Δευτέρα 14 Αυγούστου 2023

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΠΛΑΤΩΝ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Α΄

ΠΛ Αλκ1 104e–106a

Ο Σωκράτης είναι σε θέση να καθοδηγήσει τον Αλκιβιάδη στην επίτευξη των στόχων του

Σε αυτόν τον διάλογο, για τη γνησιότητα του οποίου υπάρχει διχογνωμία, ο Σωκράτης και ο Αλκιβιάδης συζητούν για την αυτογνωσία. Ο φιλόσοφος διαπίστωσε ότι, σε αντίθεση με τον ίδιο, οι περισσότεροι απέφευγαν πλέον τη συναναστροφή με τον Αλκιβιάδη, εξαιτίας της αλαζονείας του χαρισματικού νέου: ο Αλκιβιάδης πίστευε ότι δεν είχε την ανάγκη κανενός. Ο γιος του Κλεινία ζήτησε τότε επίμονα να του εξηγήσει ο φιλόσοφος γιατί επιζητούσε ακόμη τη συναναστροφή μαζί του.

[104e] ΣΩ. Ὅρα δή· οὐ γάρ τοι εἴη ἂν θαυμαστὸν εἰ, ὥσπερ
μόγις ἠρξάμην, οὕτω μόγις καὶ παυσαίμην.

ΑΛ. Ὠγαθὲ λέγε· ἀκούσομαι γάρ.

ΣΩ. Λεκτέον ἂν εἴη. χαλεπὸν μὲν οὖν πρὸς ἄνδρα οὐχ
ἥττονα ἐραστῶν προσφέρεσθαι ἐραστῇ, ὅμως δὲ τολμητέον
φράσαι τὴν ἐμὴν διάνοιαν. ἐγὼ γάρ, ὦ Ἀλκιβιάδη, εἰ μέν
σε ἑώρων ἃ νυνδὴ διῆλθον ἀγαπῶντα καὶ οἰόμενον δεῖν ἐν
τούτοις καταβιῶναι, πάλαι ἂν ἀπηλλάγμην τοῦ ἔρωτος, ὥς
[105a] γε δὴ ἐμαυτὸν πείθω· νῦν δ’ ἕτερ’ αὖ κατηγορήσω διανοή-
ματα σὰ πρὸς αὐτὸν σέ, ᾧ καὶ γνώσῃ ὅτι προσέχων γέ σοι
τὸν νοῦν διατετέλεκα. δοκεῖς γάρ μοι, εἴ τίς σοι εἴποι θεῶν·
«Ὦ Ἀλκιβιάδη, πότερον βούλει ζῆν ἔχων ἃ νῦν ἔχεις, ἢ
αὐτίκα τεθνάναι εἰ μή σοι ἐξέσται μείζω κτήσασθαι;»
δοκεῖς ἄν μοι ἑλέσθαι τεθνάναι· ἀλλὰ νῦν ἐπὶ τίνι δή ποτε
ἐλπίδι ζῇς, ἐγὼ φράσω. ἡγῇ, ἐὰν θᾶττον εἰς τὸν Ἀθηναίων
[105b] δῆμον παρέλθῃς ―τοῦτο δ’ ἔσεσθαι μάλα ὀλίγων ἡμερῶν―
παρελθὼν οὖν ἐνδείξεσθαι Ἀθηναίοις ὅτι ἄξιος εἶ τιμᾶσθαι
ὡς οὔτε Περικλῆς οὔτ’ ἄλλος οὐδεὶς τῶν πώποτε γενομένων,
καὶ τοῦτ’ ἐνδειξάμενος μέγιστον δυνήσεσθαι ἐν τῇ πόλει, ἐὰν
δ’ ἐνθάδε μέγιστος ᾖς, καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι, καὶ οὐ
μόνον ἐν Ἕλλησιν, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς βαρβάροις, ὅσοι ἐν τῇ
αὐτῇ ἡμῖν οἰκοῦσιν ἠπείρῳ. καὶ εἰ αὖ σοι εἴποι ὁ αὐτὸς
οὗτος θεὸς ὅτι αὐτοῦ σε δεῖ δυναστεύειν ἐν τῇ Εὐρώπῃ,
[105c] διαβῆναι δὲ εἰς τὴν Ἀσίαν οὐκ ἐξέσται σοι οὐδὲ ἐπιθέσθαι
τοῖς ἐκεῖ πράγμασιν, οὐκ ἂν αὖ μοι δοκεῖς ἐθέλειν οὐδ’ ἐπὶ
τούτοις μόνοις ζῆν, εἰ μὴ ἐμπλήσεις τοῦ σοῦ ὀνόματος καὶ
τῆς σῆς δυνάμεως πάντας ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀνθρώπους· καὶ
οἶμαί σε πλὴν Κύρου καὶ Ξέρξου ἡγεῖσθαι οὐδένα ἄξιον
λόγου γεγονέναι. ὅτι μὲν οὖν ἔχεις ταύτην τὴν ἐλπίδα, εὖ
οἶδα καὶ οὐκ εἰκάζω. ἴσως ἂν οὖν εἴποις, ἅτε εἰδὼς ὅτι
ἀληθῆ λέγω, «Τί δὴ οὖν, ὦ Σώκρατες, τοῦτ’ ἐστί σοι πρὸς
[105d] λόγον; [ὃν ἔφησθα ἐρεῖν, διὸ ἐμοῦ οὐκ ἀπαλλάττῃ;]» ἐγὼ δὲ
σοί γε ἐρῶ, ὦ φίλε παῖ Κλεινίου καὶ Δεινομάχης. τούτων
γάρ σοι ἁπάντων τῶν διανοημάτων τέλος ἐπιτεθῆναι ἄνευ
ἐμοῦ ἀδύνατον· τοσαύτην ἐγὼ δύναμιν οἶμαι ἔχειν εἰς τὰ σὰ
πράγματα καὶ εἰς σέ, διὸ δὴ καὶ πάλαι οἴομαί με τὸν θεὸν
οὐκ ἐᾶν διαλέγεσθαί σοι, ὃν ἐγὼ περιέμενον ὁπηνίκα ἐάσει.
ὥσπερ γὰρ σὺ ἐλπίδας ἔχεις ἐν τῇ πόλει ἐνδείξασθαι ὅτι
[105e] αὐτῇ παντὸς ἄξιος εἶ, ἐνδειξάμενος δὲ [ὅτι] οὐδὲν ὅτι οὐ
παραυτίκα δυνήσεσθαι, οὕτω κἀγὼ παρὰ σοὶ ἐλπίζω μέγιστον
δυνήσεσθαι ἐνδειξάμενος ὅτι παντὸς ἄξιός εἰμί σοι καὶ οὔτε
ἐπίτροπος οὔτε συγγενὴς οὔτ’ ἄλλος οὐδεὶς ἱκανὸς παραδοῦναι
τὴν δύναμιν ἧς ἐπιθυμεῖς πλὴν ἐμοῦ, μετὰ τοῦ θεοῦ μέντοι.
νεωτέρῳ μὲν οὖν ὄντι σοι καὶ πρὶν τοσαύτης ἐλπίδος γέμειν,
ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, οὐκ εἴα ὁ θεὸς διαλέγεσθαι, ἵνα μὴ μάτην
[106a] διαλεγοίμην. νῦν δ’ ἐφῆκεν· νῦν γὰρ ἄν μου ἀκούσαις.

***
ΣΩΚΡ. Πρόσεχε λοιπόν∙ διότι δεν θα ήταν καθόλου παράδοξον αν, ακριβώς όπως με τόση δυσκολία άρχισα, έτσι με την ίδια δυσκολία και να τελείωνα.

ΑΛΚ. Μα μίλησε, αγαπητέ (επί τέλους· σου είπα)· θα σ' ακούσω.

ΣΩΚΡ. Και βέβαια πρέπει να μιλήσω. Είναι χωρίς άλλο δύσκολον εις ένα φίλον ν' αποτείνεται προς ένα άνθρωπον που δεν είναι κατώτερος από τους φίλους του, εν τούτοις πρέπει να τολμήσω να εκφράσω την σκέψιν μου. Εγώ δηλαδή, Αλκιβιάδη, αν μεν σε έβλεπα ότι μένεις ευχαριστημένος με τα όσα προ ολίγου ανέφερα, και πως σκέπτεσαι ότι πρέπει να περάσης την ζωήν σου μ' αυτά και μόνον, από πολλού θα είχα παραιτηθή της φιλίας μου προς εσένα· αυτήν την πεποίθησιν έχω εγώ τουλάχιστον. Τώρα όμως θα σου μαρτυρήσω, σε σένα τον ίδιον, και μερικές άλλες σκέψεις δικές σου (που σε απασχολούν), εξ ου και θα βεβαιωθής ότι πράγματι ποτέ δεν έπαυσα από του να σε παρακολουθώ διαρκώς με την σκέψιν μου και με προσοχήν. Μου κάνεις δηλαδή την εντύπωσιν ότι, αν κανείς από τους θεούς σού έλεγε τυχόν: «Αλκιβιάδη, τι από τα δύο προτιμάς, να ζης και να έχεις μόνον τα χαρίσματα αυτά που έχεις τώρα, ή να πεθάνης αμέσως, αν δεν σου επιτραπή ποτέ ν' αποκτήσης και άλλα μεγαλύτερα;» μου φαίνεσαι πως θα προτιμούσες να πέθαινες. Τώρα όμως εγώ θα σου ειπώ με ποια (κρυφή) ελπίδα, (κατά την ιδέα μου), ζης. Στοχάζεσαι πως, εάν βιασθής και εμφανισθής εις το βήμα της συνελεύσεως του δήμου των Αθηναίων ―και ότι αυτό ημπορεί να γίνει εντός ολίγων ημερών―, αφού λοιπόν εμφανισθής, θ' αποδείξης εις τους Αθηναίους ότι είσαι άξιος να τιμηθής όσον ούτε και ο Περικλής, ούτε άλλος κανείς, από όσους ποτέ έζησαν έως τώρα, και αφού αποδείξης αυτό, θα αποκτήσης μεγίστην δύναμιν εις την πολιτείαν, εάν δε εδώ είσαι πανίσχυρος, θα είσαι (πανίσχυρος) και μεταξύ των άλλων Ελλήνων, και όχι μόνον μεταξύ των Ελλήνων, άλλα και μεταξύ των βαρβάρων, όσοι κατοικούν την ιδίαν ήπειρον με ημάς. Και εάν εκ νέου σου έλεγε τυχόν, ο ίδιος αυτός θεός, ότι δικαιούσαι (μεν) να είσαι κυρίαρχος εις την Ευρώπην, δεν θα σου επιτραπή όμως να διαβής και εις την Ασίαν, και ούτε να αναμιχθής εις τας εκεί υποθέσεις, μου φαίνεται πως πάλιν δεν θα εδέχεσο ούτε να ζης, μόνον υπό τους όρους αυτούς, εάν δεν γεμίσης τελείως με το όνομά σου και με την δύναμίν σου ολόκληρην, δια να το ειπώ έτσι, την οικουμένην∙ και μου φαίνεται ακόμη πως εσύ πιστεύεις ότι, εκτός από τον Κύρον και από τον Ξέρξην, κανείς άλλος δεν υπήρξε (ποτέ) αξιόλογος. Το ότι μεν συ έχεις την (κρυφήν) ελπίδα αυτήν αυτό το ηξεύρω πολύ καλά και δεν το συνάγω από εικασίας. Ίσως όμως να μου ειπής, επειδή είσαι βέβαιος ότι λέγω αλήθειες: «Μα τι σχέσιν έχει, Σωκράτη, αυτό που λέγεις τώρα προς την αιτίαν δια την οποίαν δεν φεύγεις από κοντά μου, και την οποίαν είπες πως θα μου εξηγήσης»; Θα σου το ειπώ λοιπόν βέβαια, εγώ, αγαπητό μου παιδί του Κλεινίου και της Δεινομάχης. Δηλαδή το να βάλης εις ενέργειαν και να επιτύχης όλα αυτά τα σχέδια που έχεις στο μυαλό σου, χωρίς εμένα, είναι αδύνατον. Τόσην μεγάλην επιβολήν πιστεύω ότι έχω εγώ εις τας υποθέσεις σου, και εις εσένα (τον ίδιον). Δια τούτο λοιπόν, και από καιρό πολύ νομίζω ότι ο θεός δεν με άφηνε να συζητήσω με σένα, (τον θεόν δε) αυτόν επερίμενα εγώ πότε θα με άφηνε (ελεύθερον να συζητήσω μαζί σου). Διότι ακριβώς, όπως εσύ τας ελπίδας σου τας στηρίζεις εις την πολιτείαν, έτσι κ' εγώ ελπίζω ότι κοντά σου θ' αποκτήσω μεγίστην δύναμιν, αφού αποδείξω ότι είμαι καθ' όλα άξιός σου (δια να σε βοηθήσω εις κάθε ζήτημα) και ότι ούτε κηδεμών, ούτε συγγενής, ούτε κανείς άλλος είναι εις θέσιν να σου χορηγήση την δύναμιν που συ ποθείς, εκτός μόνον από εμένα, με την βοήθειαν βέβαια του θεού. Ενόσω λοιπόν ήσουν ακόμη νεαρός, και πριν ακόμη γεμίση (ο νους σου) με τόσα (μεγαλεπήβολα) σχέδια, στ' αλήθεια ο θεός δεν με άφηνε, καθώς μου φαίνεται (δε, πολύ καλά), να συζητήσω μαζί σου, (και τούτο) δια να μη συζητώ ασκόπως. Τώρα όμως ο θεός επέτρεψε· διότι τώρα θα είσαι εις θέσιν να με ακούσης (και να με καταλάβης).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου