25 Αυγούστου. Μεγάλη, πολύ πικρή χρονολογία στο ημερολόγιο τής καρδιάς μου. Όπου κι αν βρίσκουμε, τη μέρα αυτή την αφιερώνω ολάκερη σ’ έναν άνθρωπο πού πολύ αγάπησα στη ζωή μου. Στο Νίτσε.
Σά σήμερα, πριν από 39 χρόνια, πέθανε. Και τώρα, πρωί πρωί πού σεριανούσα σ’ ένα πάρκο στον όχτο του Τάμεση, ήρθε ο ίσκιος του μέσα στον, ·υγρόν αγέρα τής ’Αγγλίας και διάνεψε απάνω στην καταπράσινη χλόη.
Ποτέ ή παρουσία τού υπερήφανου αύτού Ευρωπαίου, πού δέ χωρούσε στά σύνορα τής πατρίδας του καί τόσο περιφρονοΰσε τούς «Φιλισταίους» συμπατριώτες του, δέν ήταν, τόσο έπίκαιρη κι άπαραίτήτη. Γιατί κανένας δέν είχε νιώσει μέ τόσο γενναιόκαρδο πάθος τήν άνάγκη νά μετατοπιστούν τά πολεμικά ένστιχτα τοΰ ανθρώπου σέ υψηλότερη άπύ τά έθνη παλαίστρα.
Καθίσαμε σ’ ενα φτωχικό παγκάκι, κάτω άπο μιά χινοπωριάτικη κιτρινισμένη καστανιά, καί δέν τολμούσα νά γυρίσω καταπάνω του το πρόσωπό μου, άπο το φόβο μήν Αγριέψει καί φύγει.
Βαριά ή στιγμή πού περνά ό κόσμος, κατάφορτη άπ’ όλα τά δώρα τού πονηρού. Ό Νίτσε πού έσπειρε τύν έπικίντυνο σπόρο τοΰ Υπεράνθρωπου, πέρα άπό το καλό. καί το κακό, πέρα άπό τήν ηθική, τή φιλανθρωπία καί τήν ειρήνη, πώς θά ’βλεπε τώρα, μέ τί διονυσιακήν άνατριχίλα, τά κόκκινα άστάχυα· πού φύτρωξαν;
Ρίχνεις το σπόρο πού τον έθρεψες μέ το αίμα σου καί μέ τά δάκρυα, κι ·αυτός φεύγει από σένα, άνεξάρτητος πεινασμένος οργανισμός, και δέν· μπορεί πιά νά τον άνακαλέσεις πίσω. Γιατί σίγουρα, τώρα μονάχα — πολύ άργά— το νιώθεις, δέν είναι ο σπόρος αύτος δικός σου. Τον έμπιστεύτηκε στά σπλάχνα σου μιά δύναμη πολύ σκληρότερη, πολύ πιο άπάνθρωπη κι άπο τον πιο σκληρό κι άπάνθρωπο στοχασμό σου.
Εμείς είμαστε μονάχα οί θηλυκές καρδιές, κι ένας φοβερές Αόρατος Δράκος είναι δ άντρας καί σπέρνει.
Καί, για νά πληθύνει Ακόμα πιο πολύ το μυστήριο, ο πιο άγριος σπόρος διαλέγει συχνά τίς πιο ήμερες κι ευαίσθητες καρδιές νά καταφύγει.
Τέτοια ήταν ή καρδιά σου, ω Μεγαλομάρτυρα πατέρα τού-Υπεράνθρωπου.
Είδα ζεστές άκόμα τις στάλες το αίμα σου σέ ολους τούς, ανήφορους τού ύψηλου σου μαρτύριου. Στο χωριο πού γεννήθηκες ένα πρωί πού έβρεχε γύριζα μέσα στήν ομίχλη ολομόναχος τα στενά χορταριασμένα σοκάκια καί σέ ζητούσα.
“Υστερα, εκεΐ κοντά, στη μικρή πολιτεία μέ το μεγάλα γοτθικο ναό, ζήτησα το σπίτι τής μάνας σου, όπου συχνά, ατούς μεγάλους πυρετούς, έτρεχες νά γαληνέψεις, ξαναγινόμένος παιδί της.
Κι ύστερα οί θεικοί δρόμοι στ’ Ακρογιάλια τής Γένοβας, όπου τόσο χάρηκες τή θάλασσα, τή γλύκα τ ούρανοΰ, τούς ταπεινούς Ανθρώπους, τήν αλαφράδα τού άγέρα.
Ζοΰσες τόσο πράος, φτωχός, χαμογελαστός πού οί γυναικούλες τής γειτονιάς σου σέ ονομάτισαν άγιο. Κι έκανες σχέδια, θυμάσαι, ν’ αρχίσεις μιά ζωή άπλή καί γαλήνια: «Νά ’μαι ανεξάρτητος, χωρίς νά πειράζει η ανεξαρτησία μου κανένα. Νά “χω μιά γλυκομίλητη κρυφή ύπερηφάνια. Νά κοιμούμαι αλαφριά, νά μήν πίνώ πιοτά, νά έτοιμάζω μόνος μου το φτωχικό μου φαί, νά μήν έχω τρανούς φίλους, νά μή βλέπω γυναίκες, νά μή διαβάζω έφημερίδες, νά μή θέλω αξιώματα, νά συναναστρέφουμαι μονάχα τούς πιο έκλεχτούς. Κι αν δέ βρίσκω πολύ έκλεχτούς, τότε τον άπλο λαό!»
Στήν Έγκαντίν, μέσα στο χειμωνιάτικον ήλιο, ένα Γενάρη, μέ τί συγκίνηση έρευνουσα Ανάμεσα Σίλς- Μαρία καί Σιλβαπλάνα νά βρώ το βράχο τον πυραμιδωτό, όπου σέ πρωτοβάρεσε τ’ όραμα τού αίώνιου Γυρισμού! Καί φώναξες, σπώντας σέ θρήνο: «Καί τέτοια πικρή, Αβάσταχτη ώς είναι ή ζωή μου, βλογημένη νά ναι, κι Ας έρθει κι ας ξάνάρθει άρίφνητες φορές!» Γιατί δοκίμαζες τή δριμύτατη χαβά τού ήρωα, πού φαντάζει γιά τις μικρές ψυχές μαρτύριο: Νά βλέπεις τήν άβυσσο μπροστά σου, νά προχωρείς καί νά μήν καταδέχεσαι νά πισωδρομήσεις.
Τά βουνά τρογύρα άχνιζαν, γαλάζια μέσα στον ήλιο, άπο· μακριά άκουσα βουή κι είδα ένα χιονόβουνο νά λιώνει καί νά γκρεμίζεται καί θυμήθηκα τί σοΰ ’γράφε ό φίλος σου: «Στά βιβλία σου μέσα θαρρώ πώς άκούω τή μακρινή βουή άπο τά νερά πού γκρεμίζουνται.»
Κι οταν έμπαινα στη Σίλς-Μαρία, τήν ώρα πού περνούσα το μικρο γιοφύρι μέ το φτωχικο δίπλα του κοιμητήρι, στράφηκα, γλυκά Ανατριχιάζοντας, δεξά μου – γιατί όπως έσύ ένιωσες ξαφνικά στο πλευρό σου το Ζαρατούστρα, όμοια κι έγώ είδα, κοιτώντας χάμω τον ίσκιο μου, «ο ένας νά γίνεται δυό καί σύ νά περπατάς στο πλάι μου.»
Ολη σου ή άθληση, Μεγαλομάρτυρα, ανεβαίνει σήμερα: πάλι στο νου μου.
Νέος, φλέγόμενος, άναρωτώντας όλους τούς ήρωες, γιά νά διαλέξεις ένα γυμναστή τής καρδιάς σου, νά τή δαμάσει καί ν’ άλαφρώσει άπό τή σφοδρότητα του έρωτα, συνάντησες μιά μέρα το Σοπενάουερ, το βραχμάνο του Βορρά.
Καθίζοντας στά πόδια του, άποκάλυψες το ηρωικό κι ανέλπιδο όραμα τής ζωής: Ό κόσμος είναι δημιούργημα δικό μου- όλα όσα ξεκρίνω, όρατά κι αόρατα, είναι όνειρο πλάνο. Μιά θέληση μονάχα ύπάρχει, τυφλή, χωρίς άρχή καί τέλος, χωρίς σκοπό, άδιάφορη, μήτε λογική μήτε παράλογη, άλογη, τεράστια. Στριμωγμένη σέ τόπο καί χρόνο, θρύβεται σέ αναρίθμητες μορφές” τις έξαφανίζει, δημιουργάει νέες καί τις συντρίβει πάλι, κι έτσι αιώνια. Νά’πώς ο αύτοσπαραγμός τής βούλησης καταντά αβάσταχτος, ακατάλυτος πόνος. Πρόοδο, δέν ύπάρχει, λογικό δέν κυβερνάει τή μοίρα, οί αφηρημένες έννοιες, οί θρησκείες, οί ηθικές, είναι άνάξιες παρηγοριές γιά τούς ανίδεους καί τούς δειλούς. Ο δυνατός πού ξέρει αντικρίζει γαλήνια τήν άσκοπη φαντασμαγορία του κόσμου καί χαίρεται αναλύοντας κι αποσυνθέτοντας το παρδαλό εφήμερο μαγνάδι τής Μάγιας.
Οτι είχε ο Νίτσε ψυχανεμιστεί, όργανώνεται τώρα σέ αύστηρή σφιχτοδεμένη θεωρία) υψώνεται σέ δραμα ήρωικό: Ο ποιητής, ο φιλόσοφος κι ο πολεμιστής πού’ παλεύανε μέσα στήν καρδιά του Νίτσε, άδελφώνουνται. Ό νεαρός Ασκητής στή μοναξιά, στή μουσίική, στους μακρινούς περιπάτους του χαίρεται κάμποσο καιρό εύτυχία.
Μια μέρα πού τον επιασε ή καταιγίδα στό βουνό έγραψε:
«Τί μέ νοιάζουν έμένα τα ηθικά παραγγέλματα; Κάμε τούτο, μήν κάνεις εκείνο. Πόσο διαφορετικιά είναι ή αστραπή, ή καταιγίδα, τό χαλάζι! Λεύτερες δυνάμες, χωρίς ήθικολογίες. Πόσο είναι εύτυχισμένες, ρωμαλέες οί δυνάμες τούτες πού ο στοχασμός δέν τϊς ταράζει!»
Μιά στιγμή ένθουσιάστηκε γιά τήν πατρίδα του πού μεγάλωνε δυνατή. Μά γρήγορα δ Σοπενάουερ τόν ξαναφέρνει στή βουδική αταραξία. «Τά δράματα τού ανθρώπου είναι μάταια αντιφεγγίσματα πού περνούν απάνω άπό τό σκοτεινό πέλαγο.»
Ξεχείλιζε ήρωική πίκρα, πού τή φώτιζε μονάχα ή Αγάπη τής τέχνης, ή ψυχή τού Νίτσε,. όταν μιά μέρα, στόν άνθό τής νιότης του, Αντίκρισε το μοιραϊον Αντρα, τό δεύτερό του ύστερα άπό τό Σοπενάουερ’ οδηγητή, πού τού χάρισε τή δριμύτερη χαρά τής ζωής του: τόν Βάγνερ.
Μεγάλη στιγμή. Ό Νίτσε είκοσι πέντε χρονών, καιγόμενος, σιωπηλός, μέ τούς ήσυχους γλυκούς του τρόπους, μέ τά βαθουλωμένα καί βίαια μάτια” ο Βάγνερ πενήντα εννιά χρονών, στήν κορφή τής δύναμής του, γιομάτος όνείρατα καί πράξη, μιά φυσική δύναμη πού ξεσπούσε Απάνω στά κεφάλια τών νέων. «Ελάτε, τούς φώναζε, είμαι ο κληρονόμος τού Λούθηρου, τού Κάντ, τού Σοπενάουερ, τού Μπετόβεν. Βοηθήστε με. θέλω ένα θέατρο, οπου νά δημιουργώ Λεύτερα- δώσετέ μου το! θέλω ένα λαό πού νά μέ καταλαβαίνει’ γενεΐτε σείς ο λαός μου! Βοηθήστε με, εχετε χρέος. Κι έγώ θά σάς δοξάσω.»
Ή τέχνη είναι ή μόνη λύτρωση. “Οσοι δεν πιστεύουν πιά στά παλιά ψέματα, μονάχα στήν τέχνη μπορούν ακόμα νά βρουν παρηγοριά καί καταφύγιο, μονάχα μέ τήν τέχνη θά φτάσει ή κοινωνία στήν ύψηλή της ισορρόπηση. «Ή τέχνη, εγραφε δ Βάγνερ στο βασιλιά Λουδοβίκο, παρουσιάζοντας τή ζωή σάν παιχνίδι, μετουσιώνει σέ εικόνες ώραϊες τίς τρομερώτερές της όψες κι έτσι μάς έξυψώνει καί μάς παρηγοράει !»
Ό Νίτσε αφουκράζεται, κάνει σάρκα κι αίμα τά λόγια, τοΰ δασκάλου, μάχεται στο πλευρό του. Ρίχνει τή ματιά του στους προσωκρατικούς φιλόσοφους, καί ξαφνικά άνατινάζεται μπροστά του μιά ήρωική μεγάλη εποχή, γιομάτη αιφνίδιες άναλαμπές, τρομαχτικούς θρύλους, στοχασμούς τραγικούς, ψυχές δυνατές πού σκέπαζαν τήν άβυσσο μέ μύθους-γελαστούς καί τή νικούσαν. Δέν ήταν πιά ή Ελλάδα, οπως ειδυλλιακά μάς τή ζωγράφισαν, οί δασκάλοι, ισορροπημένη, άμέριμνη, πού άντίκριζε μέ άπλοική χαμογελαστή γαλήνη τή ζωή καί το θάνατο. Ή γαλήνη τούτη ήρθε στο τέλος, στάθηκε καρπός ένός φλογερού δέντρου, όταν το δέντρο πιά άρχίνισε νά μαραίνεται. Πριν άπό τή γαλήνη αύτή βογκούσε στά στήθη τής Ελλάδας το χάος, η μεγάλη πίκρα, η άντρίκια βουλή. “Ενας άχαλίνωτος θεός, ο Διόνυσος, οδηγούσε τούς άλλόφρενους χορούς άντρες καί γυναίκες στά βουνά καί στις σπηλιές κι όλη ή Ελλάδα χόρευε σά μαινάδα.
Μέ τον πυρετό τής τραγικής σοφίας ο Νίτσε μάχεται νά συναρμολογήσει τ’ οραμά του. Ό Άπόλλωνας κι ο Διόνυσος είναι το ίερό ζευγάρι πού γεννάει τήν τραγωδία. ‘Ο Άπόλλωνας ονειρεύεται καί θεάται σέ γαληνές μορφές τήν αρμονία καί τήν όραιότητα τού κόσμου. Μέσα στή φουρτουνιασμένη θάλασσα τά φαινόμενα, οχυρωμένος στήν άτομικότητά του, στέκεται γαλήνιος καί σίγουρος, άκίνητος, καί. χαίρεται το τρικύμισμα τού ονείρου. Το βλέμμα του είναι – ολο φώς’ κι οταν άκόμα τόν κυριεύει άγανάχτηση ή θλίψη, δέ συντρίβει τη θεϊκιά ισορροπία της ώραιότητας.
Ο Διόνυσος συντρίβει τήν άτομικότητα, χιμάει στή θάλασσα τά φαινόμενα κι άκολουθάει τούς φοβερούς κυματισμούς της. ‘Άνθρωποι καί θεριά άδερφώνουνται, ο θάνατος είναι κι αύτός ένα άπό τά προσωπεία τής ζωής, τό παρδαλό μαγνάδι τής πλάνης ξεσκίζεται κι άγγίζουμε στήθος μέ στήθος τήν άλήθεια: “Ολοι είμαστε ένα“. “Ολοι είμαστε θεός“.
Οί “Ελληνες, όχυρωμένοι στο κάστρο του ’Απόλλωνα, άγωνιζουνταν οπήν άρχή νά σηκώσουν φράχτη στις άκράτητες τοΰτες διονυσιακές δυνάμες, πού ερχουνταν άπ’ ολους τούς δρόμους τής στεριάς καί τής θάλασσας καί χιμούσαν στήν Ελλάδα. Μά δέν μπόρεσαν ολοκληρωτικά νά δαμάσουν τό Διόνυσο. Πάλεψαν οί δυό θεοί, κανένας δέν έβαλε τόν άλλον κάτω, συμφιλιώθηκαν, δημιούργησαν τήν τραγωδία.
Τά διονυσιακά οργια άλάφρωσαν άπό τό χτήνος καί λάμψαν πιά κάτω άπό τή συγκρατημένη γλύκα του δνείρου. “Ενας όμως άπόμεινε πάντα ο ήρωας τής τραγωδίας, ένας καί μόνος: ο Διόνυσος. Ολοι οί ήρωες κι οί ήρωίδες τής τραγωδίας είναι μάσκες μονάχα του θεοϋ — χαμόγελα καί δάκρυα πού λάμπουνε γαληνεμένα στήν άπολλώνια χάρη.
Μά ή Ελληνική τραγωδία άπότομα εξαφανίστηκε- ή λογική άνάλυση τή σκότωσε. Ό Σωκράτης μέ τή διαλεχτική του σκότωσε τήν άπολλώνια επισκόπηση καί τή διονυσιακή μέθη. Ή τραγωδία πιά στόν Εύριπίδη καταντάει πάθος άνθρώπινο, ρητορεία, σοφιστικό κήρυγμα πού προπαγαντίζει νέες ίδέες. Χάνει τήν τραγική της ούσία. Πεθαίνει.
Μά ή διονυσιακή μέθη έπιζεϊ καί διαιωνίζεται στά μυστήρια καί στις μεγάλες έκστατικές στιγμές τοδ άνθρώπου. “Αραγε θά μπορέσει πάλι νά ντυθεί τή θεϊκή σάρκα τής τέχνης; ‘Ο Σωκρατισμός, δηλαδή ή Επιστήμη, θά κρατούν πάντα τό Διόνυσο στά δεσμά; μήπως, τώρα πού τό άνθρώπινο λογικό άναγνωρίζει, μέ τόν Κάντ, τά οριά του, θα προβάλει νέος πολιτισμός μέ’ σύμβολο τό Σωκράτη πού μαθαίνει, επιτέλους, μουσική;
“Ως τώρα τό ιδανικό τού πολιτισμού μας ήταν ο Αλεξανδρινός σοφός, πού κατά βάθος είναι βιβλιοθηκάριος καί τυπογράφος καί χαλνάει τά μάτια του στά σκονισμένα βιβλία καί στά όρθογραφικά παροράματα… Μά ή κορόνα άρχίζει καί τρεκλίζει στό κεφάλι τής Επιστήμης. Ολοένα ξυπνάει τό διονυσιακό πνέμα. Ή γερμανική μουσική, άπό τόν Μπάχ ίσαμε τόν Βάγνερ, διαλαλεΐ τόν έρχομό του. Νέος «τραγικός πολιτισμός» άνατέλνει άναγεννιέται ή Τραγωδία.
Ό κόσμος ο πλανερός, ή σκοτεινή ερημία του Σοπενάουερ, πώς μεταμορφώνεσαι! Πώς στροβιλίζουνται όλα τά νεκρά κι άκίνητα μέσα στό στρόβιλο τής γερμανικής μουσικής!
«Ναί, φίλοι μου, άνακράζει ο νεαρός προφήτης, πιστεύετε; καθώς πιστεύω κι εγώ, στή διονυσιακή ζωή καί στήν αναγέννηση τής διονυσιακής τραγωδίας! Πέρασε ή έποχή του Σωκράτη! Πάρτε τό θύρσο στά χέρια σας, στεφανωθείτε μέ κισσό, τολμήσετε νά γίνετε άνθρωποι τραγικοί, ετοιμαστείτε γιά μεγάλους άγώνες κι έχετε πίστη στό θεό σας, τό Διόνυσο!»
Τέτοιες κοσμογονικές έλπίδες στήριξε ο Νίτσε στό εργο του Βάγνερ. Ό νέος τραγικός πολιτισμός θ’ άναπηδήσει άπό τή Γερμανία, ο νέος Αισχύλος είναι μπροστά μας, ζει· μάχεται, δημιουργάει, ζητάει τή βοήθειά μας.
Οί προφητείες όμως τούτες δέ βρίσκουν άντίλαλο, οί σοφοί τις περιφρονοΰν, οί νέοι δέ συγκινούνται. Ό Νίτσε πικραίνεται, άμφιβολίες γεννιούνται μέσα του, άρχίζει καί ρωτάει. Είναι δυνατόν ο σημερινός άνθρωπος νά έξευγνιστεί; Πέφτει άρρωστος, καί στό Πανεπιστήμιο οί μαθητές του τόν παρατούν.
Σπαραχτική άγωνία. Ό ποιητής μέσα του σκεπάζει τήν άβυσσο μέ τ’ άνθη τής τέχνης’ μά ο φιλόσοφος μέσα του ζητάει νά μάθει μέ κάθε θυσία, περιφρονώντας κάθε παρηγοριά, κι αύτή άκόμα τήν τέχνη. Ο πρώτος δημιουργάει κι Ανακουφίζεται ο δεύτερος αναλύει, αποσυνθέτει, απελπίζεται. Ό κριτικός νους γκρεμίζει τα είδωλα.
Τι αξίαν έχει η τέχνη του Βάγνερ; ρωτάει. Είναι χωρίς μορφή, χωρίς πίστη, λαχανιασμένη, όλο ρητορεία, χωρίς ιερή μέθη κι ευγένεια. Άπαράλλαχτη σαν τήν τέχνη τοΰ Εύριπίδη. Είναι καλή για τις ύστερικές γυναίκες, γιά τούς θεατρίνους, για τούς άρρωστους. Ό ήμίθεος τοΰ Νίτσε κατάντησε τώρα θεατρίνος. Τόν γέλασε. Δεν κράτησε τό λόγο του. Τώρα δουλεύει χριστιανικά θέματα, γράφει τόν Πάρσιφαλ. Νικήθηκε ο ήρωας, σωριάστηκε στα πόδια του σταυροϋ. Αυτός πού μας ύποσχέθηκε νά δημιουργήσει νέους μύθους καί νά ζέψει στο διονυσιακό Αρμα του τή λιοπάρδαλη τή λογική.
Ή τέχνη, Αναφωνεί τώρα o Νίτσε, σκεπάζει μέ ώραΐες εικόνες τή φριχτή Αλήθεια. Είναι λοιπόν παρηγοριά γιά τούς δειλούς. ’Εμείς Ας βρούμε τήν Αλήθεια, κι ας χαθεί ο κόσμος!
Τούτη είναι ή νέα, αντίθετη μέ τήν πρώτη, κραυγή του Νίτσε. Ό κριτικός μέσα του νίκησε τόν ποιητή η αλήθεια, τήν ομορφιά. Μά κι ο Σοπενάουερ πιά δέν ικανοποιεί τις θεριεμένες ανάγκες τοΰ νοϋ του’ ή ζωή δέν είναι μονάχα θέληση νά ζεΐς’ είναι κάτι έντονώτερο: θέληση νά κυριαρχείς t Δέ χορταίνει ή ζωή νά συντηριέται μονάχα’ θέλει ν’ απλώνεται καί νά καταχτάει.
Ή τέχνη δέν είναι πιά ο σκοπός τής ζωής, μά μικρή άνάπαψη μέσα στόν Αγώνα. Πιό πάνω Από τήν ποίηση στέκεται ή γνώση, μεγαλύτερος Από τόν Αισχύλο είναι ο Σωκράτης, Ανώτερη Από τήν πιό λαμπερή καί γόνιμη ψευτιά είναι ή άλήθεια, ας είναι καί θανατερή.
Σπαράζεται. Γυρίζει Αρρωστος από τόπο σέ τόπο — ή ζέστη τόν παραλυοΰσε, ο Ανεμος τόν ξενεύριζε, τό χιόνι τοϋ πλήγωνε τά μάτια. Δέν μποροϋσε νά κοιμηθεί κι επαιρνε ύπνωτικά, ζοΰσε φτωχός, χωρίς ανεση, σέ αθέρμαστες κάμαρες. Μά ο Αρρωστος, ελεγε μέ ύπερηφάνια, δέν εχει δικαίωμα νά καταριέται τή ζωή. Μέσα από τούς πόνους του ανέβαινε λαγαρός, ανένδοτος, ο ύμνος στή χαρά καί στήν ύγεία.
Νιώθει μέσα, του να ώριμάζει καί να τού τρώει τά σωθικά ενας μεγάλος σπόρος. Μιά μέρα πού περπατούσε στήν ’Εγκαντίν, στάθηκε ξαφνικά έντρομος. Ό καιρός, συλλογίστηκε, είναι άπειρος’ ή ύλη είναι ορισμένη. ’Αναγκαστικά λοιπόν θά ’ρθει πάλι στιγμή πού όλοι τούτοι οί συνδυασμοί τής ύλης θά ξαναγεννηθούν οί ίδιοι, οί άπαράλλαχτοι. Υστερα από άπειρες χιλιάδες χρόνια, ένας άνθρωπος σαν καί μένα, έγώ ό ίδιος, θά σταθώ πάλι στό βράχο τούτον τόν ίδιο καί θά ξανάβρω τήν ίδια ιδέα. Κι όχι μονάχα μιά φορά, άναρίθμητες φορές έγινε αυτό κι αναρίθμητες φορές θά ξαναγίνει. Καμιά λοιπόν έλπίδα τό μελλούμενο νά ’ναι καλύτερο, καμιά σωτηρία’ πάντα οί ίδιοι, άπαράλλαχτοι, θά στρουφογυρίζουμε στόν τροχό τού καιρού. Καί τά πιό εφήμερα καταντούν έτσι αιώνια, κι ή πιό ασήμαντη πράξη μας παίρνει άνυπολόγιστη πιά σημασία.
Ό Νίτσε βυθίστηκε σ’ έναγώνια έκσταση. Ό πόνος του λοιπόν δέν έχει τελειωμό κι ό πόνος τοΰ κόσμου είναι αγιάτρευτος. “Ομως, άπό άσκητικήν υπερηφάνια, δέχουνταν μέ χαρά τό μαρτύριο.
Νέο έργο πρέπει νά δημιουργηθεΐ, νά κηρύξει στήν ανθρωπότητα τό νέο Εύαγγέλιο. Μέ ποια μορφή; Φιλοσοφικό σύστημα; Όχι, ή σκέψη του πρέπει νά ξεχυθεί λυρικά. Επος; Προφητείες; Αξαφνα ή μορφή τοΰ Ζαρατούστρα άστραψε στό μυαλό του.
Σέ τέτοια χαρά κι αγωνία τόν βρήκε η Λοΰ Σαλωμέ!
Ή φλέγόμενη Σλάβα μέ τό κοφτερό, ολο έρεθισμό καί περιέργεια μυαλό, που έσκυβε, Μεγαλομάρτυρα, σιωπώντας καί σέ άκουγε. ’Εσύ τής έδινες σπάταλα τήν ψυχήν σου κι αύτή τή στράγγιζε καί χαμογελούσε άκόρέστη. Πόσα χρόνια είχες ν’ άνοίξεις μέ τόση έμπιστοσύνη τήν καρδιά σου, νά χαρεΐς τή συγκίνηση, τήν ταραχή καί τή γονιμότητα πού μας προκαλούν οί γυναίκες καί νά νιώσεις, κάτω άπό τή βαριά πολεμική σου πανοπλία, τή μαλακή καρδιά σου νά λιώνει! Μπήκες τό βράδυ εκείνο στό άσκητικό κελί σου και γιά πρώτη φορά άνάσανες μέσα στόν αγέρα τής ζωής σου τό γυναικείο άρωμα.
Καί σέ ακολούθησε ο γλυκύτατος σκιρτημός στά βουνά όπου κατέφυγες, καί πρόσμενες μέ ταραχή, ώ ’Ασκητή, τό γράμμα τής γυναίκας. Μια μέρα σοΰ έστειλε όχτώ στίχους, κι ή καρδιά σου χτύπησε σάν είκοσι χρόνων καί τούς φώναζες δυνατά κάτω άπό τά έρημα έλατα:
Αχ, ποιός μπορεί σάν τόν άδράξεις νά γλιτώσει ποτέ και τή βαθιά ματιά σου νά ξεχάσει;
Νά, μέ άδραξες και πια δε θέλω νά ξεφύγω, τι δέν μπορείς εσυ μονάχα νά γκρεμίζεις!
Το ξέρω, ζεις σε όλα τά πλάσματα του κόσμου και τίποτα στη γης αυτή δέ σου ξεφεύγει.
Χωρίς εσένα πόσο η ζωή θα ‘ταν ώραία! κι όμως πόσο καλό νά ζήσουμε και σένα!»
Κι εύτύς ύστερα οι θανάσιμες μέρες τού χωρισμού. ‘Η γυναίκα σέ τρόμαξε σά νά ’σουνα δάσος νυχτερινό καί δέν είδε στό σκοτάδι του τό μικρό Θεό μέ τό δάχτυλο στό στόμα νά τής χαμογελάει. Καί ξανάρχισε τό μαρτύριό σου μέσα στήν άρρώστια, στην έγκατάλειψη καί στή σιωπή.
“Ενιωθες πώς ήσουν δέντρο πού έσπαζε άπό τό βάρος τού καρπού καί λαχταρούσες τά χέρια νά ’ρθοΰν νά σέ τρυγήσουν’ στεκόσουνα’ στήν άκρα τοΰ “δρόμου, άγνάντευες κάτω στίς πολιτείες των ανθρώπων, μά κανένας δέν ερχόταν.
“Αχ ή μοναξιά, συλλογίζουσουν, κι ο χωρισμός άπό τόν άνθρωπο πού άγαπάς! Όχι, ποτέ, ποτέ νά μήν ξαναζήσω τις ώρες τούτες! Πρέπει ν’ ανοίξω μιά θύρα σωτηρίας στον κλειστό κύκλο τού αιώνιου Γυρισμού!
Γράφει τόν Ζαρατούστρα, καινούρια έλπίδα Αστραψε στό νού του, ο νέος σπόρος: ο Υπεράνθρωπος. Αύτός είναι ο σκοπός τής Γης, αύτός κρατάει τή λύτρωση. Αύτός είναι ή Απόκριση στό παλιό του ρώτημα: Μπορεί ο σημερινός άνθρωπος νά εξευγενιστεί;
Ναί, μπορεί! Κι οχι άπό τό Χριστό, οπως κηρύχνει τώρα στό νέο του έργο ό Βάγνερ, παρά άπό τόν άνθρωπο τόν ‘ίδιο, άπό τΙς άρετές καί τούς άγώνες μιας καινούριας Αριστοκρατίας. ‘Ο άνθρωπος μπορεί νά γεννήσει τόν Υπεράνθρωπο. Αυτός είναι ό σκοπός τής ζωής, ή πηγή τής ενέργειας, ο Λυτρωτής. Ο αιώνιος Γυρισμός έπνιγε τόν Νίτσέ’ ό “Υπεράνθρωπος είναι ή νέα χίμαιρα πού θά ξορκίσει τή φρίκη τής ζωής” όχι ή τέχνη πιά, παρά ή ένέργεια.
Ό αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς έλπίδα’ ό Υπεράνθρωπος είναι μιά μεγάλη έλπίδα’ πώς μπορούν τά δυό αύτά άντικρουόμενα δράματα ν’ άρμονιστοΰν;
Ή ψυχή τοΰ Νίτσε άπό τότε πιά φτεροκοπάει στόν γκρεμό τής παραφροσύνης. ‘Ο Ζαρατούστρας απομένει μονάχα μια Κραυγή. Κι ο Νίτσε παρατάει μισερωμένο το τραγικό τούτο ποίημα καί μάχεται τώρα επιστημονικά ν’ αποδείξει πώς ή ουσία τής ζωής είναι: η βούληση κυριαρχίας.
Ή Εύρώπη χάνεται καί πρέπει νά υποβληθεί στήν αυστηρή δίαιτα τών αρχηγών. Η ήθική πού σήμερα κυριαρχεί είναι έργο σκλάβων’ είναι συνωμοσία πού οργάνωσαν οί αδύνατοι καί τό κοπάδι ένάντια στό δυνατό καί στόν τσοπάνη. Οί σκλάβοι αναποδογύρισαν μέ συφεροντολόγα πονηριά τις αξίες: κακός είναι, κήρυξαν, ο δυνατός, ό δημιουργός’ καλός είναι ο άρρωστος κι ο ήλίθιος. Δέν Αντέχουν στόν πόνο” κατάντησαν φιλάνθρωποι χριστιανοί καί σοσιαλιστές. Μονάχα ο Υπεράνθρωπος, σκληρός στόν έαυτό του, μπορεί νά χαράξει καινούριες εντολές καί νά δώσει στις μάζες σκοπούς καινούριους.
Ποιοι είναι αύτοί οί σκοποί, ποιά ή όργάνωση τών έκλεχτών καί τοΰ πλήθους, ποιός ο ρόλος τοΰ πολέμου στή νέα τούτη τραγική περίοδο τής Ευρώπης; — νά τά προβλήματα πού ταράζουν τά τελευταία φωτεινά χρόνια τοΰ Νίτσε. Δέν μπορεί ν’ Απαντήσει, μπροστά άπό τή φοβερή πλημμύρα πού ανεβαίνει ή καρδιά του δειλιάζει, μέσα στήν ανικανότητα τούτη καί τήν άγων ία άρχίζει νά κατρακυλάει το μυαλό του.
Ξαναρίχνεται στα παλιά του διονυσιακά τραγούδια καί μέ πικρότατο προαίσθημα τραγουδάει το κύκνειό του:
«Ο ήλιος βασιλεύει’ — σε λίγο πια, θα ξεδιψάσεις,— φλέγόμενη καρδιά μου! — ‘Ο άγέρας άρχίζει νά δροσερεύει’ —νιώθω τις αναπνοές απο άγνωστα στόματα,—τό μέγα κρύο κατεβαίνει!
“Ο άγέρας είναι ήσυχος κι άγνός‘’—δέ μου ’ρίξε μιά λόξη ματιά —και γοητευτική — ή νύχτα τούτη; Βάστα δυνατά, ώ γενναία καρδιά μον ! Μη ρωτάς τό γιατί, — ώ δειλινό της ζωής μου! — Ό ήλιος βασιλεύει’
Γρήγορα πλάκωσε τό σκοτάδι στο νου του- βάσταξε έντεκα χρόνια, ίσαμε τό θάνατο. Κάποτε έπαιρνε ενα βιβλίο· στά χέρια του καί ρωτούσε τήν άδερφή του: «Δέν εγραψα κι εγώ ώραΐα βιβλία;» Κι όταν τού έδειξαν τήν εικόνα τού Βάγνερ, είπε: «Αύτόν, τον άγάπησα πολύ!»
Στράφηκα’ στό παγκάκι τού έγγλέζικου πάρκου, δίπλα μου κάθουνταν άκόμα άχνός, συμμαζεμένος, ό ίσκιος. Δυό άεροπλάνα πέρασαν μουγκρίζοντας άπο πάνω μας’ δέ σήκωσε τά μάτια νά τά δει’ κοίταζε χάμω τά πεσμένα κίτρινα φύλλα, τής καστανιάς κι ετρεμε σά νά τουρτούριζε.
“Ενας μικρός έφημεριδοπώλης πέρασε διαλαλώντας καινούρια μηνύματα πολέμου: Στή Μόσχα ύπογράφτηκε ή γερμανοσοβιετική συνθήκη, κι άν ύπήρχε άκόμα κανένα φώς στον ούρανό, χάθηκε…
Ό Τσιγκισχάνος φορούσε ενα σιδερένιο δαχτυλίδι κι απάνω του ήταν χαραγμένες δυό λέξες: «Ραστί -Ρουστί», Δύναμη-Δίκιο. Ή έποχή μας φόρεσε τό σιδερένιο τούτο δαχτυλίδι.
Ποιος ήταν πού διαλάλησε πώς ή ούσία τής ζωής είναι ή λαχτάρα ν’ άπλωθεΐ καί νά κυριαρχήσει καί πώς μονάχα ή δύναμη είναι άξια νά ’χει δικαιώματα; Ποιος προφήτεψε τον Υπεράνθρωπο; Ό Υπεράνθρωπος έφτασε, κι ο προφήτης του, ζαρωμένος, μάχεται νά κρυφτεί κάτω από ένα χινοπωριάτικο δέντρο.
Πρώτη φορά σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια πού γιορτάζω στή μοναξιά μου τά μνημόσυνα τού μαρτυρικού προφήτη, ένιωσα γι’ αύτόν μιά τόσο τραγική συμπόνια. Γιατί πρώτη φορά είδα τόσο φανερά πώς είμαστε καλάμια στά χείλια κάποιου αόρατου Τσοπάνη καί παίζουμε ότι σκοπό μάς φυσήξει.
Κοίταζα τά βαθουλωμένα μάτια, τό άπόγκρεμνο μέτωπο, τά κρεμάμενα μουστάκια:
—’ Ήρθε ο Υπεράνθρωπος… τοΰ μουρμούρισα. Αύτό ήθελες;
’Μαζώχτηκε άκόμα πιό πολύ, σά θεριό πού κυνηγούν και κρύβεται ή σά θεριό έτοιμο νά χιμήξει. Κι άκούστηκε άπό τόν άλλον όχτο ή φωνή του· περήφανη καί πεισματωμένη:
— Αύτό!
Ένιωθα πώς ή καρδιά του σπαράζουνταν νά τό μολοήσει.
— Έσπειρες, καί τώρα κοίταξε τό θερισμό·. Σου άρέσει;
Κι άκούστηκε άπό τόν άλλον όχτο μιά άπελπισμένη, σπαραχτική κραυγή:
— Μου άρέσει!
“Οταν σηκώθηκα άπό τό παγκάκι τοΰ πάρκου, μόνος πιά, νά φύγω, ένα βομβαρδιστικό αεροπλάνο περνούσε μουγκρίζοντας απάνω άπό τήν πολιτεία. Τό αεροπλάνο, πού τό φαντάστηκε ο Λεονάρδος σαν αγαθό τεχνητό πουλί νά -κουβαλά άπό τ’ αψηλά κορφοβούνια χιόνι τό καλοκαίρι καί νά τό σκορπίζει στις πολιτείες νά δροσίζουνται, περνούσε τώρα φορτωμένο μπόμπες…
— Ομοια πετούν, είπα, έχοντας πάντα τό λογισμό μου στον ειρηνικό προφήτη τού πολέμου, όμοια πετουν άπό τό νου του ανθρώπου οι στοχασμοί σαν κορυδαλλοί τά ξημερώματα, καί μόλις τούς χτυπήσει ό δριμύς αγέρας τής αυγής μεταμορφώνουνται σέ άγρια σαρκοβόρα όρνια.
Φωνάζει ο δύστυχος πατέρας καί διαμαρτύρεται άπελπισμένος: «Δέν ήθελα αυτό. Δέν ήθελα αυτό!» μά τα όρνια περνούν άπάνω από το κεφάλι του στρηνιάζοντας, σά νά τον προγκούνε.
Νίκου Καζαντζάκη, Ταξιδεύοντας Αγγλία
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου