Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ―ἦτο, νομίζω, εἰς τὰ 1874― εἶχε στηθῆ καὶ ὁ ἀνδριὰς τοῦ Κοραῆ, ἐκεῖ ὅπου εἶναι. Μίαν πρωίαν, εὐθὺς μετὰ τ᾿ ἀποκαλυπτήρια, εὑρέθη ἐπὶ τοῦ βάθρου χαραγμένον ἀνωνύμως διὰ μολυβδοκονδύλου τὸ ἑξῆς δίστιχον:
Ἓν τῆς Πεντέλης παγερὸν τεμάχιον μαρμάρου
Λαβών, κυλίσθητι καὶ σὺ στὸν δρόμον τοῦ χειμάρρου.
Τὸ δίστιχον ἔκαμεν αἴσθησιν τότε· δὲν ἠξεύρω ἂν ἀνεκαλύφθη ποτὲ ὁ ποιητής.
Τότε ἔζη ἀκόμη ὁ σοφὸς Φίλιππος Ἰωάννου, ὁ Κουμανούδης καὶ ἄλλοι ἄνδρες χρηστοί. Ὁ ἀείμνηστος Φίλιππος, μὴ ἔχων ἐξωτερικὰ χαρίσματα, δὲν εἵλκυε τοὺς ἀκροατάς. Ἀλλὰ τὴν ἡμέραν τοῦ τελευταίου μαθήματος, μεσοῦντος τοῦ Μαΐου, ἡ αἴθουσα τῆς Νομικῆς, ὅπου ἐδίδασκεν, ἐγέμιζεν ἀπὸ φοιτητάς. Ὑπέγραφεν εἰς ὅλους τὴν ἀπόδειξιν τῆς ἀκροάσεως, ἀλλὰ τοὺς ὑπεχρέωνε νὰ προσθέσουν εἰς τὸ κείμενον «ἠκροάσθη, ὡς αὐτὸς λέγει».
Γενικὴν ἰνδουλγέντσιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς ὅλους ἀνεξαιρέτως ἐχορήγει ὁ μακαρίτης γερο-Κοτζιᾶς. Ὁ Ψαριανὸς φιλόσοφος, ὡς ἐκαλεῖτο συνήθως ἀπὸ τοὺς πατριώτας του, ἦτο καθηγητὴς τῆς ἱστορίας τῆς φιλοσοφίας. Ἐνῷ καθ᾿ ὅλον τὸ ἔτος δὲν εἶχε παραπάνω ἀπὸ 25-30 ἀκροατάς, εἰς τὸ τελευταῖον μάθημα ἐπαρουσιάζοντο τριακόσιοι, καὶ εἰς ὅλους ὑπέγραφε τὴν ἀπόδειξιν ἀνεπιφυλάκτως. Δύσκολος ὅμως καὶ αὐστηρὸς εἰς τὰς ἀποδείξεις ἦτο ὁ μακαρίτης Φιντικλῆς· ἐὰν εἶχες πέντε ἀπουσίας τὸ ἔτος εἰς τὸ κατὰ Σάββατον φροντιστήριον (ἑρμηνεία Θουκυδίδου) ἠδύνατο νὰ σὲ ἀποκλείσῃ.
Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, εἰς τὴν δεξιὰν πλευρὰν τῆς προσόψεως, ἐθριάμβευε πολὺ ὁ Κόντος· ἡ ἄκρα αἴθουσα ἐγέμιζε, τὴν 12-1 μ.μ., ἀπὸ ἀκροατάς, ὄχι μόνον φιλολόγους, ἀλλ᾿ ἐξ ὅλων τῶν σχολῶν, τοὺς πλείστους ὀρθίους ἱσταμένους. Ἀλλὰ καὶ ὁ μακαρίτης Σεμιτέλος, διδάσκων μίαν ὥραν ἐνωρίτερα, ἐντὸς τῆς αἰθούσης τῆς Νομικῆς, εἶχε πλείστους ἀκροατάς. Συγχρόνως ὅμως ἐδίδασκεν εἰς τὴν γείτονα αἴθουσαν ὁ γέρων Πυλαρινός, μὲ κεραυνώδη φωνήν, ὅλος χειρονομία καὶ ἔξαρσις· ἦτο καθηγητὴς τῆς «Φιλοσοφίας τῆς Ἱστορίας» οὗτος. Οἱ ἀκροαταί του, συμπεριλαμβανομένων τριῶν καλογήρων, δύο γερόντων μὲ γυαλιά, καὶ 5-6 ἰσοβίων φοιτητῶν, ὁποῖοι ποτὲ δὲν ἔλειψαν, δὲν ὑπερέβησαν ποτὲ τοὺς δέκα ἢ δώδεκα.
Εἷς ἐκ τῶν τελευταίων τούτων, τῶν μὴ διδόντων ποτὲ ἐξετάσεις, ἦτο ὁ «Κυπραῖος» καλούμενος, τὸν ὁποῖον ἔτυχε νὰ γνωρίσω. Ὀγκώδης κεφαλή, χωμένη εἰς παχὺν κορμὸν μὲ βραχὺ ἀνάστημα, πυκνὴ γενειὰς καὶ κόμη. Ἄνθρωπος τριακοντούτης, εὔθυμος, ἄφροντις, καὶ ἀγαπῶν τὰ λογοπαίγνια, ἔστω καὶ τὰ ἀποπνέοντα ὀσμήν τινα βαναυσότητος.
Ἦτο ἀξιοπερίεργος τύπος, κρᾶμα κυνικοῦ καὶ ἐπικουρείου. Εἶχεν ἰδιαιτέρας ὀνομασίας, ἰδικάς του λέξεις δι᾿ ὅλα. Τὸ Ἀρσάκειον τὸ ὠνόμαζεν Ἀρνάκειον. Τὸ Βαρβάκειον λύκειον ― ἐδῶ ἔτρεπε τὸ οὐρανισκόφωνον τῆς παραληγούσης εἰς ὀδοντόφωνον, sans façon· ὑπῆρχε δὲ καὶ καθηγητὴς τῆς Γαλλικῆς μὲ παραπλήσιον ὄνομα. Τὰ δένδρα, τὰ κοσμοῦντα τὰς ὁδοὺς καὶ τὰς πλατείας τῆς πρωτευούσης, τὰ ὠνόμαζε δενδρείκελα, κατὰ τὸ ἀνδρείκελα.
Εἰς δύο ξενῶνας παρὰ τὴν Καπνικαρέαν ―καλουμένους ξενοδοχεῖον τῆς Πετρουπόλεως τὸ ἕν, τῆς Ἑπτανήσου τὸ ἄλλο― εἶχον καταλύσει ἓν φθινόπωρον εἷς φουστανελὰς ἐπαρχιώτης γέρων μὲ δύο ἀνεψιάς του, καὶ εἷς Τουρκομερίτης ἔμπορος μὲ δύο υἱούς του. Οἱ δύο νέοι ἐφαίνοντο κοιμισμένοι πολύ, αἱ δύο νεάνιδες ἦσαν μᾶλλον ἄσχημοι, μὲ μεγάλα γουρλωμένα ὄμματα καὶ πολὺ σιμὰς ρῖνας.
Συνέβη νὰ συναντηθῶ μὲ τὸν Κυπραῖον μίαν πρωίαν, εἰς καφενεῖον τῆς γειτονιᾶς. Ἐκεῖ κατὰ σύμπτωσιν ἦλθε καὶ ὁ φουστανελὰς μὲ τὰς δύο ἀνεψιάς του.
Ὁ Κυπραῖος, ἀφοῦ τὰς ἐκοίταξεν ἐπὶ πολύ, αἴφνης στρέφεται καὶ μοῦ λέγει δεικνύων διὰ νεύματος τὸν γέροντα:
― Γλαῦκας εἰς τὰς Ἀθήνας κομίζει.
Ὀλίγα λεπτὰ ὕστερον, κατὰ συγκυρίαν καὶ πάλιν, εἰσέρχεται ὁ φεσοφόρος ξένος μὲ τοὺς δύο υἱούς του. Ὁ Κυπραῖος, ἀφοῦ τοὺς ἐκοίταξε καλά, γυρίζει πάλιν καὶ μοῦ λέγει:
― Βλᾶκας εἰς τὰς Ἀθήνας κομίζει.
Δὲν ἠμπόρεσα νὰ μὴ γελάσω.
Εἰς τὸ καφενεῖον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ὁδὸν Καλαμιώτου, ἐσύχναζα ὁπωσοῦν. Καὶ ὁ Κυπραῖος δὲν ἔλειπε. Ἐκεῖ ἤρχοντο παλαιοὶ ἄνθρωποι, οἰκοκυραῖοι, ἐντόπιοι καὶ ἄλλοι, μερικοὶ γνωστοὶ ἀγορηταὶ τῶν καφενείων, καὶ αἱ πολιτικαὶ συζητήσεις ποτὲ δὲν ἐσχόλαζον.
Προκειμένου περὶ ἑνὸς τοιούτου γνωστοῦ καφερρήτορος, ὁ Κυπραῖος, λογοπαικτῶν ἐπὶ τοῦ ὀνόματός του μίαν ἑσπέραν, εἶχε παρῳδήσει ἀρχαῖον τινὰ στίχον, σκόλιον, νομίζω, τὸ ἑξῆς:
«Ἄλει, μύλα, ἄλει, καὶ γὰρ Πιττακὸς ἀλεῖ…» τὸ ὁποῖον ὁ σοφὸς Κοραῆς εἶχε μεταφράσει οὕτω: «Ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, κι ὁ Πιττακὸς ἀλέθει…»
Τώρα, ἰδοὺ πῶς τὸ μετέτρεψεν ὁ Κυπραῖος, ὁ δάσκαλος: Λάλει, Μήλα, λάλει, καὶ γὰρ ψιττακὸς λαλεῖ…
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἀναμνήσεις φοιτητικοῦ βίου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου