Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί ως ενήλικες νιώθουμε ότι μόνιμα και μάταια κυνηγάμε αυτό που αποκαλούμε «ευτυχία»; Γιατί πολύ απλά ό,τι μαθαίνουμε ως παιδιά, υποσυνείδητα μας προετοιμάζει να γίνουμε δυστυχισμένοι ενήλικες.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή κι ας θυμηθούμε όλες εκείνες τις φορές που ακούσαμε από τους γονείς μας τη φράση «μην αγγίξεις το γλυκό, είναι για τους καλεσμένους» κι απευθείας η λαχτάρα στ’ αθώα μάτια μας έσβηνε, μαζί με το χαμόγελο στα χείλη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που μας αρνήθηκαν να βάλουμε κάποιο συγκεκριμένο ρούχο ή ένα ζευγάρι παπούτσια, αφού αυτά προορίζονταν για ιδιαίτερη περίσταση κι όχι για την επίσκεψη στο γειτονικό σπίτι. Πόσες φορές δεν ακούσαμε να λένε ότι εκείνο το ακριβό μπουκάλι κρασί θα παραμείνει στην κάβα έως ότου φτάσει μια επέτειος, μια γιορτή, κάποια γενέθλια; Κι αυτά, κατάφεραν να γίνουν αιτία για τη δυστυχία που βιώνουμε σήμερα; Ναι, αφού μάθαμε ότι πρέπει απαραιτήτως να υπάρχει κάποια ιδιαίτερη περίσταση για ν’ απολαύσουμε κάτι ξεχωριστό, κάτι διαφορετικό από τη ρουτίνα. Μας πέρασαν υποσυνείδητα ότι δεν ορίζουμε εμείς πότε μια στιγμή είναι σημαντική -με κριτήριο τη συναισθηματική μας κατάσταση κι όχι τις στημένες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις-, ότι δεν είναι στο χέρι μας να κάνουμε κάθε στιγμή ν’ αξίζει κι ότι συνεπώς δεν αξίζουν όλες. «Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ να κλέψω το γλυκό μέσα απ’ το βάζο»…
Ας θυμηθούμε επίσης ότι κάθε φορά που κάναμε μια ζημιά ή αταξία, η λύση ήταν μόνο μία· τιμωρία. Το πρόβλημα δεν ήταν όμως αυτή, αλλά ότι κατά κανόνα δεν προηγούταν διάλογος. Ποια η σημασία του -θα μου πείτε- αφού το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο· εξορία στο δωμάτιο; Τεράστια η διαφορά, θα πω, αφού με τον διάλογο θα ερχόμασταν αντιμέτωποι με τις ευθύνες μας κι όχι μόνο με τις ενοχές μας. Θα μαθαίναμε να διαχειριζόμαστε και να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας με υγιή τρόπο, να υπερασπιζόμαστε τον εαυτό μας με επιχειρήματα, να έχουμε το δικαίωμα της απολογίας κι όλα αυτά μέσω της επικοινωνίας. Κι έτσι, την πατήσαμε μία, την πατήσαμε δύο, ώσπου καταφύγαμε τελικά σε «αθώα» ψέματα, σε αποποίηση ευθυνών, σε φθηνές δικαιολογίες και σε άτακτες φυγής για να τη γλιτώσουμε. «Από παιδί θυμάμαι προσπαθώ, στα λάθη μου φτηνά να τη γλιτώσω»… «Και μια ζωή στα πόδια να το βάζω».
Μην ξεχνάμε επίσης όλες τις φορές που οι γονείς μας έκρυψαν τα δάκρυά τους, λέγοντας ότι κάτι μπήκε στο μάτι τους, οδηγώντας μας έτσι στο να δαιμονοποιήσουμε υποσυνείδητα τη θλίψη, τη λύπη, την απογοήτευση και κάθε άλλο συναίσθημα με αρνητική χροιά. Ο αντίκτυπος αυτού έγινε μελλοντικά εμφανής τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και σε κάθε μας σχέση -συγγενική, φιλική, ερωτική. Με ποιον τρόπο; Κάθε σχέση, ακόμη κι αυτή με τον εαυτό μας, είναι ανέφικτο να είναι μονίμως στρωμένη με ροδοπέταλα. Αντιθέτως, σε όλες θα υπάρξουν δυσκολίες, προβλήματα, θ’ απαιτηθούν συμβιβασμοί, υποχωρήσεις, υπομονή κι επικοινωνία. Κι εμείς τι μάθαμε; Ότι όλα αυτά πρέπει να τ’ αποφεύγουμε, να είμαστε σκληροί κι άρα δυνατοί -έτσι λένε. Μάθαμε να εγκαταλείπουμε εύκολα τα συναισθήματά μας, τους άλλους αλλά κι εμάς τους ίδιους. Συνεπώς η έλλειψη επικοινωνίας, έκφρασης και διαχείρισης των αρνητικών κυρίως συναισθημάτων μας προετοίμασε λανθασμένα για την ενήλικη ζωή. «Μου ΄μαθαν να φοβάμαι ό,τι αγαπώ και μια ζωή στα πόδια να το βάζω»…
Για όλους τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, κάνουμε κύκλους γύρω από τον άξονά μας, κυνηγώντας κάτι μάταιο κι ουτοπικό, αντί ν’ αντιληφθούμε ότι αυτή η τόσο αόριστη λέξη -η ευτυχία- δεν είναι τίποτα παραπάνω από μικρές, απλές, καθημερινές χαρές. Δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια διαφορετική οπτική των πραγμάτων και των καταστάσεων -υπό φυσιολογικές συνθήκες τουλάχιστον. Η ευτυχία δεν είναι τίποτα παραπάνω από αποδοχή κι αγάπη του εαυτού μας για να κατορθώσουμε στη συνέχεια ν’ αγαπήσουμε οποιονδήποτε άλλον.
«Μα ό,τι μας δένει στα παλιά είναι οι κακές συνήθειες. Το βλέπω τώρα καθαρά πως είναι αργά για αλήθειες. Όλη μου η ζωή συνένοχη και πώς γουστάρω. Τα πιο μεγάλα ψέματα στα πιο αθώα βλέμματα».
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου