ΕΚΑΒΗ
ἄγετ᾽, ὦ παῖδες, τὴν γραῦν πρὸ δόμων,
60 ἄγετ᾽ ὀρθοῦσαι τὴν ὁμόδουλον,
Τρῳάδες, ὑμῖν, πρόσθε δ᾽ ἄνασσαν,
λάβετε φέρετε πέμπετ᾽ ἀείρετέ μου
γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι·
65 κἀγὼ σκολιῷ σκίπωνι χερὸς
διερειδομένη σπεύσω βραδύπουν
ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα.
ὦ στεροπὰ Διός, ὦ σκοτία νύξ,
τί ποτ᾽ αἴρομαι ἔννυχος οὕτω
70 δείμασι φάσμασιν; ὦ πότνια Χθών,
μελανοπτερύγων μᾶτερ ὀνείρων,
ἀποπέμπομαι ἔννυχον ὄψιν
ἣν περὶ παιδὸς ἐμοῦ τοῦ σῳζομένου κατὰ Θρῄκην
75 ἀμφὶ Πολυξείνης τε φίλης θυγατρὸς δι᾽ ὀνείρων
[εἶδον γὰρ] φοβερὰν [ὄψιν ἔμαθον] ἐδάην.
ὦ χθόνιοι θεοί, σώσατε παῖδ᾽ ἐμόν,
80 ὃς μόνος οἴκων ἄγκυρ᾽ ἔτ᾽ ἐμῶν
τὴν χιονώδη Θρῄκην κατέχει
ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν.
ἔσται τι νέον·
ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς.
85 οὔποτ᾽ ἐμὰ φρὴν ὧδ᾽ ἀλίαστος
φρίσσει, ταρβεῖ.
ποῦ ποτε θείαν Ἑλένου ψυχὰν
καὶ Κασάνδραν ἐσίδω, Τρῳάδες,
ὥς μοι κρίνωσιν ὀνείρους;
90 εἶδον γὰρ βαλιὰν ἔλαφον λύκου αἵμονι χαλᾷ
σφαζομέναν, ἀπ᾽ ἐμῶν γονάτων σπασθεῖσαν ἀνοίκτως.
καὶ τόδε δεῖμά μοι· ἧλθ᾽ ὑπὲρ ἄκρας
τύμβου κορυφᾶς
φάντασμ᾽ Ἀχιλέως· ᾔτει δὲ γέρας
95 τῶν πολυμόχθων τινὰ Τρωϊάδων.
ἀπ᾽ ἐμᾶς ἀπ᾽ ἐμᾶς οὖν τόδε παιδὸς
πέμψατε, δαίμονες, ἱκετεύω.
***
(Προβάλλει η Εκάβη. Την κρατούν Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες.)
ΕΚΑΒΗ
60Σύρτε με, κόρες μου, σύρτε με τη γριά,
τη σκλάβα, όπως και σεις, Τρωαδίτισσες, που ωστόσο,
ήτανε πριν βασίλισσα.
Πιάστε, βοηθάτε με, οδηγάτε με,
όρθια κρατήστε με βαστώντας
το γέρικό μου χέρι· στο ζαβό ραβδί
κι εγώ ακουμπώντας, θα τραβάω μπροστά,
βιάζοντας, όσο δύναμαι, το αργό το βήμα.
Ω αστροφεγγιά θεϊκή κι ω νύχτα αφέγγαρη,
γιατί με ξεσηκώσαν έτσι, μέσα στα σκοτάδια,
70τρομάρες και φαντάσματα; Ω Γη σεβάσμια,
μάνα των μαυροφτέρουγων ονείρων,
μακριά από μένα η φοβερή ονειροφαντασιά
που μ᾽ έκρουσε μεσονυχτίς, για το παιδί μου
που ζει στη Θράκη
και για την ακριβή μου θυγατέρα
την Πολυξένη μου.
Ω θεοί του Κάτω Κόσμου,
γλιτώστε το παιδί μου, στήριγμα
80μοναδικό του σπιτιού μου τώρα πια,
τον γιο μου, που κρατάει στη χιονόδαρτη Θράκη
πατρικός φίλος.
Κάτι καινούργιο θα γίνει·
κι οι πικραμένες πιο πικρά θα θρηνήσουν.
Πρώτη φορά, τόσο επίμονα
λαχταράει και φοβάται η καρδιά μου.
Πού θα μπορέσω να δω του Ελένου τη θεία ψυχή
και της Κασάνδρας, καλές μου Τρωαδίτισσες,
να μου ξηγήσουνε τα όνειρα;
90Είδα μιαν ελαφίνα πανέμορφη,
απ᾽ την ποδιά μου αρπαγμένη ανελέητα,
να την ξεσκίζει ένας λύκος μ᾽ αιματόβρεχτα νύχια.
Κι ακόμα, τρομάζω με τούτο:
στην κορφή του τάφου του, πρόβαλε
το στοιχειό του Αχιλλέα
και γύρευε θυσία να του προσφερθεί
μια Τρωαδίτισσα, απ᾽ αυτές τις πολύπαθες.
Σας ικετεύω, θεοί,
μακριά από την κόρη μου, μακριά από την κόρη μου
ένα τέτοιο κακό.
ἄγετ᾽, ὦ παῖδες, τὴν γραῦν πρὸ δόμων,
60 ἄγετ᾽ ὀρθοῦσαι τὴν ὁμόδουλον,
Τρῳάδες, ὑμῖν, πρόσθε δ᾽ ἄνασσαν,
λάβετε φέρετε πέμπετ᾽ ἀείρετέ μου
γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι·
65 κἀγὼ σκολιῷ σκίπωνι χερὸς
διερειδομένη σπεύσω βραδύπουν
ἤλυσιν ἄρθρων προτιθεῖσα.
ὦ στεροπὰ Διός, ὦ σκοτία νύξ,
τί ποτ᾽ αἴρομαι ἔννυχος οὕτω
70 δείμασι φάσμασιν; ὦ πότνια Χθών,
μελανοπτερύγων μᾶτερ ὀνείρων,
ἀποπέμπομαι ἔννυχον ὄψιν
ἣν περὶ παιδὸς ἐμοῦ τοῦ σῳζομένου κατὰ Θρῄκην
75 ἀμφὶ Πολυξείνης τε φίλης θυγατρὸς δι᾽ ὀνείρων
[εἶδον γὰρ] φοβερὰν [ὄψιν ἔμαθον] ἐδάην.
ὦ χθόνιοι θεοί, σώσατε παῖδ᾽ ἐμόν,
80 ὃς μόνος οἴκων ἄγκυρ᾽ ἔτ᾽ ἐμῶν
τὴν χιονώδη Θρῄκην κατέχει
ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν.
ἔσται τι νέον·
ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς.
85 οὔποτ᾽ ἐμὰ φρὴν ὧδ᾽ ἀλίαστος
φρίσσει, ταρβεῖ.
ποῦ ποτε θείαν Ἑλένου ψυχὰν
καὶ Κασάνδραν ἐσίδω, Τρῳάδες,
ὥς μοι κρίνωσιν ὀνείρους;
90 εἶδον γὰρ βαλιὰν ἔλαφον λύκου αἵμονι χαλᾷ
σφαζομέναν, ἀπ᾽ ἐμῶν γονάτων σπασθεῖσαν ἀνοίκτως.
καὶ τόδε δεῖμά μοι· ἧλθ᾽ ὑπὲρ ἄκρας
τύμβου κορυφᾶς
φάντασμ᾽ Ἀχιλέως· ᾔτει δὲ γέρας
95 τῶν πολυμόχθων τινὰ Τρωϊάδων.
ἀπ᾽ ἐμᾶς ἀπ᾽ ἐμᾶς οὖν τόδε παιδὸς
πέμψατε, δαίμονες, ἱκετεύω.
***
(Προβάλλει η Εκάβη. Την κρατούν Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες.)
ΕΚΑΒΗ
60Σύρτε με, κόρες μου, σύρτε με τη γριά,
τη σκλάβα, όπως και σεις, Τρωαδίτισσες, που ωστόσο,
ήτανε πριν βασίλισσα.
Πιάστε, βοηθάτε με, οδηγάτε με,
όρθια κρατήστε με βαστώντας
το γέρικό μου χέρι· στο ζαβό ραβδί
κι εγώ ακουμπώντας, θα τραβάω μπροστά,
βιάζοντας, όσο δύναμαι, το αργό το βήμα.
Ω αστροφεγγιά θεϊκή κι ω νύχτα αφέγγαρη,
γιατί με ξεσηκώσαν έτσι, μέσα στα σκοτάδια,
70τρομάρες και φαντάσματα; Ω Γη σεβάσμια,
μάνα των μαυροφτέρουγων ονείρων,
μακριά από μένα η φοβερή ονειροφαντασιά
που μ᾽ έκρουσε μεσονυχτίς, για το παιδί μου
που ζει στη Θράκη
και για την ακριβή μου θυγατέρα
την Πολυξένη μου.
Ω θεοί του Κάτω Κόσμου,
γλιτώστε το παιδί μου, στήριγμα
80μοναδικό του σπιτιού μου τώρα πια,
τον γιο μου, που κρατάει στη χιονόδαρτη Θράκη
πατρικός φίλος.
Κάτι καινούργιο θα γίνει·
κι οι πικραμένες πιο πικρά θα θρηνήσουν.
Πρώτη φορά, τόσο επίμονα
λαχταράει και φοβάται η καρδιά μου.
Πού θα μπορέσω να δω του Ελένου τη θεία ψυχή
και της Κασάνδρας, καλές μου Τρωαδίτισσες,
να μου ξηγήσουνε τα όνειρα;
90Είδα μιαν ελαφίνα πανέμορφη,
απ᾽ την ποδιά μου αρπαγμένη ανελέητα,
να την ξεσκίζει ένας λύκος μ᾽ αιματόβρεχτα νύχια.
Κι ακόμα, τρομάζω με τούτο:
στην κορφή του τάφου του, πρόβαλε
το στοιχειό του Αχιλλέα
και γύρευε θυσία να του προσφερθεί
μια Τρωαδίτισσα, απ᾽ αυτές τις πολύπαθες.
Σας ικετεύω, θεοί,
μακριά από την κόρη μου, μακριά από την κόρη μου
ένα τέτοιο κακό.