μια μάχη δίνω το πρωί το βράδυ την ξεχνάω.
Αδίκως να φωλιάσω προσπαθώ, μακριά απ’ τα λογιών προβλήματα του κόσμου να χαθώ. Γιατί έχω μέσα μου παράξενη φωνή, σιγολαλεί… «δε μπορεί, θα υπάρχει κι άλλη εκδοχή…».
Μαύρη καταχνιά το καλοκαίρι απειλεί. Φωτιές, ιοί, καύσωνας, σιωπή. Είναι άραγε περιορισμένη η αντοχή; Για κείνους που η λύπη κυριαρχεί, που το βιός τους έχει εξ ολοκλήρου καταστραφεί, για κείνους που ο ιός νιώθουν ότι παντού καραδοκεί, για κείνες τις ψυχές που ανέκαθεν ήταν η πλάση τούτη μια αβάσταχτη πληγή;
Κι αν δε μπορώ πολλά να αλλάξω, κι αν λίγα θα προσφέρω, μον’ τούτο – τα πάντα μου, τα σωθικά μου – πολλάκις κι ανεπιστρεπτί ταρακουνεί: «ειν’ όμορφη η φύση, ειν’ όμορφη πολύ!». To βλέμμα περιστρέφω, κόκκινος θυμός του ουρανού το γαλανό θε να καταπιεί. Άραγε η κακή στιγμή ή φύσις εκδίκηση σαθρή;
Ειν’ γόνιμο το χώμα, απέραντος o τόπος, μα σα στέκεις απέναντί του ασεβής, σα δε τον περιποιηθείς, σα δεύτερο σπίτι τη λάσπη δεν αντιληφθείς, πως θα γένει τίμια στα σπλάχνα της ντουβάρια να εμπιστευθείς; Θυμήσου: σα στάχτη σάρκας, μια μέρα και συ στα χέρια της θα αναπαυθείς.
Σβήνει η αισιόδοξη φωνή, κινδυνεύει να αφανιστεί γιατί διάολε μπήκαν τα αποκαΐδια στη ψυχή! Η γη ετούτη τώρα πια μας τιμωρεί! Γιατί ήμαστε, θαρρώ, αχόρταγη φυλή. Δε λογαριάζουμε αλλονών ζωή!
Μα να ξέρεις άνθρωπε ετούτο: η γη αυτή θα ξαναγεννηθεί, θ’ ανθίσει, ευωδιά και μουσική ο τόπος τούτος πάλι θα χαρεί! Θα ‘ναι όμως για σένανε αργά…συ θα ‘χεις για πάντοτε χαθεί πριν καν προλάβεις να αντιληφθείς πως «ειν’ όμορφη η φύση, ειν’ όμορφη πολύ!». Πριν καν προκάνεις άνθρωπε να σεβαστείς, να περιποιηθείς…ανέντιμα στο χώμα της για πάντα θα χωθείς και απ’ τη νεόφερτη μαγεία της, στάλα δε θα ‘χεις τη τύχη να γευτείς.
Άραγε αυτό επιθυμείς;…
Φύση ή ανθρώπινη κραυγή;
Πλέκονται το κλάμα κι ο θυμός.
Θανάτου γλέντι ο χορός.
Οδυρμός και καταποντισμός.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου