Πόσες φορές έχουμε αισθανθεί ότι ο άλλος δεν μας καταλαβαίνει ή ότι εμείς δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ποιο είναι το πρόβλημα του άλλου και τελικά να μην βγάζουμε άκρη στις αλληλεπιδράσεις μας;
Αυτό συμβαίνει γιατί τείνουμε να απαντάμε αυτόματα, χωρίς να έχουμε πραγματικά ακούσει αυτό που λέει ο συνομιλητής μας. Η ενεργητική ακρόαση είναι μία δεξιότητα της επικοινωνίας μέσα από την οποία μαθαίνουμε να ακούμε ουσιαστικά τις ανάγκες μας και τις ανάγκες του άλλου. Απαιτεί την παρατήρηση χωρίς κριτική και την υγιή έκφραση των συναισθημάτων και των αναγκών μας.
Για να μας γίνει πιο σαφές τι εννοούμε με τον όρο ενεργητική ακρόαση, θα μιλήσουμε πρώτα για την επικοινωνία που μας αποξενώνει από τους εαυτούς μας και τους άλλους και μπορεί να οδηγήσει σε διαφωνίες και καβγάδες που δεν ικανοποιούν ούτε εμάς ούτε τον συνομιλητή μας.
Η επικοινωνία που... αποξενώνει!
Ηθικολογικές κρίσεις:
Αν ο σύντροφός μου θέλει περισσότερη στοργή, τον κατηγορώ σαν πιεστικό και εξαρτημένο. Αν από την άλλη εγώ θέλω το ίδιο, τον κατηγορώ σαν αναίσθητο και απόμακρο. Mε αυτόν τον τρόπο, κατηγοριοποιούμε και κρίνουμε τους άλλους με όρους σωστού και λάθους. Αυτοί δηλαδή που δεν λειτουργούν σύμφωνα με τις αξίες μας είναι λάθος ή κακοί. Αυτές οι κρίσεις απέχουν πολύ από την αποτελεσματική επικοινωνία, καθώς δεν εμπεριέχουν αποδοχή του άλλου προσώπου και επιπλέον τον εντάσσουν σε μία κατηγορία, στην οποία δεν είναι αυτό που θα έπρεπε, ή καλύτερα, αυτό που θα θέλαμε να είναι.
Συγκρίσεις:
«Ο συμμαθητής σου έχει καλύτερους βαθμούς από εσένα.» Από την θέση της σύγκρισης το άτομο που συγκρίνεται δεν γίνεται αποδεκτό από τον συνομιλητή του αν δεν ανταπεξέλθει στην σύγκριση. Βρίσκεται σε μία μειονεκτική θέση όπου δεν υπάρχει προσπάθεια να κατανοηθεί αλλά να κριθεί για τυχόν ελλείψεις. Ο συνομιλητής δεν δείχνει συμπόνια ούτε αποδοχή, αλλά κατηγορεί το άτομο ότι δεν είναι όπως κάποιος άλλος.
Όταν εκφράζουμε τις επιθυμίες μας ως απαιτήσεις:
Αν πούμε «Θέλεις να πάμε για καφέ αύριο;» εκφράζουμε μία επιθυμία μας. Η απαίτηση όμως απειλεί τον άλλον ότι θα κατηγορηθεί ή θα τιμωρηθεί αν δεν συμμορφωθεί. Αν του πούμε για παράδειγμα ότι «δεν είσαι πραγματικός μου φίλος αφού δεν θέλεις να πάμε για καφέ» έχουμε εκφράσει μία απαίτηση, γιατί θεωρούμε ότι η άρνηση στην πρόσκλησή μας είναι απόρριψη. Αυτό φυσικά είναι αρνητικό και για την σχέση μας και για εμάς τους ίδιους.
Πώς θα επικοινωνήσω πιο αποτελεσματικά;
Για να επικοινωνήσουμε αποτελεσματικά, θα πρέπει να απαλλαγούμε από την κριτική. Θα χρειαστεί να μάθουμε να παρατηρούμε χωρίς να εξάγουμε συμπεράσματα και στην συνέχεια να μεταφέρουμε την παρατήρησή μας χωρίς αυτή να εμπεριέχει αξιολόγηση. Αυτό που βλέπουμε είναι διαφορετικό από την γνώμη που έχουμε για αυτό που βλέπουμε.
Για παράδειγμα, η φράση «είσαι δυνατή» εμπεριέχει την προσωπική μας γνώμη.
Η ακριβής παρατήρηση αυτού που βλέπουμε θα μπορούσε να είναι: «Όταν βλέπω πως ανταπεξέρχεσαι σε αυτές τις δυσκολίες που περνάς, σκέφτομαι ότι είσαι πολύ δυνατή.»
Ακόμη και μία θετική, κατά την γνώμη μας, κρίση, μπορεί να φανεί εμπόδιο στην επικοινωνία, γιατί δεν γνωρίζουμε πώς θα εκλάβει ο άλλος την κρίση μας.
Αν για παράδειγμα η «δύναμη» που υποθέτουμε ότι έχει το άτομο, δεν βιώνεται έτσι από εκείνο ή είναι κουραστική για εκείνο ή έχει ανάγκη για υποστήριξη από τους άλλους, το μήνυμα που εμείς θέλουμε να δώσουμε ως βοηθητικό και δίνουμε με τις καλύτερες προθέσεις, μπορεί να έχει αντίθετα αποτελέσματα.
Μία άλλη δεξιότητα που θα χρειαστεί να αποκτήσουμε είναι η επαφή με τα συναισθήματά μας αλλά και η αποτελεσματική έκφρασή τους.
Όταν θέλουμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας:
Η λέξη νιώθω δεν ακολουθείται από τις λέξεις: ότι, πως, σαν. Για παράδειγμα, «νιώθω ότι έκανες λάθος». Η φράση «έκανες λάθος», υπονοεί μια κρίση που κάνουμε για τον άλλον, όχι ένα συναίσθημα.
Δεν χρησιμοποιούμε προσωπικές αντωνυμίες (σε, τον, την). Για παράδειγμα: σε νιώθω θυμωμένο, το νιώθω άδικο. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν εκφράζεται το πώς νιώθει το πρόσωπο που μιλά για αυτό που παρατηρεί, αλλά αυτό που πιστεύει για τον άλλον ή την κατάσταση.
Δεν χρησιμοποιούμε λέξεις που δεν εκφράζουν συναισθήματα, αλλά σκέψεις ή κρίσεις. Για παράδειγμα: Ο φίλος μου με έστησε στο ραντεβού και αισθάνομαι αγνοημένος. Η λέξη αγνοημένος δεν εκφράζει κάποιο συναίσθημα. Πιθανά συναισθήματα μπορεί να είναι το πλήγωμα, η μοναξιά ή η ανακούφιση. Σε αυτό το παράδειγμα μπορεί να αισθανθούμε μοναξιά αν είχαμε ανάγκη από ανθρώπινη επαφή ή ανακούφιση αν είχαμε ανάγκη να αποσυρθούμε.
Ο στόχος μας λοιπόν θα είναι να ακούσουμε τα συναισθήματα και τις ανάγκες τις δικές μας και του άλλου, χωρίς να επιτεθούμε ή να αμυνθούμε.
Για παράδειγμα, αν πούμε: «ποτέ δεν με καταλαβαίνεις», κάνουμε μία επίθεση στον άλλον.
Η ανάγκη που έχουμε στο εδώ και τώρα είναι να μας καταλάβουν. Δεν το εκφράζουμε αυτό καθαρά και εναποθέτουμε την ευθύνη του εαυτού μας στον άλλο, με πιο πιθανό αποτέλεσμα ο άλλος να μπει κι εκείνος σε θέση επίθεσης ή άμυνας.
Φυσικά, αυτή η συζήτηση δεν είναι πιθανό να έχει θετικά αποτελέσματα, εφόσον θα συνεχιστεί με αλληλοκατηγορίες που θα αφήσουν τα δύο μέρη ανικανοποίητα. Η συζήτηση θα ξεκινούσε με καλύτερες βάσεις αν το άτομο αναλάμβανε την ευθύνη για τα συναισθήματα (πχ ματαίωση) και τις ανάγκες του (πχ κατανόηση) και τα εξέφραζε.
Δηλαδή, πόσο θα διαφορετικά θα πήγαινε η συζήτηση αν εκφραζόμασταν έτσι; «Όταν σε ακούω να λες αυτά, εγώ αισθάνομαι ματαίωση, γιατί έχω ανάγκη για κατανόηση.»
Είναι πολύ σημαντικό να μάθουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για τα συναισθήματά μας. Όπως λέει και ο Επίκτητος, «οι άνθρωποι δεν ταράζονται από τα πράγματα, αλλά από την γνώμη που έχουν για αυτά.»
Έως τώρα, συζητήσαμε για τις προκλήσεις που υπάρχουν στην επικοινωνία αλλά και τους τρόπους επικοινωνίας, που μπορεί να είναι αποξενωτικοί ή αποτελεσματικοί. Μιλήσαμε ακόμα για τα συναισθήματα και το πώς αυτά μπορούν να εκφραστούν ακριβέστερα.
Στη συνέχεια, θα ξεκαθαρίσουμε τι είναι τελικά συναίσθημα και τι όχι. Επιπλέον, θα εξηγήσουμε τι είναι η ενσυναίσθηση και ποια η σημασία της για την αποτελεσματική επικοινωνία.
Τι είναι και τι δεν είναι συναίσθημα
Όπως λέει και ο Επίκτητος τον πρώτο αιώνα μ.Χ., «οι άνθρωποι δεν ταράζονται από τα πράγματα, αλλά από την γνώμη που έχουν για αυτά.». Αυτό δηλαδή που μας λέει ο άλλος μπορεί να είναι το ερέθισμα για το συναίσθημα που βιώνουμε, αλλά όχι η αιτία. Το συναίσθημα είναι το αποτέλεσμα του τρόπου που επιλέγουμε να ακούσουμε αυτό που λέει ο άλλος και των αναγκών ή προσδοκιών μας στο εδώ και τώρα.
Για παράδειγμα, ο θυμός ο οποίος μπορεί να αισθάνομαι δεν προέρχεται από το γεγονός ότι ο σύντροφός μου δεν έπλυνε τα πιάτα ενώ το είχε υποσχεθεί, αλλά πιο πιθανά προέρχεται από την ανάγκη μου για εμπιστοσύνη στο σύντροφό μου και της σκέψης μου ότι δεν παίρνω την προσοχή που θα ήθελα.
Πολλές φορές φυσικά είναι δύσκολο να αναγνωρίζουμε τις ανάγκες και τις επιθυμίες μας καθώς δεν έχουμε μάθει να λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο. Αντίθετα, τείνουμε να τις αγνοούμε για διάφορους πιθανούς λόγους που μπορεί να προέρχονται από τον τρόπο που έχουμε μεγαλώσει, τις εμπειρίες και τις πεποιθήσεις μας ή/και τον κοινωνικό περίγυρο. Το να μάθουμε να ακούμε τον εαυτό μας είναι μία διαδικασία που περιλαμβάνει την παρατήρηση του τι αισθανόμαστε στο σώμα, τι νιώθουμε και τι σκεφτόμαστε. Με αυτόν τον τρόπο γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας και κατά συνέπεια μπορούμε να τον αποδεχτούμε περισσότερο. Όσο πιο πολύ νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας, τόσο περισσότερο αποδεχόμαστε και τους άλλους.
Εφόσον λοιπόν θα έχουμε αναγνωρίσει τα συναισθήματα και τις ανάγκες που έχουμε στο εδώ και τώρα, θα μπορούμε να εκφράσουμε καθαρά το αίτημά μας, το τι ζητάμε δηλαδή από τον άλλον με έναν θετικό τρόπο. Για παράδειγμα, η φράση «θέλω να με εμπιστεύεσαι» δεν είναι ξεκάθαρη. Χρειάζεται να ρωτήσουμε τον άλλον: «Θέλω να με εμπιστευτείς. Τι θα μπορούσα να κάνω για να νιώσεις εμπιστοσύνη μαζί μου;»
Η σημασία της ενσυναίσθησης για μια αποτελεσματική επικοινωνία
Ο στόχος της ενεργητικής ακρόασης του εαυτού και του άλλου είναι να καλυφθούν οι ανάγκες όλων μέσα στην σχέση. Για να το πετύχουμε αυτό, χρειάζεται ακόμη να μάθουμε να ακούμε με ενσυναίσθηση, δηλαδή να ακούμε με σεβασμό αυτό που βιώνει ο άλλος και να του δώσουμε τον χώρο και τον χρόνο να εκφραστεί πλήρως. Κάποιες φορές, υποθέτουμε πως ο άλλος θέλει τις συμβουλές ή την καθοδήγησή μας, ενώ στην πραγματικότητα επιθυμεί απλά να ακουστεί. Αν θέλουμε να τον συμβουλέψουμε, μπορούμε πρώτα να ρωτήσουμε αν αυτό είναι που χρειάζεται. Βοήθεια που δεν ζητιέται γίνεται βάρος. Για να ακούσουμε ενεργητικά, χρειάζεται να εστιάσουμε στα συναισθήματα του άλλου και να κάνουμε ερωτήσεις σχετικά με αυτό που ακούμε για να βεβαιωθούμε ότι το έχουμε κατανοήσει πλήρως.
Παράλληλα, την ίδια ενσυναίσθηση θα δείξουμε πρώτα στον εαυτό μας, εφόσον θα έχουμε ακούσει με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή με σεβασμό και αποδοχή αυτού που βιώνουμε στο εδώ και τώρα. Δηλαδή, όταν κρίνουμε τον εαυτό μας αρνητικά, δεν έχουμε δείξει ενσυναίσθηση σε αυτό που βιώνουμε.
Ο στόχος μας δεν είναι να κινηθούμε από ντροπή ή ενοχή, αλλά από την επιθυμία μας να συνεισφέρουμε στον κόσμο.
Η χρήση της λέξης «πρέπει» υπονοεί ότι δεν έχουμε επιλογή και μπορούμε να την αλλάξουμε με τις λέξεις «επιθυμώ» ή «επιλέγω». Είναι άραγε διαφορετικό να πούμε: «πρέπει να καθαρίσω το σπίτι μου» από το: «θέλω να καθαρίσω το σπίτι μου»; Στην μία περίπτωση, θεωρώ ότι είμαι υποχρεωμένος να προβώ σε μία πράξη και δεν έχω επιλογή, ενώ στην δεύτερη είναι επιλογή μου να το κάνω και αναλαμβάνω την ευθύνη γι’ αυτό.
Επιπλέον, όταν κατηγορούμε, επικρίνουμε ή απαιτούμε, δεν ακούμε τον εαυτό μας και τους άλλους με σεβασμό και συμπόνια και επισκιάζουμε τις δυνατότητές μας. Αντίθετα, όταν εστιάζουμε στην ανάγκη μας, κινούμαστε αυθόρμητα προς τις δημιουργικές δυνατότητες που έχουμε για να τις καλύψουμε. Οι επικρίσεις επισκιάζουν τις δυνατότητες και διαιωνίζουν μία κατάσταση αυτοτιμωρίας. Πόση διαφορά έχει να πούμε: «αρνήθηκα στην φίλη μου να βγούμε έξω. Έχω γίνει αντικοινωνική», όπου επικρίνω τον εαυτό μου, σε σχέση με: «αρνήθηκα στην φίλη μου να βγούμε έξω. Έχω ανάγκη από ξεκούραση»;
Ας φανταστούμε τώρα την περίπτωση που μετανιώνουμε για κάτι. Για να δείξουμε ουσιαστική ενσυναίσθηση στον εαυτό μας, θα χρειαστεί να δούμε ποια ανάγκη πήγε να καλύψει αυτό, για το οποίο τώρα μετανιώνουμε. Θα συναισθανθούμε την πλευρά του εαυτού μας που μετανιώνει για την πράξη αλλά κι εκείνη που έκανε την πράξη. Αν κατηγορήσουμε την μία ή την άλλη πλευρά, θα αισθανθούμε ντροπή για ένα κομμάτι του εαυτού μας, ενώ στόχος της ενεργητικής ακρόασης είναι καταρχήν η πλήρης αποδοχή αυτού που είμαστε.
Συμπερασματικά, θα επικοινωνήσουμε αποτελεσματικότερα, όταν απαλλαγούμε από τις επικρίσεις, τις συγκρίσεις και τις κατηγοριοποιήσεις για εμάς και τους άλλους.
Όταν μάθουμε να εστιάζουμε στις ανάγκες και τις επιθυμίες μας και να τις εκφράζουμε καθαρά, αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τα συναισθήματά μας. Όταν δεν θα λαμβάνουμε την μη συμμόρφωση στις επιθυμίες μας ως απόρριψη, αλλά θα εστιάσουμε στις ανάγκες και τις επιθυμίες του άλλου.
Όταν μάθουμε να ακούμε με σεβασμό και όταν θα ακούμε έχοντας την προσοχή μας πλήρως στραμμένη στο πρόσωπο που μας μιλά. Όταν αποδεχθούμε εμάς και τους άλλους όπως ακριβώς είμαστε και συνδεθούμε μαζί τους μέσα από την αυθεντικότητα των συναισθημάτων και των αναγκών όλων των μερών της σχέσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου