ΞΕΝ Απολ 27–34
Ο Σωκράτης μετά τη δίκη του – Επίλογος
Αφού παρατέθηκαν τα επιχειρήματα με τα οποία ο Σωκράτης αντέκρουσε το κατηγορητήριο στη δίκη του και ο τρόπος με τον οποίον αντιμετώπισε και σχολίασε την εναντίον του καταδικαστική απόφαση, στο τρίτο και τελευταίο μέρος του έργου απεικονίζεται ο φιλόσοφος μετά την αποχώρησή του από το δικαστήριο και εν αναμονή της εκτέλεσης της θανατικής ποινής.
[27] εἰπὼν δὲ ταῦτα μάλα ὁμολογουμένως δὴ τοῖς
εἰρημένοις ἀπῄει καὶ ὄμμασι καὶ σχήματι καὶ βαδίσματι
φαιδρός. ὡς δὲ ᾔσθετο ἄρα τοὺς παρεπομένους δακρύοντας,
Τί τοῦτο; εἰπεῖν αὐτόν, ἦ ἄρτι δακρύετε; οὐ γὰρ πάλαι ἴστε
ὅτι ἐξ ὅτουπερ ἐγενόμην κατεψηφισμένος ἦν μου ὑπὸ τῆς
φύσεως ὁ θάνατος; ἀλλὰ μέντοι εἰ μὲν ἀγαθῶν ἐπιρρεόντων
προαπόλλυμαι, δῆλον ὅτι ἐμοὶ καὶ τοῖς ἐμοῖς εὔνοις λυπη-
τέον· εἰ δὲ χαλεπῶν προσδοκωμένων καταλύω τὸν βίον, ἐγὼ
μὲν οἶμαι ὡς εὐπραγοῦντος ἐμοῦ πᾶσιν ὑμῖν εὐθυμητέον εἶναι.
[28] παρὼν δέ τις Ἀπολλόδωρος, ἐπιθυμητὴς μὲν ὢν ἰσχυρῶς
αὐτοῦ, ἄλλως δ’ εὐήθης, εἶπεν ἄρα· Ἀλλὰ τοῦτο ἔγωγε, ὦ
Σώκρατες, χαλεπώτατα φέρω ὅτι ὁρῶ σε ἀδίκως ἀποθνῄ-
σκοντα. τὸν δὲ λέγεται καταψήσαντα αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν
εἰπεῖν· Σὺ δέ, ὦ φίλτατε Ἀπολλόδωρε, μᾶλλον ἐβούλου
με ὁρᾶν δικαίως ἢ ἀδίκως ἀποθνῄσκοντα; καὶ ἅμα ἐπιγε-
λάσαι. [29] λέγεται δὲ καὶ Ἄνυτον παριόντα ἰδὼν εἰπεῖν· Ἀλλ’
ὁ μὲν ἀνὴρ ὅδε κυδρός, ὡς μέγα τι καὶ καλὸν διαπεπραγμένος,
εἰ ἀπέκτονέ με, ὅτι αὐτὸν τῶν μεγίστων ὑπὸ τῆς πόλεως
ὁρῶν ἀξιούμενον οὐκ ἔφην χρῆναι τὸν υἱὸν περὶ βύρσας
παιδεύειν. ὡς μοχθηρὸς οὗτος, ἔφη, ὃς οὐκ ἔοικεν εἰδέναι
ὅτι ὁπότερος ἡμῶν καὶ συμφορώτερα καὶ καλλίω εἰς τὸν ἀεὶ
χρόνον διαπέπρακται, οὗτός ἐστι καὶ ὁ νικῶν. [30] ἀλλὰ μέντοι,
φάναι αὐτόν, ἀνέθηκε μὲν καὶ Ὅμηρος ἔστιν οἷς τῶν ἐν
καταλύσει τοῦ βίου προγιγνώσκειν τὰ μέλλοντα, βούλομαι
δὲ καὶ ἐγὼ χρησμῳδῆσαί τι. συνεγενόμην γάρ ποτε βραχέα
τῷ Ἀνύτου υἱῷ, καὶ ἔδοξέ μοι οὐκ ἄρρωστος τὴν ψυχὴν εἶναι·
ὥστε φημὶ αὐτὸν ἐπὶ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ ἣν ὁ πατὴρ
αὐτῷ παρεσκεύακεν οὐ διαμενεῖν· διὰ δὲ τὸ μηδένα ἔχειν
σπουδαῖον ἐπιμελητὴν προσπεσεῖσθαί τινι αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ,
καὶ προβήσεσθαι μέντοι πόρρω μοχθηρίας. [31] ταῦτα δ’ εἰπὼν
οὐκ ἐψεύσατο, ἀλλ’ ὁ νεανίσκος ἡσθεὶς οἴνῳ οὔτε νυκτὸς
οὔτε ἡμέρας ἐπαύετο πίνων, καὶ τέλος οὔτε τῇ ἑαυτοῦ
πόλει οὔτε τοῖς φίλοις οὔτε αὑτῷ ἄξιος οὐδενὸς ἐγένετο.
Ἄνυτος μὲν δὴ διὰ τὴν τοῦ υἱοῦ πονηρὰν παιδείαν καὶ διὰ
τὴν αὑτοῦ ἀγνωμοσύνην ἔτι καὶ τετελευτηκὼς τυγχάνει
κακοδοξίας. [32] Σωκράτης δὲ διὰ τὸ μεγαλύνειν ἑαυτὸν ἐν τῷ
δικαστηρίῳ φθόνον ἐπαγόμενος μᾶλλον καταψηφίσασθαι
ἑαυτοῦ ἐποίησε τοὺς δικαστάς. ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ θεοφιλοῦς
μοίρας τετυχηκέναι· τοῦ μὲν γὰρ βίου τὸ χαλεπώτατον
ἀπέλιπε, τῶν δὲ θανάτων τοῦ ῥᾴστου ἔτυχεν. [33] ἐπεδείξατο
δὲ τῆς ψυχῆς τὴν ῥώμην· ἐπεὶ γὰρ ἔγνω τοῦ ἔτι ζῆν τὸ
τεθνάναι αὐτῷ κρεῖττον εἶναι, ὥσπερ οὐδὲ πρὸς τἆλλα τἀγαθὰ
προσάντης ἦν, οὐδὲ πρὸς τὸν θάνατον ἐμαλακίσατο, ἀλλ’
ἱλαρῶς καὶ προσεδέχετο αὐτὸν καὶ ἐπετελέσατο. [34] ἐγὼ μὲν
δὴ κατανοῶν τοῦ ἀνδρὸς τήν τε σοφίαν καὶ τὴν γενναιότητα
οὔτε μὴ μεμνῆσθαι δύναμαι αὐτοῦ οὔτε μεμνημένος μὴ οὐκ
ἐπαινεῖν. εἰ δέ τις τῶν ἀρετῆς ἐφιεμένων ὠφελιμωτέρῳ
τινὶ Σωκράτους συνεγένετο, ἐκεῖνον ἐγὼ τὸν ἄνδρα ἀξιο-
μακαριστότατον νομίζω.
***
Κι αφού μίλησε έτσι, αποχώρησε με βλέμμα φαιδρό και ανάλογη στάση και βάδισμα, ακριβώς όπως ταίριαζε σε όσα είχε πει. Και καθώς είδε τους συνοδούς του δακρυσμένους, «τι είναι αυτά», είπε, «στ' αλήθεια τώρα σας πήραν τα δάκρυα; Δεν το ξέρατε από καιρό ότι, από τη στιγμή πού γεννήθηκα, ήμουν καταδικασμένος από τη φύση σε θάνατο; Αν βέβαια χάνομαι πρόωρα, σε στιγμή που πλήθος αγαθά ετοιμάζονται να με κατακλύσουν, είναι φανερό ότι ταιριάζει η λύπη και σε μένα και σε όσους μ' αγαπούν∙ αν όμως φτάνω στο τέλος της ζωής μου όταν μόνο βάσανα με περιμένουν, πιστεύω ότι όλοι σας πρέπει να χαίρεστε για την καλή μου τύχη ». Και κάποιος Απολλόδωρος που έτυχε να βρίσκεται εκεί, πολύ αφοσιωμένος σ' αυτόν πλην όμως αφελής, είπε τότε: «Αλλά για ένα πράγμα εγώ τουλάχιστον λυπάμαι πάρα πολύ, Σωκράτη: που σε βλέπω να πεθαίνεις άδικα». Και ο Σωκράτης του χάιδεψε, καθώς λένε, το κεφάλι και «πολυαγαπημένε Απολλόδωρε», του είπε, «θα προτιμούσες να με δεις να πεθαίνω δίκαια αντί άδικα;» και συνάμα γέλασε λέγοντας αυτά. Διηγούνται επίσης ότι, βλέποντας τον Άνυτο να περνά, «να», είπε, «ένας άνθρωπος που καμαρώνει σαν να έχει κάμει κανένα μεγάλο και ωραίο κατόρθωμα με το να με οδηγήσει στο θάνατο, επειδή εγώ, βλέποντας ότι η πόλη τον τιμούσε με τα μεγαλύτερα αξιώματα, είπα ότι δεν χρειάζεται να μάθει στον γιο του την τέχνη του βυρσοδέψη. Τον ταλαίπωρο!», πρόσθεσε· «δεν φαίνεται να ξέρει ότι όποιος από τους δυο μας έχει επιτελέσει έργα που θα παραμείνουν για πάντα χρησιμότερα και ωραιότερα, αυτός είναι και ο νικητής. Αλλά μια και ο Όμηρος», συνέχισε, «έχει δώσει σε μερικούς μελλοθάνατους τη δύναμη να προβλέπουν τα μέλλοντα, θέλω κι εγώ να προφητέψω κάτι. Έχω για λίγο συναναστραφεί τον γιο του Άνυτου και μου φάνηκε ότι δεν έχει αδύναμο πνεύμα· προφητεύω λοιπόν ότι δεν θα μείνει στο δουλοπρεπές επάγγελμα για το οποίο τον προόρισε ο πατέρας του· κι επειδή δεν θα έχει κανέναν σοβαρό άνθρωπο να τον φροντίζει, θα υποκύψει σε κάποιο επαίσχυντο πάθος και θα βυθιστεί πολύ βαθιά μέσα στην αθλιότητα». Και τα λόγια του αυτά δεν διαψεύστηκαν: ο νεαρός το έριξε στο πιοτό και ούτε νύχτα ούτε μέρα δεν σταματούσε να πίνει και τελικά δεν αξιώθηκε να προσφέρει τίποτε ούτε στην πόλη του ούτε στους φίλους ούτε στον εαυτό του. Όσο για τον Άνυτο, εξαιτίας της αξιοθρήνητης παιδείας πού είχε δώσει στον γιο του και εξαιτίας της δικής του αφροσύνης, ακόμα και μετά το θάνατο του έχει κακή φήμη. Ό Σωκράτης εξάλλου, πλέκοντας το εγκώμιο του εαυτού του στο δικαστήριο, κίνησε το φθόνο των δικαστών και τους παρότρυνε ακόμα περισσότερο να τον καταδικάσουν. Εγώ πάντως πιστεύω ότι οι θεοί από εύνοια του χάρισαν τέτοια τύχη· διότι το πιο επώδυνο μέρος της ζωής το απέφυγε και από όλους τους θανάτους έλαβε τον ευκολότερο. Επέδειξε επίσης τη δύναμη της ψυχής του· εφόσον είχε αποφασίσει ότι είναι καλύτερο γι' αυτόν να πεθάνει παρά να συνεχίσει τη ζωή του, όπως ακριβώς δεν εναντιωνόταν σε ό,τι άλλο έκρινε καλό, έτσι και μπροστά στο θάνατο δεν δείλιασε, αλλά χαρούμενος τον υποδέχτηκε και πλήρωσε το χρέος του σ' αυτόν. Όσο για μένα, όταν αναλογίζομαι τη σοφία και την ευγένεια αυτού του ανθρώπου, ούτε να μην τον μνημονεύω μπορώ ούτε μνημονεύοντάς τον να μην τον επαινώ. Κι αν κάποιος από κείνους πού ποθούν την αρετή έτυχε ποτέ να μαθητεύσει σε δάσκαλο πιο χρήσιμο από τον Σωκράτη, εγώ αυτόν τον θεωρώ τον πιο καλότυχο άνθρωπο του κόσμου.
Κι αφού μίλησε έτσι, αποχώρησε με βλέμμα φαιδρό και ανάλογη στάση και βάδισμα, ακριβώς όπως ταίριαζε σε όσα είχε πει. Και καθώς είδε τους συνοδούς του δακρυσμένους, «τι είναι αυτά», είπε, «στ' αλήθεια τώρα σας πήραν τα δάκρυα; Δεν το ξέρατε από καιρό ότι, από τη στιγμή πού γεννήθηκα, ήμουν καταδικασμένος από τη φύση σε θάνατο; Αν βέβαια χάνομαι πρόωρα, σε στιγμή που πλήθος αγαθά ετοιμάζονται να με κατακλύσουν, είναι φανερό ότι ταιριάζει η λύπη και σε μένα και σε όσους μ' αγαπούν∙ αν όμως φτάνω στο τέλος της ζωής μου όταν μόνο βάσανα με περιμένουν, πιστεύω ότι όλοι σας πρέπει να χαίρεστε για την καλή μου τύχη ». Και κάποιος Απολλόδωρος που έτυχε να βρίσκεται εκεί, πολύ αφοσιωμένος σ' αυτόν πλην όμως αφελής, είπε τότε: «Αλλά για ένα πράγμα εγώ τουλάχιστον λυπάμαι πάρα πολύ, Σωκράτη: που σε βλέπω να πεθαίνεις άδικα». Και ο Σωκράτης του χάιδεψε, καθώς λένε, το κεφάλι και «πολυαγαπημένε Απολλόδωρε», του είπε, «θα προτιμούσες να με δεις να πεθαίνω δίκαια αντί άδικα;» και συνάμα γέλασε λέγοντας αυτά. Διηγούνται επίσης ότι, βλέποντας τον Άνυτο να περνά, «να», είπε, «ένας άνθρωπος που καμαρώνει σαν να έχει κάμει κανένα μεγάλο και ωραίο κατόρθωμα με το να με οδηγήσει στο θάνατο, επειδή εγώ, βλέποντας ότι η πόλη τον τιμούσε με τα μεγαλύτερα αξιώματα, είπα ότι δεν χρειάζεται να μάθει στον γιο του την τέχνη του βυρσοδέψη. Τον ταλαίπωρο!», πρόσθεσε· «δεν φαίνεται να ξέρει ότι όποιος από τους δυο μας έχει επιτελέσει έργα που θα παραμείνουν για πάντα χρησιμότερα και ωραιότερα, αυτός είναι και ο νικητής. Αλλά μια και ο Όμηρος», συνέχισε, «έχει δώσει σε μερικούς μελλοθάνατους τη δύναμη να προβλέπουν τα μέλλοντα, θέλω κι εγώ να προφητέψω κάτι. Έχω για λίγο συναναστραφεί τον γιο του Άνυτου και μου φάνηκε ότι δεν έχει αδύναμο πνεύμα· προφητεύω λοιπόν ότι δεν θα μείνει στο δουλοπρεπές επάγγελμα για το οποίο τον προόρισε ο πατέρας του· κι επειδή δεν θα έχει κανέναν σοβαρό άνθρωπο να τον φροντίζει, θα υποκύψει σε κάποιο επαίσχυντο πάθος και θα βυθιστεί πολύ βαθιά μέσα στην αθλιότητα». Και τα λόγια του αυτά δεν διαψεύστηκαν: ο νεαρός το έριξε στο πιοτό και ούτε νύχτα ούτε μέρα δεν σταματούσε να πίνει και τελικά δεν αξιώθηκε να προσφέρει τίποτε ούτε στην πόλη του ούτε στους φίλους ούτε στον εαυτό του. Όσο για τον Άνυτο, εξαιτίας της αξιοθρήνητης παιδείας πού είχε δώσει στον γιο του και εξαιτίας της δικής του αφροσύνης, ακόμα και μετά το θάνατο του έχει κακή φήμη. Ό Σωκράτης εξάλλου, πλέκοντας το εγκώμιο του εαυτού του στο δικαστήριο, κίνησε το φθόνο των δικαστών και τους παρότρυνε ακόμα περισσότερο να τον καταδικάσουν. Εγώ πάντως πιστεύω ότι οι θεοί από εύνοια του χάρισαν τέτοια τύχη· διότι το πιο επώδυνο μέρος της ζωής το απέφυγε και από όλους τους θανάτους έλαβε τον ευκολότερο. Επέδειξε επίσης τη δύναμη της ψυχής του· εφόσον είχε αποφασίσει ότι είναι καλύτερο γι' αυτόν να πεθάνει παρά να συνεχίσει τη ζωή του, όπως ακριβώς δεν εναντιωνόταν σε ό,τι άλλο έκρινε καλό, έτσι και μπροστά στο θάνατο δεν δείλιασε, αλλά χαρούμενος τον υποδέχτηκε και πλήρωσε το χρέος του σ' αυτόν. Όσο για μένα, όταν αναλογίζομαι τη σοφία και την ευγένεια αυτού του ανθρώπου, ούτε να μην τον μνημονεύω μπορώ ούτε μνημονεύοντάς τον να μην τον επαινώ. Κι αν κάποιος από κείνους πού ποθούν την αρετή έτυχε ποτέ να μαθητεύσει σε δάσκαλο πιο χρήσιμο από τον Σωκράτη, εγώ αυτόν τον θεωρώ τον πιο καλότυχο άνθρωπο του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου