ΙϚ'. ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑΣ
[16.1] [Ἀμέλει ἡ δεισιδαιμονία δόξειεν ‹ἂν› εἶναι δειλία πρὸς τὸ δαιμόνιον,]
[16.2] ὁ δὲ δεισιδαίμων τοιοῦτός τις, οἷος ἐπὶ κρουνῶν ἀπονιψάμενος τὰς χεῖρας καὶ περιρρανάμενος ἀπὸ ἱεροῦ δάφνην εἰς τὸ στόμα λαβὼν οὕτω τὴν ἡμέραν περιπατεῖν.
[16.3] καὶ τὴν ὁδόν, ἐὰν παραδράμῃ γαλῆ, μὴ πρότερον πορευθῆναι, ἕως ‹ἂν› διεξέλθῃ τις ἢ λίθους τρεῖς ὑπὲρ τῆς ὁδοῦ διαβάλῃ.
[16.4] καὶ ἐπὰν ἴδῃ ὄφιν ἐν τῇ οἰκίᾳ, ἐὰν παρείαν, Σαβάζιον καλεῖν, ἐὰν δὲ ἱερόν, ἐνταῦθα ἡρῷον εὐθὺς ἱδρύσασθαι.
[16.5] καὶ τῶν λιπαρῶν λίθων τῶν ἐν ταῖς τριόδοις παριὼν ἐκ τῆς ληκύθου ἔλαιον καταχεῖν καὶ ἐπὶ γόνατα πεσὼν καὶ προσκυνήσας ἀπαλλάττεσθαι.
[16.6] καὶ ἐὰν μῦς θύλακον ἀλφίτων διαφάγῃ, πρὸς τὸν ἐξηγητὴν ἐλθὼν ἐρωτᾶν τί χρὴ ποιεῖν, καὶ ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῦναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι, μὴ προσέχειν τούτοις, ἀλλ᾽ ἀποτραπεὶς ἐκθύσασθαι.
[16.7] καὶ πυκνὰ δὲ τὴν οἰκίαν καθᾶραι δεινός, Ἑκάτης φάσκων ἐπαγωγὴν γεγονέναι.
[16.8] κἂν γλαῦκες βαδίζοντος αὐτοῦ ‹ἀνακράγωσι›, ταράττεσθαι καὶ εἴπας «Ἀθηνᾶ κρείττων» παρελθεῖν οὕτω.
[16.9] καὶ οὔτε ἐπιβῆναι μνήματι οὔτ᾽ ἐπὶ νεκρὸν οὔτ᾽ ἐπὶ λεχὼ ἐλθεῖν ἐθελῆσαι, ἀλλὰ τὸ μὴ μιαίνεσθαι συμφέρον αὑτῷ φῆσαι εἶναι.
[16.10] καὶ ταῖς τετράσι δὲ καὶ ἑβδόμαις προστάξας οἶνον ἕψειν τοῖς ἔνδον, ἐξελθὼν ἀγοράσαι μυρσίνας, λιβανωτόν, πόπανα καὶ εἰσελθὼν εἴσω στεφανοῦν τοὺς Ἑρμαφροδίτους ὅλην τὴν ἡμέραν.
[16.11] καὶ ὅταν ἐνύπνιον ἴδῃ, πορεύεσθαι πρὸς τοὺς ὀνειροκρίτας, πρὸς τοὺς μάντεις, πρὸς τοὺς ὀρνιθοσκόπους, ἐρωτήσων τίνι θεῶν ἢ θεᾷ προσεύχεσθαι δεῖ.
[16.12] καὶ τελεσθησόμενος πρὸς τοὺς Ὀρφεοτελεστὰς κατὰ μῆνα πορεύεσθαι μετὰ τῆς γυναικός —ἐὰν δὲ μὴ σχολάζῃ ἡ γυνή, μετὰ τῆς τίτθης— καὶ τῶν παιδίων.
[16.13] καὶ τῶν περιρραινομένων ἐπὶ θαλάττης ἐπιμελῶς δόξειεν ἂν εἶναι.
[16.14] κἄν ποτε ἐπίδῃ σκορόδῳ ἐστεμμένον τῶν ἐπὶ ταῖς τριόδοις ‹ἐσθίοντα›, ἀπελθὼν κατὰ κεφαλῆς λούσασθαι καὶ ἱερείας καλέσας σκίλλῃ ἢ σκύλακι κελεῦσαι αὑτὸν περικαθᾶραι.
[16.15] μαινόμενον δὲ ἰδὼν ἢ ἐπίληπτον φρίξας εἰς κόλπον πτύσαι.
***
16.
[16.1] [Χωρίς αμφιβολία η δεισιδαιμονία θα φαινόταν ότι είναι δειλία μπροστά στη θεότητα,]
[16.2] ενώ ο δεισιδαίμονας το είδος του ανθρώπου που, αφού πλύνει τα χέρια του στην πηγή και ραντίσει όλο του το σώμα με νερό από κάποιο ιερό, βάζει στο στόμα του φύλλο δάφνης και κυκλοφορεί έτσι όλη τη μέρα.
[16.3] Αν μια νυφίτσα διασχίσει τυχαία το δρόμο, δεν προχωρά στην πορεία του, προτού διαβεί από εκεί κάποιος άλλος ή σκορπίσει πάνω από εκείνο το σημείο τρεις πέτρες.
[16.4] Όταν δει φίδι στο σπίτι του, το αποκαλεί Σαβάζιο, αν αυτό είναι παρείας, αν όμως είναι ιερό, αμέσως στο σημείο εκείνο υψώνει ένα ηρώο.
[16.5] Κάθε φορά που περνά πλάι απ᾽ τις αλειμμένες πέτρες στα τρίστρατα, χύνει επάνω τους λάδι από το ελαιοδοχείο και, αφού πέσει στα γόνατα και προσκυνήσει, αναχωρεί.
[16.6] Και αν κανένα ποντίκι τού φάει το σακί με το πλιγούρι, πάει στον εξηγητή και τον ρωτά τί πρέπει να κάνει, κι αν εκείνος του απαντήσει ότι πρέπει να το δώσει στο βυρσοδέψη να το ράψει, αυτός δεν του δίνει σημασία, αλλά φεύγει βιαστικά και προσφέρει θυσία.
[16.7] Είναι ικανός να κάνει συχνά καθαρμούς στο σπίτι του ισχυριζόμενος ότι το έχουν μαγέψει με την Εκάτη.
[16.8] Αν κράξουν κουκουβάγιες, καθώς περπατά, ταράζεται και αφού πει «Η Αθηνά είναι δυνατότερη!», μόνο τότε συνεχίζει το δρόμο του.
[16.9] Δε θέλει ούτε να πατήσει πάνω σε μνήμα, ούτε να πλησιάσει νεκρό ή λεχώνα, αλλά λέει πως είναι προς το συμφέρον του να μη μολύνεται.
[16.10] Την τέταρτη και την έβδομη μέρα κάθε μήνα προστάζει τους δούλους του σπιτιού να βράσουν κρασί, ενώ ο ίδιος, αφού βγει και αγοράσει μυρτιές, λιβανωτό και γλυκίσματα, επιστρέφει στο σπίτι και στεφανώνει τα αγάλματα του Ερμαφρόδιτου όλη τη μέρα.
[16.11] Όταν δει κανένα όνειρο, πάει στους ονειροκρίτες, τους μάντεις, τους ερμηνευτές του πετάγματος των πουλιών, για να ρωτήσει σε ποιόν θεό ή θεά πρέπει να προσευχηθεί.
[16.12] Πηγαίνει στους ιερείς των Ορφικών Μυστηρίων για να εξαγνιστεί κάθε μήνα μαζί με τη γυναίκα του —αν δεν ευκαιρεί η γυναίκα του, με την παραμάνα— και τα παιδιά του.
[16.13] Θα τον έβλεπες ακόμη ανάμεσα σ᾽ εκείνους που με επιμέλεια λούζουν για εξαγνισμό το σώμα τους στη θάλασσα.
[16.14] Αν ποτέ δει κάποιον στεφανωμένο με σκόρδα να τρώει τις προσφορές στα τρίστρατα, φεύγει και λούζεται απ᾽ το κεφάλι μέχρι τα πόδια, κι αφού καλέσει ιέρειες, τις βάζει να τον εξαγνίσουν με σκιλλοκρέμμυδα ή με ένα σκυλάκι.
[16.15] Αν δει τρελό ή επιληπτικό, ανατριχιάζει και φτύνει στον κόρφο του.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου