Σε όλη την ιστορία, πολυάριθμοι στοχαστές, προφήτες και απλοί άνθρωποι όρισαν την ευτυχία και όχι την ίδια τη ζωή ως υπέρτατο αγαθό. Στην αρχαία Ελλάδα, ο φιλόσοφος Επίκουρος εξηγούσε ότι η λατρεία των θεών είναι χαμένος χρόνος, ότι δεν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο και ότι η ευτυχία είναι ο μοναδικός σκοπός της ζωής.
Οι περισσότεροι άνθρωποι στην αρχαιότητα απέρριπταν τον επικουρισμό, ο οποίος όμως σήμερα αποτελεί καθιερωμένη άποψη. Ο σκεπτικισμός απέναντι στη ζωή μετά το θάνατο δεν κάνει την ανθρωπότητα να αναζητά μόνο την αθανασία, αλλά και την επίγεια ευτυχία. Γιατί ποιος θα ήθελε να ζήσει για πάντα σε μια αιώνια δυστυχία;
Για τον Επίκουρο, η επιδίωξη της ευτυχίας ήταν μια προσωπική αναζήτηση. Αντίθετα, οι σύγχρονοι στοχαστές τη θεωρούν συνήθως συλλογικό εγχείρημα. Χωρίς κυβερνητικό σχεδίασμά, οικονομικούς πόρους και επιστημονική έρευνα, οι άνθρωποι δεν θα φτάσουν μακριά στην αναζήτηση της ευτυχίας. Αν η χώρα σας διαλύεται από πολέμους, αν η οικονομία βρίσκεται σε κρίση και η φροντίδα υγείας είναι ανύπαρκτη, το πιθανότερο είναι να είστε δυστυχισμένοι.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο βρετανός φιλόσοφος Τζέρεμι Μπένθαμ δήλωνε ότι το υπέρτατο καλό είναι «η μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία για τον μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων» και κατέληγε στο ότι ο μοναδικός άξιος λόγου στόχος του κράτους, της αγοράς και της επιστημονικής κοινότητας είναι η αύξηση της ανθρώπινης ευτυχίας. Οι πολιτικοί πρέπει να κάνουν ειρήνη, οι επιχειρηματίες να καλλιεργούν την ευμάρεια και οι σοφοί να μελετούν τη φύση – όχι για τη δόξα του βασιλιά, της χώρας ή του Θεού, αλλά έτσι ώστε εσείς κι εγώ να μπορούμε να ζήσουμε μια πιο ευτυχισμένη ζωή.
Κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα, μολονότι πολλοί υποστήριζαν στα λόγια το όραμα του Μπένθαμ, κυβερνήσεις, εταιρίες και εργαστήρια έστιαζαν σε πιο άμεσους και ξεκάθαρους στόχους. Οι χώρες μετρούσαν την επιτυχία τους με βάση την έκταση της επικράτειάς τους, την αύξηση του πληθυσμού τους και την αύξηση του ΑΕΠ τους – όχι με βάση την ευτυχία των κατοίκων τους. Βιομηχανοποιημένες χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ιαπωνία θέσπισαν γιγαντιαία συστήματα εκπαίδευσης, υγείας και πρόνοιας, ωστόσο τα συστήματα αυτά είχαν στόχο κυρίως να ενισχύσουν τη χώρα και όχι να διασφαλίσουν την ατομική ευημερία.
Ιδρύθηκαν σχολεία για να παράγουν καταρτισμένους και πειθήνιους πολίτες που θα υπηρετούσαν πιστά τη χώρα. Στα δεκαοχτώ τους, οι νέοι δεν αρκούσε να είναι πατριώτες· έπρεπε να είναι και εγγράμματοι, ώστε να μπορούν να διαβάσουν τις διαταγές του ταξιάρχου και να μπορούν να καταρτίσουν τα αυριανά σχέδια μάχης. Έπρεπε να ξέρουν μαθηματικά για να μπορούν να υπολογίσουν την τροχιά ενός βλήματος ή να σπάσουν τον μυστικό κώδικα του εχθρού. Έπρεπε να κατανοούν στοιχειωδώς την ηλεκτρολογία, τη μηχανική και την ιατρική για να μπορούν να χρησιμοποιούν ασυρμάτους, να οδηγούν άρματα μάχης και να φροντίζουν τους τραυματισμένους συμπολεμιστές. Όταν απολύονταν από το στρατό, έπρεπε να υπηρετήσουν τη χώρα ως υπάλληλοι, δάσκαλοι και μηχανικοί, οικοδομώντας μια σύγχρονη οικονομία και πληρώνοντας πολλούς φόρους.
Το ίδιο ίσχυε και για το σύστημα δημόσιας υγείας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία άρχισαν να παρέχουν δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για τις μάζες. Χρηματοδοτούσαν τους εμβολιασμούς για τα νήπια, την ισορροπημένη διατροφή για τα παιδιά και τη σωματική αγωγή για τους εφήβους. Αποξήραιναν μολυσματικούς βάλτους, εξολόθρευαν κουνούπια και κατασκεύαζαν κεντρικά συστήματα αποχέτευσης. Ο στόχος δεν ήταν να κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους, αλλά να κάνουν ισχυρότερο το έθνος. Η χώρα χρειαζόταν ρωμαλέους στρατιώτες και εργάτες, υγιείς γυναίκες που θα μπορούσαν να γεννήσουν κι άλλους στρατιώτες και εργάτες, και γραφειοκράτες που στις 8 ακριβώς θα βρίσκονταν στο γραφείο τους, όχι άρρωστοι στο σπίτι.
Ακόμα και το σύστημα πρόνοιας είχε αρχικά σχεδιαστεί για το συμφέρον του κράτους, όχι για τις ανάγκες των ατόμων. Όταν ο Ότο φον Μπίσμαρκ εισήγαγε τις κρατικές συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση στη Γερμανία, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο κύριος στόχος του ήταν να διασφαλίσει την αφοσίωση των πολιτών, όχι να αυξήσει την ευημερία τους. Πολεμούσες για τη χώρα σου στα δεκαοχτώ σου και πλήρωνες τους φόρους σου στα σαράντα, γιατί υπολόγιζες ότι το κράτος θα σε φροντίσει στα εβδομήντα σου.
Το 1776, οι Πατέρες του Έθνους των Ηνωμένων Πολιτειών θέσπισαν το δικαίωμα στην επιδίωξη της ευτυχίας ως ένα από τα τρία αναπαλλοτρίωτα ανθρώπινα δικαιώματα, μαζί με το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στην ελευθερία. Έχει σημασία, ωστόσο, ότι η αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας κατοχύρωνε το δικαίωμα στην επιδίωξη της ευτυχίας, όχι στην ίδια την ευτυχία.
Είναι σημαντικό ότι ο Τόμας Τζέφερσον δεν κατέστησε το κράτος υπεύθυνο για την ευτυχία των πολιτών του. Αντίθετα, ο σκοπός του ήταν μόνο να περιορίσει την εξουσία του κράτους. Η κεντρική ιδέα ήταν να εξασφαλιστεί για τα άτομα μια ιδιωτική σφαίρα επιλογών, απαλλαγμένη από την κρατική επιτήρηση. Αν νομίζω ότι θα είμαι πιο ευτυχισμένος αν παντρευτώ τον Τζον αντί για τη Μέρι, αν μένω στο Σαν Φρανσίσκο αντί για το Σολτ Λέικ Σίτι κι αν δουλεύω σε μπαρ αντί σε φάρμα γαλακτοκομίας, είναι δικαίωμά μου να επιδιώξω την ευτυχία με τον δικό μου τρόπο, και το κράτος δεν πρέπει να παρέμβει, ακόμα κι αν η επιλογή μου είναι λανθασμένη.
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες οι όροι έχουν αντιστραφεί και το όραμα του Μπένθαμ αντιμετωπίζεται πολύ πιο σοβαρά. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι τα κολοσσιαία συστήματα που δημιουργήθηκαν πριν από περισσότερο από έναν αιώνα για να ενισχύσουν το έθνος, θα έπρεπε στην πραγματικότητα να υπηρετούν την ευτυχία και την ευημερία των μεμονωμένων πολιτών. Δεν είμαστε εδώ για να υπηρετούμε το κράτος – εκείνο είναι εδώ για να υπηρετεί εμάς.
Το δικαίωμα στην επιδίωξη της ευτυχίας, που αρχικά το είχαν φανταστεί σαν έναν περιορισμό στην κρατική εξουσία, έχει μορφοποιηθεί ανεπαίσθητα στο δικαίωμα στην ευτυχία – σαν οι άνθρωποι να έχουν το φυσικό δικαίωμα να είναι ευτυχισμένοι και οτιδήποτε μας δυσαρεστεί να αποτελεί παραβίαση αυτού του θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος μας, οπότε το κράτος θα πρέπει να κάνει κάτι.
Στον 20ό αιώνα, το κατά κεφαλή ΑΕΠ ήταν ίσως το υπέρτατο μέτρο για την αξιολόγηση της εθνικής επιτυχίας. Από αυτή τη σκοπιά, η Σιγκαπούρη, που κάθε πολίτης της παράγει κατά μέσο όρο αγαθά και υπηρεσίες που αντιστοιχούν σε 56.000 δολάρια ετησίως, είναι πιο επιτυχημένη χώρα από την Κόστα Ρίκα, της οποίας οι πολίτες παράγουν μόνο 14.000 δολάρια ετησίως. Σήμερα όμως, στοχαστές, πολιτικοί, ακόμα και οικονομολόγοι, ζητούν την αντικατάσταση του ΑΕΠ με την ΑΕΕ – ακαθάριστη εθνική ευτυχία.
Στο κάτω κάτω, τι θέλουν οι άνθρωποι; Δεν θέλουν να παράγουν. Θέλουν να είναι ευτυχισμένοι. Η παραγωγή είναι σημαντική γιατί προσφέρει την υλική βάση για την ευτυχία. Αλλά είναι μόνο το μέσο, όχι ο σκοπός. Στη μια έρευνα μετά την άλλη, οι κάτοικοι της Κόστα Ρίκα αναφέρουν πολύ υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή απ’ ό,τι οι κάτοικοι της Σιγκαπούρης. Τι θα προτιμούσατε να είστε, ένας πολύ παραγωγικός αλλά ανικανοποίητος Σιγκαπουριανός ή ένας λιγότερο παραγωγικός αλλά ικανοποιημένος Κοσταρικανός;
Αυτή η λογική θα μπορούσε να κάνει την ανθρωπότητα να θέσει την ευτυχία ως δεύτερο στόχο της για τον 21ο αιώνα. Με μια πρώτη ματιά, αυτό το σχέδιο μπορεί να φαίνεται σχετικά εύκολο. Αν ο λιμός, οι επιδημίες και οι πόλεμοι κοντεύουν να εξαφανιστούν, αν η ανθρωπότητα ζει μια πρωτοφανή ειρήνη και ευμάρεια, αν το προσδόκιμο ζωής αυξηθεί θεαματικά, όλα αυτά σίγουρα θα κάνουν τους ανθρώπους ευτυχισμένους, έτσι δεν είναι;
Όχι. Όταν ο Επίκουρος όριζε την ευτυχία ως υπέρτατο αγαθό, προειδοποιούσε τους μαθητές του ότι, για να γίνουν ευτυχισμένοι, χρειάζεται πολλή δουλειά. Τα υλικά επιτεύγματα από μόνα τους δεν μας ικανοποιούν για πολύ. Μάλιστα, το τυφλό κυνήγι του χρήματος, της δόξας και της απόλαυσης θα μας κάνει δυστυχισμένους. Ο Επίκουρος συνιστούσε, για παράδειγμα, να τρώει και να πίνει κανείς με μέτρο και να συγκρατεί τις σεξουαλικές του ορέξεις. Μακροπρόθεσμα, μια βαθιά φιλία θα μας δώσει περισσότερη ικανοποίηση απ’ ό,τι ένα ξέφρενο όργιο. Ο Επίκουρος σκιαγράφησε μια ολόκληρη ηθική με πράγματα που πρέπει και που δεν πρέπει να κάνουμε για να οδηγήσει τους ανθρώπους στο δύσκολο μονοπάτι της ευτυχίας.
Όπως φαίνεται, ο Επίκουρος είχε καταλάβει κάτι σημαντικό. Η ευτυχία δεν έρχεται εύκολα. Παρά τα πρωτοφανή μας επιτεύγματα στις τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι καθόλου προφανές ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι είναι σημαντικά πιο ικανοποιημένοι από τους προγόνους τους στο παρελθόν. Μάλιστα, υπάρχει το δυσοίωνο σημάδι ότι, παρά την αυξημένη ευμάρεια, άνεση και ασφάλεια, τα ποσοστά αυτοκτονιών στον ανεπτυγμένο κόσμο είναι επίσης πολύ υψηλότερα σε σχέση με τις παραδοσιακές κοινωνίες.
Στο Περού, την Αϊτή, τις Φιλιππίνες και τη Γκάνα -αναπτυσσόμενες χώρες που μαστίζονται από φτώχεια και πολιτική αστάθεια- αυτοκτονούν κάθε χρόνο λιγότεροι από πέντε ανθρώπους στις 100.000. Σε πλούσιες και ειρηνικές χώρες πως η Ελβετία, η Γαλλία, η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία, αφαιρούν τη ζωή τους ετησίως πάνω από δέκα άτομα στις 100.000. Το 1985, η Νότια Κορέα ήταν μια σχετικά φτωχή χώρα, με αυστηρές παραδόσεις κι ένα αυταρχικό καθεστώς. Σήμερα η χώρα αυτή είναι ηγετική οικονομική δύναμη, οι πολίτες της έχουν ένα από τα υψηλότερα επίπεδα μόρφωσης στον κόσμο και απολαμβάνει ένα σταθερό και σχετικά φιλελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς. Ωστόσο, ενώ το 1985 αυτοκτονούσαν περίπου εννέα Νοτιοκορεάτες στις 100.000, σήμερα το ετήσιο ποσοστό αυτοκτονιών είναι 36 στις 100.000.
Φυσικά, υπάρχουν και αντίθετες και πολύ πιο ενθαρρυντικές τάσεις. Έτσι, η δραστική μείωση της παιδικής θνησιμότητας έχει σίγουρα αυξήσει την ανθρώπινη ευτυχία, αποζημιώνοντας εν μέρει τους ανθρώπους για το άγχος της σύγχρονης ζωής. Εντούτοις, ακόμα κι αν είμαστε λίγο πιο ευτυχισμένοι από τους προγόνους μας, η αύξηση της ευημερίας μας είναι πολύ μικρότερη απ’ όσο θα μπορούσαμε να περιμένουμε. Στη Λίθινη Εποχή, ο μέσος άνθρωπος είχε στη διάθεσή του περίπου 4.000 θερμίδες ενέργειας κάθε μέρα. Σε αυτές δεν περιλαμβανόταν μόνο η τροφή, αλλά και η ενέργεια που επενδυόταν για τη δημιουργία εργαλείων, ένδυσης, τέχνης και φωτιάς.
Σήμερα, ο μέσος Αμερικανός χρησιμοποιεί 228.000 θερμίδες ενέργειας καθημερινά, όχι μόνο για να γεμίσει το στομάχι του, αλλά και το αυτοκίνητο, τον υπολογιστή, το ψυγείο και την τηλεόρασή του. Ο μέσος Αμερικανός χρησιμοποιεί εξήντα φορές περισσότερη ενέργεια από τον μέσο τροφοσυλλέκτη της Λίθινης Εποχής. Είναι, άραγε, και εξήντα φορές πιο ευτυχισμένος; Καλό θα ήταν να αντιμετωπίζουμε τέτοιες ρόδινες απόψεις με κάποιο σκεπτικισμό.
Κι ακόμα κι αν έχουμε ξεπεράσει πολλές από τις δυστυχίες τού χτες, η θετική απόκτηση ευτυχίας μπορεί να είναι κάτι πολύ πιο δύσκολο από την απλή κατάργηση της οδύνης. Το μόνο που χρειαζόταν για να χαρεί ένας πεινασμένος χωρικός του Μεσαίωνα ήταν ένα κομμάτι ψωμί. Πώς να φέρεις τη χαρά σε έναν βαριεστημένο, καλοπληρωμένο και παραταϊσμένο μηχανικό;
Το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα ήταν μια χρυσή εποχή για τις ΗΠΑ. Η νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια η ακόμα πιο αποφασιστική νίκη στον Ψυχρό Πόλεμο τη μετέτρεψαν στη μεγαλύτερη παγκόσμια υπερδύναμη. Από το 1950 ώς το 2000, το αμερικανικό ΑΕΠ αυξήθηκε από τα 2 τρισεκατομμύρια δολάρια στα 12. Το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα διπλασιάστηκε.
Το πρόσφατα επινοημένο αντισυλληπτικό χάπι έκανε το σεξ πιο ελεύθερο από ποτέ. Γυναίκες, ομοφυλόφιλοι, Αφροαμερικανοί και άλλες μειονότητες εξασφάλισαν επιτέλους ένα μεγαλύτερο κομμάτι από την αμερικανική πίτα. Μια πλημμύρα από φτηνά αυτοκίνητα, ψυγεία, κλιματιστικά, ηλεκτρικές σκούπες, πλυντήρια πιάτων, πλυντήρια ρούχων, τηλέφωνα, τηλεοράσεις και υπολογιστές έκανε αγνώριστη την καθημερινή ζωή. Ωστόσο, μελέτες έχουν δείξει ότι τα υποκειμενικά επίπεδα ευημερίας των Αμερικανών στη δεκαετία του 1990 παρέμεναν στα ίδια περίπου επίπεδα με τη δεκαετία του 1950.34
Στην Ιαπωνία, το μέσο πραγματικό εισόδημα πολλαπλασιάστηκε επί πέντε από το 1958 μέχρι το 1987, σε μια από τις περιπτώσεις ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης στην ιστορία. Ο αντίκτυπος που είχε αυτή η χιονοστιβάδα πλούτου, μαζί με τις αμέτρητες θετικές και αρνητικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και τις κοινωνικές σχέσεις, στα υποκειμενικά επίπεδα ευημερίας των Ιαπώνων ήταν εντυπωσιακά μικρός. Οι Ιάπωνες στη δεκαετία του 1990 ήταν το ίδιο ικανοποιημένοι -ή δυσάρεστημένοι- με τη δεκαετία του 1950.
Φαίνεται ότι η ευτυχία μάς κοντράρει σε κάποια μυστηριώδη γυάλινη οροφή που δεν της επιτρέπει να αυξηθεί, παρά τα άνευ προηγουμένου επιτεύγματά μας. Ακόμα κι αν εξασφαλίσουμε δωρεάν τροφή για όλους, θεραπεύσουμε όλες τις ασθένειες και διασφαλίσουμε την παγκόσμια ειρήνη, η γυάλινη αυτή οροφή δεν είναι βέβαιο ότι θα σπάσει. Η επίτευξη της πραγματικής ευτυχίας δεν θα είναι πολύ ευκολότερη από το ξεπέρασμα των γηρατειών και του θανάτου.
Η γυάλινη οροφή της ευτυχίας στηρίζεται σε δύο γερούς πυλώνες, έναν ψυχολογικό κι έναν βιολογικό.
Στο ψυχολογικό επίπεδο, η ευτυχία εξαρτάται από τις προσδοκίες και όχι από τις αντικειμενικές συνθήκες.
Δεν ευχαριστιόμαστε επειδή ζούμε μια ειρηνική και πλούσια ζωή. Αντίθετα, ευχαριστιόμαστε όταν η πραγματικότητα ταιριάζει με τις προσδοκίες μας. Το άσχημο είναι πως, όσο βελτιώνονται οι συνθήκες, αυξάνονται και οι προσδοκίες. Μια εντυπωσιακή βελτίωση των συνθηκών, όπως αυτή που έχει βιώσει η ανθρωπότητα τις τελευταίες δεκαετίες, μεταφράζεται σε υψηλότερες προσδοκίες και όχι μεγαλύτερη ικανοποίηση. Αν δεν κάνουμε κάτι γι’ αυτό, μπορεί και τα μελλοντικά μας επιτεύγματα να μας αφήσουν με την ίδια έλλειψη ικανοποίησης.
Σε βιολογικό επίπεδο, τόσο οι προσδοκίες μας όσο και η ευτυχία μας καθορίζονται από τη βιοχημεία μας και όχι από την οικονομική, κοινωνική ή πολιτική κατάσταση.
Σύμφωνα με τον Επίκουρο, νιώθουμε ευτυχισμένοι όταν βιώνουμε ευχάριστες αισθήσεις και είμαστε απαλλαγμένοι από τις δυσάρεστες. Με παρόμοιο τρόπο, ο Τζέρεμι Μπένθαμ υποστήριζε ότι η φύση έδωσε στον άνθρωπο δύο αφέντες -την απόλαυση και τον πόνο-, κι αυτοί είναι οι μόνοι που καθορίζουν ό,τι κάνουμε, λέμε και σκεφτόμαστε. Ο διάδοχος του Μπένθαμ, ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, εξήγησε ότι η ευτυχία δεν είναι παρά απόλαυση και απουσία πόνου και ότι πέρα από την απόλαυση και τον πόνο δεν υπάρχει καλό και κακό. Όποιος προσπαθεί να συναγάγει το καλό και το κακό από κάτι άλλο (όπως ο λόγος του Θεού ή το εθνικό συμφέρον) σας κοροϊδεύει, όπως ίσως και τον εαυτό του.
Στην εποχή του Επίκουρου, κάτι τέτοιο θα ήταν βλασφημία. Στην εποχή του Μπένθαμ και του Μιλ, ήταν μια ριζική ανατροπή. Αλλά στις αρχές του 21ου αιώνα, είναι η επιστημονική ορθοδοξία. Σύμφωνα με τις επιστήμες της ζωής, η ευτυχία και η οδύνη δεν είναι τίποτα άλλο παρά διαφορετικές ισορροπίες σωματικών αισθήσεων. Δεν αντιδρούμε στα συμβάντα του εξωτερικού κόσμου, αλλά στις αισθήσεις μέσα στο σώμα μας. Κανείς δεν υποφέρει επειδή έχασε τη δουλειά του, επειδή χώρισε ή επειδή η κυβέρνηση ξεκίνησε έναν πόλεμο.
Το μόνο πράγμα που κάνει τους ανθρώπους δυστυχισμένους είναι οι δυσάρεστες αισθήσεις στο σώμα τους. Το να χάσει κανείς τη δουλειά του μπορεί σίγουρα να είναι αιτία κατάθλιψης, αλλά η ίδια η κατάθλιψη είναι ένα είδος δυσάρεστης σωματικής αίσθησης. Χίλια πράγματα μπορεί να μας θυμώσουν, αλλά ο θυμός δεν είναι κάτι αφηρημένο. Εμφανίζεται πάντα σαν μια αίσθηση ζέστης και έντασης στο σώμα, και αυτό είναι που κάνει το θυμό τόσο εξοργιστικό. Δεν λέμε τυχαία ότι «βράζουμε» από θυμό.
Αντίστροφα, η επιστήμη λέει ότι κανείς ποτέ δεν έγινε ευτυχισμένος επειδή πήρε μια προαγωγή, επειδή κέρδισε το λαχείο ή έστω επειδή βρήκε την αληθινή αγάπη. Οι άνθρωποι γίνονται ευτυχισμένοι από ένα και μόνο πράγμα – τις ευχάριστες αισθήσεις στο σώμα τους. ….
Ισχύει και το αντίθετο. Αν μόλις απολυθήκατε (ή χάσατε έναν αποφασιστικής σημασίας ποδοσφαιρικό αγώνα), αλλά δεν βιώνετε δυσάρεστες αισθήσεις (ίσως επειδή έχετε πάρει κάποιο χάπι), μπορεί να συνεχίζετε να αισθάνεστε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.
Το κακό είναι ότι οι ευχάριστες αισθήσεις σύντομα υποχωρούν και αργά ή γρήγορα μετατρέπονται σε δυσάρεστες… Αν θέλω να νιώσω ξανά αυτές τις υπέροχες αισθήσεις, πρέπει να πάρω κι άλλη προαγωγή. Και μετά κι άλλη. Κι αν δεν πάρω προαγωγή, μπορεί τελικά να καταλήξω πολύ πιο πικραμένος και θυμωμένος απ’ ό,τι αν είχα παραμείνει ένα ταπεινό πιόνι.
Για όλα αυτά φταίει η εξέλιξη. Για αμέτρητες γενιές, το βιοχημικό μας σύστημα έχει προσαρμοστεί έτσι ώστε να αυξάνει τις πιθανότητές μας για επιβίωση και αναπαραγωγή, όχι την ευτυχία μας. Το βιοχημικό σύστημα ανταμείβει τις πράξεις που ευνοούν την επιβίωση και την αναπαραγωγή με ευχάριστες αισθήσεις. Αλλά πρόκειται απλώς για εφήμερα διαφημιστικά κόλπα. Παλεύουμε για να αποκτήσουμε τροφή και ερωτικούς συντρόφους, για να αποφύγουμε τη δυσάρεστη αίσθηση της πείνας και για να απολαύσουμε ευχάριστες γεύσεις και υπέροχους οργασμούς. Αλλά οι ευχάριστες γεύσεις και οι υπέροχοι οργασμοί δεν κρατάνε για πολύ, κι αν θέλουμε να τα ξανανιώσουμε, πρέπει να ψάξουμε για περισσότερη τροφή και συντρόφους.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου