελὲς αἰὲν Κύκλωπος κεχόλωται, ὃν ὀφθαλμοῦ [Ὀδυσσεύς] ἀλάωσεν, ἀντίθεον Πολύφημον || ο Ποσειδώνας που σείει τη γη είναι διαρκώς και αγύριστα οργισμένος εξαιτίας του Κύκλωπα, τον οποίον ο Οδυσσέας τύφλωσε στο μάτι, τον ισόθεο Πολύφημο.
ΠΛ Απολ 41a εἰ γάρ τις ἀφικόμενος εἰς Ἅιδου, ἀπαλλαγεὶς τουτωνὶ τῶν φασκόντων δικαστῶν εἶναι, εὑρήσει τοὺς ὡς ἀληθῶς δικαστάς, οἵπερ καὶ λέγονται ἐκεῖ δικάζειν, Μίνως τε καὶ Ῥαδάμανθυς καὶ Αἰακὸς καὶ Τριπτόλεμος καὶ ἄλλοι ὅσοι τῶν ἡμιθέων δίκαιοι ἐγένοντο ἐν τῷ ἑαυτῶν βίῳ || αν κανείς, φτάνοντας στον Άδη και έχοντας γλυτώσει από αυτούς εδώ που ισχυρίζονται πως είναι δικαστές, βρει τους αληθινούς δικαστές, οι οποίοι όπως λέγεται δικάζουν εκεί, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Τριπτόλεμο και άλλους ημίθεους που στάθηκαν δίκαιοι στη ζωή τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Συχνά ένα ―κατά κανόνα έναρθρο― ουσιαστικό ενσωματώνεται, ομοιόπτωτο με την αναφορική αντωνυμία, στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση ως επεξήγηση της έννοιας που περιγράφεται με την ίδια αυτή πρόταση:
ΣΟΦ Αντ 404-405 ταύτην γ' ἰδὼν θάπτουσαν ὃν σὺ τὸν νεκρὸν ἀπεῖπας || αυτή είδε να θάβω αυτόν τον νεκρό που εσύ μου το απαγόρεψες.
ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.26 τέλος δὲ καὶ ἣν εἶχε στολὴν τὴν Μηδικὴν ἐκδύντα δοῦναί τινι || και τέλος ότι έδωσε σε κάποιον, αφού το έβγαλε, και το φόρεμα που είχε το Μηδικό.
ΠΛ Θεαιτ 167b ἐποίησε δοξάσαι ἕτερα τοιαῦτα, ἃ δή τινες τὰ φαντάσματα ὑπὸ ἀπειρίας ἀληθῆ καλοῦσιν || κάνουν κάποιον να σχηματίζει παρόμοιες δοξασίες, τις οποίες παραστάσεις μερικοί τις ονομάζουν από άγνοια αληθινές.
§12.23. Ως ένας είδος έλξης μπορεί να χαρακτηριστεί και το φαινόμενο του "εγκιβωτισμού" στην εξαρτημένη αναφορική πρότασης μιας άλλης, υποταγμένης σε αυτήν δευτερεύουσας πρόταση: Όταν, δηλαδή, στην εξαρτημένη αναφορική πρόταση ενσωματώνεται μια άλλη, υποταγμένη σε αυτήν δευτερεύουσα πρόταση (ή μια μετοχή που υποκαθιστά μια τέτοια δευτερεύουσα πρόταση), τότε οι δύο εξαρτημένες προτάσεις συνδέονται με τον ακόλουθο τρόπο: Η αναφορική αντωνυμία δεν ακολουθεί τη σύνταξη της αναφορικής πρότασης, αλλά "έλκεται" και εναρμονίζεται συντακτικά με την υποταγμένη σε αυτήν δευτερεύουσα πρόταση, η οποία έτσι "εγκιβωτίζεται" στην πρώτη. Κατά τη διεργασία τούτη η αναφορική αντωνυμία της αναφορικής πρότασης λαμβάνει τη μορφή εκείνη που θα είχε η δεικτική ή προσωπική αντωνυμία της υποταγμένης σε αυτήν δευτερεύουσας πρότασης, η οποία δεικτική ή προσωπική αντωνυμία όμως τώρα εκπίπτει επιφέροντας τον "εγκιβωτισμό" αυτής της τελευταίας πρότασης στην αναφορική:
ΘΟΥΚ 5.103.2 ὅ ὑμεῖς […] μὴ βούλεσθε παθεῖν μηδὲ ὁμοιωθῆναι τοῖς πολλοῖς, οἷς παρὸν ἀνθρωπείως ἔτι σῴζεσθαι, ἐπειδὰν πιεζομένους αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ φανεραὶ ἐλπίδες, ἐπὶ τὰς ἀφανεῖς καθίστανται μαντικήν τε καὶ χρησμοὺς καὶ ὅσα τοιαῦτα μετ' ἐλπίδων λυμαίνεται [αντί: τοῖς πολλοῖς οἵ,παρὸν αὐτοῖς ἔτι σῴζεσθαι, ἐπειδὰν κ.λπ.] || μη θελήσετε εσείς να το πάθετε αυτό και μη γίνετε όμοιοι με τους πολλούς που ενώ είναι στο χέρι τους να σωθούνε με ανθρώπινα μέσα, μόλις, καθώς βρίσκονται υπό πίεση, τους εγκαταλείψουν οι χειροπιαστές ελπίδες, στρέφονται στις θολές, τη μαντεία, τους χρησμούς και όλα τα παρόμοια που ρημάζουν τον άνθρωπο δίνοντάς του ελπίδες.
ΘΟΥΚ 6.11.1 ἀνόητον δ' ἐπὶ τοιούτους ἰέναι ὧν κρατήσας μὴ κατασχήσει τις [αντί: οὓς, ἐπειδὰν αὐτῶν κρατήσῃ, μὴ κατασχήσει τις] || είναι όμως άτοπο νε επιτεθεί κανείς σε τόσους πολλούς, τους οποίους όταν τους νικήσει δεν θα μπορέσει να τους κρατήσει υποταγμένους.
ΠΛ Γοργ 492b <τί ἂν> τῇ ἀληθείᾳ αἴσχιον καὶ κάκιον εἴη σωφροσύνης καὶ δικαιοσύνης τούτοις τοῖς ἀνθρώποις, οἷς ἐξὸν ἀπολαύειν τῶν ἀγαθῶν καὶ μηδενὸς ἐμποδὼν ὄντος, αὐτοὶ ἑαυτοῖς δεσπότην ἐπαγάγοιντο τὸν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων νόμον τε καὶ λόγον καὶ ψόγον; [αντί: τούτοις τοῖς ἀνθρώποις οἵ, ἐξὸν αὐτοῖς ἀπολαύειν…, αὐτοὶ ἑαυτοῖς ἐπαγάγοιντο κ.λπ.] || τί θα ήταν πιο αισχρό και πιο κακό γι' αυτούς τους ανθρώπους οι οποίοι, μολονότι έχουν τη δυνατότητα να απολαμβάνουν τα αγαθά και κανείς δεν τους στέκεται εμπόδιο, θα ανήγαγαν οι ίδιοι σε εξουσιαστή του εαυτού τους τον νόμο, τα λόγια και τις επικρίσεις του πλήθους.
ΙΣΟΚΡ 8.44 ἀλλ' ἄρχειν μὲν ἁπάντων ζητοῦμεν, στρατεύεσθαι δ' οὐκ ἐθέλομεν, καὶ πόλεμον μὲν μικροῦ δεῖν πρὸς ἅπαντας ἀνθρώπους ἀναιρούμεθα, πρὸς δὲ τοῦτον οὐχ ἡμᾶς αὐτοὺς ἀσκοῦμεν, ἀλλ' ἀνθρώπους τοὺς μὲν ἀπόλιδας, τοὺς δ' αὐτομόλους, τοὺς δ' ἐκ τῶν ἄλλων κακουργιῶν συνερρυηκότας, οἷς ὁπόταν τις διδῷ πλείω μισθόν, μετ' ἐκείνων ἐφ' ἡμᾶς ἀκολουθήσουσιν [αντί: οἵ, ὁπόταν τις αὐτοῖς (…) διδῷ, (…) μετ' ἐκείνων (…) ἀκολουθήσουσιν] || ενώ επιδιώκουμε την αρχηγία όλων των άλλων, δεν θέλουμε οι ίδιοι να εκστρατεύουμε, και ενώ κηρύσσουμε πόλεμο εναντίον όλων σχεδόν των ανθρώπων, δεν ασκούμαστε εμείς οι ίδιοι για να πολεμήσουμε, αλλά χρησιμοποιούμε εξόριστους, λιποτάκτες και φυγάδες για άλλα παραπτώματα που μαζεύτηκαν εδώ, οι οποίοι, αν άλλοι τους δώσουν μεγαλύτερο μισθό, θα πάνε με το μέρος τους και θα πολεμήσουν εναντίον μας.
Κυριακή 21 Μαΐου 2023
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 2. Νομοθέτες και τύραννοι
2.3. Η πόλη παραμένει ίδια αλλά οι κάτοικοί της έχουν αλλάξει
Ο Θέογνις έζησε τον 6ο αιώνα και προερχόταν από παλαιά αριστοκρατική οικογένεια των Μεγάρων. Από τον πατέρα και τον παππού του θα είχε ασφαλώς ακούσει πόσο καλά ήταν στο παρελθόν τα πολιτικά πράγματα, τότε που η εξουσία των ἀρίστων δεν είχε ακόμη αμφισβητηθεί. Ο ίδιος όμως ζούσε σε περίοδο μεγάλων αλλαγών. Ο πλουτισμός πολλών ανθρώπων από τις κατώτερες τάξεις, που συνέβη με την αναδιανομή των γαιών και την αύξηση των εσόδων του αγροτικού κόσμου, συνεπαγόταν την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική διοίκηση του τόπου. Η πόλη είχε ανάγκη από περισσότερους οπλίτες, και έτσι το σώμα των πολιτών διευρύνθηκε. Ο Θέογνις δεν ήταν σύμφωνος με αυτό τον νεωτερισμό.
Η οικονομικά και πολιτικά τονωμένη αυτοπεποίθηση οδηγεί σε μεγαλύτερες κοινωνικές αξιώσεις. Τα ήθη όμως και ο τρόπος ζωής αλλάζουν με βραδύτερους ρυθμούς και απαιτούν την πάροδο δύο ή τριών γενεών. Στην απόσταση ανάμεσα στην οικονομικοπολιτική δύναμη, από τη μια, και την κοινωνική συμπεριφορά, από την άλλη, εστίασε την προσοχή του ο αριστοκράτης ποιητής και θεώρησε απρεπή και δυνητικά καταστροφική για τον τόπο του την πολιτική ενδυνάμωση απλών αγροτών. Εξάλλου, τα νέα προνόμια της ανερχόμενης τάξης έθιγαν τα κεκτημένα συμφέροντα του ίδιου και των ομοίων του και αμφισβητούσαν την (αναντίρρητη πριν) κοινωνική και ηθική πρωτιά τους. Τους νεόπλουτους που έβλεπε να ξεφυτρώνουν παντού γύρω του ο Θέογνις τους αποκάλεσε κακούς, για να υπογραμμίσει την κατώτερη και άξεστη κοινωνική τους προέλευση. Κάποιοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στο άστυ, ενώ οι πραγματικοί αστοί, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος, ήταν ἐσθλοί και ἀγαθοί. Στην ιδεολογική αντιπαράθεσή του με τους ανερχόμενους αγρότες των Μεγάρων ο ποιητής μεταχειρίστηκε την ομηρική σημασία του κακοῦ, που δηλώνει τον δειλό και άνανδρο στη μάχη. Ο Θέογνις ανήκε ακόμη στη γενιά των ευγενών, που έβλεπαν τις κοινωνικές διαφορές να αντικατοπτρίζονται στα σώματα των ανθρώπων. Μπορούσε, όπως σημειώνει υπερήφανα, να διακρίνει αμέσως έναν ελεύθερο από έναν δούλο. Απευθυνόμενος στον νεότερο, επίσης αριστοκράτη, φίλο του Κύρνο, ο Θέογνις γράφει:
Κύρνε, αυτή εδώ η πόλη είναι ακόμη ίδια, όμως οι κάτοικοι έχουν αλλάξει
και δεν γνώρισαν ποτέ τους μήτε τη δικαιοσύνη μήτε νόμους,
μα τα πλευρά τους τα κατέτριβαν δέρματα κατσικίσια
και ζούσαν κι έτρωγαν μακριά απ᾽ την πόλη σαν τα ελάφια.
Τώρα αυτοί είναι οι καλοί, άριστε Κύρνε, και οι πριν καλοί
τώρα είναι ασήμαντοι. Ποιος άραγε μπορεί να τα ανέχεται όλα αυτά;
Η κοινωνική και οικονομική αναστάτωση στα Μέγαρα εγκυμονούσε πραγματικούς πολιτικούς κινδύνους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν η εμφύλια σύρραξη (στάσις) -μια συμφορά για όλους- και η εγκαθίδρυση τυραννίας - μια συμφορά για τους ευγενείς. Στο πρόσωπο του Θεαγένη τα Μέγαρα γνώρισαν πράγματι έναν χαρακτηριστικό τύραννο της εποχής. Ο Θέογνις είχε προβλέψει την εξέλιξη αυτή.
Την ίδια περίπου εποχή ο ποιητής Αλκαίος ζούσε και αυτός με πάθος τα πολιτικά γεγονότα του τόπου του και διαδραμάτιζε ενεργό ρόλο σε ορισμένα από αυτά. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πιττακό, η πολιτική ομαλότητα ανεστάλη και στη Μυτιλήνη ξέσπασε εμφύλια διαμάχη. Ο Αλκαίος συνέθεσε ένα ποίημα για να καταγγείλει την αυθαίρετη κατάληψη της εξουσίας και τα δεινά που την ακολουθούν. Το ποίημα είναι αλληγορικό. Η αποκρυπτογράφησή του βασίζεται σε έναν και μόνο όρο του πρώτου στίχου. Στάσις σημαίνει «επανάσταση» και «εμφύλια διαμάχη», το αιφνίδιο σταμάτημα στη φυσική κίνηση μιας πόλης που αναστέλλει κάθε κανονική λειτουργία της:
Ακατανόητη σ᾽ εμέ η στάσις των ανέμων.
Το ένα κύμα στροβιλίζεται από δω
το άλλο από κει, κι εμείς στη μέση
πλέουμε σε μαύρο πλοίο
ταλαιπωρημένοι απ᾽ τον κακό καιρό.
Νερό καλύπτει του καταρτιού τη βάση
και ήδη τα ιστία είναι διαμπερή.
Ρακένδυτο το σκάφος.
Θυμώνουν οι άγκυρες.
Ήταν μάλλον η πρώτη φορά στην Ελληνική γραμματεία που η πολιτεία παρομοιάστηκε με πλοίο. Τόσο επιτυχημένη, μάλιστα, κρίθηκε η παρομοίωση, ώστε έγινε κοινός τόπος στη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Στην πρώτη εμφάνισή της, όμως, η εικόνα του ταλαιπωρημένου από την κακοκαιρία καραβιού χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για να καυτηριαστεί η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, αλλά και για να τονωθεί το φρόνημα της αντιπιττακικής πτέρυγας, που θα μπορούσε να ανατρέψει την τυραννία. Όπως στον Τυρταίο, τον Θέογνι ή τον Αθηναίο μεταρρυθμιστή Σόλωνα, έτσι και στον Αλκαίο η πολιτισμένη ποίηση ήταν όπλο στην υπηρεσία της πολιτικής και, αν υπήρχε ανάγκη, του πολέμου - ακόμη και του εμφύλιου.
Η αντιπαράθεση των ποιητών δεν γινόταν πάντοτε ανοιχτά, ούτε αφορούσε μόνο την πολιτική σκηνή. Ούτως ή άλλως η τέχνη των υπαινιγμών ήταν εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Οι ποιητές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο αλληγορίες. Συχνότερα μεταχειρίζονταν παραδοσιακούς μύθους και τους μετασχημάτιζαν για να καταγγείλουν, να επικρίνουν ή να επαινέσουν καταστάσεις που ζούσαν οι ίδιοι, με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή, τουλάχιστον στους μορφωμένους.
Στις αρχαίες πατριαρχικές κοινωνίες η φωνή των γυναικών ήταν ισχνή. Η Λέσβος του 6ου αιώνα παρείχε, συγκριτικά με άλλες αρχαϊκές πόλεις, μεγάλη πνευματική ελευθερία στις εύπορες γυναίκες, αφού επέτρεπε να είναι εγγράμματες και να έχουν μουσική καλλιέργεια. Η σημαντικότερη ποιήτρια της αρχαιότητας, η Σαπφώ, δημιούργησε έναν κύκλο μαθητριών όπου νέα κορίτσια μάθαιναν την ποιητική τέχνη -που ήταν τότε αξεχώριστη από τη μουσική- και μορφώνονταν τόσο αισθητικά όσο και ψυχικά. Η ίδια η Σαπφώ εξύμνησε τον έρωτα και το ψυχικό πάθος περισσότερο από οποιονδήποτε άνδρα ομότεχνό της.
Η τύχη μάς έχει διασώσει δύο ολοκληρωμένες παραλλαγές στο ίδιο μυθικό θέμα, που προέρχονται από την ίδια εποχή και από το ίδιο νησί. Ο Αλκαίος και η Σαπφώ ήταν σύγχρονοι, αλλά, επειδή διέφεραν στο φύλο και συνεπώς στη νοοτροπία, χειρίστηκαν τον ομηρικό μύθο της ωραίας Ελένης με τρόπο διαμετρικά αντίθετο.
Ο Αλκαίος, αναφερόμενος φαινομενικά στο παρελθόν, σχολίαζε ποιητικά:
Όπως το λέει ο μύθος, για τα δικά σου, Ελένη, κρίματα
βρήκε τον Πρίαμο και τους γιους του συμφορά πικρή,
κι από δικό σου φταίξιμο ο Δίας χάλασε στις φλόγες
πανίερο το Ίλιο.
Δεν ήταν τέτοια η νύφη που ο γιος του Αιακού λαμπρός,
καλώντας όλους τους μακάριους θεούς στο γάμο του,
πήγε να φέρει αβρή παρθένα απ᾽ το παλάτι
του Νηρέα
στο αρχοντικό του Χείρωνα, όπου της λύνει
την παρθενική της ζώνη. Κι έσμιξαν στης αγάπης τους
τη θέρμη η άριστη από τις Νηρηίδες κι ο Πηλέας.
Πάνω στον ένα χρόνο
γέννησε εκείνη γιο, ημίθεο, όλβιο
καβαλάρη σε ξανθά πουλάρια. Οι άλλοι όμως
για την Ελένη χάθηκαν και πάνε, οι Φρύγες
με την τειχισμένη πόλη τους.
Αντίθετα, η Σαπφώ έγραφε σε τόνο πολύ πιο άμεσα προσωπικό:
Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται.
Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της. Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό.
Έτσι κι εγώ αναμνήστηκα την Ανακτορία απούσα. Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. Όχι αμάξια λυδικά και πάνοπλους πεζούς να μάχονται.
Και τα δύο ποιήματα αφορμώνται από το παράδειγμα της ομηρικής Ελένης. Ο Αλκαίος την ψέγει για την πράξη της και τη θεωρεί αιτία δεινών, τη χρησιμοποιεί όμως ως αφορμή για να εξάρει υπαινικτικά τον δοξασμένο Αχιλλέα, που δεν κατονομάζεται ευθέως στην ωδή. Η Σαπφώ, αντίθετα, ταυτίζεται προσωπικά με την ενέργεια της Ελένης, η οποία, μεθυσμένη από έρωτα, ακολούθησε την παρόρμησή της προς το καλύτερο από όλα τα αγαθά: τον αγαπημένο της εραστή.
Ο Αλκαίος αντιπαραθέτει την Ελένη προς τη Θέτιδα, την ομορφότερη κόρη του Νηρέα και μητέρα του Αχιλλέα. Στην αντιπαράθεση αυτή η αρετή της νόμιμης συζύγου, που είναι πιστή στον άνδρα της και μένει σταθερή κολόνα του σπιτιού, αντιδιαστέλλεται προς την επαίσχυντη συμπεριφορά της μοιχαλίδας, που ακολουθεί ερωτικές παρορμήσεις και εγκαταλείπει τον οίκο της. Κατά τον Αλκαίο, το αληθινό καύχημα της ενάρετης συζύγου που εισέρχεται παρθένα στον νόμιμο γάμο της είναι ο ήρωας γιος της, ο καβαλάρης των ξανθών αλόγων.
Η Σαπφώ, αντίθετα, αδιαφορεί για την αίγλη του ιππικού και προσεταιρίζεται το παράδειγμα της Ελένης για να αναφερθεί στον δικό της πόθο για την απούσα Ανακτορία. Το ομηρικό ιδανικό για τον ήρωα που δοξάζεται στη μάχη ανατρέπεται έτσι πλήρως. Η ανδρική αγάπη για τα όπλα και για τη λάμψη του στρατού, που είτε πεζός είτε σε άλογα είτε με άρματα προχωρεί στοιχισμένος για νίκη, γίνεται απλό αντικείμενο υποκειμενικής προτίμησης. Η κοινωνική απαίτηση για έναν νόμιμο σύζυγο ως απαραίτητο συστατικό της γυναικείας ολοκλήρωσης πλαγίως υποσκάπτεται. Και σαν να μην έφταναν αυτά, αθετείται επίσης έμμεσα και η μυθική αγάπη της Ελένης για τον Πάρη. Αντικείμενο του ερωτικού πόθου της ποιήτριας είναι μια ομόφυλη. Εκείνης το πρόσωπο και την εράσμια κίνηση η Σαπφώ θέλει να εγκαταστήσει στο παρόν. Και με την έξοχη τέχνη του λόγου της η ποιήτρια που οι μεταγενέστεροι γραμματικοί θεώρησαν δέκατη Μούσα επιτυγχάνει να φέρει την αφανή Ανακτορία μπροστά στα μάτια μας - όπως θα κατόρθωνε, στο κέντρο του κύκλου των κοριτσιών που διηύθυνε, να την καταστήσει παρούσα, όποτε τραγουδούσε με τη λύρα την απουσία της.
Μέσα από το ίδιο μυθικό θέμα και την έντεχνη αξιοποίησή του διαφαίνονται ορισμένες καίριες διαφορές στην αξιολόγηση του κόσμου από άνδρες και γυναίκες. Διαγράφεται, επίσης, ο ανταγωνισμός δύο ομοτέχνων και η διαφορετική στάση που κρατούν απέναντι στην κοινή ομηρική παράδοση. Διακρίνεται, τέλος, η ορμή αυτοκατάφασης και ατομικής διαφοροποίησης που χαρακτηρίζει κάθε αληθινά πολιτισμένη κοινωνία.
Ο Θέογνις έζησε τον 6ο αιώνα και προερχόταν από παλαιά αριστοκρατική οικογένεια των Μεγάρων. Από τον πατέρα και τον παππού του θα είχε ασφαλώς ακούσει πόσο καλά ήταν στο παρελθόν τα πολιτικά πράγματα, τότε που η εξουσία των ἀρίστων δεν είχε ακόμη αμφισβητηθεί. Ο ίδιος όμως ζούσε σε περίοδο μεγάλων αλλαγών. Ο πλουτισμός πολλών ανθρώπων από τις κατώτερες τάξεις, που συνέβη με την αναδιανομή των γαιών και την αύξηση των εσόδων του αγροτικού κόσμου, συνεπαγόταν την ενεργό συμμετοχή τους στην πολιτική διοίκηση του τόπου. Η πόλη είχε ανάγκη από περισσότερους οπλίτες, και έτσι το σώμα των πολιτών διευρύνθηκε. Ο Θέογνις δεν ήταν σύμφωνος με αυτό τον νεωτερισμό.
Η οικονομικά και πολιτικά τονωμένη αυτοπεποίθηση οδηγεί σε μεγαλύτερες κοινωνικές αξιώσεις. Τα ήθη όμως και ο τρόπος ζωής αλλάζουν με βραδύτερους ρυθμούς και απαιτούν την πάροδο δύο ή τριών γενεών. Στην απόσταση ανάμεσα στην οικονομικοπολιτική δύναμη, από τη μια, και την κοινωνική συμπεριφορά, από την άλλη, εστίασε την προσοχή του ο αριστοκράτης ποιητής και θεώρησε απρεπή και δυνητικά καταστροφική για τον τόπο του την πολιτική ενδυνάμωση απλών αγροτών. Εξάλλου, τα νέα προνόμια της ανερχόμενης τάξης έθιγαν τα κεκτημένα συμφέροντα του ίδιου και των ομοίων του και αμφισβητούσαν την (αναντίρρητη πριν) κοινωνική και ηθική πρωτιά τους. Τους νεόπλουτους που έβλεπε να ξεφυτρώνουν παντού γύρω του ο Θέογνις τους αποκάλεσε κακούς, για να υπογραμμίσει την κατώτερη και άξεστη κοινωνική τους προέλευση. Κάποιοι είχαν ήδη εγκατασταθεί στο άστυ, ενώ οι πραγματικοί αστοί, στους οποίους ανήκε και ο ίδιος, ήταν ἐσθλοί και ἀγαθοί. Στην ιδεολογική αντιπαράθεσή του με τους ανερχόμενους αγρότες των Μεγάρων ο ποιητής μεταχειρίστηκε την ομηρική σημασία του κακοῦ, που δηλώνει τον δειλό και άνανδρο στη μάχη. Ο Θέογνις ανήκε ακόμη στη γενιά των ευγενών, που έβλεπαν τις κοινωνικές διαφορές να αντικατοπτρίζονται στα σώματα των ανθρώπων. Μπορούσε, όπως σημειώνει υπερήφανα, να διακρίνει αμέσως έναν ελεύθερο από έναν δούλο. Απευθυνόμενος στον νεότερο, επίσης αριστοκράτη, φίλο του Κύρνο, ο Θέογνις γράφει:
Κύρνε, αυτή εδώ η πόλη είναι ακόμη ίδια, όμως οι κάτοικοι έχουν αλλάξει
και δεν γνώρισαν ποτέ τους μήτε τη δικαιοσύνη μήτε νόμους,
μα τα πλευρά τους τα κατέτριβαν δέρματα κατσικίσια
και ζούσαν κι έτρωγαν μακριά απ᾽ την πόλη σαν τα ελάφια.
Τώρα αυτοί είναι οι καλοί, άριστε Κύρνε, και οι πριν καλοί
τώρα είναι ασήμαντοι. Ποιος άραγε μπορεί να τα ανέχεται όλα αυτά;
Η κοινωνική και οικονομική αναστάτωση στα Μέγαρα εγκυμονούσε πραγματικούς πολιτικούς κινδύνους. Ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν η εμφύλια σύρραξη (στάσις) -μια συμφορά για όλους- και η εγκαθίδρυση τυραννίας - μια συμφορά για τους ευγενείς. Στο πρόσωπο του Θεαγένη τα Μέγαρα γνώρισαν πράγματι έναν χαρακτηριστικό τύραννο της εποχής. Ο Θέογνις είχε προβλέψει την εξέλιξη αυτή.
Την ίδια περίπου εποχή ο ποιητής Αλκαίος ζούσε και αυτός με πάθος τα πολιτικά γεγονότα του τόπου του και διαδραμάτιζε ενεργό ρόλο σε ορισμένα από αυτά. Με την ανάληψη της εξουσίας από τον Πιττακό, η πολιτική ομαλότητα ανεστάλη και στη Μυτιλήνη ξέσπασε εμφύλια διαμάχη. Ο Αλκαίος συνέθεσε ένα ποίημα για να καταγγείλει την αυθαίρετη κατάληψη της εξουσίας και τα δεινά που την ακολουθούν. Το ποίημα είναι αλληγορικό. Η αποκρυπτογράφησή του βασίζεται σε έναν και μόνο όρο του πρώτου στίχου. Στάσις σημαίνει «επανάσταση» και «εμφύλια διαμάχη», το αιφνίδιο σταμάτημα στη φυσική κίνηση μιας πόλης που αναστέλλει κάθε κανονική λειτουργία της:
Ακατανόητη σ᾽ εμέ η στάσις των ανέμων.
Το ένα κύμα στροβιλίζεται από δω
το άλλο από κει, κι εμείς στη μέση
πλέουμε σε μαύρο πλοίο
ταλαιπωρημένοι απ᾽ τον κακό καιρό.
Νερό καλύπτει του καταρτιού τη βάση
και ήδη τα ιστία είναι διαμπερή.
Ρακένδυτο το σκάφος.
Θυμώνουν οι άγκυρες.
Ήταν μάλλον η πρώτη φορά στην Ελληνική γραμματεία που η πολιτεία παρομοιάστηκε με πλοίο. Τόσο επιτυχημένη, μάλιστα, κρίθηκε η παρομοίωση, ώστε έγινε κοινός τόπος στη μεταγενέστερη λογοτεχνία. Στην πρώτη εμφάνισή της, όμως, η εικόνα του ταλαιπωρημένου από την κακοκαιρία καραβιού χρησιμοποιήθηκε όχι μόνο για να καυτηριαστεί η σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, αλλά και για να τονωθεί το φρόνημα της αντιπιττακικής πτέρυγας, που θα μπορούσε να ανατρέψει την τυραννία. Όπως στον Τυρταίο, τον Θέογνι ή τον Αθηναίο μεταρρυθμιστή Σόλωνα, έτσι και στον Αλκαίο η πολιτισμένη ποίηση ήταν όπλο στην υπηρεσία της πολιτικής και, αν υπήρχε ανάγκη, του πολέμου - ακόμη και του εμφύλιου.
Η αντιπαράθεση των ποιητών δεν γινόταν πάντοτε ανοιχτά, ούτε αφορούσε μόνο την πολιτική σκηνή. Ούτως ή άλλως η τέχνη των υπαινιγμών ήταν εξαιρετικά ανεπτυγμένη. Οι ποιητές δεν χρησιμοποιούσαν μόνο αλληγορίες. Συχνότερα μεταχειρίζονταν παραδοσιακούς μύθους και τους μετασχημάτιζαν για να καταγγείλουν, να επικρίνουν ή να επαινέσουν καταστάσεις που ζούσαν οι ίδιοι, με τρόπο έμμεσο αλλά σαφή, τουλάχιστον στους μορφωμένους.
Στις αρχαίες πατριαρχικές κοινωνίες η φωνή των γυναικών ήταν ισχνή. Η Λέσβος του 6ου αιώνα παρείχε, συγκριτικά με άλλες αρχαϊκές πόλεις, μεγάλη πνευματική ελευθερία στις εύπορες γυναίκες, αφού επέτρεπε να είναι εγγράμματες και να έχουν μουσική καλλιέργεια. Η σημαντικότερη ποιήτρια της αρχαιότητας, η Σαπφώ, δημιούργησε έναν κύκλο μαθητριών όπου νέα κορίτσια μάθαιναν την ποιητική τέχνη -που ήταν τότε αξεχώριστη από τη μουσική- και μορφώνονταν τόσο αισθητικά όσο και ψυχικά. Η ίδια η Σαπφώ εξύμνησε τον έρωτα και το ψυχικό πάθος περισσότερο από οποιονδήποτε άνδρα ομότεχνό της.
Η τύχη μάς έχει διασώσει δύο ολοκληρωμένες παραλλαγές στο ίδιο μυθικό θέμα, που προέρχονται από την ίδια εποχή και από το ίδιο νησί. Ο Αλκαίος και η Σαπφώ ήταν σύγχρονοι, αλλά, επειδή διέφεραν στο φύλο και συνεπώς στη νοοτροπία, χειρίστηκαν τον ομηρικό μύθο της ωραίας Ελένης με τρόπο διαμετρικά αντίθετο.
Ο Αλκαίος, αναφερόμενος φαινομενικά στο παρελθόν, σχολίαζε ποιητικά:
Όπως το λέει ο μύθος, για τα δικά σου, Ελένη, κρίματα
βρήκε τον Πρίαμο και τους γιους του συμφορά πικρή,
κι από δικό σου φταίξιμο ο Δίας χάλασε στις φλόγες
πανίερο το Ίλιο.
Δεν ήταν τέτοια η νύφη που ο γιος του Αιακού λαμπρός,
καλώντας όλους τους μακάριους θεούς στο γάμο του,
πήγε να φέρει αβρή παρθένα απ᾽ το παλάτι
του Νηρέα
στο αρχοντικό του Χείρωνα, όπου της λύνει
την παρθενική της ζώνη. Κι έσμιξαν στης αγάπης τους
τη θέρμη η άριστη από τις Νηρηίδες κι ο Πηλέας.
Πάνω στον ένα χρόνο
γέννησε εκείνη γιο, ημίθεο, όλβιο
καβαλάρη σε ξανθά πουλάρια. Οι άλλοι όμως
για την Ελένη χάθηκαν και πάνε, οι Φρύγες
με την τειχισμένη πόλη τους.
Αντίθετα, η Σαπφώ έγραφε σε τόνο πολύ πιο άμεσα προσωπικό:
Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται.
Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της. Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό.
Έτσι κι εγώ αναμνήστηκα την Ανακτορία απούσα. Πώς θα ᾽θελα το εράσμιο βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. Όχι αμάξια λυδικά και πάνοπλους πεζούς να μάχονται.
Και τα δύο ποιήματα αφορμώνται από το παράδειγμα της ομηρικής Ελένης. Ο Αλκαίος την ψέγει για την πράξη της και τη θεωρεί αιτία δεινών, τη χρησιμοποιεί όμως ως αφορμή για να εξάρει υπαινικτικά τον δοξασμένο Αχιλλέα, που δεν κατονομάζεται ευθέως στην ωδή. Η Σαπφώ, αντίθετα, ταυτίζεται προσωπικά με την ενέργεια της Ελένης, η οποία, μεθυσμένη από έρωτα, ακολούθησε την παρόρμησή της προς το καλύτερο από όλα τα αγαθά: τον αγαπημένο της εραστή.
Ο Αλκαίος αντιπαραθέτει την Ελένη προς τη Θέτιδα, την ομορφότερη κόρη του Νηρέα και μητέρα του Αχιλλέα. Στην αντιπαράθεση αυτή η αρετή της νόμιμης συζύγου, που είναι πιστή στον άνδρα της και μένει σταθερή κολόνα του σπιτιού, αντιδιαστέλλεται προς την επαίσχυντη συμπεριφορά της μοιχαλίδας, που ακολουθεί ερωτικές παρορμήσεις και εγκαταλείπει τον οίκο της. Κατά τον Αλκαίο, το αληθινό καύχημα της ενάρετης συζύγου που εισέρχεται παρθένα στον νόμιμο γάμο της είναι ο ήρωας γιος της, ο καβαλάρης των ξανθών αλόγων.
Η Σαπφώ, αντίθετα, αδιαφορεί για την αίγλη του ιππικού και προσεταιρίζεται το παράδειγμα της Ελένης για να αναφερθεί στον δικό της πόθο για την απούσα Ανακτορία. Το ομηρικό ιδανικό για τον ήρωα που δοξάζεται στη μάχη ανατρέπεται έτσι πλήρως. Η ανδρική αγάπη για τα όπλα και για τη λάμψη του στρατού, που είτε πεζός είτε σε άλογα είτε με άρματα προχωρεί στοιχισμένος για νίκη, γίνεται απλό αντικείμενο υποκειμενικής προτίμησης. Η κοινωνική απαίτηση για έναν νόμιμο σύζυγο ως απαραίτητο συστατικό της γυναικείας ολοκλήρωσης πλαγίως υποσκάπτεται. Και σαν να μην έφταναν αυτά, αθετείται επίσης έμμεσα και η μυθική αγάπη της Ελένης για τον Πάρη. Αντικείμενο του ερωτικού πόθου της ποιήτριας είναι μια ομόφυλη. Εκείνης το πρόσωπο και την εράσμια κίνηση η Σαπφώ θέλει να εγκαταστήσει στο παρόν. Και με την έξοχη τέχνη του λόγου της η ποιήτρια που οι μεταγενέστεροι γραμματικοί θεώρησαν δέκατη Μούσα επιτυγχάνει να φέρει την αφανή Ανακτορία μπροστά στα μάτια μας - όπως θα κατόρθωνε, στο κέντρο του κύκλου των κοριτσιών που διηύθυνε, να την καταστήσει παρούσα, όποτε τραγουδούσε με τη λύρα την απουσία της.
Μέσα από το ίδιο μυθικό θέμα και την έντεχνη αξιοποίησή του διαφαίνονται ορισμένες καίριες διαφορές στην αξιολόγηση του κόσμου από άνδρες και γυναίκες. Διαγράφεται, επίσης, ο ανταγωνισμός δύο ομοτέχνων και η διαφορετική στάση που κρατούν απέναντι στην κοινή ομηρική παράδοση. Διακρίνεται, τέλος, η ορμή αυτοκατάφασης και ατομικής διαφοροποίησης που χαρακτηρίζει κάθε αληθινά πολιτισμένη κοινωνία.
Από τον "Έλεγχο του Σώματος" στην Ορθή Ζωή
Η Ενοποίηση της Ύπαρξης στο Επίπεδο του Σώματος
«Απλά Κάθομαι»
ΑΣΑΝΑ είναι ένας όρος που συνήθως, οι αμαθείς, μεταφράζουν σαν «κάθισμα» (και πιο αναλυτικά κάθισμα για την άσκηση του διαλογισμού, κυρίως). Σημαίνει κάτι πολύ Βαθύτερο, Ευρύτερο, και πιο ουσιαστικό. Σημαίνει την «Κατάσταση» της Ησυχίας (του νου), της Ηρεμίας (της ψυχολογικής δραστηριότητας), και της «Ακινησίας» (του σώματος). Είναι το Πρώτο Βήμα προς την Ενοποίηση της Ύπαρξης. Η Αρχή (το Πρώτο Στάδιο) του Διαλογισμού.
Όταν είμαστε σε Εγρήγορση (ή ερχόμαστε σε Εγρήγορση με την συνειδητοποίηση), ότι είμαστε εμείς εδώ, παρόντες εδώ, στο σώμα. Είμαστε σε μια Θέση Ισορροπίας, όπου δεν καταβάλλεται καμία προσπάθεια, δεν διοχετεύεται ενέργεια προς το σώμα να το δραστηριοποιήσει, ή καταβάλει την ελάχιστη προσπάθεια. Μια τέτοια Κατάσταση Ακινησίας, το «απλά είμαι», το «απλά κάθομαι», είναι καταρχήν δύσκολο να επιτευχθεί. Ακόμα κι αν επιτευχθεί το «απλά κάθομαι» υπάρχουν ανάγκες στις οποίες θα πρέπει να ανταποκριθούμε… αν έχουμε συλλάβει το βαθύτερο νόημα του «απλά κάθομαι», τότε, όταν χρειάζεται να ενεργήσουμε, ενεργούμε με την ελάχιστη προσπάθεια και μόνο για ό,τι είναι απαραίτητο, για τις ανάγκες που αναδύονται κάθε στιγμή, είτε πρόκειται για ενέργειες μέσα στο σπίτι, είτε έξω στον κόσμο, στην εργασία, κλπ. Όταν μπορούμε ασκούμε το «απλά είμαι», «απλά κάθομαι», ακριβώς για να εμβαθύνουμε στο νόημά του και να ενεργούμε με την ελάχιστη προσπάθεια όταν χρειάζεται.
Ο Στόχος είναι να είμαστε εδώ χωρίς προσπάθεια, ή να καταβάλουμε μόνο την ελάχιστη-αναγκαία προσπάθεια, σε ό,τι χρειάζεται. Έτσι μαθαίνουμε να Πορευόμαστε σύμφωνα με την Ροή της Ζωής, σε εξωτερικό επίπεδο.
Ο άνθρωπος όμως δεν κάνει αυτό. Δεν είναι σε Εγρήγορση εδώ, Ενοποιημένος με το σώμα του (με τον κόσμο). Είναι Διασπασμένος σε εαυτό(εγώ) και σώμα, στο οποίο διοχετεύει ενέργεια για να υλοποιήσει σκοπούς που του θέτει η σκέψη, ή τον ωθούν οι ψυχολογικές καταστάσεις, ή του επιβάλλουν ου σωματικές υλικές «ανάγκες». Είμαστε σε διάσταση με το σώμα, με τον κόσμο, με τους άλλους, με τα αντικείμενα, διασκορπισμένοι σε πλήθος δραστηριότητες.
Η Άσκηση της Ενοποίησης σε αυτό το επίπεδο απαιτεί την Ενοποίησή μας με τα εξωτερικά πράγματα, το σώμα, τον κόσμο, τους άλλους, τα αντικείμενα. Ό,τι έχουμε πιο κοντινό είναι το σώμα μας (που είναι ο σύνδεσμός μας με τον κόσμο και τα πράγματα). Θα πρέπει λοιπόν να πραγματοποιήσουμε την Ενοποίηση με το σώμα, μαθαίνοντας «απλά να είμαστε», «απλά να καθόμαστε», χωρίς προσπάθεια, και κατ’ επέκταση μέσα από αυτή την γενική στάση-διάθεση, να ενεργούμε με την ελάχιστη προσπάθεια για τις ανάγκες της πρακτικής ζωής.
Αυτό θα γινόταν πιο εύκολα σε ένα χώρο, αφιερωμένο σε αυτόν τον εκπαιδευτικό σκοπό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε παντού, σε οποιοσδήποτε συνθήκες.
Η Άσκηση του «Απλά κάθομαι»
«Απλά κάθομαι» λοιπόν σημαίνει να κάθομαι χωρίς προσπάθεια, χωρίς δραστηριότητες – χωρίς σκέψη, χωρίς επιθυμίες, χωρίς σωματική δραστηριότητα. Απλά να καθόμαστε φυσικά, ήρεμα – σαν να επιπλέουμε στη γη.
Η επίτευξη αυτής της κατάστασης μας απελευθερώνει από το σώμα, από την «παρουσία» του σώματος. Κι υπάρχει μια «ιδιαίτερη αίσθηση» που αποτελεί ένδειξη ότι έχει επιτευχθεί αυτή η κατάσταση. Το ερώτημα που αναδύεται στον συνηθισμένο άνθρωπο είναι: «Ωραία, πως το κάνω»;… Δεν υπάρχει «πως». Απλά το κάνεις. Κάθεσαι κάτω και το κάνεις. Το «πως» (το ερώτημα) γίνεται από την σκέψη που θέλει να «καθοδηγήσει» το σώμα, να κάνει κάτι, ενώ το ζητούμενο είναι να το κάνουμε χωρίς την παρέμβαση του νου, χωρίς προσδοκίες ή σκοπιμότητες, τελείως ελεύθερα, απλά να καθίσουμε. Δεν μας «ζητείται» τίποτα, ούτε να σκεφτούμε, ούτε να προβληματιστούμε, ούτε να καταβάλουμε κάποια προσπάθεια, παρά μόνο «απλά να καθίσουμε».
Πρέπει απλά να «είμαστε εδώ», «απλά να καθόμαστε» παρατηρώντας τι συμβαίνει. Όταν αναδύονται σκέψεις πρέπει να τις αφήσουμε να φύγουν (επιστρέφοντας στο σώμα). Όταν παρουσιάζονται προσδοκίες ή επιδιώξεις, να τις αγνοούμε (επιστρέφοντας στο σώμα). Πρέπει «απλά να καθόμαστε».
Το να «είμαστε εδώ», στο σώμα, «απλά να καθόμαστε», είναι Διαλογισμός πάνω στο σώμα. Είμαστε εδώ, παρατηρούμε το σώμα (χωρίς σκέψεις, χωρίς ψυχολογικούς χρωματισμούς). Όταν οι δραστηριότητες, οι προσπάθειες λιγοστεύουν είμαστε σε διαλογιστική διαδικασία. Όταν «απλά είμαστε» χωρίς καμιά προσπάθεια έχει επιτευχθεί η Ενοποίηση της Ύπαρξης, της Ενοποιημένης Επίγνωσης που δεν διαχωρίζεται από το σώμα, όπου «η παρουσία του σώματος» υποχωρεί και απελευθερωνόμαστε από το σώμα… μια αίσθηση ελαφρότητας, απεραντοσύνης, που δεν διακόπτεται ακόμα κι όταν ενεργούμε με την ελάχιστη προσπάθεια, στον κόσμο.
Αυτή η «Κατάσταση» της Ενοποιημένης Ύπαρξης, της Επίγνωσης όπου, εμείς, το σώμα, τα αντικείμενα, απλά υπάρχουν, είναι μια «Κατάσταση» Άφεσης στην Ροή της Ζωής που μας πηγαίνει όπου υπάρχει ανάγκη, χωρίς «προσπάθεια», χωρίς ανησυχία, δεν διασπάται όταν πρέπει να ενεργήσουμε ή να δραστηριοποιηθούμε στον κόσμο. Απλά Αφηνόμαστε στην Ροή της Ζωής να μας Οδηγεί… Είμαστε Ένα με το Ρεύμα της Ζωής.
Χρειάζεται να το δοκιμάσουμε, να παρατηρήσουμε τι συμβαίνει… αν πραγματοποιείται, τι εμπόδια ή αναστολές υπάρχουν.. και να επανέλθουμε ξανά και ξανά, μέχρι να «επιτευχθεί».
Ασάνες
Υπάρχουν πέντε σημαντικές στάσεις (μέσα σε ένα σύνολο τουλάχιστον 84 στάσεων) για να πραγματοποιήσουμε το «απλά κάθομαι»:
Παντμασάνα, η Στάση του Λωτού,
Σιντασάνα
Σουκτασάνα
Σβαστικασάνα
Σαβασάνα, η Στάση του Νεκρού.
Η «Επίτευξη»
Η «πραγματοποίηση» του «απλά κάθομαι» - άσχετα πόση «προσπάθεια» ή «χρόνος» θα χρειαστεί – εκδηλώνεται με διάφορα αποτελέσματα, σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας της ύπαρξης μέσα στο σώμα. Η αισθητηριακή δραστηριότητα έχει «ακινητοποιηθεί» και δεν μας παρασύρει έξω από τον χώρο επίγνωσης που προσέχουμε. Η ψυχική ενέργεια που διοχετεύεται από το νοητικό κέντρο τον μετωπιαίο εγκέφαλο) μέσω του νευρικού συστήματος προς το σώμα έχει «σβήσει». Το νοητικό κέντρο «παραμένει σε προσοχή» - εδώ, τώρα – χωρίς να αποσπάται από μνήμες, σκέψεις, φαντασίες, οτιδήποτε. Αυτή η Κατάσταση Επίγνωσης του Ενοποιημένου Πεδίου, όπου απλά είμαστε εδώ, μας έχει μετατοπίσει στην Επίγνωση, στην Παρουσία, στην Κατάσταση Εγρήγορσης, εδώ, τώρα. Σε αυτή την Κατάσταση Επίγνωσης, διαλογιζόμενο υποκείμενο, διαλογισμός, αντικείμενο του διαλογισμού (που είναι το σώμα), είναι «ένα», ενοποιημένο πεδίο προσοχής, ύπαρξης, αντίληψης, ζωής. Όσο είμαστε σε διαδικασία ενοποίησης μπορεί αυτή η διαδικασία να διακοπεί. Όταν όμως φτάσουμε στην κατάσταση όπου η «προσπάθεια», η ψυχική ενέργεια που δραστηριοποιείται, σβήνει, ερχόμαστε σε μια Κατάσταση Εγρήγορσης που τίποτα πλέον δεν μπορεί να αλλοιώσει.
Η αίσθηση του σώματος έχει αμβλυνθεί. Η Επίγνωση έχει απελευθερωθεί από το σώμα και «χωρίς τα όρια του σώματος» έχουμε την «αίσθηση της απεραντοσύνης». Η Επίγνωση είναι απόλυτα κυρίαρχη του σώματος, αφού κατανοεί βαθιά ότι μόνον Αυτή διοχετεύει ενέργεια και κινεί το σώμα. Η παραμονή σε αυτή την Κατάσταση αποκαλύπτει ότι αυτή είναι η Φυσική Κατάσταση - Στάση – Ολοκλήρωσης, Πληρότητας, Ικανοποίησης, Πραγμάτωσης. Από εδώ (από αυτή την κατάσταση) «κινούμαστε» μόνο όταν υπάρχει ανάγκη, και το κάνουμε με Πλήρη Εγρήγορση. Όταν καθόμαστε καθόμαστε, όταν περπατάμε περπατάμε, όταν εργαζόμαστε εργαζόμαστε – χωρίς διασπάσεις.
Η «Δράση» με την ελάχιστη προσπάθεια
Όταν βγαίνουμε από την Κατάσταση Ισορροπίας, Εγρήγορσης, του «απλώς κάθομαι», ενεργούμε μόνο όπου είναι αναγκαίο και με τον πιο «σύντομο» τρόπο, από την πιο άμεση δράση. Αυτό γίνεται χωρίς να χανόμαστε στην σκέψη, χωρίς να παρασυρόμαστε από συναισθήματα και τάσεις: κάνουμε αυτό που φέρνει η ζωή μπροστά μας. Το να αφεθούμε στην Ζωή, στις ανάγκες της ζωής, το να ακολουθούμε πάντα τον δρόμο που μας «ανοίγεται», είναι ο μόνος ορθός τρόπος ζωής – η δράση χωρίς προσπάθεια.
«Απλά Κάθομαι»
ΑΣΑΝΑ είναι ένας όρος που συνήθως, οι αμαθείς, μεταφράζουν σαν «κάθισμα» (και πιο αναλυτικά κάθισμα για την άσκηση του διαλογισμού, κυρίως). Σημαίνει κάτι πολύ Βαθύτερο, Ευρύτερο, και πιο ουσιαστικό. Σημαίνει την «Κατάσταση» της Ησυχίας (του νου), της Ηρεμίας (της ψυχολογικής δραστηριότητας), και της «Ακινησίας» (του σώματος). Είναι το Πρώτο Βήμα προς την Ενοποίηση της Ύπαρξης. Η Αρχή (το Πρώτο Στάδιο) του Διαλογισμού.
Όταν είμαστε σε Εγρήγορση (ή ερχόμαστε σε Εγρήγορση με την συνειδητοποίηση), ότι είμαστε εμείς εδώ, παρόντες εδώ, στο σώμα. Είμαστε σε μια Θέση Ισορροπίας, όπου δεν καταβάλλεται καμία προσπάθεια, δεν διοχετεύεται ενέργεια προς το σώμα να το δραστηριοποιήσει, ή καταβάλει την ελάχιστη προσπάθεια. Μια τέτοια Κατάσταση Ακινησίας, το «απλά είμαι», το «απλά κάθομαι», είναι καταρχήν δύσκολο να επιτευχθεί. Ακόμα κι αν επιτευχθεί το «απλά κάθομαι» υπάρχουν ανάγκες στις οποίες θα πρέπει να ανταποκριθούμε… αν έχουμε συλλάβει το βαθύτερο νόημα του «απλά κάθομαι», τότε, όταν χρειάζεται να ενεργήσουμε, ενεργούμε με την ελάχιστη προσπάθεια και μόνο για ό,τι είναι απαραίτητο, για τις ανάγκες που αναδύονται κάθε στιγμή, είτε πρόκειται για ενέργειες μέσα στο σπίτι, είτε έξω στον κόσμο, στην εργασία, κλπ. Όταν μπορούμε ασκούμε το «απλά είμαι», «απλά κάθομαι», ακριβώς για να εμβαθύνουμε στο νόημά του και να ενεργούμε με την ελάχιστη προσπάθεια όταν χρειάζεται.
Ο Στόχος είναι να είμαστε εδώ χωρίς προσπάθεια, ή να καταβάλουμε μόνο την ελάχιστη-αναγκαία προσπάθεια, σε ό,τι χρειάζεται. Έτσι μαθαίνουμε να Πορευόμαστε σύμφωνα με την Ροή της Ζωής, σε εξωτερικό επίπεδο.
Ο άνθρωπος όμως δεν κάνει αυτό. Δεν είναι σε Εγρήγορση εδώ, Ενοποιημένος με το σώμα του (με τον κόσμο). Είναι Διασπασμένος σε εαυτό(εγώ) και σώμα, στο οποίο διοχετεύει ενέργεια για να υλοποιήσει σκοπούς που του θέτει η σκέψη, ή τον ωθούν οι ψυχολογικές καταστάσεις, ή του επιβάλλουν ου σωματικές υλικές «ανάγκες». Είμαστε σε διάσταση με το σώμα, με τον κόσμο, με τους άλλους, με τα αντικείμενα, διασκορπισμένοι σε πλήθος δραστηριότητες.
Η Άσκηση της Ενοποίησης σε αυτό το επίπεδο απαιτεί την Ενοποίησή μας με τα εξωτερικά πράγματα, το σώμα, τον κόσμο, τους άλλους, τα αντικείμενα. Ό,τι έχουμε πιο κοντινό είναι το σώμα μας (που είναι ο σύνδεσμός μας με τον κόσμο και τα πράγματα). Θα πρέπει λοιπόν να πραγματοποιήσουμε την Ενοποίηση με το σώμα, μαθαίνοντας «απλά να είμαστε», «απλά να καθόμαστε», χωρίς προσπάθεια, και κατ’ επέκταση μέσα από αυτή την γενική στάση-διάθεση, να ενεργούμε με την ελάχιστη προσπάθεια για τις ανάγκες της πρακτικής ζωής.
Αυτό θα γινόταν πιο εύκολα σε ένα χώρο, αφιερωμένο σε αυτόν τον εκπαιδευτικό σκοπό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να το κάνουμε παντού, σε οποιοσδήποτε συνθήκες.
Η Άσκηση του «Απλά κάθομαι»
«Απλά κάθομαι» λοιπόν σημαίνει να κάθομαι χωρίς προσπάθεια, χωρίς δραστηριότητες – χωρίς σκέψη, χωρίς επιθυμίες, χωρίς σωματική δραστηριότητα. Απλά να καθόμαστε φυσικά, ήρεμα – σαν να επιπλέουμε στη γη.
Η επίτευξη αυτής της κατάστασης μας απελευθερώνει από το σώμα, από την «παρουσία» του σώματος. Κι υπάρχει μια «ιδιαίτερη αίσθηση» που αποτελεί ένδειξη ότι έχει επιτευχθεί αυτή η κατάσταση. Το ερώτημα που αναδύεται στον συνηθισμένο άνθρωπο είναι: «Ωραία, πως το κάνω»;… Δεν υπάρχει «πως». Απλά το κάνεις. Κάθεσαι κάτω και το κάνεις. Το «πως» (το ερώτημα) γίνεται από την σκέψη που θέλει να «καθοδηγήσει» το σώμα, να κάνει κάτι, ενώ το ζητούμενο είναι να το κάνουμε χωρίς την παρέμβαση του νου, χωρίς προσδοκίες ή σκοπιμότητες, τελείως ελεύθερα, απλά να καθίσουμε. Δεν μας «ζητείται» τίποτα, ούτε να σκεφτούμε, ούτε να προβληματιστούμε, ούτε να καταβάλουμε κάποια προσπάθεια, παρά μόνο «απλά να καθίσουμε».
Πρέπει απλά να «είμαστε εδώ», «απλά να καθόμαστε» παρατηρώντας τι συμβαίνει. Όταν αναδύονται σκέψεις πρέπει να τις αφήσουμε να φύγουν (επιστρέφοντας στο σώμα). Όταν παρουσιάζονται προσδοκίες ή επιδιώξεις, να τις αγνοούμε (επιστρέφοντας στο σώμα). Πρέπει «απλά να καθόμαστε».
Το να «είμαστε εδώ», στο σώμα, «απλά να καθόμαστε», είναι Διαλογισμός πάνω στο σώμα. Είμαστε εδώ, παρατηρούμε το σώμα (χωρίς σκέψεις, χωρίς ψυχολογικούς χρωματισμούς). Όταν οι δραστηριότητες, οι προσπάθειες λιγοστεύουν είμαστε σε διαλογιστική διαδικασία. Όταν «απλά είμαστε» χωρίς καμιά προσπάθεια έχει επιτευχθεί η Ενοποίηση της Ύπαρξης, της Ενοποιημένης Επίγνωσης που δεν διαχωρίζεται από το σώμα, όπου «η παρουσία του σώματος» υποχωρεί και απελευθερωνόμαστε από το σώμα… μια αίσθηση ελαφρότητας, απεραντοσύνης, που δεν διακόπτεται ακόμα κι όταν ενεργούμε με την ελάχιστη προσπάθεια, στον κόσμο.
Αυτή η «Κατάσταση» της Ενοποιημένης Ύπαρξης, της Επίγνωσης όπου, εμείς, το σώμα, τα αντικείμενα, απλά υπάρχουν, είναι μια «Κατάσταση» Άφεσης στην Ροή της Ζωής που μας πηγαίνει όπου υπάρχει ανάγκη, χωρίς «προσπάθεια», χωρίς ανησυχία, δεν διασπάται όταν πρέπει να ενεργήσουμε ή να δραστηριοποιηθούμε στον κόσμο. Απλά Αφηνόμαστε στην Ροή της Ζωής να μας Οδηγεί… Είμαστε Ένα με το Ρεύμα της Ζωής.
Χρειάζεται να το δοκιμάσουμε, να παρατηρήσουμε τι συμβαίνει… αν πραγματοποιείται, τι εμπόδια ή αναστολές υπάρχουν.. και να επανέλθουμε ξανά και ξανά, μέχρι να «επιτευχθεί».
Ασάνες
Υπάρχουν πέντε σημαντικές στάσεις (μέσα σε ένα σύνολο τουλάχιστον 84 στάσεων) για να πραγματοποιήσουμε το «απλά κάθομαι»:
Παντμασάνα, η Στάση του Λωτού,
Σιντασάνα
Σουκτασάνα
Σβαστικασάνα
Σαβασάνα, η Στάση του Νεκρού.
Η «Επίτευξη»
Η «πραγματοποίηση» του «απλά κάθομαι» - άσχετα πόση «προσπάθεια» ή «χρόνος» θα χρειαστεί – εκδηλώνεται με διάφορα αποτελέσματα, σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας της ύπαρξης μέσα στο σώμα. Η αισθητηριακή δραστηριότητα έχει «ακινητοποιηθεί» και δεν μας παρασύρει έξω από τον χώρο επίγνωσης που προσέχουμε. Η ψυχική ενέργεια που διοχετεύεται από το νοητικό κέντρο τον μετωπιαίο εγκέφαλο) μέσω του νευρικού συστήματος προς το σώμα έχει «σβήσει». Το νοητικό κέντρο «παραμένει σε προσοχή» - εδώ, τώρα – χωρίς να αποσπάται από μνήμες, σκέψεις, φαντασίες, οτιδήποτε. Αυτή η Κατάσταση Επίγνωσης του Ενοποιημένου Πεδίου, όπου απλά είμαστε εδώ, μας έχει μετατοπίσει στην Επίγνωση, στην Παρουσία, στην Κατάσταση Εγρήγορσης, εδώ, τώρα. Σε αυτή την Κατάσταση Επίγνωσης, διαλογιζόμενο υποκείμενο, διαλογισμός, αντικείμενο του διαλογισμού (που είναι το σώμα), είναι «ένα», ενοποιημένο πεδίο προσοχής, ύπαρξης, αντίληψης, ζωής. Όσο είμαστε σε διαδικασία ενοποίησης μπορεί αυτή η διαδικασία να διακοπεί. Όταν όμως φτάσουμε στην κατάσταση όπου η «προσπάθεια», η ψυχική ενέργεια που δραστηριοποιείται, σβήνει, ερχόμαστε σε μια Κατάσταση Εγρήγορσης που τίποτα πλέον δεν μπορεί να αλλοιώσει.
Η αίσθηση του σώματος έχει αμβλυνθεί. Η Επίγνωση έχει απελευθερωθεί από το σώμα και «χωρίς τα όρια του σώματος» έχουμε την «αίσθηση της απεραντοσύνης». Η Επίγνωση είναι απόλυτα κυρίαρχη του σώματος, αφού κατανοεί βαθιά ότι μόνον Αυτή διοχετεύει ενέργεια και κινεί το σώμα. Η παραμονή σε αυτή την Κατάσταση αποκαλύπτει ότι αυτή είναι η Φυσική Κατάσταση - Στάση – Ολοκλήρωσης, Πληρότητας, Ικανοποίησης, Πραγμάτωσης. Από εδώ (από αυτή την κατάσταση) «κινούμαστε» μόνο όταν υπάρχει ανάγκη, και το κάνουμε με Πλήρη Εγρήγορση. Όταν καθόμαστε καθόμαστε, όταν περπατάμε περπατάμε, όταν εργαζόμαστε εργαζόμαστε – χωρίς διασπάσεις.
Η «Δράση» με την ελάχιστη προσπάθεια
Όταν βγαίνουμε από την Κατάσταση Ισορροπίας, Εγρήγορσης, του «απλώς κάθομαι», ενεργούμε μόνο όπου είναι αναγκαίο και με τον πιο «σύντομο» τρόπο, από την πιο άμεση δράση. Αυτό γίνεται χωρίς να χανόμαστε στην σκέψη, χωρίς να παρασυρόμαστε από συναισθήματα και τάσεις: κάνουμε αυτό που φέρνει η ζωή μπροστά μας. Το να αφεθούμε στην Ζωή, στις ανάγκες της ζωής, το να ακολουθούμε πάντα τον δρόμο που μας «ανοίγεται», είναι ο μόνος ορθός τρόπος ζωής – η δράση χωρίς προσπάθεια.
Ο σωστός καυγάς είναι τέχνη
Ανέκαθεν φοβόμουν τις σιωπές, ειδικά εκείνες που ακολουθούν μια μεγάλη έκρηξη. Eν αντιθέσει με τις πρώτες, τις εκρήξεις, δεν τις φοβόμουν ποτέ. Σα να τις προκαλούσα, σχεδόν εθιστικά, όταν ένιωθα ότι τα νερά παραμένουν για καιρό λιμνάζοντα. Κάπως έτσι, πιανόμουν στην πρώτη αφορμή ή ακόμη και επινοούσα κάποια, ώστε να κάνω τα θεμέλια να τρίξουν λίγο.
Να τρίξουν, ίσα για να ταρακουνηθούν, όχι όμως να ραγίσουν.
Ήταν ένας παρακινδυνευμένος, δικός μου τρόπος, να ελέγξω τη δυναμική του οικοδομήματος. Την αντοχή του.
Να καταλάβω αν θα διαλυθεί στα τέσσερα ρίχτερ, στα έντεκα ή σε ένα απλό αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Και πέσανε πολλά με τους λεβάντηδες και τους μπάτηδες. Κατακαλόκαιρα συνήθως, τότε που οι άνθρωποι, δεν έχουν χώρο στο νησί για συγκαταβάσεις.
Στη θεωρία μου, ωστόσο, έξω δεν έπεσα ακόμη. Μπορεί να 'χω μειώσει τις στιγμές που θα επινοήσω ζήτημα προς επίλυση, όπως έχουν μειωθεί και 'κεινες που θ' ανέβω σε μοτοσυκλέτα χωρίς κράνος.
Όταν όμως μου δοθεί η ευκαιρία για μια έντονη διαφωνία, δε θα την αφήσω.
Όπως δε θα αφήσω και τη βόλτα με τη μηχανή, αν είμαι εφοδιασμένη.
Το μόνο σίγουρο είναι, πως ένας σωστός καυγάς, προϋποθέτει ταλέντο. Και αγάπη. Είναι λοιπόν τέχνη.
Ταλέντο, για να διατηρήσεις τα κεκτημένα σου, για να υπερασπιστείς τα δικαιώματά σου, για να μη φιμώσεις τις έσω φωνές σου.
Όμως και για να μην καταπατήσεις του άλλου. Για να μην επιτρέψεις στις φωνές, να οργιάσουν ανεξέλεγκτα.
Για να μην γίνεις εσύ τα έντεκα ρίχτερ.
Αγάπη για να θυμάσαι εκείνη τη στιγμή, πως ο άλλος είναι συνοδοιπόρος σου και όχι αντίπαλος.
Για να επιλέξεις να μπεις στα παπούτσια του.
Για να κάνεις πέρα τον εγωισμό σου, μετά την έκρηξη και να του χαϊδέψεις τα μαλλιά.
Αγάπη, για να μην ανοίξεις την πόρτα στις σιωπές.
Ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω όσους κλείνουν τηλέφωνα, κλειδαμπαρώνονται σε σπίτια, εξαφανίζονται, αποζητούν χρόνο, τρώνε επί μέρες αμίλητοι.
Πρόβα χωρισμού, σου λένε. Τι να την κάνεις την πρόβα;
Αν θες να χωρίσεις, τι να τον κάνεις τον καυγά, έτσι και αλλιώς;
Ούτε μια φορά δεν έχω χωρίσει καυγαδίζοντας. Αν δεν κλαις, αν δε φωνάζεις, αν δε θυμώνεις, με απώτερο στόχο την ενδυνάμωσή του «μαζί», τότε προς τι ο οδυρμός και η οργή Κυρίου;
Και αν δε σκουπίζεις ο ίδιος τα δάκρυα του άλλου, αν δε γίνεις το αυτί που θα τον ακούσει, αν δεν ενισχύσετε οι δύο το μπετόν του οικοδομήματος σας, τότε προς τι η διατήρησή του;
«Ακόμη και τη στιγμή που ωρυόμαστε, σ'αγαπώ», άκουσε κάποια στιγμή το δικό μου αυτί, μετά από μια έκρηξη γιγατόνων.
Και το άκουσε δυνατότερα απ' όλα.
Ο σωστός καυγάς είναι τέχνη. Είναι τέχνη το πριν, είναι το κατά τη διάρκεια, είναι το μετά.
Όταν εξουθενωμένοι και οι δύο από την κούραση, κοιτάτε το ταβάνι, με μια ηλεκτρισμένη αμηχανία πάνω απ'τα κεφάλια σας.
Όταν δειλά, πλησιάσουν τα χέρια.
Όταν αρχίσετε να ξεκαρδίζεστε με τα προ ολίγου κατορθώματά σας.
Όταν κοιμηθείτε σε πιο σφιχτή αγκαλιά. Και όταν ξυπνήσετε στην ίδια ακριβώς θέση.
Να τρίξουν, ίσα για να ταρακουνηθούν, όχι όμως να ραγίσουν.
Ήταν ένας παρακινδυνευμένος, δικός μου τρόπος, να ελέγξω τη δυναμική του οικοδομήματος. Την αντοχή του.
Να καταλάβω αν θα διαλυθεί στα τέσσερα ρίχτερ, στα έντεκα ή σε ένα απλό αιγαιοπελαγίτικο αεράκι. Και πέσανε πολλά με τους λεβάντηδες και τους μπάτηδες. Κατακαλόκαιρα συνήθως, τότε που οι άνθρωποι, δεν έχουν χώρο στο νησί για συγκαταβάσεις.
Στη θεωρία μου, ωστόσο, έξω δεν έπεσα ακόμη. Μπορεί να 'χω μειώσει τις στιγμές που θα επινοήσω ζήτημα προς επίλυση, όπως έχουν μειωθεί και 'κεινες που θ' ανέβω σε μοτοσυκλέτα χωρίς κράνος.
Όταν όμως μου δοθεί η ευκαιρία για μια έντονη διαφωνία, δε θα την αφήσω.
Όπως δε θα αφήσω και τη βόλτα με τη μηχανή, αν είμαι εφοδιασμένη.
Το μόνο σίγουρο είναι, πως ένας σωστός καυγάς, προϋποθέτει ταλέντο. Και αγάπη. Είναι λοιπόν τέχνη.
Ταλέντο, για να διατηρήσεις τα κεκτημένα σου, για να υπερασπιστείς τα δικαιώματά σου, για να μη φιμώσεις τις έσω φωνές σου.
Όμως και για να μην καταπατήσεις του άλλου. Για να μην επιτρέψεις στις φωνές, να οργιάσουν ανεξέλεγκτα.
Για να μην γίνεις εσύ τα έντεκα ρίχτερ.
Αγάπη για να θυμάσαι εκείνη τη στιγμή, πως ο άλλος είναι συνοδοιπόρος σου και όχι αντίπαλος.
Για να επιλέξεις να μπεις στα παπούτσια του.
Για να κάνεις πέρα τον εγωισμό σου, μετά την έκρηξη και να του χαϊδέψεις τα μαλλιά.
Αγάπη, για να μην ανοίξεις την πόρτα στις σιωπές.
Ποτέ δε μπόρεσα να καταλάβω όσους κλείνουν τηλέφωνα, κλειδαμπαρώνονται σε σπίτια, εξαφανίζονται, αποζητούν χρόνο, τρώνε επί μέρες αμίλητοι.
Πρόβα χωρισμού, σου λένε. Τι να την κάνεις την πρόβα;
Αν θες να χωρίσεις, τι να τον κάνεις τον καυγά, έτσι και αλλιώς;
Ούτε μια φορά δεν έχω χωρίσει καυγαδίζοντας. Αν δεν κλαις, αν δε φωνάζεις, αν δε θυμώνεις, με απώτερο στόχο την ενδυνάμωσή του «μαζί», τότε προς τι ο οδυρμός και η οργή Κυρίου;
Και αν δε σκουπίζεις ο ίδιος τα δάκρυα του άλλου, αν δε γίνεις το αυτί που θα τον ακούσει, αν δεν ενισχύσετε οι δύο το μπετόν του οικοδομήματος σας, τότε προς τι η διατήρησή του;
«Ακόμη και τη στιγμή που ωρυόμαστε, σ'αγαπώ», άκουσε κάποια στιγμή το δικό μου αυτί, μετά από μια έκρηξη γιγατόνων.
Και το άκουσε δυνατότερα απ' όλα.
Ο σωστός καυγάς είναι τέχνη. Είναι τέχνη το πριν, είναι το κατά τη διάρκεια, είναι το μετά.
Όταν εξουθενωμένοι και οι δύο από την κούραση, κοιτάτε το ταβάνι, με μια ηλεκτρισμένη αμηχανία πάνω απ'τα κεφάλια σας.
Όταν δειλά, πλησιάσουν τα χέρια.
Όταν αρχίσετε να ξεκαρδίζεστε με τα προ ολίγου κατορθώματά σας.
Όταν κοιμηθείτε σε πιο σφιχτή αγκαλιά. Και όταν ξυπνήσετε στην ίδια ακριβώς θέση.
Η ζωή δεν είναι όνειρο, αλλά μπορεί να γίνει
Τι θα ονειρευτεί το ανεξιχνίαστο μέλλον;
Θα ονειρευτεί ότι ο Αλόνσο Κιχάνο μπορεί να γίνει Δον Κιχώτης χωρίς να εγκαταλείψει το χωριό του και τα βιβλία του.
Θα ονειρευτεί πως μια βραδιά του Οδυσσέα μπορεί να είναι πιο πλούσια από το ποίημα που θ’ αφηγηθεί τους άθλους του.
Θα ονειρευτεί ανθρώπινες γενεές που δε θ’ αναγνωρίζουν το όνομα Οδυσσέας.
Θα ονειρευτεί όνειρα πιο συγκεκριμένα απ’ τη σημερινή αγρύπνια.
Θα ονειρευτεί ότι θα μπορούμε να κάνουμε θαύματα αλλά δε θα τα κάνουμε, γιατί θα ‘ναι πιο πραγματικό να τα φανταζόμαστε.
Θα ονειρευτεί κόσμους τόσο έντονους, ώστε το τραγούδι ενός και μόνο απ’ τα πουλιά του θα μπορούσε να σκοτώσει.
Θα ονειρευτεί πως η λήθη και η μνήμη μπορεί να είναι πράξεις εκούσιες και όχι επιθέσεις ή δωρεές της τύχης.
Θα ονειρευτεί πως θα μπορούμε να βλέπουμε με όλο μας το σώμα, όπως το ήθελε ο Μίλτον στο σκοτάδι αυτών των εύθραυστων σφαιρών, των οφθαλμών.
Θα ονειρευτεί έναν κόσμο δίχως μηχανές και δίχως αυτή τη θλιβερή μηχανή, το σώμα.
Η ζωή δεν είναι όνειρο, γράφει ο Νοβάλις, αλλά μπορεί να γίνει.
Θα ονειρευτεί ότι ο Αλόνσο Κιχάνο μπορεί να γίνει Δον Κιχώτης χωρίς να εγκαταλείψει το χωριό του και τα βιβλία του.
Θα ονειρευτεί πως μια βραδιά του Οδυσσέα μπορεί να είναι πιο πλούσια από το ποίημα που θ’ αφηγηθεί τους άθλους του.
Θα ονειρευτεί ανθρώπινες γενεές που δε θ’ αναγνωρίζουν το όνομα Οδυσσέας.
Θα ονειρευτεί όνειρα πιο συγκεκριμένα απ’ τη σημερινή αγρύπνια.
Θα ονειρευτεί ότι θα μπορούμε να κάνουμε θαύματα αλλά δε θα τα κάνουμε, γιατί θα ‘ναι πιο πραγματικό να τα φανταζόμαστε.
Θα ονειρευτεί κόσμους τόσο έντονους, ώστε το τραγούδι ενός και μόνο απ’ τα πουλιά του θα μπορούσε να σκοτώσει.
Θα ονειρευτεί πως η λήθη και η μνήμη μπορεί να είναι πράξεις εκούσιες και όχι επιθέσεις ή δωρεές της τύχης.
Θα ονειρευτεί πως θα μπορούμε να βλέπουμε με όλο μας το σώμα, όπως το ήθελε ο Μίλτον στο σκοτάδι αυτών των εύθραυστων σφαιρών, των οφθαλμών.
Θα ονειρευτεί έναν κόσμο δίχως μηχανές και δίχως αυτή τη θλιβερή μηχανή, το σώμα.
Η ζωή δεν είναι όνειρο, γράφει ο Νοβάλις, αλλά μπορεί να γίνει.
ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ
Είναι κοινά αποδεκτό ότι στους αρχαίους πολιτισμούς οι μυστηριακές τελετές, ήταν πολύ σημαντικές τόσο για την τόνωση του θρησκευτικού συναισθήματος, όσο και για την διεύρυνση των πνευματικού ορίζοντα των υποψηφίων προς μύηση σε αυτά, όπως η μαρτυρία του Πίνδαρου μας αποκαλύπτει:
"Ευτυχής εκείνος ο οποίος αφού είδε αυτό το θέαμα, κατέρχεται στα βάθη της Γης. Γνωρίζει το τέλος της ζωής, γνωρίζει την Θεία πηγή".
Τα αρχαιότερα μυστήρια στην αρχαία Ελλάδα, ίσως ήταν τα Κρητομινωικά, τα οποία επηρέασαν τα μετέπειτα Καβείρια, τα Διονυσιακά-Ορφικά, και τα Ελευσίνια. Η "εσωτερική" διδασκαλία των Καβείριων μυστηρίων ήταν "η γέννηση του ανθρώπου", ενώ των Ελευσίνιων (εκ του "ελεύω"-ελευθερώνομαι) η συμβολική παράσταση της ψυχής, της καθόδου της στην ύλη, μετά την ανάληψη της και την επιστροφή της στην αιώνια ζωή. Η δομή των μυστηρίων βασιζόταν σε τρία στοιχεία: τον μύθο, την τελετή, και την μύηση, ενώ επτά ήταν κυρίως τα στάδια ή οι βαθμίδες που οδηγούσαν στην ολοκλήρωση της μύησης στα μυητικά συστήματα: Καθαρμός, Χρίσμα, Περιβολή, Ιερός λόγος, Ενθρονισμός, Ιερογαμία, Εποπτεία. (Στην Χριστιανική εκκλησία αντιστοιχούν στο Βάπτισμα, Χρίσμα, Εξομολόγηση, Θεία ευχαριστία, Ιεροσύνη, Γάμος, Ευχέλαιο). Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε φως στα Καβείρεια μυστήρια, για τα οποία σώζονται πολύ λίγες μόνο πληροφορίες, ήδη από τα παλαιά ακόμη χρόνια. Ο Στράβων, γράφει σχετικά με τις λίγες πληροφορίες που γνώριζαν την εποχή του:
"Διά τους εν Σαμοθράκη τιμωμένους Θεούς πολλοί έχουν είπει ότι είναι οι Κάβειροι οι ίδιοι, αλλ' ούτε αυτοί οι ειπόντες τούτο, ημπορούν να μας είπουν οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι".
Η αρχή τέλεσης των Καβειρίων μυστηρίων χάνεται στα βάθη της Ελληνικής προϊστορίας. Οι γνώμες των αρχαίων πηγών διίστανται. 'Αλλοι όπως ο Ηρόδοτος, υποστηρίζουν ότι η λατρεία των Καβείρων ήταν αυτόχθων μυστηριακή λατρεία των Πελασγών, ενώ άλλοι όπως ο Στησίμβροτος που καταγόταν από την Θάσο, υποστηρίζουν η λατρεία τους εισήχθη στον Ελλαδικό χώρο από την Ανατολή. Συγκεκριμένα ο Ηρόδοτος γράφει για την προέλευση των μυστηρίων:
"Αυτά και πολλά άλλα τα οποία εγώ θα υπομνήσω παρέλαβαν οι Έλληνες παρά των Αιγυπτίων, ότι Δε τα αγάλματα του Ερμού έχουν τα αιδοία ορθά, τούτο δεν το έμαθον παρά των Αιγυπτίων, αλλά παρά των Πελασγών μεν το έμαθον πρώτοι εξ όλων των Ελλήνων οι Αθηναίοι, παρά τούτων Δε οι άλλοι Έλληνες. Κατά την εποχήν Δε, καθ' ην ήδη οι Αθηναίοι ελογίζοντο μεταξύ των Ελλήνων, μετώκησαν εις την Αττικήν ως σύνοικοι οι Πελασγοί, και έκτοτε ήρχισαν να θεωρούνται ως Έλληνες. Εκείνος Δε, ο οποίος έχει μυηθή εις τα μυστήρια των Καβείρων, τα οποία επιτελούν οι Σαμοθράκες παραλαβόντες παρά των Πελασγών, αυτός θα καταλάβει τι θέλω να είπω με τα λόγια μου. Διότι την Σαμοθράκην κατώκουν προηγουμένως αυτοί οι Πελασγοί, οι οποίοι έγιναν σύνοικοι με τους Αθηναίους, παρ' αυτών Δε παρέλαβον τα μυστήρια οι Σαμοθράκες. Των οποίων τα αγάλματα του Ερμού, του να έχουν ορθά τα αιδοία έμαθον εκ των Ελλήνων παρά των Πελασγών πρώτοι οι Αθηναίοι. Περί τούτου παραδίδεται κάποιος Ιερός Λόγος, ο οποίος αποκαλύπτεται εις τα εν Σαμοθράκη μυστήρια."
Μια σημαντική πληροφορία μας έχει διασώσει ο Χριστιανός συγγραφέας Ιππόλυτος (2ος μ.χ αιώνα).
"Διότι οι Σαμοθράκες σαφώς ονομάζουν τον τιμώμενο παρ' αυτών εις τα μυστήρια, τα οποία επιτελούν, τον Αδάμα τον αρχικόν άνθρωπον. Υπάρχουν Δε εις το ιερόν της Σαμοθράκης δυο αγάλματα γυμνών ανθρώπων, εχόντων και τας χείρας τεταμένας άνω προς τον ουρανόν και τους φαλλούς εστραμένους προς τα άνω, όπως έχει και το εν Κυλλήνη άγαλμα του Ερμού, τα προειρημένα αγάλματα είναι εικόνες του αρχανθρώπου και του αναγενωμένου πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος είναι κατά πάντα ομοούσιος προς εκείνον τον άνθρωπον.."
Το σίγουρο είναι ότι όταν οι πρώτοι Αχαιοί το 2200 π.Χ. κατέγραψαν στον κατάλογο των θεοτήτων τα ονόματα του Δία, της Εκάτης, του Απόλλωνα και των Καβείρων. Στην λατρεία των Καβείριων μυστηρίων πρωτεύοντα ρόλο έπαιζε το Πυρ, από όπου φαίνεται ότι πήραν και το όνομα τους από την ρίζα της λέξης κάειν-καίω ΚάFειροι. Η λατρεία των Καβείρων σχετίζονταν με τον Ήφαιστο τον Θεό της φωτιάς, αλλά και των τεχνών από τον οποίο ο Προμηθέας έκλεψε το πυρ για να το παραδώσει στους ανθρώπους. Τα Καβείρεια τελούνταν κυρίως στην Σαμοθράκη την Λήμνο την Ίμβρο, αλλά και στην Θράκη, στην Μακεδονία, καθώς και στην Βοιωτία. Ο Όμηρος, ονομάζει την Σαμοθρακη "ιερά χώρα".
"Ζαθέη Σαμοθράκη ένθα και όργια φρικτά Θεών άρρητα βροτοΐσιν". (Σεπτή και αγιωτάτη Σαμοθράκη όπου τελετές που προκαλούν ρίγος φόβου γίνονται για χάρη των θεών, οι όποιες είναι απόρρητες στους κοινούς θνητούς).
Η λατρεία τους στη Λήμνο σχετίζεται με την προστασία των τεχνιτών και της τεχνολογίας γενικότερα, ενώ στη Θήβα έχει ένα γεωργικό και μυητικό χαρακτήρα για τους εφήβους. Οι επιφανέστεροι των Ελλήνων λέγεται ότι είχαν μυηθεί στα Καβείρεια μυστήρια . Κάποιοι εξ αυτών ήταν ο Αγαμέμνων, ο Οδυσσέας αλλά και άλλοι Έλληνες που έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, επίσης σύμφωνα με την μυθολογία ο Ορφέας, ο Ηρακλής ο Ιάσων, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης και οι αρχηγοί της Αργοναυτικής εκστρατείας είχαν μυηθεί στα μυστήρια των Καβείρων στην Σαμοθράκη. Ο Βασιλιάς Φίλιππος ήταν μυημένος στα μυστήρια της Σαμοθράκης, όπου και γνώρισε την Ολυμπιάδα την μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ήταν και ιέρεια των Καβείρων. Φυσικά και ο Μέγας Αλέξανδρος μυήθηκε στα Καβείρια Μυστήρια, όπως και ο Ηρόδοτος αλλά και ο Πυθαγόρας.
"Αμύητον μη εισιέναι".
Ο Πλούταρχος γράφει για τις απόρρητες πληροφορίες που γνώριζε αλλά δεν μπορούσε να αποκαλύψει;
"Οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι και όποια τινά μυστήρια τελούν εις την Μητέρα Ρέαν θα ζητήσω συγγνώμη από τους φιλομαθείς διά την σιωπήν μου αυτήν. Οποία δε η παρακαταθήκη και τα εις αυτήν τελούμενα δεν μοι επιτρέπεται να γράψω".
Σε αντίθεση με τα Ελευσίνια μυστήρια, στα Καβείρια μυστήρια, επιτρεπόταν η συμμετοχή ατόμων αδιαφόρως εθνότητας, ηλικίας, κοινωνικού αξιώματος και φύλου. Με τη μύησή τους αναλάμβαναν ηθικές και κοινωνικές υποχρεώσεις κι' ο Διόδωρος ο Σικελιώτης λέει ότι:
"οι μυούμενοι εγίνοντο ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντα καλλίτεροι".
Ποιοι και πόσοι ήταν όμως οι Κάβειροι, τι συμβόλιζαν και τι λάμβανε μέρος στις μυστηριακές αυτές τελετές; Όσον αναφορά τον συμβολισμό τους, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης 1ος αι. μ. Χ. αναφέρει ότι οι Κάβειροι θεωρούνταν η προσωποποίηση της αθανασίας της ψυχής. Φαίνεται επίσης ότι συμφωνούν οι αρχαίες πηγές στο ότι γεννήθηκαν στην Λήμνο. Ο Πίνδαρος αναφέρει σχετικά:
"... τον εκ Αγίας Λήμνου γεννηθέντα Κάβειρον ",
ενώ και ο Ησύχιος στο λεξικό του αναφέρει:
" Κάβειροι, καρκίνοι Πάνυ Δε τιμώνται ούτοι εν Λήμνω ως Θεοί. Λέγονται Δε είναι Ηφαίστου παίδες".
Στη Λήμνο πίστευαν ότι ο πρώτος άνθρωπος της γης υπήρξε ο Κάβειρος, τον οποίο γέννησε η Λήμνος με απόρρητες ιερές τελετές. Γενικά αποφεύγονταν η χρήση των ονομάτων των Καβείρων, ονομάζονταν γενικά Μεγάλοι Θεοί. Στις επιγραφές που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές πάντοτε ονομάζονται Μεγάλοι Θεοί ή 'Ανακτες και ποτέ με το όνομα τους Στη Λήμνο τους ονόμαζαν επίσης και Καρκίνους.
Όσον αναφορά τον αριθμό τους και το ποιοι ήταν δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι Κάβειροι ήσαν ένας ή τρεις ή τέσσερις ή επτά ή και περισσότεροι.. Το πιο πιθανό είναι ως Πελασγικής προέλευσης ο πρώτος τους χαρακτήρας κατά την απώτατη αυτή εποχή να ήταν χθόνιος και συνδέονται με τη λατρεία της μεγάλης Μητέρας Φύσης και τη γονιμότητα της γης, όπως και στα Κρητικά μυστήρια. Η Μεγάλη Μητέρα, η μητέρα γη, λεγόταν Αξίερος. Αργότερα ταυτίστηκε με την Δήμητρα . Η μορφή της, εικονίζονταν στα νομίσματα της Σαμοθράκης ανάμεσα σε δυο λιοντάρια. Μαζί με την Μεγάλη Μητέρα λατρεύονταν και ο σύζυγός της, ο θεός Καδμίλος, που πολλές φορές ταυτίζονταν με τον Ερμή. Είχαν και οι δύο τα ίδια "ιερά" σύμβολα , όπως τον κριό ως "ιερό ζώο" που συμβόλιζε την γονιμοποιό δύναμη και τον αρχηγό ποιμένα, καθώς και το φιδοκέφαλο κηρύκειο του, και τα οποία βρέθηκαν χαραγμένα σε νομίσματα και σε επιγραφές.
Ο Φερεκύδης καθώς και ο Ηρόδοτος τους αναφέρουν τους Κάβειρους, ως γιους του Ηφαίστου. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη μητέρα των Καβείρων ήταν η θυγατέρα του Πρωτέως και της Αγχινόης Καβείρη ή Καβειρώ και απόκτησε από τον Ήφαιστο τρία αγόρια και τρία κορίτσια, τους Καβείρους και τις Καβειρίδες. Ο Αθηνίωνας (συγγραφέας του 1ου αι. μ. Χ.) αναφέρει ότι οι Κάβειροι ήταν δυο, ο Ιασίων και ο Δάρδανος γιοι του Δια και της θυγατέρας του Άτλαντα Ηλέκτρας. Ο Διονυσόδωρος, (συγγραφέας του 3ου αι. π. Χ.) αναφέρει ότι υπήρχαν δυο ζεύγη Καβείρων ο Αξιόκερσος, η Αξίερος, ο Καδμίλος ή Κασμίλος και η Αξιόκερσα, οι οποίοι αργότερα ταυτίστηκαν με τον Πλούτωνα, την Δήμητρα, τον Ερμή και την Περσεφόνη. Σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους ήσαν παιδιά ή εγγόνια του Ηφαίστου. Ο Ήφαιστος με την Καβειρώ, κόρη του Πρωτέα, έκανε τρεις γιους, τους Καβείρους και τρεις κόρες, τις νύμφες Καβειρίδες ή σύμφωνα με άλλους μύθους ο Ήφαιστος με την Καβειρώ γέννησαν τον Καδμίλο, από τον οποίο προήλθαν οι τρεις αρσενικοί και οι τρεις θηλυκοί Κάβειροι Κατά μια άλλη εκδοχή της μυθολογίας ο Ήφαιστος από την Καβείρη απόκτησε μόνο τον Καδμίλο και ότι οι Κάβειροι και οι Καβειρίδες είναι παιδιά του.
Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο κάθε χρόνο και σε ορισμένο χρόνο στην Λήμνο κατά την διάρκεια των εορτών των τελετών, έσβηναν όλα τα Φώτα στο νησί επί εννέα ημέρες, μέχρι να έρθει με πλοίο από την Δήλο το νέο πυρ. Γι αυτό τον λόγο και η λαμπάδα ήταν το σύμβολο των Καβείρων. Συνήθως η γιορτή γινόταν από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο. Η τελετή μύησης γινόταν νύχτα υπό το φως των δαυλών. Το αξίωμα των ιερέων ήταν κληρονομικό, και ονομάζονταν Καδμίλοι . Πριν την μύηση γινόταν εξομολόγηση του υποψήφιου μύστη από τον ειδικό ιερέα που ονομάζονταν "Κόης". Μας σώζεται μία ενδιαφέρουσα ιστορία μάλιστα από την διαδικασία της εξομολόγησης. Ο Λύσανδρος είχε πάει στην Σαμοθράκη για να πάρει μέρος στα Καβείρεια μυστήρια. Ο ιερέας που εξομολογούσε τους πιστούς, του ζήτησε να μαρτυρήσει το μεγαλύτερο αμάρτημα του. Ο Λύσανδρος τότε τον ρώτησε "εσύ ή οι Θεοί θέλουν να το μάθουν";,
και ο ιερέας του απάντησε οι Θεοί, και τότε ο Λακεδαιμόνιος του απάντησε:
"εσύ φύγε από εδώ, και εάν με ρωτήσουν οι Θεοί θα τους το πω.."
Οι υποψήφιοι μύστες προχωρούσαν κρατώντας δαυλούς που συμβόλιζαν το εσωτερικό φως που διώχνει το σκοτάδι της άγνοιας και της ύλης. Σε ανασκαφές βρέθηκαν πολλές θέσεις για τοποθέτηση των δαδιών στους τοίχους του Ιερού, αλλά και το γράμμα "Θ" δηλωτικό των Μεγάλων Θεών Ο μυούμενος οδηγούνταν να καθίσει σε έναν θρόνο, όπου πραγματοποιούνταν σε αυτόν η δοκιμασία και η διδασκαλία. Η τελετή αυτή ονομαζόταν "θρονισμός". Ο Πλούταρχος αναφέρει σχετικά για αυτή την φάση της τελετής.
"Καθάπερ ειώθασιν εν τω καλουμένω θρονισμώ καθίσαντες τους μυουμένους οι τελούντες κύκλω περιχορεύειν".
Του φορούσαν στο κεφάλι στεφάνι από κλαδί ελιάς και μια κόκκινη ταινία στην μέση του, την οποία θα έφερε μαζί του στην υπόλοιπη ζωή του, ενδεικτική της μυήσεώς του. Μπροστά στον θρόνο έκαιγε πυρά γύρω από την οποία οι ιερείς έψελναν με ακατανόητες λέξεις για τον μυούμενο τους Ιερούς ύμνους, μετά χόρευαν χορούς υπό τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών. Ύστερα από τον θρονισμό, ο ιερέας οδηγούσε τον μύστη στο άβατο του Ιερού κι' εκεί, το νέο μέλος, έφθανε στον βαθμό της "εποπτείας".
Είναι γενικά παραδεκτό και το αναφέραμε κι' άλλες φορές πως η θρησκευτικότητα είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Η ανάγκη της υποταγής σε κάτι έξω απ’ τις δυνατότητες του μυαλού, η ανάγκη θεοποιήσεώς του και λατρείας του, φανερώθηκε απ’ την αυγή της ανθρωπότητας και θεοποίησε τον κεραυνό, τη φωτιά, τους αγρίους βράχους, τα ορμητικά ποτάμια, τα αιωνόβια δέντρα. Έτσι, η αρχική μορφή της θρησκείας εκδηλώθηκε σαν φυσιολατρεία. Σιγά-σιγά, δημιουργήθηκαν οι μύθοι γύρω από κάθε παράξενο κι' ανεξήγητο, μύθοι πού προσπαθούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στο αδιανόητο και τη δυνατότητα του ανθρώπινου νου. Μύθοι που έκρυβαν πάντοτε μεγάλες κι' αιώνιες αξίες κι' αλήθειες, φυσικές και ηθικές.
Έτσι, και στην αρχαία Ελλάδα, που εξανθρώπισε τους θεούς της, οι μύθοι αποτελούν τη βάση του θρησκευτικού και κοινωνικού βίου των Ελλήνων. Δημιουργούνται απ’ τους ποιητές, τους μουσουργούς, μεταδίδονται από γενιά σε γενιά απ’ τους ραψωδούς κι' αποτελούν, θα λέγαμε, μια λαϊκή θρησκεία που σκοπό έχει να διαπαιδαγωγήσει, να σωφρονίσει, να φέρει φόβο Θεού, να δώσει ινδάλματα προς παραδειγματισμό και παραδείγματα προς αποτροπιασμό. Γιατί η ποίηση και προ παντός του Ησίοδου θεωρούνταν ότι ήταν το ασφαλέστερο και τελειότερο μέσο διαπαιδαγώγησης. Ο Όμηρος αποκαλούσε τους ποιητές «σωφρονιστάς» και οι νέοι διδάσκονταν, κυρίως με ποιήματα, για σωφρονισμό και ανάπτυξη σωστού χαρακτήρα.
Όμως, η αληθινή σημασία των μύθων, διατηρήθηκε και παραδόθηκε στους λίγους, τους ανήσυχους, τους ανικανοποίητους, σαν μυστήριο. Διασώθηκε μόνο από μερικές θρησκευτικές εταιρίες που τα μέλη τους κατηχούσαν ιερείς κληρονομικοί. Σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο: «Εις τα ιερά ταύτα ιδρύματα, μετά διαφόρους προκαταρκτικάς τελετάς, επετρέπετο τελευταίον, αν και υπό τον όρον αυστηρότατης εχεμύθειας, η ακρόασις της αρχαίας και κοσμογονικής διδασκαλίας, διά της οποίας απεκαλύπτετο ο προορισμός του ανθρώπου και η βεβαιότης της μετά θάνατον αμοιβής ή τιμωρίας, ταύτα δε απηλλαγμένα των ποιητικών παραμορφώσεων και των συμβόλων και αλληγοριών διά των οποίων εξηκολούθουν περικαλυπτόμενα ως προς τον κοινόν όχλον».
Τους πυρήνες των θρησκευτικών αυτών εταιριών, αποτελούσαν οι Ορφικοί ιερείς, οι Βακχικοί, οι των Ελευσίνιων και των Μυστηρίων της Σαμοθράκης. Βλέπουμε, λοιπόν, πώς στη Σαμοθράκη τελούνταν «μυστήρια» και μάλιστα σύμφωνα με μαρτυρίες οι πρόγονοι των Ελευσίνιων και των Διονυσίων, που κι' αυτά έχουν τις ρίζες τους στην πανάρχαια Θράκη, αφού η λέξη «θρησκεία» αλλά και ή θρησκεία των Ελλήνων έχουν την καταγωγή τους σ' αυτήν. Στο Λεξικό Σουΐδα αναφέρεται: «Λέγεται, ως πρώτος Ορφεύς Θραξ ετεχνολόγησε τα Ελλήνων μυστήρια. Και το τιμάν Θεόν θρησκεύειν εκάλεσαν, ως Θρακίας ούσης της ευρέσεως». Ο Απολλόδωρος λέει: «Εύρε δε Ορφεύς και τα Διονύσια μυστήρια», αλλού: «Πρώτος Ορφεύς μυστήρια θεών είναι παρέδωκεν. Όθεν και θρησκεία το μυστήριον καλείται από του Θρακός Ορφέως» και αλλού: «Θρήσκος εκ του θραξ θρακός. Και θρησκεία παρά την των Θρακών επιμέλειαν την προς το θείον και την Ορφέως ιερουργίαν? ούτος γαρ πρώτος εξεύρε την προς το θείον έννοιαν».
Η Σαμοθράκη, με τον σκοτεινό όγκο των βουνών της πού φτάνουν τα 1800 μέτρα, ξεπετιέται κι' υψώνεται απότομα μέσ' απ’ τη θάλασσα εκεί στον μυχό του βόρειου Αιγαίου, στο θρακικό πέλαγος. Είναι πάνω στο δρόμο για τα στενά του Ελλήσποντου, στο δρόμο για τη μαύρη θάλασσα κι' αποτελούσε την ελπίδα και την καταφυγή των θαλασσομάχων από τότε πού οι θαλασσινοί δρόμοι ανοίχτηκαν στην εξερεύνηση, το εμπόριο και τον αποικισμό. Είχε δικό της στόλο που μάλιστα μια μικρή του μοίρα πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας κι' αποτέλεσε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Έκοψε δικά της νομίσματα, έχοντας δε και κτήση στην απέναντι θρακική ακτή, την «περαία», είχε τον πραγματικό έλεγχο πάνω στον θαλασσινό δρόμο που οδηγούσε στα Δαρδανέλλια.
Όμως, τη σπουδαιότητα της ώφειλε, πρώτα-πρώτα και κυρίως, στη φήμη των Μεγάλων θεών και τη μυστική λατρεία τους. Ο Όμηρος, αναφέρεται σ' αυτήν με το επίθετο «Ζαθέη» δηλαδή σεπτή και αγιωτάτη και επίσης την ονομάζει «ιερά χώρα». «Ζαθέη Σαμοθράκη ένθα και όργια φρικτά Θεών άρρητα βροτοΐσιν». (Σεπτή και αγιωτάτη Σαμοθράκη όπου τελετές που προκαλούν ρίγος φόβου γίνονται για χάρη των θεών, οι όποιες είναι απόρρητες στους κοινούς θνητούς).
Οι τελετές, τα μυστήρια, οι ιερουργίες που τελούνταν στη Σαμοθράκη, γίνονταν για να τιμηθούν οι Θεοί Κάβειροι. Ποιοι ήταν αυτοί; Πρώτη, η Μεγάλη Μητέρα, η μητέρα γη. Στην τοπική γλώσσα — που διατηρήθηκε σαν γλώσσα των τελετών — λεγόταν Αξίερος. Ταυτίζονταν με την Δήμητρα και την αποκαλούσαν Ηλέκτρα — δηλαδή φωτοδότρα — Λαμπρή, Στρατηγίδα και Ηγέτιδα. Η μορφή της, εικονίζονταν στα νομίσματα της Σαμοθράκης ανάμεσα σε δυο λιοντάρια. Μαζί με την Μεγάλη Μητέρα λατρεύονταν ο σύζυγός της, ένας ιθυφαλλικός θεός της γονιμότητας που το όνομά του ήταν Καδμίλος και που πολλές φορές ταυτίζονταν με τον Ερμή γιατί τα σύμβολα αυτού του Θεού, δηλαδή το ιερό του ζώο, ο κριός, που συμβόλιζε κατ' άλλους τη γονιμοποιό δύναμη, κατ' άλλους τον αρχηγό ποιμένα, καθώς και το φιδοκέφαλο κηρύκειο του, βρέθηκαν χαραγμένα σε νομίσματα και σε επιγραφές του Ναού.
Όμως, άλλοι έλεγαν πως οι Κάβειροι είναι δύο άρρενες δίδυμοι Θεοί και τους συνέδεαν με τους Διόσκουρους, άλλοι πάλι, πως οι Θεοί ήταν τρεις και κάτω απ’ τα τοπικά ονόματα που τους αποδίδονταν Αξίερος, Αξιόκερσα, Αξιόκερσος, υποδηλώνονταν η Δήμητρα, η Κόρη και ο Ερμής. Άλλοι προσθέτουν και τον Άδη, την Εκάτη, τη Ρέα, τους Κορύβαντες, τον Ουρανό και τη Γαία. Ακόμα και η Αφροδίτη — η Κηρινθία — που ίσως είναι αυτή που παριστάνεται σε περίεργα τρίμαστα γυμνά ειδώλια που βρέθηκαν στις ανασκαφές, φαίνεται να θεωρείται πως ανήκε στους Κάβειρους, τους Μεγάλους Θεούς. Είναι πολύ απροσδιόριστα τόσο ο αριθμός όσο και τα ονόματα τους, έτσι που η σύγχυση γύρω απ’ την προσωπικότητα τους να αυξάνει με το πέρασμα των αιώνων. Ο Στράβων, γράφει: «Διά τους εν Σαμοθράκη τιμωμένους Θεούς πολλοί έχουν είπει ότι είναι οι Κάβειροι οι ίδιοι, αλλ’ ούτε αυτοί οι ειπόντες τούτο, ημπορούν να μας είπουν οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι».
Αυτή η πολυπροσωπία, η ταύτηση των Καβείρων με τους περισσότερους Θεούς του ελληνικού μα και του ανατολικού Πανθέου, μια και άλλοι έλεγαν πως και η Κυβέλη συγκαταλέγεται σ' αυτούς, αυτή ή πολυωνυμία πού επιτρέπει στον αμύητο την ελευθερία να λατρεύει, εκεί, κάτω απ’ το όνομα των Μεγ. Θεών, τον Θεό πού τον εκφράζει, οδηγεί στη σκέψη πως στα μυστήρια της Σαμοθράκης φανερώνονταν η γενική και απρόσωπη για την θεότητα θεωρία που ενυπάρχει και στα Ορφικά μυστήρια όπου ο Θεός προσφωνείται «Μέγα πνεύμα», «Μέγας Ελευθερωτής», «Μεγάλη ψυχή του κόσμου», «Λόγος».
Τι ακριβώς γινόταν στις τελετές της Σαμοθράκης, δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί οι μυούμενοι τηρούσαν μυστικά τα τελούμενα. Ο Πλούταρχος γράφει; «Οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι και όποια τινά μυστήρια τελούν εις την Μητέρα Ρέαν θα ζητήσω συγγνώμην από τους φιλομαθείς διά την σιωπήν μου αυτήν. Οποία δε η παρακαταθήκη και τα εις αυτήν τελούμενα δεν μοι επιτρέπεται να γράψω». Κι' ό Ηρόδοτος στην «Ευτέρπη» του εξηγώντας ορισμένες θρησκευτικές συνήθειες των Αθηναίων λέγει ότι το έθιμον παρέλαβαν από τους Σαμοθρακίτες. «Όστις δε εμυήθη τα μυστήρια των Καβείρων τα όποια τελούν οι Σαμόθρακες, εκείνος γνωρίζει τι λέγω» και παρακάτω: «Οι Πελασγοί αποδίδουν εις αυτό ιεράν αιτίαν την οποίαν εξηγούν τα μυστήρια της Σαμοθράκης». Και ο Γερμανός αρχαιολόγος και φιλόλογος Αύγουστος Λόμπεκ στη μελέτη του «Αγλαόφαμος» για τη θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων, σηκώνει κατά το κοινώς λεγόμενο ψηλά τα χέρια και ομολογεί: «Ο θέλων να σαφηνίση την φύσιν των Καβειρίων μυστηρίων ματαιοπονεί».
Γνωρίζουμε όμως κάτι πολύ σοβαρό που προκαλεί το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό μας. Γνωρίζουμε πως τα μυστήρια της Σαμοθράκης είχαν πανανθρώπινο χαρακτήρα! Κι' αυτό είναι το θαυμαστό κι' αξιοσημείωτο. Αυτή ακριβώς η προοδευτική τάση, αυτή η παγκοσμιότητα, η απεριόριστη εισδοχή στους κόλπους της θρησκείας παντός προσερχόμενου προς αυτήν, ή χωρίς εξαιρέσεις και διακρίσεις διδασκαλία της. Αυτό είναι που μας εντυπωσιάζει. Είναι γνωστό πως στα Ελευσίνια μυστήρια, η συμμετοχή περιοριζόταν φυλετικά, αποκλειστικά στους Έλληνες και κοινωνικά, μόνο στους ελεύθερους πολίτες. Στα Καβείρια μυστήρια, επιτρεπόταν η συμμετοχή ατόμων αδιαφόρως εθνότητας, ηλικίας, κοινωνικού αξιώματος και φύλου κι' αυτό αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους. Η εξομοίωση — κυρίως των φύλων και των τάξεων — σε μια εποχή τόσο μακρινή που οι γυναίκες θεωρούνταν κατώτερες υπάρξεις και οι δούλοι ατελή όντα, αυτός ο πανανθρώπινος χαρακτήρας των μυστηρίων της Σαμοθράκης, δίνει το μέτρο αξιολογήσεως της ευρύτητας των αντιλήψεων και της καθολικότητας των ιδεών και των αρχών τους και μπορεί να θεωρηθεί — ως προς το σημείο αυτό — ο πρόδρομος της χριστιανικής κοινωνίας. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, δούλοι, δουλοπάροικοι, αλλοεθνείς, αλλόπιστοι κι' έγχρωμοι, ήταν δεκτοί στη θρησκεία, θεμελιώδης σκοπός των μυστηρίων αυτών ήταν η ηθικοποίηση του ανθρώπου. Με τη μύηση τους αναλάμβαναν ηθικές και κοινωνικές υποχρεώσεις κι' ο Διόδωρος ο Σικελιώτης λέει ότι «οι μυούμενοι εγίνοντο ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντα καλλίτεροι».
Όμως, όσο κι' αν ο φιλελευθερισμός του χαρακτήρα των μυστηρίων επέτρεπε την προσέλευση και εισδοχή παντός βουλομένου, όπως προαναφέραμε, υπήρχε ένας ρητός κι' απαράβατος όρος, που αποκλειστικά και μόνο εδώ συναντάμε. Τον όρο αυτό κανείς δεν μπορούσε ν' αποφύγει ή να παρακάμψει. Ήταν η εξομολόγηση! Βασική κι' απαραίτητη προϋπόθεση και προπαρασκευαστικό στάδιο της μυήσεως, ήταν η ψυχική κάθαρση του ανθρώπου που ζητούσε να μυηθεί! Πόσο μακρινός αλλά καρποφόρος πρόγονος εκείνης της περίφημης πράγματι επιταγής πάνω στην κρήνη της Αγιάς Σοφιάς: «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν». Ταγμένος γι' αυτόν τον σκοπό, την εξομολόγηση δηλαδή, ήταν ειδικός ιερέας αποκαλούμενος Κόης. «Κόης, ο φονέα καθαίρων» που άκουγε τον εξομολογούμενο κι' είχε το αξίωμα να εξαγνίζει ακόμα και τον φονιά που μετάνοιωνε για την πράξη του. Έτσι, εκτός απ’ τη λατρευτική και θρησκευτική έννοια, βλέπουμε πvς τα μυστήρια της Σαμοθράκης, είχαν φιλοσοφική βάση και χαρακτήρα κοινωνικής αρετής.
Ύστερα από την εξομολόγηση και την έγκριση του Κόη και των Ανακτοτελεστών, ο κατηχημένος μπορούσε να προσέλθει στην τελετή της μυήσεως. Πιθανολογείται πως η μύηση γινόταν τη νύχτα, με το φως των δαδιών και λυχναριών των μυημένων που παραβρίσκονταν στην τελετή. Πλήθος είναι τα λυχνάρια που βρέθηκαν στις ανασκαφές με εγχάρακτο το γράμμα Θ δηλωτικό των Μεγάλων Θεών, αλλά και πάμπολλες είναι οι θέσεις για τοποθέτηση των δαδιών που σώζονται στους τοίχους του Ιερού. Ο μυούμενος καθόταν πάνω σε θρόνο γι' αυτό και η τελετή λεγόταν «θρονισμός». Φαίνεται πως σ' αυτό το στάδιο οι μυούντες χόρευαν γύρω απ’ τον μυούμενο. Πολλές μαρτυρίες και κυρίως του Πλούταρχου υπάρχουν γι' αυτή τη φάση της τελετής. «Καθάπερ ειώθασιν εν τω καλουμένω θρονισμώ καθίσαντες τους μυουμένους οι τελούντες κύκλω περιχορεύειν».
Ύστερα από τον θρονισμό, ο ίερέας οδηγούσε τον μύστη στο άβατο του Ιερού κι' εκεί, το νέο μέλος, παρακολουθούσε, είχε δηλαδή την εποπτεία, κάποιας ιερής αναπαράστασης με πιθανό αντικείμενο την έκφραση κοσμογονικών ιδεών στις όποιες πρώτευε η μυστηριώδης τους γενεαλογία. Έτσι, έφθανε στον βαθμό της εποπτείας. Μπροστά στο άβατο του Ιερού υπήρχε επιγραφή, που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη και που απαγόρευε με λιτό αλλά απόλυτο τρόπο, την είσοδο. «Αμύητον μη εισιέναι». Αργότερα, με την προσέλευση και των Ρωμαίων στα μυστήρια, προσετέθη απαγορευτική επιγραφή και στα Λατινικά. «Deorum sacra qui non acceperunt non intrant».
Στον καινούργιο μύστη προσφέρονταν στεφάνι από ελιά και πορφυρή ζώνη που τον προφύλαγε απ’ τους κινδύνους, ιδιαίτερα τους θαλασσινούς. H μύηση μπορούσε να γίνει σ' οποιαδήποτε εποχή και κυρίως απ’ τον Απρίλη ως τον Σεπτέμβριο, την εποχή κυρίως που η Σαμοθράκη ήταν προσιτή στη ναυσιπλοΐα. Φαίνεται δηλαδή πώς δεν ήταν απαραίτητο να συμπέσει η μύηση με τις ετήσιες πανηγυρικές εκδηλώσεις. Αυτές, διαρκούσαν εννιά μέρες κατά τις όποιες κάθε πόλη απ’ τα νησιά, τη Θράκη και τα Μικρασιατικά παράλια έστελνε τους πρεσβευτάς της. Πρεσβευτή έστελνε ακόμα και η πόλη της Σαμοθράκης κι' αυτό αποδεικνύει ότι το Ιερό δεν θεωρούνταν αυτονόητα ότι ανήκε στο νησί αλλά πως ήταν όλου του κόσμου.
Πριν από τις τελετές έσβυναν γενικά κάθε φωτιά στο νησί κι' έφερναν νέα φλόγα απ’ το ιερό των Καβείρων της Δήλου. Πότε γίνονταν οι γιορτές αυτές; Δεν μπόρεσε να καθορισθεί, ο δε αρχαιολόγος Λέμαν που ήταν επί χρόνια επικεφαλής της Αμερικανικής Αρχαιολογικής αποστολής εκεί, από το γεγονός ότι δίπλα στον αρχαίο ιερό χώρο της Σαμοθράκης βρίσκεται σήμερα εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που στο πανηγύρι του στις 26 Ιουλίου συγκεντρώνει το σύνολο του πληθυσμού του νησιού, αποτολμά σε σύγγραμμα του την εικασία ότι οι τελετές δυνατόν να γίνον-ταν και τότε τον Ιούλιο μήνα.
Παρ' όλο που η μύηση γίνονταν αποκλειστικά στη Σαμοθράκη, όπου η λατρεία των Καβείρων άρχισε πριν από τον 7ο αιώνα, η διδασκαλία ξαπλώθηκε γρήγορα, πρώτα στα γειτονικά νησιά, Λήμνο, Ίμβρο, Τένεδο, πέρασε στις ακτές της Θράκης και της Ιωνίας και τελικά έφτασε σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Σύμφωνα με περιγραφές του Στράβωνα και του Παυσανία αλλά και διαπιστώσεις από ανασκαφές, ιερά των Καβείρων υπήρχαν στη Σύρο, οπού και νόμισμα με τη μορφή τους, στη Θήβα, Δήλο, Πάρο, Χίο, Πέργαμο που επίσης έκοψε σχετικό νόμισμα, ακόμα και στο Ιόνιο, την Κέρκυρα. Μάλιστα ο Παυσανίας, αναφερόμενος στο ιερό των Καβείρων στη Θήβα, λέει ότι ήταν ανέκαθεν «άγιον» και «θαυματουργόν».
Στην θαυματουργήν προστασία των Καβείρων πίστευαν φυσικά και οι μυημένοι, γι' αυτό και φορούσαν πάντα την πορφυρή ζώνη που τους παραδίδονταν μετά τη μύηση καθώς και κάποιο δαχτυλίδι που γίνονταν από μαύρο μαγνητισμένο σιδηρομετάλλευμα τοπικής προελεύσεως και συμ-βόλιζε τον δεσμό του πιστού με τη Μεγάλη Θεά. Οι επιφανέστεροι απ’ τους αρχαίους ήρωες που πέτυχαν στις εκστρατείες και τα εγχειρήματα τους, λέγεται πως ήταν μυημένοι στα Καβείρια, όπως ο Ιάσονας, ο Ηρακλής, ο Άγαμέμνοντας και άλλοι στρατηγοί του Τρωικού πολέμου.
Ο Αριστοφάνης — δεν εξετάζουμε εδώ τη φιλοπαίγμονα ίσως διάθεση του κωμωδού αναφερόμενος στη βεβαιότητα της ανταποκρίσεως των Καβείρων στην επίκληση του μύστη μπρος στον κίνδυνο, λέγει στην «Ειρήνη» του σε κάποια στιγμή πανικού και κινδύνου· «Ει τις υμών εν Σαμοθράκη τυγχάνει μεμυημένος, νυν ευξασθαι καλόν». Μ' αυτό τον τρόπο, ο Αριστοφάνης, αφήνει να εννοηθεί ότι όχι σπάνια πολλοί από τους Αθηναίους θεατές του αποδεικνύονταν μυημένοι στα μυστήρια των Καβείρων.
Όπως αναφέραμε, οι μυημένοι πού ονομάζονταν «ευσεβείς» ανήκαν σ' όλες τις τάξεις και τις φυλές, όμως — και είναι φυσικό αυτό άλλωστε — οι ιστορικοί περιέσωσαν τα ονόματα των πιο σπουδαίων απ’ αυτούς. Έτσι μαθαίνουμε πως πολλοί επιφανείς Έλληνες ήταν μυημένοι στα μυστήρια των Καβείρων όπως ο Ηρόδοτος — πατέρας της Ιστορίας — που μας λέει ότι οι μύστες μάθαιναν να καταλαβαίνουν τη βαθύτερη σημασία των ιθυφαλλικών εικόνων του Ερμή-Καδμίλου, ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Ο Πυθαγόρας φέρεται μυημένος στα Καβείρια, λέγεται δε ότι μέρος των θεωριών του έλαβε από την λατρείαν αυτών.
(Ι ά μ β λ ι χ ο ς, Βίος Πυθαγόρου 151). Αλλά και ο Ρωμαίος φιλόσοφος Ουάρρων, καθώς επίσης ο Πείσων, πεθερός του Ιουλίου Καίσαρα και άλλοι.
Επειδή στα χρόνια της ακμής της λατρείας των Καβείρων εθεωρείτο πως το νησί ήταν θεία ιδιοκτησία και ιερή γη, αποτελούσε ασφαλές και ιερό άσυλο. Όποιος κατέφευγε σ' αυτό θεωρούνταν ικέτης και εύρισκε απαραβίαστη ασυλία. Έτσι, ο Περσέας, ο τελευταίος Βασιλιάς της Μακεδονίας, ύστερα απ’ την ήττα του στα 168 π.Χ. απ’ τα Ρωμαϊκά στρατεύματα του Παύλου Αιμίλιου, στη Σαμοθράκη κατέφυγε ικέτης. Επίσης, στη Σαμοθράκη προσέφυγε ζητώντας προστασία και ή βασίλισσα της Αιγύπτου, Αρσινόη, κυνηγημένη απ’ τον αδελφό της Πτολεμαίο τον Κεραυνό. Η Αρσινόη αφιέρωσε αργότερα στους Μεγάλους θεούς περίλαμπρο κυκλικό οικοδόμημα για θυσίες και επίσημες συγκεντρώσεις που χτίστηκε μεταξύ 289-281 και που σύμφωνα με διαπίστωση του Αμερικανού αρχαιολόγου Λέμαν, είναι η μεγαλύτερη γνωστή θόλος της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στη Σαμοθράκη κατέφυγε επίσης ζητώντας άσυλο και ο Πτολεμαίος ο ΣΤ' ο φιλομήτωρ, όταν νικήθηκε απ’ τον Αντίοχο. Ο Πτολεμαίος ο Β' ο φιλάδελφος και η μητέρα του Βερενίκη, αφιέρωσαν στους Μεγάλους Θεούς μεγαλόπρεπο και πλούσια διακοσμημένο κτίριο, μεταξύ 280-264 π.Χ., που ο Λέμαν ονομάζει τολμηρό κατασκεύασμα της ελληνικής μηχανικής.
Οι Κάβειροι εξακολούθησαν να λατρεύονται και τα μυστήρια τους να τελούνται και να προσελκύουν μύστες μέχρι το τέλος του τέταρτου μετά Χριστόν αιώνα. Διαπιστώθηκε από τις ανασκαφές ότι οι Ρωμαίοι περιτείχισαν τον ιερό χώρο και πως παρ' όλο που μεγάλες καταστροφές σημειώθηκαν στα 200 μ.Χ. πιθανώς από σεισμό, αμέσως έγιναν αναστηλώσεις και αποκαταστάσεις των ζημιών σε μεγάλη έκταση. Ο ιερός χώρος εξακολούθησε να ακμάζει, η φήμη του παρέμεινε αμείωτη και η αρχαία θρησκεία είχε πάντα τους πιστούς της, ως το τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα οπότε εγκαταλείφθηκε και λίγο παρ' έκει εγκαταστάθηκε η νέα θρησκεία. Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. καταστρεπτικός σεισμός ισοπέδωσε ό,τι απόμεινε ορθό. Ό,τι βρίσκεται σήμερα απείραχτο, οφείλεται στη στοργική αγάπη των πουρναριών που βλάστησαν εκεί στο διάβα των αιώνων και προφύλαξαν — κατά το δυνατό — τα ερείπια απ’ την πεινασμένη ανάγκη και την φριχτή άγνοια των ασβεστάδων της περιοχής.
Η τοποθεσία όπου η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τον ιερό χώρο της Σαμοθράκης — κάπου 50 όλα κι' όλα στρέμματα τόπο — είναι ειδυλλιακώτατη. Δίπλα σ' ένα βραχώδες ακρωτήρι, που αποτελούσε τον βραχίονα του παλιού λιμανιού, κοντά σε άφθονες και γάργαρες πηγές κι' ένα δάσος από αιωνόβια πλατάνια και χαριτωμένες ροδοδάφνες, υψώνονται ξανά πάλι, λίγοι πάλλευκοι από θάσιο μάρμαρο κίονες του Ιερού.
Δίπλα τους, το ανάκτορο, το τέμενος, το Αρσινόειο, ο οίκος των αφιερωμάτων, το Πτολεμάϊον, ο μέγας βωμός, το θέατρο, η κρήνη της Νίκης. Πάνωθέ τους, οι πύργοι των Γατελούζων, χοντροειδή κατασκευάσματα του Μεσαίωνα, έρχονται σε τρανταχτή αντίθεση με τη μαρμάρινη νταντέλλα απ’ τα λευκά περίτεχνα κιονόκρανα.
Υποπτεύεσαι το παλιό μεγαλείο κι' αντικρύζοντας τη σκουρογάλαζη θάλασσα πάνω απ’ τον λόφο, συλλογιέσαι πως και μόνο η αναζήτηση της αιτίας της γενέσεως του ανθρώπου, η προσπάθεια παρακολουθήσεως της πορείας του μετά τον θάνατο, η προσπάθεια ηθικοποιήσεώς του, και η πανανθρώπινη ιδεολογία της θρησκείας ήταν ένα μέγιστο επίτευγμα της ανθρώπινης σκέψης, εκφρασμένο 700 και πιότερα χρόνια πριν απ’ τον ερχομό του Θεού της αγάπης. Ήταν ένας πρόδρομος για την υποδοχή του. Δεν αναζητάς ιερέα, ξομολογιέσαι στον άνεμο που έρχεται απ’ το θρακικό πέλαγος τ' ανομήματά σου κι' αισθάνεσαι ήδη μυημένος στο Μέγα μυστήριο: τη μέθεξή σου στο Θείο.
Μια Μύηση στα Καβείρια Μυστήρια
H γνώση δεν αξίζει στα μάτια του Πλάτωνα αν δεν χορτάσει αυτή ολόκληρη ηψυχή. Αξίζει τότε περισσότερο από μια επιστήμη, γίνεται ένα άρωμα της ζωής. Είναι σ’ αυτή την περίπτωση ένας ανώτερος άνθρωπος μέσα στον άνθρωπο, εκείνος που η προσωπικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ασθενικό αντίγραφο. Σ’ αυτόν τον ίδιο άνθρωπο γεννιέται ένα ον που τον ξεπερνά· ο αρχέγονος και υπέροχος άνθρωπος. Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται, το ότι στη φιλοσοφία του Πλάτωνα ενσωματώνεται το μυστικό των Μυστηρίων. Ο εκκλησιαστικός πατέρας και συγγραφέας Ιππόλυτος μας δίνει το ακόλουθο χωρίο:
«Ιδού το μέγα μυστικό των ιερέων της Σαμοθράκης (που είναι οι φύλακες μιας λατρείας, ορισμένης, των Καβειρίων Μυστηρίων), μυστικό που δεν είναι επιτετραμμένο να αποκαλύψουν αλλά που το γνωρίζουν οι μυημένοι».
Ας ταξιδέψουμε λοιπόν κι εμείς για λίγο, περνώντας από τους Μυστηριακούς ναούς της Σαμοθράκης. Ας επιχειρήσουμε να γίνουμε παρατηρητές αλλά και σύντροφοι των υποψηφίων και των μυστών στο ιερό τους έργο, και ας πάρουμε το μερίδιο μας από αυτή τη θεία συμμετοχή στην τέλεση των Καβειρίων Μυστηρίων.
Είναι νύχτα και βρισκόμαστε καθισμένοι, σιωπηλοί σε μια κατασκότεινη παραλία της Παλαιάπολης. Εννιά μέρες και εννιά νύχτες καμία φωτιά δεν έχει ανάψει στο νησί. Όλοι περιμένουν την ιερή φλόγα που θα έρθει με πλοίο από τη Δήλο. Ο Καβειριάρχης επικαλείται τις δυνάμεις των Καβείρων, τις δυνάμεις των εσωτερικών πυρών, και ο λαός επαναλαμβάνει με ιαχές. Μακριά, στο βάθος του πελάγου, ένα μικρό φως όλο και μεγαλώνει, πλησιάζοντας προς την ακτή. Η ιερή φλόγα στέλνει την αντανάκλαση της στην ήρεμη θάλασσα.
Το πλοίο αράζει απαλά στο λιμάνι και ο ιεροφάντης παραλαμβάνει τη δάδα με το φως και μπαίνει επικεφαλής της πομπής που σχηματίζεται με προορισμό τα άδυτα του Ναού. Από αυτή τη δάδα θα αναφτεί το φως του βωμού στο Ναό, αλλά και όλες οι εστίες των σπιτιών. Η πομπή προχωράει αργά και με τελετουργική χάρη. Μπροστά ο Καβειριάρχης κρατώντας τη δάδα, πίσω τον ακολουθούν οι ιερείς, λίγο πιο πίσω ο υποψήφιος για μύηση και τέλος το πλήθος των κατοίκων του νησιού. Καθώς πλησιάζουν, η επιβλητική μορφή του Ναού προβάλλει στο φως της πανσελήνου.
Η πομπή σταματά πρώτα μπροστά σε μια κρήνη. Είναι η ώρα για τη σωματική κάθαρση. Μετά τον οδηγούν μπροστά από ένα στρογγυλό λάκκο σκεπασμένο με ένα ξύλινο κάλυμμα. Ο ιεροφάντης ανασύρει το κινητό σκέπαστρο και στο βάθος του εμφανίζεται ο ιερός Λίθος. Στα χέρια του υποψήφιου τοποθετούν τώρα μια κούπα με αγιασμένο νερό και εκείνος κάνοντας σπονδές πάνω σ’ αυτόν επικαλείται τη βοήθεια των μεγάλων Θεών στη δύσκολη δοκιμασία που ξεκινά. Σε λίγο θα αρχίσει η προετοιμασία για τον πρώτο βαθμό μύησης γι’ αυτό τον οδηγούν σε ένα μικρό δωμάτιο στα νότια του Ανακτόρου · την «Ιερή Οικία». Εδώ του φορούν πρώτα τη μαύρη χαρακτηριστική στολή που υποδηλώνει το σκοτάδι της άγνοιας που βρίσκεται ο μυούμενος. Μετά του δίνουν να κρατά το ιερό λυχνάρι με χαραγμένο επάνω του το μαγικό αρχικό γράμμα της λέξης Θεός και θάλασσα, το «Θ», που μέσα σε άλλους συμβολισμούς συμβολίζει την οριζόντια διάμετρο στον κύκλο σαν πρώτη εκδήλωση του Θείου.
Από εδώ ο μυούμενος έχοντας αναμμένο το λυχνάρι του από τη μία μόνο άκρη οδηγείται σιωπηλά και ρυθμικά στο Ανάκτορο από την ειδική πόρτα των υποψηφίων. Μπαίνοντας από άλλη είσοδο ήδη, μέσα στη μεγάλη αίθουσα βρίσκονται οι ανώτεροι και παλιοί μύστες· ανακτοτελεστές που καθισμένοι γύρο – γύρο σε πάγκους θα παρακολουθήσουν την τελετή. Εκεί μπροστά στην κεντρική είσοδο βρίσκεται το ξύλινο βάθρο όπου τελετουργικά ανεβαίνει και κάθεται ο υποψήφιος. Σε λίγο αρχίζουν γύρο του τελετουργικοί χοροί που είναι ικανοί να διώχνουν τα κακά πνεύματα.
Οι χοροί είναι κυκλικοί και γίνονται με τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών. Μια γλυκιά ζάλη τον συνεπαίρνει και απελευθερωμένος από κακές επιρροές είναι έτοιμος για την επόμενη δοκιμασία.
Έτσι από μια ανηφορική δίοδο τον οδηγούν στη βόρεια αίθουσα όπου θα του αποκαλυφθούν τα μυστικά σύμβολα που πρέπει να ερμηνεύσει και θα γίνουν οι τελετουργικές αναπαραστάσεις. Εδώ ο μυσταγωγός μεταφέρει τον δόκιμο στον υπερβατικό κόσμο των πνευμάτων και των Θεών. Του εξηγούν ότι η ψυχή του ήταν πνεύμα που αποσπάσθηκε από τους Θεούς, μπερδεύτηκε στην ύλη και αποπλανήθηκε. Για να ξαναβρεί τον δρόμο της και να ξαναπάρει τη θέση της χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια.
Βλέπει μπροστά του σαν διαδικασία κάθαρσης να ξετυλίγεται το γνωστό μυητικό δράμα της αρπαγής της Αξιόκερσας – Περσεφόνης από τον Άδη – Αξιόκερσο και την αναζήτησή της από την μητέρα της Δήμητρα. Μαθαίνει να καταλαβαίνει τη βαθιά σημασία των συμβόλων του Πατέρα Ουρανού και της Μητέρας Γης όπως και των Ιθυφαλλικών αναπαραστάσεων του Ερμή – Κάδμιλου.
Ύστερα επιστρέφει από την αίθουσα του ανακτόρου στην «Ιερή Οικία». Εδώ του φορούν τον λευκό χιτώνα του μυημένου και του παραδίδουν ένα ντοκουμέντο που αποδεικνύει την εγγραφή του στον κατάλογο των μυστών που επίσης θα χαραχθεί στις στήλες του κτιρίου. Τώρα μπορεί να ανάψει το λυχνάρι του και από την άλλη άκρη, και τότε θα μπορεί να γίνει υποψήφιος στο δεύτερο βαθμό μύησης, την «Εποπτεία» και αφού ολοκληρωθεί κι αυτή θα το ανάψει και από το κέντρο, έτσι ώστε οι τρεις κάθετες φλόγες να σχηματίζουν ένα «Ε» πάνω στο επίπεδο του λυχναριού συμβολίζοντας τις τρεις βασικές εξελικτικές κατηγορίες των ανθρώπων. Η τελετή αυτή τελείται στο κτίριο που ονομάζεται «Ιερό» στα νότια του Ιερού χώρου, που στην πρόσοψη του ανάβουν πελώριοι πυρσοί.
Οι ιερείς παίρνουν θέσεις έξω από την αίθουσα και οδηγούν τον υποψήφιο μπροστά από τα σκαλιά του ναού όπου καίει ένας μεγάλος δαυλός. Ανεβαίνει σ’ ένα απ’ αυτά. Στο άλλο όρθιος και επιβλητικός βρίσκεται ο Κόης που αυστηρά του ζητά να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του, να απαλλαγεί από το βάρος τους ώστε να μπορέσει να ακούσει το λόγο του Θεού. Ο δόκιμος με σταθερή και χαμηλή φωνή του αποκαλύπτει τα βασικότερα αμαρτήματα του και του ζητά τη μεσιτεία του για την απάλειψη τους.
Μετά τη συγχώρεση και τον εξαγνισμό του από τον ιερέα οδηγείτε μπροστά στον άξιο μυσταγωγό. Ήρθε η ώρα που θα σφραγίσει την υπόλοιπη ζωή του μυούμενου. Ο ιεροφάντης τον οδηγεί για να περάσει την πρώτη δοκιμασία, τη δοκιμασία της φωτιάς. Ένας στενόμακρος διάδρομος ξανοίγεται μπροστά του. Δεξιά και αριστερά κατά μήκος του, βρίσκονται φλεγόμενες στήλες και αυτός περνάει μόνος ανάμεσα μέχρι να φτάσει στην άλλη άκρη.
Η φωτιά θεωρείται ανέκαθεν σύμβολο εξαγνισμού καθώς και σύμβολο μια νέας αρχής για καινούργια ζωή. Τώρα έχοντας διαβεί το πύρινο πέρασμα, είναι έτοιμος να δεχθεί την κάθαρση του νερού. Λαμβάνει χώρα ένα τελετουργικό λουτρό εξαγνισμού. Το νερό είναι ένα άλλο στοιχείο που έχει περάσει στην καθημερινή συνείδηση της ανθρωπότητας σαν εσωτερικό καθαρτήριο σώματος και ψυχής.
Τώρα είναι έτοιμος να υποστεί τη μεγάλη δοκιμασία. Τον οδηγούν στο πίσω μέρος του κτιρίου για να δει με τα δικά του μάτια και να βιώσει μια ιερή και μυστικιστική αποκάλυψη, όπως δείχνει και η ίδια η λέξη «Εποπτεία» δηλαδή ανώτερη όραση. Κατά τη διάρκεια αυτού του δράματος ο μυούμενος συμπάσχει με τη θεότητα, ταυτίζεται μαζί της και έχει την εμπειρία της δράσης της.
Από αυτή τη στιγμή ο υποψήφιος είναι ο Κάδμιλος, ο άνθρωπος που φονεύεται από τα αδέρφια του και μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο. Έτσι οδηγείται στο Ιερό Σπήλαιο του Ναού, όπου πρέπει να μείνει απομονωμένος. Θα τον βοηθήσουν να γυρίσει πίσω τα ίδια τα αδέρφια του μετά από μέρες και με τη βοήθεια του Ερμή θα τον επαναφέρουν στη ζωή. Μα δεν είναι πια ο ίδιος.
Είναι ο αναγεννημένος Καδμίλος που γνωρίζει τον εαυτό του και επιστρέφει νικητής στον πάνω Κόσμο. Σε αυτό το σημείο ο μυσταγωγός μπαίνει στην αψίδα και ανεβαίνει πάνω στον Ιερό βράχο. Αποκαλύπτει και διδάσκει στον νέο Επόπτη τους μυστικούς τύπους και τα νέα σύμβολα του βαθμού του. Εκτελεί αόρατες τελετουργίες και συγχρόνως προσφέρει σπονδές στους Θεούς του Κάτω Κόσμου.
Μετά η κουστωδία των ιερέων μεταφέρει τον Επόπτη κάτω από την αψίδα και τον άμβωνα όπου καλυμμένη με ένα ξύλινο σκέπαστρο βρίσκεται η τελετουργική κρύπτη. Κατεβαίνει σιγά – σιγά στο εσωτερικό της ενώ συγχρόνως ακούει το ποδοβολητό του ιερού ζώου. Σε λίγο το χυμένο αίμα τον λούζει ολόκληρο και συνειδητοποιεί ότι ένα πραγματικό βάπτισμα αίματος και φωτιάς καθορίζει το νέο ξεκίνημά του.
Από εκεί τον μεταφέρουν θριαμβευτικά στον ιερό θρόνο που βρίσκεται μπροστά στην μυστηριακή φωτιά του Ναού. Τον στεφανώνουν με ένα κλαδί ελιάς και του φορούν μια πορφυρή ζώνη. Αυτά είναι τα σύμβολα της μύησης του. Έχει γίνει γνώστης των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου. Μια καινούργια ζωή φωτίζεται μπροστά του, όπως η ιερή φλόγα φωτίζει όλο το νησί.
Ξημέρωνε η ενάτη μέρα και ο λαός περίμενε με αγωνία το άγγελμα της ανάστασης του Καδμίλου. Όταν ο αρχιερέας έβγαινε έξω με την αναμμένη λαμπάδα που κρατούσε, όλος ο λαός με δέος γονυπετούσε να ακούσει από τα χείλη του το άγγελμα της επιστροφής κοντά τους του προ ολίγων ημερών φονευμένου μύστη. ʺ Ήλθε ξανά κοντά μας η ζωή, το φως και η σοφία ʺ ανήγγειλε ο αρχιερέας. Τότε όλοι με ανακούφιση φώναζαν: ʺ Σε σένα έχουμε τις ελπίδες μας. Είσαι για μας ο ΑΛΑΘΗΤΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΣ.
Θα σε λατρεύουμε αιώνια ʺ. Έφτανε η ώρα της ανατολής του ανοιξιάτικου ήλιου και τα συγκεντρωθέντα πλήθη, περίμεναν να ενωθούν τα τέσσερα φώτα. Πρώτα οι τέσσερις ιεράρχες, οι αιώνιοι Κάβειροι. Ύστερα τα τέσσερα φώτα (Ήλιου, λαμπάδων, ψυχών και κάθε ΟΥΣΙΑΣ).
Οι τέσσερις κοσμικές αρχές που διευθύνουν τα έξω σύμπαντα. Μαζί ενώνονταν οι τέσσερις ΑΡΕΤΕΣ και θα συναποτελούσαν το μυστήριο της ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Τέλος ο ήλιος πρόβαλε στον ορίζοντα. Οι νέοι μύστες με τις κόκκινες ταινίες στα οσφύα συνοδεύονταν από τους τέσσερις αρχιερείς που είχαν την κόκκινη ταινία πάνω στο κεφάλι τους και κρέμονταν οι άκρες της πίσω στον τράχηλο τους. Η τελευταία λέξη ήταν: «ΑΙΩΝΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΕ ΛΑΤΡΕΥΟΥΜΕ»
Ας δούμε τις βασικές μυητικές διαδικασίες.
Υπάρχει περίοδος απόσυρσης και καθαρμού που κρατάει εννιά μερόνυχτα. Το 9 είναι ο αριθμός που αντιστοιχεί στη Σελήνη και η οποία με τη σειρά της και η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με την κατώτερη φύση του ανθρώπου. Στο πέρας αυτής της περιόδου, έχει επιτευχθεί μια στοιχειώδης ευθυγράμμιση μεταξύ των κατωτέρων και των ανωτέρων όψεων. Τότε έρχεται το ιερό πλοίο με τη φλόγα από τη Δήλο, δηλαδή από τον τόπο του Ήλιου.
Είναι η στιγμή που μπορεί να κατέλθει ο Θείος Σπινθήρας του πνεύματος, τότε είναι που μπορεί να επικοινωνήσει ο άνθρωπος με τις ανώτερες όψεις του εαυτού του. Το φως έρχεται να σκορπίσει τα σκοτάδια της νύχτας, δηλαδή της κατώτερης φύσης και ο λαός του νησιού κάνει μια καινούργια αρχή πανηγυρίζοντας. Στην τελετή της μύησης, ο υποψήφιος πρέπει να δοκιμαστεί σκληρά, γιατί θα του αποκαλυφτούν βαθιά μυστήρια.
Ο Ιεροφάντης, αυτός που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε εσωτερικό οδηγό του ανθρώπου, τον καθοδηγεί για να περάσει τις καθαρτήριες δοκιμασίες. Η πρώτη είναι η διάβαση του πύρινου περάσματος, δηλαδή η κάθαρση μέσα από το στοιχείο της φωτιάς.
Από τα πιο υψηλά πνευματικά επίπεδα μέχρι τα πιο υλικά, η φωτιά θεωρείτο ανέκαθεν καθαρτήριο στοιχείο. Η πυρά είναι σύμβολο εξαγνισμού καθώς και σύμβολο μιας νέα αρχής για καινούργια ζωή. Χρησιμοποιήθηκε από τις περισσότερες, αν όχι όλες, μυστηριακές λατρείες του κόσμου. Οι αρχαίοι Πελασγοί συνήθιζαν να πηδάμε πάνω από αναμμένες φωτιές και να φωνάζουν “αφήνω πίσω τις αμαρτίες”.
Αυτό θυμίζει και τις σημερινές γιορτές του Άγιου Ιωάννη. Ο μύθος της θεάς Δήμητρας λέει πως όταν ήταν φιλοξενούμενη από το βασιλιά της Ελευσίνας, την περίοδο που έψαχνε τη Περσεφόνη, θέλησε να κάνει αθάνατο το παιδί του βασιλιά περνώντας το σώμα του πάνω από φωτιά.
Ο Απολλόδωρος επίσης λέει ότι συνηθιζόταν να περνάνε οι γονείς τα παιδιά τους πάνω από φωτιές για να τα εξαγνίσουν. Αυτή η εξαγνιστική όψη της φωτιάς διαστρεβλώθηκε από τους ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα που τη χρησιμοποίησαν σαν κύριο μέσο εξόντωσης των “μάγων” και των “μαγισσών”, γιατί πίστευαν ότι έτσι απελευθερωνόταν η ψυχή από τις αμαρτίες.
Στην Ινδία είναι καθιερωμένο το κάψιμο του νεκρού σώματος για να απελευθερωθεί γρήγορα η εσωτερική ύπαρξη. Το ίδιο έκαναν και διάφορες φυλές ερυθροδέρμων της Αμερικής, για να πάνε οι ψυχές των νεκρών τους στα λιβάδια των ουρανών. Μα και στην εσωτερική διδασκαλία θεωρείται η πιο ορθή μέθοδος για την απελευθέρωση της Ατομικότητας, όπως αναφέρει και ο Δάσκαλος Θιβετανός.
Μετά από τη δοκιμασία της φωτιάς, ο υποψήφιος εξαγνίζεται με το στοιχείο του νερού, ακολουθώντας μια ιδιαίτερη τελετουργική διαδικασία. Το νερό είναι άλλο ένα στοιχείο που έχει περάσει στην καθημερινή συνείδηση της ανθρωπότητας σαν εσωτερικό καθαρτήριο. Πέρα από τον εσωτερικό καθαρμό του σώματος που προσφέρει, εξαγνίζει και τον εσωτερικό άνθρωπο, γιατί είναι στοιχείο που απορροφάει τις επιρροές εύκολα.
Όλες σχεδόν οι ελληνικές λατρείες είχαν καθιερώσει τον εξαγνισμό με το νερό, και στις περιόδους των μυστηρίων γέμιζαν τα ποτάμια από πιστούς, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα στο ιερό ποτάμι των Ινδών, τον Γάγγη. Ας μη ξεχνάμε βέβαια ότι και ένα από τα βασικότερα χριστιανικά μυστήρια, η βάπτιση, είναι ουσιαστικά ο καθαρμός του ανθρώπου από το προπατορικό αμάρτημα.
Μετά τη δεύτερη κάθαρση, ο μυούμενος, που τώρα ενσαρκώνει το ρόλο του Καδμίλου, φονεύεται από τα αδέρφια του και μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο, συμβολικά στο σπήλαιο του Ναού. Εδώ έχουμε το συμβολικό θάνατο της προσωπικότητας, που θυμίζει το φόνο του Όσιρη από τον αδερφό του Σετ.
Είναι μια αλληγορική έκφραση του ταξιδιού του ανθρώπου στο θησαυροφυλάκιο της Εσωτερικής Ύπαρξης. Στον κόσμο που βρίσκονται θαμμένες όλες οι παλιές μνήμες του και εμπειρίες. Όλα τα απώτερα συναισθήματα και οι κρυμμένοι πόθοι τα χαμένα του ιδανικά. Εκεί ο υπό μύηση έρχεται σε επαφή με όλο αυτό τον κόσμο, με τον κόσμο που ψυχολογικά θα λέγαμε ότι αποτελεί το υποσυνείδητο του. Σύμφωνα με το μύθο, στον Κάτω Κόσμο ξαναβρίσκει τα αδέρφια του, τα οποία μάλιστα τον βοηθούν να απελευθερωθεί από το θάνατο και να επανέρθει στη ζωή σαν ένας αναστημένος ήρωας.
Τι κρύβεται πίσω από την ύπαρξη των αδερφών; Τι σημαίνουν οι πράξεις τους; Από τη μια σκοτώνουν τον Καδμίλο, ενώ από την άλλη τον βοηθούν να αναστηθεί. Αυτοί οι στενοί συγγενείς που σκοτώνουν και ανασταίνουν συνάμα, στην πραγματικότητα αποτελούν κάποιες όψεις του εαυτού του ίδιου του υπό μύηση. Στη συνειδητή του ζωή, το άτομο δεν έχει καταφέρει να εξισορροπήσει τις όψεις αυτές και να τις εναρμονίσει μέσα του.
Έτσι, η ανισορροπία γίνεται αιτία θανάτου της προσωπικότητας. Μπαίνοντας, όμως, στον κόσμο του υποσυνείδητου, η συσσωρευμένη γνώση που αποκτά τον φέρνει σε μια εξισορροπητική σχέση με τον εαυτό του. Γνωρίζει τον εαυτό του. Και από εκείνη τη στιγμή γίνεται κύριος όλων των όψεων του και επιστρέφει νικητής στον Πάνω Κόσμο. Παίρνει τη θέση του λοιπόν στο χώρο των μυημένων και του αποκαλύπτονται τα σύμβολα της μύησης: το κλαδί της ελιάς και η πορφυρή ζώνη.
Η ελιά είναι από τα ιερά δέντρα της θεάς Αθηνάς και συμβολίζει τον υγιή νου και την εξύψωση του σε υψηλές συνειδησιακές καταστάσεις που αγγίζουν τη θεία ύπαρξη. Η στέψη με κλάδο ελιάς, φανερώνει ότι το άτομο διαθέτει σύνεση, λογική, εγκράτεια και επιθυμία για πιο υψηλές καταστάσεις συνείδησης.
Η πορφυρή ζώνη υποδηλώνει ότι παρά την αναζήτηση του μυημένου για ανώτερες καταστάσεις ύπαρξης, δεν παύει ο ίδιος να βρίσκεται μέσα στον κόσμο της ύλης και πρέπει να δημιουργήσει ό,τι καλύτερο μπορεί σε αυτόν. Επιπρόσθετα, η πορφυρή ζώνη, συμβολίζει τη φλόγα της επιθυμίας του ατόμου για υπηρεσία και πρόσφορα στους συνανθρώπους του.
Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει μυημένος πια στον Πάνω Κόσμο, ολόκληρο το νησί έχει φωτιστεί από το φως της φλόγας της Δήλου. Επιστρέφει, δηλαδή, στον κόσμο της συνείδησης που έχει φωτιστεί τώρα από το πνευματικό φως και που του προσφέρει μια αναγεννημένη ζωή γνώσης και Σοφίας.
Έτσι μπορούμε να αποδώσουμε εσωτερικά το κεντρικό τυπικό των Καβειρίων μυστηρίων. Από μια άλλη εσωτερική σκοπιά, τα μυστήρια αυτά σχετίζονται με τις στοιχειακές δυνάμεις της γης και της φωτιάς σε μια αρμονική λειτουργία. Δείχνουν το μόχθο που πρέπει να καταβληθεί για την επίτευξη αποτελεσμάτων είτε υλικών είτε πνευματικών. Επομένως μπορούμε να πούμε πως υπήρχαν τρεις βαθμοί μύησης στα Καβείρια.
Ο πρώτος αντιστοιχεί στο φόνο του Καδμίλου από τα αδέρφια του. Πρόκειται για το θάνατο της προσωπικότητας εξαιτίας της ανισορροπίας της.
Ο δεύτερος αντιστοιχεί στο πέρασμα στον Κάτω Κόσμο, όπου μεταφέρεται ο νεκρός Καδμίλος και εκεί ανακαλύπτει τις χαμένες όψεις του, το λησμονημένο του εαυτό.
Ο τρίτος και τελευταίος είναι η απελευθέρωση του, η ανάσταση και η σωτηρία του. Είναι το επίπεδο της αυτό-ανακάλυψης, όπου ο ήρωας, γνωρίζοντας τον εαυτό του, επανέρχεται στον υλικό κόσμο για να αρχίσει μια νέα δημιουργική ζωή.
"Ευτυχής εκείνος ο οποίος αφού είδε αυτό το θέαμα, κατέρχεται στα βάθη της Γης. Γνωρίζει το τέλος της ζωής, γνωρίζει την Θεία πηγή".
Τα αρχαιότερα μυστήρια στην αρχαία Ελλάδα, ίσως ήταν τα Κρητομινωικά, τα οποία επηρέασαν τα μετέπειτα Καβείρια, τα Διονυσιακά-Ορφικά, και τα Ελευσίνια. Η "εσωτερική" διδασκαλία των Καβείριων μυστηρίων ήταν "η γέννηση του ανθρώπου", ενώ των Ελευσίνιων (εκ του "ελεύω"-ελευθερώνομαι) η συμβολική παράσταση της ψυχής, της καθόδου της στην ύλη, μετά την ανάληψη της και την επιστροφή της στην αιώνια ζωή. Η δομή των μυστηρίων βασιζόταν σε τρία στοιχεία: τον μύθο, την τελετή, και την μύηση, ενώ επτά ήταν κυρίως τα στάδια ή οι βαθμίδες που οδηγούσαν στην ολοκλήρωση της μύησης στα μυητικά συστήματα: Καθαρμός, Χρίσμα, Περιβολή, Ιερός λόγος, Ενθρονισμός, Ιερογαμία, Εποπτεία. (Στην Χριστιανική εκκλησία αντιστοιχούν στο Βάπτισμα, Χρίσμα, Εξομολόγηση, Θεία ευχαριστία, Ιεροσύνη, Γάμος, Ευχέλαιο). Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε φως στα Καβείρεια μυστήρια, για τα οποία σώζονται πολύ λίγες μόνο πληροφορίες, ήδη από τα παλαιά ακόμη χρόνια. Ο Στράβων, γράφει σχετικά με τις λίγες πληροφορίες που γνώριζαν την εποχή του:
"Διά τους εν Σαμοθράκη τιμωμένους Θεούς πολλοί έχουν είπει ότι είναι οι Κάβειροι οι ίδιοι, αλλ' ούτε αυτοί οι ειπόντες τούτο, ημπορούν να μας είπουν οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι".
Η αρχή τέλεσης των Καβειρίων μυστηρίων χάνεται στα βάθη της Ελληνικής προϊστορίας. Οι γνώμες των αρχαίων πηγών διίστανται. 'Αλλοι όπως ο Ηρόδοτος, υποστηρίζουν ότι η λατρεία των Καβείρων ήταν αυτόχθων μυστηριακή λατρεία των Πελασγών, ενώ άλλοι όπως ο Στησίμβροτος που καταγόταν από την Θάσο, υποστηρίζουν η λατρεία τους εισήχθη στον Ελλαδικό χώρο από την Ανατολή. Συγκεκριμένα ο Ηρόδοτος γράφει για την προέλευση των μυστηρίων:
"Αυτά και πολλά άλλα τα οποία εγώ θα υπομνήσω παρέλαβαν οι Έλληνες παρά των Αιγυπτίων, ότι Δε τα αγάλματα του Ερμού έχουν τα αιδοία ορθά, τούτο δεν το έμαθον παρά των Αιγυπτίων, αλλά παρά των Πελασγών μεν το έμαθον πρώτοι εξ όλων των Ελλήνων οι Αθηναίοι, παρά τούτων Δε οι άλλοι Έλληνες. Κατά την εποχήν Δε, καθ' ην ήδη οι Αθηναίοι ελογίζοντο μεταξύ των Ελλήνων, μετώκησαν εις την Αττικήν ως σύνοικοι οι Πελασγοί, και έκτοτε ήρχισαν να θεωρούνται ως Έλληνες. Εκείνος Δε, ο οποίος έχει μυηθή εις τα μυστήρια των Καβείρων, τα οποία επιτελούν οι Σαμοθράκες παραλαβόντες παρά των Πελασγών, αυτός θα καταλάβει τι θέλω να είπω με τα λόγια μου. Διότι την Σαμοθράκην κατώκουν προηγουμένως αυτοί οι Πελασγοί, οι οποίοι έγιναν σύνοικοι με τους Αθηναίους, παρ' αυτών Δε παρέλαβον τα μυστήρια οι Σαμοθράκες. Των οποίων τα αγάλματα του Ερμού, του να έχουν ορθά τα αιδοία έμαθον εκ των Ελλήνων παρά των Πελασγών πρώτοι οι Αθηναίοι. Περί τούτου παραδίδεται κάποιος Ιερός Λόγος, ο οποίος αποκαλύπτεται εις τα εν Σαμοθράκη μυστήρια."
Μια σημαντική πληροφορία μας έχει διασώσει ο Χριστιανός συγγραφέας Ιππόλυτος (2ος μ.χ αιώνα).
"Διότι οι Σαμοθράκες σαφώς ονομάζουν τον τιμώμενο παρ' αυτών εις τα μυστήρια, τα οποία επιτελούν, τον Αδάμα τον αρχικόν άνθρωπον. Υπάρχουν Δε εις το ιερόν της Σαμοθράκης δυο αγάλματα γυμνών ανθρώπων, εχόντων και τας χείρας τεταμένας άνω προς τον ουρανόν και τους φαλλούς εστραμένους προς τα άνω, όπως έχει και το εν Κυλλήνη άγαλμα του Ερμού, τα προειρημένα αγάλματα είναι εικόνες του αρχανθρώπου και του αναγενωμένου πνευματικού ανθρώπου, ο οποίος είναι κατά πάντα ομοούσιος προς εκείνον τον άνθρωπον.."
Το σίγουρο είναι ότι όταν οι πρώτοι Αχαιοί το 2200 π.Χ. κατέγραψαν στον κατάλογο των θεοτήτων τα ονόματα του Δία, της Εκάτης, του Απόλλωνα και των Καβείρων. Στην λατρεία των Καβείριων μυστηρίων πρωτεύοντα ρόλο έπαιζε το Πυρ, από όπου φαίνεται ότι πήραν και το όνομα τους από την ρίζα της λέξης κάειν-καίω ΚάFειροι. Η λατρεία των Καβείρων σχετίζονταν με τον Ήφαιστο τον Θεό της φωτιάς, αλλά και των τεχνών από τον οποίο ο Προμηθέας έκλεψε το πυρ για να το παραδώσει στους ανθρώπους. Τα Καβείρεια τελούνταν κυρίως στην Σαμοθράκη την Λήμνο την Ίμβρο, αλλά και στην Θράκη, στην Μακεδονία, καθώς και στην Βοιωτία. Ο Όμηρος, ονομάζει την Σαμοθρακη "ιερά χώρα".
"Ζαθέη Σαμοθράκη ένθα και όργια φρικτά Θεών άρρητα βροτοΐσιν". (Σεπτή και αγιωτάτη Σαμοθράκη όπου τελετές που προκαλούν ρίγος φόβου γίνονται για χάρη των θεών, οι όποιες είναι απόρρητες στους κοινούς θνητούς).
Η λατρεία τους στη Λήμνο σχετίζεται με την προστασία των τεχνιτών και της τεχνολογίας γενικότερα, ενώ στη Θήβα έχει ένα γεωργικό και μυητικό χαρακτήρα για τους εφήβους. Οι επιφανέστεροι των Ελλήνων λέγεται ότι είχαν μυηθεί στα Καβείρεια μυστήρια . Κάποιοι εξ αυτών ήταν ο Αγαμέμνων, ο Οδυσσέας αλλά και άλλοι Έλληνες που έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο, επίσης σύμφωνα με την μυθολογία ο Ορφέας, ο Ηρακλής ο Ιάσων, οι Διόσκουροι Κάστορας και Πολυδεύκης και οι αρχηγοί της Αργοναυτικής εκστρατείας είχαν μυηθεί στα μυστήρια των Καβείρων στην Σαμοθράκη. Ο Βασιλιάς Φίλιππος ήταν μυημένος στα μυστήρια της Σαμοθράκης, όπου και γνώρισε την Ολυμπιάδα την μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που ήταν και ιέρεια των Καβείρων. Φυσικά και ο Μέγας Αλέξανδρος μυήθηκε στα Καβείρια Μυστήρια, όπως και ο Ηρόδοτος αλλά και ο Πυθαγόρας.
Στα μυστήρια γίνονταν δεκτοί όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως φυλής, φύλου και κοινωνικής τάξεως, ακόμη και οι δούλοι, αρκεί να μην επιβαρύνονταν με ανόσιες πράξεις. Σκοπός των μυστηρίων ήταν να απομακρύνει το φόβο του θανάτου και να αποκαλύψει αιώνιες αλήθειες που σχετίζονται με την τύχη της ψυχής μετά το θάνατο. Η αποκάλυψη των τεκταινομένων κατά τη διάρκεια τέλεσης των μυστηρίων επέφερε την ποινή του θανάτου. Μπροστά στο άβατο του Ιερού υπήρχε επιγραφή, που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη και που απαγόρευε με λιτό αλλά απόλυτο τρόπο, την είσοδο:
"Αμύητον μη εισιέναι".
Ο Πλούταρχος γράφει για τις απόρρητες πληροφορίες που γνώριζε αλλά δεν μπορούσε να αποκαλύψει;
"Οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι και όποια τινά μυστήρια τελούν εις την Μητέρα Ρέαν θα ζητήσω συγγνώμη από τους φιλομαθείς διά την σιωπήν μου αυτήν. Οποία δε η παρακαταθήκη και τα εις αυτήν τελούμενα δεν μοι επιτρέπεται να γράψω".
Σε αντίθεση με τα Ελευσίνια μυστήρια, στα Καβείρια μυστήρια, επιτρεπόταν η συμμετοχή ατόμων αδιαφόρως εθνότητας, ηλικίας, κοινωνικού αξιώματος και φύλου. Με τη μύησή τους αναλάμβαναν ηθικές και κοινωνικές υποχρεώσεις κι' ο Διόδωρος ο Σικελιώτης λέει ότι:
"οι μυούμενοι εγίνοντο ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντα καλλίτεροι".
Ποιοι και πόσοι ήταν όμως οι Κάβειροι, τι συμβόλιζαν και τι λάμβανε μέρος στις μυστηριακές αυτές τελετές; Όσον αναφορά τον συμβολισμό τους, ο Διόδωρος ο Σικελιώτης 1ος αι. μ. Χ. αναφέρει ότι οι Κάβειροι θεωρούνταν η προσωποποίηση της αθανασίας της ψυχής. Φαίνεται επίσης ότι συμφωνούν οι αρχαίες πηγές στο ότι γεννήθηκαν στην Λήμνο. Ο Πίνδαρος αναφέρει σχετικά:
"... τον εκ Αγίας Λήμνου γεννηθέντα Κάβειρον ",
ενώ και ο Ησύχιος στο λεξικό του αναφέρει:
" Κάβειροι, καρκίνοι Πάνυ Δε τιμώνται ούτοι εν Λήμνω ως Θεοί. Λέγονται Δε είναι Ηφαίστου παίδες".
Στη Λήμνο πίστευαν ότι ο πρώτος άνθρωπος της γης υπήρξε ο Κάβειρος, τον οποίο γέννησε η Λήμνος με απόρρητες ιερές τελετές. Γενικά αποφεύγονταν η χρήση των ονομάτων των Καβείρων, ονομάζονταν γενικά Μεγάλοι Θεοί. Στις επιγραφές που έχουν βρεθεί στις ανασκαφές πάντοτε ονομάζονται Μεγάλοι Θεοί ή 'Ανακτες και ποτέ με το όνομα τους Στη Λήμνο τους ονόμαζαν επίσης και Καρκίνους.
Όσον αναφορά τον αριθμό τους και το ποιοι ήταν δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν ότι οι Κάβειροι ήσαν ένας ή τρεις ή τέσσερις ή επτά ή και περισσότεροι.. Το πιο πιθανό είναι ως Πελασγικής προέλευσης ο πρώτος τους χαρακτήρας κατά την απώτατη αυτή εποχή να ήταν χθόνιος και συνδέονται με τη λατρεία της μεγάλης Μητέρας Φύσης και τη γονιμότητα της γης, όπως και στα Κρητικά μυστήρια. Η Μεγάλη Μητέρα, η μητέρα γη, λεγόταν Αξίερος. Αργότερα ταυτίστηκε με την Δήμητρα . Η μορφή της, εικονίζονταν στα νομίσματα της Σαμοθράκης ανάμεσα σε δυο λιοντάρια. Μαζί με την Μεγάλη Μητέρα λατρεύονταν και ο σύζυγός της, ο θεός Καδμίλος, που πολλές φορές ταυτίζονταν με τον Ερμή. Είχαν και οι δύο τα ίδια "ιερά" σύμβολα , όπως τον κριό ως "ιερό ζώο" που συμβόλιζε την γονιμοποιό δύναμη και τον αρχηγό ποιμένα, καθώς και το φιδοκέφαλο κηρύκειο του, και τα οποία βρέθηκαν χαραγμένα σε νομίσματα και σε επιγραφές.
Ο Φερεκύδης καθώς και ο Ηρόδοτος τους αναφέρουν τους Κάβειρους, ως γιους του Ηφαίστου. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη μητέρα των Καβείρων ήταν η θυγατέρα του Πρωτέως και της Αγχινόης Καβείρη ή Καβειρώ και απόκτησε από τον Ήφαιστο τρία αγόρια και τρία κορίτσια, τους Καβείρους και τις Καβειρίδες. Ο Αθηνίωνας (συγγραφέας του 1ου αι. μ. Χ.) αναφέρει ότι οι Κάβειροι ήταν δυο, ο Ιασίων και ο Δάρδανος γιοι του Δια και της θυγατέρας του Άτλαντα Ηλέκτρας. Ο Διονυσόδωρος, (συγγραφέας του 3ου αι. π. Χ.) αναφέρει ότι υπήρχαν δυο ζεύγη Καβείρων ο Αξιόκερσος, η Αξίερος, ο Καδμίλος ή Κασμίλος και η Αξιόκερσα, οι οποίοι αργότερα ταυτίστηκαν με τον Πλούτωνα, την Δήμητρα, τον Ερμή και την Περσεφόνη. Σύμφωνα με τους αρχαίους μύθους ήσαν παιδιά ή εγγόνια του Ηφαίστου. Ο Ήφαιστος με την Καβειρώ, κόρη του Πρωτέα, έκανε τρεις γιους, τους Καβείρους και τρεις κόρες, τις νύμφες Καβειρίδες ή σύμφωνα με άλλους μύθους ο Ήφαιστος με την Καβειρώ γέννησαν τον Καδμίλο, από τον οποίο προήλθαν οι τρεις αρσενικοί και οι τρεις θηλυκοί Κάβειροι Κατά μια άλλη εκδοχή της μυθολογίας ο Ήφαιστος από την Καβείρη απόκτησε μόνο τον Καδμίλο και ότι οι Κάβειροι και οι Καβειρίδες είναι παιδιά του.
Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο κάθε χρόνο και σε ορισμένο χρόνο στην Λήμνο κατά την διάρκεια των εορτών των τελετών, έσβηναν όλα τα Φώτα στο νησί επί εννέα ημέρες, μέχρι να έρθει με πλοίο από την Δήλο το νέο πυρ. Γι αυτό τον λόγο και η λαμπάδα ήταν το σύμβολο των Καβείρων. Συνήθως η γιορτή γινόταν από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο. Η τελετή μύησης γινόταν νύχτα υπό το φως των δαυλών. Το αξίωμα των ιερέων ήταν κληρονομικό, και ονομάζονταν Καδμίλοι . Πριν την μύηση γινόταν εξομολόγηση του υποψήφιου μύστη από τον ειδικό ιερέα που ονομάζονταν "Κόης". Μας σώζεται μία ενδιαφέρουσα ιστορία μάλιστα από την διαδικασία της εξομολόγησης. Ο Λύσανδρος είχε πάει στην Σαμοθράκη για να πάρει μέρος στα Καβείρεια μυστήρια. Ο ιερέας που εξομολογούσε τους πιστούς, του ζήτησε να μαρτυρήσει το μεγαλύτερο αμάρτημα του. Ο Λύσανδρος τότε τον ρώτησε "εσύ ή οι Θεοί θέλουν να το μάθουν";,
και ο ιερέας του απάντησε οι Θεοί, και τότε ο Λακεδαιμόνιος του απάντησε:
"εσύ φύγε από εδώ, και εάν με ρωτήσουν οι Θεοί θα τους το πω.."
Οι υποψήφιοι μύστες προχωρούσαν κρατώντας δαυλούς που συμβόλιζαν το εσωτερικό φως που διώχνει το σκοτάδι της άγνοιας και της ύλης. Σε ανασκαφές βρέθηκαν πολλές θέσεις για τοποθέτηση των δαδιών στους τοίχους του Ιερού, αλλά και το γράμμα "Θ" δηλωτικό των Μεγάλων Θεών Ο μυούμενος οδηγούνταν να καθίσει σε έναν θρόνο, όπου πραγματοποιούνταν σε αυτόν η δοκιμασία και η διδασκαλία. Η τελετή αυτή ονομαζόταν "θρονισμός". Ο Πλούταρχος αναφέρει σχετικά για αυτή την φάση της τελετής.
"Καθάπερ ειώθασιν εν τω καλουμένω θρονισμώ καθίσαντες τους μυουμένους οι τελούντες κύκλω περιχορεύειν".
Του φορούσαν στο κεφάλι στεφάνι από κλαδί ελιάς και μια κόκκινη ταινία στην μέση του, την οποία θα έφερε μαζί του στην υπόλοιπη ζωή του, ενδεικτική της μυήσεώς του. Μπροστά στον θρόνο έκαιγε πυρά γύρω από την οποία οι ιερείς έψελναν με ακατανόητες λέξεις για τον μυούμενο τους Ιερούς ύμνους, μετά χόρευαν χορούς υπό τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών. Ύστερα από τον θρονισμό, ο ιερέας οδηγούσε τον μύστη στο άβατο του Ιερού κι' εκεί, το νέο μέλος, έφθανε στον βαθμό της "εποπτείας".
Είναι γενικά παραδεκτό και το αναφέραμε κι' άλλες φορές πως η θρησκευτικότητα είναι έμφυτη στον άνθρωπο. Η ανάγκη της υποταγής σε κάτι έξω απ’ τις δυνατότητες του μυαλού, η ανάγκη θεοποιήσεώς του και λατρείας του, φανερώθηκε απ’ την αυγή της ανθρωπότητας και θεοποίησε τον κεραυνό, τη φωτιά, τους αγρίους βράχους, τα ορμητικά ποτάμια, τα αιωνόβια δέντρα. Έτσι, η αρχική μορφή της θρησκείας εκδηλώθηκε σαν φυσιολατρεία. Σιγά-σιγά, δημιουργήθηκαν οι μύθοι γύρω από κάθε παράξενο κι' ανεξήγητο, μύθοι πού προσπαθούσαν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στο αδιανόητο και τη δυνατότητα του ανθρώπινου νου. Μύθοι που έκρυβαν πάντοτε μεγάλες κι' αιώνιες αξίες κι' αλήθειες, φυσικές και ηθικές.
Έτσι, και στην αρχαία Ελλάδα, που εξανθρώπισε τους θεούς της, οι μύθοι αποτελούν τη βάση του θρησκευτικού και κοινωνικού βίου των Ελλήνων. Δημιουργούνται απ’ τους ποιητές, τους μουσουργούς, μεταδίδονται από γενιά σε γενιά απ’ τους ραψωδούς κι' αποτελούν, θα λέγαμε, μια λαϊκή θρησκεία που σκοπό έχει να διαπαιδαγωγήσει, να σωφρονίσει, να φέρει φόβο Θεού, να δώσει ινδάλματα προς παραδειγματισμό και παραδείγματα προς αποτροπιασμό. Γιατί η ποίηση και προ παντός του Ησίοδου θεωρούνταν ότι ήταν το ασφαλέστερο και τελειότερο μέσο διαπαιδαγώγησης. Ο Όμηρος αποκαλούσε τους ποιητές «σωφρονιστάς» και οι νέοι διδάσκονταν, κυρίως με ποιήματα, για σωφρονισμό και ανάπτυξη σωστού χαρακτήρα.
Όμως, η αληθινή σημασία των μύθων, διατηρήθηκε και παραδόθηκε στους λίγους, τους ανήσυχους, τους ανικανοποίητους, σαν μυστήριο. Διασώθηκε μόνο από μερικές θρησκευτικές εταιρίες που τα μέλη τους κατηχούσαν ιερείς κληρονομικοί. Σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο: «Εις τα ιερά ταύτα ιδρύματα, μετά διαφόρους προκαταρκτικάς τελετάς, επετρέπετο τελευταίον, αν και υπό τον όρον αυστηρότατης εχεμύθειας, η ακρόασις της αρχαίας και κοσμογονικής διδασκαλίας, διά της οποίας απεκαλύπτετο ο προορισμός του ανθρώπου και η βεβαιότης της μετά θάνατον αμοιβής ή τιμωρίας, ταύτα δε απηλλαγμένα των ποιητικών παραμορφώσεων και των συμβόλων και αλληγοριών διά των οποίων εξηκολούθουν περικαλυπτόμενα ως προς τον κοινόν όχλον».
Τους πυρήνες των θρησκευτικών αυτών εταιριών, αποτελούσαν οι Ορφικοί ιερείς, οι Βακχικοί, οι των Ελευσίνιων και των Μυστηρίων της Σαμοθράκης. Βλέπουμε, λοιπόν, πώς στη Σαμοθράκη τελούνταν «μυστήρια» και μάλιστα σύμφωνα με μαρτυρίες οι πρόγονοι των Ελευσίνιων και των Διονυσίων, που κι' αυτά έχουν τις ρίζες τους στην πανάρχαια Θράκη, αφού η λέξη «θρησκεία» αλλά και ή θρησκεία των Ελλήνων έχουν την καταγωγή τους σ' αυτήν. Στο Λεξικό Σουΐδα αναφέρεται: «Λέγεται, ως πρώτος Ορφεύς Θραξ ετεχνολόγησε τα Ελλήνων μυστήρια. Και το τιμάν Θεόν θρησκεύειν εκάλεσαν, ως Θρακίας ούσης της ευρέσεως». Ο Απολλόδωρος λέει: «Εύρε δε Ορφεύς και τα Διονύσια μυστήρια», αλλού: «Πρώτος Ορφεύς μυστήρια θεών είναι παρέδωκεν. Όθεν και θρησκεία το μυστήριον καλείται από του Θρακός Ορφέως» και αλλού: «Θρήσκος εκ του θραξ θρακός. Και θρησκεία παρά την των Θρακών επιμέλειαν την προς το θείον και την Ορφέως ιερουργίαν? ούτος γαρ πρώτος εξεύρε την προς το θείον έννοιαν».
Η Σαμοθράκη, με τον σκοτεινό όγκο των βουνών της πού φτάνουν τα 1800 μέτρα, ξεπετιέται κι' υψώνεται απότομα μέσ' απ’ τη θάλασσα εκεί στον μυχό του βόρειου Αιγαίου, στο θρακικό πέλαγος. Είναι πάνω στο δρόμο για τα στενά του Ελλήσποντου, στο δρόμο για τη μαύρη θάλασσα κι' αποτελούσε την ελπίδα και την καταφυγή των θαλασσομάχων από τότε πού οι θαλασσινοί δρόμοι ανοίχτηκαν στην εξερεύνηση, το εμπόριο και τον αποικισμό. Είχε δικό της στόλο που μάλιστα μια μικρή του μοίρα πήρε μέρος στη ναυμαχία της Σαλαμίνας κι' αποτέλεσε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας. Έκοψε δικά της νομίσματα, έχοντας δε και κτήση στην απέναντι θρακική ακτή, την «περαία», είχε τον πραγματικό έλεγχο πάνω στον θαλασσινό δρόμο που οδηγούσε στα Δαρδανέλλια.
Όμως, τη σπουδαιότητα της ώφειλε, πρώτα-πρώτα και κυρίως, στη φήμη των Μεγάλων θεών και τη μυστική λατρεία τους. Ο Όμηρος, αναφέρεται σ' αυτήν με το επίθετο «Ζαθέη» δηλαδή σεπτή και αγιωτάτη και επίσης την ονομάζει «ιερά χώρα». «Ζαθέη Σαμοθράκη ένθα και όργια φρικτά Θεών άρρητα βροτοΐσιν». (Σεπτή και αγιωτάτη Σαμοθράκη όπου τελετές που προκαλούν ρίγος φόβου γίνονται για χάρη των θεών, οι όποιες είναι απόρρητες στους κοινούς θνητούς).
Οι τελετές, τα μυστήρια, οι ιερουργίες που τελούνταν στη Σαμοθράκη, γίνονταν για να τιμηθούν οι Θεοί Κάβειροι. Ποιοι ήταν αυτοί; Πρώτη, η Μεγάλη Μητέρα, η μητέρα γη. Στην τοπική γλώσσα — που διατηρήθηκε σαν γλώσσα των τελετών — λεγόταν Αξίερος. Ταυτίζονταν με την Δήμητρα και την αποκαλούσαν Ηλέκτρα — δηλαδή φωτοδότρα — Λαμπρή, Στρατηγίδα και Ηγέτιδα. Η μορφή της, εικονίζονταν στα νομίσματα της Σαμοθράκης ανάμεσα σε δυο λιοντάρια. Μαζί με την Μεγάλη Μητέρα λατρεύονταν ο σύζυγός της, ένας ιθυφαλλικός θεός της γονιμότητας που το όνομά του ήταν Καδμίλος και που πολλές φορές ταυτίζονταν με τον Ερμή γιατί τα σύμβολα αυτού του Θεού, δηλαδή το ιερό του ζώο, ο κριός, που συμβόλιζε κατ' άλλους τη γονιμοποιό δύναμη, κατ' άλλους τον αρχηγό ποιμένα, καθώς και το φιδοκέφαλο κηρύκειο του, βρέθηκαν χαραγμένα σε νομίσματα και σε επιγραφές του Ναού.
Όμως, άλλοι έλεγαν πως οι Κάβειροι είναι δύο άρρενες δίδυμοι Θεοί και τους συνέδεαν με τους Διόσκουρους, άλλοι πάλι, πως οι Θεοί ήταν τρεις και κάτω απ’ τα τοπικά ονόματα που τους αποδίδονταν Αξίερος, Αξιόκερσα, Αξιόκερσος, υποδηλώνονταν η Δήμητρα, η Κόρη και ο Ερμής. Άλλοι προσθέτουν και τον Άδη, την Εκάτη, τη Ρέα, τους Κορύβαντες, τον Ουρανό και τη Γαία. Ακόμα και η Αφροδίτη — η Κηρινθία — που ίσως είναι αυτή που παριστάνεται σε περίεργα τρίμαστα γυμνά ειδώλια που βρέθηκαν στις ανασκαφές, φαίνεται να θεωρείται πως ανήκε στους Κάβειρους, τους Μεγάλους Θεούς. Είναι πολύ απροσδιόριστα τόσο ο αριθμός όσο και τα ονόματα τους, έτσι που η σύγχυση γύρω απ’ την προσωπικότητα τους να αυξάνει με το πέρασμα των αιώνων. Ο Στράβων, γράφει: «Διά τους εν Σαμοθράκη τιμωμένους Θεούς πολλοί έχουν είπει ότι είναι οι Κάβειροι οι ίδιοι, αλλ’ ούτε αυτοί οι ειπόντες τούτο, ημπορούν να μας είπουν οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι».
Αυτή η πολυπροσωπία, η ταύτηση των Καβείρων με τους περισσότερους Θεούς του ελληνικού μα και του ανατολικού Πανθέου, μια και άλλοι έλεγαν πως και η Κυβέλη συγκαταλέγεται σ' αυτούς, αυτή ή πολυωνυμία πού επιτρέπει στον αμύητο την ελευθερία να λατρεύει, εκεί, κάτω απ’ το όνομα των Μεγ. Θεών, τον Θεό πού τον εκφράζει, οδηγεί στη σκέψη πως στα μυστήρια της Σαμοθράκης φανερώνονταν η γενική και απρόσωπη για την θεότητα θεωρία που ενυπάρχει και στα Ορφικά μυστήρια όπου ο Θεός προσφωνείται «Μέγα πνεύμα», «Μέγας Ελευθερωτής», «Μεγάλη ψυχή του κόσμου», «Λόγος».
Τι ακριβώς γινόταν στις τελετές της Σαμοθράκης, δεν μπορούμε να ξέρουμε γιατί οι μυούμενοι τηρούσαν μυστικά τα τελούμενα. Ο Πλούταρχος γράφει; «Οποίοι τινές είναι οι Κάβειροι και όποια τινά μυστήρια τελούν εις την Μητέρα Ρέαν θα ζητήσω συγγνώμην από τους φιλομαθείς διά την σιωπήν μου αυτήν. Οποία δε η παρακαταθήκη και τα εις αυτήν τελούμενα δεν μοι επιτρέπεται να γράψω». Κι' ό Ηρόδοτος στην «Ευτέρπη» του εξηγώντας ορισμένες θρησκευτικές συνήθειες των Αθηναίων λέγει ότι το έθιμον παρέλαβαν από τους Σαμοθρακίτες. «Όστις δε εμυήθη τα μυστήρια των Καβείρων τα όποια τελούν οι Σαμόθρακες, εκείνος γνωρίζει τι λέγω» και παρακάτω: «Οι Πελασγοί αποδίδουν εις αυτό ιεράν αιτίαν την οποίαν εξηγούν τα μυστήρια της Σαμοθράκης». Και ο Γερμανός αρχαιολόγος και φιλόλογος Αύγουστος Λόμπεκ στη μελέτη του «Αγλαόφαμος» για τη θρησκεία των Αρχαίων Ελλήνων, σηκώνει κατά το κοινώς λεγόμενο ψηλά τα χέρια και ομολογεί: «Ο θέλων να σαφηνίση την φύσιν των Καβειρίων μυστηρίων ματαιοπονεί».
Γνωρίζουμε όμως κάτι πολύ σοβαρό που προκαλεί το ενδιαφέρον και τον θαυμασμό μας. Γνωρίζουμε πως τα μυστήρια της Σαμοθράκης είχαν πανανθρώπινο χαρακτήρα! Κι' αυτό είναι το θαυμαστό κι' αξιοσημείωτο. Αυτή ακριβώς η προοδευτική τάση, αυτή η παγκοσμιότητα, η απεριόριστη εισδοχή στους κόλπους της θρησκείας παντός προσερχόμενου προς αυτήν, ή χωρίς εξαιρέσεις και διακρίσεις διδασκαλία της. Αυτό είναι που μας εντυπωσιάζει. Είναι γνωστό πως στα Ελευσίνια μυστήρια, η συμμετοχή περιοριζόταν φυλετικά, αποκλειστικά στους Έλληνες και κοινωνικά, μόνο στους ελεύθερους πολίτες. Στα Καβείρια μυστήρια, επιτρεπόταν η συμμετοχή ατόμων αδιαφόρως εθνότητας, ηλικίας, κοινωνικού αξιώματος και φύλου κι' αυτό αποτελεί το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τους. Η εξομοίωση — κυρίως των φύλων και των τάξεων — σε μια εποχή τόσο μακρινή που οι γυναίκες θεωρούνταν κατώτερες υπάρξεις και οι δούλοι ατελή όντα, αυτός ο πανανθρώπινος χαρακτήρας των μυστηρίων της Σαμοθράκης, δίνει το μέτρο αξιολογήσεως της ευρύτητας των αντιλήψεων και της καθολικότητας των ιδεών και των αρχών τους και μπορεί να θεωρηθεί — ως προς το σημείο αυτό — ο πρόδρομος της χριστιανικής κοινωνίας. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, δούλοι, δουλοπάροικοι, αλλοεθνείς, αλλόπιστοι κι' έγχρωμοι, ήταν δεκτοί στη θρησκεία, θεμελιώδης σκοπός των μυστηρίων αυτών ήταν η ηθικοποίηση του ανθρώπου. Με τη μύηση τους αναλάμβαναν ηθικές και κοινωνικές υποχρεώσεις κι' ο Διόδωρος ο Σικελιώτης λέει ότι «οι μυούμενοι εγίνοντο ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντα καλλίτεροι».
Όμως, όσο κι' αν ο φιλελευθερισμός του χαρακτήρα των μυστηρίων επέτρεπε την προσέλευση και εισδοχή παντός βουλομένου, όπως προαναφέραμε, υπήρχε ένας ρητός κι' απαράβατος όρος, που αποκλειστικά και μόνο εδώ συναντάμε. Τον όρο αυτό κανείς δεν μπορούσε ν' αποφύγει ή να παρακάμψει. Ήταν η εξομολόγηση! Βασική κι' απαραίτητη προϋπόθεση και προπαρασκευαστικό στάδιο της μυήσεως, ήταν η ψυχική κάθαρση του ανθρώπου που ζητούσε να μυηθεί! Πόσο μακρινός αλλά καρποφόρος πρόγονος εκείνης της περίφημης πράγματι επιταγής πάνω στην κρήνη της Αγιάς Σοφιάς: «Νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν». Ταγμένος γι' αυτόν τον σκοπό, την εξομολόγηση δηλαδή, ήταν ειδικός ιερέας αποκαλούμενος Κόης. «Κόης, ο φονέα καθαίρων» που άκουγε τον εξομολογούμενο κι' είχε το αξίωμα να εξαγνίζει ακόμα και τον φονιά που μετάνοιωνε για την πράξη του. Έτσι, εκτός απ’ τη λατρευτική και θρησκευτική έννοια, βλέπουμε πvς τα μυστήρια της Σαμοθράκης, είχαν φιλοσοφική βάση και χαρακτήρα κοινωνικής αρετής.
Ύστερα από την εξομολόγηση και την έγκριση του Κόη και των Ανακτοτελεστών, ο κατηχημένος μπορούσε να προσέλθει στην τελετή της μυήσεως. Πιθανολογείται πως η μύηση γινόταν τη νύχτα, με το φως των δαδιών και λυχναριών των μυημένων που παραβρίσκονταν στην τελετή. Πλήθος είναι τα λυχνάρια που βρέθηκαν στις ανασκαφές με εγχάρακτο το γράμμα Θ δηλωτικό των Μεγάλων Θεών, αλλά και πάμπολλες είναι οι θέσεις για τοποθέτηση των δαδιών που σώζονται στους τοίχους του Ιερού. Ο μυούμενος καθόταν πάνω σε θρόνο γι' αυτό και η τελετή λεγόταν «θρονισμός». Φαίνεται πως σ' αυτό το στάδιο οι μυούντες χόρευαν γύρω απ’ τον μυούμενο. Πολλές μαρτυρίες και κυρίως του Πλούταρχου υπάρχουν γι' αυτή τη φάση της τελετής. «Καθάπερ ειώθασιν εν τω καλουμένω θρονισμώ καθίσαντες τους μυουμένους οι τελούντες κύκλω περιχορεύειν».
Ύστερα από τον θρονισμό, ο ίερέας οδηγούσε τον μύστη στο άβατο του Ιερού κι' εκεί, το νέο μέλος, παρακολουθούσε, είχε δηλαδή την εποπτεία, κάποιας ιερής αναπαράστασης με πιθανό αντικείμενο την έκφραση κοσμογονικών ιδεών στις όποιες πρώτευε η μυστηριώδης τους γενεαλογία. Έτσι, έφθανε στον βαθμό της εποπτείας. Μπροστά στο άβατο του Ιερού υπήρχε επιγραφή, που αποκάλυψε η αρχαιολογική σκαπάνη και που απαγόρευε με λιτό αλλά απόλυτο τρόπο, την είσοδο. «Αμύητον μη εισιέναι». Αργότερα, με την προσέλευση και των Ρωμαίων στα μυστήρια, προσετέθη απαγορευτική επιγραφή και στα Λατινικά. «Deorum sacra qui non acceperunt non intrant».
Στον καινούργιο μύστη προσφέρονταν στεφάνι από ελιά και πορφυρή ζώνη που τον προφύλαγε απ’ τους κινδύνους, ιδιαίτερα τους θαλασσινούς. H μύηση μπορούσε να γίνει σ' οποιαδήποτε εποχή και κυρίως απ’ τον Απρίλη ως τον Σεπτέμβριο, την εποχή κυρίως που η Σαμοθράκη ήταν προσιτή στη ναυσιπλοΐα. Φαίνεται δηλαδή πώς δεν ήταν απαραίτητο να συμπέσει η μύηση με τις ετήσιες πανηγυρικές εκδηλώσεις. Αυτές, διαρκούσαν εννιά μέρες κατά τις όποιες κάθε πόλη απ’ τα νησιά, τη Θράκη και τα Μικρασιατικά παράλια έστελνε τους πρεσβευτάς της. Πρεσβευτή έστελνε ακόμα και η πόλη της Σαμοθράκης κι' αυτό αποδεικνύει ότι το Ιερό δεν θεωρούνταν αυτονόητα ότι ανήκε στο νησί αλλά πως ήταν όλου του κόσμου.
Πριν από τις τελετές έσβυναν γενικά κάθε φωτιά στο νησί κι' έφερναν νέα φλόγα απ’ το ιερό των Καβείρων της Δήλου. Πότε γίνονταν οι γιορτές αυτές; Δεν μπόρεσε να καθορισθεί, ο δε αρχαιολόγος Λέμαν που ήταν επί χρόνια επικεφαλής της Αμερικανικής Αρχαιολογικής αποστολής εκεί, από το γεγονός ότι δίπλα στον αρχαίο ιερό χώρο της Σαμοθράκης βρίσκεται σήμερα εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής που στο πανηγύρι του στις 26 Ιουλίου συγκεντρώνει το σύνολο του πληθυσμού του νησιού, αποτολμά σε σύγγραμμα του την εικασία ότι οι τελετές δυνατόν να γίνον-ταν και τότε τον Ιούλιο μήνα.
Παρ' όλο που η μύηση γίνονταν αποκλειστικά στη Σαμοθράκη, όπου η λατρεία των Καβείρων άρχισε πριν από τον 7ο αιώνα, η διδασκαλία ξαπλώθηκε γρήγορα, πρώτα στα γειτονικά νησιά, Λήμνο, Ίμβρο, Τένεδο, πέρασε στις ακτές της Θράκης και της Ιωνίας και τελικά έφτασε σ' ολόκληρη την Ελλάδα. Σύμφωνα με περιγραφές του Στράβωνα και του Παυσανία αλλά και διαπιστώσεις από ανασκαφές, ιερά των Καβείρων υπήρχαν στη Σύρο, οπού και νόμισμα με τη μορφή τους, στη Θήβα, Δήλο, Πάρο, Χίο, Πέργαμο που επίσης έκοψε σχετικό νόμισμα, ακόμα και στο Ιόνιο, την Κέρκυρα. Μάλιστα ο Παυσανίας, αναφερόμενος στο ιερό των Καβείρων στη Θήβα, λέει ότι ήταν ανέκαθεν «άγιον» και «θαυματουργόν».
Στην θαυματουργήν προστασία των Καβείρων πίστευαν φυσικά και οι μυημένοι, γι' αυτό και φορούσαν πάντα την πορφυρή ζώνη που τους παραδίδονταν μετά τη μύηση καθώς και κάποιο δαχτυλίδι που γίνονταν από μαύρο μαγνητισμένο σιδηρομετάλλευμα τοπικής προελεύσεως και συμ-βόλιζε τον δεσμό του πιστού με τη Μεγάλη Θεά. Οι επιφανέστεροι απ’ τους αρχαίους ήρωες που πέτυχαν στις εκστρατείες και τα εγχειρήματα τους, λέγεται πως ήταν μυημένοι στα Καβείρια, όπως ο Ιάσονας, ο Ηρακλής, ο Άγαμέμνοντας και άλλοι στρατηγοί του Τρωικού πολέμου.
Ο Αριστοφάνης — δεν εξετάζουμε εδώ τη φιλοπαίγμονα ίσως διάθεση του κωμωδού αναφερόμενος στη βεβαιότητα της ανταποκρίσεως των Καβείρων στην επίκληση του μύστη μπρος στον κίνδυνο, λέγει στην «Ειρήνη» του σε κάποια στιγμή πανικού και κινδύνου· «Ει τις υμών εν Σαμοθράκη τυγχάνει μεμυημένος, νυν ευξασθαι καλόν». Μ' αυτό τον τρόπο, ο Αριστοφάνης, αφήνει να εννοηθεί ότι όχι σπάνια πολλοί από τους Αθηναίους θεατές του αποδεικνύονταν μυημένοι στα μυστήρια των Καβείρων.
Όπως αναφέραμε, οι μυημένοι πού ονομάζονταν «ευσεβείς» ανήκαν σ' όλες τις τάξεις και τις φυλές, όμως — και είναι φυσικό αυτό άλλωστε — οι ιστορικοί περιέσωσαν τα ονόματα των πιο σπουδαίων απ’ αυτούς. Έτσι μαθαίνουμε πως πολλοί επιφανείς Έλληνες ήταν μυημένοι στα μυστήρια των Καβείρων όπως ο Ηρόδοτος — πατέρας της Ιστορίας — που μας λέει ότι οι μύστες μάθαιναν να καταλαβαίνουν τη βαθύτερη σημασία των ιθυφαλλικών εικόνων του Ερμή-Καδμίλου, ο Φίλιππος της Μακεδονίας. Ο Πυθαγόρας φέρεται μυημένος στα Καβείρια, λέγεται δε ότι μέρος των θεωριών του έλαβε από την λατρείαν αυτών.
(Ι ά μ β λ ι χ ο ς, Βίος Πυθαγόρου 151). Αλλά και ο Ρωμαίος φιλόσοφος Ουάρρων, καθώς επίσης ο Πείσων, πεθερός του Ιουλίου Καίσαρα και άλλοι.
Επειδή στα χρόνια της ακμής της λατρείας των Καβείρων εθεωρείτο πως το νησί ήταν θεία ιδιοκτησία και ιερή γη, αποτελούσε ασφαλές και ιερό άσυλο. Όποιος κατέφευγε σ' αυτό θεωρούνταν ικέτης και εύρισκε απαραβίαστη ασυλία. Έτσι, ο Περσέας, ο τελευταίος Βασιλιάς της Μακεδονίας, ύστερα απ’ την ήττα του στα 168 π.Χ. απ’ τα Ρωμαϊκά στρατεύματα του Παύλου Αιμίλιου, στη Σαμοθράκη κατέφυγε ικέτης. Επίσης, στη Σαμοθράκη προσέφυγε ζητώντας προστασία και ή βασίλισσα της Αιγύπτου, Αρσινόη, κυνηγημένη απ’ τον αδελφό της Πτολεμαίο τον Κεραυνό. Η Αρσινόη αφιέρωσε αργότερα στους Μεγάλους θεούς περίλαμπρο κυκλικό οικοδόμημα για θυσίες και επίσημες συγκεντρώσεις που χτίστηκε μεταξύ 289-281 και που σύμφωνα με διαπίστωση του Αμερικανού αρχαιολόγου Λέμαν, είναι η μεγαλύτερη γνωστή θόλος της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Στη Σαμοθράκη κατέφυγε επίσης ζητώντας άσυλο και ο Πτολεμαίος ο ΣΤ' ο φιλομήτωρ, όταν νικήθηκε απ’ τον Αντίοχο. Ο Πτολεμαίος ο Β' ο φιλάδελφος και η μητέρα του Βερενίκη, αφιέρωσαν στους Μεγάλους Θεούς μεγαλόπρεπο και πλούσια διακοσμημένο κτίριο, μεταξύ 280-264 π.Χ., που ο Λέμαν ονομάζει τολμηρό κατασκεύασμα της ελληνικής μηχανικής.
Οι Κάβειροι εξακολούθησαν να λατρεύονται και τα μυστήρια τους να τελούνται και να προσελκύουν μύστες μέχρι το τέλος του τέταρτου μετά Χριστόν αιώνα. Διαπιστώθηκε από τις ανασκαφές ότι οι Ρωμαίοι περιτείχισαν τον ιερό χώρο και πως παρ' όλο που μεγάλες καταστροφές σημειώθηκαν στα 200 μ.Χ. πιθανώς από σεισμό, αμέσως έγιναν αναστηλώσεις και αποκαταστάσεις των ζημιών σε μεγάλη έκταση. Ο ιερός χώρος εξακολούθησε να ακμάζει, η φήμη του παρέμεινε αμείωτη και η αρχαία θρησκεία είχε πάντα τους πιστούς της, ως το τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα οπότε εγκαταλείφθηκε και λίγο παρ' έκει εγκαταστάθηκε η νέα θρησκεία. Στα μέσα του 6ου αιώνα μ.Χ. καταστρεπτικός σεισμός ισοπέδωσε ό,τι απόμεινε ορθό. Ό,τι βρίσκεται σήμερα απείραχτο, οφείλεται στη στοργική αγάπη των πουρναριών που βλάστησαν εκεί στο διάβα των αιώνων και προφύλαξαν — κατά το δυνατό — τα ερείπια απ’ την πεινασμένη ανάγκη και την φριχτή άγνοια των ασβεστάδων της περιοχής.
Η τοποθεσία όπου η αρχαιολογική σκαπάνη αποκάλυψε τον ιερό χώρο της Σαμοθράκης — κάπου 50 όλα κι' όλα στρέμματα τόπο — είναι ειδυλλιακώτατη. Δίπλα σ' ένα βραχώδες ακρωτήρι, που αποτελούσε τον βραχίονα του παλιού λιμανιού, κοντά σε άφθονες και γάργαρες πηγές κι' ένα δάσος από αιωνόβια πλατάνια και χαριτωμένες ροδοδάφνες, υψώνονται ξανά πάλι, λίγοι πάλλευκοι από θάσιο μάρμαρο κίονες του Ιερού.
Δίπλα τους, το ανάκτορο, το τέμενος, το Αρσινόειο, ο οίκος των αφιερωμάτων, το Πτολεμάϊον, ο μέγας βωμός, το θέατρο, η κρήνη της Νίκης. Πάνωθέ τους, οι πύργοι των Γατελούζων, χοντροειδή κατασκευάσματα του Μεσαίωνα, έρχονται σε τρανταχτή αντίθεση με τη μαρμάρινη νταντέλλα απ’ τα λευκά περίτεχνα κιονόκρανα.
Υποπτεύεσαι το παλιό μεγαλείο κι' αντικρύζοντας τη σκουρογάλαζη θάλασσα πάνω απ’ τον λόφο, συλλογιέσαι πως και μόνο η αναζήτηση της αιτίας της γενέσεως του ανθρώπου, η προσπάθεια παρακολουθήσεως της πορείας του μετά τον θάνατο, η προσπάθεια ηθικοποιήσεώς του, και η πανανθρώπινη ιδεολογία της θρησκείας ήταν ένα μέγιστο επίτευγμα της ανθρώπινης σκέψης, εκφρασμένο 700 και πιότερα χρόνια πριν απ’ τον ερχομό του Θεού της αγάπης. Ήταν ένας πρόδρομος για την υποδοχή του. Δεν αναζητάς ιερέα, ξομολογιέσαι στον άνεμο που έρχεται απ’ το θρακικό πέλαγος τ' ανομήματά σου κι' αισθάνεσαι ήδη μυημένος στο Μέγα μυστήριο: τη μέθεξή σου στο Θείο.
Μια Μύηση στα Καβείρια Μυστήρια
H γνώση δεν αξίζει στα μάτια του Πλάτωνα αν δεν χορτάσει αυτή ολόκληρη ηψυχή. Αξίζει τότε περισσότερο από μια επιστήμη, γίνεται ένα άρωμα της ζωής. Είναι σ’ αυτή την περίπτωση ένας ανώτερος άνθρωπος μέσα στον άνθρωπο, εκείνος που η προσωπικότητα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ασθενικό αντίγραφο. Σ’ αυτόν τον ίδιο άνθρωπο γεννιέται ένα ον που τον ξεπερνά· ο αρχέγονος και υπέροχος άνθρωπος. Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται, το ότι στη φιλοσοφία του Πλάτωνα ενσωματώνεται το μυστικό των Μυστηρίων. Ο εκκλησιαστικός πατέρας και συγγραφέας Ιππόλυτος μας δίνει το ακόλουθο χωρίο:
«Ιδού το μέγα μυστικό των ιερέων της Σαμοθράκης (που είναι οι φύλακες μιας λατρείας, ορισμένης, των Καβειρίων Μυστηρίων), μυστικό που δεν είναι επιτετραμμένο να αποκαλύψουν αλλά που το γνωρίζουν οι μυημένοι».
Ας ταξιδέψουμε λοιπόν κι εμείς για λίγο, περνώντας από τους Μυστηριακούς ναούς της Σαμοθράκης. Ας επιχειρήσουμε να γίνουμε παρατηρητές αλλά και σύντροφοι των υποψηφίων και των μυστών στο ιερό τους έργο, και ας πάρουμε το μερίδιο μας από αυτή τη θεία συμμετοχή στην τέλεση των Καβειρίων Μυστηρίων.
Είναι νύχτα και βρισκόμαστε καθισμένοι, σιωπηλοί σε μια κατασκότεινη παραλία της Παλαιάπολης. Εννιά μέρες και εννιά νύχτες καμία φωτιά δεν έχει ανάψει στο νησί. Όλοι περιμένουν την ιερή φλόγα που θα έρθει με πλοίο από τη Δήλο. Ο Καβειριάρχης επικαλείται τις δυνάμεις των Καβείρων, τις δυνάμεις των εσωτερικών πυρών, και ο λαός επαναλαμβάνει με ιαχές. Μακριά, στο βάθος του πελάγου, ένα μικρό φως όλο και μεγαλώνει, πλησιάζοντας προς την ακτή. Η ιερή φλόγα στέλνει την αντανάκλαση της στην ήρεμη θάλασσα.
Το πλοίο αράζει απαλά στο λιμάνι και ο ιεροφάντης παραλαμβάνει τη δάδα με το φως και μπαίνει επικεφαλής της πομπής που σχηματίζεται με προορισμό τα άδυτα του Ναού. Από αυτή τη δάδα θα αναφτεί το φως του βωμού στο Ναό, αλλά και όλες οι εστίες των σπιτιών. Η πομπή προχωράει αργά και με τελετουργική χάρη. Μπροστά ο Καβειριάρχης κρατώντας τη δάδα, πίσω τον ακολουθούν οι ιερείς, λίγο πιο πίσω ο υποψήφιος για μύηση και τέλος το πλήθος των κατοίκων του νησιού. Καθώς πλησιάζουν, η επιβλητική μορφή του Ναού προβάλλει στο φως της πανσελήνου.
Η πομπή σταματά πρώτα μπροστά σε μια κρήνη. Είναι η ώρα για τη σωματική κάθαρση. Μετά τον οδηγούν μπροστά από ένα στρογγυλό λάκκο σκεπασμένο με ένα ξύλινο κάλυμμα. Ο ιεροφάντης ανασύρει το κινητό σκέπαστρο και στο βάθος του εμφανίζεται ο ιερός Λίθος. Στα χέρια του υποψήφιου τοποθετούν τώρα μια κούπα με αγιασμένο νερό και εκείνος κάνοντας σπονδές πάνω σ’ αυτόν επικαλείται τη βοήθεια των μεγάλων Θεών στη δύσκολη δοκιμασία που ξεκινά. Σε λίγο θα αρχίσει η προετοιμασία για τον πρώτο βαθμό μύησης γι’ αυτό τον οδηγούν σε ένα μικρό δωμάτιο στα νότια του Ανακτόρου · την «Ιερή Οικία». Εδώ του φορούν πρώτα τη μαύρη χαρακτηριστική στολή που υποδηλώνει το σκοτάδι της άγνοιας που βρίσκεται ο μυούμενος. Μετά του δίνουν να κρατά το ιερό λυχνάρι με χαραγμένο επάνω του το μαγικό αρχικό γράμμα της λέξης Θεός και θάλασσα, το «Θ», που μέσα σε άλλους συμβολισμούς συμβολίζει την οριζόντια διάμετρο στον κύκλο σαν πρώτη εκδήλωση του Θείου.
Από εδώ ο μυούμενος έχοντας αναμμένο το λυχνάρι του από τη μία μόνο άκρη οδηγείται σιωπηλά και ρυθμικά στο Ανάκτορο από την ειδική πόρτα των υποψηφίων. Μπαίνοντας από άλλη είσοδο ήδη, μέσα στη μεγάλη αίθουσα βρίσκονται οι ανώτεροι και παλιοί μύστες· ανακτοτελεστές που καθισμένοι γύρο – γύρο σε πάγκους θα παρακολουθήσουν την τελετή. Εκεί μπροστά στην κεντρική είσοδο βρίσκεται το ξύλινο βάθρο όπου τελετουργικά ανεβαίνει και κάθεται ο υποψήφιος. Σε λίγο αρχίζουν γύρο του τελετουργικοί χοροί που είναι ικανοί να διώχνουν τα κακά πνεύματα.
Οι χοροί είναι κυκλικοί και γίνονται με τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών. Μια γλυκιά ζάλη τον συνεπαίρνει και απελευθερωμένος από κακές επιρροές είναι έτοιμος για την επόμενη δοκιμασία.
Έτσι από μια ανηφορική δίοδο τον οδηγούν στη βόρεια αίθουσα όπου θα του αποκαλυφθούν τα μυστικά σύμβολα που πρέπει να ερμηνεύσει και θα γίνουν οι τελετουργικές αναπαραστάσεις. Εδώ ο μυσταγωγός μεταφέρει τον δόκιμο στον υπερβατικό κόσμο των πνευμάτων και των Θεών. Του εξηγούν ότι η ψυχή του ήταν πνεύμα που αποσπάσθηκε από τους Θεούς, μπερδεύτηκε στην ύλη και αποπλανήθηκε. Για να ξαναβρεί τον δρόμο της και να ξαναπάρει τη θέση της χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια.
Βλέπει μπροστά του σαν διαδικασία κάθαρσης να ξετυλίγεται το γνωστό μυητικό δράμα της αρπαγής της Αξιόκερσας – Περσεφόνης από τον Άδη – Αξιόκερσο και την αναζήτησή της από την μητέρα της Δήμητρα. Μαθαίνει να καταλαβαίνει τη βαθιά σημασία των συμβόλων του Πατέρα Ουρανού και της Μητέρας Γης όπως και των Ιθυφαλλικών αναπαραστάσεων του Ερμή – Κάδμιλου.
Ύστερα επιστρέφει από την αίθουσα του ανακτόρου στην «Ιερή Οικία». Εδώ του φορούν τον λευκό χιτώνα του μυημένου και του παραδίδουν ένα ντοκουμέντο που αποδεικνύει την εγγραφή του στον κατάλογο των μυστών που επίσης θα χαραχθεί στις στήλες του κτιρίου. Τώρα μπορεί να ανάψει το λυχνάρι του και από την άλλη άκρη, και τότε θα μπορεί να γίνει υποψήφιος στο δεύτερο βαθμό μύησης, την «Εποπτεία» και αφού ολοκληρωθεί κι αυτή θα το ανάψει και από το κέντρο, έτσι ώστε οι τρεις κάθετες φλόγες να σχηματίζουν ένα «Ε» πάνω στο επίπεδο του λυχναριού συμβολίζοντας τις τρεις βασικές εξελικτικές κατηγορίες των ανθρώπων. Η τελετή αυτή τελείται στο κτίριο που ονομάζεται «Ιερό» στα νότια του Ιερού χώρου, που στην πρόσοψη του ανάβουν πελώριοι πυρσοί.
Οι ιερείς παίρνουν θέσεις έξω από την αίθουσα και οδηγούν τον υποψήφιο μπροστά από τα σκαλιά του ναού όπου καίει ένας μεγάλος δαυλός. Ανεβαίνει σ’ ένα απ’ αυτά. Στο άλλο όρθιος και επιβλητικός βρίσκεται ο Κόης που αυστηρά του ζητά να εξομολογηθεί τις αμαρτίες του, να απαλλαγεί από το βάρος τους ώστε να μπορέσει να ακούσει το λόγο του Θεού. Ο δόκιμος με σταθερή και χαμηλή φωνή του αποκαλύπτει τα βασικότερα αμαρτήματα του και του ζητά τη μεσιτεία του για την απάλειψη τους.
Μετά τη συγχώρεση και τον εξαγνισμό του από τον ιερέα οδηγείτε μπροστά στον άξιο μυσταγωγό. Ήρθε η ώρα που θα σφραγίσει την υπόλοιπη ζωή του μυούμενου. Ο ιεροφάντης τον οδηγεί για να περάσει την πρώτη δοκιμασία, τη δοκιμασία της φωτιάς. Ένας στενόμακρος διάδρομος ξανοίγεται μπροστά του. Δεξιά και αριστερά κατά μήκος του, βρίσκονται φλεγόμενες στήλες και αυτός περνάει μόνος ανάμεσα μέχρι να φτάσει στην άλλη άκρη.
Η φωτιά θεωρείται ανέκαθεν σύμβολο εξαγνισμού καθώς και σύμβολο μια νέας αρχής για καινούργια ζωή. Τώρα έχοντας διαβεί το πύρινο πέρασμα, είναι έτοιμος να δεχθεί την κάθαρση του νερού. Λαμβάνει χώρα ένα τελετουργικό λουτρό εξαγνισμού. Το νερό είναι ένα άλλο στοιχείο που έχει περάσει στην καθημερινή συνείδηση της ανθρωπότητας σαν εσωτερικό καθαρτήριο σώματος και ψυχής.
Τώρα είναι έτοιμος να υποστεί τη μεγάλη δοκιμασία. Τον οδηγούν στο πίσω μέρος του κτιρίου για να δει με τα δικά του μάτια και να βιώσει μια ιερή και μυστικιστική αποκάλυψη, όπως δείχνει και η ίδια η λέξη «Εποπτεία» δηλαδή ανώτερη όραση. Κατά τη διάρκεια αυτού του δράματος ο μυούμενος συμπάσχει με τη θεότητα, ταυτίζεται μαζί της και έχει την εμπειρία της δράσης της.
Από αυτή τη στιγμή ο υποψήφιος είναι ο Κάδμιλος, ο άνθρωπος που φονεύεται από τα αδέρφια του και μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο. Έτσι οδηγείται στο Ιερό Σπήλαιο του Ναού, όπου πρέπει να μείνει απομονωμένος. Θα τον βοηθήσουν να γυρίσει πίσω τα ίδια τα αδέρφια του μετά από μέρες και με τη βοήθεια του Ερμή θα τον επαναφέρουν στη ζωή. Μα δεν είναι πια ο ίδιος.
Είναι ο αναγεννημένος Καδμίλος που γνωρίζει τον εαυτό του και επιστρέφει νικητής στον πάνω Κόσμο. Σε αυτό το σημείο ο μυσταγωγός μπαίνει στην αψίδα και ανεβαίνει πάνω στον Ιερό βράχο. Αποκαλύπτει και διδάσκει στον νέο Επόπτη τους μυστικούς τύπους και τα νέα σύμβολα του βαθμού του. Εκτελεί αόρατες τελετουργίες και συγχρόνως προσφέρει σπονδές στους Θεούς του Κάτω Κόσμου.
Μετά η κουστωδία των ιερέων μεταφέρει τον Επόπτη κάτω από την αψίδα και τον άμβωνα όπου καλυμμένη με ένα ξύλινο σκέπαστρο βρίσκεται η τελετουργική κρύπτη. Κατεβαίνει σιγά – σιγά στο εσωτερικό της ενώ συγχρόνως ακούει το ποδοβολητό του ιερού ζώου. Σε λίγο το χυμένο αίμα τον λούζει ολόκληρο και συνειδητοποιεί ότι ένα πραγματικό βάπτισμα αίματος και φωτιάς καθορίζει το νέο ξεκίνημά του.
Από εκεί τον μεταφέρουν θριαμβευτικά στον ιερό θρόνο που βρίσκεται μπροστά στην μυστηριακή φωτιά του Ναού. Τον στεφανώνουν με ένα κλαδί ελιάς και του φορούν μια πορφυρή ζώνη. Αυτά είναι τα σύμβολα της μύησης του. Έχει γίνει γνώστης των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου. Μια καινούργια ζωή φωτίζεται μπροστά του, όπως η ιερή φλόγα φωτίζει όλο το νησί.
Ξημέρωνε η ενάτη μέρα και ο λαός περίμενε με αγωνία το άγγελμα της ανάστασης του Καδμίλου. Όταν ο αρχιερέας έβγαινε έξω με την αναμμένη λαμπάδα που κρατούσε, όλος ο λαός με δέος γονυπετούσε να ακούσει από τα χείλη του το άγγελμα της επιστροφής κοντά τους του προ ολίγων ημερών φονευμένου μύστη. ʺ Ήλθε ξανά κοντά μας η ζωή, το φως και η σοφία ʺ ανήγγειλε ο αρχιερέας. Τότε όλοι με ανακούφιση φώναζαν: ʺ Σε σένα έχουμε τις ελπίδες μας. Είσαι για μας ο ΑΛΑΘΗΤΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΜΑΣ.
Θα σε λατρεύουμε αιώνια ʺ. Έφτανε η ώρα της ανατολής του ανοιξιάτικου ήλιου και τα συγκεντρωθέντα πλήθη, περίμεναν να ενωθούν τα τέσσερα φώτα. Πρώτα οι τέσσερις ιεράρχες, οι αιώνιοι Κάβειροι. Ύστερα τα τέσσερα φώτα (Ήλιου, λαμπάδων, ψυχών και κάθε ΟΥΣΙΑΣ).
Οι τέσσερις κοσμικές αρχές που διευθύνουν τα έξω σύμπαντα. Μαζί ενώνονταν οι τέσσερις ΑΡΕΤΕΣ και θα συναποτελούσαν το μυστήριο της ΘΕΙΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ. Τέλος ο ήλιος πρόβαλε στον ορίζοντα. Οι νέοι μύστες με τις κόκκινες ταινίες στα οσφύα συνοδεύονταν από τους τέσσερις αρχιερείς που είχαν την κόκκινη ταινία πάνω στο κεφάλι τους και κρέμονταν οι άκρες της πίσω στον τράχηλο τους. Η τελευταία λέξη ήταν: «ΑΙΩΝΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΣΕ ΛΑΤΡΕΥΟΥΜΕ»
Ας δούμε τις βασικές μυητικές διαδικασίες.
Υπάρχει περίοδος απόσυρσης και καθαρμού που κρατάει εννιά μερόνυχτα. Το 9 είναι ο αριθμός που αντιστοιχεί στη Σελήνη και η οποία με τη σειρά της και η οποία με τη σειρά της σχετίζεται με την κατώτερη φύση του ανθρώπου. Στο πέρας αυτής της περιόδου, έχει επιτευχθεί μια στοιχειώδης ευθυγράμμιση μεταξύ των κατωτέρων και των ανωτέρων όψεων. Τότε έρχεται το ιερό πλοίο με τη φλόγα από τη Δήλο, δηλαδή από τον τόπο του Ήλιου.
Είναι η στιγμή που μπορεί να κατέλθει ο Θείος Σπινθήρας του πνεύματος, τότε είναι που μπορεί να επικοινωνήσει ο άνθρωπος με τις ανώτερες όψεις του εαυτού του. Το φως έρχεται να σκορπίσει τα σκοτάδια της νύχτας, δηλαδή της κατώτερης φύσης και ο λαός του νησιού κάνει μια καινούργια αρχή πανηγυρίζοντας. Στην τελετή της μύησης, ο υποψήφιος πρέπει να δοκιμαστεί σκληρά, γιατί θα του αποκαλυφτούν βαθιά μυστήρια.
Ο Ιεροφάντης, αυτός που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε εσωτερικό οδηγό του ανθρώπου, τον καθοδηγεί για να περάσει τις καθαρτήριες δοκιμασίες. Η πρώτη είναι η διάβαση του πύρινου περάσματος, δηλαδή η κάθαρση μέσα από το στοιχείο της φωτιάς.
Από τα πιο υψηλά πνευματικά επίπεδα μέχρι τα πιο υλικά, η φωτιά θεωρείτο ανέκαθεν καθαρτήριο στοιχείο. Η πυρά είναι σύμβολο εξαγνισμού καθώς και σύμβολο μιας νέα αρχής για καινούργια ζωή. Χρησιμοποιήθηκε από τις περισσότερες, αν όχι όλες, μυστηριακές λατρείες του κόσμου. Οι αρχαίοι Πελασγοί συνήθιζαν να πηδάμε πάνω από αναμμένες φωτιές και να φωνάζουν “αφήνω πίσω τις αμαρτίες”.
Αυτό θυμίζει και τις σημερινές γιορτές του Άγιου Ιωάννη. Ο μύθος της θεάς Δήμητρας λέει πως όταν ήταν φιλοξενούμενη από το βασιλιά της Ελευσίνας, την περίοδο που έψαχνε τη Περσεφόνη, θέλησε να κάνει αθάνατο το παιδί του βασιλιά περνώντας το σώμα του πάνω από φωτιά.
Ο Απολλόδωρος επίσης λέει ότι συνηθιζόταν να περνάνε οι γονείς τα παιδιά τους πάνω από φωτιές για να τα εξαγνίσουν. Αυτή η εξαγνιστική όψη της φωτιάς διαστρεβλώθηκε από τους ιεροεξεταστές του Μεσαίωνα που τη χρησιμοποίησαν σαν κύριο μέσο εξόντωσης των “μάγων” και των “μαγισσών”, γιατί πίστευαν ότι έτσι απελευθερωνόταν η ψυχή από τις αμαρτίες.
Στην Ινδία είναι καθιερωμένο το κάψιμο του νεκρού σώματος για να απελευθερωθεί γρήγορα η εσωτερική ύπαρξη. Το ίδιο έκαναν και διάφορες φυλές ερυθροδέρμων της Αμερικής, για να πάνε οι ψυχές των νεκρών τους στα λιβάδια των ουρανών. Μα και στην εσωτερική διδασκαλία θεωρείται η πιο ορθή μέθοδος για την απελευθέρωση της Ατομικότητας, όπως αναφέρει και ο Δάσκαλος Θιβετανός.
Μετά από τη δοκιμασία της φωτιάς, ο υποψήφιος εξαγνίζεται με το στοιχείο του νερού, ακολουθώντας μια ιδιαίτερη τελετουργική διαδικασία. Το νερό είναι άλλο ένα στοιχείο που έχει περάσει στην καθημερινή συνείδηση της ανθρωπότητας σαν εσωτερικό καθαρτήριο. Πέρα από τον εσωτερικό καθαρμό του σώματος που προσφέρει, εξαγνίζει και τον εσωτερικό άνθρωπο, γιατί είναι στοιχείο που απορροφάει τις επιρροές εύκολα.
Όλες σχεδόν οι ελληνικές λατρείες είχαν καθιερώσει τον εξαγνισμό με το νερό, και στις περιόδους των μυστηρίων γέμιζαν τα ποτάμια από πιστούς, κάτι που γίνεται ακόμα και σήμερα στο ιερό ποτάμι των Ινδών, τον Γάγγη. Ας μη ξεχνάμε βέβαια ότι και ένα από τα βασικότερα χριστιανικά μυστήρια, η βάπτιση, είναι ουσιαστικά ο καθαρμός του ανθρώπου από το προπατορικό αμάρτημα.
Μετά τη δεύτερη κάθαρση, ο μυούμενος, που τώρα ενσαρκώνει το ρόλο του Καδμίλου, φονεύεται από τα αδέρφια του και μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο, συμβολικά στο σπήλαιο του Ναού. Εδώ έχουμε το συμβολικό θάνατο της προσωπικότητας, που θυμίζει το φόνο του Όσιρη από τον αδερφό του Σετ.
Είναι μια αλληγορική έκφραση του ταξιδιού του ανθρώπου στο θησαυροφυλάκιο της Εσωτερικής Ύπαρξης. Στον κόσμο που βρίσκονται θαμμένες όλες οι παλιές μνήμες του και εμπειρίες. Όλα τα απώτερα συναισθήματα και οι κρυμμένοι πόθοι τα χαμένα του ιδανικά. Εκεί ο υπό μύηση έρχεται σε επαφή με όλο αυτό τον κόσμο, με τον κόσμο που ψυχολογικά θα λέγαμε ότι αποτελεί το υποσυνείδητο του. Σύμφωνα με το μύθο, στον Κάτω Κόσμο ξαναβρίσκει τα αδέρφια του, τα οποία μάλιστα τον βοηθούν να απελευθερωθεί από το θάνατο και να επανέρθει στη ζωή σαν ένας αναστημένος ήρωας.
Τι κρύβεται πίσω από την ύπαρξη των αδερφών; Τι σημαίνουν οι πράξεις τους; Από τη μια σκοτώνουν τον Καδμίλο, ενώ από την άλλη τον βοηθούν να αναστηθεί. Αυτοί οι στενοί συγγενείς που σκοτώνουν και ανασταίνουν συνάμα, στην πραγματικότητα αποτελούν κάποιες όψεις του εαυτού του ίδιου του υπό μύηση. Στη συνειδητή του ζωή, το άτομο δεν έχει καταφέρει να εξισορροπήσει τις όψεις αυτές και να τις εναρμονίσει μέσα του.
Έτσι, η ανισορροπία γίνεται αιτία θανάτου της προσωπικότητας. Μπαίνοντας, όμως, στον κόσμο του υποσυνείδητου, η συσσωρευμένη γνώση που αποκτά τον φέρνει σε μια εξισορροπητική σχέση με τον εαυτό του. Γνωρίζει τον εαυτό του. Και από εκείνη τη στιγμή γίνεται κύριος όλων των όψεων του και επιστρέφει νικητής στον Πάνω Κόσμο. Παίρνει τη θέση του λοιπόν στο χώρο των μυημένων και του αποκαλύπτονται τα σύμβολα της μύησης: το κλαδί της ελιάς και η πορφυρή ζώνη.
Η ελιά είναι από τα ιερά δέντρα της θεάς Αθηνάς και συμβολίζει τον υγιή νου και την εξύψωση του σε υψηλές συνειδησιακές καταστάσεις που αγγίζουν τη θεία ύπαρξη. Η στέψη με κλάδο ελιάς, φανερώνει ότι το άτομο διαθέτει σύνεση, λογική, εγκράτεια και επιθυμία για πιο υψηλές καταστάσεις συνείδησης.
Η πορφυρή ζώνη υποδηλώνει ότι παρά την αναζήτηση του μυημένου για ανώτερες καταστάσεις ύπαρξης, δεν παύει ο ίδιος να βρίσκεται μέσα στον κόσμο της ύλης και πρέπει να δημιουργήσει ό,τι καλύτερο μπορεί σε αυτόν. Επιπρόσθετα, η πορφυρή ζώνη, συμβολίζει τη φλόγα της επιθυμίας του ατόμου για υπηρεσία και πρόσφορα στους συνανθρώπους του.
Όταν ο άνθρωπος επιστρέφει μυημένος πια στον Πάνω Κόσμο, ολόκληρο το νησί έχει φωτιστεί από το φως της φλόγας της Δήλου. Επιστρέφει, δηλαδή, στον κόσμο της συνείδησης που έχει φωτιστεί τώρα από το πνευματικό φως και που του προσφέρει μια αναγεννημένη ζωή γνώσης και Σοφίας.
Έτσι μπορούμε να αποδώσουμε εσωτερικά το κεντρικό τυπικό των Καβειρίων μυστηρίων. Από μια άλλη εσωτερική σκοπιά, τα μυστήρια αυτά σχετίζονται με τις στοιχειακές δυνάμεις της γης και της φωτιάς σε μια αρμονική λειτουργία. Δείχνουν το μόχθο που πρέπει να καταβληθεί για την επίτευξη αποτελεσμάτων είτε υλικών είτε πνευματικών. Επομένως μπορούμε να πούμε πως υπήρχαν τρεις βαθμοί μύησης στα Καβείρια.
Ο πρώτος αντιστοιχεί στο φόνο του Καδμίλου από τα αδέρφια του. Πρόκειται για το θάνατο της προσωπικότητας εξαιτίας της ανισορροπίας της.
Ο δεύτερος αντιστοιχεί στο πέρασμα στον Κάτω Κόσμο, όπου μεταφέρεται ο νεκρός Καδμίλος και εκεί ανακαλύπτει τις χαμένες όψεις του, το λησμονημένο του εαυτό.
Ο τρίτος και τελευταίος είναι η απελευθέρωση του, η ανάσταση και η σωτηρία του. Είναι το επίπεδο της αυτό-ανακάλυψης, όπου ο ήρωας, γνωρίζοντας τον εαυτό του, επανέρχεται στον υλικό κόσμο για να αρχίσει μια νέα δημιουργική ζωή.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)