Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

Ο Αριστοτέλης για την «προαίρεσιν»: μια πρώιμη σύλληψη της αυτονομίας.

Η ανθρώπινη αυτονομία είναι μια έννοια – κλειδί στη σύγχρονη ηθική φιλοσοφία. Προϋποθέτει την ελευθερία που έχουμε ως έλλογα όντα να αποφασίζουμε και να πράττουμε σύμφωνα με τις επιθυμίες μας. Στη νεότερη εποχή, ο Ιμμάνουελ Καντ ήταν ο φιλόσοφος εκείνος ο οποίος υπογράμμισε ιδιαιτέρως την ανθρώπινη αυτονομία και αναγνώρισε τον ουσιαστικό ρόλο που παίζει στο να αποφασίζει το δρων υποκείμενο και να πράττει σύμφωνα με το καθήκον. Βεβαίως, ο Καντ, τον 18ο αιώνα, έχει μια σαφώς αναπτυγμένη και επεξεργασμένη σύλληψη της ανθρώπινης αυτονομίας. Κάτι τέτοιο μας οδηγεί στο να εγείρουμε την αναπόφευκτη ερώτηση εάν μια τέτοια ή μια παρόμοια σύλληψη της ανθρώπινης αυτονομίας υπήρχε πολύ πριν ο Καντ αναπτύξει τη δική του και, ακόμα περισσότερο, εάν μια κατά τι παρόμοια σύλληψη υπήρχε στην αρχαιότητα, στον 5ο και στον 4ο αι. και εξής, όταν η πλατωνική, η αριστοτελική και οι ελληνιστικές ηθικές θεωρίες ευρίσκονταν στην ακμή τους. Εάν, επομένως, μελετήσουμε τα κείμενα, θα αντιληφθούμε ότι ο Αριστοτέλης έχει μια παρεμφερή έννοια της αυτονομίας η οποία κατά κάποιον τρόπο προφητεύει και προαναγγέλλει τη σύλληψη της αυτονομίας η οποία επρόκειτο να αναπτυχθεί στη νεώτερη εποχή. Η έννοια αυτή είναι η «προαίρεσις».

Η λέξη «προαίρεσις, -εως» προέρχεται από το ρήμα «προαιρέομαι, -ούμαι» το οποίο σημαίνει «επιλέγω». Ο Ιωάννης Σταματάκος στο Λεξικὸν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης μας δίνει τις ακόλουθες σημασίες για τη λέξη «προαίρεσις».

1. Προαίρεσις: η προτίμησις πράγματος τινος έναντι άλλου, η κατόπιν σκέψεως εκλογή· πρόθεσις, σκοπός· απόφασις.

2. Προαίρεσις βίου: ο σκοπός της ζωής ή η πορεία την οποία ακολουθεί τις εις την ζωήν του.

3. Προαίρεσις πολιτείας: τρόπος διακυβερνήσεως ή είδος πολιτεύματος· ωσ. ο τρόπος του πολιτεύεσθαι και ενεργείν εν πολιτεία, «η πολιτική» εκάστου.[1]

'Οπως αντιλαμβανόμαστε, η λέξη «προαίρεσις» έχει ένα ευρύ φάσμα σημασιών που είναι όλες κεντρικές στις διάφορες ηθικές θεωρίες. Ακόμα πιο κεντρική είναι η σημασία της στην ηθική θεωρία του Αριστοτέλη. Να υπενθυμίσουμε, η προαίρεσις είναι το βασικό καθοριστικό χαρακτηριστικό της αρετής, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Γράφει χαρακτηριστικά:

Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ἓξις προαιρετικὴ, ἐν μεσότητι οὖσα τῇ πρὸς ἡμᾶς,

ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ὡς ἄν φρόνιμος ὁρίσειεν.[2]

Και αφού η φιλία είναι ένα είδος αρετής, η προαίρεσις είναι παρόμοια το καθοριστικό χαρακτηριστικό της φιλίας. 'Οπως γράφει ο Αριστοτέλης στα ΗΝ:

ἔοικε δ' ἡ μὲν φίλησις πάθει, ἡ δὲ φιλία ἕξει· ἡ γὰρ φίλησις οὐχ ἧττον

πρὸς τὰ ἄψυχα ἐστιν, ἀντιφιλοῦσι δὲ μετὰ προαιρέσεως, ἡ δὲ προαίρεσις

ἀφ' ἕξεως.[3]

Γράφει επίσης πιο κάτω:

αὓτη (δηλ. ἡ προαίρεσις) γὰρ τοῦ φίλου καὶ τῆς ἀρετῆς.[4]

Και στα Πολιτικά υπογραμμίζει:

ἡ γὰρ τοῦ συζῆν προαίρεσις φιλία.[5]

Η προαίρεσις επομένως είναι το καθοριστικό χαρακτηριστικό της αρετής, κάθε αρετής, και του χαρακτήρα (του ήθους) του ενάρετου ανθρώπου. 'Οπως γράφει ο Αριστοτέλης στα ΗΝ:

τῆς ἀρετῆς γὰρ καὶ τοῦ ἢθους ἐν τῇ προαιρέσει τὸ κύριον.[6]

Και στη Ρητορική ο Αριστοτέλης προσθέτει:

ἴδιον δὲ τοῦ σπουδαίου τὸ κατὰ προαίρεσιν.[7]

Επιπλέον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η προαίρεσις είναι το χαρακτηριστικό εκείνο δυνάμει του οποίου διακρίνουμε όχι μόνον τον ακρατή από τον εγκρατή αλλά επίσης τον ακρατή από τον ακόλαστον. Διότι ενώ ο ακρατής ή ο αδύναμος ως προς τη βούληση είναι εκείνος ο οποίος πράττει αντίθετα προς την προαίρεσίν του, επειδή ενδίδει στην έντονη επιθυμία και τα πάθη, αντίθετα, ο εγκρατής πράττει σύμφωνα με την προαίρεσίν του αντιστεκόμενος στα πάθη και στις επιθυμίες του. Ο ακόλαστος, από την άλλη πλευρά, επιλέγει ελεύθερα, σύμφωνα με την προαίρεσίν του, αλλά πράττοντας με τον τρόπον αυτόν επιλέγει τις υπερβολές και το κακό.[8]

Προκειμένου να δούμε σε ποιο βαθμό η προαίρεσις είναι κεντρική στην ηθική θεωρία του Αριστοτέλη, θα πρέπει να μελετήσουμε τα συγκεκριμένα κείμενα στα οποία την συζητά εκτενώς. Η προαίρεσις αναλύεται συστηματικά στα Ηθικά Νικομάχεια, Γ', 2-7, Ζ', 2, 13 και Η', 7-10· στα Ηθικά Ευδήμεια, Β', 10-11· και στα Μεγάλα Ηθικά, Α', 11 και Α', 17-19. Χρησιμοποιεί επίσης τον όρο «προαίρεσις» και στα άλλα του έργα όπως είναι τα Πολιτικά, η Ρητορική κ.ά. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θα επικεντρωθούμε σε ό,τι λέει για την προαίρεσιν στα ΗΝ.

Αφού μας δώσει τον ορισμό της αρετής στο Β' βιβλίο των ΗΝ, στο βιβλίο Γ' ο Αριστοτέλης διευκρινίζει ότι η αρετή σχετίζεται με τις πράξεις και μάλιστα με τις εκούσιες πράξεις.[9] Οι ακούσιες πράξεις διακρίνονται από τις εκούσιες πράξεις (α) κατά το ότι επιτελούνται μετά από (φυσικό) εξαναγκασμό, και (β) και κατά το ότι επιτελούνται κάτω από όρους άγνοιας.[10] Συνεπώς, μια πράξη είναι εκούσια όταν η αρχή της ευρίσκεται στο δρων υποκείμενο το οποίο γνωρίζει τις συγκεκριμένες περιστάσεις κάτω από τις οποίες ενεργεί. Πολύ πιθανόν θα ήταν λάθος να πούμε ότι οι πράξεις που προξενούνται από θυμό ή από επιθυμία είναι ακούσιες. Κατά πρώτον, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν θα μας επέτρεπε να λέμε ότι τα κατώτερα ζώα ή τα παιδιά ενεργούν εκούσια. Και δεύτερον, θα οδηγούμασταν στο απαράδεκτο συμπέρασμα ότι καμιά από τις πράξεις μας οι οποίες προξενούνται από επιθυμίες ή από θυμό δεν είναι εκούσια και ότι οι ευγενείς πράξεις είναι εκούσιες, ενώ οι χαμερπείς ακούσιες.

Ακολούθως, συζητά την προαίρεσιν εκτενώς. Πρώτα από όλα, συγκρίνει την προαίρεσιν με την εκούσια πράξη.[11] Και υποστηρίζει ότι η δεύτερη είναι ευρύτερη από την πρώτη. Και αυτό διότι ενώ τα κατώτερα ζώα, τα παιδιά και οι άνθρωποι είναι ικανοί να επιτελούν εκούσιες πράξεις, μόνον οι άνθρωποι είναι ικανοί να ενεργούν μετά από προαίρεσιν. Επιπλέον, ενώ μπορεί κάποιες ξαφνικές πράξεις να είναι εκούσιες, δεν μπορούν να υπάρχουν ξαφνικές πράξεις που επιτελούνται μετά από προαίρεσιν.

Στη συνέχεια, ο Αριστοτέλης αναλύει και εξηγεί γιατί η προαίρεσις δεν είναι ούτε επιθυμία ούτε θυμός ούτε βούληση ούτε κάποιο είδος δόξας.[12] Ειδικότερα, αναφέρει ότι η προαίρεσις δεν είναι το ίδιο με την επιθυμία. Διότι, όπως γνωρίζουμε, τα ζώα μπορούν να αισθανθούν επιθυμία ή θυμό, δεν έχουν όμως προαίρεσιν. Επιπλέον, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, ο αδύναμος ως προς τη βούληση, ο ακρατής, πράττει από επιθυμία, όχι όμως σύμφωνα με την προαίρεσίν του.[13] Αντίθετα, ο εγκρατής ενεργεί σύμφωνα με την προαίρεσίν του, όχι όμως από επιθυμία. Πράγμα που σημαίνει ότι η επιθυμία και η προαίρεσις μπορεί να ευρίσκονται σε αντιπαράθεση ή να συγκρούονται μεταξύ τους, όχι όμως η επιθυμία με μια άλλη επιθυμία.

Κατ’ ανάλογο τρόπο, η προαίρεσις δεν είναι ίδια με τον θυμό. Οι πράξεις που γίνονται από θυμό είναι πολύ διαφορετικές από τις πράξεις που γίνονται από προαίρεσιν.[14]

Επιπλέον, η προαίρεσις διαφέρει κατά πολύ από τη βούληση.[15] Με μαθηματική ακρίβεια ο Αριστοτέλης χαρτογραφεί τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ της βούλησης και της προαιρέσεως. Η προαίρεσις δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενό της κάτι αδύνατον. Αντίθετα, συχνά επιθυμούμε πράγματα τα οποία είναι αδύνατα, όπως είναι για παράδειγμα η αθανασία. Επίσης συχνά βουλόμεθα πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να πραγματοποιήσουμε, π.χ. να κερδίσει στον αγώνα ένας συγκεκριμένος αθλητής, αλλά προαιρούμεθα ή επιλέγουμε πράγματα τα οποία μπορούμε να πραγματοποιήσουμε εμείς. Τέλος, βουλόμεθα ορισμένους σκοπούς αλλά προαιρούμεθα ή επιλέγουμε τα μέσα για την πραγματοποίηση των σκοπών αυτών. 'Ετσι, για παράδειγμα, επιθυμούμε την υγεία μας, επιλέγουμε όμως τα μέσα με τα οποία θα την εξασφαλίσουμε.

Η προαίρεσις είναι επίσης διαφορετική από τη δόξα.[16] Διότι από ό,τι φαίνεται μπορούμε να σχηματίσουμε μια γνώμη για οποιοδήποτε θέμα, είτε αιώνιο είτε αδύνατο είτε αυτό εξαρτάται από εμάς. Επιπλέον, μια γνώμη μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής αλλά η επιλογή μπορεί να είναι καλή ή κακή. Επομένως, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η προαίρεσις είναι το ίδιο με τη γνώμη γενικώς. Ούτε μπορούμε να πούμε ότι η προαίρεσις είναι το ίδιο με κάποια επί μέρους γνώμη. Το σημαντικότερο δε είναι ότι οι ίδιοι άνθρωποι δεν φαίνονται να είναι εξ ίσου καλοί και στα δύο, και στο να σχηματίζουν τις καλύτερες γνώμες και στο να κάνουν ορθές επιλογές. Αλλά κάποιοι είναι καλύτεροι στο να κάνουν ορθές επιλογές και κάποιοι άλλοι στο να σχηματίζουν καλύτερες γνώμες.

Συνεπώς, ο Αριστοτέλης διερωτάται ποιο είναι το γένος και η (ειδοποιός) διαφορά της προαιρέσεως. Διευκρινίζει ότι η προαίρεσις είναι μια εκούσια πράξη της οποίας προηγείται σκέψη, διότι η προαίρεσις προϋποθέτει ένα τέτοιο είδος νοητικής διεργασίας. Στην πραγματικότητα, η λέξις «προαίρεσις» σημαίνει ακριβώς σκέψη, δηλαδή κάτι που έχει επιλεγεί πριν από άλλα πράγματα.

Διευκρινίζει ότι δεν στοχαζόμαστε για τα πράγματα που σκέφτεται ένας τρελός. Ούτε για πράγματα που είναι αιώνια, όπως είναι η τάξη του κόσμου. Ούτε σκεφτόμαστε για πράγματα που βρίσκονται σε μια τακτική διαδικασία κίνησης και αλλαγής είτε από αναγκαιότητα, είτε από τη φύση, είτε από κάποια άλλη αιτία, όπως είναι για παράδειγμα τα ηλιοστάσια, η ανατολή και η δύση. Παρόμοια, δεν στοχαζόμαστε για τυχαία συμβάντα, όπως είναι οι ξηρασίες και οι βροχές, ούτε για τα αποτελέσματα της τύχης, όπως είναι η ανακάλυψη ενός κρυμμένου θησαυρού. Αντίθετα, στοχαζόμαστε για πράγματα που ευρίσκονται στον έλεγχό μας και μπορούν να πραγματοποιηθούν με τις πράξεις μας. Διότι η φύση, η αναγκαιότητα, η τύχη μαζί με την νόηση και την ανθρώπινη πράξη αποτελούν όλες τις αιτίες. Ακόμη και σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση, δεν στοχαζόμαστε για όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις γενικώς· για παράδειγμα, οι Λακεδαιμόνιοι δεν στοχάζονται για τον τρόπο με τον οποίον οι Σκύθες πρέπει να κυβερνούν τους εαυτούς τους. Αλλά στοχαζόμαστε για τα πράγματα που μπορούμε να επιτύχουμε μέσω των δικών μας πράξεων. Πρόκειται δηλαδή για έναν πρακτικό στοχασμό.

Κατ’ ανάλογο τρόπο, οι θεωρητικές επιστήμες των οποίων οι αρχές ευρίσκονται στα αντικείμενα και όχι σε εμάς και, επομένως, μπορούν να διατυπωθούν με ακρίβεια και σαφήνεια, δεν είναι αντικείμενο της σκέψης μας. Αντίθετα, οι παραγωγικές επιστήμες ή τέχνες των οποίων οι αρχές ευρίσκονται στον παραγωγό και ως εκ τούτου δεν καταλήγουν πάντοτε στα ίδια αποτελέσματα, όπως είναι για παράδειγμα η ιατρική και η χρηματιστική, μπορούν να είναι αντικείμενα του στοχασμού.[17] Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, συνήθως στοχαζόμαστε για θέματα τα οποία, αν και υπόκεινται σε αρχές, εν τούτοις η έκβασή τους είναι αβέβαιη ή ακαθόριστη. Επιπλέον, εάν το θέμα για το οποίο στοχαζόμαστε είναι σπουδαίο, ζητάμε συνήθως τη βοήθεια των ειδικών ή των συμβούλων, διότι κρίνουμε ότι δεν είμαστε σε θέση να αποφασίσουμε εμείς. Το σημαντικότερο δε είναι ότι δεν στοχαζόμαστε για τους σκοπούς αλλά για τα μέσα που απαιτούνται να επιτύχουμε τους σκοπούς αυτούς. Ο ιατρός δεν στοχάζεται για το κατά πόσον πρέπει να θεραπεύσει τον ασθενή ή ο ρήτορας για το εάν πρέπει να πείσει το ακροατήριό του ή ο πολιτικός για το εάν πρέπει να εξασφαλίσει την ευνομία της πόλης του. Αντίθετα, ο ιατρός λαμβάνει ως δεδομένη την υγεία και στοχάζεται για τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό αυτόν. Το ίδιο και ο ρήτορας και ο πολιτικός. Και εάν θεωρεί ότι υπάρχουν πολλά μέσα, τότε θα πρέπει να εξετάσει ποιο από αυτά είναι το πιο κατάλληλο κατάλληλο για να επιτύχει τον σκοπό του. Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οδηγούμεθα στο πρώτο αίτιο το οποίο κατά την αναζήτηση είναι το τελευταίο.

Ακολουθεί λογικά, επομένως, ότι ο άνθρωπος είναι η αρχή των πράξεών του.[18] Ο ρόλος δε της διαβούλευσης είναι να αποφασίσει ο άνθρωπος ποιές πράξεις είναι στη δύναμή του να επιτελέσει. Οι πράξεις δεν γίνονται για σκοπούς που είναι πέρα από αυτές τις ίδιες. Κατά συνέπεια, δεν βουλευόμεθα για τους σκοπούς αυτούς αλλά για τα μέσα που απαιτούνται για την επίτευξη των σκοπών αυτών. Το συμπέρασμα, επομένως, στο οποίο καταλήγει ο Αριστοτέλης είναι ότι το αντικείμενο του στοχασμού και το αντικείμενο της προαιρέσεως είναι το ίδιο, εκτός του ότι αυτό που έχει επιλεγεί έχει ήδη αποφασισθεί, αφού επιλέγουμε αυτό που αποφασίζουμε μετά από σκέψη. Διότι ο άνθρωπος παύει να στοχάζεται πώς θα πράξει, όταν αναγάγει την κινητήρια αρχή στον εαυτό του και μάλιστα στο κυρίαρχο μέρος αυτού, το ηγεμονικό· διότι αυτό είναι εκείνο που επιλέγει. 'Οπως γράφει χαρακτηριστικά:

παύεται γὰρ ἕκαστος ζητῶν πῶς πράξει ὅταν εἰς αὑτὸν ἀναγάγῃ τὴν ἀρχήν,

καὶ αὑτοῦ εἰς τὸ ἡγούμενον· τοῦτο γὰρ τὸ προαιρούμενον.[19]

Κατά συνέπειαν, ο Αριστοτέλης ορίζει την προαίρεσιν ως ακολούθως: αφού το αντικείμενο της επιλογής μας είναι κάτι εντός των δυνατοτήτων μας το οποίο επιθυμούμε μετά από στοχασμό, τότε

καὶ ἡ προαίρεσις ἂν εἲη βουλευτικὴ ὂρεξις τῶν ἐφ' ἡμῖν· ἐκ τοῦ βουλεύσασθαι

γὰρ κρίναντες ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν.[20]

'Οπως έχει καταστεί σαφές από τον ορισμό της προαιρέσεως τον οποίον μόλις δώσαμε, η προαίρεσις περιλαμβάνει επιλογή μετά από διαβούλευση κάποιας επιθυμίας που είναι εντός των δυνάμεών μας. Ο ορισμός της προαιρέσεως μέχρι στιγμής έχει διευκρινίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον παράγοντα διαβούλευση ο οποίος υπεισέρχεται σε αυτήν. Και στην ανάλυση η οποία προηγήθηκε τονίσαμε αρκετά προσεκτικά, νομίζω, ότι η προαίρεσις περιλαμβάνει τη διαβούλευση όχι των επιστημών εκείνων των οποίων οι αρχές είναι σταθερές και αμετάβλητες αλλά εκείνων των επιστημών των οποίων οι αρχές μεταβάλλονται.

Μέχρι το σημείο αυτό και με τη διευκρίνιση που κάνει της διαβούλευσης στο βαθμό που αυτή υπεισέρχεται στην προαίρεσιν, ο Αριστοτέλης κατά βάση υποδηλώνει τη διάκριση της ψυχής σε δύο μέρη την οποία κάνει κατ’ επανάληψη στο έργο του. Κατ’ αυτόν, η ψυχή διακρίνεται σε δύο μέρη, το λογικό και το άλογο.[21] Επιπλέον, το λογικό μέρος της ψυχής με τη σειρά του διαιρείται κι εκείνο σε δύο μέρη: το επιστημονικό και το υπολογιστικό. Με το πρώτο αποκτούμε θεωρητική γνώση των επιστημών εκείνων των οποίων οι αρχές είναι αμετάβλητες. Ενώ με το δεύτερο αποκτούμε γνώση των επιστημών εκείνων των οποίων οι αρχές μεταβάλλονται. Δεν υπάρχει αμφιβολία επομένως ότι η διαβούλευση ή ο στοχασμός που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της προαιρέσεως αποτελεί λειτουργία του υπολογιστικού μέρους του λογικού. Το επιβεβαιώνει ο Αριστοτέλης όταν γράφει:

τὸ γὰρ βουλεύεσθαι καὶ λογίζεσθαι ταὐτόν.[22]

Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά τις πράξεις και την αλήθεια, τρία είναι τα στοιχεία της ψυχής τα οποία είναι σχετικά: η αίσθηση, ο νους και η επιθυμία. Και, ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τις πράξεις, δύο είναι τα στοιχεία της ψυχής τα οποία εμπλέκονται: ο νους και η επιθυμία. Ενώ σε σχέση με το νου, του οποίου η έδρα ευρίσκεται στο λογικό μέρος της ψυχής, τελούμε με όρους κατάφασης και άρνησης, σε σχέση με την επιθυμία, η οποία εδρεύει στο άλογο μέρος της ψυχής, τελούμε με όρους επιδίωξης και αποφυγής. Και αφού η ηθική αρετή είναι η σταθερή διάθεση της ψυχής με την οποία καθορίζεται η επιλογή των πράξεων, και η επιλογή είναι η επιθυμία στην οποία καταλήγουμε μετά από στοχασμό, ακολουθεί λογικά ότι και τα δύο πρέπει να ισχύουν προκειμένου η προαίρεσίς μας να είναι αγαθή: και ο λόγος να είναι αληθής και η επιθυμία ορθή. Επιπλέον, η επιθυμία πρέπει να επιδιώκει αυτά τα οποία καταφάσκει ο λόγος. Η επιδιωξη της επιθυμίας δηλαδή και η κατάφαση του λογικού θα πρέπει να ευρίσκονται σε πλήρη αρμονία. Κάτι που σημαίνει ότι στην περίπτωση της αγαθής ή «σπουδαίας» προαιρέσεως, όπως την αποκαλεί ο Αριστοτέλης, τα δύο μέρη της ψυχής, το λογικό και το άλογο, συνεργάζονται τέλεια.[23] 'Οπως διευκρινίζει, αυτό ισχύει για την περίπτωση της αλήθειας σε σχέση με την πράξη, ενώ στην περίπτωση του θεωρητικού στοχασμού μας ενδιαφέρει απλώς η επίτευξη της αλήθειας ή του ψεύδους.

Τώρα, νομίζω, μπορούμε να κατανοήσουμε ακριβέστερα ό,τι είπαμε στην αρχή του παρόντος άρθρου μας σε σχέση με τον ακρατή και τον εγκρατή.[24] Το πρόβλημα με τον αδύνατο ως προς τη βούληση είναι ότι δεν μπορεί να εναρμονίσει αυτό που καταφάσκει το λογικό του με εκείνο που επιδιώκει η επιθυμία του. Επομένως, το λογικό του ενδίδει, υποχωρεί ενώπιον αυτού το οποίο επιθυμεί. Ο εγκρατής, από την άλλη, είναι ο άνθρωπος ο οποίος επιθυμεί ακκριβώς εκείνο το οποίο το λογικό του καταφάσκει, εναρμονίζοντας με τον τρόπο αυτό τα δύο μέρη της ψυχής του.

Τέλος, ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι η αιτία της πράξης είναι η προαίρεσις και η αιτία της προαιρέσεως είναι η όρεξις και το λογικό που τείνει προς ένα σκοπό. Επομένως, η προαίρεσις περιλαμβάνει κατ’ ανάγκη και τα δύο, και το λογικό και την ψυχική διάθεση. Τόσο η καλή όσο και η κακή πράξη περιλαμβάνουν αναγκαία και το λογικό και τον χαρακτήρα (το ήθος). Κατά συνέπειαν, ο Αριστοτέλης τώρα ολοκληρώνει τον ορισμό της προαιρέσως ως ακολούθως:

διὸ ἢ ὀρεκτικὸς νοῦς ἡ προαίρεσις ἢ ὂρεξις διανοητική.[25]

Και ο άνθρωπος, ως εκείνος εντός του οποίου εναρμονίζεται η όρεξις με το λογικό, είναι η απώτατη αρχή της προαιρέσεως:

καὶ ἡ τοιαύτη ἀρχὴ ἄνθρωπος.[26]

Μέχρι του σημείου αυτού είναι πώς αντιλαμβάνομαι όσα ο Αριστοτέλης έχει να πει για την προαίρεσιν στα ΗΝ. Να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό ότι η διεθνής βιβλιογραφία είναι απέραντη επί του θέματος αυτού. Οι φιλόσοφοι διαφωνούν μεταξύ τους ως προς τον τρόπο με τον οποίον ο καθένας συλλαμβάνει και ερμηνεύει την προαίρεσιν και, κατά συνέπεια, διαφωνούν επίσης ως προς τον τρόπο με τον οποίον ο καθένας από αυτούς μεταφράζει τον όρο αυτό στη γλώσσα του. Η μεγάλη αυτή διαφωνία είναι κατανοητή, αλλά σε ό,τι ακολουθεί θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί αυτό συμβαίνει.

Η ιδέα της προαιρέσεως στον Αριστοτέλη είναι μάλλον πολύπλοκη. Και τούτο διότι από ό,τι φαίνεται παίζει αρκετούς ρόλους στη φιλοσοφία του. Κατά πρώτον, ξεκινά ως μια έννοια-κλειδί στην ηθική του θεωρία. Η αρετή, να θυμίσουμε, ορίζεται ως «έξη προαιρετική της ψυχής που κατέχει θέση μεσότητας...».[27] Φαίνεται, επομένως, ότι η προαίρεσις, αυτή η σταθερή προδιάθεση της ψυχής να ακολουθεί το μέσον, είναι το χαρακτηριστικό που καθορίζει την αρετή. Αλλά αυτή η σταθερή προδιάθεση της ψυχής, όπως είδαμε, συνάγεται από και είναι το αποτέλεσμα της πλήρους συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών της ψυχής, του λογικού και του αλόγου. 'Οπως είδαμε, η επιθυμία πρέπει να επιδιώκει αυτό που καταφάσκει η διάνοια, προκειμένου να είναι η προαίρεσις «σπουδαία» ή αγαθή. Η αιτία της πράξης, επομένως, όπως είδαμε, είναι η προαίρεσις. Και η αιτία της προαιρέσεως είναι η επιθυμία και ο νους σε πλήρη αρμονία, που τελικά είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.

Οι φιλόσοφοι στην προσπάθειά τους να δώσουν μια περιεκτική έκθεση της προαιρέσεως, υπογραμμίζουν πότε τη μια και πότε την άλλη σύλληψη της προαιρέσεως που υπάρχει στα αριστοτελικά κείμενα. Επικεντρώνονται στην προαίρεσιν είτε ως μια ηθική αρχή είτε ως μια ψυχολογική είτε ακόμη ως μια μεταφυσική αρχή. Με τον τρόπο αυτό όμως παραβλέπουν τις άλλες λειτουργίες που έχει η προαίρεσις στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη. Ας δώσω ένα παράδειγμα αυτού το οποίο εννοώ.

Στο άρθρο του με τίτλο, “The meaning of prohairesis in Aristotle’s ethics”, ο Charles Chamberlain συλλαμβάνει την προαίρεσιν ως ένα είδος διαδικασίας.[28] Υπογραμμίζει ότι όταν τα δύο μέρη της διμερούς ψυχής του Αριστοτέλη, η διάνοια και η όρεξις, λειτουργούν αρμονικά, τότε το αποτέλεσμα είναι η προαίρεσις.[29] Παραπέμπει τον Αριστοτέλη που γράφει:

Therefore prohairesis is either nous combined with desire or desire

combined with dianoia.[30]

Ο Chamberlain διακρίνει διαφορετικά στάδια στη διαδικασία της προαιρέσεως. 'Οπως εξηγεί, η προαίρεσις αρχίζει με τη διάνοια με την οποία καταφάσκουμε ή αρνούμεθα πραγματκές προτάσεις. Αφού επιβεβαιώσουμε την πρόταση, ακολούθως σκεπτόμεθα πως θα επιτύχουμε τον σκοπό και επιλέγουμε τα κατάλληλα μέσα. Και στο σημείο αυτό ακριβώς ολοκληρώνεται ο ρόλος του στοχασμού. Αλλά η προαίρεσις περιλαμβάνει και τα δύο: τη διάνοια και την όρεξη. Τώρα που τα κατάλληλα μέσα έχουν επιλεγεί, πρέπει να τροποποιήσουμε την όρεξή μας, να αλλάξουμε την επιθυμία μας. Πρέπει να κάνουμε την επιθυμία μας να συμφωνήσει με το λογικό ως προς τον συγκεκριμένο σκοπό. Κάτι τέτοιο μπορεί να μην είναι εύκολο να το επιτύχουμε και πολύ πιθανόν να απαιτήσει αρκετό χρόνο. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε τη σπουδαιότητα που έχει ο παράγων προσπάθεια.[31] 'Οπως υποδεικνύει ο Chamberlain, ο ακρατής ή αδύνατος ως προς τη βούληση άνθρωπος μπορεί να μην προσπαθήσει αρκετά και να ολισθήσει και, επομένως, να μην καταφέρει τίποτα παραπάνω.[32] Ο ακρατής είναι ακριβώς ο άνθρωπος εκείνος ο οποίος δεν μπορεί να κάνει την επιθυμία του να συμφωνήσει με το λογικό του.

Σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο Chamberlain, η προαίρεσις περιλαμβάνει διαφορετικά στάδια. Πρώτα από όλα, περιλαμβάνει ένα στάδιο «επιλογής» ή «πρόθεσης» κατά το οποίο τον κύριο λόγο έχει το λογικό. Στο πρώτο αυτό στάδιο, λέμε συνήθως, «'Εχω επιλέξει να σταματήσω το κάπνισμα» ή «σκοπεύω να σταματήσω το κάπνισμα».[33] Αλλά ευθύς ως ολοκληρωθεί το πρώτο στάδιο της προαιρέσεως, ακολουθεί το δεύτερο. Πρέπει να προχωρήσω και να προσπαθήσω να αλλάξω την επιθυμία μου, δηλαδή πρέπει να σταματήσω στην πραγματικότητα το κάπνισμα. Και το στάδιο αυτό απαιτεί τη δύναμη της βούλησής μας, τη δύναμη του χαρακτήρα μας, την προσπάθειά μας για να ολοκληρώσουμε τη διαδικασία της προαιρέσεώς μας. Στο στάδιο αυτό μιλάμε για τον «σκοπό μας» ή την «απόφασή μας» να αλλάξουμε την επιθυμία μας και να σταματήσουμε το κάπνισμα.[34]

Το ισχυρό σημείο του Chamberlain είναι ότι ορισμένοι φιλόσοφοι μεταφράζουν τον όρο «προαίρεσις» με τις λέξεις «επιλογή» ή «πρόθεση», τονίζοντας με τον τρόπο αυτό το πρώτο στάδιο της διαδικασίας της προαιρέσεως και παραβλέποντας το δεύτερο. 'Αλλοι πάλι μεταφράζουν την προαίρεσιν ως «βούληση», «σκοπό» ή «απόφαση» διαπράττοντας το ίδιο σφάλμα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο ίδιος ο Chamberlain προτείνει τον όρο «δέσμευση» (“commitment” στα αγγλικά) ως τον πιο κατάλληλο όρο για τη μετάφραση της έννοιας «προαίρεσις».[35]

Κατά τη γνώμη μου, αν και αυτή είναι μια καλή προσπάθεια, εν τούτοις δεν αποδίδει επιτυχώς ούτε συλλαμβάνει επαρκώς τις διάφορες σημασίες που έχει ο όρος «προαίρεσις». Το πιο ενδιαφέρον δε είναι ότι στην ανάλυση που κάνει ο ίδιος του όρου «προαίρεσις» έχει υπαινιχθεί μια κατά πολύ ορθότερη ερμηνεία του όρου χωρίς να το έχει καν αντιληφθεί. 'Οπως υποδεικνύει στο άρθρο του, βασική αρχή της αριστοτελικής ηθικής είναι ότι «το κάθε μέρος της ψυχής χρειάζεται τη βοήθεια του άλλου προκειμένου να επιτύχει τη μέγιστη δυνατότητά του, δηλαδή την αρετή».[36] Κατά την πορεία της προς την ανθρώπινη αριστεία, σύμφωνα με τον Αριστοτελη, εξηγεί παρακάτω ο Chamberalin, η ψυχή δεν ακολουθεί μια γραμμική διαδικασία κατά την οποία η επιλογή απλώς επηρεάζει τη βούληση. 'Οπως ευφυώς παρατηρεί, η κίνηση που ακολουθεί η ψυχή είναι όπως αυτή του καβουριού, κατά την οποία πότε χρησιμοποιεί το λογικό μέρος και πότε το άλογο μέρος της ψυχής.[37] Στην παραπομπή που παραθέτει στο σημείο αυτό ο Chamberlain χαρακτηρίζει τη σχέση στην οποία ευρίσκονται τα δύο αυτά μέρη της ψυχής όσον αφορά την προαίρεσιν ως «αμοιβαιότητα» και υπογραμμίζει ότι η αμοιβαιότητα αυτή διαπερνά τα περισσότερα βιβλία των ΗΝ και κυρίως τα βιβλία Α' – Ε' και Ζ', κεφ. 12 και 13.[38] Μνημονεύει δε τον Αριστοτέλη ο οποίος στα ΗΝ, Ζ', 1144 a 7 – 9 γράφει:

ἡ μὲν γὰρ ἀρετὴ τὸν σκοπὸν ποιεῖ ὀρθὸν.[39]

Επομένως, δεν θα ήταν ορθό να συλλάβουμε την προαίρεσιν ως μια απλή γραμμική διαδικασία, όπως την εννοεί ο Chamberlain. Πρόκειται ασφαλώς για μια διαδικασία η οποία όμως δεν έχει σαφή και διακεκριμένα στάδια. 'Οπως άλλωστε ο ίδιος ο Chamberlain υπονοεί, η προαίρεσις θα ήταν καλύτερο να εκληφθεί ως μια διαλεκτική διαδικασία, αφού καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής η ψυχή χρησιμοποεί πότε το λογικό και πότε το άλογο τμήμα της. Η σύλληψη της προαιρέσεως ως μιας διαλεκτικής διαδικασίας είναι πολύ πιο κοντά στον τρόπο με τον οποίο την αναλύει και την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στις διάφορες πραγματείες του. Επιπλέον, μια τέτοια σύλληψη της προαιρέσεως είναι απολύτως συμβατή και μας παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε κατά ένα τρόπο συμβατό και τις άλλες εννοιολογικές αποχρώσεις της έννοιας αυτής που ομολογουμένως υπάρχουν στα αριστοτελικά κείμενα.

Η Μυρτώ Δραγώνα – Μονάχου, για παράδειγμα, θεωρεί εξ ίσου σημαντική και μια άλλη σημασία την οποία έχει όρος «προαίρεσις».[40] Μνημονεύει τον Αριστοτέλη ο οποίος γράφει στα Πολιτικά:

μηδὲ τοῦ ζῆν κατὰ προαίρεσιν.[41]

Την έκφραση «το ζην κατα προαιρεσιν» η Δραγώνα εκλαμβάνει ότι σημαίνει το να ζει κανείς σύμφωνα με τις ηθικές του αρχές, σύμφωνα με τη θελησή του, δηλαδή σύμφωνα με το σχέδιο της ζωής του ή σύμφωνα με την πρωταρχική του επιλογή, όπως θα την ονόμαζε ο Σαρτρ.[42] Κατά την άποψή της, αυτή η συγκεκριμένη σύλληψη της προαιρέσεως την οποία συναντούμε στα Πολιτικά, λαμβάνεται και αναπτύσσεται περαιτέρω από τον στωϊκό φιλόσοφο Επίκτητο.[43] Εκείνο που μας ενδιαφέρει όμως εν προκειμένω είναι ότι το σχέδιο ζωής δεν είναι απλώς μαι συγκεκριμένη επιλογή που κάναμε στη ζωή μας ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες εναλλακτικές πορείες δράσης. 'Οπως άλλωστε δηλώνει και η ίδια η έκφραση, το σχέδιο ζωής είναι μια επιλογή ζωής που κάνουμε, μια απόφαση που παίρνουμε, την οποία όμως θεωρούμε, αναθεωρούμε και τροποποιούμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας υπό το φως των νέων δεδομένων και κυρίως υπό την επίδραση των (νέων) επιθυμιών οι οποίες διαμορφώνονται συνέχεια. Το σχέδιο ζωής, επομένως, εάν το αντιλαμβάνομαι ορθά, είναι μια συνεχής και αδιάλειπτη διαδικασία η οποία ευρίσκεται σε εξέλιξη κάτω από τη συνεχή αλληλεπίδραση του λόγου με την επιθυμία, του λογικού με το άλογο μέρος της ψυχής. Από την άποψη αυτή, πρόκειται για μια επιλογή που διαρκεί όσο και η ίδια η ζωή μας και δεν μπορεί να αναλυθεί με όρους απλής διαδικασίας ή “commitment” όπως ισχυρίζεται ο Chamberlain.
------------------------
[1] Ιωάννης Σταματάκος, Λεξικὸν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γλώσσης, τόμος πρώτος, εκδόσεις Π. Δημητράκου, Ἀθῆναι 1949, σ. 826. Καθ’ όλη τη διάρκεια του παρόντος άρθρου χρησιμοποιώ τον όρον «προαίρεσις» ως έχει στα αρχαία κείμενα.

[2] Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, εισαγ. – μτφρ. σχόλια μεταφραστική ομάδα Κάκτου, Κάκτος Αθήνα 1993 (στο εξής ΗΝ), B', 1106 b 35 – 1107 a 2: «η αρετή είναι μια έξη επιλεκτική που κατέχει θέση μεσότητας νοούμενη σε σχέση μ’ εμάς, η οποία ορίζεται από τη λογική και όπως θα την όριζε ο φρόνιμος». Εδώ και σε όλα τα χωρία που ακολουθούν, εκτός αν δηλωθεί διαφορετικά, ακολουθώ τη μετάφραση των εκδόσεων Κάκτος με δικές μου τροποποιήσεις και βελτιώσεις.

[3] Αριστοτέλης, ΗΝ, Θ', 1157 b 28 – 31: «Η φιλική διάθεση μοιάζει με συναίσθημα και η φιλία με έξη, διότι η φιλική διάθεση δεν απευθύνεται λιγότερο στα άψυχα αντικείμενα, ενώ η αμοιβαία φιλία προϋποθέτει προαίρεση, η δε προαίρεση είναι προϊόν της έξης».

[4] Αριστοτέλης, ΗΝ, Ι', 1164 b 2: «Διότι η πρόθεση είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του αληθινού φίλου και της αρετής».

[5] Aristotle, Politics, μτφρ. στα αγγλικά H. Rackham, Loeb Classical Library, Heinemann and Harvard University Press, London, Cambridge – Massachusetts, 1972, III, 9, 1280 b 38 – 39: «Διότι η εσκεμμένη επιλογή του να ζει κανείς με κάποιον είναι φιλία». Η μετάφραση είναι δική μου.

[6] Αριστοτέλης, ΗΝ, Θ', 1163 a 22 – 23: «καθότι η πρόθεση είναι ο κύριος παράγων της αρετής και του χαρακτήρα του ανθρώπου».

[7] Αριστοτέλης, Ρητορική, εισαγ. – μτφρ. σχ. Ηλ. Ηλιού, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων, Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χχ., 1, 9, 1367 b 22 – 23: «και χαρακτηριστικόν του σοβαρού ανθρώπου είναι το να ενεργεί σύμφωνα με το πρόγραμα που προηγουμένως εχάραξε».

[8] Αριστοτέλης, ΗΝ, Η', 1148 a 15-19.

[9] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1109 b 30-32.

[10] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1109 b 35 – 1110 a 1.

[11] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1111 b 4 – 5.

[12] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1111 b 11 – 12: «οἱ δὲ λέγοντες αὐτὴν ἐπιθυμίαν ἢ θυμὸν ἢ βούλησιν ἢ τινα δόξαν οὐκ ἐοίκασιν ὀρθῶς λέγειν».

[13] Βλ. ανωτ., υποσημ. 8.

[14] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1111 b 18 -19.

[15] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1111 b 18 -19.

[16] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1111 b 30 κ.ε.

[17] Aristotle, Metaphysics, μτφρ. στα αγγλικά H. Tredennick, Loeb Classical Library, Heinemann and Harvard University Press, London, Harvard University Press 1933, 1025 b 18 – 28 όπου ο Αριστοτέλης κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις θεωρητικές, στις παραγωγικές και στις πρακτικές επιστήμες. Να σημειωθεί ότι ο Αριστοτέλης αποκαλεί «χρηματιστική» την επιστήμη εκείνη που αποφέρει οικονομικό κέρδος.

[18] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1112 b 31 – 32: «ἂνθρωπος εἶναι ἀρχὴ τῶν πράξεων».

[19] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1113 a 5 – 8. Μιλώντας για το ηγούμενο ως το κυρίαρχο μέρος του εαυτού εδώ ο Αριστοτέλης προαναγγέλλει το «ἡγεμονικὸν» για το οποίο θα κάνουν λόγο αργότερα οι Στωϊκοί φιλόσοφοι.

[20] Αριστοτέλης, ΗΝ, Γ', 1113 a 11 – 14.

[21] Αριστοτέλης, ΗΝ, Ζ', 1139 a 4 κ.ε.

[22] Αριστοτέλης, ΗΝ, Ζ', 1139 a 13.

[23] Αριστοτέλης, ΗΝ, Ζ', 1139 a 25.

[24] Βλ. ανωτ., υποσημ. 8.

[25] Αριστοτέλης, ΗΝ, Ζ', 1139 b 4 – 5.

[26] Αριστοτέλης, ΗΝ, Ζ', 1139 b 5 - 6.

[27] Βλ. ανωτ., υποσημ. 2.

[28] Charles Chamberlain, “The meaning of prohairesis in Aristotle’s ethics”, Transactions of the American Philological Association, vol. 114 (1984), σσ. 147 – 157, σ. 151.

[29] Ibid., σ. 152.

[30] Ibid., σ. 152. Αριστοτέλης, ΗΝ, Ζ', 1139 β 5 – 6.

[31] Ibid., σ. 154.

[32] Ibid., σ. 153.

[33] Πρόκειται για το παράδειγμα που ο ίδιος ο Chamberlain δίνει, ibid., σ. 152.

[34] Ibid., σ. 154.

[35] Ibid., σ. 155.

[36] Ibid., σ. 150.

[37] Ο Chamberlain την ονομάζει “crabwise”, ibid., σ. 151.

[38] Ibid., σ. 151, υποσημ. 30.

[39] Ibid.

[40] Μυρτώ Δραγώνα – Μονάχου, «Η προαίρεσις στον Αριστοτέλη και στον Επίκτητο. Μια συσχέτιση με την έννοια της πρόθεσης στη φιλοσοφία της πράξης», Φιλοσοφία, τ. 8 – 9, (1978 – 9), σσ. 265 – 310, ειδικότερα σ. 295.

[41] Ibid., σ. 295. Aristotle, Politics, III, 5, 1280 a 34.

[42] Ibid., σ. 296.

[43] Ibid..

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου