Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (855-916)

855 ΠΡ. ὦ ξέν᾽, Αἰακοῦ γένεθλον, μεῖνον, ὦ σέ τοι λέγω,
τὸν θεᾶς γεγῶτα παῖδα, καὶ σέ, τὴν Λήδας κόρην.
ΑΧ. τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας; ὡς τεταρβηκὼς καλεῖ.
ΠΡ. δοῦλος, οὐχ ἁβρύνομαι τῷδ᾽· ἡ τύχη γὰρ οὐκ ἐᾷ.
ΑΧ. τίνος; ἐμὸς μὲν οὐχί· χωρὶς τἀμὰ καὶ Ἀγαμέμνονος.
860 ΠΡ. τῆσδε τῆς πάροιθεν οἴκων, Τυνδάρεω δόντος πατρός.
ΑΧ. ἕσταμεν· φράζ᾽, εἴ τι χρῄζεις, ὧν μ᾽ ἐπέσχες οὕνεκα.
ΠΡ. ἦ μόνω παρόντε δῆτα ταῖσδ᾽ ἐφέστατον πύλαις;
ΑΧ. ὡς μόνοιν λέγοις ἄν, ἔξω δ᾽ ἐλθὲ βασιλικῶν δόμων.
ΠΡ. ὦ Τύχη πρόνοιά θ᾽ ἡμή, σώσαθ᾽ οὓς ἐγὼ θέλω.
865 ΑΧ. ὁ λόγος εἰς μέλλοντ᾽ †ἂν ὤση† χρόνον· ἔχει δ᾽ ὄγκον τινά.
ΚΛ. δεξιᾶς ἕκατι μὴ μέλλ᾽, εἴ τί μοι χρῄζεις λέγειν.
ΠΡ. οἶσθα δῆτ᾽ ἐμ᾽, ὅστις ὢν σοὶ καὶ τέκνοις εὔνους ἔφυν;
ΚΛ. οἶδά σ᾽ ὄντ᾽ ἐγὼ παλαιὸν δωμάτων ἐμῶν λάτριν.
ΠΡ. χὥτι μ᾽ ἐν ταῖς σαῖσι φερναῖς ἔλαβεν Ἀγαμέμνων ἄναξ.
870 ΚΛ. ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ᾽ ἡμῶν κἀμὸς ἦσθ᾽ ἀεί ποτε.
ΠΡ. ὧδ᾽ ἔχει. καὶ σοὶ μὲν εὔνους εἰμί, σῷ δ᾽ ἧσσον πόσει.
ΚΛ. ἐκκάλυπτε νῦν ποθ᾽ ἡμῖν οὕστινας λέγεις λόγους.
ΠΡ. παῖδα σὴν πατὴρ ὁ φύσας αὐτόχειρ μέλλει κτενεῖν.
ΚΛ. πῶς; ἀπέπτυσ᾽, ὦ γεραιέ, μῦθον· οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς.
875 ΠΡ. φασγάνῳ λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην.
ΚΛ. ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ. μεμηνὼς ἆρα τυγχάνει πόσις;
ΠΡ. ἀρτίφρων, πλὴν εἰς σὲ καὶ σὴν παῖδα· τοῦτο δ᾽ οὐ φρονεῖ.
ΚΛ. ἐκ τίνος λόγου; τίς αὐτὸν οὑπάγων ἀλαστόρων;
ΠΡ. θέσφαθ᾽, ὥς γέ φησι Κάλχας, ἵνα πορεύηται στρατός.
880 ΚΛ. ποῖ; τάλαιν᾽ ἐγώ, τάλαινα δ᾽ ἣν πατὴρ μέλλει κτανεῖν.
ΠΡ. Δαρδάνου πρὸς δώμαθ᾽, Ἑλένην Μενέλεως ὅπως λάβῃ.
ΚΛ. εἰς ἄρ᾽ Ἰφιγένειαν Ἑλένης νόστος ἦν πεπρωμένος;
ΠΡ. πάντ᾽ ἔχεις· Ἀρτέμιδι θύσειν παῖδα σὴν μέλλει πατήρ.
ΚΛ. ὁ δὲ γάμος τίν᾽ εἶχε πρόφασιν, ἥ μ᾽ ἐκόμισεν ἐκ δόμων;
885 ΠΡ. ἵν᾽ ἀγάγοις χαίρουσ᾽ Ἀχιλλεῖ παῖδα νυμφεύσουσα σήν.
ΚΛ. ὦ θύγατερ, ἥκεις ἐπ᾽ ὀλέθρῳ καὶ σὺ καὶ μήτηρ σέθεν.
ΠΡ. οἰκτρὰ πάσχετον δύ᾽ οὖσαι· δεινὰ δ᾽ Ἀγαμέμνων ἔτλη.
ΚΛ. οἴχομαι τάλαινα, δακρύων νάματ᾽ οὐκέτι στέγω.
889 ΠΡ. εἴπερ ἀλγεινὸν τὸ τέκνων στερόμενον, δακρυρρόει.
ΚΛ. σὺ δὲ τάδ᾽, ὦ γέρον, πόθεν φὴς εἰδέναι πεπυσμένος;
ΠΡ. δέλτον ᾠχόμην φέρων σοι πρὸς τὰ πρὶν γεγραμμένα.
ΚΛ. οὐκ ἐῶν ἢ ξυγκελεύων παῖδ᾽ ἄγειν θανουμένην;
ΠΡ. μὴ μὲν οὖν ἄγειν· φρονῶν γὰρ ἔτυχε σὸς πόσις τότ᾽ εὖ.
ΚΛ. κᾆτα πῶς φέρων γε δέλτον οὐκ ἐμοὶ δίδως λαβεῖν;
895 ΠΡ. Μενέλεως ἀφείλεθ᾽ ἡμᾶς, ὃς κακῶν τῶνδ᾽ αἴτιος.
ΚΛ. ὦ τέκνον Νηρῇδος, ὦ παῖ Πηλέως, κλύεις τάδε;
ΑΧ. ἔκλυον οὖσαν ἀθλίαν σε, τὸ δ᾽ ἐμὸν οὐ φαύλως φέρω.
ΚΛ. παῖδά μου κατακτενοῦσι σοῖς δολώσαντες γάμοις.
ΑΧ. μέμφομαι κἀγὼ πόσει σῷ, κοὐχ ἁπλῶς οὕτω φέρω.
900 ΚΛ. οὐκ ἐπαιδεσθησόμεσθα προσπεσεῖν τὸ σὸν γόνυ,
θνητὸς ἐκ θεᾶς γεγῶτα· τί γὰρ ἐγὼ σεμνύνομαι;
περὶ τίνος σπουδαστέον μοι μᾶλλον ἢ τέκνου πέρι;
ἀλλ᾽ ἄμυνον, ὦ θεᾶς παῖ, τῇ τ᾽ ἐμῇ δυσπραξίᾳ
τῇ τε λεχθείσῃ δάμαρτι σῇ — μάτην μέν, ἀλλ᾽ ὅμως.
905 σοὶ καταστέψασ᾽ ἐγώ νιν ἦγον ὡς γαμουμένην,
νῦν δ᾽ ἐπὶ σφαγὰς κομίζω· σοὶ δ᾽ ὄνειδος ἵξεται,
ὅστις οὐκ ἤμυνας· εἰ γὰρ μὴ γάμοισιν ἐζύγης,
ἀλλ᾽ ἐκλήθης γοῦν ταλαίνης παρθένου φίλος πόσις.
πρὸς γενειάδος ‹σε›, πρὸς σῆς δεξιᾶς, πρὸς μητέρος—
910 ὄνομα γὰρ τὸ σόν μ᾽ ἀπώλεσ᾽, ᾧ σ᾽ ἀμυναθεῖν χρεών—
οὐκ ἔχω βωμὸν καταφυγεῖν ἄλλον ἢ τὸ σὸν γόνυ·
οὐδὲ φίλος οὐδεὶς γελᾷ μοι· τὰ δ᾽ Ἀγαμέμνονος κλύεις
ὠμὰ καὶ πάντολμ᾽· ἀφῖγμαι δ᾽, ὥσπερ εἰσορᾷς, γυνὴ
ναυτικὸν στράτευμ᾽ ἄναρχον κἀπὶ τοῖς κακοῖς θρασύ…
915 χρήσιμον δ᾽, ὅταν θέλωσιν. ἢν δὲ τολμήσῃς σύ μουι
χεῖρ᾽ ὑπερτεῖναι, σεσῴσμεθ᾽· εἰ δὲ μή, οὐ σεσῴσμεθα.

***
Ενώ κάνουνε να φύγουν, ανοίγει λίγο η πόρτα και μισοβγάζει το κεφάλι του ο Γέρος.
ΓΕΡ. Μείνε, ξένε· εσύ, το εγγόνι του Αιακού· σ᾽ εσέ μιλώ,
γιε θεάς. Της Λήδας κόρη, και για σε το λέω αυτό.
ΑΧΙ. Ποιός μισοάνοιξε και τόσο φοβισμένος με καλεί;
ΓΕΡ. Δούλος· δε μ᾽ αφήνει η τύχη να καυκιέμαι όσο γι᾽ αυτό.
ΑΧΙ. Τίνος; όχι απ᾽ τους δικούς μου· θα ᾽σαι του Αγαμέμνονα.
860 ΓΕΡ. Της κυράς που εδώ ᾽ναι· μ᾽ έχει πάρει απ᾽ τον πατέρα της.
ΑΧΙ. Μένω· λέγε μου τί θέλεις· γιατί μου ᾽πες να σταθώ;
ΓΕΡ. Έξω από την πόρτα είν᾽ άλλος; είστε μόνοι εσείς οι δυο;
ΑΧΙ. Μόνοι· μίλα· κι έβγ᾽ απέξω απ᾽ τη σκηνή του βασιλιά.
ΓΕΡ. Τύχη θεά, κι ω πρόβλεψή μου, σώσε αυτούς που θέλω εγώ.
ΑΧΙ. Μεγαλόστομός σου ο λόγος· θα μας πάει πολύ μακριά.
ΚΛΥ. Νά, το χέρι μου σου δίνω· μη διστάζεις· μίλησε.
ΓΕΡ. Ξέρεις τί είμαι, κι αν εσένα και τα τέκνα σου αγαπώ.
ΚΛΥ. Ξέρω πως παλιός εσύ ᾽σαι του σπιτιού μου δουλευτής.
ΓΕΡ. Πως για προίκα σου με πήρε ο άντρας σου και βασιλιάς.
870 ΚΛΥ. Πάντα ησουν δικός μου, αφότου στ᾽ Άργος με συνόδεψες.
ΓΕΡ. Ναι. Και πρώτα εσέ αγαπάω κι έπειτα τον άντρα σου.
ΚΛΥ. Ό,τι ᾽ναι να πεις, για πες το τελοσπάντων ξέσκεπα.
ΓΕΡ. Της κοπέλας σου ο γονιός της ο ίδιος θα γινεί φονιάς.
ΚΛΥ. Με ποιόν τρόπο; κούφια η ώρα, γέροντα· τρελάθηκες;
ΓΕΡ. Το λευκό λαιμό της δόλιας κόβοντας με το σπαθί.
ΚΛΥ. Συμφορά σ᾽ εμέ! Του αντρός μου σάλεψε λοιπόν ο νους;
ΓΕΡ. Για την κόρη και για σένα· σε όλα τ᾽ άλλα είναι γερός.
ΚΛΥ. Ποιός ο λόγος; ποιός τον σπρώχνει μαύρος δαίμονας σ᾽ αυτό;
ΓΕΡ. Θείος χρησμός, ως λέει ο Κάλχας, για να κινηθεί ο στρατός.
880 ΚΛΥ. Για πού; Δόλια εγώ. Κι εκείνη, θύμα του πατέρα της!
ΓΕΡ. Για την Τροία· να πάρει πίσω την Ελένη ο άντρας της.
ΚΛΥ. Η Ιφιγένεια θα πλερώσει το δικό της γυρισμό;
ΓΕΡ. Ναι· στην Άρτεμη την κόρη θα προσφέρει ο κύρης της.
ΚΛΥ. Για ένα γάμο εδώ απ᾽ το σπίτι μ᾽ έφερε· τί σήμαινε;
ΓΕΡ. Με χαρά την κόρη, ως νύφη του Αχιλλέα, για να ᾽φερνες.
ΚΛΥ. Ήρθαμε για το χαμό μας, θυγατέρα μου, κι οι δυο.
ΓΕΡ. Τί καημός και για τις δυο σας! Κι ο άντρας σου τί αποκοτιά!
ΚΛΥ. Χάθηκα η φτωχιά· τα δάκρυα να κρατήσω δεν μπορώ.
ΓΕΡ. Κλάψε, κλάψε· είναι μεγάλος πόνος του παιδιού ο χαμός.
890 ΚΛΥ. Μα εσύ, γέρο, πώς τα ξέρεις όλ᾽ αυτά; πού τα ᾽μαθες;
ΓΕΡ. Είχα ξεκινήσει, γράμμα να σου φέρω δεύτερο.
ΚΛΥ. Που ᾽λεγε να φέρω ή όχι το κορίτσι στη σφαγή;
ΓΕΡ. Έλεγε όχι· ο άντρας σου ήταν λογικός την ώρ᾽ αυτή.
ΚΛΥ. Πώς, αφού είχες τέτοιο γράμμα, δε μου το ᾽δινες λοιπόν;
ΓΕΡ. Ο Μενέλαος μου το πήρε· νά η αιτία των συμφορών.
ΚΛΥ. Του Πηλέα ω γιε, ω της κόρης του Νηρέα, τ᾽ ακούς αυτά;
ΑΧΙ. Δύστυχη είσαι· μα ό,τι κάμαν και σ᾽ εμέ δεν το αψηφώ.
ΚΛΥ. Με το γάμο σου για δόλο μού σκοτώνουν το παιδί.
ΑΧΙ. Λέω: κακή του αντρός σου η πράξη· κι η καρδιά μου είναι βαριά.
900 ΚΛΥ. Δε θα το ντραπώ να πέσω, γιε θεάς, εγώ η θνητή
μπρος σου ικέτισσα· τί θέλω να μεγαλοπιάνομαι;
Πάνω απ᾽ του παιδιού την έγνοια ποιά μού είν᾽ άλλη πιο τρανή;
Στην κακοτυχιά μου γίνε, γιε θεάς, εσύ βοηθός,
και σ᾽ αυτήν που ταίρι σου είπαν…, ψέματα, μα τί μ᾽ αυτό;
Με στεφάνι για δικιά σου νύφη εγώ την έφερνα·
τώρα, για σφαγή· ψεγάδια θ᾽ ακουστούν για σένα, που
δεν τη βόηθησες· στου γάμου κι αν δεν μπήκες το ζυγό,
της κακόμοιρης κοπέλας άντρα ωστόσο σε είπανε.
Στη μητέρα σου, στο χέρι το δεξί, στο γένι σου…
910 Τ᾽ όνομά σου με συντρίβει, μην το αφήσεις έκθετο.
Πού βωμός για με; το μόνο καταφύγιο μου είσ᾽ εσύ·
συγγενής κανείς· η στάση του Αγαμέμνονα άκουσες
τί σκληρή κι απόκοτη είναι· κι ήρθα, μια γυναίκα εγώ,
σε ναυτών στρατό, όπως βλέπεις, απειθάρχητο, χωρίς
οίχτο για τη δυστυχία· μα είναι, αν θέλει, χρήσιμος.
Αν το χέρι σου ν᾽ απλώσεις πάνωθέ μου εσύ δεχτείς,
θα σωθούμε· αν όχι, τότε δεν υπάρχει λυτρωμός.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου