Ἀλλὰ πείσομαί σοι, ἔφη φάναι τὸν Ἐρυξίμαχον· καὶ γάρ μοι ὁ λόγος ἡδέως ἐρρήθη. καὶ εἰ μὴ συνῄδη Σωκράτει τε καὶ Ἀγάθωνι δεινοῖς οὖσι περὶ τὰ ἐρωτικά, πάνυ ἂν ἐφοβούμην μὴ ἀπορήσωσι λόγων διὰ τὸ πολλὰ καὶ παντοδαπὰ εἰρῆσθαι· νῦν δὲ ὅμως θαρρῶ.
[194a] Τὸν οὖν Σωκράτη εἰπεῖν Καλῶς γὰρ αὐτὸς ἠγώνισαι, ὦ Ἐρυξίμαχε· εἰ δὲ γένοιο οὗ νῦν ἐγώ εἰμι, μᾶλλον δὲ ἴσως οὗ ἔσομαι ἐπειδὰν καὶ Ἀγάθων εἴπῃ εὖ, καὶ μάλ᾽ ἂν φοβοῖο καὶ ἐν παντὶ εἴης ὥσπερ ἐγὼ νῦν.
Φαρμάττειν βούλει με, ὦ Σώκρατες, εἰπεῖν τὸν Ἀγάθωνα, ἵνα θορυβηθῶ διὰ τὸ οἴεσθαι τὸ θέατρον προσδοκίαν μεγάλην ἔχειν ὡς εὖ ἐροῦντος ἐμοῦ.
Ἐπιλήσμων μεντἂν εἴην, ὦ Ἀγάθων, εἰπεῖν τὸν [194b] Σωκράτη, εἰ ἰδὼν τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην ἀναβαίνοντος ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα μετὰ τῶν ὑποκριτῶν, καὶ βλέψαντος ἐναντία τοσούτῳ θεάτρῳ, μέλλοντος ἐπιδείξεσθαι σαυτοῦ λόγους, καὶ οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν ἐκπλαγέντος, νῦν οἰηθείην σε θορυβήσεσθαι ἕνεκα ἡμῶν ὀλίγων ἀνθρώπων.
Τί δέ, ὦ Σώκρατες; τὸν Ἀγάθωνα φάναι, οὐ δήπου με οὕτω θεάτρου μεστὸν ἡγῇ ὥστε καὶ ἀγνοεῖν ὅτι νοῦν ἔχοντι ὀλίγοι ἔμφρονες πολλῶν ἀφρόνων φοβερώτεροι;
[194c] Οὐ μεντἂν καλῶς ποιοίην, φάναι, ὦ Ἀγάθων, περὶ σοῦ τι ἐγὼ ἄγροικον δοξάζων· ἀλλ᾽ εὖ οἶδα ὅτι εἴ τισιν ἐντύχοις οὓς ἡγοῖο σοφούς, μᾶλλον ἂν αὐτῶν φροντίζοις ἢ τῶν πολλῶν. ἀλλὰ μὴ οὐχ οὗτοι ἡμεῖς ὦμεν —ἡμεῖς μὲν γὰρ καὶ ἐκεῖ παρῆμεν καὶ ἦμεν τῶν πολλῶν— εἰ δὲ ἄλλοις ἐντύχοις σοφοῖς, τάχ᾽ ἂν αἰσχύνοιο αὐτούς, εἴ τι ἴσως οἴοιο αἰσχρὸν ὂν ποιεῖν· ἢ πῶς λέγεις;
Ἀληθῆ λέγεις, φάναι.
Τοὺς δὲ πολλοὺς οὐκ ἂν αἰσχύνοιο εἴ τι οἴοιο αἰσχρὸν ποιεῖν;
[194d] Καὶ τὸν Φαῖδρον ἔφη ὑπολαβόντα εἰπεῖν Ὦ φίλε Ἀγάθων, ἐὰν ἀποκρίνῃ Σωκράτει, οὐδὲν ἔτι διοίσει αὐτῷ ὁπῃοῦν τῶν ἐνθάδε ὁτιοῦν γίγνεσθαι, ἐὰν μόνον ἔχῃ ὅτῳ διαλέγηται, ἄλλως τε καὶ καλῷ. ἐγὼ δὲ ἡδέως μὲν ἀκούω Σωκράτους διαλεγομένου, ἀναγκαῖον δέ μοι ἐπιμεληθῆναι τοῦ ἐγκωμίου τῷ Ἔρωτι καὶ ἀποδέξασθαι παρ᾽ ἑνὸς ἑκάστου ὑμῶν τὸν λόγον· ἀποδοὺς οὖν ἑκάτερος τῷ θεῷ οὕτως ἤδη διαλεγέσθω.
[194e] Ἀλλὰ καλῶς λέγεις, ὦ Φαῖδρε, φάναι τὸν Ἀγάθωνα, καὶ οὐδέν με κωλύει λέγειν· Σωκράτει γὰρ καὶ αὖθις ἔσται πολλάκις διαλέγεσθαι.
[194a] Τὸν οὖν Σωκράτη εἰπεῖν Καλῶς γὰρ αὐτὸς ἠγώνισαι, ὦ Ἐρυξίμαχε· εἰ δὲ γένοιο οὗ νῦν ἐγώ εἰμι, μᾶλλον δὲ ἴσως οὗ ἔσομαι ἐπειδὰν καὶ Ἀγάθων εἴπῃ εὖ, καὶ μάλ᾽ ἂν φοβοῖο καὶ ἐν παντὶ εἴης ὥσπερ ἐγὼ νῦν.
Φαρμάττειν βούλει με, ὦ Σώκρατες, εἰπεῖν τὸν Ἀγάθωνα, ἵνα θορυβηθῶ διὰ τὸ οἴεσθαι τὸ θέατρον προσδοκίαν μεγάλην ἔχειν ὡς εὖ ἐροῦντος ἐμοῦ.
Ἐπιλήσμων μεντἂν εἴην, ὦ Ἀγάθων, εἰπεῖν τὸν [194b] Σωκράτη, εἰ ἰδὼν τὴν σὴν ἀνδρείαν καὶ μεγαλοφροσύνην ἀναβαίνοντος ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα μετὰ τῶν ὑποκριτῶν, καὶ βλέψαντος ἐναντία τοσούτῳ θεάτρῳ, μέλλοντος ἐπιδείξεσθαι σαυτοῦ λόγους, καὶ οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν ἐκπλαγέντος, νῦν οἰηθείην σε θορυβήσεσθαι ἕνεκα ἡμῶν ὀλίγων ἀνθρώπων.
Τί δέ, ὦ Σώκρατες; τὸν Ἀγάθωνα φάναι, οὐ δήπου με οὕτω θεάτρου μεστὸν ἡγῇ ὥστε καὶ ἀγνοεῖν ὅτι νοῦν ἔχοντι ὀλίγοι ἔμφρονες πολλῶν ἀφρόνων φοβερώτεροι;
[194c] Οὐ μεντἂν καλῶς ποιοίην, φάναι, ὦ Ἀγάθων, περὶ σοῦ τι ἐγὼ ἄγροικον δοξάζων· ἀλλ᾽ εὖ οἶδα ὅτι εἴ τισιν ἐντύχοις οὓς ἡγοῖο σοφούς, μᾶλλον ἂν αὐτῶν φροντίζοις ἢ τῶν πολλῶν. ἀλλὰ μὴ οὐχ οὗτοι ἡμεῖς ὦμεν —ἡμεῖς μὲν γὰρ καὶ ἐκεῖ παρῆμεν καὶ ἦμεν τῶν πολλῶν— εἰ δὲ ἄλλοις ἐντύχοις σοφοῖς, τάχ᾽ ἂν αἰσχύνοιο αὐτούς, εἴ τι ἴσως οἴοιο αἰσχρὸν ὂν ποιεῖν· ἢ πῶς λέγεις;
Ἀληθῆ λέγεις, φάναι.
Τοὺς δὲ πολλοὺς οὐκ ἂν αἰσχύνοιο εἴ τι οἴοιο αἰσχρὸν ποιεῖν;
[194d] Καὶ τὸν Φαῖδρον ἔφη ὑπολαβόντα εἰπεῖν Ὦ φίλε Ἀγάθων, ἐὰν ἀποκρίνῃ Σωκράτει, οὐδὲν ἔτι διοίσει αὐτῷ ὁπῃοῦν τῶν ἐνθάδε ὁτιοῦν γίγνεσθαι, ἐὰν μόνον ἔχῃ ὅτῳ διαλέγηται, ἄλλως τε καὶ καλῷ. ἐγὼ δὲ ἡδέως μὲν ἀκούω Σωκράτους διαλεγομένου, ἀναγκαῖον δέ μοι ἐπιμεληθῆναι τοῦ ἐγκωμίου τῷ Ἔρωτι καὶ ἀποδέξασθαι παρ᾽ ἑνὸς ἑκάστου ὑμῶν τὸν λόγον· ἀποδοὺς οὖν ἑκάτερος τῷ θεῷ οὕτως ἤδη διαλεγέσθω.
[194e] Ἀλλὰ καλῶς λέγεις, ὦ Φαῖδρε, φάναι τὸν Ἀγάθωνα, καὶ οὐδέν με κωλύει λέγειν· Σωκράτει γὰρ καὶ αὖθις ἔσται πολλάκις διαλέγεσθαι.
***
Λόγος του ΑγάθωναΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ. «Αυτή είναι, είπε ο Αριστοφάνης, Ερυξίμαχε, η ομιλία μου για τον Έρωτα, αλλιώτικη απ᾽ τη δική σου. Λοιπόν, επαναλαμβάνω την παράκλησή μου, μην τη διακωμωδήσεις, για ν᾽ ακούσουμε και τους υπόλοιπους, τί θα πει [193e] ο καθένας τους — ή καλύτερα τί ο ένας και τί ο άλλος· γιατί δεν απομένουν παρά ο Αγάθων και ο Σωκράτης».
«Ναι, θα κάνω αυτό που μου λες, είπε ο Ερυξίμαχος· γιατί, αν με ρωτάς, τη χάρηκα την ομιλία σου· κι αν δεν ήμουν σίγουρος ότι ο Σωκράτης και ο Αγάθων είναι αυθεντίες στα θέματα του έρωτα, θα με κυρίευε μεγάλος φόβος, μήπως θα τους είναι δύσκολο να βρουν να πουν κάτι, έτσι που το θέμα καλύφτηκε ικανοποιητικά απ᾽ όλες τις πλευρές· τώρα όμως είμαι αισιόδοξος».
[194a] Και, συνέχισε ο Αριστόδημος, είπε ο Σωκράτης: «Τα λες αυτά, Ερυξίμαχε, γιατί εσύ βγήκες παλικάρι σ᾽ αυτό τον αγώνα· όμως, αν βρισκόσουν στη θέση που είμαι τώρα εγώ ή και στη χειρότερη, όπου πιθανόν θα βρεθώ μετά την ωραία ομιλία που θα κάνει ο Αγάθων, θα σε κυρίευε πανικός και θα ᾽πεφτες σε μαύρη απελπισία, όπως τώρα εγώ».
«Σωκράτη, είπε ο Αγάθων, πας να μου κάνεις μάγια, για να πανικοβληθώ με το να πιστέψω πως το κοινό μας τρέφει μεγάλες προσδοκίες ότι εγώ θα κάνω μια ωραία ομιλία».
«Θα ᾽χα πολύ αδύνατη μνήμη, Αγάθων, είπε [194b] ο Σωκράτης, αν, παρότι είδα τη λεβεντιά και το υψηλό φρόνημά σου τη στιγμή που ανέβαινες στην εξέδρα με τους ηθοποιούς σου κι αντίκρισες κατάματα ένα τόσο μεγάλο πλήθος θεατών, κι όπου να ᾽ναι θα παρουσίαζες τις τραγωδίες σου — παρότι λοιπόν τότε δεν έδειξες την παραμικρή ταραχή, αν φανταζόμουν τώρα ότι θα πανικοβληθείς μπροστά μας, μια φούχτα ανθρώπους».
Ο Αγάθων αποκρίθηκε: «Τί ᾽ναι αυτά που λες, Σωκράτη; δεν πιστεύεις, φαντάζομαι, πως τόσο πολύ πια καβάλησα το καλάμι απ᾽ τις επευφημίες του κοινού, ώστε να φτάσω να αγνοώ ότι, σε έναν συνετό, λίγοι μυαλωμένοι εμπνέουν μεγαλύτερο φόβο απ᾽ ό,τι πολλοί άμυαλοι».
[194c] «Θα ᾽ταν οπωσδήποτε απρέπεια εκ μέρους μου, Αγάθων, απάντησε ο Σωκράτης, αν σου απέδιδα κάποια έλλειψη ευθυκρισίας· αλλά το ξέρω καλά, αν συναντούσες κάποιους που θα τους παραδεχόσουν σοφούς, θα ενδιαφερόσουν περισσότερο για τη γνώμη τους απ᾽ ό,τι για τη γνώμη του πλήθους. Φοβάμαι όμως ότι δεν είμαστε εμείς αυτοί που εννοείς — γιατί εμείς ήμασταν κι εκεί παρόντες και ήμασταν ένα με το πλήθος· αν όμως βρεθείς μπροστά σε άλλους, που είναι σοφοί, πιθανότατα θα ντρεπόσουν, αν τυχόν πίστευες ότι κάτι είναι όντως πρόστυχο, αλλά το πράττεις· αλλιώς, τί εννοείς;».
«Ναι, δίκιο έχεις», αποκρίθηκε.
«Δε θα ντρεπόσουνα λοιπόν τον πολύ κόσμο, αν πίστευες ότι πράττεις κάτι το πρόστυχο;».
[194d] Τότε ο Φαίδρος πήρε το λόγο και είπε: «Αγαπητέ μου Αγάθων, αν συνεχίσεις ν᾽ απαντάς στον Σωκράτη, θ᾽ αδιαφορήσει τελείως για το ποιά πορεία θα πάρει το θέμα που συζητάμε εδώ μέσα, φτάνει μόνο να έχει κάποιον να κάνει διάλογο, κι αν είναι κι όμορφος, τόσο το καλύτερο. Όσο για μένα, δε λέω, και βέβαια με χαρά ακούω τον Σωκράτη να συζητά διαλογικά, όμως είμαι υποχρεωμένος να έχω την έγνοια για τον εγκωμιασμό του Έρωτα και να εισπράξω από τον καθένα σας ξεχωριστά την ομιλία του· λοιπόν, ξοφλήστε κι ο ένας κι ο άλλος το χρέος σας στο θεό και, κατόπι, έχετε το ελεύτερο να συζητήσετε διαλογικά».
[194e] «Αλλά, είπε ο Αγάθων, δίκιο έχεις, Φαίδρε, και δεν έχω καμιά δυσκολία να κάνω την ομιλία μου· γιατί με τον Σωκράτη θα έχω και στο μέλλον πολλές ευκαιρίες να κάνω διάλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου