Και το ερώτημα θα γίνει σαφέστερο: «Πρόκειται, βέβαια, για το ίδιο πρόβλημα με το εξής: το καλό του φίλου μας πρέπει να πράττουμε ή το καλό του ενάρετου ανθρώπου;» (1244a 4-6).
Το δίλημμα αν πρέπει να βοηθάει κανείς εκείνον που μπορεί να του φανεί χρήσιμος με μια μελλοντική ανταπόδοση της ευεργεσίας ή τον ενάρετο, που ενδεχομένως αδυνατεί να ανταποδώσει, δίνει την εντύπωση ότι επαναφέρεται το ζήτημα του κατά πόσο οι προτεραιότητες πρέπει να διαμορφώνονται με βάση την ωφέλεια ή την αρετή. Εν τέλει, τίθεται θέμα συμπεριφοράς. Ο προβληματισμός έχει να κάνει με τη συμπεριφορά που πρέπει να κρατηθεί απέναντι στους ανθρώπους θεωρώντας δεδομένη τη συναναστροφή μαζί τους.
Γι’ αυτό και η διευκρίνιση: «Και αν μεν ο φίλος μας είναι και ένας ενάρετος άνθρωπος, δεν υπάρχει θέμα, παρά μόνο αν κανείς υπερτιμήσει τη φιλία και υποτιμήσει την αρετή του άλλου» (1244a 6-8).
Το δεδομένο ότι ο φίλος κατέχει την αρετή (αν βέβαια δεν υπάρξει η πλάνη της υπερεκτίμησής του) διευκολύνει τα πράγματα, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η βοήθεια κρίνεται ανεπιφύλακτη: «Αν, όμως, ο φίλος δεν είναι ενάρετος, αναφύονται πολλά προβλήματα» (1244a 9).
Η αναγνώριση ότι τα προβλήματα ξεκινούν με την προϋπόθεση της έλλειψης της αρετής καθιστά σαφές ότι, εν τέλει, δεν τίθεται θέμα προτεραιοτήτων, αφού η επίγνωση της αρετής διαλύει όλες τις αμφιβολίες καθιστώντας τη βοήθεια αναντίρρητη. Μονάχα η φιλία της χρησιμότητας γεννά αμφιβολίες, οι οποίες σχετίζονται με το μέγεθος της ωφέλειας που μπορεί να εισπραχθεί σε σχέση με τη βοήθεια που ζητείται. Σε τελική ανάλυση, η βοήθεια στο φίλο της χρησιμότητας δε θα μπορούσε παρά να είναι εξίσου χρησιμοθηρική, αφού η ωφέλεια τίθεται ως μοναδικό μέτρο αυτών των σχέσεων.
Το βέβαιο είναι ότι όπως δεν πρέπει κανείς ανεπιφύλακτα να προσφέρει μια τέτοια βοήθεια, έτσι δεν πρέπει και να την αρνείται. Η φιλία αυτού του είδους μπορεί να κρίνεται κατώτερη, αλλά δεν παύει να έχει τη δική της αξία.
Εξάλλου ισχύει και το εξής: «τα έργα δεν πρέπει να αποδίδονται όλα στον πατέρα· υπάρχουν και αυτά που δικαιούται κι η μητέρα, κι ας είναι ανώτερος ο πατέρας. Και στον Δία ακόμα υπάρχουν θυσίες που δεν του τις προσφέρουμε, και τις τιμές δεν τις αποδίδουμε όλες σ’ αυτόν αλλά συγκεκριμένες» (1244a 16-18).
Με άλλα λόγια, όπως η μητέρα, αν και κατώτερη, δικαιούται τις δικές της τιμές, έτσι και ο χρήσιμος, αν και κατώτερος του ενάρετου, δικαιούται επίσης τη δική του προσοχή: «Έτσι, λοιπόν, άλλα είναι που αρμόζουν στο φίλο μας το χρήσιμο και άλλα σ’ έναν άνθρωπο ενάρετο» (1244a 19-20). Η τελική συμπεριφορά διαμορφώνεται με βάση τις αξίες του αναλογικού δικαίου, όπου ο καθένας αξίζει την προσοχή με βάση την αξία του.
Με τον ίδιο τρόπο όμως θα μπορούσε να ισχύει και το αντίστροφο: «Έστω, για παράδειγμα, ότι κάποιος μας δίνει ψωμί και ό,τι χρειαζόμαστε· δε σημαίνει ότι πρέπει να συζήσουμε και μαζί του. Ούτε και με αυτόν που μοιραζόμαστε τη συμβίωση, πρέπει οπωσδήποτε να του ανταποδίδουμε πράγματα που δε μας δίνει αυτός αλλά κάποιος άλλος χρήσιμος» (1244a 20-22).
Το τελικό συμπέρασμα που επιβεβαιώνει ότι πρέπει να αποδίδεται στον καθένα αυτό που πράγματι αξίζει, όσο κι αν δεν αποκλείει τη χρησιμότητα, είναι αδύνατο να αποκρύψει την προτεραιότητα που δίνεται στην αρετή. Στην ουσία ο προβληματισμός για το ζήτημα της βοήθειας του φίλου αποτελεί προέκταση του δεδομένου των διαφόρων ειδών φιλίας που υπάρχουν.
Αποδεχόμενοι ότι υπάρχουν πολλές φιλίες είναι λογικό να υπάρχουν και πολλές εκδοχές βοήθειας προς το φίλο, ανάλογα το είδος της φιλίας που εκφράζεται: «Και όλα όσα λέγονται περί φιλίας και οι ορισμοί που της αποδίδονται, τη φιλία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορούν, πλην όμως όχι την ίδια φιλία. Το “να θέλεις το καλό του φίλου” λέγεται και για τον χρήσιμο και για τον άνθρωπο που μας κάνει το καλό και για εκείνον που είναι αυτό που είναι (δεν το διευκρινίζει ο συγκεκριμένος ορισμός, σε ποιον ακριβώς αναφέρεται)» (1244a 24-28).
Κι όχι μόνο αυτό: «Ακόμα, μπορεί για τον ένα να ποθούμε να έχει ζωή, για τον άλλο να ποθούμε τη ζωή μαζί του· με τον ένα να μοιραζόμαστε την ηδονή, με άλλον τις χαρές και τις λύπες στη ζωή. Όλοι αυτοί οι ορισμοί στη φιλία αναφέρονται, αλλά για την ακρίβεια σε κάποια συγκεκριμένη μορφή της ο καθένας· και δεν υπάρχει ένας ορισμός για μία φιλία» (1244a 29-32).
Όπως δεν υπάρχει ένας ορισμός για τη φιλία, έτσι δεν μπορούν να υπάρξουν τα ίδια μέτρα για όλες τις περιπτώσεις. Ο τρόπος που πρέπει να συμπεριφερθεί κανείς είναι ανάλογος με το είδος της φιλίας που απευθύνεται. Ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Πολλοί είναι οι ορισμοί, και ο καθένας –έτσι το βλέπουμε– καλύπτει μια πλευρά της. Αλλά αυτό δεν ισχύει» (1244a 32-33).
Η τελευταία προσθήκη («αλλά αυτό δεν ισχύει») δεν προτίθεται να αναιρέσει όλα τα παραπάνω διαψεύδοντας τις πεποιθήσεις των περισσότερων ανθρώπων (εξάλλου, αυτό θα αναιρούσε και την αριστοτελική αντίληψη των πολλών εκδοχών της φιλίας), αλλά να καταστήσει σαφές ότι, όσο κι αν υπάρχουν διαφορετικά είδη φιλίας, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως φιλίες όλες οι ανθρώπινες σχέσεις. Το ότι μπορεί κανείς να επιθυμεί το καλό για κάποιον δε σημαίνει ότι υπάρχει κατ’ ανάγκη φιλία (οποιασδήποτε μορφής) ανάμεσά τους, ακόμη κι αν το ενδιαφέρον του ενός για τον άλλο κρίνεται απολύτως ειλικρινές.
Ως απόδειξη αυτού ο Αριστοτέλης θα επικαλεστεί τις σχέσεις του ευεργέτη με τον ευεργετούμενο: «Για παράδειγμα ο ορισμός: φιλία είναι να θέλεις να υπάρχει ο άλλος. Και ο φίλος που είναι ανώτερος και ευεργέτης του άλλου, επίσης θέλει να υπάρχει το έργο του· το ίδιο όμως συμβαίνει και αντίστροφα: και για αυτόν που μας ευεργέτησε θέλουμε την ύπαρξη και του το ανταποδίδουμε, αλλά δε φτάνουμε και στο να επιθυμούμε τη συμβίωση μαζί του, όπως το επιθυμούμε για όποιον μας είναι ηδύς» (1244a 33-37).
Το ότι δεν υπάρχει επιθυμία συμβίωσης δεν αναιρεί τη φιλία, αφού και η φιλία της χρησιμότητας δε συνοδεύεται από την επιθυμία της συμβίωσης. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν παράλογο να οριστεί ως φίλος μονάχα εκείνος που επιθυμούμε τη συμβίωση. Αυτή η φιλία είναι σπάνια και αφορά μονάχα την αρετή.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, όλοι αυτοί οι προβληματισμοί (ασχέτως αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί μαζί τους) δεν μπορούν παρά να ενταχθούν στο ευρύτερο πλαίσιο της διερεύνησης της ανθρώπινης αυτάρκειας. Κι αυτό ακριβώς είναι το πεδίο που θέλει να στρέψει την έρευνα ο Αριστοτέλης: «Τώρα είναι η ώρα να εξετάσουμε τη σχέση αυτάρκειας και φιλίας, και να δούμε πώς συσχετίζεται η λειτουργικότητα της μιας με τη λειτουργικότητα της άλλης» (1244b 1-2).
Στο πλαίσιο αυτής της διερεύνησης θα ξεκινήσει νέος κύκλος ερωτημάτων: «Έστω ότι ένας άνθρωπος είναι απόλυτα αυτάρκης· θα έχει φίλους; Ή μήπως η φιλία προϋποθέτει μιαν έλλειψη, και ο αυτάρκης δεν έχει ανάγκη από φίλους; Μήπως ο άνθρωπος ο αγαθός είναι απόλυτα αυτάρκης; Μήπως ο άνθρωπος της αρετής έχει την ευτυχία, και τότε τι τον θέλει τον φίλο;» (1244b 3-7).
Όμως, η υπόθεση της απόλυτης αυτάρκειας που δε χρειάζεται κανενός είδους συναναστροφή προσομοιάζει περισσότερο στη θεϊκή παρά στην ανθρώπινη φύση: «Ο αυτάρκης δεν έχει ανάγκη ούτε τους χρήσιμους ούτε και τους ηδείς (ευχάριστους). Αλλά και τη συμβίωση με τον άλλο, επίσης δεν την έχει ανάγκη· η παρέα με τον εαυτό του, του είναι υπεραρκετή. Άνετα το βλέπουμε αυτό στο θεό: προφανώς και δεν έχει καμία ανάγκη από τίποτε, άρα ούτε κι από κάτι που κάποια στιγμή μπορεί να του λείψει» (1244b 7-12).
Αποδεχόμενοι ότι είναι αδύνατο να υπάρξει τέτοιος άνθρωπος γίνεται αντιληπτό ότι η πλήρης αυτάρκεια δεν αρμόζει στην ανθρώπινη φύση, ή, αν πρέπει να ειπωθεί αλλιώς, ότι ο άνθρωπος είναι αδύνατο να φτάσει στην ύψιστη ευτυχία της ολοκληρωτικής αυτάρκειας: «Άρα και ο άνθρωπος της ύψιστης ευτυχίας δεν πρόκειται να νιώσει καθόλου την ανάγκη της φιλίας, παρά μόνο στο βαθμό που δεν αντέχεται απ’ τον άνθρωπο η ίδια η αυτάρκεια» (1244b 12-14).
Η απόρριψη του ανθρώπου-θεού σηματοδοτεί και την απόρριψη της απόλυτης (θεϊκής) αυτάρκειας για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι από τη φύση κοινωνικό ον κι όποιος δεν νιώθει την ανάγκη της κοινωνικότητας επιμένοντας να ζει εντελώς μόνος στερείται της ανθρώπινης υπόστασης ως ον ανώτερο ή κατώτερο του ανθρώπου· είναι ή ζώο ή θεός.
Το αδύνατο, όμως, μιας τέτοιας εκδοχής δεν αποκλείει την κατ’ αναλογία προσέγγισή της. Με άλλα λόγια, όσο πιο ευτυχής αισθάνεται κάποιος, τόσο πιο αυτάρκης νιώθει, οπότε τόσο λιγότερους φίλους χρειάζεται: «Υποχρεωτικό συμπέρασμα: όποιος ζει ζωή άριστη, έχει φίλους ελάχιστους, και μάλιστα αυτοί πρέπει να λιγοστεύουν. Και να μη νοιάζεται πια να βρει καινούριους· να αδιαφορεί τόσο για τους χρήσιμους όσο και για κείνους που θα του άρεζε μαζί τους η συμβίωση. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση –όλοι θα το δεχόντουσαν– ο φίλος δεν είναι για χρήση ούτε για ωφέλεια, παρά μόνο για την αρετή» (1244b 15-21).
Σε τελική ανάλυση, η ανάγκη του φίλου ξεκινά μετά την εξασφάλιση της αυτάρκειας: «Διότι όταν δεν μας λείπει τίποτε, τότε αποζητάμε –όλοι μας– τους ανθρώπους που θα μοιραστούμε μαζί τους τις απολαύσεις μας· να τους ευεργετήσουμε μάλλον θέλουμε, παρά να ευεργετηθούμε. Και η κρίση μας είναι πιο καθαρή μες την αυτάρκεια παρά μες στην ανάγκη· αυτάρκεις όντες, ζητούμε και τους φίλους που αξίζει να ζήσουν μαζί μας» (1244b 22-26).
Η εκδοχή που θέλει την αναζήτηση των φίλων ως αποτέλεσμα της αυτάρκειας καταρρίπτει όλους τους σχετικούς προβληματισμούς. Ο άνθρωπος επιζητά τους φίλους όχι για να πετύχει την αυτάρκεια, αλλά για να τη μοιραστεί μαζί τους, χωρίς αυτό να ανατρέπει το δεδομένο ότι μονάχα η πόλη μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο την πληρότητα των αγαθών που έχει ανάγκη.
Ο άνθρωπος ζει σε κοινωνίες για να αποκτήσει αυτάρκεια, κι όταν αυτή επιτευχθεί, στρέφεται και πάλι στους άλλους ανθρώπους για να μοιραστεί-ολοκληρώσει την ευτυχία του. Η θέση της εκ φύσεως κοινωνικότητας όχι μόνο δεν αμφισβητείται, αλλά ενισχύεται.
Η αντίληψη ότι ο άριστος βίος, ως έκφραση της υψηλότερης μορφής αυτάρκειας, επιβάλλει την ολιγοφιλία, δεν αφορά την υπονόμευση της συντροφικότητας, αλλά την αυστηρή επιλεκτικότητα που πρεσβεύει η αρετή. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη τη συντροφικότητα του χρήσιμου και οι υψηλές του απαιτήσεις αξιώνουν και την αντίστοιχη ποιότητα του ευχάριστου. Οι άνθρωποι που θα τον πλαισιώσουν θα εκπληρώνουν τις προϋποθέσεις που του αρμόζουν, οι οποίες αναγκαστικά θα ορίζονται από τις επιταγές της αρετής.
Εξάλλου, η ευτέλεια της χρησιμοθηρικής φιλίας ενδέχεται να φτάσει σε τέτοιο σημείο που τα πράγματα να θεωρούνται πολυτιμότερα από το φίλο: «Ορισμένοι φίλοι αδικούν το φίλο τους· η αιτία είναι ότι αγαπούν τα πράγματα πιο πολύ από το φίλο τους που τα κατέχει. Οπότε τον αγαπάνε με τον τρόπο που διαλέγουν το ένα ή το άλλο κρασί ως πιο ηδύ, ή όπως διαλέγουν τον πλούτο για τη χρησιμότητά του: απλώς δηλαδή ο ένας φίλος τους είναι πιο χρήσιμος από τον άλλο» (1244a 37-41).
Αυτού του είδους οι φιλίες εκφυλίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις καταδεικνύοντας ότι η εκδοχή της άκρατης χρησιμότητας μπορεί να μετατρέψει τους ανθρώπους σε πράγματα. Ο ενάρετος δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Έχοντας επίγνωση της σπανιότητας στις φιλίες της αρετής προτιμά τις λίγες συναναστροφές.
Όμως, αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη θεϊκή αυτάρκεια της απόλυτης μοναξιάς. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με άρνηση της φύσης του.
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου