Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (151-189)

ΧΟΡΟΣ
ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι, τίς ποτε [στρ. α]
τᾶς πολυχρύσου
Πυθῶνος ἀγλαὰς ἔβας
Θήβας; ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα
δείματι πάλλων,
ἰήιε Δάλιε Παιάν,
155 ἀμφὶ σοὶ ἁζόμενος τί μοι ἢ νέον
ἢ περιτελλομέναις ὥραις πάλιν
ἐξανύσεις χρέος.
εἰπέ μοι, ὦ χρυσέας τέκνον Ἐλπίδος,
ἄμβροτε Φάμα.

πρῶτά σε κεκλόμενος, θύγατερ Διός, [ἀντ. α]
ἄμβροτ᾽ Ἀθάνα,
160 γαιάοχόν τ᾽ ἀδελφεὰν
Ἄρτεμιν, ἃ κυκλόεντ᾽ ἀγορᾶς θρόνον
Εὔκλεα θάσσει,
καὶ Φοῖβον ἑκαβόλον, ἰὼ
τρισσοὶ ἀλεξίμοροι προφάνητέ μοι,
εἴ ποτε καὶ προτέρας ἄτας ὕπερ
165 ὀρνυμένας πόλει
ἠνύσατ᾽ ἐκτοπίαν φλόγα πήματος,
ἔλθετε καὶ νῦν.

ὦ πόποι, ἀνάριθμα γὰρ φέρω [στρ. β]
πήματα· νοσεῖ δέ μοι πρόπας
170 στόλος, οὐδ᾽ ἔνι φροντίδος ἔγχος
ᾧ τις ἀλέξεται. οὔτε γὰρ ἔκγονα
κλυτᾶς χθονὸς αὔξεται οὔτε τόκοισιν
ἰηίων
καμάτων ἀνέχουσι γυναῖκες·
ἄλλον δ᾽ ἂν ἄλ-
175 λῳ προσίδοις ἅπερ εὔπτερον ὄρνιν
κρεῖσσον ἀμαιμακέτου πυρὸς ὄρμενον
ἀκτὰν πρὸς ἑσπέρου θεοῦ·

ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται· [ἀντ. β]
180 νηλέα δὲ γένεθλα πρὸς πέδῳ
θαναταφόρα κεῖται ἀνοίκτως·
ἐν δ᾽ ἄλοχοι πολιαί τ᾽ ἔπι ματέρες
ἀκτὰν παρὰ βώμιον ἄλλοθεν ἄλλαι
λυγρῶν πόνων
185 ἱκτῆρες ἐπιστενάχουσιν.
παιὰν δὲ λάμ-
πει στονόεσσά τε γῆρυς ὅμαυλος·
ὧν ὕπερ, ὦ χρυσέα θύγατερ Διός,
εὐῶπα πέμψον ἀλκάν·

***
ΧΟΡΟΣ
Ω του Διός μελίρρυτη λαλιά, [στρ. α]
ταξίδεψες απ᾽ την πολύχρυση Πυθία
για να μηνύσεις τί στη Θήβα την περίλαμπρη;
Ο τρόμος με συνέχει,
ο φόβος πονά στους κροτάφους μου,
με δέος ιερόν απορώ και ρωτάω:
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου τάχα
και πρέπει να πληρώσω το χρέος το παλιό
ή κάποιο χρέος πρόσφατο;
Ω μίλα μου, χρυσής ελπίδας τέκνο,
αθάνατε Λόγε θεού.

Εσένα καλώ πρώτα, του Διός θυγατέρα, [αντ. α]
αθάνατη παρθένα,
160 την αδελφή σου δεύτερη, την πολιούχον
Άρτεμιν, που κάθεται στης αγοράς τον κύκλο
περίλαμπρη στο θρόνο της
και τον αλάθητο τοξότη Φοίβο, καλώ.
Φανείτε οι τρεις σωτήρες μου
και το κακό ξορκίστε.
Αν κάποτε στο παρελθόν τον όλεθρο
της πυρκαγιάς που ρήμαζε την πόλη
σβήσατε, φανείτε πάλι τώρα.

Ιού, των δεινών μου το πλήθος φορτίο βαρύ· [στρ. β]
της πόλης όλης το πλήρωμα νοσεί
170 και δεν σοφίζεται κανείς αντίδοτο
τη νόσο να νικήσει· δεν ωριμάζουν οι καρποί
στα γόνιμα χωράφια και δεν αντέχουν να γεννούν
μ᾽ αφόρητες ωδίνες οι γυναίκες.
Κοίτα να δεις, ένας πάνω στον άλλο, κοπαδιαστά,
σαν τα πουλιά χαμοπετούν, σαν την αχόρταγη φωτιά
ορμούν στου σκοτεινού θεού το περιγιάλι.

Ο θάνατος πολύς κι η πόλη χάνεται· [αντ. β]
180 σκορπίζουν ανελέητα το μόλεμα
αδέσποτα κατάχαμα, τα νήπια νεκρά·
μητέρες, σύζυγοι, γριές λευκές, εδώ κι εκεί
στα σκαλοπάτια των βωμών στενάζουν
και προσεύχονται να φύγει το θανατικό.
Παιάν εξιλασμού μυριόστομος την πόλη
λαμπαδιάζει. Χρυσή του Διός θυγατέρα,
επίβλεψε και στείλε γελαστή την αρωγή σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου