Από τούτα εξηγείται, πρώτον, γιατί οι εντελώς συνηθισμένοι είναι τόσο κοινωνικοί και βρίσκουν παντού τόσο εύκολα πολύ καλή συντροφιά, ανθρώπους καλούς, συμπαθητικούς και γενναιόψυχους. Για τους ασυνήθιστους, ισχύει το αντίθετο, και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο πιο έκτακτοι είναι, ούτως ώστε κάποτε, μέσα στην απομόνωσή τους, να νιώθουν μεγάλη χαρά, όταν διακρίνουν σ’ έναν άλλον μία κάποια ίνα, οσοδήποτετε μικροσκοπική, που να είναι της αυτής φύσεως με τη δική τους˙ διότι, βέβαια, ο καθένας δεν μπορεί να είναι για τον άλλον παρά ό,τι κι εκείνος για τον ίδιο. Τα πραγματικά μεγάλα πνεύματα -όπως οι αετοί- φωλιάζουν ψηλά στους αιθέρες, μοναχικά.
Από τα ανωτέρω, γίνεται κατανοητό, δεύτερον, πως οι ομόφρονες άνθρωποι καταφέρνουν να σμίγουν τόσο γρήγορα, σαν να ασκούν εκατέρωθεν μαγνητική έλξη – verwandte Seelen grüßen sich von ferne [συγγενείς ψυχές αλληλοχαιρετώνται από μακριά]. Συχνότερα, ωστόσο έχει κανείς την ευκαιρία να παρατηρήσει το φαινόμενο αυτό σε ανθρώπους χαμηλού ποιού ή χωρίς χαρίσματα˙ ο λόγος, ωστόσο, δεν είναι παρά το γεγονός ότι από τούς τελευταίους αυτούς υπάρχουν στρατιές ολόκληρες, ενώ οι ανώτερου ποιού κι εξαίρετοι είναι και ονομάζονται σπάνιοι.
Arthur Schopenhauer, Εγχειρίδιο πρακτικής σοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου