ΙΙ. -ιο- και -ιᾱ-
§ 283. Τα επίθετα σε -ιος είναι στην ινδοευρωπαϊκή και στην ελληνική από τα συνηθέστερα που υπάρχουν: Παράγονται από πάρα πολλά ουσιαστικά [1] με την έννοια της εξάρτησης: ἑσπέριος 'απογευματινός' από το ἕσπερος 'απόγευμα'· γι' αυτό γίνεται κατεξοχήν κατάλληλο για "συνθετικό επίθημα" (§ 147). Το -ιος, όταν προσκολλάται σε κύρια ονόματα, σημαίνει 'γιος του -': Τελαμώνιος Αἴας (Όμ.)· βέβαια αυτό το είδος πατρωνυμικού εκτοπίστηκε σχεδόν παντού από το -ίδης -(ι)άδης.
Το -ιο- ενδείκνυται στην περίπτωση των θεμάτων σε ο και των συμφωνόληκτων. Από την ένωσή του με το συχνό -τηρ- προκύπτει το -τήριος. Το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο -τήριον έγινε ανεξάρτητο επίθημα [2]: έτσι σχηματίζεται ακόμη π.χ. το ἀκροα-τήριον 'αίθουσα ακροάσεων' (από το ἀκροᾶσθαι 'ακροώμαι') κατά την ελληνιστική περίοδο, οπότε τα nomina agentis ακόμη και στα απλά ρήματα από καιρό δεν σχηματίζονται πια με το -τήρ παρά με το -της· μάλιστα η αντίθεση -της: τήριον ρίζωσε τόσο σταθερά ώστε ορισμένες φορές σχηματίστηκε ένα -τήριον ακόμη και από μετονοματικό -της: δεσμωτήριον (κλασ.) 'φυλακή' από το δεσμώτης 'φυλακισμένος'. Και τα -άδιος και -ίδιος έκαναν μερικές κατακτήσεις και σχετικά με τα υποκοριστικά σε -ίδιον § 293 .
§ 284. Από το *-τιος (από κάθε είδους επιθήματα σε t) προέρχεται το -σιος: ἐνιαύσιος 'ετήσιος' (Όμ.) από το ἐνιαυτός, ἑκούσιος 'με τη θέλησή του' (κλασ.) = ἑκοντ-. Ως εκ τούτου το -σιος είναι επίσης ο κανονικός σχηματισμός επιθέτων από τα ρηματικά επίθετα σε -τος: ἄκριτος - ἀκρισία και από τα μετονοματικά και μεταρηματικά ονόματα σε -της: δημόσιος (κλασ.) από το δημότης (από το δῆμος), ζευγ ί̄ σιον 'φόρος του ζευγ ί̄ του ' (Αριστοτ. Αθηναίων πολ.), κυνηγέσιον 'κυνήγι' (κλασ.) από το κυνηγέτης, προδοσία (κλασ.) από το προδότης· και μάλιστα αυτό το -σιος συνδέθηκε πολύ στενά με τα σύνθετα, επειδή τα ρηματικά επίθετα σε -τος προτιμούν τα σύνθετα και τα nomina agentis σε -της προσιδίαζαν αρχικά και στα σύνθετα· ειδικά το θηλυκό ουσιαστικό σε -σία ήρθε έτσι σε έντονη αντίθεση με το -σις των απλών ρημάτων: ἔλασις - βοηλασίη, δες § 145 .
§ 285. Το -ιος από το -αῖος (σπανιότερα -αιος: δίκη - δίκαιος) συνδέθηκε με θέματα σε ᾱ: ἀνάγκη - ἀναγκαῖος (Όμ.). Σε παραδείγματα όπως ἀγορά - ἀγοραῖος, θύρα - θυραῖος, πύλη - πυλαῖος το -αῖος πήρε τη σημασία 'αυτός που ανήκει σε ένα χώρο' και με αυτή την έννοια προσκολλήθηκε και σε θέματα σε ο: έτσι κλασ. νησαῖος και χερσαῖος από τα θηλυκά νῆσος και χέρσος ('ηπειρωτική χώρα'). Σχετικά με το -ιμαῖος.
Στο -ειος συγχωνεύτηκαν πιθανόν δύο [3] σχηματισμοί: το -ειος από το *-εσ- ι̯ ος από θέματα σε s (ἔτειος από το ἔτος) και το -ήϊος (Όμ.) από το *-ήϜ-ιος [4] από το -εύς [5] (βασιλεύς - βασιλήϊος, χαλκεύς - χαλκήιος· πρβ. επίσης ἄστυ - ἀστεῖος 'αστικός, εξευγενισμένος'). Αναλογικοί σχηματισμοί κατά το -εύς (χαρακτηρισμός προσώπου!) - -ειος είναι π.χ. τα ἄνθρωπος - ἀνθρώπειος, ἀνδρ- - ἀνδρεῖος, γυναικ- - γυναικεῖος, θήρ - θήρειος, Ἐπίκουρος - Ἐπικούρειος ακόμα και Πυθαγόρας - Πυθαγόρειος. Έναν βοηθητικό δρόμο γι' αυτή την εξάπλωση του επιθήματος μπορεί να μας δείξει το κλασ. οἰκεῖος 'σπιτικός > συγγενικός, προσιδιάζων, κατάλληλος': ανήκε στο οἰκεύς 'συγκάτοικος' (Όμ.) [6], μετά όμως το θάνατο του οἰκεύς συσχετίστηκε με το οἶκος. Το ἀγγήιον 'αγγείο' είναι σφαλερό υποκατάστατο του ἀγγεῖον (έτσι στα αττ.· από το *-εσ- ι̯ ον από το ομ. ἄγγος, ουδ.)· παραμένει αναπάντητο ερώτημα αν το λάθος βαρύνει την ιωνική ή τον Ηρόδοτο ή την παράδοση.
§ 286. Μικρό χώρο εξασφάλισε ένα επίθημα -οῖος· περιορίζεται σε αντωνυμίες και συσχετικές λέξεις και είναι μάλλον αρχικά ένα β΄ συνθετικό με τη σημασία "είδος": οἷος - ποῖος - τοῖος - ἀλλοῖος από το *-ό-οιϜος και ύστερα επίσης παντοῖος (Όμ.) 'κάθε είδους' αντί για το *πάντ-οιϜος (§ 151).
§ 287. Το επίθημα -ίος έβγαλε στις ουσιαστικοποιήσεις μερικά ισχυρά παρακλάδια.
Το θηλυκό σε -ία εξυπηρετεί την παραγωγή ονομασιών χωρών από (όχι παράγωγα [7]) εθνικά ονόματα: Λυδός - Λύδιος - Λυδία, Φρύξ - Φρύγιος - Φρυγία. Κυρίως όμως είναι από παλιά ένα από τα πιο διαδεδομένα επιθήματα για αφηρημένα ουσιαστικά. Σε μερικές περιπτώσεις σώζεται ακόμη το ενδιάμεσο επίθετο σε -ιος: ἐλεύθερος - ἐλευθέριος - ἐλευθερία, ξένος - ξένιος - ξενία, σωτήρ - σωτήριος - σωτηρία κτλ. Αλλά οι περιπτώσεις χωρίς ενδιάμεσο μέλος είναι ολόκληρη στρατιά: σοφός - σοφία, ἄγγελος - ἀγγελία· από σύνθετα: ἄβουλος - ἀβουλία, μονομάχος - μονομαχία (§ 38), μισθοφόρος - μισθοφορία, πρβ. § 145 Για την παραφυάδα -σία μιλήσαμε ήδη παραπάνω (§ 284), μια άλλη είναι το -εία [8] (από τα -εύς και -εύειν, όπως το -ειος: βασιλεύς - βασίλειος - βασιλεία, χωρίς ενδιάμεσο μέλος ἀριστεύς - ἀριστεία, (πρεσβευ- -) πρεσβεύειν - πρεσβεία, (μάντις -) μαντεύεσθαι - μαντεία [πρβ. § 285 ]).
§ 288. Και τα αρσενικά σε -ίας ανάγονται στα αφηρημένα σε -ᾱ: το νεανίας 'νεαρός' αποτελεί αρσενικοποίηση του *νεανία 'νεότητα (αφηρημένο) > νεολαία (συγκεκριμένο-συλλογικό) > νέος άνθρωπος'. Αυτή η εξατομικευμένη σημασία υπόκειται και στα κύρια ονόματα (συντμημένα ονόματα) σε -ίας: Νικίας = Νικο-, Ἀρχίας = Ἀρχε- ή Ἀρχι-, κτλ. (§ 164) και παρομοίως στους περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς προσώπων όπως μαστιγίας 'αυτός που χρειάζεται μαστίγωμα, κοπρίτης' (κλασ.) από το μαστιγ-, φρονηματίας 'αυτός που έχει αυτοπεποίθηση, επαρμένος' (Ξεν., Αριστοτ. κ.ά.). Με πρότυπο τέτοιες λέξεις το -ίας ανέπτυξε στην κλασική περίοδο την ικανότητα να αποδίδει ονόματα σε διάφορα έμψυχα και άψυχα με βάση κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμά τους: ιδίως σε ψάρια (ξιφίας από τὸ ξίφος), κρασιά (ὀμφακίας 'κρασί από άγουρα σταφύλια' από το ὄμφαξ), είδη ψωμιού (πιτυρίας 'ψωμί από πίτουρα' από το πίτυρον), είδη λίθων (κογχυλίας 'κογχυλιάτης λίθος' [Αριστοφ.] από το κογχύλη, κογχύλιον) ακόμη και σε ανέμους (ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι 'άνεμοι που προκαλούν αναταραχή (βράσμα) και σεισμό (σεῖσμα)'). Πρόκειται εξ ολοκλήρου για αστείες ή τεχνητές, δηλαδή σε μεγάλο βαθμό συνειδητές γλωσσικές κατασκευές.
§ 289. Πολλαπλή είναι η χρήση του ουσιαστικοποιημένου ουδετέρου σε -ιον [9]: ἐν ὕπνῳ - ἐνύπνιος - ἐνύπνιον (δηλ. ὄναρ; δες § 52) 'όνειρο', σφαγ- - σφάγιος - σφάγιον (δηλ. ἱερεῖον;) 'ζώο θυσίας, θυσία'. Ειδικότερα το -ιον απαντά με τις ακόλουθες σημασίες: 'ιερό ενός θεού ή ήρωα' (μάλλον με παράλειψη της λέξης ἱερόν): Ἀπόλλων - Ἀπολλώνιον, Νύμφη - Νυμφαῖον, Ἄρτεμις - Ἀρτεμίσιον, Θησεύς - Θησεῖον· 'γιορτή προς τιμή ενός θεού ή ήρωα': (Δημήτηρ) θεσμοφόρος - Θεσμοφόρια, Προμηθεύς - Προμήθια, Διὶ σωτῆρι - Διισωτήρια. Εκφράσεις για δικανικούς όρους (παρασύνθετα· δημοφιλή ιδίως στην ελληνιστική εποχή): ὀψώνης 'αυτός που αγοράζει τρόφιμα' - ὀψώνιον 'μισθός', τελώνης 'τελωνειακός υπάλληλος' - τελώνιον 'τελωνείο', ἔνοικος - ἐνοίκιον 'νοίκι'· η γενική σε -ίου δηλώνει στο αττικό δίκαιο διάφορα είδη δικών: λιπομαρτυρίου (δηλ. δίκη, γραφή) 'δίκη μάρτυρα που δεν προσήλθε να καταθέσει', ἀναυμαχίου 'δίκη για μη συμμετοχή σε ναυμαχία'. Ανταμοιβές: εὐαγγέλιον 'αμοιβή αγγελιοφόρου που φέρνει καλές ειδήσεις' (Όμ.) από το εὐάγγελος 'που φέρνει καλές ειδήσεις', θρεπτήρια 'αμοιβή για την ανατροφή' (Ησίοδος και Ομηρικοί Ύμνοι· από το θρεπτήριος) = τροφεῖον (κλασ.· από το τροφεύς).
Σχετικά με το -τήριον δες § 283 , με το -σιον ό.π.
§ 290. Και το -εῖον αποσπάστηκε και προσκολλάται σε θέματα που δεν λήγουν σε ευ. Στην κλασική περίοδο δηλώνει συνήθως ένα χώρο (για την άσκηση επαγγέλματος): χαλκεύς - χαλκήιος - χαλκεῖον 'σιδηρουργείο',[10] κουρεύς - κουρεῖον, κάπηλος - καπηλεύειν - καπηλεῖον 'ψιλικατζίδικο', ἀρχή 'διοίκηση' - ἀρχεῖον 'διοικητήριο', Μοῦσα - Μουσεῖον 'έδρα των Μουσών' (πρβ. παραπάνω Θησεύς - Θησεῖον). Βραβεία: πρωτεῖον πρωτεῖα 'πρώτο βραβείο' (κλασ.) από το πρῶτος, και μάλλον ξεινήιον 'δώρο φιλοξενίας' (Όμ.) από το ξεῖνος με πρότυπα όπως πρεσβήιον -εῖον 'τιμητικό δώρο' (Όμ.) από το πρεσβευ- και ἀριστεῖον (-ήιον) 'βραβείο γενναιότητας' (κλασ.) από το (ἄριστος-) ἀριστεύς.
§ 291. Ασφαλώς όλες αυτές οι χρήσεις του -ιον ως ουσιαστικού είναι ασήμαντες σε σύγκριση με την εξέχουσα σημασία των υποκοριστικών σε -ιον. Στην ουσία δεν είναι παρά ένα τμήμα από τη σημασιολογική περιοχή του -ιος· όπως το -ιος δηλώνει γενικά την εξάρτηση, έτσι το -ιον αρχικά σημαίνει 'κάτι που βάσει του είδους του ανήκει στη βασική λέξη· ένα είδος…, κάτι σαν…', αποτελεί δηλαδή μόνο μια ελαφρά τροποποίηση της βάσης. Αλλά η πιο οικεία γλώσσα της οικογένειας και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων αγαπά περισσότερο ακριβώς τις πιο πλούσιες σε ψυχολογικό περιεχόμενο τροποποιήσεις από ό,τι τις κανονικές, μετρημένες, νηφάλιες εκφράσεις της γλώσσας των συναλλαγών και της μόρφωσης [11]· από την άλλη μεριά το ανώτερο γλωσσικό στρώμα βλέπει αφ' υψηλού με οίκτο ή περιφρόνηση τις οικείες εκφράσεις, και αν τέτοιες λέξεις παρεισφρήσουν από το νηπιαγωγείο και το εργαστήρι στο δημόσιο λόγο, ενυπάρχει αυτός ο αξιαγάπητος ή περιφρονητικός τόνος -ώσπου χάρη στη συστηματική χρήση να περιοριστούν στο επίπεδο των βάσεων εκκίνησης.
§ 292. Από αυτό το χαρακτήρα των υποκοριστικών εξηγείται η συχνότητά τους στις φιλικές προσφωνήσεις, επιπλέον ότι δεν απαντούν στην αριστοκρατική και συντηρητική ομηρική γλώσσα [12], ότι οι τραγικοί τα χρησιμοποιούν μόνον ελάχιστα, ενώ αντίθετα η κωμωδία είναι γεμάτη από αυτά, και ότι από την ελληνιστική εποχή, οπότε ο "καλός" λόγος περνάει όλο και περισσότερο στο λαό και ταυτόχρονα εμπλουτίζεται σημαντικά από τα κατώτερα γλωσσικά στρώματα, χύνονται σε ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες στη λογοτεχνία με προοδευτική υποχώρηση της υποκοριστικής τους σημασίας: η σημερινή λαϊκή νεοελληνική γλώσσα έχει βάλει ένα σωρό υποκοριστικά στη θέση των αρχικών τους λέξεων· στην ιστορία των υστερολατινικών και των ρομανικών γλωσσών παρατηρείται λόγω παρόμοιας πολιτιστικής εξέλιξης το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο: γαλλικό oreille = auri - cula 'αυτί', ιταλικό fratello 'αδελφός'.
§ 293. Η μεγάλη σημασία των υποκοριστικών αντικατοπτρίζεται στο μεγάλο αριθμό συνενώσεων του υποκοριστικού -ιον με άλλα επιθήματα. Εδώ μπορούμε να δώσουμε μερικά μόνο παραδείγματα από το πλήθος των σχηματισμών:
Το -ίδ-ιον προήλθε από θέματα σε ιδ (ἀσπίδιον 'μικρή ασπίδα' από το ἀσπίς) και μοιράζεται την ευχρηστία του -ιδ- : ἀδελφίδιον 'αδελφούλης' από το ἀδελφός, κρηνίδιον 'βρυσούλα' από το κρήνη, αἰγίδιον 'κατσικάκι' από το αἴξ, Σωκρατίδιον από το Σωκράτης, γραΐδιον και γρᾴδιον 'γριούλα' από το γραῦς, βασιλείδιον 'μικρός βασιλιάς' από το βασιλεύς, ζῴδιον 'ζωάκι, εικόνα ζώου' από το *ζῳ-ίδιον από το ζῷον· παράλληλα φαίνεται να υπάρχει ένα - ί̄̄̄ διον, που μπορεί να εξηγηθεί από περιπτώσεις όπως βιβλ ί̄ διον 'βιβλιαράκι' από το *βιβλι-ίδιον από το βιβλίον, οἰκ ί̄ διον 'σπιτάκι' από το *οἰκι-ίδιον από το οἰκία (αλλά μπορεί επίσης να συσχετιστεί με το οἶκος), ὀφ ί̄ διον 'φιδάκι' από το *ὀφι-ίδιον από το ὄφις, και που από την πλευρά του παρήγαγε το - ύ̄ διον από το -ύς: ἰχθ ύ̄ διον 'ψαράκι' από το ἰχθύς, ακριβώς έτσι βούδιον 'βοδάκι' από το βοῦς· παρ' όλα αυτά είναι συνήθως δύσκολο να διακρίνουμε το - ῐ́ διον από το - ί̄ διον, που αναμειγνύονται και στη χρήση.
§ 294. Συχνό είναι επίσης το -άρ-ιον, που φυσικά πρέπει να προέρχεται από ουσιαστικά σε -αρ- : κηπάριον 'κηπάκος' από το κῆπος, κυνάριον 'σκυλάκι' από το κύων, κερδάριον 'μικρό κέρδος' από τὸ κέρδος.
Πολύ σπανιότερα είναι τα - ά̄ φιον (-ήφιον·), -ύφιον, -ύλλιον, -ύδριον, -ίσκιον (από το -ίσκος): ἐπύλλιον 'μικρό έπος' από τὸ ἔπος, τεχνύδριον 'μικρή (μικροπρεπής) τέχνη' από το τέχνη, ἀσπιδίσκιον από το ἀσπίς - ἀσπιδίσκη.
§ 295. Αυτές οι επεκτάσεις επιθημάτων μπορούν να συνδυάζονται μεταξύ τους: ἀσπιδ-ισκ-άρ-ιον, χιτων-ισκ-άριον, Πριαμ-ιλλ-ύδριον, βιβλ-αρ-ίδιον και βιβλ-ιδ-άριον (-ῑδ-;). Η απόληξη του θέματος των βάσεων φαίνεται, με εξαίρεση το -ίδιον, να μην επηρεάζει διόλου την επιλογή του υποκοριστικού επιθήματος· π.χ. δεν συναντούμε το -αῖον από θέματα σε ᾱ, όπως το -αῖος στα επίθετα σε -ιος (§ 285): θύρα - θυραῖος, αλλά το θύριον. Ούτε η σημασία των βάσεων παίζει προφανώς κανένα ρόλο· τα υποκοριστικά, και κυρίως όσα εμφανίζουν συνδυασμό επιθημάτων, είναι σε μεγάλο μέρος ελεύθερες δημιουργίες μιας στιγμιαίας διάθεσης.
§ 296. Οι εννοιολογικές περιοχές που συμμετέχουν στο σχηματισμό των υποκοριστικών αντιστοιχούν στην κοινωνική προέλευση των υποκοριστικών: πρόκειται κυρίως για τη σφαίρα της απλής ζωής, της οικογένειας, της ανατροφής των παιδιών. Δηλωτικά συγγένειας είναι π.χ. τα πατρίδιον, θυγάτριον, ἀδελφίδιον, παιδίον [13], παιδάριον· δηλωτικά μερών του σώματος: σωμάτιον, ὀμμάτιον, ὠτίον, ὠτάριον, γαστρίον· από την περιοχή της κατοικίας: οἰκίδιον, κλινίδιον, κλινάριον· ρούχα: χιτώνιον, χιτωνίσκιον,χλανισκίδιον· φαγητό: κρεᾴδιον και κρεΰλλιον (από το κρέας), ψιχίον 'ψίχουλο', ψωμίον 'μπουκιά'· ονόματα ζώων: κυνάριον, ἰχθύδιον, αἰγίδιον.[14]
--------------------------
[1] Η παλιά παραγωγή από ρήματα μόλις που παρατείνει στα ελληνικά την υποτονική της ύπαρξη: ἅγ-ιος 'άγιος' από το ἅζεσθαι (από το *ἀγ- ι ̯ -) 'σέβομαι', μανία από το μαν- 'μαίνομαι'.
[2] Ενώ το -τήριος γρήγορα εκτοπίστηκε από το -τικός·
[3] Ίσως και τρεις: τα ομηρ. αἴγειος, βόειος, ταύρειος ίσως προϋποθέτουν ένα επιθετικό επίθημα, που δήλωνε την ύλη (αβέβαιης προέλευσης)·
[4] Ίσως το -ήιος έγινε *-ῃος και αυτό, εξαιτίας της αυξανόμενης φωνητικής ομοιότητας του ῃ και του ει στα αττικά, ταυτίστηκε νωρίς με το -ειος.
[5] Και από το -εύειν: μαντήϊος - μαντεῖος 'μαντικός' (κλασ., μαντήϊον 'χρησμός' ήδη στον Όμ.) από το μαντεύεσθαι (§ 213) - μάντις (δεν υπάρχει *μαντεύς!)· πρβ. μαντεία § 287.
[6] Ή στο οἴκει = οἴκοι;
[7] Αντίστροφα Αἴγυπτος - Αἰγύπτιος, Κόρινθος - Κορίνθιος.
[8] Ιων. -ηΐη όπως -ήϊος, δες § 285.
[9] Πρβ. λατ. studium 'ασχολία', beneficium 'ευεργεσία', colloquium 'συζήτηση'.
[10] Κατά το λεξικό Liddell - Scottη λέξη χαλκεῖον σημαίνει 'χάλκινο σκεύος, καζάνι'.
[11] Γι' αυτό οι αρχαίοι Έλληνες γραμματικοί χρησιμοποιούν τον όρο ὑποκοριστικά (από το ὑποκορίζεσθαι 'μιλώ σαν παιδί (κόρη) > χαρακτηρίζω κάτι με τρυφερές (και μειωτικές > προσβλητικές) λέξεις'.
[12] Αυτό σημαίνει φυσικά: Ουδέτερα σε -ιον υπάρχουν βέβαια, αλλά δεν έχουν ακόμη υποκοριστική σημασία. Πιθανόν η έννοια αυτή δεν είναι τόσο παλιά· πάντως είναι μεταγενέστερη από το σχηματισμό των επιθημάτων -εῖον, -σιον κτλ., γιατί αυτά δεν συμμετέχουν στην υποκοριστική σημασία. Σχετικά με το ομηρικό ἴχνιον πρβ. Ηρωδιανός (παράρτημα IV) και Σχόλια Διονυσίου του Θρακός σ. 226, 19 έκδ. Hilgard: Παρὰ δὲ τῷ ποιητῇ οὐκ ἄν εὑρεθείη ὑποκοριστικόν· ἡρωϊκά γὰρ τὰ παρ' αὐτῷ καὶ ἐπηρμένα.
[13] Τα τρισύλλαβα υποκοριστικά σε -ιον με δακτυλική προσωδία κλίνουν προς τον παροξυτονισμό· πρβ. παράρτημα IV.
[14] Θυμίζουμε πως από τέτοια υποκοριστικά προέκυψαν κατά την ελληνιστική και τη μεσαιωνική εποχή πάμπολλα ουδέτερα ονόματα, που τελικά απέβαλαν την υποκοριστική σημασία: παῖς > παιδίον (υποκορ.) > παιδίν (αποβολή του [ο] για αποφυγή χασμωδίας) > παιδί (αποβολή του τελικού συμφώνου για δημιουργία κανονικής συλλαβικής δομής Σύμφωνο-Φωνήεν)· παρόμοια ὄφις > ὀφίδιον > φίδι, το τελευταίο με τη συνηθισμένη αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος. (Δες τις ετυμολογίες και στο ΛΚΝ.)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου