***
Η επίσκεψη του Ιπποκράτη στο σπίτι του Σωκράτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κι από τις δυο μεριές θα ᾽ναι η υποχρέωση. Λοιπόν ακούστε. Τη νύχτα αυτή που μας πέρασε, βαθιά χαράματα ακόμη, ο Ιπποκράτης, ο γιος του Απολλοδώρου και αδερφός του Φάσωνα, [310b] χτυπούσε με το ραβδί του την πόρτα μου πολύ δυνατά· όταν του άνοιξαν, ήρθε αμέσως μέσα βιαστικός και μ᾽ όλη τη δύναμη της φωνής του είπε: «Σωκράτη, ξύπνησες ή κοιμάσαι;» Και εγώ τον κατάλαβα από τη φωνή του και: Γιά κοίταξε, είπα, ο Ιπποκράτης! Μήπως μας φέρνεις καμιά κακή είδηση;
Τίποτα τέτοιο, μόνο ευχάριστα, μου είπε.
Τέτοια ν᾽ ακούμε! του είπα εγώ. Τί όμως συμβαίνει και για ποιά αιτία ήρθες τόσο πρωί;
Ήρθε κοντά μου και είπε: Ο Πρωταγόρας έφτασε.
Από προχτές, του είπα εγώ. Εσύ τώρα το ᾽μαθες;
Μά τους θεούς, ναι, είπε, χτες βράδυ.
[310c] Και την ίδια στιγμή ψάχνοντας στο σκοτάδι βρήκε το ξυλοκρέβατο, κάθισε δίπλα στα πόδια μου και είπε: Ναι, χτες βράδυ, την ώρα που, πολύ αργά, γύρισα από την Οινόη. Γιατί ο δούλος μου ο Σάτυρος δραπέτευσε. Λογάριαζα μάλιστα να σε ειδοποιήσω ότι θα κινούσα να τον αναζητήσω, αλλά κάτι μπήκε στη μέση και ξεχάστηκα. Τέλος, όταν έφτασα στο σπίτι και είχαμε πάρει το βραδινό και πηγαίναμε να πέσουμε στο κρεβάτι, τότε μου λέει ο αδερφός μου ότι έφτασε ο Πρωταγόρας. Και αμέσως κίνησα, έστω και τέτοια ώρα, να έρθω στο σπίτι σου, έπειτα όμως είδα ότι η νύχτα ήταν πολύ προχωρημένη· [310d] μόλις ωστόσο ο ύπνος μ᾽ αλάφρωσε από τον κόπο, στη στιγμή σηκώθηκα και όπως ήμουν πορεύτητα ώς εδώ.
Η λαχτάρα του Ιπποκράτη να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα.
Και εγώ, νιώθοντας την αποφασιστικότητα και τη λαχτάρα του, του είπα: Και τί έχει να κάνει μ᾽ εσένα αυτό; Μήπως σ᾽ αδίκησε σε τίποτα ο Πρωταγόρας;
Κι αυτός γελώντας είπε: Μά τους θεούς, ναι, Σωκράτη, γιατί κρατά τη σοφία για τον εαυτό του, εμένα όμως δε με κάνει σοφό.
Ε λοιπόν, μα τον Δία, είπα κι εγώ, αν του δώσεις χρήματα και προσπαθήσεις να τον πείσεις, θα σε κάνει κι εσένα σοφό.
Μακάρι, μά τον Δία και τους άλλους θεούς, είπε, αυτή να ήταν η δυσκολία· [310e] κι ας ξόδευα όλα, και τα δικά μου και των φίλων μου, τα χρήματα. Αλλά γι᾽ αυτόν το λόγο ίσα ίσα ήρθα στο σπίτι σου, για να του μιλήσεις εσύ για χάρη μου. Γιατί εγώ και κάπως νέος είμαι και ώς τώρα ούτε έχω δει ποτέ ούτε έχω ακούσει καθόλου τον Πρωταγόρα· γιατί την προηγούμενη φορά που ήρθε και έμεινε στην πόλη μας ήμουν ακόμη παιδί. Αλλά νά, Σωκράτη, όλος ο κόσμος επαινεί τον άνθρωπο κι έχουν να λεν ότι είναι θαυμάσιος ομιλητής· όμως, γιατί καθόμαστε; δε ξεκινάμε, [311a] για να τον βρούμε στο σπίτι; Τον φιλοξενεί, όπως άκουσα, ο Καλλίας, ο γιος του Ιππονίκου. Εμπρός, πάμε.
Κι εγώ είπα: Ας μην κινήσουμε ακόμη για κει, καλέ μου· είναι πολύ νωρίς· αλλά ας σηκωθούμε να βηματίσουμε έξω στην αυλή, κι ας περάσουμε εκεί την ώρα μας με το πήγαινε έλα, ωσότου φέξει· κατόπι ξεκινάμε. Εξάλλου ο Πρωταγόρας τον περισσότερο καιρό του τον περνά στο σπίτι· ησύχασε λοιπόν, θα τον βρούμε, κανονικά, στο σπίτι.
Η επίσκεψη του Ιπποκράτη στο σπίτι του Σωκράτη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Κι από τις δυο μεριές θα ᾽ναι η υποχρέωση. Λοιπόν ακούστε. Τη νύχτα αυτή που μας πέρασε, βαθιά χαράματα ακόμη, ο Ιπποκράτης, ο γιος του Απολλοδώρου και αδερφός του Φάσωνα, [310b] χτυπούσε με το ραβδί του την πόρτα μου πολύ δυνατά· όταν του άνοιξαν, ήρθε αμέσως μέσα βιαστικός και μ᾽ όλη τη δύναμη της φωνής του είπε: «Σωκράτη, ξύπνησες ή κοιμάσαι;» Και εγώ τον κατάλαβα από τη φωνή του και: Γιά κοίταξε, είπα, ο Ιπποκράτης! Μήπως μας φέρνεις καμιά κακή είδηση;
Τίποτα τέτοιο, μόνο ευχάριστα, μου είπε.
Τέτοια ν᾽ ακούμε! του είπα εγώ. Τί όμως συμβαίνει και για ποιά αιτία ήρθες τόσο πρωί;
Ήρθε κοντά μου και είπε: Ο Πρωταγόρας έφτασε.
Από προχτές, του είπα εγώ. Εσύ τώρα το ᾽μαθες;
Μά τους θεούς, ναι, είπε, χτες βράδυ.
[310c] Και την ίδια στιγμή ψάχνοντας στο σκοτάδι βρήκε το ξυλοκρέβατο, κάθισε δίπλα στα πόδια μου και είπε: Ναι, χτες βράδυ, την ώρα που, πολύ αργά, γύρισα από την Οινόη. Γιατί ο δούλος μου ο Σάτυρος δραπέτευσε. Λογάριαζα μάλιστα να σε ειδοποιήσω ότι θα κινούσα να τον αναζητήσω, αλλά κάτι μπήκε στη μέση και ξεχάστηκα. Τέλος, όταν έφτασα στο σπίτι και είχαμε πάρει το βραδινό και πηγαίναμε να πέσουμε στο κρεβάτι, τότε μου λέει ο αδερφός μου ότι έφτασε ο Πρωταγόρας. Και αμέσως κίνησα, έστω και τέτοια ώρα, να έρθω στο σπίτι σου, έπειτα όμως είδα ότι η νύχτα ήταν πολύ προχωρημένη· [310d] μόλις ωστόσο ο ύπνος μ᾽ αλάφρωσε από τον κόπο, στη στιγμή σηκώθηκα και όπως ήμουν πορεύτητα ώς εδώ.
Η λαχτάρα του Ιπποκράτη να γίνει μαθητής του Πρωταγόρα.
Και εγώ, νιώθοντας την αποφασιστικότητα και τη λαχτάρα του, του είπα: Και τί έχει να κάνει μ᾽ εσένα αυτό; Μήπως σ᾽ αδίκησε σε τίποτα ο Πρωταγόρας;
Κι αυτός γελώντας είπε: Μά τους θεούς, ναι, Σωκράτη, γιατί κρατά τη σοφία για τον εαυτό του, εμένα όμως δε με κάνει σοφό.
Ε λοιπόν, μα τον Δία, είπα κι εγώ, αν του δώσεις χρήματα και προσπαθήσεις να τον πείσεις, θα σε κάνει κι εσένα σοφό.
Μακάρι, μά τον Δία και τους άλλους θεούς, είπε, αυτή να ήταν η δυσκολία· [310e] κι ας ξόδευα όλα, και τα δικά μου και των φίλων μου, τα χρήματα. Αλλά γι᾽ αυτόν το λόγο ίσα ίσα ήρθα στο σπίτι σου, για να του μιλήσεις εσύ για χάρη μου. Γιατί εγώ και κάπως νέος είμαι και ώς τώρα ούτε έχω δει ποτέ ούτε έχω ακούσει καθόλου τον Πρωταγόρα· γιατί την προηγούμενη φορά που ήρθε και έμεινε στην πόλη μας ήμουν ακόμη παιδί. Αλλά νά, Σωκράτη, όλος ο κόσμος επαινεί τον άνθρωπο κι έχουν να λεν ότι είναι θαυμάσιος ομιλητής· όμως, γιατί καθόμαστε; δε ξεκινάμε, [311a] για να τον βρούμε στο σπίτι; Τον φιλοξενεί, όπως άκουσα, ο Καλλίας, ο γιος του Ιππονίκου. Εμπρός, πάμε.
Κι εγώ είπα: Ας μην κινήσουμε ακόμη για κει, καλέ μου· είναι πολύ νωρίς· αλλά ας σηκωθούμε να βηματίσουμε έξω στην αυλή, κι ας περάσουμε εκεί την ώρα μας με το πήγαινε έλα, ωσότου φέξει· κατόπι ξεκινάμε. Εξάλλου ο Πρωταγόρας τον περισσότερο καιρό του τον περνά στο σπίτι· ησύχασε λοιπόν, θα τον βρούμε, κανονικά, στο σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου